Το ενδιαφέρον αυτό κείμενο για τον Καζαντζάκη είναι τεράστιο. Βάζω κάποια αποσπάσματα και όποιος επιθυμεί πάει στο λινκ και το διαβάζει ολόκληρο:
Βίος και Πολιτεία του Νίκου Καζαντζάκη
27 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020~ INDEPENDENT RESEARCHERS
Το κείμενο που διαβάζετε δεν είναι μία συνολική εξέταση ή κριτική του έργου του Νίκου Καζαντζάκη. Δεν είναι μία λογοτεχνική ανάλυση του. Δεν είναι μία ακόμα αναπαραγωγή επιφανειακών λογοτεχνιζουσών κοινοτοπιών με σκοπό το στρογγύλεμα γωνιών, την ωραιοποίηση και την κατασκευή ειδώλων, κατά προτίμηση εθνικών. Τα προηγούμενα αφθονούν στο κόσμο της λογοτεχνίας, της ποίησης και γενικά των τεχνών στη χώρα που ζούμε. Αλλά ακόμα και να μην αφθονούσαν, είναι πολύ μακριά από την αισθητική, την ιδεολογία και τους στόχους μας.
Στο θαυμαστό αυτό ψεύτικο κόσμο διαχρονικά ευδοκιμεί – και τις τελευταίες δεκαετίες κυριαρχεί – ο φορμαλισμός και η αυθαιρεσία. Είναι το βασίλειο του «μου φαίνεται», «μου δίνει την αίσθηση» «μου βγάζει», όπου όλοι λένε ό,τι «τους φαίνεται» σε παράλληλους μονόλογους, χωρίς να αγγίζουν αυτό το περιττό πια πράγμα που μια φορά κι έναν καιρό λεγόταν επιχειρηματολογία. Έξω από το πεδίο του ορθολογισμού όλα είναι σχετικά και όλα είναι «σωστά», όλοι έχουν δίκιο και όλοι (λένε ότι) είναι ευτυχισμένοι. Ο θαυμαστός αυτός ψεύτικος κόσμος είναι το πεδίο της ρευστότητας, σε αντιδιαστολή με το χώρο των επιστημών (κυρίως των φυσικών, αλλά σε ένα βαθμό και των κοινωνικών), στον οποίο απαιτείται τεκμηρίωση. Σε αυτές τις επιστήμες, σε γενικές γραμμές τα παραπάνω δεν χωράνε, καθώς αυτές διέπονται από τα στοιχεία της αιτιότητας και του ορθολογισμού. Στις τέχνες τα στοιχεία αυτά είναι συγκεχυμένα – και καμιά φορά ανύπαρκτα -, με εξαιρέσεις βεβαίως που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Γι’ αυτό το λόγο, το χώρο αυτό τον έχουν επιλέξει αρκετοί άνθρωποι που δεν έχουν καλή σχέση με τα στοιχεία αυτά. Στο παρόν κείμενο δε θα ασχοληθούμε μαζί τους ή με αυτά που έχουν γράψει ή πει για τον Καζαντζάκη, εκτός αν κρίνουμε ότι αυτό είναι απαραίτητο για τους σκοπούς του.
.[…]
Όταν τίθενται τέτοιου είδους ζητήματα, οι ιδεαλιστές τα ξεπερνούν με τον ορισμό που δίνουν στην ελευθερία. Η ελευθερία του Καζαντζάκη είναι πολύ κοντά στην πορεία της ιστορίας του Hegel, είναι η διαρκής ανάβαση προς τη θεοποίηση. Αυτή η διαδικασία μετατροπής της ύλης σε απόλυτο πνεύμα γίνεται μέσα μας, μας λένε. Στον έξω κόσμο μπορεί να γίνονται πράματα και θάματα, όμως αυτά είναι φαινόμενα του νου, δε μετράνε. Η κοινωνική πραγματικότητα είναι κάτι δευτερεύον. Το μέσα μας είναι αυτό που θα μας σώσει, και επειδή μέσα μας έχουμε και το παγκόσμιο πνεύμα ή θεό, θα σωθεί και αυτός μαζί με τη δική μας λύτρωση. Αυτό το τελευταίο είναι βασικό στοιχείο της οντολογίας και όλης της ρητορικής του Καζαντζάκη.[…]
O νεοβιταλισμός του Bergson
Ίσως η σημαντικότερη επιρροή που είχε ο Καζαντζάκης ήταν ο νεοβιταλισμός του Bergson. O Καζαντζάκης είχε πει γι’ αυτόν: “Ο Bergson ήταν για μένα, αυτό που οι Ινδουιστές αποκαλούν γκουρού, δηλαδή, ένας πνευματικός οδηγός”. […]
Ο Bergson δεν έκρυβε ότι ήταν επηρεασμένος από το μυστικισμό. Πίστευε ότι υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι μέσω της πνευματικής άσκησης και της μυστικής εμπειρίας μπόρεσαν να εξυψωθούν και να φτάσουν στο θείο στοιχείο. Ένας από αυτούς, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, ήταν ο Άγιος Φραγκίσκος. Στο μπεργκσονικό μυστικισμό θα διαβάσει ο Καζαντζάκης για τον «άγιο» αυτόν και από αυτόν θα εμπνευστεί για να γράψει το βιβλίο του «Ο φτωχούλης του Θεού». Έχοντας διαβάσει αυτά που έγραψε ο Βergson πάνω στο θέμα αυτό, υποθέτουμε ότι αν έγραφε ένα βιβλίο με παρόμοιο θέμα, θα έγραφε περίπου τα ίδια με τον Καζαντζάκη.
Ο Καζαντζάκης μελέτησε τον Bergson και έγραψε μία μελέτη πάνω στην κοσμοθεωρία του. Ουσιαστικά αυτή του έδωσε τα θεμέλια σχεδόν όλου του οντολογικού του προβληματισμού. Σε κάποια σημεία τον αντιγράφει πιστά και αλλού παίρνει την ορολογία του και της προσδίδει θεολογικούς όρους: Αποδέχεται ότι η εξέλιξη της ζωής γίνεται μέσα από συνεχείς μεταμορφώσεις των ειδών, τις οποίες ονομάζει μετουσιώσεις. Την προσπάθεια υπέρβασης της Ύλης θα την ονομάσει αγώνα με την ίδια μας τη φύση. Τη διαρκή δημιουργία και αναπήδηση προς τα πάνω της ζωτικής ορμής (élan vital), που στον Bergson είναι η κινητήρια δύναμη του σύμπαντος, ο Καζαντζάκης θα την ονομάσει ανηφόρα και “στρόβιλο που αιώνια ανεβαίνει”. Η βάση της Ασκητικής είναι ακριβώς αυτή η “δημιουργική ανέλιξη” του Bergson. Πάνω σ’ αυτή τη βάση θα προσθέσει μία αρκετά μεγάλη δόση μυστικισμού, μεταφυσικής και μεγαλόστομης αυθαιρεσίας (ή αυθαίρετης μεγαλοστομίας). Όλα αυτά πάντα στη σφαίρα του φαντασιακού. Θα συμφωνήσουμε με όσους έχουν πει και γράψει πρόσφατα ότι η σκέψη του είναι μία λογική του παραλόγου ή του α-λόγου.
