Fata_Morgana έγραψε: 07 Αύγ 2024, 21:58Εγώ δεν έχω δουλέψει τίποτα. Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με τη φθορά. Και δεν εννοώ ρυτίδες και λοιπές παπαριές. Εννοώ το σώμα που παραιτείται σιγά σιγά και η ιδέα του θανάτου.
Κάποιοι και καποιες το έχουν δουλέψει βρε. Η πλάκα είναι ότι έχουν τα ίδια αποτελέσματα με σένα. Στην τελική, ένα ψιλοφτυσμένο σώμα είτε στα 30 είτε στα 60, το ίδιο ακριβώς κάνει. Τα νιάτα δεν συνεπάγονται πάντα ελκυστικότητα.
Γαμα τη την ελκυστικότητα. Δε με απασχόλησε κσι ποτέ ιδιαίτερα.Η ποιότητα ζωής είναι που με απασχολεί προσωπικά. Και στα 30 μου δε με απασχολούσε. Τώρα με έζωσαν τα φίδια.
Τα φίδια είναι φορείς σοφίας, παρ' το αλλιώς.
Ελπίζω να μη σκάσει παπάρας με αναφορές στον Λαοκόοντα.
ΓΑΛΗ έγραψε: 07 Αύγ 2024, 21:33
Δεν πίνω αναψυκτικά το βράδυ καλό μου. Ούτε ζεστά ούτε κρύα. Γενικώς, δεν το 'χω με τα...αναψυκτικά, τα θεωρώ εφηβικές φάσεις.
νεράκι πίνεις ή το θεωρείς ανώριμο?έχει και 50 βαθμούς γι αυτό ρωτάω
Οκ, με το που διάβασα τις αναλογίες κατέβασα μια σκέτη βότκα για να συνέλθω. Αν και δεν το 'χω με τα βαριά αλκοολούχα το βράδυ. Μέχρι κρύα μπύρα, κρύο κρασί, τέτοια ξενέρωτα παίζω στο σπίτι.
Μαλακία ποτό είναι, για χαζογκόμενες που το παραγγέλνουν και καλά λόγω ονόματος.
Αλλά κρασί καλοκαιριάτικα, ρε φιλενάδα; Δεν ξέρεις το ρητό "τους μήνες που δεν έχουν ρο, βάλε στο κρασί νερό";
ΓΑΛΗ έγραψε: 07 Αύγ 2024, 21:33
Δεν πίνω αναψυκτικά το βράδυ καλό μου. Ούτε ζεστά ούτε κρύα. Γενικώς, δεν το 'χω με τα...αναψυκτικά, τα θεωρώ εφηβικές φάσεις.
νεράκι πίνεις ή το θεωρείς ανώριμο?έχει και 50 βαθμούς γι αυτό ρωτάω
Κρύο, σαφώς ναι. Έχω πάντα μισοπαγωμένο μπουκάλι με νερό δίπλα. Και όχι δεν το θεωρώ ανώριμο, ανώριμη με θεωρώ όταν πίνω κάτι άλλο.
Οκ, με το που διάβασα τις αναλογίες κατέβασα μια σκέτη βότκα για να συνέλθω. Αν και δεν το 'χω με τα βαριά αλκοολούχα το βράδυ. Μέχρι κρύα μπύρα, κρύο κρασί, τέτοια ξενέρωτα παίζω στο σπίτι.
Μαλακία ποτό είναι, για χαζογκόμενες που το παραγγέλνουν και καλά λόγω ονόματος.
Αλλά κρασί καλοκαιριάτικα, ρε φιλενάδα; Δεν ξέρεις το ρητό "τους μήνες που δεν έχουν ρο, βάλε στο κρασί νερό";
Μια χαρά είναι και τα κρύα σαμιώτικα και τα λευκά ξηρά καλοκαιριάτικα. Ακόμη και με προσθήκη ούζου σε κρύο νερό, δεν έχω θέμα. Τα κόκκινα είναι σαφώς πιο χειμωνιάτικη φάση.
Οκ, με το που διάβασα τις αναλογίες κατέβασα μια σκέτη βότκα για να συνέλθω. Αν και δεν το 'χω με τα βαριά αλκοολούχα το βράδυ. Μέχρι κρύα μπύρα, κρύο κρασί, τέτοια ξενέρωτα παίζω στο σπίτι.
Μαλακία ποτό είναι, για χαζογκόμενες που το παραγγέλνουν και καλά λόγω ονόματος.
Αλλά κρασί καλοκαιριάτικα, ρε φιλενάδα; Δεν ξέρεις το ρητό "τους μήνες που δεν έχουν ρο, βάλε στο κρασί νερό";
Μην εκπλαγείς αν ακούσεις καμία να παραγγέλνει το porn star
Η stella ξύπνησε με τον απαλό ήχο του ξυπνητηριού της. Τεντώθηκε νωχελικά, απολαμβάνοντας το ήρεμο πρωινό πριν από το ξεκίνημα της ρουτίνας. Μετά το συνηθισμένο τελετουργικό—ντους, καφές και πρωινό—αποφάσισε να βγει έξω για να δει τον χειμωνιάτικο καιρό. Ήταν μια παράξενη συνήθεια που κρατούσε από μικρή. Λες και ο καιρός ήταν διαφορετικός αν τον έβλεπες μέσα από το παράθυρο.
