της Αλεξάνδρας Τάνκα

https://www.in.gr/2021/11/04/life/stori ... mise-pote/
Είναι λίγο μετά τις 6μιση το απόγευμα και ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει, φωτίζοντας ακόμα ίσα ίσα για όσους τρέχουν να μαζέψουν τα τελευταία ξύλα για να ανάψουν μια φωτιά να ζεσταθούν ή για να έχουν κάποιο φωτισμό.

Μια σπασμένη καρέκλα για προσάναμμα
Η καρέκλα έχει σπάσει και για να μην την πετάξουμε τη βάζουμε κομμάτια κομμάτι μέσα, βάζουμε δυο ξύλα να πάρει φωτιά, να ζεσταθούμε όλοι».
Πάνω σε αυτήν, μια τσίγκινη νταμιτζάνα με νερό, για να ζεσταθεί και να πλυθούν.
Ένα λεπτό καλώδιο τους συνδέει με τον ηλεκτρισμό, συνδεδεμένο από την μια άκρη με μια μπαταρία και από την άλλη με μια γεννήτρια κάποιου γείτονα από την οποία δανείζονται ρεύμα.
Το νερό αποτελεί πολύτιμο αγαθό για τους Ρομά που ζουν τους καταυλισμούς της Αθήνας. Σηκώνονται το πρωί και τραβάνε μέχρι την αγορά με τα πόδια για να αγοράσουν νερό

Δημόσια παιδεία για όλους;
Τα παιδιά του καταυλισμό του Σοφού δεν πάνε όλα σχολεία. Και αυτό όχι γιατί δεν θέλουν ή δεν μπορούν, αλλά γιατί οι αντικειμενικές συνθήκες και ο ρατσισμός το κάνουν πολύ δύσκολο για αυτά.
«Τα περισσότερα παιδιά δεν πάνε στο σχολείο, γιατί οι περισσότεροι κάνουν παράπονα. Τσακώνονται, τα βαράνε, τα βρίζουνε και μετά τα παιδιά μας φοβούνται. Δεν έχουμε ένα σχολείο εδώ δικό μας να πάνε τα παιδιά».
«Αρχικά δεν έχουν νερό να πλυθούν τα παιδιά. Δεν έχουμε νερό να κάνουν μπάνιο, δεν έχουμε νερό να πλύνουμε τα ρούχα τους. Πώς θα πάνε σχολείο;».
«Το κράτος δεν μας θέλει. Καλά είναι έτσι να φάμε μια φασολάδα και μια μακαρονάδα» λέει η μαμά μιας οικογένειας».

«Η ζωή των παιδιών εδώ πέρα είναι άσχημη» αναφέρει ένας πατέρας. «Μας έχουνε κάνει για τα σκουπίδια. Ο λαός δεν το βλέπει αυτό το πράγμα να βάλει στη σειρά τα παιδάκια; Ένα ζεστό φαγητό, κάτι. Τώρα τα παιδάκια αυτά τον χειμώνα θα βρέχει, θα τρέχουν λάσπες, αλλά θα πρέπει να κοιμηθεί μέσα σε αυτή τη κουβέρτα».
Κρύβουν την καταγωγή τους γιατί φοβούνται
«Έλληνες είμαστε. Εδώ μεγαλώσαμε. Δεν ήρθαμε ώρα τα τελευταία χρόνια. Έχουμε συμβάλλει στην ανάπτυξη της μουσικής, είμαστε τεχνίτες εργάτες γης, στις λαϊκές αγορές», αναφέρει.
«Αν έχεις πέντε παιδιά που πεινάνε και δεν σε παίρνει κανείς στη δουλειά γιατί είσαι τσιγγάνα, δεν ξέρεις και γράμματα, χώρισες κιόλας γιατί παντρεύτηκες μικρή, δεν θα μπεις στο σουπερμάρκετ να κλέψεις ή να πάρεις πάνε ή γάλα για το παιδί σου; Αφού ζητιανεύεις, ψάχνεις δουλειά και κανένας δεν σε βοηθάει;».
«Ούτε νεκρούς δεν μας θέλουν»
Το πένθος είναι εμφανής στον κάθε έναν στον καταυλισμό.
Το σκοτάδι έχει σκεπάσει τα πάντα και το φως των εργοστασίων του Ασπροπύργου στο βάθος φωτίζουν από μακριά τον καταυλισμό.
Τα κτίσματα με τις λάμπες από τις γεννήτριες και τις φωτιές φαίνονται σαν μικρές πυγολαμπίδες.

Ο Νίκος δεν μπόρεσε να ταφεί στον Ασπρόπυργο, καθώς ο δήμος δεν αναγνωρίζει τους Ρομά ως δημότες του. Το μόνο που ζήτησαν από τον δήμαρχο, ήταν να στείλει μια μπουλντόζα να ισιώσει ο δρόμος ώστε να μπορέσουν να περάσουν με τη σορό του γιου τους.
«Πήραμε τον δήμο να μας φτιάξει τον δρόμο εδώ, έστω 500 μέτρα διαδρομή. Περιμέναμε ώρες μέχρι που τελικά μας βοήθησαν κάποια παιδιά ξένα. Ο δήμος Ασπροπύργου ούτε νεκρούς δεν μας θέλει» λέει με ψυχραιμία ο πατέρας του 18χρονου.

«Το βράδυ ο γιος του έκλαιγε, τον ζητούσε»
«Κάθε λίγο και λιγάκι είμαστε με το δάκρυ στο μάτι» λέει ο πατέρας του Νίκου. «Το βράδυ κοιμήθηκε ο γιος του και ξύπνησε κλαίγοντας γιατί ζητούσε τον μπαμπά του. Θα έρθει του έλεγα, είναι στη δουλεία. Όλη τη νύχτα ο μικρός φώναζε τον πατέρα του», λέει ο πατέρας του με δάκρια στα μάτια.

«Ο γιος μου δεν ήταν κλέφτης» λέει η μάνα με τα μάτια της να αδυνατούν να στεγνώσουν. «Ζούσε με τα παιδιά του και δεν οδηγούσε καν. Αυτό του το χρεώσανε. Θα μπορούσαν να τον πιάσουν και να τον βάλουν φυλακή, όχι να τον σκοτώσουν εν ψυχρώ. Ο νόμος είναι νόμος. Θέλω δικαιοσύνη μόνο για τον Νίκο».
«Όταν αφέθηκε ελεύθερος ο αστυνομικός η μητέρα του τού είπε ‘’έλα παιδάκι μου να σε πάρω αγκαλιά’’. Εγώ τι θα πάρω αγκαλιά; Την φωτογραφία του; Ένα συγγνώμη δεν ζητήσαν από τον Νίκο».
«Δεν ήταν αλήτης. Είχε τα παιδιά του, δούλευε ακόμα και για 5 ευρώ για να τα ταΐσει, να πάρει ένα γάλα.
Τον φάγανε μπαμπέσικα. ».