Πρόκειται για ένα ανάμεικτο βουλγαροσερβικό, στην πραγματικότητα, ιδίωμα τής Σλαβικής, το σλαβικό ιδίωμα τού κράτους των Σκοπίων, όπως είναι η σωστή ονομασία της γλώσσας που μιλιέται σήμερα στη Λαϊκή Δημοκρατία των Σκοπίων.
Δύο από τις σύγχρονες φυσικές (ομιλούμενες) γλώσσες αποτελούν διεθνή γλωσσολογικά παραδείγματα, διαφορετικά μεταξύ τους, για το πώς μπορεί να αποκτήσει ένα νέο κράτος μια επίσημη εθνική γλώσσα. Το ένα είναι το παράδειγμα τής σύγχρονης εβραϊκής γλώσσας (Νεοεβραϊκής), που ανασυντέθηκε με την ίδρυση τού κράτους τού Ισραήλ (το 1948) με βάση την αρχαία Εβραϊκή της Γραφής (Π. Διαθήκης κ.ά.) κι έναν γενναίο γλωσσικό σχεδιασμό (εκσυγχρονισμό στο λεξιλόγιο, συστηματοποίηση τής γραμματικής και συντακτικής δομής κ.λπ.) από μεγάλους εβραίους επιστήμονες με επικεφαλής τον Eliezar Ben Yehouda. Το άλλο είναι η τεχνητή αναγωγή σε γλώσσα ενός σλαβικού ιδιώματος, βουλγαρικού κυρίως και δευτερευόντως σερβικού, που μιλούσαν οι κάτοικοι των περιοχών Prilep, Βitolja, Κicevo και αυτοί που βρέθηκαν να κατοικούν στο κεντρικό τμήμα τού νεοϊδρυθέντος ομόσπονδου κράτους των Σκοπίων. Η ανάδειξη τού βουλγαροσερβικού σλαβικού ιδιώματος σε γλώσσα, αυτή που για πολιτικούς λόγους ονόμασαν αυθαίρετα «μακεδονική γλώσσα», στηρίχτηκε στην επιστημονική, απόλυτα ρυθμιστική, γλωσσολογική εργασία μερικών επιστημόνων όπως οι ΒΙ. Κοneski, Κ. Κepeski, Β. Vidojevski και R. Ugrinova. Η τακτική στον ρυθμιστικό μεταπλασμό των κεντρικών ιδιωμάτων τού κράτους των Σκοπίων σε ενιαία γλώσσα υπαγορευόταν, όπως και η ονομασία, από πολιτικά κριτήρια:
Να απαλειφθούν, κατά το δυνατόν, τα βουλγαρικά-σλαβικά στοιχεία και να ενισχυθούν τα σερβικά-σλαβικά. Με την τεχνητή αυτή αλλοίωση τού ιδιώματος περιοριζόταν σιγά-σιγά και η εξάρτηση από τη βουλγαρική σλαβική γλώσσα, από τη βουλγαρική πολιτιστική επίδραση και από τη βουλγαρική πολιτική σύνδεση γενικότερα με την ιστορία τού μακεδονικού ζητήματος και την ουσία του.
