
Η “Αποικία” του Αρκά και ο αντι-“σοσιαλιστικός ρεαλισμός” του











H κατιούσα προφανώς που δίνει ρεσιτάλ butthurt level 9000 αλλά συγχρόνως και αγνό κλασικό σατιρικό χιούμορ, όπως παραθέτω παρακάτω:gassim έγραψε: 06 Ιούλ 2021, 00:53 Δεν ξέρω αν ειναι πιο αστεία τα σκίτσα ή ανάλυση απο την κατιούσα.
Προφανώς και στην κοινωνία του μέλλοντος -ιδίως στο πρώτο μεταβατικό στάδιο, όπου το νέο θα παλεύει να γεννηθεί πάνω στη βάση του παλιού που αργοπεθαίνει αλλά αντιστέκεται- μπορεί να υπάρχουν αντίστοιχοι διανοούμενοι-δημιουργοί που θα βλέπουν τον εαυτό τους ως κάτι πάνω, ανώτερο από την πλέμπα, ως κάτι πιο σημαντικό από το μέσο όρο, που θα ασφυκτιούν χωρίς ειδικά προνόμια. Αλλά η γενική τάση θα είναι να κερδίζει η επανάσταση με το μέρος της τα πιο φωτεινά μυαλά, να τα οιστρηλατεί με άλλα ιδανικά.
Fluffy έγραψε: 25 Αύγ 2021, 12:22 Στον καπιταλισμό κυριαρχεί η αντίληψη της κυρίαρχης τάξης, γιαυτό είναι και κυρίαρχη.
Τα κομμούνια θεωρούν τον εαυτό τους μέσο όρο δηλαδή;Λίνο Βεντούρα έγραψε: 06 Ιούλ 2021, 01:28H κατιούσα προφανώς που δίνει ρεσιτάλ butthurt level 9000 αλλά συγχρόνως και αγνό κλασικό σατιρικό χιούμορ, όπως παραθέτω παρακάτω:gassim έγραψε: 06 Ιούλ 2021, 00:53 Δεν ξέρω αν ειναι πιο αστεία τα σκίτσα ή ανάλυση απο την κατιούσα.Προφανώς και στην κοινωνία του μέλλοντος -ιδίως στο πρώτο μεταβατικό στάδιο, όπου το νέο θα παλεύει να γεννηθεί πάνω στη βάση του παλιού που αργοπεθαίνει αλλά αντιστέκεται- μπορεί να υπάρχουν αντίστοιχοι διανοούμενοι-δημιουργοί που θα βλέπουν τον εαυτό τους ως κάτι πάνω, ανώτερο από την πλέμπα, ως κάτι πιο σημαντικό από το μέσο όρο, που θα ασφυκτιούν χωρίς ειδικά προνόμια. Αλλά η γενική τάση θα είναι να κερδίζει η επανάσταση με το μέρος της τα πιο φωτεινά μυαλά, να τα οιστρηλατεί με άλλα ιδανικά.![]()
Ρε χαζέ καραντινισμός 2021 είναι.Υδράργυρος έγραψε: 07 Ιούλ 2021, 09:24 Η σάτιρα έχει νόημα όταν σατιρίζει την εξουσία. Το να σατιρίζεις τη φαναστική εξουσία του 1984 του όργουελ, με χρήματα προσαρμοσμένα στις ανάγκες του εργοδότη δεν είναι σατιρα. Ή τέλος πάντων είναι φθηνή.
Η αριστερά ως συμφορά.
Αό τον ΠΕΤΡΟ ΜΑΡΤΙΝΙΔΗ.