Στον «αγώνα» του θα προσδώσει το ηρωικό στοιχείο λόγω της επίδρασης του Nietzsche στη σκέψη του. Μιλά για έναν ηρωικό αγώνα μέχρι εσχάτων με τη φύση μας για να φτάσουμε τη μπεργκσονική αυθυπέρβαση και να γίνουμε ένα ανώτερο είδος (το «μελλούμενο ον») μέσω της αυτοθυσίας, δηλαδή της θυσίας της οντότητας μας ως «κατώτεροι» άνθρωποι με ύλη και πνεύμα. Στην εξελικτική κλίμακα του Καζαντζάκη αυτός ο ανώτερος άνθρωπος βρίσκεται στο τελευταίο επίπεδο, πάνω από το σημερινό άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά. Η κλίμακα αυτή είναι μεν θεμελιωμένη στη βιταλιστική μεταφυσική, όμως η σύλληψη της έχει τις ρίζες της στην ιεραρχική δομή όλων των θρησκειών, μονοθεϊκών και πολυθεϊκών.
Αλλά και στο ανθρώπινο είδος διακρίνει τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι αυτό του Ζορμπά, του διονυσιακού ανθρώπου, του ανθρώπου που ζει μέσα στα πάθη του. Ο Ζορμπάς είναι η ενσάρκωση της κυριαρχίας του πρωτόγονου και του ενστίκτου. Ο Αλέξης Ζορμπάς ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο. Είναι παράδοξο ο πιο γνωστός παγκοσμίως ήρωας του Καζαντζάκη (λόγω της ταινίας και του ομώνυμου τραγουδιού) να έχει τοποθετηθεί από το δημιουργό του στη κατώτερη βαθμίδα της αξιακής-εξελικτικής του κλίμακας.
Το αμέσως ανώτερο επίπεδο είναι αυτό του Καπετάν Μιχάλη. Είναι ο άνθρωπος που έχει βγει από τα στενά πλαίσια της ατομικότητας του, έχοντας συνειδητοποιήσει το καθήκον του, “το χρέος του” απέναντι όχι στην ανθρωπότητα, ούτε στην τάξη του, αλλά απέναντι στη φυλή του (στη ράτσα του που θα έλεγε κι ο ίδιος). Αυτό είναι το ενδιάμεσο στάδιο στην πορεία των λίγων κι εκλεκτών προς το ανώτερο επίπεδο, σύμφωνα πάντα με τον Καζαντζάκη, αλλά κυρίως σύμφωνα με αυτούς που έλεγαν τα ίδια πριν από αυτόν.
Το ανώτερο επίπεδο είναι αυτό του Αγίου Φραγκίσκου (Ο Φτωχούλης του Θεού) ή του Χριστού (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται). Είναι αυτό του ανθρώπου που παλεύει για την περίφημη υπέρβαση, δηλαδή για να μετουσιωθεί και να γίνει πνεύμα, φτάνοντας στη θέωση. Για τον Καζαντζάκη το αρχέτυπο αυτό θεωρείται ηρωικό και η πορεία του θυσία. Οι λίγοι και εκλεκτοί που θα το κατακτήσουν κάποτε θα γίνουν οι νιτσεϊκοί υπεράνθρωποι.
Ο Nietzsche και οι απάνθρωποι υπεράνθρωποι
Ο Καζαντζάκης έχει αποκαλέσει το Nietzsche δάσκαλο, μεγαλομάρτυρα, κρυφό πατέρα του και λυτρωτή. Στη σχέση αυτή δε μιλάμε απλά για έμπνευση ή επιρροή. Μιλάμε για ξεκάθαρη αντιγραφή του δασκάλου από το μαθητή. Και ως γνωστόν “με όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις”. […]
Και στο Nietzsche και στον Καζαντζάκη υπάρχει μία μεγάλη απέχθεια για τους άρρωστους και τους αδύναμους. Σε αυτούς τους τελευταίους κατατάσσουν και τις γυναίκες. “Η Γυναίκα ήταν το δεύτερο λάθος του Θεού» είχε πει ο Nietzsche. Τα ίδια και χειρότερα έλεγε, όπως θα δούμε πιο κάτω, ο Καζαντζάκης. Οι ρατσιστικές θέσεις και των δύο πηγάζουν από την καρδιά της ρατσιστικής τους ιδεολογίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ένα από τα δύο άτομα που ο Καζαντζάκης έλεγε ότι εκτιμούσε ιδιαίτερα ήταν ο Πέτρος Βλαστός, γνωστός εθνικιστής, φυλετιστής, σκληροπυρηνικός υπέρμαχος της ευγονικής, και σαφώς επηρεασμένος από το Nietzsche.
[…]
Ακολουθώντας πιστά τον πνευματικό του πατέρα, ο Καζαντζάκης ενστερνίζεται την άποψη του για την αναγκαιότητα της θανάτωσης του Θεού. Στο φαντασιακό του τον αντικαθιστά το Εγώ, το Υποκείμενο, συγκεκριμένα ο ίδιος ως συγγραφέας – δημιουργός. Η διαδικασία της συγγραφής – δημιουργίας θα τον οδηγήσει στο να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κέντρο των πάντων, ως «Θεό». Ο εγωκεντρισμός του και ο υπερφίαλος μεγαλοϊδεατισμός του έχουν θεμέλια στην πολύ ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του και στη νιτσεϊκή κοσμοαντίληψη.[…].
