Re: Φαντάσματα/Βρυκολακες/Στοιχεια κλπ. Υπαρχουν η οχι? Τι πιστευετε?
Δημοσιεύτηκε: 29 Ιουν 2024, 19:23
Συγχρονοι βρυκόλακες από την αγλλοσαξονική (κυρίως) πόπ κουλτούρα
Καλώς ήρθατε στο Phorum.com.gr Είμαστε εδώ πολλά ενεργά μέλη της διαδικτυακής κοινότητας του Phorum.gr που έκλεισε. Σας περιμένουμε όλους!
https://dev.phorum.com.gr/
H λαικη παράδοση της ανατολικης Ευρωπης εχει τα βαμπιρ. Τα οποια ειναι παρομοια αλλα διαφορετικα απο τους βρυκολακες που υπαρχουν στην Ελληνικη παράδοση.runner έγραψε: 29 Ιουν 2024, 19:02Ερώτηση.George_V έγραψε: 29 Ιουν 2024, 14:15
Οι Ρουμανοι εχουν τον Δρακουλα. Εμεις ομως εχουμε χιλιαδες ιστοριες με Δρακουλες και βρυκολακες.
Ποιοτικα οι Ρουμανοι εχουν τον σουπερσταρ. Ποσοτικα η Ελλάδα υπερτερει σε πληθωρα λαικων παραδοσεων και ιστοριων με βρυκολακες.
Πιασε απο Αρχαια Ελλαδα, περνα Μεσαιωνα, Τουρκοκρατια, νεοτερη Ελλάδα μεχρι και σημερα. Υπαρχουν χιλιαδες ιστοριες στον Ελλαδικο χωρο.
Ο Δράκουλας στην ρουμανική λαογραφία αναφέρεται ως βρυκόλακας ή ως βρυκόλακας παρουσιάζεται από τον Στόουκερ στα γνωστά του διηγήματα σε μεταγενέστερη εποχή;
Ε μα τα θες και τα λες?vantono έγραψε: 29 Ιουν 2024, 17:50Τί 2,5 χιλιάρικα λαϊκη παράδοση? Εχεις ακουσει εσυ ποτέ ιστορία με βρυκόλακα ή καποιον που βρυκολάκιασε στην Ελλαδα? Σου ελεγαν ιστοριες τετοιες οι δικοι σου πχ, οταν ησουν μικρος για να φας το φαγητό σου?George_V έγραψε: 29 Ιουν 2024, 16:01Και επειδη δεν εχεις ακουσει εσυ ετσι απλα λες "πφφφ μαλακιες τιποτα δεν εχουμε".vantono έγραψε: 29 Ιουν 2024, 14:44
Δεν έχω ακούσει καμία ιστορία με βρικόλακες, ούτε αρχαιοελληνική ούτε νέα ελληνική.
Τι να το κάνω εγώ αν έχουμε ιστοριουλες που κανείς δεν έχει ακούσει, αν δεν έχουμε έστω έναν σούπερσταρ?
Σαν να μου λες ότι "εδώ έχουμε πληθώρα από σχολικά πρωταθληματακια ποδοσφαίρου και πολλά τοπικα, αλλά στην Αργεντινή έχουν λιγότερα από εμάς οπότε και το Μέσι που έχουν, τι να μας πουν τα γατάκια?"![]()
Really? 2500 χρονια λαικη παράδοση την πετας στα σκουπιδια επειδη καποιοι αλλοι εχουν εναν που ετυχε να γινει βιβλιο και ταινια.
Noμιζω οτι καποια στιγμη πρεπει να ξεκολλησεις απο τα λαιφσταιλ και λοιπα και να δεις λιγο την ουσια.
Γιατι εμένα δεν μου ελεγαν τιποτα σχετικο με βρυκολακες.
Για πες κάτι, ενα ονομα, μια περιληπτικη ιστορια. Κατονομάστε κύριε, παρακαλω.
Καὶ σὰν τὴν ἐπαντρέψανε τὴν Ἁρετὴ ’ς τὰ ξένα,Leporello έγραψε: 29 Ιουν 2024, 18:55η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκεvantono έγραψε: 29 Ιουν 2024, 09:49Τί μύθους περί βρυκολάκων είχε η Ελλάδα?George_V έγραψε: 29 Ιουν 2024, 09:46
Γιατι καθετος ειδικα στους βρυκολακες?
Η Ελλαδα π.χ. στη λαικη παράδοση περι βρυκολακων ειναι μονο πισω απο τη Ρουμανια/Σερβια καμια αλλη χωρα δεν εχει τοσους βρυκολακες οσο εδω (οσον αφορα τη λαικη παραδοση δλδ η οποια ομως καποια ψηγματα αληθειας θα εμπεριεχει)![]()
Και η Σερβία, δηλαδή.
Μόνο για τον Βλαντ ξέρω εγώ.
........................................................
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!"
Πες μου τί στέκεσαι, Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο στα μάτια εμπρός;
Γιατί, Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν’ στον Άδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Βαθιά σ’ ερίξανε μέσα στη γη…
Φεύγα, σπλαχνίσου με! Θα κοιμηθώ.
Άφες με ήσυχη ν’ αναπαυθώ.
Το κρίμα πὄκαμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πώς έγινα. Θανάση, σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει
στην έρμη χήρα σου ελεημοσύνη.