Τη φράση του Αγίου Βερνάρδου, από τον 12ο αιώνα, «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις», την παρέθετε συχνά ο Μαρξ. Δεν μπορώ όμως να φανταστώ πώς θα ένιωθε αν ζούσε σήμερα και διαπίστωνε ότι όπου επικράτησαν οι θεωρίες του, με προοπτική μια οικουμενικά ειρηνική και ευδαίμονα κοινωνία, δεν έδωσαν παρά μακελειά, ανορθολογισμό, τυραννίες φατριών και γενικευμένη μιζέρια. Οι στιγμές ευφορίας των ανά τον κόσμο μαρξιστών, στο ξεκίνημα κάθε απόπειρας εφαρμογής, κάνουν τις καταλήξεις ακόμη πιο θλιβερές.
Σχηματικά, ο μαρξισμός είχε δει την εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας σαν πυραμίδα με επιμηκυνόμενη βάση. Το φτωχό προλεταριάτο αυξάνει ακατάπαυστα, οι καπιταλιστές μένουν ευάριθμοι στην κορυφή και κάποια στιγμή καταργούνται. Αλλά, ακριβώς χάρη στη βιομηχανία, τα μεσαία στρώματα πλήθυναν ιλιγγιωδώς. Η άνοδος προς την κορυφή εξομαλύνθηκε, όπως η κάθοδος προς τη φτώχεια. Η πυραμίδα έγινε ρόμβος, δηλαδή, και ο Μαρξ προδόθηκε από την ιστορία όσο κι από τη γεωμετρία. Το τραγικό είναι πως αυτή η τάση διαφαινόταν ήδη στην εποχή του. Η κομμούνα του 1871 στο Παρίσι, την οποία επέκρινε ως βιαστική, κράτησε μόλις ένα μήνα. Και όταν όμως οι συνθήκες ωρίμασαν, στο τέλος της belle epoque, οι «προλετάριοι όλων των χωρών» αποδείχτηκαν πρόθυμοι να αλληλοσφάζονται αντί να «ενωθούν». Χωρίς να έχει αντιληφθεί τίποτε, ο Λένιν επέβαλε τη δικτατορία του στη Ρωσία, με τη μαγική προσδοκία ότι ο περισσότερο εθισμένος στην υποταγή πληθυσμός θα μετατρεπόταν σε απελευθερωτική πρωτοπορία της ανθρωπότητας.
Μέσα στον Μάρτιο του 1917 η αναφυόμενη ρωσική αστική τάξη είχε επιτύχει την επανάστασή της. Ο τσάρος παραιτήθηκε, ο πόλεμος έληγε με νίκη των συμμάχων της Ρωσίας και οι πρώτες ελεύθερες εκλογές στη χώρα οδήγησαν σε επικράτηση των Εσέρων, με Μπολσεβίκους, Μενσεβίκους ή τους υπέρ της συνταγματικής μοναρχίας να έπονται σε απόσταση. Κανείς δεν ξέρει τι θα γινόταν εάν δεν μεσολαβούσε το πραξικόπημα του Λένιν. Υποσχόμενος «ειρήνη και μοίρασμα της γης», πρόσφερε δυο χρόνια «πολεμικού κομμουνισμού», με εκατομμύρια θύματα, κι έπειτα μια δεκαετία εκκαθαρίσεων για την επιβολή των κολχόζ, μέχρι τις σταλινικές εκκαθαρίσεις. Μετά τους αριστοκράτες χρειάστηκε να εξοντωθούν επίσης όσοι ήθελαν δική τους γη -οι λεγόμενοι «κουλάκοι»- και μετά τους κουλάκους να εξοντωθούν και οι δήμιοί τους, εφόσον δεν είχαν γίνει δούλοι του Στάλιν - ακόμη δουλικότεροι των αυλικών του τσάρου.
