!!! DEVELOPMENT MODE !!!
Ντοπιολαλιές
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Ντοπιολαλιές
Ένα νήμα μνημείο. Για να γράφει ο καθείς διάφορες λέξεις (με τις ανάλογες ερμηνείες) που χρησιμοποιούνται κατα τόπους.
Προτείνω να γράφετε την περιοχή προέλευσης.
π.χ.
Πάτρα: Μινάρας (μαλάκας)
Θα ετοιμάσω υλικό και θα το ανεβάσω all together οσονούπω!
Προτείνω να γράφετε την περιοχή προέλευσης.
π.χ.
Πάτρα: Μινάρας (μαλάκας)
Θα ετοιμάσω υλικό και θα το ανεβάσω all together οσονούπω!
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
- kongrosian
- Δημοσιεύσεις: 5539
- Εγγραφή: 30 Μάιος 2020, 13:26
Re: Ντοπιολαλιές
στην Πάτρα λένε πολύ και το "ωρεαρχίδα".
Re: Ντοπιολαλιές
το μιναρας δεν ειναι πατρινο
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: Ντοπιολαλιές
Αφού μιλάμε για Πάτρα.
Από ιστιοσελίδα.
• Αλιάδα = η σκορδαλιά
• Αλυσίβα = ζεστό νερό με στάχτη γι πλύσιμο ρούχων
• Ανάκαρα = αντοχή
• Αντε = φύγε
• Αντούβιανος = ο βλάκας
• Απίδι = αχλάδι
• Απίστομα = ανάσκελα
• Απίστομήθηκα = έπεσα κάτω
• Αραποσίτι = καλαμπόκι
• Αρούκατος = αδέξιος...
• Αφερεμένο = χαζό
• Αχινέος = ο αχινός
• Βοϊδογλιψά = φύτρες μαλλιών
• Γεια σου κι αλήθεια λέω = στο φτέρνισμα
• Γορδόνια = κορδόνια
• Γούβα = λακκούβα
• Δώμου = δώσε μου
• Έγκωσα = χόρτασα
• Έδωκα = έδωσα
• Έκιωσα = τελείωσα
• Έντωσα = τέντωσα έδεσα
• Έρεψε = αδυνάτισε (βλπ.το ρεμένο)
• Έφαγα μια γιαούρτη = ένα γιαούρτι
• Η κάδη = ο κάδος
• Ήμουνα = ήμουν
• Ήσαντε = ήταν
• Θα κάνει καιρός = θα κάνει κακό καιρό
• Καίνοσε ή κένοσε = στρώσε τραπέζι
• Κάλιασε = έτυχε
• Καλικατζούρες = άσχημα γράμματα
• Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη
• Κάμαρα = δωμάτιο
• Καμιανού = κανενός
• Κάποιος πάει για χέσιμο = όταν σε πιάνει λόξυγγας (και καλά σε μελετάει αφοδεύοντας)
• Καρναμπίκι = μπρόκολο
• Κατουρίστηκα = κατούρησα
• Κατσαμαλίδα, κατσαμάλιασα = όταν από το κρύο η επιδερμίδα γίνεται με σπυράκια, σαν την πέτσα από το κοτόπουλο
• Κατσιμπουχέρι = μπάστακας
• Κατσιφάρα = ομίλχη, πούσι
• Κατσούλα = κουκούλα
• Καψερός = καημένος
• Κεσάτια = αναδουλιές
• Κεψές = τρυπητή κουτάλα
• Κλειδωνιά = κλειδαριά
• Κοκκινογούλια = ραπανάκια
• Κοκοροβι = χοντρο χαλαζι
• Κοκότα = καρούμπαλο
• Κολοσούρτης = τραίνο
• Κόπανος = βλάκας, ηλίθιος
• Κοτέτσενα = αυτή πού ασχολείται με κότες
• Κοτσονούρης = διάολος
• Κουντράω = τρακάρω χτυπάω
• Κουρκουσάλι = χαλάζι
• Κουσκουρού = η κουτσομπόλα
• Κούτσαβλος = κουτσός
• Κρεμανταλάς = ο ψηλός ανδρας
• Λαχανοπιτα = χορτοπιτα
• Λέγγα = παιχνίδι στις αλάνες
• Λέρα = βρωμιά (λέρα πέτσα)
• Λιακωτό = ταράτσα
• Λιανά = ψιλά (χρήματα)
• Λίγδα = η μαύρη αλανιάρα τσιπούρα
• Λιγδοπούλα = η μικρή λίγδα
• Λουμίνια = φυτιλάκια
• Λούμπα = λακούβα με νερό
• Μακαροτσινια = κοφτο μακαρονακι (που φτιαχνουμε με τ χταποδι)
• Μακεδονήσι = μαϊντανός
• Μακεδονιση = μαιντανοσ
• Μακρασκέλα = η γυναίκα με μεγάλα πόδια
• Μαλακαντρέας = συνοδευτικό τού ανδρέα
• Μαλακιασμενο = μαλακισμενο
• Μαμαλίγκα, παπαλίνα = τα μικρά ψαράκια - γόνος (γαβράκια - μαριδούλα...)