Καθώς άνοιξε την εξώπορτά της, η εικόνα που αντίκρυσε την πάγωσε στη θέση της. Τέσσερις από τους γείτονές της ήταν ξαπλωμένοι στο κατώφλι της, τα σώματά τους άψυχα και τα μάτια τους κοιτούσαν κενά τον γκρίζο από τα πυκνά σύννεφα ουρανό. Η καρδιά της Στέλλας χτυπούσε δυνατά στο στήθος της, και πάλεψε πολύ για να μην ουρλιάξει. Έκανε ένα βήμα πίσω, με το μυαλό της μουδιασμένο.
Ενστικτωδώς, έπιασε το τηλέφωνό της για να καλέσει την αστυνομία. Αλλά καθώς τα δάχτυλά της πληκτρολογούσαν τον αριθμό, ένα παράξενο συναίσθημα την κατέκλυσε. Το υποσυνείδητό της λες και αντιδρούσε σε αυτή την ενέργεια. Μια φωνή, απαλή και επίμονη, της ψιθύρισε στο μυαλό, "Μην τους καλέσεις. Μην το κάνεις."
Κούνησε το κεφάλι της, προσπαθώντας να διώξει τη σκέψη. Οι γείτονές της ήταν νεκροί, και δεν γινόταν να μείνει άπραγη. Αλλά καθώς σήκωσε το τηλέφωνο στο αυτί της, ο ψίθυρος μέσα στο κεφάλι της μετατράπηκε σε «κραυγή». "Μην τους καλέσεις!"
Η Στέλλα άφησε το τηλέφωνο να πέσει, τα χέρια της έτρεμαν. Η φωνή, η σκέψη, ότι ήταν αυτό τέλος πάντων, είχε δίκιο—συνειδητοποίησε ότι αν ερχόταν η αστυνομία, δεν θα έβρισκαν καμία ένδειξη εισβολέα. Κανένα σημάδι πάλης. Θα φαινόταν σαν να τους είχε σκοτώσει εκείνη. Άγνωστο πως, αλλά και πάλι ήταν η μοναδική που βρισκόταν εκεί. Ζωντανή, πάνω από τέσσερα πτώματα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ηρεμήσει τις ταραγμένες σκέψεις της.
Ο ήσυχος δρόμος έξω φαινόταν σουρεαλιστικός μέσα στην κανονικότητά του, τα πουλιά να κελαηδούν και τον μακρινό θόρυβο των αυτοκινήτων στην έξοδο προς την κεντρική λεωφόρο. Αλλά εδώ, στο κατώφλι της, ήταν ο θάνατος. Κοίταξε γύρω της, ελπίζοντας να δει κάποιον—οποιονδήποτε—που θα μπορούσε να βοηθήσει, αλλά ο δρόμος ήταν ανατριχιαστικά άδειος. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ποτέ δεν ήταν πολύβουη γειτονιά αλλά δεν θυμάται άλλη φορά να κοιτάζει στο δρόμο, τουλάχιστον μέρα, και αν μην υπάρχει απολύτως κανένας.
Ξαφνικά, άκουσε βήματα. Ένας άντρας βγήκε από το σπίτι απέναντι, ο κύριος Θωμάς, ένας ευγενικός ηλικιωμένος που συχνά της έδινε συμβουλές για την κηπουρική. Εδώ και δυο χρόνια, είχε αποφασίσει να μετατρέψει την πίσω αυλή του σπιτιού της σε κήπο και η βοήθεια του κ.Θωμά είχε αποδειχτεί πολύτιμη, ειδικά στην αρχή.
Είδε τα σώματα και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από φρίκη. Πριν προλάβει να αντιδράσει, η Στέλλα έβαλε το δάχτυλό της στα χείλη, σημαίνοντάς του να κάνει ησυχία. Σύγχυση και φόβος ζωγραφίστηκαν στο πρόσωπό του, αλλά υπάκουσε, πλησιάζοντας σιωπηλά.
"Στέλλα, τι συνέβη;" ψιθύρισε, με φωνή που έτρεμε.
"Δεν ξέρω," απάντησε εκείνη, η φωνή της σχεδόν ψιθυριστή. "Τους βρήκα έτσι. Αλλά κάτι μου λέει να μην καλέσω την αστυνομία. Δεν ξέρουμε τι έγινε και τώρα που είστε και εσείς εδώ είμαστε και οι δύο ύποπτοι."
Τα μάτια του κύριου Θωμά κοίταξαν τα σώματα και μετά ξανά εκείνη. "Πρέπει να τους βάλουμε μέσα. Γρήγορα, πριν τους δει κανείς άλλος."
Μαζί, έσυραν βιαστικά τα σώματα μέσα στο σπίτι της Στέλλας, μια μακάβρια διαδικασία που τους γέμιζε με τρόμο. Μόλις μπήκαν, στάθηκαν στο σαλόνι, λαχανιασμένοι και κοιτάζοντας το φρικτό θέαμα μπροστά τους. Έτσι όπως είχαν τραβήξει τα πτώματα, άγαρμπα και βιαστικά, τώρα πάνω στο λευκά πλακάκια του σαλονιού, έμοιαζαν με γκροτέσκα γκραβούρα κάποιου αρρωστημένου καλλιτέχνη.
