Νομίζω ότι μπορείς να βρεις τις απαντήσεις κάνοντας μία απλή αναζήτηση στη ...wikipedia, η οποία αναλαμβάνει να απαντήσει στα κρίσιμα ερωτήματα

:
-
Τα τάγματα αυτά δημιουργήθηκαν δια του Νόμου 260/1943 που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου του 1943, αν και η δράση τους εντάθηκε μετα τον Σεπτέμβρη του '43, μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, όταν μικρό τμήμα του οπλισμού των Ιταλών κατέληξε στα χέρια του ΕΑΜ, μέχρι και το τέλος της κατοχής, κυρίως στη βόρεια Πελοπόννησο, τη δυτική Στερεά Ελλάδα, ιδίως στην Αιτωλοακαρνανία, την Εύβοια και την Αθήνα.
-
Γενικός προϊστάμενός τους ήταν ο αντιστράτηγος των Waffen SS, Βάλτερ Σιμάνα αν και συχνά έδρασαν σχετικώς αυτοβούλως, όπως στη σφαγή του Χορτιάτη, στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων και στο μπλόκο της Κοκκινιάς και της Καλογρέζας.
Παρόλο που από το Φλεβάρη του '44 χαρακτηρίστηκαν ως δωσιλογικά από το σύνολο των αντιστασιακών οργανώσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό, χαραχτηρισμός που επαναβεβαιώθηκε στη συμφωνία της Καζέρτας αμέσως πριν την απελευθέρωση, το Σεπτέμβρη του '44, και ενώ ένας σημαντικός αριθμός των μελών τους είχε ήδη συλληφθεί πριν την απελευθέρωση, ελάχιστοι τελικώς καταδικάστηκαν.
-
Για παράδειγμα, ενώ ο Ιωάννης Ράλλης καταδικάστηκε σε ισόβια για προδοσία και πέθανε στη φυλακή το '46, ο ίδιος και οι υπόλοιποι εισηγητές της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας αθωώθηκαν για τα εγκλήματά των. Το ίδιο συνέβη με τους περισσότερους ηγέτες των τμημάτων αυτών. Ο βασικός λόγος ήταν πως μέχρι τις δίκες τους είχαν μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά και πολλά μέλη τους, με προτροπή των Βρετανών, στρατολογήθηκαν από τη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ως αντίβαρο στo EAM, ενώ οι λιγότερο εμπειροπόλεμοι στελέχωσαν χαμηλόβαθμες διοικητικές θέσεις στην κρατική μηχανή.
-
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τον αφοπλισμό των εαμικών οργανώσεων στις αρχές του '45, και μέχρι την έναρξη του Εμφυλίου στα μέσα του '46, αρκετά πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας διακρίθηκαν στην καταδίωξη αριστερών, κομμουνιστών, μέχρι και αντιβασιλικών σε μια περίοδο που έμεινε γνωστή ως «λευκή τρομοκρατία». Οι ικανότεροι θα διακρίθούν και στον Εμφύλιο, ενώ οι σκληρότεροι θα επανδρώσουν τα Εκτελεστικά Αποσπάσματα εκείνα που θα κοβουν κεφάλια ανταρτών του ΔΣΕ. Τέλος, πρώην ταγματασφαλίτες αλλά και πολιτικά πρόσωπα, συνεργάτες των Γερμανών, εμφανίζονται τα 20 μεσολαβούντα χρόνια μέχρι τη Χούντα των Συνταγματαρχών σε διάφορα υψηλόβαθμα κρατικά πόστα, με σκιές να πέφτουν ακόμα και στον πρωτεργάτης της χούντας, Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Επιπλέον:
το παρασκήνιο της δημιουργίας και το ιστορικό των Τ.Α.
Το παρασκήνιο της δημιουργίας
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1942 παραιτείται ο Γ. Τσολάκογλου και πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Παιδείας και Πρόνοιας, (ιατρός - μαιευτήρας), Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος. Οι γερμανικές Αρχές πολύ γρήγορα όμως διαπίστωσαν ότι ο Λογοθετόπουλος παρά το επιστημονικό του κύρος δεν είχε ικανές δυνάμεις επιβολής στο διαμορφωμένο πολιτικό σκηνικό και σε διάστημα μόλις λίγων μηνών αναζητούσαν τον αντικαταστάτη του.
