sharp έγραψε: 10 Αύγ 2024, 00:52
Βραδιά εκλογών, ο Otto Weininger καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση ετοιμαζόταν να απολαύσει την τρίτη κατά σειρά νίκη του κόμματος του, όπως όλοι περίμεναν. Σκίστους Κούλαρε, φώναξε, χωρίς να θέλει να κρύψει τη χαρά του και πετάχτηκε προς την κουζίνα να φέρει μια μπύρα, ώστε να ολοκληρωθεί η απόλαυση της βραδιάς.
Όμως, δυσάρεστη έκπληξη, οι μπύρες είχαν τελειώσει... Πετάγομαι μία για μπύρες, φώναξε στη γυναίκα του, η οποία έκανε πως δεν τον άκουσε, αφού μιλούσε με την κολλητή της στο τηλέφωνο για κάτι πιο ενδιαφέρον από τα πολιτικά των αντρών.
Κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά και γρήγορα, όπως έκανε πάντα γιατί ήθελε να διατηρείται σε φόρμα και σε λιγώτερο από λεπτό βρέθηκε στο δρόμο. Πήγε προς τα δεξιά, όπως πάντα, ώστε να φτάσει στο μόνο μαγαζί που είναι Κυριακή βράδυ ανοιχτό. Δρόμοι ερημικοί, κλασσικά βράδυ εκλογών, οι περισσότεροι έχουν πάει στα χωριά τους για να ψηφίσουν ή κάθονται μπροστά στην τηλεόραση για τα αποτελέσματα. Πλησιάζοντας προς την κάβα απ' όπου θα έπαιρνε τις μπύρες, τον περίμενε μια έκπληξη. Το μαγαζί δεν υπήρχε και στη θέση του ήταν ένα κουρείο. Πότε έκλεισε γαμώτο, είπε μέσα του και συνωφρυομένος άρχισε να σκέφτεται που θα βρει Κυριακή βράδυ μπύρες. Κοιτώντας ωστόσο τριγύρω, κατάλαβε ότι και τα υπόλοιπα κτίρια ήταν διαφορετικά. Τι βλάκας, πήρα λάθος δρόμο... Αμέσως όμως, διαπίστωσε ότι ο δρόμος στη γωνιά του σπιτιού του, τού ήταν άγνωστος. Να πω ότι είχα πιει, είπε στον εαυτό του, από τη πολύ χαρά φαίνεται τα έχω χαμένα.
Ξεκίνησε την ανάποδη διαδρομή, ώστε να ξαναπάει στο σπίτι του και να καταλάβει πώς είχε μπερδευτεί. Αλλά στην γωνία δεν υπήρχε ο δρόμος του σπιτιού του και φυσικά ούτε το σπίτι του. Άρχισε να ανησυχεί σοβαρά για την υγεία του ή για κάτι που είχε συμβεί και δεν καταλάβαινε. Έχουμε Τρίγωνο της Βερμούδας στον Πειραιά, αναλογίστηκε.
Όπως κοιτούσε τριγύρω, ήταν και σχετικά σκοτεινά και έψαχνε να βρει μια ταμπέλλα με το όνομα του δρόμου, άκουσε έναν δυνατό θόρυβο πίσω του. Γύρισε και είδε έναν τύπο πολύ ογκώδη, τετράγωνο σαν ντουλάπα, που είχε σκάσει πάνω στον ερημικό δρόμο σαν εξωγήινος. Πριν καταλάβει τι έγινε, άκουσε έναν δεύτερο θόρυβο από την μεριά που κοιτούσε μόλις πριν. Γύρισε και είδε έναν παρόμοιο, ακόμη πιο σωματώδη που τον κοιτούσε με ειρωνικό, αλλά και εχθρικό, σχεδόν φονικό βλέμμα.
Τι έγινε Όττο, είπε ο πρώτος, χάρηκες που ξαναβγήκε ο Κούλης; Έλα πες μας, μην ντρέπεσαι, ακούστηκε ο δεύτερος. Ζαίοι, μονολόγησε ο Όττο κι η εμφάνιση τους ήρθε να προσθέσει κάτι αρνητικό στη βραδυά που είχε ξεκινήσει με τόση χαρά. Δεν πρόλαβε να τα σκεφτεί όλα αυτά και είδε και τους δύο να έρχονται κατά πάνω του με μεγάλη ταχύτητα ουρλιάζοντας "Κασσελάκης ρεεεε!"