Ο Καζαντζάκης αποδέχτηκε πλήρως τη θεωρία του Nietzsche περί Υπερανθρώπου, την αντέγραψε και την εσωτερίκευσε. Είναι εμφανής η ιδέα αυτή σε όλα σχεδόν τα έργα του. Επιπλέον, η ιδέα του Υπερανθρώπου τον κυρίευσε και σε προσωπικό επίπεδο. Όπως παρατηρεί και η πρώτη του σύζυγος του Γαλάτεια Καζαντζάκη, μέσα στη μεγαλομανία του αυθυποβλήθηκε ότι στη ζωή του θα μπορούσε να γίνει ο ίδιος ο Υπεράνθρωπος του Nietzsche. Στο βιβλίο του «Νίκος Καζαντζάκης, Τέχνη και Μεταφυσική» ο Στάθης Μάρας παρατηρεί ότι από αυτήν την αντίληψη πήγασε και ο μεσσιανισμός του που κυριαρχεί στη ζωή και στο έργο του.[…]
Μερικές ακόμα επιρροές και αντιγραφές-λογοκλοπές
Ο βασικός συνδετικός κρίκος μεταξύ βουδισμού και Καζαντζάκη –εκτός από το Nietzsche – είναι ο Schopenhauer. Η ιδεαλιστική του αντίληψη, μαζί με αυτήν του Hegel, είναι αυτές που διακρίνουμε περισσότερο στις βασικές φιλοσοφικές αρχές του Καζαντζάκη. Η θεωρία της βούλησης, οι ρατσιστικές του απόψεις περί ανωτερότητας των λευκών-βόρειων φυλών και ο μισανθρωπισμός του, είναι κάποια ακόμη στοιχεία του Schopenhauer που επηρέασαν τον Καζαντζάκη. Αυτά – καθώς και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του έργου του – πρέπει να τα δούμε πάντα στο πλαίσιο της βιταλιστικής και ανορθολογικής τους κατεύθυνσης.Μία άλλη επιρροή του ήταν ο δαρβινισμός. Τη θεωρία της εξέλιξης τη γνώρισε από πρώτο χέρι, αφού μετέφρασε στα ελληνικά το βιβλίο του Δαρβίνου «Περί καταγωγής των ειδών». Όμως, ήταν τόσο ισχυρή και καταλυτική η επίδραση των Nietzsche και Bergson, που πολλά στοιχεία της δαρβινικής θεωρίας έφτασαν σε αυτόν φιλτραρισμένα μέσω των δύο αυτών φιλοσόφων (κατά τη γνώμη μας κυρίως μέσω του πρώτου).[…]
Οι «φάσεις»
O ίδιος ο Καζαντζάκης είχε ταξινομήσει τη χρονολογική εξέλιξη της σκέψης του, διακρίνοντας τρία στάδια: “Έως το 1924 περνούσα όλο συγκίνηση και φλόγα τον νασιοναλισμό. Ίσκιος που ένιωθα δίπλα μου, ο Δραγούμης. Από το 1923-1933 περίπου, περνούσα με την ίδια συγκίνηση και φλόγα την αριστερή παράταξη. Ίσκιος που ένιωθα δίπλα μου, αχνός, ο Παναϊτ Ιστράτι. Τώρα περνώ το τρίτο – θα ‘ναι το τελευταίο; – στάδιο. Το ονομάζω ελευθερία. Κανένας ίσκιος. Μονάχα ο δικός μου, μακροντέμπλικος, σκούρος, μαύρος, ανηφορίζοντας”.Διαβάζοντας όλα σχεδόν τα βιβλία του και πολλές από τις επιστολές τους καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι πάντοτε είχε μία συγκεκριμένη θεωρητική μεταφυσική αναζήτηση στην οποία έμεινε πιστά προσκολλημένος σε όλη τη ζωή του. Αυτό που έκανε σε διάφορες φάσεις της ζωής του και της συγγραφικής του δραστηριότητας ήταν να προσαρμόζει το θεωρητικό περιεχόμενο των σταδίων που αναφέρει (και γενικά όλων των φιλοσοφικών ρευμάτων από τα οποία επηρεάστηκε ή αντέγραψε) σε αυτή του την εμμονή. Πρόκειται για ένα είδος νιτσεϊκού βιταλισμού ή μπερκγσονικού νιτσεϊσμού με πολλά μεσσιανικά και άλλα μυστικιστικά και μεταφυσικά στοιχεία.Πώς έγινε ξαφνικά αριστερός από εθνικιστής; Ποτέ δεν αποκήρυξε τον εθνικισμό, ποτέ δεν έκανε μία αυτοκριτική στην οποία να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δήθεν μεταπηδούσε από το ένα φιλοσοφικό ρεύμα στο άλλο, επειδή πολύ απλά αυτό που έκανε ήταν να ψάχνει παντού να βρει κομμάτια που θα μπορούσαν να κολλήσουν στο παζλ της φαντασιακής πορείας του προς την “Αγιότητα”. Πιστεύουμε ότι τα αποσπάσματα που θα παραθέσουμε, οι γνώμες τρίτων γι’ αυτόν, καθώς και τα δικά μας σχόλια, θα βοηθήσουν στην αποσαφήνιση αυτής μας της θέσης.
Άλλωστε παρόμοια άποψη έχουν εκφράσει και κάποιοι κοντινοί του άνθρωποι. Η Έλλη Αλεξίου, αδελφή της πρώτης του συζύγου Γαλάτειας, γράφει το 1973 στο «Για να γίνει μεγάλος»: “Στα πρώτα δημιουργικά του χρόνια έγραψε μία σειρά από ποιήματα εμπνευσμένα από ανθρώπους διαφόρων εποχών, διαφορετικών αντιλήψεων, διαφορετικών ικανοτήτων… μα αυτή η περίεργη ποικιλία έχει το συνδετικό κρίκο της, το μυστικό που τον τραβούσε: Όλοι έχουν το κοινό στοιχείο της μεγαλοσύνης. Δεν τον συγκινούσε ο Χριστός επειδή εκήρυττε το άλφα δόγμα. Αφού το δόγμα του είναι αντίθετο προς το δόγμα του Νίτσε, που κι αυτός τον είλκυσε δυνατά. Δεν τον συγκινούσε ο Μέγας Αλέξανδρος ως Αλέξανδρος, αφού η ζωή του είναι το αντίθετο του Βούδδα, που και αυτός τον κατάκτησε έναν καιρό… Ποια η σχέση μεταξύ Σαίξπηρ και Τσιγκισχάνου; Ο κάθε ένας από αυτούς τους «μεγάλους» τον τραβάει μόνο και μόνο γιατί κατάφερε να ξεχωρίσει από τη «λάσπη» και να μπει στην Ιστορία σα σταθμός. Μπήκανε στην αιωνιότητα ονομαστικά; Αυτό επιδίωξε και αυτό πέτυχε ο άνθρωπος μας”.
Όταν ο ρατσισμός και ο εθνικισμός συναντούν τον ατομικισμό και τη μεγαλομανία
[…]