Την ίδια εκείνη εποχή κάποιοι απόστρατοι αξιωματικοί επικεφαλής των οποίων φέρονταν ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος άρχισαν ν΄ ανησυχούν από την εντεινόμενη δραστηριότητα του ΕΑΜ και ειδικότερα μετά τη δημιουργία του στρατιωτικού του σκέλους ΕΛΑΣ, θεωρώντας ότι αυτές, με το πρόσχημα της αντίστασης κατά των κατακτητών, είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν με το μέρος τους τον λαό της υπαίθρου, υπολογίζοντας ακόμα πως με τον εφοδιασμό τους με οπλισμό από τους Άγγλους θα επικρατούσαν τελικά μετά την απελευθέρωση.
Έτσι μετά από πολλές συζητήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει η ίδια η Κυβέρνηση ν΄ αναλάβει μια ανεξαρτησία κινήσεων και δράσης επ' αυτού του ζητήματος ώστε να ματαιωθούν οι πόθοι αυτών των κομμουνιστικών οργανώσεων που έτσι κι αλλιώς παρέμεναν εκτός νόμου. Παράλληλα ανέθεσαν στον φίλο του Πάγκαλου, Ιωάννη Βουλπιώτη ν΄ ανιχνεύσει επ' αυτού τις διαθέσεις των Γερμανών μέσω της φιλίας που διατηρούσε με τον πρώην στρατιωτικό ακόλουθο της Γερμανίας στην Αθήνα Κρίστιαν Φον Κλεμ. Όταν ο συνταγματάρχης Φον Κλεμ ενημερώθηκε σχετικά, και δι' αυτού ο Αρχηγός των Ες-Ες Ελλάδος φέρεται να μετέφερε θετική απάντηση όπου και στη συνέχεια ο Πάγκαλος, με σύμφωνη γνώμη και των άλλων αποστράτων, έσπευσε και ενημέρωσε σχετικά τον Ιωάννη Ράλλη, πείθοντάς τον τελικά ν΄ αναλάβει πρωθυπουργός, δηλώνοντάς του και την ακαταλληλότητά του γι΄ αυτή τη θέση εξαιτίας της προηγούμενης δικτατορίας του για την οποία και είχε διαβληθεί.
Στο σημείο αυτό φαίνεται αφενός μεν πως η επιλογή του Ιωάννη Ράλλη έγινε λόγω της σχετικής απήχησης που είχε ως παλαιός αντιβενιζελικός πολιτικός τόσο στη πρωτεύουσα, όπου χρόνια πολιτευόταν υπό τη σκιά του πατέρα του, όσο και στην επαρχία, καθώς εκρίθη ότι ο αποτρεπτικός του λόγος για σύμπραξη των πολιτών με το ΚΚΕ και τις οργανώσεις του θα ήταν περισσότερο αποτελεσματικός. Την ίδια εποχή η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και πρωτίστως οι Άγγλοι για ίδιο όφελος επιζητούσαν αντίσταση στους ναζί κατακτητές απ΄ όπου και αν προέρχεται.