Αξίζει να υπογραμμισθεί εδώ ένα γεγονός που δεν έχει, νομίζω, προσεχθεί ιδιαίτερα. Αρχικά και για πολλά χρόνια το θέμα τού ψευδεπίγραφου κράτους των Σκοπίων και τής ψευδώνυμης γλώσσας του ήταν προϊόν διαμάχης ανάμεσα στη Βουλγαρία και τα Σκόπια. Η Ελλάδα δεν ασχολείτο με το θέμα, γιατί το θεωρούσε γελοίο και άνευ αντικειμένου. Αντίθετα η Βουλγαρία βρισκόταν σε ανοιχτή διένεξη με τα Σκόπια, Θεωρώντας ότι ο πληθυσμός των Σκοπίων είναι, κυρίως, βουλγαρικής καταγωγής και ότι επικρατούσα γλώσσα είναι η βουλγαρική και όχι η σερβική. Γι’ αυτές τις βλέψεις των Βουλγάρων στα Σκόπια γράφει χαρακτηριστικά ο Ανδριώτης το 1960: «Όπως είναι φυσικό, οι Βούλγαροι, οι οποίοι και υπό κομμουνιστικό καθεστώς δεν έπαψαν να είναι σωβινιστές και να βαυκαλίζωνται με το όνειρο τής Μεγάλης Βουλγαρίας, διαμαρτύρονται με πάθος βλέποντας ότι η Γιουγκοσλαβική πολιτική στο κράτος των Σκοπίων πάει να αποξενώση την περιοχή αυτή από τη Βουλγαρία γλωσσικά και πνευματικά. Διακηρύττουν ότι η μόνη κοινή γλώσσα τής περιοχής αυτής είναι η Βουλγαρική, ότι σι τοπικές γλωσσικές μορφές της δεν είναι παρά ιδιώματα τής Βουλγαρικής, ότι ιδιαίτερη “μακεδονική γλώσσα” δεν υπάρχει, ότι η φιλολογική γλώσσα, που καλλιεργούν και προβάλλουν ως κοινή για όλους τους σλαβόφωνους της σερβικής Μακεδονίας, ανάμεικτη με σερβισμούς, δεν είναι μακεδονική, παρά “κολισσεφσκική σερβική” γλώσσα (από το όνομα τού πρωθυπουργού τού κράτους των Σκοπίων Λαζάρου Κολισέφσκη), ότι αυτό που γίνεται είναι Καταστροφή τής γλώσσας, ότι αυτοί που το κάνουν δεν είναι Μακεδόνες, παρά Σέρβοι πράκτορες, εχθροί τού λαού, και ότι ο σκοπός που τους έχει ανατεθή από τους “φασίστες τού Βελιγραδίου” είναι να απεθνικοποιήσουν τη Μακεδονία τού Βαρδάρη και με τον εκσερβισμό τής γλώσσας να επιτύχουν τον εκσερβισμό των Μακεδόνων, όπως επέτυχαν και τον εκσερβισμό των επωνύμων τους αλλάζοντας τις καταλήξεις -ef και -of σε -efski και –ofski.
Βεβαίως και οι Βούλγαροι, όντας από τους εμπνευστές της «ενιαίας Μακεδονίας» ως ιδιαίτερου ομόσπονδου Κράτους μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας (!), η οποία σχεδιαζόταν να περιλαμβάνει τη «Μακεδονία τού Αιγαίου» (δηλ. την ελληνική Μακεδονία) και μαζί τη «Μακεδονία τού Βαρδάρη» (το κράτος των Σκοπίων) και τη «Μακεδονία τού Πιρίν» (τη «Βουλγαρική Μακεδονία»), χρησιμοποιούν και αυτοί το όνομα Μακεδονία και Μακεδόνες με εθνολογικό περιεχόμενο για να στηρίξουν τις εδαφικές και εθνικιστικές διεκδικήσεις τους, που ήταν ιδιαίτερα έντονες στο διάστημα 1949 (μετά τη ρήξη Τίτο - Στάλιν) ως το 1963. Έτσι και αυτοί όπως και οι κάτοικοι των Σκοπίων ξεχνούν ότι το μόνο και πραγματικό όνομα που είχαν οι Σκοπιανοί μέχρι το 1944, δεν ήταν Μακεδόνες αλλά Βugari (Βούλγαροι). Τα ονόματα, Μακεδονία, Μακεδόνες και μακεδονική γλώσσα, με εθνολογικό περιεχόμενο, επινοούνται μόλις