Γράφει η wiki στο «Βλάχοι (όρος)»:
Προέλευση της λέξης "Βλάχος"
Η ιστορική έρευνα δεν έχει καταλήξει σε ένα γενικώς αποδεκτό συμπέρασμα για την πρόλευση της λέξης και η έλλειψη ομοφωνίας σχετίζεται ως ένα βαθμό με τις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν για την καταγωγή των Βλάχων. Η ονομασία Βλάχος είναι ασαφής με γενικό κανόνα να σημαίνει τον λατινόφωνο. Οι κυριότερες απόψεις που αναπτύχθηκαν όσον αφορά την ετυμολογία του όρου είναι:
• Από την Πρωτο-γερμανική λέξη, κέλτικης ρίζας, "Walha" αργότερα "walch" ή "welsch", με την οποία οι αρχαίοι γερμανοί προσδιόριζαν τους Ρωμαίους και γενικότερα τους λαούς που είχαν ενσωματωθεί πολιτειακά και πολιτισμικά στον ρωμαϊκό κόσμο, που επίσης σημαίνει ξένο, μη Γερμανό αλλά λατινόφωνο και αφορά όλους τους λατινοποιημένους αυτόχθονες πληθυσμούς (συνήθως οι Κέλτες) της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως φαίνεται και από τις ονομασίες των περιοχών όπως Wallonie στο Βέλγιο, Cornwall και Wales στη Βρετανία, Wallis στην Ελβετία, Wallachia στη Ρουμανία. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τους περισσότερους λαούς οι οποίοι είχαν γείτονες λατινόφωνους πληθυσμούς, κι έτσι προκύπτει και η αντίστοιχη ετυμολογία από την παλαιοσλαβική λέξη vlah που σημαίνει ξένος, αλλοεθνής, μη Σέρβος αλλά λατινόφωνος.Ο δανεισμός της από τους μεσαιωνικούς Σλάβους επιφέρει την φωνητική της μετατροπή σε Vlah. Υπό αυτή την μορφή μετεξελίσσεται σε όρο που προσδιορίζει πληθυσμούς της νοτιανατολικής Ευρώπης που ομιλούν διάφορες μορφές της βαλκανο-ρωμανικής γλώσσας δηλαδή των νεολατινικών διαλέκτων του Βαλκανικού χώρου.
• Από τον αιγυπτιακό όρο "φελάχ"(=αγρότης), αυτός που ασχολείται με γεωργικές εργασίες. Συγκεκριμένα οι λόγω λιμού καταφυγόντες στην Αίγυπτο Εβραίοι άποικοι αυτοαποκαλούμενοι γεωργοί (σημητιστί φαλάχ) επειδή καλλιεργούσαν τα χωράφια που βρίσκονταν κοντά στα σύνορα που τους είχαν παραχωρηθεί από τις Αιγυπτιακές αρχές. Οι διάδοχοι Πτολεμαίοι τους αποκαλούσαν επισήμως γεωργούς, λαικώς όμως φαλάχ με την προσθήκη της ελληνικής κατάληξης -ος μεταβάλλοντας το αρχικό δασύ φ στο αντίστοιχο του μέσου β και το διαμόρφωσαν σε βαλάχος. Τον τύπο Βαλάχος διατήρησαν οι Ρωμαίοι όρος που εισάγουν στη διοίκηση του Ρωμαϊκού κράτους ως Vlachus και μεταρρυθμίζεται τότε και ο θεσμός του αποικισμού των ακτημόνων Ρωμαίων στις χώρες που καταλάμβαναν οι Ρωμαίοι.
• Είναι εξέλιξη της λέξης Βληχή (δωρικά βλαχά) που σημαίνει βέλασμα.
• Προέρχεται από την λέξη Volcae, κέλτικη φυλή η οποία συνόρευε με τα γερμανικά φύλα και με αυτό το όνομα οι Γερμανοί αποκαλούσαν οποιονδήποτε λατινόφωνο
• Από την συνένωση των λέξεων valles (=κοιλάδα) και aqua (=νερό), δείγμα της ενασχόλησης των βλάχων με την κτηνοτροφία και την φροντίδα των ζώων.
• Από το λατινικό villicus που ήταν για τους Ρωμαίους ο αγρότης.
.......
• Από το Βλάχ'ς = Βλάξ (ετυμολογία taxalataxalasa[1])
[1]) Ησύχιος
* <βλᾶκα> καὶ <βλακεύειν>
τὸν ἀργὸν καὶ ἀργεῖν Ἀθηναῖοι. ἔνιοι προβατώδη
*<βλᾶκα>
μωρόν A
*<βλακεύει>
διατρίβει. ληρεῖ, μωραίνει. νωθρῶς τι ποιεῖ. *ῥᾳθυ- μεῖ. μαλακίζεται AS
*<βλακεία>
*<βλακεύειν>
μωραίνειν. εἴρηται δὲ ἀπὸ ἰχθύος τοῦ καλουμένου <βλακός>
*<βλάξ>
μωρός. ἀπό τινος ἰχθύος δυσώδους. S ἢ ὁ διὰ νωθείαν ἡμαρτηκὼς ἐν τοῖς προδήλοις AS
*<βλάξ>
ἀργός. τρυφερώδης. μαλθακός
*[<βλαχάν>
ὁ βάτραχος]
*<βληχή>
φωνὴ προβάτων (μ 266) vgPp
*<βληχᾶται>
φωνεῖ
*<βλήχημα>
μωρός. προβατώδης
*<βληχήματα>
βοαὶ προβατώδεις AS
*<βληχήσασθαι>
ὡς πρόβατα βοῆσαι