Ετυμολογικά:
Το raso είναι λατινική λέξη όπως μας λέγει ο Babiniώτης.
• ράσο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ράσον < λατινική rasum (ρούχο από τραχύ ύφασμα), αιτιατική του rasus (ξυσμένος, λειασμένος, Ξυρισμένος)
Θρησκευτικολογικά:
Δαν 7, 9 εθεώρουν έως ότου οι θρόνοι ετέθησαν, καί παλαιός ημερώνεκάθητο, καί τό ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών,
Αποκ 6, 11 καί εδόθη αυτοίς εκάστω στολή λευκή,
Πως γκαίνεν το μελανό dresscode των παπάδων;