Την «επιτυχία» του Λένιν ζήλεψαν διάφοροι στις διαλυμένες μετά τον πόλεμο χώρες των «Κεντρικών Δυνάμεων». Οι Σπαρτακιστές της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ, στο Βερολίνο του 1919, ή η βραχύβια κομμουνιστική κυβέρνηση του Μπέλα Κουν στην Ουγγαρία, την ίδια χρονιά, έθρεψαν τα επιχειρήματα για το χάος που έφερναν οι οπαδοί των Μπολσεβίκων. Το παράδειγμα της σοβιετοποιημένης Ρωσίας ενίσχυσε ό,τι πιο εθνικιστικό υπέφωσκε στην κεντρική Ευρώπη. Το ενίσχυσε διπλά, μάλιστα. Τόσο ως φόβητρο, που έστρεψε τις έντρομες μάζες στην αντίδραση κι εντέλει στον ναζισμό, όσο και ως πρόταση κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, όπου το κράτος και τα παραγωγικά μέσα γίνονται εργαλεία ενός μόνο κόμματος, με τον λαό στρατιωτικοποιημένο υπό τις διαταγές του. Περνώντας στην πράξη, το όραμα της αταξικής κοινωνίας γέννησε εφιαλτικές συμφορές.
Κανείς εχέφρων, δημοκρατικός άνθρωπος, σήμερα, δεν θα έπαιρνε το μέρος του κάιζερ Γουλιέλμου ή της δυναστείας των Ρομανόφ καθώς και, σε μεταγενέστερες περιόδους, του στρατοκρατικού καθεστώτος του Τσιάνγκ Κάι Σεκ στην Κίνα λ.χ., της διαφθοράς του Μπατίστα, στην Κούβα, ή του αχυράνθρωπου των Αμερικανών στην Καμπότζη, του Λον Νολ. Αλλά ό,τι προέκυψε με τον μπολσεβικισμό της ΕΣΣΔ, τον μαοϊσμό της Λαϊκής Κίνας, την εξηκονταετία μιζέριας στην Κούβα του Κάστρο και τη γενοκτονία που άσκησαν οι κόκκινοι Χμερ του Πολ Ποτ δεν ήταν παρά συμφορές, λίγο ή πολύ ή και πάρα πολύ χειρότερες από εκείνες τις οποίες «θεράπευσαν». Όπως είχε προβλέψει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, το 1901, «οι πόλεμοι των λαών θα είναι τρομερότεροι από τους πολέμους των βασιλέων». Μπορεί «η μέση οδός [να] είναι η μόνη που δεν οδηγεί στη Ρώμη», σύμφωνα με το ειρωνικό σχόλιο του Αρνολντ Σένμπεργκ, ωστόσο, όπως διδάσκει η Ιστορία, είναι η μόνη που δεν φέρνει μάταιες εκατόμβες.
Η Λου Αντρέας-Σαλομέ, η ρωσικής καταγωγής ψυχαναλύτρια, συγγραφέας και φίλη ανδρών όπως ο Νίτσε, ο Ρίλκε ή ο Φρόυντ, δήλωσε απερίφραστα εχθρική απέναντι στον μπολσεβικισμό, μολονότι θαύμαζε τους ρώσους επαναστάτες και τα ουτοπικά ιδεώδη τους. Σε συζήτηση με τον Φρόυντ για την τραγωδία που έπληττε τη χώρα της στα τέλη του 1917, εκείνος της απάντησε: «Πιστεύω ότι δεν μπορούμε να τρέφουμε συμπάθεια για τις επαναστάσεις ενόσω δεν έχουν τελειώσει Γι’ αυτό και θα έπρεπε να είναι σύντομες».