Τη δεκαετία του 1910 έρχεται σε επαφή στην Αθήνα με το ακαδημαϊκό κατεστημένο και ίσως με τη μασονία. Λέμε «ίσως» επειδή δε γνωρίζουμε με σιγουριά αν έγινε μασόνος στην Αθήνα το 1907 ή αργότερα, στο Παρίσι το 1923. Δεν έχει μεγάλη σημασία η χρονολογία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εντάχθηκε σε μία σέκτα με αυστηρότατη ιεραρχική δομή και με αποκρυφιστικά και μυστικιστικά χαρακτηριστικά, και μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του χρησιμοποιούσε και υπέγραφε με τα σύμβολα της. Θα πάρει αρκετά θεοσοφιστικά και άλλα στοιχεία από τη μασονία. Κυρίως όμως η ένταξή του σε αυτή θα του δώσει πρόσβαση σε ανώτερα πολιτικά στελέχη και θα τον δικτυώσει στο πολιτικό κατεστημένο της εποχής.Εκείνη την εποχή θα αναπτύξει φιλική σχέση με τον υπερεθνικιστή – φυλετιστή Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος ήταν εξίσου επηρεασμένος από τον Nietzsche, αλλά και από τον Γάλλο ομοϊδεάτη του φασίστα Maurice Barrés. Από αυτόν τον τελευταίο θα δανειστεί κάποια στοιχεία, κυρίως μέσω του Δραγούμη. Σύμφωνα με τον Barrés, οι ζωντανοί συνδέονται με τους νεκρούς προγόνους τους αποκλειστικά με φυλετικά κριτήρια, όπως το αίμα και η πατρίδα. Αντιγράφοντας τον ο Δραγούμης μεταφέρει αυτήν την ιδέα στο βιβλίο του «Σαμοθράκη». Εκεί, συνομιλώντας με ένα ευγενή πρόγονό του, του λέει: “τη ψυχή σου την έχω εγώ μέσα μου που είμαι ζωντανός και πατριώτης σου”. Ο Καζαντζάκης θα εγκωμιάσει το βιβλίο αυτό και θα προτείνει να γίνει ο Δραγούμης καθοδηγητής της ελληνικής νεολαίας…Ατομισμός, ελιτισμός, εθνικισμός και ντετερμινισμός είναι τα βασικά κοινά στοιχεία της «παρέας» Δραγούμη-Βλαστού-Καζαντζάκη. Στα πρώιμα έργα του ο Καζαντζάκης θα προσθέσει στα στοιχεία αυτά τον αισθητισμό και τον αγνωστικισμό. Ο αγνωστικισμός θα κυριαρχήσει στα έργα του και στη ζωή του μερικά χρόνια αργότερα. Η μεταφυσική και ειδικότερα ο αγνωστικισμός είναι δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά που θα διατηρήσει ως το τέλος της ζωής του.[…]
Το 1910 ο Καζαντζάκης εκδίδει ένα είδους πολιτικό μανιφέστο, το οποίο ονομάζει «Για τους νέους μας». Ο Peter Bien στο άρθρο του «Η έλξη που άσκησαν στον Καζαντζάκη ο φασισμός και ο ναζισμός»υποστηρίζει ότι “στο κείμενο αυτό βρίσκουμε επιχειρήματα ανάλογα εκείνων που χρησιμοποίησε είκοσι έξι χρόνια αργότερα για να δικαιολογήσει τον επεκτατισμό των Μουσολίνι και Χίτλερ”. Ένα μικρό απόσπασμα, χωρίς το παραμικρό σχόλιο από πλευράς μας: “Kαι όσο πιο φανατικά εξωτερικεύεται ο πατριωτισμός, τόσο πιο πολύ εξυπηρετεί την ανθρωπότητα. Γιατί αν καταστρέψει το γειτονικό του έθνος, μήπως δεν είναι η καταστροφή αυτή, όταν από ψηλά την κοιτάξεις, μία υπηρεσία στην ανθρωπότητα; Όσοι γέροι και κουρασμένοι, όσοι εχτελέσανε πια τον προορισμό τους και δώκανε στη σκέψη και στη δράση ό,τι μπορούσανε να δώσουν, καλό είναι να εξαφανίζουνται. Αφήνουν έτσι τη θέση τους σε άλλα έθνη, νέα και ζωντανά… που κι αυτοί θα εξαφανιστούν ευθύς ως εχτελέσουν τον προορισμό τους”.Δυστυχώς, όλοι αυτοί οι υπέρμαχοι (στα λόγια πάντα) του πολέμου, του εθνικισμού και των εθνοκαθάρσεων, δε λούφαξαν μετά την εκατόμβη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Οι εγχώριοι ούτε και μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Το 1926, σε ένα άρθρο του για την Ισπανία ο Καζαντζάκης γράφει: “ο πόλεμος εντείνει, ως την ανώτατη κορφή τους, όλες τις πίκρες και τις χαρές του ανθρώπου”. Φιλοσοφία του σαλονιού μερικά χρόνια μετά από μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που έζησε αυτός ο τόπος…[…]
Οι φορείς της Θεότητας, το πυρακτωμένο νεφέλωμα και η πνευματική ψώρα
Όπως είδαμε πιο πριν, ο Καζαντζάκης τοποθετεί χρονικά την εθνικιστική του φάση ως το 1923. Μετά αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός. Ποτέ όμως δεν αποκήρυξε δημόσια ή έμμεσα τον εθνικισμό, ούτε και τον ιδεαλισμό, τη μεταφυσική και τον αγνωστικισμό, ούτε ποτέ προσχώρησε στον υλισμό. Απλά αποδεχόμενος το ιδεολογικό καλούπι του Δραγούμη, αυθυποβλήθηκε ότι για να φτάσει στην ανύψωση και τη θέωση, ήταν αναγκαίο να περάσει από ένα στάδιο στο οποίο θα έβγαζε από πάνω του τον μανδύα του “Εγώ” και της “Ράτσας” και θα έβαζε αυτόν της “Ανθρωπότητας”. Αυτό ακριβώς επιχείρησε να κάνει. Και το έκανε προσαρμόζοντας πάντα το αντικείμενο της θεωρητικής του αναζήτησης στα πλαίσια της ατομικής του θρησκευτικότητας και της περίφημης πορείας προς την “ανύψωση”.Με αυτό το θρησκευτικό-μεσσιανικό αυτό τρόπο προσέγγισε και τη ρώσικη επανάσταση. […]
Δύο φαινόμενα “βαθιά σημαντικότατα, άξια του πιο μεγάλου σεβασμού και φόβου”
Τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 επισκέφτηκε την Ιταλία και την Ισπανία ως ανταποκριτής των φιλομοναρχικών εφημερίδων Ακρόπολις, Ελεύθερος Τύπος και Καθημερινή. Στην Ισπανία πήγε για πρώτη φορά το 1926 και για δεύτερη στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Οι συνεντεύξεις του και οι ανταποκρίσεις του δημοσιεύονταν τότε στην πρώτη σελίδα της Καθημερινής. Οι ανταποκρίσεις του ήταν μία απάντηση σε αυτές του φιλοφασιστικού Ελεύθερου Βήματος αλλά κυρίως σε αυτές του Ριζοσπάστη, ο οποίος από τον Ιούλιο του 1936 έστελνε ανταποκρίσεις δικών του απεσταλμένων και μεταφράσεις ανταποκρίσεων ξένων δημοσιογράφων.Η Καθημερινή ήταν μία από τις εφημερίδες που αναπαρήγαγε τη φασιστική προπαγάνδα του δικτάτορα Μεταξά περί τρίτου ελληνικού πολιτισμού και γενικά όποια ηλιθιότητα έβγαινε από το στόμα των μικρονοϊκών φασιστοειδών του Καθεστώτος. Ο υπουργός προπαγάνδας του Καθεστώτος αρθρογραφούσε συχνά στην εφημερίδα αυτή. Ο εκδότης της Καθημερινής Γεώργιος Βλάχος είχε πάρει συνέντευξη από τον Φράνκο, τον οποίο θαύμαζε και έγλυφε με διάφορους πομπώδεις χαρακτηρισμούς. Μεταξύ των άλλων αποκαλούσε τον αιμοσταγή δικτάτορα “εξοχότατο”, “ειρηνόφιλο μετ’ αξιοπρέπειας”, “ήρωα”, “δημιουργό Ιστορίας” και “λατρεία του ισπανικού λαού”. Ήξερε πολύ καλά ο Καζαντζάκης ποια ήταν η εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν. Όλα αυτά δεν τον απέτρεψαν να συνεργαστεί με την Καθημερινή.