• Μανιαούρι = το προσφυγόπουλο
• Μαντορίνια = μανταρίνια
• Μαούνα = φορτηγίδα
• Μάπα = λάχανο
• Μαχαλάς = γειτονιά (στον επιτάφιο έγινε μάχη από τα παιδιά του πάνω μαχαλά με τον κάτω μαχαλά)
• Μερελό = τρελό
• Μεσάλα = τραπεζομάντηλο
• Μέσκουλα-μεσκουλιά = μούσμουλο-μουσμουλιά
• Μετζάστρα = μισόκλειστα (παραθυρόφυλλα)
• Μια δαχτυλήθρα = μικρή ποσότητα υγρού (όσο χώραγε η δακτυλήθρα που χρησιμοποιείται στην ραπτική)
• Μινάρας = μαλάκας
• Μιναριστός = φραπέ
• Μιναροκεφτές = παράγωγο απο το μινάρας
• Μιξινάρι = το κεφαλόπουλο
• Μολιντίρι = μικρή σαύρα
• Μπαγιόκο = τα αρκετά χρήματα
• Μπαίγνιο = γελοίος, περίγελος
• Μπακαλιάρος, μπακαλάος = βακαλιάρος, βακαλάος
• Μπαμπουλωμένος = κουκουλωμένος
• Μπανταβό = χαζό
• Μπαρπουτσέλι = το μικρό μπαρμπούνι
• Μπατζουρια = εξωφυλλα ή τ αντιστροφο
• Μπίγουλι = φιδές
• Μπίζα = αρακάς
• Μπλουγούρι = πλιγούρι
• Μποναγράτσια = κουρτινόξυλο
• Μπούζι = κρύος, παγωμένος
• Μπούλα = μασκαράς
• Μπουρμπουλίθρες = φυσαλίδες
• Νευριάστηκα = νευρίασα
• Νίβομαι = πλένω το πρόσωπό μου
• Νιτερέσσα = δωσοληψία
• Νταμιζάνα = μπουκάλα για κρασί κυρίως αλλά και για λάδι
• Ντένομαι = ντύνομαι
• Ντωτό = χαλαρό
• Ξεήγκλωτο = ξεχειλωμένο
• Ξεμπουντουλωμός = χαλασμός (αέρας, βροχή)
• Ξεμπουρίζω = παρασέρνω (τον ξεμπούρισε)
• Ξεσβουρτσίστηκα = έπεσα, τσακίστηκα
• Παδέλα = πήλινη χύτρα
• Παρασόλι = ομπρέλα για τον ήλιο
• Παρωνύμι = παρατσούκλι, παρώνυμο
• Πασατέμπο = ψημένοι σπόροι κολοκύθας
• Πέσε = πες
• Πιλαλάω = τρέχω
• Πίστρωσε με = σκέπασε με
• Πλανιδού = η γυναίκα πού μαζεύει τα πλανίδια
• Ποδέσου = φόρεσε παπούτσια,
• Ποκάμισο = πουκάμισο
• Πόμολο = χερούλι πόρτας ή παραθύρου
• Πορτόνι = αυλόπορτα
• Πούμωμα, πούμωσα = κρύωμα, κρύωσα
• Πραματα-ζα = τα προβατα
• Ρέλλο = στρίφωμα
• Σ εχει καβαληκει ο μπαρμπας σου = σε εχει βαλει ο διαολος
• Σαβουρώνω = τρώω ακατάσχετα
• Σακαφλιόρα = άσχημη,ξερακιανή γυναίκα
• Σαλιόρα = η μεγάλη πετσέτα φαγητού
• Σαρδελί = το σαρδελάκι
• Σέσκλα = σέσκουλα
• Σίγλος = κουβάς
• Σιφονιέρα = έπιπλο τραπεζαρίας ή σαλονιού
• Σκαμπίλια = σφαλιάρες
• Σκιάχτηκα = φοβήθηκα
• Σκλεπού = η ασχημη γυναίκα
• Σκοτισαρχίδης = πολύ ενοχλητικός
• Σκούρα = παντζούρια
• Σκουτέλι = κεσές γιαούρτι
• Σκουτί = πανι παλιο
• Σομάρα = κομάρα (έχω μιά...σομάρα απόψε)
• Σούφρα = πισινός
• Σουφρώνω = κλέβω
• Σπίνωσέ το = βάλτο πιο σιγά, χαμήλωσέ το (ραδιόφωνο
• Στάει = στάζει (χύνεται)
• Στιλιάρι,τζέρο = ξεροκεφαλος
• Στουμπήχτηκα – στούμπηγμα = χτύπησα, μελάνιασα
• Σύρε = πήγαινε
• Συρφετάσι = δοχείο μεταλλικό που έκλεινε σφιχτά, βάζανε το κολατσιό, το φαγητό για την εκδρομή.