Δυστυχώς, η συντομία είναι σπάνια αρετή των επαναστάσεων. Συνιστά, όμως, αναγκαία αρετή των ανεκδότων. Για επιβεβαίωση, η διαπίστωση ότι «η Λουμπιάνκα είναι το ψηλότερο κτίριο στη Μόσχα: από το υπόγειο βλέπεις τη Σιβηρία», αποτελεί ένα από τα ευφυέστερα ανέκδοτα της συλλογής που ανθολόγησε ο Γιώργος Τσακνιάς με γενικό τίτλο: Η πίπα του Στάλιν. Η εισαγωγή σε αυτό το μικρό βιβλίο εκθέτει με ενάργεια τα αίτια εμφάνισης, την εξέλιξη, τη διάδοση και την υποδοχή που γνώρισαν τα αντισοβιετικά ανέκδοτα, από την εποχή του Λένιν ως εκείνη του Γκορμπατσόφ. Σύντομα ή εκτενέστερα, τα κάπου 150 ανέκδοτα εκφράζουν την αντίδραση των πολιτών στη βαναυσότητα και τις αδικίες της πολιτικής εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα, όπως εύστοχα σημειώνεται στην εισαγωγή, παίζουν ρόλο «βαλβίδας για εκτόνωση του ατμού της αγανάκτησης». Ή: «μια δραστική εκδίκηση των θυμάτων επί των δημίων τους», αφού στα ολοκληρωτικά καθεστώτα στερείται κανείς τη δυνατότητα να «τιμωρήσει τους φαύλους της εξουσίας με την ψήφο του», όπως επισημαίνει και ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς σε μια εξαιρετική όσο και απολαυστική παρουσίαση του εν λόγω βιβλίου.
Ένα είδος αφανών εξεγέρσεων ή «τόπων» κρυφής ελευθερίας, στην εποχή τους, νομίζω ότι αυτά τα ανέκδοτα αποδεικνύονται σπαρταριστά όσο και σπαρακτικά για τον σημερινό αναγνώστη. Διότι εάν αναλογιστεί κανείς τις εκατοντάδες χιλιάδες ανδρών και γυναικών που πέρασαν από τα υπόγεια του αρχηγείου της ΤΣΕΚΑ ή Εν Κα Βε Ντε στη συνέχεια -της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος- στη διαβόητη πλατεία της Λουμπιάνκα, το γέλιο παγώνει στα χείλη. Ήταν άνδρες και γυναίκες αθώοι για όσα τους απέδιδαν, συχνά ένθερμοι κομμουνιστές, οι οποίοι βασανίζονταν φρικτά εκεί, πριν σταλούν στα Γκουλάγκ της Σιβηρίας, όταν δεν εκτελούνταν με μια σφαίρα στο σβέρκο. Πώς, λοιπόν, το γέλιο για το «αρχιτεκτονικό κατόρθωμα» -να βλέπεις τη Σιβηρία από τα υπόγεια ενός κτίσματος στη Μόσχα- να μη μετατρέπεται άρδην σε απελπισία;
Ακόμη και τα πιο ανώδυνα ανέκδοτα της συλλογής, όπως εκείνο για την εθνικότητα του Αδάμ (που εντέλει ήταν Ρώσος, επειδή «κυκλοφορούσε ξεβράκωτος, είχε όλο όλο ένα μήλο και, παρ’ όλα αυτά, πίστευε αυτό που του λέγανε, ότι ζει στον παράδεισο») ή εκείνο για το νηπιαγωγείο που δέχεται την επίσκεψη αντιπροσωπείας κομμουνιστών από τη Δύση (με τα δασκαλεμένα παιδάκια να βεβαιώνουν πως τα νηπιαγωγεία της Σοβιετικής Ένωσης είναι τα καλύτερα του κόσμου, τα φαγητά τα καλύτερα του κόσμου, τα παιχνίδια τα καλύτερα του κόσμου κι ένα παιδάκι να βάζει τα κλάματα, τελικά, φωνάζοντας «θέλω να πάω στη Σοβιετική Ένωσηηηη!»), είναι ανέκδοτα του κλαυσίγελου. Πρώτα γελάς και μετά πέφτεις σε κατάθλιψη. Θύματα μιας μοιρολατρίας, περισσότερο από ό,τι οι πολίτες άλλων αυταρχικών καθεστώτων, οι «σύντροφοι» της δικτατορίας του προλεταριάτου συμβιβάστηκαν με τη φρίκη του δικού τους ολοκληρωτισμού περιγελώντας τα δεινά τους.