[…]
Το 1926 ο Καζαντζάκης θα πάρει συνέντευξη από τον Ισπανό δικτάτορα Primo de Rivera και από άλλους φασίστες, στελέχη του καθεστώτος του. Κατόπιν θα πάει στη Ρώμη, όπου θα πάρει συνέντευξη από τον Mussolini. Σε αυτή μεταφέρει την αγωνία του για την πιθανή πτώση του ιταλικού φασισμού: “Τι θα συμβεί όταν λείψει ο Μουσολίνι; Να το εναγώνιο ερώτημα που θέτουν με τρόμο εχθροί και φίλοι” και ανησυχεί για “το χάος που θα επιφέρει ένας μεγάλος κλονισμός του Φασισμού: ο θάνατος του Μουσολίνι, ένας άτυχος πόλεμος, η ματαίωση των παραφουσκωμένων σημερινών ελπίδων”.Δεν έκρυψε το θαυμασμό του για το σύνθημα των ιταλών φασιστών «ζην επικινδύνως», αφού ήταν παρμένο από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία και ήταν ταυτισμένο με τη δική του θεωρία για αγάπη του κινδύνου: “Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας. Αγάπα τον κίντυνο. Τί είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιό δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ. Ακλούθα μου! Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος”. Εδώ έχουμε έναν ακόμα ιδιότυπο ορισμό της ελευθερίας. Ο υπάκουος σε ανώτερες από αυτόν μεταφυσικές δυνάμεις είναι ελεύθερος. Όσο και να στρογγυλευτούν τα λόγια αυτά, ερμηνεύοντας αμφίσημα την υπακοή στον “ανώτερο ρυθμό”, δεν θα μπορέσουμε να συμφωνήσουμε μαζί του.[…]
[…]
Ο φόβος, η πείνα, τα παραμύθια, οι κολοκυθοκορφάδες και ένας χαμοθεός τρίτου βαθμού
Τον Οκτώβριο του 1935 η Ιταλία εισέβαλε στην Αιθιοπία (Αβησσυνία). Ζητήθηκε από τον Καζαντζάκη να υπογράψει ένα κείμενο διαμαρτυρίας μαζί με άλλους Έλληνες διανοούμενους. Εκείνος αρνήθηκε. Για να αιτιολογήσει την άρνηση του, τον Ιούλιο του 1936 δημοσιεύει στην Καθημερινή το άρθρο του “O Φόβος και η Πείνα”.
[……]
Μερικά δικά μας σχόλια με επιγραμματικό τρόπο: Ο Καζαντζάκης θίγει ένα πολιτικό θέμα χωρίς την απαραίτητη ωριμότητα. Κάνει το παιδαριώδες λάθος να θεωρήσει τα «έθνη» ως ομοιογενείς μονάδες, και το ακόμα πιο παιδαριώδες να τα παρομοιάσει/ταυτίσει με ανθρώπους. Αυτό δείχνει ότι η πολιτική του σκέψη ήταν εμβρυακή. Στο κείμενο του προσεγγίζει επικίνδυνα (αν δεν ταυτίζεται με) τη ναζιστική προπαγάνδα περί έλλειψης ζωτικού χώρου, δικαιολογώντας τον ιμπεριαλισμό του Τρίτου Ράιχ. Το κάνει βέβαια αρκετά άτσαλα και με το γνωστό νεφελώδες και αόριστο τρόπο γραφής του. Τέλος, πέφτει – ακόμα μία φορά- σε μία κραυγαλέα αντίθεση. Λέει ότι οι δυνάμεις του Άξονα πνίγονταν μέσα στα στενά σύνορα τους, δεν είχαν που να απλωθούν. Αμέσως μετά υποστηρίζει ότι θα υπέγραφε τη διαμαρτυρία, αν αυτή στρεφόταν και κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας. Μα τότε θα ακύρωνε αυτόματα το επιχείρημα του ότι η Γερμανία και οι σύμμαχοί της πνίγονταν μέσα στα σύνορα. Πως θα υπέγραφε ενάντια σε κάποιους που σύμφωνα με τον ίδιο είχαν δικαίωμα στον επεκτατισμό; Είναι φανερό ότι όλα αυτά είναι φτηνές δικαιολογίες και εφευρήματα για να μην καταδικάσει την πολιτική του ναζισμού και του φασισμού.
[…]
Στην Κατοχή αποσύρθηκε στην Αίγινα και παρακολουθούσε αμέτοχος τις γερμανικές θηριωδίες. Έζησε εκεί περίπου τρία χρόνια ως «ερημίτης» πολυτελείας, αφού και απομόνωση είχε και ήταν δίπλα στον πολιτισμό. Η φάση του αυτή είναι μία αντιγραφή της αντίστοιχης του Nietzsche, όταν ο γερμανός φιλόσοφος είχε αποφασίσει να αποτραβηχτεί για μερικά χρόνια από τα εγκόσμια και να ζήσει απομονωμένος. Το ίδιο έκανε για δέκα χρόνια ο ήρωας του Ζαρατούστρα. Κατά καιρούς ο Καζαντζάκης είχε μιλήσει σε πρόσωπα του κύκλου του για την ιδέα του να αποτραβηχτούν σε κάποια ερημιά της Κρήτης και να ιδρύσουν εκεί μία νέα θρησκεία. Αργότερα μετέθεσε τον τόπο ίδρυσης στα περίχωρα της Αθήνας. Φήμες της εποχής έλεγαν ότι είχε παρακαλέσει τον Παπαναστασίου να του παραχωρήσει ένα εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στους πρόποδες του Υμηττού για να απομονωθεί εκεί μαζί με άτομα που είχε προσεγγίσει γι’ αυτόν τον σκοπό. Φυσικά όλα αυτά έμειναν στα λόγια…
Την εποχή της Κατοχής δεν εκφράστηκε βέβαια για τον πόλεμο για με τον ίδιο ενθουσιασμό με πριν, γιατί απλά δεν τον έπαιρνε να κάνει κάτι τέτοιο. Εννέα μήνες μετά την αρχή της Κατοχής, τον Ιανουάριο του 1942, σε ένα γράμμα στον Πρεβελάκη, γράφει: “Πήρα οριστικά την απόφαση ν’ αφήσω για μερικά χρόνια τα γραψίματα και να βοηθήσω, όσο μπορώ, στην κρίσιμη τούτη στιγμή, τη ράτσα μας. Θα δοθώ ολάκερος στην άμεση ενέργεια, ευτύς ως μου δοθεί η καλή ευκαιρία” . Στη δήλωση του φαίνεται καθαρά, για πολλοστή φορά, η αναντιστοιχία λόγων και πράξεων του αφού ποτέ δε δόθηκε σε καμία ενέργεια, άμεση ή έμμεση.
Η “σκουριασμένη ηρωοφάμπρικα” και οι σχέσεις της με την “καλλιεπή γραφίδα”
Σε γενικές γραμμές, μέχρι τη δεκαετία του ‘50 η ανταπόκριση του κόσμου στα βιβλία του ήταν μικρή. Υπάρχουν μαρτυρίες διανοουμένων που λένε ότι σε αντίθεση με τον Παλαμά, τον Σικελιανό και άλλους ποιητές και συγγραφείς, οι νέοι δεν γνώριζαν το έργο του ή το αντιμετώπισαν με ψυχρότητα και αδιαφορία. Ο Καζαντζάκης όμως, παρότι έδειχνε να αδιαφορεί για το έργο της πλειοψηφίας των ελλήνων συγγραφέων και διανοουμένων της εποχής του, και παρότι τους ίδιους τους περιφρονούσε και τους συχνά τους ειρωνευόταν, θιγόταν από τις συχνές κακές κριτικές τους και ένιωθε ικανοποίηση από κάποια περιστασιακή καλή κριτική τους.
Η «Οδύσεια» του, για παράδειγμα, έλαβε πολλές αρνητικές κριτικές. Στην κακή κριτική της Έλλης Λαμπρίδου απάντησε ότι δεν της άρεσε γιατί τη διάβασε με τα μάτια της λογικής. Όπως είδαμε πιο πριν, ενοχλημένος από την κριτική της απάντησε επίσης ότι επειδή είναι γυναίκα δεν είναι σε θέση να φτάσει στο ανώτερο στάδιο που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, δηλαδή σε αυτό που έφτασε ο Οδυσσέας του.