• Ταγιαντριός = του αγίου ανδρέα!!!!
• Τάντινο = λεπτό, ευαίσθητο
• Τενεκές = άχρηστος
• Τη βρήκα = πέρασα καλά
• Τίρα = κοιτα
• Τουτουμάκια = μακαρονάκι κοφτό (χυλοπίτες)
• Τουτουμάκια = χυλοπίτες
• Τσερλιό = διάρροια
• Τσιμπίμπο = λευκή σταφίδα
• Τσιμπίπo = σταφύλι
• Τσίτσιρι = φρέσκα ρεβύθια
• Τσούπα = κοπέλα
• Τσουρούλια = τρέχει γρήγορα, μαλλιά κουβάρια
• Υποβρύχιο = βανίλια στο ποτήρι με νερό
• Φιόρα = λουλούδια
• Φοντάνα = ο δημόσιος κρουνός
• Φοντανιέρα = το σκεύος με καπάκι που βάζουμε για φύλαξη ή σερβίρισμα τα φοντάν (γλυκά)
• Φούσκα = μπαλόνι
• Φουσκές = χαστούκια
• Χάβαρο = η αχιβάδα
• Χαζοβιόλα = αφηρημένη
• Χαμάδες = ελιές, σταφύλια, φρούτα που έχουν πέσει κάτω (χάμω)
• Χαμούρα = ξεπεσμένη
• Χαμουτζής = αυτός που δουλεύει στα γόνατα, μεταφορικά ο βρώμικος
• Χάμω = κάτω
• Χεράμι = μάλλινο σκέπασμα
• Χοντρομπίγουλη = φιδές
• Χούφταλο = ηλικιωμένος
• Ψηλαλώνια = υψηλά αλώνια
• Ψιλικά = μυρωδικά
Από ιστιοσελίδα.
• Αλιάδα = η σκορδαλιά
• Αλυσίβα = ζεστό νερό με στάχτη γι πλύσιμο ρούχων
• Ανάκαρα = αντοχή
• Αντε = φύγε
• Αντούβιανος = ο βλάκας
• Απίδι = αχλάδι
• Απίστομα = ανάσκελα
• Απίστομήθηκα = έπεσα κάτω
• Αραποσίτι = καλαμπόκι
• Αρούκατος = αδέξιος...