"Πρέπει να βρούμε ποιος το έκανε," είπε ο κύριος Θωμάς, η φωνή του χαμηλή. "Και κυρίως γιατί. Αν δεν βγάλουμε σύντομα κάποια άκρη, θα τους ξαναπάμε προσκετικά έξω, λίγο πιο μακριά και ας ελπίσουμε πως κάποιος άλλος θα τους δει και θα καλέσει την αστυνομία"
Η Στέλλα έγνεψε, προσπαθώντας να βάλει το μυαλό της σε τάξη. Καθώς άρχισαν να ψάχνουν τα σώματα για στοιχεία, ένας κρύος αέρας πέρασε από το σπίτι, χτυπώντας και κλείνοντας την πόρτα με δύναμη. Μια λάμπα στην άκρη του σαλονιού που είχε μείνει αναμμένη από το προηγούμενο βράδυ, άρχισε να τρεμοπαίζει μέχρι που έσβησε. Το δωμάτιο βυθίστηκε γκρίζο του ουρανού, και η Στέλλα άκουσε πάλι την φωνή στο μυαλό της. Διαφορετική αυτή τη φορά, σαν ένας βαθύς, βροντώδης γρυλισμός. «Σου είπα να μην το πεις σε κανέναν».
Πριν προλάβει να αντιδράσει, η φωνή ακούστηκε ξανά. Πιο ήρεμη αυτή τη φορά αλλά επιτακτική.
Όχι μάρτυρες. Ο γέρος τα έχει δει όλα. Όχι μάρτυρες.
Η όραση της Στέλλας θόλωσε καθώς το κρύο την αγκάλιασε. Ο κ.Θωμάς έτρεξε κοντά της. «Είσαι καλά;» της είπε με ειλικρινή ανησυχία. Μα εκείνη έκανε πίσω χωρίς να απαντήσει. Η φωνή συνέχιζε μέσα στο κεφάλι της.
Όχι μάρτυρες. Ο γέρος τα έχει δει όλα. Όχι μάρτυρες.
Η Στέλλα συνειδητοποίησε ότι κρατούσε σφιχτά ένα μαχαίρι που ήταν στο τραπέζι μόνο όταν πρόσεξε ότι το βλέμμα του κ.Θωμά ήταν καρφωμένο στο χέρι της.
Πρόλαβε να την ρωτήσει μόνο μια φορά. «Τι κάνεις;». Την αμέσως επόμενη στιγμή το μαχαίρι είχε καρφωθεί στο πρόσωπο του κ.Θωμά. Το πρώτο χτύπημα τον πήρε ξώφαλτσα στο στόμα. Το αριστερό του μάγουλο σκίστηκε στα δύο αποκαλύπτοντας την μια πλευρά της οδοντοστοιχίας του. Προσπάθησε άτσαλα να τρέξει προς την πόρτα, μα η αιμορραγία, η ηλικία και ο πόνος δεν βοηθούσαν. Το δεύτερο χτύπημα της Στέλλας βρήκε τον άτυχο ηλικιωμένο στον αυχένα. Σωριάστηκε με το πρόσωπο στο πάτωμα. Η γλώσσα του είχε βγει έξω από το σκισμένο μάγουλο, αφήνοντας του μια τρομακτική γκριμάτσα.
Η Στέλλα πάλευε να τιθασεύσει στην αναπνοή της. Κρατούσε ακόμα σφιχτά το μαχαίρι και κοιτούσε το πτώμα του κ.Θωμά. Γύρισε να δει τον εαυτό της στο καθρέφτη του διαδρόμου. Το πρόσωπό της γεμάτο αίματα, τα μάτια της γεμάτα ανησυχία. Ήξερε πως δεν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο.
Ξαφνικά ούρλιαξε. «Τι στο διάολο μου συμβαίνει;;;»
Η φωνή στο κεφάλι της ακούστηκε καθησυχαστική. «Έκανες αυτό που έπρεπε. Όχι μάρτυρες». «Σκάσε» ούρλιαξε ξανά. Κοίταξε το μαχαίρι.
«Στέλλα. Τι περιμένεις; Είπαμε, όχι μάρτυρες»
Η Στέλλα πάγωσε. Κοίταξε ξανά τον εαυτό της στον καθρέφτη.
«Όχι μάρτυρες. Τα έχεις δει και εσύ όλα»
Σήκωσε αργά το μαχαίρι. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια της. «Όχι μάρτυρες» επανέλαβε και εκείνη για πρώτη φορά με την δική της φωνή.
Έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό της, κόβοντας από την μια μεριά στην άλλη. Στην αρχή τίποτα. Μετά ένα ελαφρύ κάψιμο και μια εμφάνιση αίματος, που σύντομα έγινε ποτάμι. Ένιωσε την αλκαλική γεύση στο λαιμό της. Άφησε το μαχαίρι να πέσει στο πάτωμα για να το ακολουθήσει λίγο αργότερα. Το άψυχο σώμα της ήταν δίπλα στου κ.Θωμά, λίγο πιο πέρα από τα υπόλοιπα τέσσερα.
Όταν η αστυνομία έφτασε τελικά μετά από ώρες, κληθείσα από έναν ανήσυχο περαστικό που είχε δει την ανοιχτή πόρτα και τον άδειο δρόμο, βρήκαν τη Στέλλα και τον κύριο Θωμά στο πάτωμα, με τα σώματα των τεσσάρων γειτόνων τακτοποιημένα σε έναν φρικτό κύκλο γύρω τους.
Δεν υπήρχε καμία ένδειξη για τον θάνατο των τεσσάρων, και η υπόθεση έκλεισε τελικά ως δολοφονία, αυτοκτονία και τέσσερις ανεξακρίβωτοι θάνατοι.