Η άλλη λύση, βέβαια, θα ήταν να προβούν σε ομαδικές αυτοκτονίες. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, το να κυκλοφορείς τέτοια ανέκδοτα αποδεικνυόταν συχνά μέθοδος αυτοκτονίας. Στους μεταξύ 1931-1933 είκοσι μήνες που διήρκεσε η διάνοιξη του Μπελομόρκανάλ, από την Πετρούπολη ως το Αρχάγγελσκ, με εργασία καταδίκων των Γκουλάγκ, κάπου 200.000 κατάδικοι έχασαν τη ζωή τους. Πολύ σωστά, λοιπόν, στο ανέκδοτο με κάποιον να ρωτά: «Ποιος έφτιαξε το κανάλι που συνδέει τη θάλασσα της Βαλτικής με τη Λευκή Θάλασσα;», δίνεται η απάντηση: «Τη δεξιά όχθη όσοι έλεγαν ανέκδοτα. Την αριστερή, αυτοί που τα άκουγαν».
Η «ανατολική σήραγγα» είναι το μόνιμο φόβητρο της κοινότητας μυρμηγκιών που παρουσιάζει το τελευταίο άλμπουμ του Αρκά, με τίτλο: Η αποικία, και η παραπομπή αυτής της «σήραγγας» στο Μπελομόρκανάλ ολοφάνερη. Όλο το άλμπουμ θα μπορούσε, εξάλλου, να έχει υπότιτλο: Σύντομη ιστορία της σταλινικής Ρωσίας. Στα περισσότερα επεισόδια, στις στοές της μυρμηγκοφωλιάς, κυριαρχούν αφίσες με προπαγανδιστικά συνθήματα κάτω απ’ το πορτρέτο της «Μεγάλης μητέρας» ή υπερμεγέθη αγάλματά της σε διασταυρώσεις των στοών. Η αναφορά στην προσωπολατρία του «πατερούλη» Στάλιν είναι εξίσου εμφανής, τους δε κεντρικούς ήρωες αποτελούν δυο μυρμήγκια με τα ρωσικής χροιάς ονόματα: Προκοπής και Λαυρέντης.
Κατά τον τυπικό μηχανισμό του Αρκά (από την εποχή του Κόκκορα και του Ισοβίτη), τα επεισόδια προκύπτουν με ιδιοφυείς σαρκασμούς ενός συμπρωταγωνιστή (του γουρουνιού ή του αρουραίου Μοντεχρήστου, αντίστοιχα), προς τον αφελή πρωταγωνιστή. Εδώ, ο Λαυρέντης εμφανίζεται ως ο ενθουσιώδης προλετάριος, με φιλοδοξίες Σταχάνοφ, ενώ ο Προκοπής, καίτοι δεν φυγοπονεί, ξέρει πολύ καλά ότι οι τροφές που ασταμάτητα συλλέγουν τα μυρμήγκια προορίζονται για την καλοπέραση της «Μεγάλης μητέρας» και των κηφήνων της, όχι για την ευμάρεια της κοινότητας. Σαρκάζει τον εύπιστο Λαυρέντη με αλλεπάλληλες αφορμές, όπως το πότε μοιράζουν ζάχαρη, ποιοι αποφασίζουν για το αν οι εργάτες χόρτασαν ή πόσοι επιστρέφουν από εκείνους που στέλνονται στη διάνοιξη της «ανατολικής σήραγγας» επειδή έλεγαν αντικαθεστωτικά ανέκδοτα. Κι όταν ο Λαυρέντης ζητά να μάθει τι ακριβώς είναι η ανατολική σήραγγα, ο Προκόπης του εξηγεί: «σχεδιάστηκε σαν μια ακόμη σήραγγα που θα συνδέει την αποικία με τον έξω κόσμο!... Μετά όμως άλλαξαν γνώμη και αποφάσισαν να συνδέει την αποικία με τον άλλο κόσμο!».