• Αφερεμένο = χαζό
• Αχινέος = ο αχινός
• Βοϊδογλιψά = φύτρες μαλλιών
• Γεια σου κι αλήθεια λέω = στο φτέρνισμα
• Γορδόνια = κορδόνια
• Γούβα = λακκούβα
• Δώμου = δώσε μου
• Έγκωσα = χόρτασα
• Έδωκα = έδωσα
• Έκιωσα = τελείωσα
• Έντωσα = τέντωσα έδεσα
• Έρεψε = αδυνάτισε (βλπ.το ρεμένο)
• Έφαγα μια γιαούρτη = ένα γιαούρτι
• Η κάδη = ο κάδος
• Ήμουνα = ήμουν
• Ήσαντε = ήταν
• Θα κάνει καιρός = θα κάνει κακό καιρό
• Καίνοσε ή κένοσε = στρώσε τραπέζι
• Κάλιασε = έτυχε
• Καλικατζούρες = άσχημα γράμματα
• Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη
• Κάμαρα = δωμάτιο
• Καμιανού = κανενός
• Κάποιος πάει για χέσιμο = όταν σε πιάνει λόξυγγας (και καλά σε μελετάει αφοδεύοντας)
• Καρναμπίκι = μπρόκολο
• Κατουρίστηκα = κατούρησα
• Κατσαμαλίδα, κατσαμάλιασα = όταν από το κρύο η επιδερμίδα γίνεται με σπυράκια, σαν την πέτσα από το κοτόπουλο
• Κατσιμπουχέρι = μπάστακας
• Κατσιφάρα = ομίλχη, πούσι
• Κατσούλα = κουκούλα
• Καψερός = καημένος
• Κεσάτια = αναδουλιές
• Κεψές = τρυπητή κουτάλα
• Κλειδωνιά = κλειδαριά
• Κοκκινογούλια = ραπανάκια
• Κοκοροβι = χοντρο χαλαζι
• Κοκότα = καρούμπαλο
• Κολοσούρτης = τραίνο
• Κόπανος = βλάκας, ηλίθιος
• Κοτέτσενα = αυτή πού ασχολείται με κότες
• Κοτσονούρης = διάολος
• Κουντράω = τρακάρω χτυπάω
• Κουρκουσάλι = χαλάζι
• Κουσκουρού = η κουτσομπόλα
• Κούτσαβλος = κουτσός
• Κρεμανταλάς = ο ψηλός ανδρας
• Λαχανοπιτα = χορτοπιτα
• Λέγγα = παιχνίδι στις αλάνες
• Λέρα = βρωμιά (λέρα πέτσα)
• Λιακωτό = ταράτσα
• Λιανά = ψιλά (χρήματα)
• Λίγδα = η μαύρη αλανιάρα τσιπούρα
• Λιγδοπούλα = η μικρή λίγδα
• Λουμίνια = φυτιλάκια
• Λούμπα = λακούβα με νερό
• Μακαροτσινια = κοφτο μακαρονακι (που φτιαχνουμε με τ χταποδι)
• Μακεδονήσι = μαϊντανός
• Μακεδονιση = μαιντανοσ
• Μακρασκέλα = η γυναίκα με μεγάλα πόδια
• Μαλακαντρέας = συνοδευτικό τού ανδρέα
• Μαλακιασμενο = μαλακισμενο
• Μαμαλίγκα, παπαλίνα = τα μικρά ψαράκια - γόνος (γαβράκια - μαριδούλα...)
• Μανιαούρι = το προσφυγόπουλο
• Μαντορίνια = μανταρίνια
• Μαούνα = φορτηγίδα
• Μάπα = λάχανο
• Μαχαλάς = γειτονιά (στον επιτάφιο έγινε μάχη από τα παιδιά του πάνω μαχαλά με τον κάτω μαχαλά)
• Μερελό = τρελό
• Μεσάλα = τραπεζομάντηλο
• Μέσκουλα-μεσκουλιά = μούσμουλο-μουσμουλιά
• Μετζάστρα = μισόκλειστα (παραθυρόφυλλα)
• Μια δαχτυλήθρα = μικρή ποσότητα υγρού (όσο χώραγε η δακτυλήθρα που χρησιμοποιείται στην ραπτική)
• Μινάρας = μαλάκας
• Μιναριστός = φραπέ
• Μιναροκεφτές = παράγωγο απο το μινάρας
• Μιξινάρι = το κεφαλόπουλο
• Μολιντίρι = μικρή σαύρα
• Μπαγιόκο = τα αρκετά χρήματα
• Μπαίγνιο = γελοίος, περίγελος
• Μπακαλιάρος, μπακαλάος = βακαλιάρος, βακαλάος
• Μπαμπουλωμένος = κουκουλωμένος
• Μπανταβό = χαζό
• Μπαρπουτσέλι = το μικρό μπαρμπούνι
• Μπατζουρια = εξωφυλλα ή τ αντιστροφο
• Μπίγουλι = φιδές
• Μπίζα = αρακάς
• Μπλουγούρι = πλιγούρι