Let them make the first mistake. We make the last move.
Οκ, με το που διάβασα τις αναλογίες κατέβασα μια σκέτη βότκα για να συνέλθω. Αν και δεν το 'χω με τα βαριά αλκοολούχα το βράδυ. Μέχρι κρύα μπύρα, κρύο κρασί, τέτοια ξενέρωτα παίζω στο σπίτι.
Μαλακία ποτό είναι, για χαζογκόμενες που το παραγγέλνουν και καλά λόγω ονόματος.
Αλλά κρασί καλοκαιριάτικα, ρε φιλενάδα; Δεν ξέρεις το ρητό "τους μήνες που δεν έχουν ρο, βάλε στο κρασί νερό";
Τέλειο είναι το sex on the beach. Κάποια στιγμή το έπινα συνέχεια και ένα βράδυ με έρχεται κάποια σε ένα μεταλάδικο και με ρωτάει:
- Εισαι ψυχοπαθής;
- Ναι αλλά γιατί ρωτάς;
- Γιατί εδώ είναι μεταλάδικο, μπυρες και ποτά πίνει ο κόσμος, είσαι ο μόνος που βλέπω κάθε φορά να πίνει ποτά με ομπρελίτσες
Και τώρα ακόμα στο μπαρ που ειμαι πίνω ένα τελειο κοκτεηλ με τζιν, λικερ μαστιχας, χυμο λεμονι, τζιντζερ και αγγουρι, καλοκαιρακι γαρ
yet say this to the Possum: a bang, not a whimper,
with a bang not with a whimper,
To build the city of Dioce whose terraces are the colour of stars
Otto Weininger έγραψε: 07 Αύγ 2024, 20:16
Μαζική μήνυση θα φάω, αφού έκανα πιο μεγάλη την ιστορία και σου έβαλα συμπρωταγωνιστές τον nowhere, τον Yochanan και τον Beria.
κανένα πρόβλημα.να υπάρχουν στην πλοκή και γκόμενες που υποστηρίζουν παλαβομάρες και τις κατατροπώνω πριν το τραγικό μου τέλος μόνο γιατί θα με μαλώνει ο μένιος αν με δει σαν χαρακτήρα σε ιστορία χωρίς σοβαρό υπόβαθρο
Η stella ξύπνησε με τον απαλό ήχο του ξυπνητηριού της. Τεντώθηκε νωχελικά, απολαμβάνοντας το ήρεμο πρωινό πριν από το ξεκίνημα της ρουτίνας. Μετά το συνηθισμένο τελετουργικό—ντους, καφές και πρωινό—αποφάσισε να βγει έξω για να δει τον χειμωνιάτικο καιρό. Ήταν μια παράξενη συνήθεια που κρατούσε από μικρή. Λες και ο καιρός ήταν διαφορετικός αν τον έβλεπες μέσα από το παράθυρο.
Καθώς άνοιξε την εξώπορτά της, η εικόνα που αντίκρυσε την πάγωσε στη θέση της. Τέσσερις από τους γείτονές της ήταν ξαπλωμένοι στο κατώφλι της, τα σώματά τους άψυχα και τα μάτια τους κοιτούσαν κενά τον γκρίζο από τα πυκνά σύννεφα ουρανό. Η καρδιά της Στέλλας χτυπούσε δυνατά στο στήθος της, και πάλεψε πολύ για να μην ουρλιάξει. Έκανε ένα βήμα πίσω, με το μυαλό της μουδιασμένο.
Ενστικτωδώς, έπιασε το τηλέφωνό της για να καλέσει την αστυνομία. Αλλά καθώς τα δάχτυλά της πληκτρολογούσαν τον αριθμό, ένα παράξενο συναίσθημα την κατέκλυσε. Το υποσυνείδητό της λες και αντιδρούσε σε αυτή την ενέργεια. Μια φωνή, απαλή και επίμονη, της ψιθύρισε στο μυαλό, "Μην τους καλέσεις. Μην το κάνεις."
Κούνησε το κεφάλι της, προσπαθώντας να διώξει τη σκέψη. Οι γείτονές της ήταν νεκροί, και δεν γινόταν να μείνει άπραγη. Αλλά καθώς σήκωσε το τηλέφωνο στο αυτί της, ο ψίθυρος μέσα στο κεφάλι της μετατράπηκε σε «κραυγή». "Μην τους καλέσεις!"
Η Στέλλα άφησε το τηλέφωνο να πέσει, τα χέρια της έτρεμαν. Η φωνή, η σκέψη, ότι ήταν αυτό τέλος πάντων, είχε δίκιο—συνειδητοποίησε ότι αν ερχόταν η αστυνομία, δεν θα έβρισκαν καμία ένδειξη εισβολέα. Κανένα σημάδι πάλης. Θα φαινόταν σαν να τους είχε σκοτώσει εκείνη. Άγνωστο πως, αλλά και πάλι ήταν η μοναδική που βρισκόταν εκεί. Ζωντανή, πάνω από τέσσερα πτώματα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ηρεμήσει τις ταραγμένες σκέψεις της.