Συχνή αφορμή των σαρκασμών του Προκόπη προς τον Λαυρέντη είναι και η επαγρύπνηση που η «Μεγάλη μητέρα» απαιτεί από όλους, απέναντι στον φθόνο των τζιτζικιών προς την Αποικία. (Μια φανερή, επίσης, παραπομπή στην «καπιταλιστική περικύκλωση», που υποτίθεται ότι εμπόδιζε τον σοβιετικό σοσιαλισμό να ανθίσει.) Διαλέξεις, εκδόσεις βιβλίων, θεατρικές παραστάσεις, μέχρι και κλασικά μπαλέτα, επαναλαμβάνουν ad nauseam το δίδαγμα από τον περίφημο μύθο του Αισώπου, με τον προνοητικό μέρμηγκα και τον αμέριμνο τζίτζικα. Μερικά από τα πιο ιλαρά επεισόδια, ωστόσο, σχετίζονται με ένα κουνούπι στο οποίο ο αφελής Λαυρέντης δοκιμάζει να διδάξει την έννοια του «κολεκτιβισμού», όπου δεν υπάρχουν αφεντικά να σου πίνουν το αίμα(!), ή με μια πασχαλίτσα η οποία διαλέγει τις συναναστροφές της με κριτήρια χρωματικής αρμονίας.
Παρεμπιπτόντως, ολόκληρο το άλμπουμ μοιάζει να ακολουθεί μια χρωματική διαβάθμιση. Τα λαμπρά χρώματα στο περιβάλλον των φιλόπονων τροφοσυλλεκτών στα πρώτα σκίτσα, όσο τους βλέπουμε στην ύπαιθρο, σκουραίνουν σταδιακά, όταν οι αντιπαραθέσεις Λαυρέντη-Προκόπη συνεχίζονται στο εσωτερικό των στοών. Για να καταλήξουν, περίπου όπως οι ελπίδες της επανάστασης, στο εντελώς ζοφερό κλίμα των τελευταίων σελίδων. Όπου αντικαθεστωτικοί όσο και πειθήνιοι υποστηρικτές του καθεστώτος βρίσκονται μαζί σ’ ένα κατασκότεινο κελί, πριν σταλούν στην ακόμη πιο σκοτεινή «ανατολική σήραγγα», να εξοντωθούν από τη δουλειά και την ασιτία. Όχι τυχαία, βέβαια, η επιγραφή ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΣΗΡΑΓΓΑ ακολουθεί τη χαρακτηριστική καμπυλωτή ανάπτυξη του αποτρόπαιου ARBEIT MACHT FREI, στην καγκελόπορτα του Αουσβιτς.
Όπως κατά κανόνα στο χιούμορ, και στο χιούμορ του Αρκά ειδικότερα, το ιλαρό πηγάζει από τη σύνδεση-σύγχυση δυο διαφορετικών συστημάτων αναφοράς, από μια «συναίρεση αντιθέτων». Ένα «coincidentia opposito- rum» μας κάνει να γελάμε, όπως εκείνο το υπόγειο στη Λουμπιάνκα, απ’ όπου αντικρίζει κανείς τη Σιβηρία, ή εκείνη η κυβερνητική ανακοίνωση στις στοές των μυρμηγκιών του Αρκά, όταν εξαγγέλλει: «Οι αντικαθεστωτικοί συκοφάντες που διαδίδουν ότι η ηγεσία μας είναι εκδικητική, θα πληρώσουν πολύ ακριβά γι’ αυτό το ψέμα!». Με τον τρόπο της, η ανακοίνωση παίζει πάνω στην ίδια παράλογη «συναίρεση» που διαμόρφωνε και ο Ρόμπερτ Μούζιλ στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου, σημειώνοντας στο ημερολόγιό του, το 1918: «Μπορούμε να αναγάγουμε τον πόλεμο στο πιστεύω: Πεθαίνεις για τα ιδανικά σου, επειδή δεν αξίζει να ζεις γι’ αυτά».