• Μποναγράτσια = κουρτινόξυλο
• Μπούζι = κρύος, παγωμένος
• Μπούλα = μασκαράς
• Μπουρμπουλίθρες = φυσαλίδες
• Νευριάστηκα = νευρίασα
• Νίβομαι = πλένω το πρόσωπό μου
• Νιτερέσσα = δωσοληψία
• Νταμιζάνα = μπουκάλα για κρασί κυρίως αλλά και για λάδι
• Ντένομαι = ντύνομαι
• Ντωτό = χαλαρό
• Ξεήγκλωτο = ξεχειλωμένο
• Ξεμπουντουλωμός = χαλασμός (αέρας, βροχή)
• Ξεμπουρίζω = παρασέρνω (τον ξεμπούρισε)
• Ξεσβουρτσίστηκα = έπεσα, τσακίστηκα
• Παδέλα = πήλινη χύτρα
• Παρασόλι = ομπρέλα για τον ήλιο
• Παρωνύμι = παρατσούκλι, παρώνυμο
• Πασατέμπο = ψημένοι σπόροι κολοκύθας
• Πέσε = πες
• Πιλαλάω = τρέχω
• Πίστρωσε με = σκέπασε με
• Πλανιδού = η γυναίκα πού μαζεύει τα πλανίδια
• Ποδέσου = φόρεσε παπούτσια,
• Ποκάμισο = πουκάμισο
• Πόμολο = χερούλι πόρτας ή παραθύρου
• Πορτόνι = αυλόπορτα
• Πούμωμα, πούμωσα = κρύωμα, κρύωσα
• Πραματα-ζα = τα προβατα
• Ρέλλο = στρίφωμα
• Σ εχει καβαληκει ο μπαρμπας σου = σε εχει βαλει ο διαολος
• Σαβουρώνω = τρώω ακατάσχετα
• Σακαφλιόρα = άσχημη,ξερακιανή γυναίκα
• Σαλιόρα = η μεγάλη πετσέτα φαγητού
• Σαρδελί = το σαρδελάκι
• Σέσκλα = σέσκουλα
• Σίγλος = κουβάς
• Σιφονιέρα = έπιπλο τραπεζαρίας ή σαλονιού
• Σκαμπίλια = σφαλιάρες
• Σκιάχτηκα = φοβήθηκα
• Σκλεπού = η ασχημη γυναίκα
• Σκοτισαρχίδης = πολύ ενοχλητικός
• Σκούρα = παντζούρια
• Σκουτέλι = κεσές γιαούρτι
• Σκουτί = πανι παλιο
• Σομάρα = κομάρα (έχω μιά...σομάρα απόψε)
• Σούφρα = πισινός
• Σουφρώνω = κλέβω
• Σπίνωσέ το = βάλτο πιο σιγά, χαμήλωσέ το (ραδιόφωνο
• Στάει = στάζει (χύνεται)
• Στιλιάρι,τζέρο = ξεροκεφαλος
• Στουμπήχτηκα – στούμπηγμα = χτύπησα, μελάνιασα
• Σύρε = πήγαινε
• Συρφετάσι = δοχείο μεταλλικό που έκλεινε σφιχτά, βάζανε το κολατσιό, το φαγητό για την εκδρομή.
• Ταγιαντριός = του αγίου ανδρέα!!!!
• Τάντινο = λεπτό, ευαίσθητο
• Τενεκές = άχρηστος
• Τη βρήκα = πέρασα καλά
• Τίρα = κοιτα
• Τουτουμάκια = μακαρονάκι κοφτό (χυλοπίτες)
• Τουτουμάκια = χυλοπίτες
• Τσερλιό = διάρροια
• Τσιμπίμπο = λευκή σταφίδα
• Τσιμπίπo = σταφύλι
• Τσίτσιρι = φρέσκα ρεβύθια
• Τσούπα = κοπέλα
• Τσουρούλια = τρέχει γρήγορα, μαλλιά κουβάρια
• Υποβρύχιο = βανίλια στο ποτήρι με νερό
• Φιόρα = λουλούδια
• Φοντάνα = ο δημόσιος κρουνός
• Φοντανιέρα = το σκεύος με καπάκι που βάζουμε για φύλαξη ή σερβίρισμα τα φοντάν (γλυκά)
• Φούσκα = μπαλόνι
• Φουσκές = χαστούκια
• Χάβαρο = η αχιβάδα
• Χαζοβιόλα = αφηρημένη
• Χαμάδες = ελιές, σταφύλια, φρούτα που έχουν πέσει κάτω (χάμω)
• Χαμούρα = ξεπεσμένη
• Χαμουτζής = αυτός που δουλεύει στα γόνατα, μεταφορικά ο βρώμικος
• Χάμω = κάτω
• Χεράμι = μάλλινο σκέπασμα
• Χοντρομπίγουλη = φιδές
• Χούφταλο = ηλικιωμένος
• Ψηλαλώνια = υψηλά αλώνια
• Ψιλικά = μυρωδικά
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: Ντοπιολαλιές
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
Re: Ντοπιολαλιές
Τότενες=????
