ΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ έγραψε: 31 Αύγ 2022, 12:44
Εδώ αποσπάσματα από ένα παλιό (2008) αλλά πάντα επίκαιρο κείμενο του Βασίλη Λαμπρόπουλου, καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στις ΗΠΑ:
Η κριτική ως τσαμπουκάς
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τι κάθαρμα ήσουν
Μ. Αναγνωστάκης
[…]
1. Η κριτική ως τσαμπουκάς δεν καταδέχεται να επιχειρηματολογήσει: τα επιχειρήματα είναι για τους αδύνατους. Ούτε βεβαίως καταδέχεται να φιλοσοφήσει – η φιλοσοφία είναι για τους ανέραστους. Ο τόνος που δίνει στη συζήτηση είναι ένας, με έμφαση στην τελευταία λέξη: “Εμένα θα μου πεις ρε;” Η οπτική που υπερασπίζεται εξίσου αποκλειστική – το προσωπικό βίωμα. Ο τσαμπουκάς κριτικός θα σου πει από πού κατάγεται, πώς σπούδασε, ποιούς γνώρισε και προπάντων τι πέρασε. Η επιδειξιομανία της αυτοβιογραφίας του είναι αποπνικτική και τελικά καταφέρνει να εκμηδενίσει πλήρως τον συνομιλητή διότι τον εξαναγκάζει ή να καυχηθεί με τη σειρά του για τις στερήσεις που υπέστη ή να το βουλώσει και να καθίσει στη γωνιά σαν ντροπιασμένο παιδί της προνομιούχου τάξεως. Ο τσαμπουκάς δεν χαρίζεται σε κανένα – ηγιέται.
2. Η κριτική ως τσαμπουκάς δεν έχει καιρό για τις πολυτέλειες ενός διαλόγου. Σπεύδει να μετατρέψει κάθε άτυχο συνομιλητή του σε αντίπαλο υποψήφιο για κατατρόπωση. Δεν πιστεύει σε αστικές συνήθειες, όπως η ανταλλαγή ιδεών, ούτε σε υποκριτικές αξίες, όπως η ευπρέπεια. Ο τσαμπουκάς καρπαζώνει όποιον βρει μπροστά του για να επιβραβευθεί με το χάχανο των τζαμπατζήδων. Είναι άκρατα επιθετικός και τον ενδιαφέρει να βγαίνει πάντα κερδισμένος. Έχει ξεκαθαρίσει εξ αρχής πως δεν έχει να μάθει τίποτε από κανένα επειδή είναι αυτοδίδακτος στο νταηλίκι.
3. Η κριτική ως τσαμπουκάς αποπειράται να πνίξει τον αντίπαλό της σε ένα γλωσσικό οχετό. Δεν αρκείται να βρίσει απλώς με τρόπο χυδαίο και ανάρμοστο προς τις αρχές του δημοσίου διαλόγου. Πάει πολύ πιο πέρα. Προσβάλλει, ταπεινώνει, εξευτελίζει, λέγοντας ανά πάσα στιγμή: “Αν νομίζετε πως έχω κυλιστεί στο χειρότερο βόρβορο, περιμένετε να δείτε πόσο εσμό είμαι ακόμη έτοιμος να επιστρατεύσω. Κι αν με θεωρείτε αήθη, θα σας δείξω πως είμαι ουτιδανός”. Ο τσαμπουκάς υπερθεματίζει σε ποταπότητα, αποστομώνοντας κάθε αντίπαλο με το βόθρο της αυτάρεσκης [χυδαιότητάς] του. Εκεί που νομίζουμε πως έχει εξαντλήσει κάθε προστυχιά, θα βρει μια καινούργια, ακόμη χειρότερη, για να μας διαψεύσει.
4. Η κριτική ως τσαμπουκάς ζέχνει επιδεικτικά βαρβατίλα. Ανεξαρτήτως του φύλου της, περιφέρει τη μαγκιά της ως βαρύ και ασήκωτο ανδρισμό που δε σηκώνει δεύτερη κουβέντα. Ο μαινόμενος αυτός ανδρισμός αντλεί την επιβεβαίωσή του όχι από τις δικές του επιδόσεις αλλά από τη διακωμώδηση του φύλου των άλλων. Έτσι όσοι επισύρουν την μήνι του, εκτός από αμόρφωτοι κα πράκτορες, είναι διαφορετικοί, αλλιώτικοι, ιδιόρρυθμοι, περίεργοι και γενικά άξιοι καχυποψίας. Ο τσαμπουκάς έχει ανάγκη την ετερότητα για να θωρακίσει την ταυτότητά του, κι έτσι στο χώρο του φύλου επιζητεί διακαώς κάθε “ανωμαλία” για να ικανοποιήσει τις ονειρώξεις της βαρβατίλας του.