το 1944 ! Δύο μεγάλοι γλωσσολόγοι, Γάλλος σλαβιστής ο ένας, ο Andre Vaillant και Ιταλός ινδοευρωπαϊστής ο άλλος, o Vittore Pisani λένε τα εξής για τα ονόματα. O Α. Vaillant, (αναφερόμενος στο φαινόμενο της τροπής τού φωνηεντικού l σε u) γράφει: «... εκτός από τη λέξη Bugari που είναι πράγματι η εθνική ονομασία των Σλάβων Μακεδόνων, πράγμα που δείχνει πως υιοθέτησαν τον τύπο τού ονόματος “Βούλγαροι” που τους έδωσαν οι Σέρβοι». Αυτοαποκαλούνταν δηλ. Βούλγαροι, με το όνομα με το οποίο τους ξεχώριζαν οι άλλοι Σέρβοι. Αλλά και ο Pisani λέει καθαρά: «πράγματι η μακεδονική γλώσσα είναι προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης». Κι ένας νεότερος Γερμανός σλαβολόγος, ο Friedrich Scholz, στο βιβλίο του για την ετυμολογία στις σλαβικές γλώσσες Θα πει: «Μακεδονική εθνική συνείδηση
και, εξ αυτής, συνειδητή καλλιέργεια της Μακεδονικής ως γραπτής γλώσσας πρωτοεμφανίζεται μόλις στις αρχές τού αιώνα μας και ενισχύεται ιδίως στα χρόνια ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους».
Σε σχέση με την οικογένεια των σλαβικών γλωσσών και, ειδικότερα, τη Νοτιοσλαβική όπου ανήκει η «Μακεδονική» των Σκοπίων μαζί με τη Σερβοκροατική, τη Σλοβενική και τη Βουλγαρική, ισχύουν όσα λέει ο Heinz Wendt: «Αν κατατάξει κανείς τις σλαβικές γλώσσες με βάση τη σημερινή τους δομή, πρέπει να θεωρήσει τη Βουλγαρική και τη Μακεδονική, λόγω των εξεχουσών δομικών ιδιαιτεροτήτων τους, ως αυτοτελή ομάδα και να την αντιπαραθέσει προς όλες τις άλλες σλαβικές γλώσσες».
Κι ας μη ξεχνάμε πως τα θέματα αυτά είναι ακόμη παλιότερα. Ξεκινούν από αμφισβητήσεις της ελληνικότητας της αρχαίας μακεδονικής γλώσσας και των αρχαίων Μακεδόνων είτε από καθαρώς στρατευμένες θέσεις, όπως τού Weigand και τού βούλγαρου Kazaroff, είτε και από καλόπιστες, λιγότερο ή περισσότερο ακραίες, επιστημονικές θέσεις. Έτσι οι αρχές τού αιώνα μας βρίσκουν τον Γεώργιο Χατζιδάκι να αγωνίζεται στη διεθνή επιστημονική κονίστρα για την ελληνικότητα τής (αρχαίας) Μακεδονικής, με σθεναρό «ξυμμαχητήν» τον Γερμανό Otto Hoffmann και άλλους. Μισό αιώνα αργότερα ο ιστορικός και γλωσσολόγος καθηγητής Ιωάννης Καλλέρης με ένα δίτομο «έργο ζωής» που επιγράφεται Les anciens Macedonies. Etudelinguistique et historique (α’ τόμ. 1954, β’ τόμ. 1974, έκδοση τού Γαλλικού Ινστιτούτου) θα κλείσει οριστικά το θέμα της ελληνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων, εξετάζοντας και συζητώντας εξαντλητικά —και αποστομωτικά— μία-μία τις μαρτυρίες και τα αντεπιχειρήματα που διατυπώθηκαν από την πρώτη εμφάνιση τού ζητήματος μέχρι της εκδόσεως τού μνημειώδους αυτού έργου.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
ΠΗΓΗ: Γ. Μπαμπινιώτης, Η γλώσσα της Μακεδονίας (η αρχαία μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων), εκδ. Όλκος 1992.
http://www.e-istoria.com/315.html