όλοι μαζί γινήκαμε συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία
μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός
Κ.Καρυωτάκης
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία
μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός
Κ.Καρυωτάκης
- taliban
- Δημοσιεύσεις: 13727
- Εγγραφή: 26 Ιουν 2018, 13:28
- Phorum.gr user: Πνεύμα Αντιλογίας
- Τοποθεσία: Καραβλαχία
Re: Ντοπιολαλιές
Πuτρικάκι:
Νανούρισμα για μωρά.

Νανούρισμα για μωρά.

- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: Ντοπιολαλιές
σε αυτήν την περίπτωση, εν τοιαύτη περιπτώσει, άρα
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: Ντοπιολαλιές
ΗΠΕΙΡΟΣ
Από ιστιοσελίδα
· Αλάργα = Μακριά
· Αλυσσίβα (η) = σταχτόνερο
· Αλυχτάω = γαυγίζω
· Αμπόχνω = σπρώχνω
· Αργέλογος (ο) = χοντρό κόσκινο
· Αστρέχα (η) = μικρό αποστραγγιστικό αυλάκι.
· Γάνα (η) = μελανιά
· Γιάτο για = Νάτο, δες το
· Γκριτσιλάγκος (ο) = λάρυγγας
· Ζαποστασιά (η) = αναψυχή
· Ζάρκος (ο) = γυμνός
· Κόκοττος (ο) = πετεινός
· Κοκώνι (το) = μικρόσωμο σκυλί
· Κουκαλήτσι (το) = κουκούτσι
· Κουκουμέλες (οι) = μανιτάρια
· Κραίνω = μιλάω
· Λακάω = φεύγω
· Λουφάζω = σιωπώ, μαζεύομαι
· Μαξούμι (το) = νήπιο
· Μαυλίζω = προσκαλώ ζώο
· Μπλουμάτσα (η) = το στρώμα του κρεβατιού.
· Μπουραζάνα (η) = σαλβάρι, πλατύ ρούχο
· Νίλα (η) = συμπάθεια
· Ντιπ = τελείως.
· Παιδί = αγόρι
· Παρασάνταλος (ο) = άσχημος άνθρωπος, ολιγονούς
· Πατριτζιάνα (η) = μελιτζάνα
· Πλακίδα (η) = πουλάδα
· Πρατίνα (η) = προβατίνα
· Σαρμανίτσα (η) = κούνια
· Σερκό (το) = αρσενικό
· Σκούπρα (τα) = σκουπίδια
· Σκουτιά ή σκτιά (τα) = ρούχα
· Στέρφο (το) = στείρο
· Τηράω = παρατηρώ
· Τριχιά (η) = χονδρό σκοινί
· Τσαούλι (το) = σαγόνι
· Τσίρνιασα = ανατρίχιασα.
· Τσοπέλα ή τσαπέλα (η) = αποξηραμένα σύκα
· Τσούπρα (η) = κορίτσι
· Χαζίρι = φόρεσα τα ρούχα μου, ντύθηκα.
· Χαλασιά (η) = καταστροφή
· Χαλεύω = ζητώ
· Χαμπέρια (τα) = οι ειδήσεις, τα γεγονότα.
· Χουγιάζω = φωνάζω
Από ιστιοσελίδα
· Αλάργα = Μακριά
· Αλυσσίβα (η) = σταχτόνερο
· Αλυχτάω = γαυγίζω
· Αμπόχνω = σπρώχνω
· Αργέλογος (ο) = χοντρό κόσκινο
· Αστρέχα (η) = μικρό αποστραγγιστικό αυλάκι.