Ο ήσυχος δρόμος έξω φαινόταν σουρεαλιστικός μέσα στην κανονικότητά του, τα πουλιά να κελαηδούν και τον μακρινό θόρυβο των αυτοκινήτων στην έξοδο προς την κεντρική λεωφόρο. Αλλά εδώ, στο κατώφλι της, ήταν ο θάνατος. Κοίταξε γύρω της, ελπίζοντας να δει κάποιον—οποιονδήποτε—που θα μπορούσε να βοηθήσει, αλλά ο δρόμος ήταν ανατριχιαστικά άδειος. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ποτέ δεν ήταν πολύβουη γειτονιά αλλά δεν θυμάται άλλη φορά να κοιτάζει στο δρόμο, τουλάχιστον μέρα, και αν μην υπάρχει απολύτως κανένας.
Ξαφνικά, άκουσε βήματα. Ένας άντρας βγήκε από το σπίτι απέναντι, ο κύριος Θωμάς, ένας ευγενικός ηλικιωμένος που συχνά της έδινε συμβουλές για την κηπουρική. Εδώ και δυο χρόνια, είχε αποφασίσει να μετατρέψει την πίσω αυλή του σπιτιού της σε κήπο και η βοήθεια του κ.Θωμά είχε αποδειχτεί πολύτιμη, ειδικά στην αρχή.
Είδε τα σώματα και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από φρίκη. Πριν προλάβει να αντιδράσει, η Στέλλα έβαλε το δάχτυλό της στα χείλη, σημαίνοντάς του να κάνει ησυχία. Σύγχυση και φόβος ζωγραφίστηκαν στο πρόσωπό του, αλλά υπάκουσε, πλησιάζοντας σιωπηλά.
"Στέλλα, τι συνέβη;" ψιθύρισε, με φωνή που έτρεμε.
"Δεν ξέρω," απάντησε εκείνη, η φωνή της σχεδόν ψιθυριστή. "Τους βρήκα έτσι. Αλλά κάτι μου λέει να μην καλέσω την αστυνομία. Δεν ξέρουμε τι έγινε και τώρα που είστε και εσείς εδώ είμαστε και οι δύο ύποπτοι."
Τα μάτια του κύριου Θωμά κοίταξαν τα σώματα και μετά ξανά εκείνη. "Πρέπει να τους βάλουμε μέσα. Γρήγορα, πριν τους δει κανείς άλλος."
Μαζί, έσυραν βιαστικά τα σώματα μέσα στο σπίτι της Στέλλας, μια μακάβρια διαδικασία που τους γέμιζε με τρόμο. Μόλις μπήκαν, στάθηκαν στο σαλόνι, λαχανιασμένοι και κοιτάζοντας το φρικτό θέαμα μπροστά τους. Έτσι όπως είχαν τραβήξει τα πτώματα, άγαρμπα και βιαστικά, τώρα πάνω στο λευκά πλακάκια του σαλονιού, έμοιαζαν με γκροτέσκα γκραβούρα κάποιου αρρωστημένου καλλιτέχνη.
"Πρέπει να βρούμε ποιος το έκανε," είπε ο κύριος Θωμάς, η φωνή του χαμηλή. "Και κυρίως γιατί. Αν δεν βγάλουμε σύντομα κάποια άκρη, θα τους ξαναπάμε προσκετικά έξω, λίγο πιο μακριά και ας ελπίσουμε πως κάποιος άλλος θα τους δει και θα καλέσει την αστυνομία"
Η Στέλλα έγνεψε, προσπαθώντας να βάλει το μυαλό της σε τάξη. Καθώς άρχισαν να ψάχνουν τα σώματα για στοιχεία, ένας κρύος αέρας πέρασε από το σπίτι, χτυπώντας και κλείνοντας την πόρτα με δύναμη. Μια λάμπα στην άκρη του σαλονιού που είχε μείνει αναμμένη από το προηγούμενο βράδυ, άρχισε να τρεμοπαίζει μέχρι που έσβησε. Το δωμάτιο βυθίστηκε γκρίζο του ουρανού, και η Στέλλα άκουσε πάλι την φωνή στο μυαλό της. Διαφορετική αυτή τη φορά, σαν ένας βαθύς, βροντώδης γρυλισμός. «Σου είπα να μην το πεις σε κανέναν».
Πριν προλάβει να αντιδράσει, η φωνή ακούστηκε ξανά. Πιο ήρεμη αυτή τη φορά αλλά επιτακτική.
Όχι μάρτυρες. Ο γέρος τα έχει δει όλα. Όχι μάρτυρες.
Η όραση της Στέλλας θόλωσε καθώς το κρύο την αγκάλιασε. Ο κ.Θωμάς έτρεξε κοντά της. «Είσαι καλά;» της είπε με ειλικρινή ανησυχία. Μα εκείνη έκανε πίσω χωρίς να απαντήσει. Η φωνή συνέχιζε μέσα στο κεφάλι της.
Όχι μάρτυρες. Ο γέρος τα έχει δει όλα. Όχι μάρτυρες.
Η Στέλλα συνειδητοποίησε ότι κρατούσε σφιχτά ένα μαχαίρι που ήταν στο τραπέζι μόνο όταν πρόσεξε ότι το βλέμμα του κ.Θωμά ήταν καρφωμένο στο χέρι της.
Πρόλαβε να την ρωτήσει μόνο μια φορά. «Τι κάνεις;». Την αμέσως επόμενη στιγμή το μαχαίρι είχε καρφωθεί στο πρόσωπο του κ.Θωμά. Το πρώτο χτύπημα τον πήρε ξώφαλτσα στο στόμα. Το αριστερό του μάγουλο σκίστηκε στα δύο αποκαλύπτοντας την μια πλευρά της οδοντοστοιχίας του. Προσπάθησε άτσαλα να τρέξει προς την πόρτα, μα η αιμορραγία, η ηλικία και ο πόνος δεν βοηθούσαν. Το δεύτερο χτύπημα της Στέλλας βρήκε τον άτυχο ηλικιωμένο στον αυχένα. Σωριάστηκε με το πρόσωπο στο πάτωμα. Η γλώσσα του είχε βγει έξω από το σκισμένο μάγουλο, αφήνοντας του μια τρομακτική γκριμάτσα.
