Πρώτα πρώτα να θυμηθούμε κάποια πράγματα για τις λεγάμενες. Αμφότερες τις έχω ξαδέλφες δεύτερου βαθμού. Καμία απ'τις δύο δε μένει Αθήνα, οπότε αμφότερες τις έχω δει μόνο σε διακοπές. Η μία είναι ένα χρόνο μικρότερή μου, η άλλη πολλά χρόνια μεγαλύτερή μου. Συμπτωματικά, αμφότερες έχουν το ίδιο όνομα, το οποίο φυσικά δε θα αναφέρουμε, για ευνόητους λόγους -- αλλά το ότι έχουν το ίδιο όνομα μας βολεύει, αφού δε χρειάζεται να βρούμε δύο ψευδώνυμα. Ας τις πούμε, για τις ανάγκες αυτού του νήματος, και τις δύο Γιώτα: αυτή που είναι μικρότερή μου θα τη λέμε Μικρή Γιώτα, αυτή που είναι μεγαλύτερή μου Μεγάλη Γιώτα.
Η παλιότερη ανάμνηση που έχω απ'τη Μικρή Γιώτα είναι από ένα σαββατοκύριακο που πέρασα με τη μητέρα μου και τ'αδέλφια μου σε κάποια επαρχιακή πόλη όπου πήγαμε για ένα γάμο συγγενικού προσώπου. Ήμουν μαθητής δημοτικού. Δε θυμάμαι τι τάξη, πάντως ήμουν πολύ μικρός για να έχω καύλες με κορίτσια, και επιπλέον εκείνο το σαββατοκύριακο η Μικρή Γιώτα είχε γίνει αυτοκόλλητη με την αδελφή μου, οπότε εκείνη τη φορά η γνωριμία μας ήταν αδιάφορη.
Την ξαναείδα μετά από πολλά χρόνια, το καλοκαίρι μετά την τρίτη γυμνασίου, όταν πήγαμε διακοπες στο χωριό της μάνας μου. Είχα εδώ και καιρό αρχίσει να βλέπω τις γυναίκες με άλλα μάτια, και μόλις την αντίκρυσα, έμεινα μαλάκας απ'την καύλα. Δεν ήταν μόνο η εμφάνισή της. Ήταν και το ότι λόγω του καλοκαιριού το ντύσιμό της ήταν αποκαλυπτικότατο. Και το χειρότερο ήταν ότι είχα μέρες να την παίξω -- ήταν μια απ'τις περιόδους που προσπαθούσα να το κόψω, επειδή την είχα δει υπεράνω σαρκικών επιθυμιών. Εν πάση περιπτώσει, και εκείνη τη χρονιά η ξαδέλφη μου και η αδελφή μου ήταν αυτοκόλλητες, κι εγώ, που όπως σας είπα προσπαθούσα ν'αποφεύγω τους πειρασμούς αυτού του είδους, δεν προσπάθησα να μπω σφήνα στο κολλητιλίκι τους.
Πάντως, την προσπάθειά μου να κόψω τον αυνανισμό τη δυσκόλευαν οι συχνές επισκέψεις της Μικρής Γιώτας, που ερχόταν για ν'αράξει με την αδελφή μου. Τέλος πάντων, καμιά βδομάδα μετά την έναρξη των διακοπών, δεν άντεξα και, σε μια επίσκεψη στο αποχωρητήριο, "ξέσπασα," αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Και όταν λέω ξέσπασα, εννοώ χοντρά. Ο θρύλος λέει ότι ακόμα χύνω.
Το χειμώνα που ακολούθησε, ξεπέρασα σιγά σιγά τις αναστολές μου, και άρχισα να φλερτάρω με την ιδέα το επόμενο καλοκαίρι να ριχτώ στη Μικρή Γιώτα. Μάλιστα το έλεγα και σε συμμαθητές μου: "Το επόμενο καλοκαίρι, δε θα μου γλυτώσει. Θα την ξεμουνιάσω." Εντάξει, μεταξύ αστείου και σοβαρού το έλεγα. Για τίποτα δεν ήμουν σίγουρος.
Τέλος πάντων, όταν ξαναήρθε το καλοκαίρι, οι συνθήκες ήταν πιο βολικές. Αυτή τη φορά είχα πάει στο χωριό χωρίς τα αδέλφια μου (δε θυμάμαι γιατί δεν είχαν έρθει εκείνη τη χρονιά), οπότε το πεδίο ήταν ελεύθερο. Άρχισα να πλησιάζω τη Μικρή Γιώτα και να κάνω πολλή παρέα μαζί της. Συχνά την ξεμονάχιαζα, κι ενώ μιλάγαμε, έπαιρνα μάτι τα αποκαλυμμένα μέρη του σώματός της. Παράδεισος και κόλαση μαζί.