Ο σύγχρονος του Κώστας Βάρναλης δεν ήταν εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα. Οι σχέσεις τους πέρασαν από πολλές φάσεις, η γνώμη του όμως για μερικά πράγματα που έβλεπε σ’ αυτόν ήταν σταθερή. Το 1932, σε μία συνέντευξη στο Γιώργο Κοτζιούλα, λέει για τον Καζαντζάκη: “Όσο για τον άλλον… μηδέν τάλαντον. Ξέρει μονάχα και γράφει ωραία. Σαν τους παλιούς Αλεξανδρινούς, τον Απολλώνιο το Ρόδιο…”.Τo 1942 εκδίδεται το δοκίμιο του «Περί Σκότους». Παραθέτουμε εδώ μερικά αποσπάσματα του, στα οποία αναφέρεται στον Καζαντζάκη:“Όλη του η αγωνία, όπως φαίνεται και στα βιβλία του και στα ιδιωτικά του γράμματα, είτανε να καταπλήξει με την εντυπωσιακή, την απροσδόκητη την υπερβολική φράση — την αλήθεια του περιεχομένου την είχε για δεύτερο πράμα. Γι’ αυτόν το λόγο το έργο του κάνει εντύπωση, μα δεν πείθη. Δεν κινεί την πραγματικότητα – γιατί μένει έξω απ’ τη φλεγόμενη βάτο, την πραγματικότητα….…Ο Καζαντζάκης γράφει με αφόρητη δυσκολία κ΄ ύστερ’ από πολλή σκέψη. Δεν έχει ποιητική φλέβα μήτε κ’ αίσθηση του ρυθμού και της γλώσσας. Μήτε καν απλό γούστο. Οι στίχοι του είναι φριχτά άμουσοι. Ο δεκαφτασύλλαβος της «Οδύσσειας» του είναι μετρημένος με τα δάχτυλα κι όχι με τ’ αφτί και με το χτύπο της καρδιάς. Κι όμως έγραψε’ επίμονα κ’ επί πολλά χρόνια 33.333 τέτιους στίχους, χωρίς ούτε μια στιγμή να σαλέψει μέσα του κείνος ο «ευπαθής ζυγός», που δείχνει και τα εκατοστά του γραμμαρίου κάθε αποτυχημένου αποτελέσματος. Ιερός βέβαια ο αριθμός 3, ιερότερος ο έντεκα χιλιάδες εκατόν έντεκα φορές 3, αλλ’ ανίερος ο όγκος… Ό,τι κάνει με τη γλώσσα, κάνει και με την ψυχολογία. Αφύσικη γλώσσα, αφύσικη ψυχολογία. Οι ήρωές του δεν είναι μήτε ανθρώπινοι, μήτε κ’ υπερανθρώπινοι• είναι αντιανθρώπινοι……Είναι επιπλέον έξυπνος άνθρωπος και με μεγάλη μνήμη. Αλλά όπως είναι φκιαχτός ποιητής, είναι και φκιαχτός άνθρωπος. Έχει απέραντη σοφία, αλλά δεν έχει κριτικό πνεύμα. Πέρασε, μπορώ να πω, κ’ έζησε όλες τις φιλοσοφίες και γαντζώθηκε στη χειρότερη: στο μηδενισμό”.
Το 1964 προβλήθηκε για πρώτη φορά η ταινία «Ζορμπάς», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Καζαντζάκη. Ένα χρόνο μετά, ο Γιώργος Σεφέρης θα κάνει μία σύντομη κριτική της ταινίας και μία ακόμη πιο σύντομη, αλλά περιεκτική, αναφορά στον Καζαντζάκη. “Χτες είδαμε το Ζορμπά, το φιλμ του Κακογιάννη – Καζαντζάκη. Με δηλητηρίασε όλη νύχτα και σήμερα πρωί. Όχι από συναίσθημα εθνικής προσβολής, που ύστερα από βροντερές τυμπανοκρουσίες και παρασημοφορίες για την πρεμιέρα του στο Παρίσι, ανακαλύπτουν τώρα οι Έλληνες χωρίς να ’χουν το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αλλά για την ανυπόφορη αναισθησία αυτού του ανθρώπου, του Καζαντζάκη, που νομίζει πως είναι ευαίσθητος, που νομίζει πως είναι ερευνητής της αλήθειας για να μην πω φιλόσοφος. Δε με πειράζει ο σκοτωμός της χήρας — ούτε το πλιάτσικο στο σπίτι της ετοιμοθάνατης Ορτάνς. Όλα μπορεί να τα πει κανείς. Αν ένα χωριό στην Κρήτη ήταν κάποτε βάρβαρο, ήταν βάρβαρο• ποιος δεν ήταν βάρβαρος κάποτε — όλα μπορεί να τα πει κανείς — αλλά σ’ ένα έργο που διεκδικεί την ανθρωπιά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πώς εξαγοράζει κανείς αυτά που γράφει κι αν δεν τα λέει στο βρόντο. Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων μου φαίνεται είναι ο Καζαντζάκης. Και δε βρέθηκε άνθρωπος να τον κρίνει, τόσα χρόνια που αλωνίζει ανάμεσα μας. Έχω την εντύπωση πως είμαστε συνηθισμένοι στην ψευτιά χρόνια και αιώνες. Μας αρέσει. Δεν έχουμε δύναμη ν’ αντιδράσουμε”.[…]
Η μαζική μετάφραση πολλών βιβλίων του άρχισε το 1947 όταν διορίστηκε στο τμήμα προώθησης μεταφράσεων λογοτεχνικών έργων της UNESCO. Τότε φρόντισε να μεταφραστούν τα δικά του έργα σε 24 γλώσσες. Μάλιστα αυτή ήταν η πρώτη του μέριμνα μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του…
Η δεύτερη περίοδος στην οποία σημειώθηκε μία ακόμα μεγαλύτερη αύξηση ενδιαφέροντος για τα βιβλία του ήταν οι δεκαετίες του ’80 και του ’90. Μαζί με την αύξηση της αναγνωσιμότητας, παρατηρήθηκε και μία αύξηση στις αξιολογήσεις και κριτικές του έργου του, εκείνη την εποχή στον γραπτό Τύπο και αργότερα στο Ιντερνέτ, καθώς και μία αύξηση των βιβλίων που διαπραγματεύονταν θεματικά κάποιες πτυχές του[…]
Η γραφή του Καζαντζάκη είναι πολύ προσωπική. Η θρησκευτικότητα του είχε επίσης πολλά προσωπικά στοιχεία. Δανείζονταν ή αντέγραφε σταδιακά στοιχεία από διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα (μερικά από τα οποία αναφέραμε πιο πριν) και από άλλους συγγραφείς, και έφτιαχνε χρόνο με το χρόνο ένα μεταφυσικό ιδεολόγημα προσαρμοσμένο στην ιδιαίτερη προσωπική του ψυχοσύνθεση.
[...]