· Γάνα (η) = μελανιά
· Γιάτο για = Νάτο, δες το
· Γκριτσιλάγκος (ο) = λάρυγγας
· Ζαποστασιά (η) = αναψυχή
· Ζάρκος (ο) = γυμνός
· Κόκοττος (ο) = πετεινός
· Κοκώνι (το) = μικρόσωμο σκυλί
· Κουκαλήτσι (το) = κουκούτσι
· Κουκουμέλες (οι) = μανιτάρια
· Κραίνω = μιλάω
· Λακάω = φεύγω
· Λουφάζω = σιωπώ, μαζεύομαι
· Μαξούμι (το) = νήπιο
· Μαυλίζω = προσκαλώ ζώο
· Μπλουμάτσα (η) = το στρώμα του κρεβατιού.
· Μπουραζάνα (η) = σαλβάρι, πλατύ ρούχο
· Νίλα (η) = συμπάθεια
· Ντιπ = τελείως.
· Παιδί = αγόρι
· Παρασάνταλος (ο) = άσχημος άνθρωπος, ολιγονούς
· Πατριτζιάνα (η) = μελιτζάνα
· Πλακίδα (η) = πουλάδα
· Πρατίνα (η) = προβατίνα
· Σαρμανίτσα (η) = κούνια
· Σερκό (το) = αρσενικό
· Σκούπρα (τα) = σκουπίδια
· Σκουτιά ή σκτιά (τα) = ρούχα
· Στέρφο (το) = στείρο
· Τηράω = παρατηρώ
· Τριχιά (η) = χονδρό σκοινί
· Τσαούλι (το) = σαγόνι
· Τσίρνιασα = ανατρίχιασα.
· Τσοπέλα ή τσαπέλα (η) = αποξηραμένα σύκα
· Τσούπρα (η) = κορίτσι
· Χαζίρι = φόρεσα τα ρούχα μου, ντύθηκα.
· Χαλασιά (η) = καταστροφή
· Χαλεύω = ζητώ
· Χαμπέρια (τα) = οι ειδήσεις, τα γεγονότα.
· Χουγιάζω = φωνάζω
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: Ντοπιολαλιές
ΗΠΕΙΡΟΣ
Από άλλη ιστιοσελίδα
· Αγγειά = Αγγεία, οικοσκευή.
· Αγκίδα = μυτερή σχίζα ξύλου.
· Αγκούσα, (η) = Μεγάλο άγχος που συνοδεύεται με αναστεναγμό και μερικές φορές με κλάμα, το βάρος στο στήθος. Προέρχεται από το λατινικό angustia (= τα στενά, η στενοχωρία, οι πύλες ).
· Αγκωνή = η δεξιά και αριστερή πλευρά του τζακιού.
· Ακουρμάζομαι και ακουρμαίνομαι= Ακούω με μεγάλη προσοχή, μερικές φορές βάζοντας το χέρι και στο αυτί.
· Απιθώνω = αφήνω κάτω.
· Αψυχάω = τσιγκουνεύομαι.
· Γάστρα = μετάλλινος κινητός καμπύλος φούρνος.
· Γούπατο = γούπατο.
· Δοκήθηκα (το δοκήθηκα) = το αντιλήφθηκα, το κατάλαβα, το ένιωσα.
· Ζεύλα και ζεύγλα = το καμπύλο μέρος του ζυγού μέσα από το οποίο περνά ο λαιμός του ζώου.
· Θημωνιά = θημωνιά.
· Κοσσιά = κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων.
· Καλοπίχειρα = εύκολα (επίρρημα).
· Λανάρι = Ξύλινο εργαλείο από μονοκόμματο επίπεδο ξύλο στη μια άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένα σιδερένια δόντια για το ξάσιμο το μαλλιού.
· Λιμασμένος = κατεχόμενος από άγρια πείνα.
· Λυσιά = ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα.
· Μολόημα = περιστατικό που αξίζει να διηγηθεί.
· Μπούτα = ξύλινο δοχείο για το χτύπημα του γάλακτος.
· Μαστάρι = Εξέλιξη της αρχαίας λέξης μαστός.
· Νήλα και νίλα = συμφορά, ταλαιπωρία.
· Νίβομαι = πλένω το πρόσωπό μου.
· Ξυθάλι = μασιά για τα κάρβουνα, εξάρτημα τζακιού για το σκάλισμα της θράκας.
· Ορμηνεύω = συμβουλεύω.
· Παραγκώμι = παρατσούκλι.
· Πάφλας = τενεκές.
· Ποδένομαι = φοράω τα παπούτσια μου.
· Ποριά = ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα.
· Πυρομάδα = πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού.