Την ίδια χρονιά γνώρισα και τη Μεγάλη Γιώτα. Καύλα, αλλά με διαφορετικό τρόπο απ'τη νεώτερη συνονόματή της. Είχε κάτι πιο κλασάτο. Δε ντυνόταν τόσο προκλητικά όσο η Μικρή Γιώτα, αν και το ντύσιμό της παρέμενε καλοκαιρινό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η Μεγάλη Γιώτα εκτός από καύλα, μου έβγαζε και ρομαντικά αισθήματα. Εν πάση περιπτώσει, λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας, κόμπλαρα να την προσεγγίσω εκείνη τη χρονιά, οπότε το ενδιαφέρον μου παρέμεινε επικεντρωμένο στη Μικρή Γιώτα.
Ένα πρωινό, την τελευταία μέρα των διακοπών, ήμουν σπίτι της, δεν ήταν κανείς άλλος εκεί, και καθόμασταν μόνοι μας στο καθιστικό, αυτή με τα πόδια πάνω. Εγώ τότε, και καλά για να ψηλαφίσω ένα σημάδι στο πόδι της, βρήκα αφορμή για λίγο χαδάκι, το οποίο με τρέλανε. Ξάπλωσα στον καναπέ και με ένα παιχνιδιάρικο μουγκρητό την παρότρυνα εμμέσως να ξαπλώσει κι αυτή. Η αντίδρασή της ήταν να αναφωνήσει ενοχλημένη, "Εεε, πως την είδαμε;" Εγώ ανασηκώθηκα και το γύρισα στην πλάκα, ψιλοσώζοντας τη ντροπή μου. Μετά συνεχίσαμε να μιλάμε φιλικά, τράβηξα μια χοντρή όταν έφυγα απ'το σπίτι της, και την άλλη μέρα χαιρετηθήκαμε και επέστρεψα Αθήνα. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος της απόπειράς μου με τη Μικρή Γιώτα.
Το επόμενο καλοκαίρι, είχαμε πάλι πάει όλοι οικογενειακώς στο χωριό της μάνας μου. Ξαναείδα τη Μικρή Γιώτα, και οι σχέσεις μας παρέμειναν φιλικές -- μερικές φορές χωνόμουν όταν μίλαγε με την αδελφή μου, προς ενόχληση της τελευταίας -- αλλά δεν ξαναδοκίμασα τίποτα πονηρό μαζί της. Αυτή τη χρονιά είχα βάλει στο μάτι τη Μεγάλη Γιώτα.
Κι επειδή είμαι πολύ διακριτικός και τρομερός στο φλερτ, έκανα το εξής: Πήγα εκεί που καθόταν με την παρέα της, χωρίς όλα αυτά τα χρόνια να έχουμε αλλάξει πάνω από δυο κουβέντες, και της είπα, "Είμαι ερωτευμένος μαζί σου." Οι φίλοι της να'χουν ξεκαρδιστεί: φανταστείτε τώρα φάση, μια παρέα ατόμων 20+ ετών συζητάνε αμέριμνοι, κι έρχεται ξαφνικά το 16χρονο μόμολο και λέει αυτό το πράγμα.
Από την επόμενη χρονιά και μετά, η ζωή μου πέρασε σε άλλες φάσεις, και στο χωριό της μάνας μου δεν ξαναπήγα. Καμία απ'τις δύο Γιώτες δεν ξαναείδα από κοντά. Τη μικρή την έχω βρει στο Facebook. Δεν της έχω στείλει ποτέ μήνυμα, γιατί φοβάμαι μην τη φρικάρω. Όσο για τη μεγάλη, θα την έψαχνα κι αυτή αν ήξερα το επίθετό της. Δυστυχώς δεν το ξέρω, και δεν μπορώ να ρωτήσω κανένα συγγενή μου, γιατί λογικά θα με ρωτήσει τι το θέλω, και τότε τι να του πω; "Α, να μωρέ, θέλω να τη βρω στο Facebook να τραβάω που και που καμιά μαλακία";
Αυτή ήταν λοιπόν η σχέση μου με τις δύο γλυκές ξαδέλφες μου.