Ίσως αυτοί που τον αποδέχτηκαν περισσότερο να είναι οι εκπρόσωποι της τάσης της νεωτερικής θρησκευτικότητας που περιγράψαμε πιο πάνω. Είχε προσεγγίσει θεωρητικά ένα μεγάλο μέρος του φάσματος των προπατόρων αυτών των δοξασιών, οπότε το κοινό αυτό γοητευόταν και ταυτιζόταν πιο εύκολα με αυτόν παρά με ένα συγγραφέα που δεν μιλούσε για ζωτική ενέργεια, για αγώνα για να γίνουμε πνεύμα, για υπερνοητικές πραγματικότητες και για εσωτερισμούς. Στο κέντρο του θρησκευτικού του οικοδομήματος ήταν πάντα η “διαρκής ανάβαση”, ιδωμένη ως μία πολύ προσωπική υπόθεση. Στο οικοδόμημα αυτό είχε δώσει αυστηρά προσωπικά στοιχεία. Το ατομικό στοιχείο στη λογοτεχνία, και στις τέχνες γενικά, αρέσει και εκτιμάται ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή της αποθέωσης του ατομικισμού. Ακόμα και να μην κατανοεί κάποιος τι ακριβώς εννοεί κάποιος συγγραφέας, απομονώνει λέξεις, έννοιες ή φράσεις και τις κολλάει στη δική του προσωπική αναζήτηση, ερμηνεύοντας τις κατά το δοκούν. Το αν ο δημιουργός – πομπός εννοεί εντελώς άλλα πράγματα, αυτό είναι αδιάφορο για το σύγχρονο αναγνώστη – δέκτη. Το σημαντικό πια είναι η χρηστική τους αξία να ικανοποιεί τις συγκεκριμένες ανάγκες του αναγνώστη – δέκτη. Το περιεχόμενο συχνά περνά σε δεύτερη μοίρα ή δεν ενδιαφέρει καθόλου… Εκεί φτάσαμε…
Στο επίκεντρο του έργου του Καζαντζάκη βρίσκεται η εσωτερικότητα, η εσωτερική «ελευθερία», η αναζήτηση του κρυμμένου εσωτερικού νοήματος των πραγμάτων. Ο,τιδήποτε είναι εσωτερικό και απρόσιτο στους πολλούς, γοητεύει αυτήν την κατηγορία ανθρώπων. Αυτή η αναζήτηση τους δίνει την αίσθηση – στο υποσυνείδητο τους πάντα – ότι ανήκουν στους εκλεκτούς, ότι είναι γνώστες και κάτοχοι μίας μυστικής γνώσης, ότι είναι ξεχωριστοί «ανώτεροι», ότι δεν είναι σαν τους άλλους. Η κοινωνική ανέλιξη είναι ο σκοπός του κοινωνικά ή ταξικά μικροαστού, και η ατομική νοητική και υπερνοητική «υπεροχή» σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, είναι η λαχτάρα του συνειδησιακά μικροαστού. Συνήθως αυτές οι δύο υποκατηγορίες στην πράξη ταυτίζονται. Όσο πιο πολύ στρέφονται αυτοί οι σύγχρονοι πιστοί προς τα «έσω», αδιαφορώντας για το κοινωνικό γίγνεσθαι και το συλλογικό ιδεώδες, και αναζητώντας σε μυστικιστικά μονοπάτια την ατομική πληρότητα και ευτυχία και αδιαφορώντας για την αλλαγή των κοινωνιών και της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, τόσο πιο ήσυχοι κοιμούνται οι ανά τον κόσμο εξουσιαστές.
Υπάρχει και η κατηγορία των ανθρώπων που δεν έχουν διαβάσει κανένα βιβλίο του, αλλά αν τους ρωτήσεις αν είναι καλός συγγραφέας ή διανοούμενος, θα σου απαντήσουν με βεβαιότητα πως είναι σπουδαίος. Δεν απαντά η σκέψη τους, αλλά η κυρίαρχη άποψη του marketing που έχει εντυπωθεί στο μυαλό τους. Απαντά – αντί γι’ αυτούς – ότι αφού σήμερα το brand «Καζαντζάκης» είναι γνωστό και «αναγνωρισμένο», δεν μπορεί παρά να είναι και καλός συγγραφέας και σπουδαίος διανοούμενος. Απορούν και σε κοιτάνε με μισό μάτι, αν υποστηρίξεις ότι στην εποχή του δεν ήταν καθόλου αναγνωρισμένος, ότι υπερασπιζόταν τον φασισμό, τον ρατσισμό και διάφορα παρακλάδια τους, και ότι σαν συγγραφέας είναι κάτω του μετρίου. Γιατί; Για τον ίδιο λόγο που (θέλουν να) πιστεύουν ότι η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου μεταξύ facebook και δαχτύλου που ακουμπά την οθόνη του κινητού. Για τον ίδιο λόγο που πιστεύουν ότι η αστική δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα που έχει εμφανιστεί και δε θα υπάρξει καλύτερο. Για τον ίδιο λόγο που πιστεύουν ότι είναι άμεσοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Για τον ίδιο λόγο που νομίζουν ότι ο πλανήτης δεν κινδυνεύει από το καπιταλιστικό μοντέλο. Η μαλακία είναι ανίκητη.
Δίπλα σε αυτούς υπάρχουν κι αυτοί που γοητεύτηκαν από τη διαπίστωση ότι ερχόμαστε από μία άβυσσο και πάμε σε μια άλλη, και ταυτίζονται με το αντιγραμμένο απόφθεγμα ότι δε φοβάται και δεν ελπίζει τίποτα, άρα είναι ελεύθερος. Μέχρι εκεί. Δεν εξέτασαν ποιο νόημα δίνει σε αυτήν την «ελευθερία», ποια είναι η κοσμοθεωρία του και το πρακτικό του πρόταγμα ( αν υπάρχει τέτοιο). Με την ίδια θέρμη ταυτίζουν τον Καπετάν Μιχάλη με την «κρητική λεβεντιά» ή το Ζορμπά με την «ελληνική παλικαριά». Είναι πολύ δύσκολο να βγουν όλα αυτά από μυαλά που έχουν ταϊστεί για χρόνια με ψεύτικα στερεότυπα. Πρώτον, επειδή κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την προσεκτική ανάγνωση των βιβλίων του, τη μελέτη του πολιτικού, φιλοσοφικού και καλλιτεχνικού τους πλαισίου, και κατόπιν τη συζήτηση γενικά για το έργο του και ειδικά για κάποιο βιβλίο. Ποιος όμως θα είχε τη διάθεση, αφού διαβάσει ένα βιβλίο και μελετήσει το πλαίσιο του, να πιάσει μαζί με κάποιον που δε συμφωνεί με τις βλακείες του σύγχρονου marketing ένα προς ένα τα στοιχεία που αποδομούν (ή έστω αμφισβητούν) την κυρίαρχη άποψη; Οι περισσότεροι αρκούνται σε αυτά που τους σερβίρει έτοιμα η βιομηχανία αυτή, όπως π.χ. τρώνε με ευχαρίστηση τα σκουπίδια του εγχώριου και εισαγόμενου fast food, ή χρησιμοποιούν στην καθημερινότητα τους ασυλλόγιστα τα προϊόντα της χημικής βιομηχανίας.
Και αυτή όμως η κατηγορία ανθρώπων θεωρεί ότι έχει άποψη για τον Καζαντζάκη. Μάλιστα σου επιτίθενται αν αμφισβητήσεις ή αντιταχτείς στην κυρίαρχη σήμερα άποψη γι’ αυτόν. Γιατί; Για τον ίδιο λόγο που οι πολλοί μικροαστοί (στο μυαλό και στη ζωή) υπερασπίζονται σα δικά τους τα ιδεολογήματα του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού. Μέσα σε αυτούς και οι διάφοροι «μελετητές» και θιασώτες του που έχουν φτιάξει ένα ιδιότυπο λογοτεχνίζον λόμπυ (για να μην πούμε «μαφία») και επιτίθενται σε όσους διαφωνούν με την αποψάρα τους, ονομάζοντας λίβελο όποιο δημοσίευμα δεν συντάσσεται με αυτή και εναντιώνεται στην αγιοποίηση καλλιτεχνών και στη βιομηχανία παρασκευής «εθνικών συμβόλων» προς κατανάλωση από τις προβατοποιημένες μάζες.
