Παραθέτω έναν χάρτη του Carlo Tagliavini με τα λογγοβαρδικά/λομβαρδικά τοπωνύμια της Ιταλίας. Μια ειδική κατηγορία αυτών των τοπωνυμίων συμβολίζεται με τρίγωνο και αποτελείται από τοπωνύμια που περιέχουν τον λομβαρδικό όρο fara (συνήθως στην μορφή «η φάρα του Χ προσώπου ή του Υ τόπου», λ.χ. λατ. Fara Ademari = «η Φάρα του Αδεμάρου», Fara Filiorum Petri = «φάρα Πετροπουλαίων (υιών/απογόνων Πέτρου)», Fara d’Alpago = « η φάρα του [τόπου] Alpago» κοκ).

Για την ιστορία ο Σμερδαλέος υποστηρίζει ότι ο αλβανικός όρος μπορεί να σημαίνει πάνω κάτω το ίδιο πράγμα, αλλά γλωσσολογικά προέρχεται από άλλη πηγήΣτο Λομβαρδικό βασίλειο, «οι Λομβαρδοί» με την πλήρη νομική έννοια ήταν οι μάχιμοι άνδρες. Η επικράτεια του βασιλείου ήταν διαιρημένη σε μικρότερες επικράτειες Δουκών, με τον κάθε δούκα να εξουσιάζει έναν αριθμό φαρών. Η κάθε φάρα είχε τον δικό της «φάραρχο», ο οποίος απολάμβανε κάποια νομικά προνόμια και δικαστική εξουσία εντός της φάρας του. Το edictum Rothari (το εθιμικό δίκαιο των Λομβαρδών) επιτρέπει σε κάθε «φάραρχο» «να μεταναστεύσει με την φάρα του» (cum fara sua migrare) «όπου γουστάρει εντός του Λομβαρδικού βασιλείου».
Ο Tagliavini πίστευε ότι από την Ιταλία ο όρος fara πέρασε στις βαλκανικές γλώσσες (νεοελληνική, αλβανική, βλαχική), αλλά αυτό είναι ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη υπόθεση. Απ΄όσο γνωρίζουμε, οι βαλκανικές γλώσσες δανείστηκαν τον όρο φάρα από την αλβανική (βλ. παρακάτω).
Η συνήθης γερμανική ετυμολογία που προτείνεται για την λομβαρδική φάρα είναι «μεταναστευτική κοινότητα» (PGmc θηλ. *farō = «ταξίδι, πορεία, εκδρομή») εκ του πρωτογερμανικού ρήματος *faraną «πηγαίνω, ταξιδεύω» (λ.χ. γερμ. fahren = «πηγαίνω, ταξιδεύω» και αγγλικό seafare = «ταξιδεύω στη θάλασσα»). Παραθέτω για όποιον ενδιαφέρεται την περιγραφή αυτής της γερμανικής ετυμολογίας για την λομβαρδική φάρα από τον Wolfgang Haubrichs, σλδ 164 εδώ:
![]()
Ο αλβανικός όρος farë σημαίνει «γόνος (= σύνολο απογόνων = φυλή), σπόρος, σπέρμα» και έχει δώσει και το αλβανικό ρήμα faroj = «σπέρνω», το επίρρημα fare = «ολότελα, εντελώς» (< «όλη η φάρα» ~ in toto) και τον σύνθετο όρο farefis = «σχέση, καταγωγή, φυλή». Η συνήθης ετυμολογία που προτείνεται για την αλβανική φάρα είναι από το ΙΕ *spor-eh2 > *sporā (λ.χ. ελλην. σπόρος, σπορά, σπέρμα) > PAlb. *sparā > *psarā > *pharā > αλβ. farë.