Στάσου μακρύτερα… Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση, τί έκαμα και με τρομάζεις;
Πώς είσαι πράσινος… μυρίζεις χώμα…
Πες μου, δεν έλιωσες, Θανάση, ακόμα;
Λίγο συμμάζωξε το σάβανό σου…
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, γιά ιδές, πετάνε,
κι έρχονται επάνω μου για να με φάνε.
Πες μου πούθ’ έρχεσαι με τέτοι’ αντάρα;
Ακούς τί γίνεται, είναι λαχτάρα.
Μέσ’ απ’ το μνήμα σου γιατί να βγεις;
Πες μου πούθ’ έρχεσαι, τ’ ήλθες να ιδείς;.
Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα τέτοια νυχτιά,
κι εκεί που έστεκα σαβανωμένος
βαθιά στο μνήμα μου συμμαζωμένος,
Έξαφνα επάνω μου μια κουκουβάγια
ακούω που φώναζε: «Θανάση Βάγια,
σήκου κι επλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτ’ εκεί.»
Τα λόγια τ’ άκουσα και τ’ όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκκο μου, μη τους ιδώ.
«Έβγα και πρόβαλε, Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξομε πέρα στα πλάγια.
Έβγα, μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι».
Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.
Και σαν μ’ εβρήκανε όλοι με μια
έξω απ’ του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που μου είπανε με συνεπαίρνουν.
Πετάμε, τρέχομε· φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Το μαύρο σύννεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ’ η γη.
Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σαν ν’ αρμενίζαμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολλάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.
Εμπρός μάς έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας «Θανάση Βάγια».
Έτσι εφθάσαμε σ’ εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ’ αυτό το χέρι.
Ω, τί μαρτύρια! Ω! τί τρομάρες!
Πόσες μού ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου δώκαν κι έπια αίμα πημένο.
Γιά ιδές, το στόμα μου το ’χω βαμμένο.
Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε… Στέκουν κι ακούνε.
«Καλώς σ’ εβρήκαμε, Βιζίρη Αλή.
Εδώθε μπαίνουνε μες στην αυλή.»
Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παραιτήσανε. Κανείς δεν μένει.
Κρυφά τούς έφυγα και τρέχω εδώ
με σε, γυναίκα μου, να κοιμηθώ.
—Θανάση, σ’ άκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στο μνήμα σου να πας είν’ ώρα.
—Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά
θέλω απ’ το στόμα σου τρία φιλιά.
—Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σ’ εφίλησα κρυφά στο στόμα.
—Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Μου πήρε η κόλαση κειο το φιλί.
—Φεύγα και σκιάζομαι τ’ άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου πέφτει κομμάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ’ την αχάμνια τους λες κι είν’ μαχαίρια.
—Έλα, γυναίκα μου, δεν είμ’ εγώ
κείνος που αγάπησες έναν καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ’ ο Θανάσης.
—Φεύγ’ απ’ τα μάτια μου, θα με κολάσεις.
Ρίχνετ’ επάνω της και τηνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ’ αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.
Την εξεγύμνωσε… το χέρι απλώνει…
Μέσα στον κόρφο της άγρια το χώνει…
Μένει σαν μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ’ το φόβο του το κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο…
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.
Τη μαύρη εγλίτωσε το φυλαχτό της·
καπνός, εσβήστηκε απ’ το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω που εφώναζε: «Θανάση Βάγια».
—Ξύπνα, παιδί μου, κι η αυγή απ’ το βουνό προβαίνει,
ξύπνα ν’ ανάψομε φωτιά, κι η ξένη μας προσμένει.
—Καλή σου μέρα, μάνα μας· ησύχασες κομμάτι;
—Λίγο κοιμώμαι η δύστυχη, δεν έκλεισα το μάτι.
Έχετε γεια, έχετε γεια, πρέπει να σας αφήσω.
Είναι μακρύς ο δρόμος μου, και πότε θα κινήσω;
—Γιατί δε μας εξύπνησες κι έμεινες μοναχή σου;
Σύρε, μανούλα, στο καλό και δώσ’ μας την ευχή σου.
—Για το καλό που κάμετε, για την ελεημοσύνη,
ύπνον γλυκόν ο Κύριος κι ήσυχο να σας δίνει.
Άλλο καλό να σας φχηθώ στον κόσμο μας δεν ξεύρω·
νύχτα και μέρα το ζητώ και δεν μπορώ να το εύρω.
—Μάνα, κι η φτώχεια είναι κακή γιατ’ έχει καταφρόνια.
—Τα πλούτη τα εδοκίμασα, περάσαν με τα χρόνια.
—Μέσα στο λόγγο οι δύστυχοι ζούμε κι εμείς σαν λύκοι,
απ’ τον καιρό που χάλασε το έρμο το Γαρδίκι.
Ω δυστυχιά μου! Ω δυστυχιά! Ο κόσμος θα χαλάσει!
Και ποιόν εμελετήσανε;
Το Βάγια το Θανάση.
—Κι εγώ είμ’ η γυναίκα του. Κάμετε το σταυρό σας,
πάρτε λιβάνι, κάψετε, να διώξτε τον εχθρό σας.
Εψές τη νύχτα εμπήκ’ εδώ, εστάθηκε σιμά μου…
Σχωρέστε τονε, Χριστιανοί, κλάψτε τη συμφορά μου.
Παίρνει το λόγγο. Το παιδί κι η μάν’ ανατριχιάζουν,
και το σταυρό τους κάμνοντας τρέμουν που την κοιτάζουν.
Όχι