Η Στέλλα πάλευε να τιθασεύσει στην αναπνοή της. Κρατούσε ακόμα σφιχτά το μαχαίρι και κοιτούσε το πτώμα του κ.Θωμά. Γύρισε να δει τον εαυτό της στο καθρέφτη του διαδρόμου. Το πρόσωπό της γεμάτο αίματα, τα μάτια της γεμάτα ανησυχία. Ήξερε πως δεν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο.
Ξαφνικά ούρλιαξε. «Τι στο διάολο μου συμβαίνει;;;»
Η φωνή στο κεφάλι της ακούστηκε καθησυχαστική. «Έκανες αυτό που έπρεπε. Όχι μάρτυρες». «Σκάσε» ούρλιαξε ξανά. Κοίταξε το μαχαίρι.
«Στέλλα. Τι περιμένεις; Είπαμε, όχι μάρτυρες»
Η Στέλλα πάγωσε. Κοίταξε ξανά τον εαυτό της στον καθρέφτη.
«Όχι μάρτυρες. Τα έχεις δει και εσύ όλα»
Σήκωσε αργά το μαχαίρι. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια της. «Όχι μάρτυρες» επανέλαβε και εκείνη για πρώτη φορά με την δική της φωνή.
Έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό της, κόβοντας από την μια μεριά στην άλλη. Στην αρχή τίποτα. Μετά ένα ελαφρύ κάψιμο και μια εμφάνιση αίματος, που σύντομα έγινε ποτάμι. Ένιωσε την αλκαλική γεύση στο λαιμό της. Άφησε το μαχαίρι να πέσει στο πάτωμα για να το ακολουθήσει λίγο αργότερα. Το άψυχο σώμα της ήταν δίπλα στου κ.Θωμά, λίγο πιο πέρα από τα υπόλοιπα τέσσερα.
Όταν η αστυνομία έφτασε τελικά μετά από ώρες, κληθείσα από έναν ανήσυχο περαστικό που είχε δει την ανοιχτή πόρτα και τον άδειο δρόμο, βρήκαν τη Στέλλα και τον κύριο Θωμά στο πάτωμα, με τα σώματα των τεσσάρων γειτόνων τακτοποιημένα σε έναν φρικτό κύκλο γύρω τους.
Δεν υπήρχε καμία ένδειξη για τον θάνατο των τεσσάρων, και η υπόθεση έκλεισε τελικά ως δολοφονία, αυτοκτονία και τέσσερις ανεξακρίβωτοι θάνατοι.
Και οριακα προφητικο γιατι οταν το ποσταρα δεν ειχε κληρωθει ακομα ο παοκακος με τη Μαλμε
Philip Mortimer έγραψε: 14 Μαρ 2023, 22:40
Όσον αφορά το 2019 προσωπικά ψήφισα τον Μητσοτάκη γιατί πίστεψα στο όραμα μη πολιτικά χρωματισμένου εκσυγχρονισμού που παρουσίασε.
Βραδιά εκλογών, ο Otto Weininger καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση ετοιμαζόταν να απολαύσει την τρίτη κατά σειρά νίκη του κόμματος του, όπως όλοι περίμεναν. Σκίστους Κούλαρε, φώναξε, χωρίς να θέλει να κρύψει τη χαρά του και πετάχτηκε προς την κουζίνα να φέρει μια μπύρα, ώστε να ολοκληρωθεί η απόλαυση της βραδιάς.
Όμως, δυσάρεστη έκπληξη, οι μπύρες είχαν τελειώσει... Πετάγομαι μία για μπύρες, φώναξε στη γυναίκα του, η οποία έκανε πως δεν τον άκουσε, αφού μιλούσε με την κολλητή της στο τηλέφωνο για κάτι πιο ενδιαφέρον από τα πολιτικά των αντρών.
Κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά και γρήγορα, όπως έκανε πάντα γιατί ήθελε να διατηρείται σε φόρμα και σε λιγώτερο από λεπτό βρέθηκε στο δρόμο. Πήγε προς τα δεξιά, όπως πάντα, ώστε να φτάσει στο μόνο μαγαζί που είναι Κυριακή βράδυ ανοιχτό. Δρόμοι ερημικοί, κλασσικά βράδυ εκλογών, οι περισσότεροι έχουν πάει στα χωριά τους για να ψηφίσουν ή κάθονται μπροστά στην τηλεόραση για τα αποτελέσματα. Πλησιάζοντας προς την κάβα απ' όπου θα έπαιρνε τις μπύρες, τον περίμενε μια έκπληξη. Το μαγαζί δεν υπήρχε και στη θέση του ήταν ένα κουρείο. Πότε έκλεισε γαμώτο, είπε μέσα του και συνωφρυομένος άρχισε να σκέφτεται που θα βρει Κυριακή βράδυ μπύρες. Κοιτώντας ωστόσο τριγύρω, κατάλαβε ότι και τα υπόλοιπα κτίρια ήταν διαφορετικά. Τι βλάκας, πήρα λάθος δρόμο... Αμέσως όμως, διαπίστωσε ότι ο δρόμος στη γωνιά του σπιτιού του, τού ήταν άγνωστος. Να πω ότι είχα πιει, είπε στον εαυτό του, από τη πολύ χαρά φαίνεται τα έχω χαμένα.