Ο Όττο σκέφτηκε αυτόματα, αν δεν κρατάνε μαχαίρι τους έχω. Ωραία, θα διασκεδάσουμε κι άλλο σήμερα. Είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του, τις δυνάμεις του και την τέχνη την πολεμική που κατείχε. Θυμήθηκε τις συμβουλές του πρώτου δασκάλου του πώς να αντιμετωπίζει δύο ταυτόχρονα. Γύρισε προς τον πρώτο που του φαινόταν να είναι πιο κοντά του. Περίμενε να πλησιάσει και γυρνώντας απότομα του κατάφερε μία στο λαιμό. Αυτός σωριάστηκε, ενώ ακούστηκε ο γδούπος που έκανε πέφτοντας στο έδαφος, παρέα με ένα μακρόσυρτο ωχ! Χωρίς να χάσει χρόνο, γύρισε προς τον άλλο, ο οποίος είχε πλησιάσει πολύ κοντά, τον απέφυγε όμως έντεχνα ενώ ταυτόχρονα με μια λαβή στο χέρι τον έριξε κάτω. Ακούστηκε ένα μεγαλοπρεπές κρακ, ο Όττο αναθάρρησε, μάλλον του έσπασα το χέρι.
Πράγματι ο τύπος είχε σωριαστεί κάτω και ούρλιαζε, αλλά ο Όττο δεν είχε χρόνο, ο άλλος είχε καταφέρει για περίεργο λόγο να σηκωθεί πολύ πιο πριν απ' ότι τον υπολόγιζε και ερχόταν ξανά κατά πάνω του. Τούτη τη φορά εισέπραξε μια μπουνιά στη μύτη και σωριάστηκε με το ένα χέρι του να κρατά την ματωμένη μύτη του. Μάλλον του την έσπασα, ψυθίρησε ο Όττο όμως ό άλλος είχε και πάλι σηκωθεί. Κανένα ίχνος από σπασμένο χέρι, ο Όττο απόρησε και σκέφτηκε ότι δεν έπιασε η λαβή πιο πριν. Τούτη τη φορά δεν του χαρίστηκε και του έκανε ένα πιο περίπλοκο κόλπο που πιθανότατα να του έβγαζε την ωμοπλάτη.
Ακούστηκε ένας υπόκωφος ήχος κι ο τύπος άρχισε να ουρλιάζει. Πέφτοντας ο Όττο είδε ξεκάθαρα την εξάρθρωση και ανησύχησε μήπως έχει νομικές συνέπειες. Σιγά, ζαίοι είναι και μου επιτέθηκαν πρώτοι, σκέφτηκε και γύρισε προς τον άλλον ο οποίος στο μεταξύ είχε ανασυγκροτηθεί σαν να μην είχε πάθει τίποτε ποτέ και έτρεχε πάλι κατά πάνω του. Ξαφνιάστηκε από αυτό, μα πώς γίνεται, δεν έπαθε τίποτε, αναρωτήθηκε. Δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις όμως, μόλις την τελευταία στιγμή απέφυγε ένα χτύπημα, αλλά ένα δεύτερο τον χτύπησε στη μέση και τον έριξε κάτω. Κοίταξε τον τύπο που γελούσε έχοντας ένα φονικό βλέμμα και ενστικτωδώς τον έπιασε από το πόδι και τον έριξε, ενώ στη συνέχεια του κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι που ακούστηκε σαν να σπάει πάνω στην άσφαλτο του δρόμου. Φοβήθηκε ο Όττο βλέποντας αίμα να κυλάει, αυτό μου έλειπε τώρα να πάω και για φόνο.
Με την άκρη του ματιού του είδε τον άλλο τύπο που είχε σηκωθεί και έβαζε την ωμοπλάτη του πίσω σαν να μην έτρεχε τίποτε. Μα... τι κάνουν... τι συμβαίνει, ψέλισσε. Χωρίς ίχνος πόνου τον κοίταξε από μακριά γελώντας δυνατά. Χαχαχα... τά 'χασες Κούλη μου... τά 'χασες Όττο μου... κούληαρε ρε, μη φοβάσαι... χαχαχα. Σαν στέρεο άκουσε και τον άλλον να επαναλαμβάνει τα ίδια από την άλλη μεριά. Είχε σηκωθεί, δεν υπήρχε ίχνος από σπασμένο κεφάλι, ούτε αίμα φαινόταν πουθενά, ούτε καν στο πεζοδρόμιο όπου τον είχε ξαπλώσει.
