Re: Κοιτίδα των ινδοευρωπαιων
Δημοσιεύτηκε: 14 Δεκ 2021, 04:44
άλλη δύσκολη λέξη
Ελιά
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι ελλ. τύποι ελαία < ελαίFα > ελαίwa > ελαίγουα > ελαίβα > ελαίδα και έλαιον < έλαιFον > ελαίwον > ελαίγουον > ελαίβον > ελαίδον καθώς και το αρμ. ewt «λάδι», egyp. dt «ελιά», αραβ. zaytun, pheonician zt Τα ελαία, έλαιον μέσω της Λατινικής εισήχθησαν και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. ιταλ. oliva, olio, γαλλ. olive, huile, αγγλ. olive, oil).
Λείβω < λαίFω ;
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείβω μαρτυρείται εκ παραλλήλου με τον τ. λίψ και είναι αβέβαιο ποιος είναι ο αρχικός τ. Το λίψ εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του λείβω (πρβλ. νείφει: νίφα), ενώ το λοιβή την ετεροιωμένη. Το ρ. λείβω συνδέεται με λατ. libo «εκχέω, σπένδω» και με λ. της βαλτοσλαβικής οικογένειας που δεν εμφανίζουν ληκτικό -b- (πρβλ. αρχ. σλαβ. lějo, liti, λιθουαν. lieju, lieti, όλοι οι τ. με σημ. «χύνω, εκχέω»). Η αρχική σημ. της λ. (και γενικά της λεξιλογικής ομάδας) ήταν «χύνω κάτι σταγόνα σταγόνα». Στους πεζογράφους η λ. χρησιμοποιήθηκε με θρησκευτική σημ. «κάνω σπονδές, χοές» και αντικατέστησε το ρ. σπένδω.
ΠΑΡ. αρχ. λείβδην, λοιβή
λείβδην: κατὰ σταγόνας, Ἐτυμολ. Μέγ. 781. 26.
ελαίFον > ελείFον = ελείβδην > αυτό που πήρες στάλα-στάλα ή το φρούτο που μοίαζει να κρέμονται στάλες που αμα τις σταλαξεις βγανουν σταλα;
αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑFον», Ομ. Ιλ. = σταγόνες δακρύων)
Libo.
PIE *h₂leybʰ-. Cognate with Ancient Greek ἀλείφω (aleíphō).
λεῖος
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεῑος < λειFος αντιστοιχεί στο λατ. levis < θ. levi-, που προήλθε είτε από θ. σε -u- (leu-) είτε σε -ο- (leo-). Η διαφορά αυτή λειF- ελληνικό αλλά lev- λατινικό δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί με βεβαιότητα η αναγωγή και τών δύο σε ορισμένη ΙΕ ρίζα (βλ. και λίς, λιτός).
λειῶ > λειώνω + τριβή > λειωτρίβω
λείη ὑπόστασις
λίπ' ἐλαίῳ
egyp. dt «ελιά», αραβ. zaytun, pheonician zt,, hindi. Jaitoon, Punjabi. Jaitūna, αρμ. ewt, ձիթապտղի, dzit’aptghi
, español. aceite, azeite > ασέιτε, αζέιτε, αθέιτε > ασεϊτούνα, αζεϊτούνα, αθεϊτούνα.
εικασία, όπως όλα..... Δέϊ + τ, Ζέϊ + τ, Θέϊ + τ > θηλυκό δέντρο, καρπός του Δευς/Ζευς/Θευς ;
egyptian. di = δώσε.
egyptian. -t = θηλυκό επίθημα για σύ, σού.
egyptian. dit = δωσμένη
...της ΑΘηνάς το δέντρο..
και τώρα η παράσταση ξεκινά "ο κραγκιόζης Λειτρουβιάρης στους Υλλίρι".... θα πέσει γέλωτας βασσειν...
ελληνικά. ελία < ηλείβδην < ελαίFon
sicilian. ullivi
alba. ulliri > uλλιρι
νοω πως ειναι αρκετα λειανά
τε λειώ σα με...
Ελιά
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι ελλ. τύποι ελαία < ελαίFα > ελαίwa > ελαίγουα > ελαίβα > ελαίδα και έλαιον < έλαιFον > ελαίwον > ελαίγουον > ελαίβον > ελαίδον καθώς και το αρμ. ewt «λάδι», egyp. dt «ελιά», αραβ. zaytun, pheonician zt Τα ελαία, έλαιον μέσω της Λατινικής εισήχθησαν και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. ιταλ. oliva, olio, γαλλ. olive, huile, αγγλ. olive, oil).
Λείβω < λαίFω ;
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείβω μαρτυρείται εκ παραλλήλου με τον τ. λίψ και είναι αβέβαιο ποιος είναι ο αρχικός τ. Το λίψ εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του λείβω (πρβλ. νείφει: νίφα), ενώ το λοιβή την ετεροιωμένη. Το ρ. λείβω συνδέεται με λατ. libo «εκχέω, σπένδω» και με λ. της βαλτοσλαβικής οικογένειας που δεν εμφανίζουν ληκτικό -b- (πρβλ. αρχ. σλαβ. lějo, liti, λιθουαν. lieju, lieti, όλοι οι τ. με σημ. «χύνω, εκχέω»). Η αρχική σημ. της λ. (και γενικά της λεξιλογικής ομάδας) ήταν «χύνω κάτι σταγόνα σταγόνα». Στους πεζογράφους η λ. χρησιμοποιήθηκε με θρησκευτική σημ. «κάνω σπονδές, χοές» και αντικατέστησε το ρ. σπένδω.
ΠΑΡ. αρχ. λείβδην, λοιβή
λείβδην: κατὰ σταγόνας, Ἐτυμολ. Μέγ. 781. 26.
ελαίFον > ελείFον = ελείβδην > αυτό που πήρες στάλα-στάλα ή το φρούτο που μοίαζει να κρέμονται στάλες που αμα τις σταλαξεις βγανουν σταλα;
αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑFον», Ομ. Ιλ. = σταγόνες δακρύων)
Libo.
PIE *h₂leybʰ-. Cognate with Ancient Greek ἀλείφω (aleíphō).
λεῖος
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεῑος < λειFος αντιστοιχεί στο λατ. levis < θ. levi-, που προήλθε είτε από θ. σε -u- (leu-) είτε σε -ο- (leo-). Η διαφορά αυτή λειF- ελληνικό αλλά lev- λατινικό δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί με βεβαιότητα η αναγωγή και τών δύο σε ορισμένη ΙΕ ρίζα (βλ. και λίς, λιτός).
λειῶ > λειώνω + τριβή > λειωτρίβω
λείη ὑπόστασις
λίπ' ἐλαίῳ
egyp. dt «ελιά», αραβ. zaytun, pheonician zt,, hindi. Jaitoon, Punjabi. Jaitūna, αρμ. ewt, ձիթապտղի, dzit’aptghi
εικασία, όπως όλα..... Δέϊ + τ, Ζέϊ + τ, Θέϊ + τ > θηλυκό δέντρο, καρπός του Δευς/Ζευς/Θευς ;
egyptian. di = δώσε.
egyptian. -t = θηλυκό επίθημα για σύ, σού.
egyptian. dit = δωσμένη
...της ΑΘηνάς το δέντρο..
και τώρα η παράσταση ξεκινά "ο κραγκιόζης Λειτρουβιάρης στους Υλλίρι".... θα πέσει γέλωτας βασσειν...
ελληνικά. ελία < ηλείβδην < ελαίFon
sicilian. ullivi
alba. ulliri > uλλιρι
νοω πως ειναι αρκετα λειανά
τε λειώ σα με...