Ξεκίνησε την ανάποδη διαδρομή, ώστε να ξαναπάει στο σπίτι του και να καταλάβει πώς είχε μπερδευτεί. Αλλά στην γωνία δεν υπήρχε ο δρόμος του σπιτιού του και φυσικά ούτε το σπίτι του. Άρχισε να ανησυχεί σοβαρά για την υγεία του ή για κάτι που είχε συμβεί και δεν καταλάβαινε. Έχουμε Τρίγωνο της Βερμούδας στον Πειραιά, αναλογίστηκε.
Όπως κοιτούσε τριγύρω, ήταν και σχετικά σκοτεινά και έψαχνε να βρει μια ταμπέλλα με το όνομα του δρόμου, άκουσε έναν δυνατό θόρυβο πίσω του. Γύρισε και είδε έναν τύπο πολύ ογκώδη, τετράγωνο σαν ντουλάπα, που είχε σκάσει πάνω στον ερημικό δρόμο σαν εξωγήινος. Πριν καταλάβει τι έγινε, άκουσε έναν δεύτερο θόρυβο από την μεριά που κοιτούσε μόλις πριν. Γύρισε και είδε έναν παρόμοιο, ακόμη πιο σωματώδη που τον κοιτούσε με ειρωνικό, αλλά και εχθρικό, σχεδόν φονικό βλέμμα.
Τι έγινε Όττο, είπε ο πρώτος, χάρηκες που ξαναβγήκε ο Κούλης; Έλα πες μας, μην ντρέπεσαι, ακούστηκε ο δεύτερος. Ζαίοι, μονολόγησε ο Όττο κι η εμφάνιση τους ήρθε να προσθέσει κάτι αρνητικό στη βραδυά που είχε ξεκινήσει με τόση χαρά. Δεν πρόλαβε να τα σκεφτεί όλα αυτά και είδε και τους δύο να έρχονται κατά πάνω του με μεγάλη ταχύτητα ουρλιάζοντας "Κασσελάκης ρεεεε!"
Ο Όττο σκέφτηκε αυτόματα, αν δεν κρατάνε μαχαίρι τους έχω. Ωραία, θα διασκεδάσουμε κι άλλο σήμερα. Είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του, τις δυνάμεις του και την τέχνη την πολεμική που κατείχε. Θυμήθηκε τις συμβουλές του πρώτου δασκάλου του πώς να αντιμετωπίζει δύο ταυτόχρονα. Γύρισε προς τον πρώτο που του φαινόταν να είναι πιο κοντά του. Περίμενε να πλησιάσει και γυρνώντας απότομα του κατάφερε μία στο λαιμό. Αυτός σωριάστηκε, ενώ ακούστηκε ο γδούπος που έκανε πέφτοντας στο έδαφος, παρέα με ένα μακρόσυρτο ωχ! Χωρίς να χάσει χρόνο, γύρισε προς τον άλλο, ο οποίος είχε πλησιάσει πολύ κοντά, τον απέφυγε όμως έντεχνα ενώ ταυτόχρονα με μια λαβή στο χέρι τον έριξε κάτω. Ακούστηκε ένα μεγαλοπρεπές κρακ, ο Όττο αναθάρρησε, μάλλον του έσπασα το χέρι.
Πράγματι ο τύπος είχε σωριαστεί κάτω και ούρλιαζε, αλλά ο Όττο δεν είχε χρόνο, ο άλλος είχε καταφέρει για περίεργο λόγο να σηκωθεί πολύ πιο πριν απ' ότι τον υπολόγιζε και ερχόταν ξανά κατά πάνω του. Τούτη τη φορά εισέπραξε μια μπουνιά στη μύτη και σωριάστηκε με το ένα χέρι του να κρατά την ματωμένη μύτη του. Μάλλον του την έσπασα, ψυθίρησε ο Όττο όμως ό άλλος είχε και πάλι σηκωθεί. Κανένα ίχνος από σπασμένο χέρι, ο Όττο απόρησε και σκέφτηκε ότι δεν έπιασε η λαβή πιο πριν. Τούτη τη φορά δεν του χαρίστηκε και του έκανε ένα πιο περίπλοκο κόλπο που πιθανότατα να του έβγαζε την ωμοπλάτη.
Ακούστηκε ένας υπόκωφος ήχος κι ο τύπος άρχισε να ουρλιάζει. Πέφτοντας ο Όττο είδε ξεκάθαρα την εξάρθρωση και ανησύχησε μήπως έχει νομικές συνέπειες. Σιγά, ζαίοι είναι και μου επιτέθηκαν πρώτοι, σκέφτηκε και γύρισε προς τον άλλον ο οποίος στο μεταξύ είχε ανασυγκροτηθεί σαν να μην είχε πάθει τίποτε ποτέ και έτρεχε πάλι κατά πάνω του. Ξαφνιάστηκε από αυτό, μα πώς γίνεται, δεν έπαθε τίποτε, αναρωτήθηκε. Δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις όμως, μόλις την τελευταία στιγμή απέφυγε ένα χτύπημα, αλλά ένα δεύτερο τον χτύπησε στη μέση και τον έριξε κάτω. Κοίταξε τον τύπο που γελούσε έχοντας ένα φονικό βλέμμα και ενστικτωδώς τον έπιασε από το πόδι και τον έριξε, ενώ στη συνέχεια του κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι που ακούστηκε σαν να σπάει πάνω στην άσφαλτο του δρόμου. Φοβήθηκε ο Όττο βλέποντας αίμα να κυλάει, αυτό μου έλειπε τώρα να πάω και για φόνο.