Ο Ρένος Αποστολίδης δεν μασούσε τα λόγια του όταν ήταν να κρίνει τα βιβλία του Καζαντζάκη. Τα αποδομεί λογοτεχνικά, τεχνικά και αισθητικά και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όσα δεν είναι «κλεμμένα» είναι κάτω του μετρίου. Αποδίδει τη διάδοση τους σε διάφορους λόγους. Ο βασικότερος κατ’ αυτόν είναι το marketing. Σε μία συνέντευξη λέει για τα βιβλία του: “Μπορεί να αγοράστηκαν, αμφισβητώ ότι διαβάστηκαν. Και αν διαβάστηκαν, αμφισβητώ ότι άρεσαν. Δεν πα’ να λένε τα κυκλώματα ό,τι θέλουν…”. Εμείς θα προσθέταμε ότι αμφισβητούμε ότι κατανοήθηκαν.
Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά με το Ιντερνέτ και τις νέες τεχνολογίες οθόνης. Στην εποχή της Εικόνας και της ατάκας, ο Λόγος, προφορικός αλλά κυρίως γραπτός, έχει συμπτυχθεί, έχει φτωχύνει, έχει υποχωρήσει. Ο τρόπος και οι λόγοι που γίνεται πια η όποια ανάγνωση έχουν αλλάξει. Οι νέες γενιές «αναγνωστών» είναι εθισμένες στην εικόνα. Οι περισσότεροι από αυτούς δε διαβάζουν βιβλία ή μεγάλα σε έκταση κείμενα. Ο εγκέφαλος τους είναι προσαρμοσμένος σε εικονικές παραστάσεις και οι νευρώνες του καίγονται εύκολα. Δεν τους ενδιαφέρουν η σκέψη και η κρίση. Η σχέση τους με τη γραφή και την ανάγνωση περιορίζεται σε καμία εξυπνακίστικη ατάκα ή το πολύ σε κάποιο σύντομο κείμενο, γραμμένο στη δική τους γλώσσα των διακοσίων λέξεων και των είκοσι τυποποιημένων εκφράσεων.
Η σχέση τους με τη λογοτεχνία είναι από ελάχιστη ως ανύπαρκτη. Ειδικά με συγγραφείς όπως ο Καζαντζάκης, που η γλώσσα του και η γραφή του είναι ιδιαίτερες, η σχέση αυτή συνήθως περιορίζεται σε μία ή δύο γνωστές φράσεις του για τη ζωή και τις αβύσσους που την περιτριγυρίζουν, και στο απόφθεγμα για το φόβο, την ελπίδα και την ελευθερία. Αυτό το τελευταίο, όπως είδαμε, δεν είναι δικό του, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει πια. Μερικοί έχουν τυπώσει αυτές τις φράσεις σα σλόγκαν στα μπλουζάκια τους, άλλοι τις έχουν βάλει σα λογότυπο ή υπότιτλο στο blog τους ή στο λογαριασμό τους σε κάποιο από τα antisocial media με τα οποία ασχολούνται μέρα νύχτα. Καθόλου δεν τους ενδιαφέρει να εξετάσουν το νόημα που τους είχε δώσει ο δημιουργός τους. Αυτοί ερμηνεύουν τις έννοιες όπως γουστάρουν. Κάποιοι από εμάς πιστεύουν ότι ούτε καν μπαίνουν στον κόπο να τους δώσουν τη δική τους ερμηνεία: Τις χρησιμοποιούν χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, έτσι, για τη φάση. Άλλωστε ζούμε την εποχή της «φάσης» και της αφασίας…
Υπάρχει μία σελίδα στο facebook αφιερωμένη στον Καζαντζάκη. Πρόσφατα ο διαχειριστής της αναγκάστηκε να εξηγήσει με κομψό τρόπο ότι ο Καζαντζάκης δεν ζει, γιατί στις 6 Δεκεμβρίου πάρα πολλοί του έστελναν ευχές για χρόνια πολλά! Νομίζουμε ότι το γεγονός αυτό και μια ματιά στα γραπτά και εικονογραφημένα σχόλια των «αναγνωστών» της είναι μια επαρκής απάντηση σε όσους έχουν τη γνώμη ότι τα παραπάνω σχόλια μας είναι υπερβολικά.
Φυσικά όλοι αυτοί δεν πρόκειται να σταθούν σε «λεπτομέρειες» όπως η σχέση του με το φασισμό και το ρατσισμό, οι αντιγραφές έργων που παρουσίασε ως δικά του, οι απόψεις του για τον πόλεμο, τις γυναίκες και την κοινωνία, η απάνθρωπη κοσμοθεωρία του ή ο εμμονικός εγωκεντρισμός και μεγαλοϊδεατισμός του. Όσο για τις συνεχόμενες αντιφάσεις του, την αυθαιρεσία και το ανορθολογικό στοιχείο, και την αναντιστοιχία λόγων και πράξεων του, φανταζόμαστε ότι δε θα έχουν κανένα πρόβλημα. Ίσως μάλιστα αυτά τα στοιχεία να τους φανούν οικεία και φυσιολογικά, αφού κυριαρχούν στις κοινωνίες τα τελευταία χρόνια…
Δεν ξέρουμε βέβαια τι θα λέγανε ή πως θα αντιδρούσανε, αν κάποιος τους διάβαζε κάποιες από τις πολλές επίμαχες απόψεις του και τους έλεγε ότι είχαν γραφτεί από ένα Τούρκο, Αλβανό ή Εβραίο συγγραφέα. Κάτι σαν το πείραμα του Κορανίου… Θα ήταν ενδιαφέρον να βλέπαμε τις αντιδράσεις τους μετά τις απαντήσεις τους, όταν τους αποκαλύπτανε ποιος τα έχει πει.
Αν κάποιος από τους αναγνώστες έχει φτάσει μέχρι τον επίλογο αυτόν, κάνουμε την υπόθεση ότι μπορεί να μην ακολουθήσει την τάση της εποχής και να μην κρίνει πρώτα (ή μόνο) τους συντάκτες του και μετά ίσως και κάποια από αυτά που διάβασε. Και επειδή τα γραφόμενα μας απέχουν πολύ από τη βαρετή και επαναλαμβανόμενη προπαγάνδα με την οποία έχουν ταϊστεί μυαλά και συνειδήσεις εδώ και δεκαετίες για εθνικά σύμβολα και «ιερά τέρατα», υποθέτουμε ότι σε κάποιους δεν θα διαπεράσουν τα στρώματα που αυτή έχει σχηματίσει στον εγκέφαλο τους. Αν πάλι στο μέλλον, για κάποιους από τους αναγνώστες αυτού του κειμένου, τα γραφόμενα μας αποτελέσουν τροφή ή έστω ένα ελάχιστο ερέθισμα για περαιτέρω σκέψη και έρευνα, τότε ίσως άξιζε ο κόπος της συγγραφής του.
https://theindependentresearchers.wordp ... zantzakis/