Εκτός από ταραγμένος και απορημένος είχε αρχίσει να κουράζεται από την πάλη. Μάζεψε τις τελευταίες του δυνάμεις και φώναξε δυνατά, δε σας φοβάμαι καργιόληδες ζαίοι, σας καταφέρνω όσες φορές θέλετε, εσάς και άλλους τόσους.
Χαχαχα... είσαι σίγουρος Όττο μου, ξαναμίλησε ο πρώτος κι αντικρύζοντας τον τα έχασε με αυτό που είδε. Ένας ακόμη τύπος ξεφύτρωνε στην κυριολεξία μέσα από την κοιλιά του και εμφανιζόταν δίπλα από τον πρώτο. Κούκου... Όττο, άκουσε τον άλλον να του φωνάζει και γυρνώντας είδε την ίδια σκηνή. Ένας τέταρτος τύπος εμφανιζόταν μέσα από την κοιλιά του και στάθηκε δίπλα του.
Τώρα ήταν τέσσερις και τον κοιτούσαν έτοιμοι να του επιτεθούν ξανά. Ο Όττο άρχιζε να φοβάται πάρα πολύ. Είχε να αντιμετωπίσει τέσσερις τύπους με υπερφυσικές δυνάμεις; Λερναία Ύδρα; Τι είναι αυτό που μου συμβαίνει βραδυάτικα; Γιατί;
Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι δύο κανούργιοι δεν έμοιαζαν εντελώς με ανθρώπους. Είχαν μεν ανθρώπινο σώμα, αλλά το πρόσωπο τους ήταν ενός κροκοδείλου και το στόμα τους είχε τα τρομακτικά δόντια του ερπετού. Άνοιξαν το στόμα τους και τα είδε, ήταν πολύ μεγάλα, λαμπερά και έδειχναν κοφτερά όπως τα ξέρουμε. Ξεροκατάπιε εντελώς ταραγμένος. Χωρίς να του δώσουν περισσότερο χρόνο άρχισαν κι οι τέσσερις να τρέχουν κατά πάνω του με μεγάλη ταχύτητα, ενώ οι δύο ανοιγόκλειναν το κροκοδειλίσιο στόμα τους χτυπώντας τα δόντια τους, παράγοντας κατά το κλείσιμο εκκωφαντικό θόρυβο, κλακ, κλακ, κλακ.
Τρόμαξε τόσο πολύ, που έβαλε τα κλάμματα και άρχισε να φωνάζει "βοήθεια, σώστε με, ας με βοηθήσει κάποιος", "βοήθεια βγάλτε με από 'δώ, σώστε με κι εγώ δεν θα ξανασχοληθώ με καυγάδες, δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ γι' αυτά, βοηθήστε με σας παρακαλώ!"
Γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τ' αριστερά και στο βάθος διέκρινε μια μικρή χαραμάδα απ' όπου έμπαινε φως. Πολύ περίεργο, καθότι ήταν μεν βράδυ, αλλά βρισκόταν έξω. Χωρίς να το πολυσκεφτεί και με ταχύτητα που θα ζήλευε ο πρόσφατος Ολυμπιονίκης των 100μ. άρχισε να τρέχει προς το φως που έβλεπε. Μόλις γλυστρούσε από τη χαραμάδα, άκουσε τα δόντια του ενός που τον είχε πλησιάσει να τρίζουν από το ανοιγόκλειμα, ενώ αισθάνθηκε την ανάσα του πάνω στο μάγουλο του.
Ο Όττο μόλις είχε καταφέρει να γλυτώσει. Κατατρομαγμένος συνέχισε να τρέχει γρήγορα μέχρι που έφτασε έξω από το σπίτι του. Μπήκε μέσα, είπε στη γυναίκα του ότι δεν βρήκε μπύρες κι ότι το μαγαζί ήταν κλειστό. Δεν ανακατεύτηκε ποτέ ξανά σε ξυλοδαρμούς, ούτε αναφέρθηκε στους παλιούς. Δεν ξαναμίλησε ποτέ γι' αυτά, μέχρι τα βαθιά γεράματα του.