Με την άκρη του ματιού του είδε τον άλλο τύπο που είχε σηκωθεί και έβαζε την ωμοπλάτη του πίσω σαν να μην έτρεχε τίποτε. Μα... τι κάνουν... τι συμβαίνει, ψέλισσε. Χωρίς ίχνος πόνου τον κοίταξε από μακριά γελώντας δυνατά. Χαχαχα... τά 'χασες Κούλη μου... τά 'χασες Όττο μου... κούληαρε ρε, μη φοβάσαι... χαχαχα. Σαν στέρεο άκουσε και τον άλλον να επαναλαμβάνει τα ίδια από την άλλη μεριά. Είχε σηκωθεί, δεν υπήρχε ίχνος από σπασμένο κεφάλι, ούτε αίμα φαινόταν πουθενά, ούτε καν στο πεζοδρόμιο όπου τον είχε ξαπλώσει.
Εκτός από ταραγμένος και απορημένος είχε αρχίσει να κουράζεται από την πάλη. Μάζεψε τις τελευταίες του δυνάμεις και φώναξε δυνατά, δε σας φοβάμαι καργιόληδες ζαίοι, σας καταφέρνω όσες φορές θέλετε, εσάς και άλλους τόσους.
Χαχαχα... είσαι σίγουρος Όττο μου, ξαναμίλησε ο πρώτος κι αντικρύζοντας τον τα έχασε με αυτό που είδε. Ένας ακόμη τύπος ξεφύτρωνε στην κυριολεξία μέσα από την κοιλιά του και εμφανιζόταν δίπλα από τον πρώτο. Κούκου... Όττο, άκουσε τον άλλον να του φωνάζει και γυρνώντας είδε την ίδια σκηνή. Ένας τέταρτος τύπος εμφανιζόταν μέσα από την κοιλιά του και στάθηκε δίπλα του.
Τώρα ήταν τέσσερις και τον κοιτούσαν έτοιμοι να του επιτεθούν ξανά. Ο Όττο άρχιζε να φοβάται πάρα πολύ. Είχε να αντιμετωπίσει τέσσερις τύπους με υπερφυσικές δυνάμεις; Λερναία Ύδρα; Τι είναι αυτό που μου συμβαίνει βραδυάτικα; Γιατί;
Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι δύο κανούργιοι δεν έμοιαζαν εντελώς με ανθρώπους. Είχαν μεν ανθρώπινο σώμα, αλλά το πρόσωπο τους ήταν ενός κροκοδείλου και το στόμα τους είχε τα τρομακτικά δόντια του ερπετού. Άνοιξαν το στόμα τους και τα είδε, ήταν πολύ μεγάλα, λαμπερά και έδειχναν κοφτερά όπως τα ξέρουμε. Ξεροκατάπιε εντελώς ταραγμένος. Χωρίς να του δώσουν περισσότερο χρόνο άρχισαν κι οι τέσσερις να τρέχουν κατά πάνω του με μεγάλη ταχύτητα, ενώ οι δύο ανοιγόκλειναν το κροκοδειλίσιο στόμα τους χτυπώντας τα δόντια τους, παράγοντας κατά το κλείσιμο εκκωφαντικό θόρυβο, κλακ, κλακ, κλακ.
Τρόμαξε τόσο πολύ, που έβαλε τα κλάμματα και άρχισε να φωνάζει "βοήθεια, σώστε με, ας με βοηθήσει κάποιος", "βοήθεια βγάλτε με από 'δώ, σώστε με κι εγώ δεν θα ξανασχοληθώ με καυγάδες, δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ γι' αυτά, βοηθήστε με σας παρακαλώ!"
Γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τ' αριστερά και στο βάθος διέκρινε μια μικρή χαραμάδα απ' όπου έμπαινε φως. Πολύ περίεργο, καθότι ήταν μεν βράδυ, αλλά βρισκόταν έξω. Χωρίς να το πολυσκεφτεί και με ταχύτητα που θα ζήλευε ο πρόσφατος Ολυμπιονίκης των 100μ. άρχισε να τρέχει προς το φως που έβλεπε. Μόλις γλυστρούσε από τη χαραμάδα, άκουσε τα δόντια του ενός που τον είχε πλησιάσει να τρίζουν από το ανοιγόκλειμα, ενώ αισθάνθηκε την ανάσα του πάνω στο μάγουλο του.
Ο Όττο μόλις είχε καταφέρει να γλυτώσει. Κατατρομαγμένος συνέχισε να τρέχει γρήγορα μέχρι που έφτασε έξω από το σπίτι του. Μπήκε μέσα, είπε στη γυναίκα του ότι δεν βρήκε μπύρες κι ότι το μαγαζί ήταν κλειστό. Δεν ανακατεύτηκε ποτέ ξανά σε ξυλοδαρμούς, ούτε αναφέρθηκε στους παλιούς. Δεν ξαναμίλησε ποτέ γι' αυτά, μέχρι τα βαθιά γεράματα του.