· Πυροστιά = πυροστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο εξάρτημα-βοήθημα, που μπαίνει στη φωτιά.
· Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης.
· Ρούσα = ξανθή.
· Στέρφο = άγονο.
· Στουρνάρι = στουρνάρι, αχμηρό σκληρό πέτρωμα.
· Στρέω =συμφωνώ, αποδέχομαι κάτι που με συμφέρει.
· Τάλαρος = μεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο για κρασί.
Από άλλη ιστιοσελίδα
· Αγγειά = Αγγεία, οικοσκευή.
· Αγκίδα = μυτερή σχίζα ξύλου.
· Αγκούσα, (η) = Μεγάλο άγχος που συνοδεύεται με αναστεναγμό και μερικές φορές με κλάμα, το βάρος στο στήθος. Προέρχεται από το λατινικό angustia (= τα στενά, η στενοχωρία, οι πύλες ).
· Αγκωνή = η δεξιά και αριστερή πλευρά του τζακιού.
· Ακουρμάζομαι και ακουρμαίνομαι= Ακούω με μεγάλη προσοχή, μερικές φορές βάζοντας το χέρι και στο αυτί.
· Απιθώνω = αφήνω κάτω.
· Αψυχάω = τσιγκουνεύομαι.
· Γάστρα = μετάλλινος κινητός καμπύλος φούρνος.
· Γούπατο = γούπατο.
· Δοκήθηκα (το δοκήθηκα) = το αντιλήφθηκα, το κατάλαβα, το ένιωσα.
· Ζεύλα και ζεύγλα = το καμπύλο μέρος του ζυγού μέσα από το οποίο περνά ο λαιμός του ζώου.
· Θημωνιά = θημωνιά.
· Κοσσιά = κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων.
· Καλοπίχειρα = εύκολα (επίρρημα).
· Λανάρι = Ξύλινο εργαλείο από μονοκόμματο επίπεδο ξύλο στη μια άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένα σιδερένια δόντια για το ξάσιμο το μαλλιού.
· Λιμασμένος = κατεχόμενος από άγρια πείνα.
· Λυσιά = ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα.
· Μολόημα = περιστατικό που αξίζει να διηγηθεί.
· Μπούτα = ξύλινο δοχείο για το χτύπημα του γάλακτος.
· Μαστάρι = Εξέλιξη της αρχαίας λέξης μαστός.
· Νήλα και νίλα = συμφορά, ταλαιπωρία.
· Νίβομαι = πλένω το πρόσωπό μου.
· Ξυθάλι = μασιά για τα κάρβουνα, εξάρτημα τζακιού για το σκάλισμα της θράκας.
· Ορμηνεύω = συμβουλεύω.
· Παραγκώμι = παρατσούκλι.
· Πάφλας = τενεκές.
· Ποδένομαι = φοράω τα παπούτσια μου.
· Ποριά = ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα.
· Πυρομάδα = πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού.
· Πυροστιά = πυροστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο εξάρτημα-βοήθημα, που μπαίνει στη φωτιά.
· Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης.
· Ρούσα = ξανθή.
· Στέρφο = άγονο.
· Στουρνάρι = στουρνάρι, αχμηρό σκληρό πέτρωμα.
· Στρέω =συμφωνώ, αποδέχομαι κάτι που με συμφέρει.
· Τάλαρος = μεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο για κρασί.
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
- Otto Weininger
- Δημοσιεύσεις: 38340
- Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
- Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15
Re: Ντοπιολαλιές
Κατσουλα είναι η γάτα και όχι η κουκούλα
Let them make the first mistake. We make the last move.
- Λίνο Βεντούρα
- Δημοσιεύσεις: 12445
- Εγγραφή: 05 Δεκ 2018, 18:51
Re: Ντοπιολαλιές
Ο νηματοθετης δεν καταλαβαίνει την έννοια της λέξης «ντοπιολαλιά»
Fluffy έγραψε: 25 Αύγ 2021, 12:22 Στον καπιταλισμό κυριαρχεί η αντίληψη της κυρίαρχης τάξης, γιαυτό είναι και κυρίαρχη.
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: Ντοπιολαλιές
μην γινεσαι ντάτσκος ρε!Λίνο Βεντούρα έγραψε: 12 Ιουν 2023, 08:32 Ο νηματοθετης δεν καταλαβαίνει την έννοια της λέξης «ντοπιολαλιά»
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52