Κανείς δεν μπορεί να πει αν η τύχη της Ρωσίας θα ήταν καλύτερη στην περίπτωση που ο Λένιν συνέκλινε σε μια κυβέρνηση με τους σοσιαλδημοκράτες Εσέρους και τους Μενσεβίκους, με τους οποίους άλλωστε είχε ξεκινήσει από κοινού, αντί να ανατρέψει την κυβέρνηση Κερένσκι. Ίσως, τότε, ο εκσυγχρονισμός της τεράστιας και βαθιά συντηρητικής χώρας να είχε πάρει άλλους δρόμους. Μαζί και του υπόλοιπου κόσμου. Αντ’ αυτών, η υπόσχεση ευδαιμονίας και ειρήνης έφερε μια νέα συμφορά κι έναν ακόμη πόλεμο - τον τρομερότερο όλων.
Εκείνο που με σιγουριά, πάντως, μπορεί να πει κανείς είναι ότι η τύχη της δικής μας χώρας, στην κρίση του 2008-2009, θα ήταν πολύ διαφορετική εάν ο ΣΥΡΙΖΑ συνέκλινε εξαρχής σε μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΔΗΜΑΡ, πριν εκκολαφθούν η Χρυσή Αυγή και οι soft εκδοχές της. Ώστε να συμβάλει, ελέγχοντας από ισχυρή θέση, στην προσπάθεια εξόδου από το πρώτο μνημόνιο. Ο ως τότε δικομματισμός είχε κατατροπωθεί. Αντί να βρίζονται στις τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις, όπως επί δεκαετίες γινόταν, οι εκπρόσωποί του έδειχναν επιτέλους αμοιβαία ευπρέπεια και προθυμία για συναινέσεις. Μια συνετή, φιλελεύθερη αριστερά μπορούσε να επιτείνει και να εδραιώσει αυτή τη στοιχειώδη, θα έλεγα, τροπή στην πολιτική ζωή της χώρας. Αντ’ αυτού, ήρθαν τα «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» και άλλα συναφή, που κοντεύουν, πλέον, να μας τελειώσουν όλους μαζί .
Για μια ακόμη φορά, η αριστερά λειτούργησε ως συμφορά. Επειδή αρνήθηκε το μόνο πεδίο στο οποίο έχει πράγματι διαπρέψει ιστορικά: τον έλεγχο του εγγενούς αυταρχισμού και της μόνιμης διαφθοράς της εξουσίας. Ισχυρίστηκε, και αυτή, ότι η δική της εξουσία θα απάλλασσε την κοινωνία από τέτοια ελαττώματα: η δικαιοσύνη θα συμβάδιζε με την αξιοσύνη, η ανεκτικότητα θα παντρευόταν την ακεραιότητα· και όλα θα επιτρέπονται και κανείς δεν θα εκφαυλίζει, θα χρηματίζεται ή θα τεμπελιάζει! Καταλήξαμε να έχουμε: και «υπερήφανη διαπραγμάτευση» και πλήρη υποταγή· και οργανωμένο κράτος και παλικάρια του Ρουβίκωνα ως λαϊκούς εκδικητές· και έπαρση και αλητεία. Πρόκειται, ακριβώς, για τη συνθήκη «συναίρεσης των αντιθέτων» -το coincidentia oppositorum- στην οποία εδράζεται ο μηχανισμός κάθε αστεϊσμού. Που σημαίνει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η αριστερά μπορεί να αποτελεί και συμφορά και ανέκδοτο από μόνη της.
Το πρόβλημα με την αριστερά είναι η σιγουριά πως η διακήρυξη των αγαθών της προθέσεων συνιστά εγγύηση ανάλογων επιδόσεων. Η σιγουριά πως οι αντίπαλοί της είναι ανεξαιρέτως φαύλοι κι αντιδραστικοί, ενώ οι οπαδοί της οι μόνοι κάτοχοι κοινωνικής ευαισθησίας και κάθε «ηθικού πλεονεκτήματος». Ανίκανη να αντιληφθεί ότι η αξίωση ενός τέλειου κόσμου ανοίγει τη βασιλική οδό προς τον ολοκληρωτισμό.