Συγκρότηση
Η δημιουργία μιας ένοπλης δύναμης που σκοπό της θα είχε τη διατήρηση της έννομης τάξης και την καταπολέμηση των κομμουνιστών του ΕΛΑΣ ήταν όρος που έθεσε ο Ιωάννης Ράλλης προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία μετά την παραίτηση του Λογοθετόπουλου. Τη δημιουργία μιας τέτοιας δύναμης υποστήριξαν εξ αρχής οι εισηγητές Στυλιανός Γονατάς και Θεόδωρος Δ. Πάγκαλος, προκειμένου, όπως υποστήριζαν στην προβαλλόμενη προπαγάνδα τους, να εμποδίσουν μελλοντική επιστροφή του βασιλιά Γεώργιου Β' στην Ελλάδα. Άλλα σημαντικά πρόσωπα που επηρέαζαν την εποχή εκείνη τον πρωθυπουργό ήταν ο υπουργός Ταβουλάρης και ο Ι. Βουλπιώτης. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Ράλλη μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδος, ο οποίος συνέγραψε το βιβλίο Ιωάννης Ράλλης, ομιλών εκ του Τάφου, για λογαριασμό του πατέρα του, τα τάγματα ασφαλείας δημιουργήθηκαν με σκοπό την προστασία της ελληνικής επαρχίας από την τρομοκρατία που ασκούσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Από την πλευρά τους οι Γερμανοί είδαν ότι μια δύναμη κρούσης κατά της αντίστασης αποτελούμενη από Έλληνες είχε πλείστα πλεονεκτήματα, καθώς όχι μόνο οι ντόπιοι γνώριζαν καλύτερα το έδαφος, καθώς και τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην αντίσταση, που σήμαινε περισσότερο αποτελεσματικοί, αλλά πρώτιστα διευκόλυνε και το δικό τους έργο άνευ εμπλοκής δικών τους δυνάμεων, χωρίς και να παραβλέπεται ο εμφύλιος χαρακτήρας αυτών των συγκρούσεων με ότι σήμαινε για τους ίδιους.
Ως αρχικοί σκοποί της ίδρυσης των Ταγμάτων αναφέρθηκαν η τήρηση της τάξης σε περίπτωση κομμουνιστικών ενεργειών, καθώς και η παρεμπόδιση της επιστροφής του βασιλιά. Ο δεύτερος στην πορεία εγκαταλείφθηκε και πιθανόν αποτελούσε τρόπο για να πεισθούν να καταταχθούν στα Τάγματα οι Βενιζελικοί αξιωματικοί που είχαν αποταχθεί ήδη από το 1936 επί καθεστώτος Μεταξά Από την πλευρά τους, όσοι ανέλαβαν τη συγκρότηση και διοίκηση Ταγμάτων Ασφαλείας υποστήριξαν ότι το έκαναν προκειμένου να προφυλάξουν τον πληθυσμό από τη δράση του ΕΑΜ. Η δημιουργία τους έγινε με νόμο που ψηφίστηκε στις 7 Απριλίου του 1943 και η πρόσκληση για κατάταξη ανακοινώθηκε δημόσια τον Ιούνιο του '43.
Η προσέλευση εθελοντών στα Τάγματα ήταν αρχικά ελάχιστη, κι έτσι πυρήνα της νέας δύναμης αποτέλεσε η φρουρά των ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη, τον Ιούνιο του 1943. Μέχρι το φθινόπωρο του 1943 η ύπαρξη του Τάγματος ήταν μάλλον τυπική, εν μέρει λόγω και του δισταγμού Γερμανών και Ιταλών να δώσουν όπλα. Με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας όμως, το Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί απέκτησαν διπλό πρόβλημα καθώς αφενός πολλά όπλα έπεσαν στα χέρια των αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως του ΕΛΑΣ, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της αντίστασης, αφετέρου τα ιταλικά στρατεύματα δεν αποτελούσαν πλέον φίλιες δυνάμεις και οι ζώνες ευθύνης τους έπρεπε να ελέγχονται από γερμανικά στρατεύματα. Επίσης, μετά τις ήττες σε Αφρική και Ιταλία, η Ελλάδα έγινε ευάλωτη σε πιθανή συμμαχική απόβαση. Έτσι, εντάθηκαν οι προσπάθειες για τη δημιουργία ντόπιων στρατιωτικών τμημάτων που θα πολεμούσαν την αντίσταση. Τον Ιανουάριο του 1944 η πίεση αυξήθηκε προς τους αξιωματικούς, που κλήθηκαν να καταταγούν υποχρεωτικά στα Τάγματα Ασφαλείας με κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, τη διακοπή χορήγησης κουπονιών διατροφής και την απώλεια του δικαιώματος σύνταξης, αλλά και προς τους αστυνομικούς, με μαζικές απολύσεις από την Αστυνομία.Ρόλο στη σύσφιξη των σχέσεων των εθνικιστικών οργανώσεων με τους Γερμανούς έπαιξαν και οι επαφές του Βρετανού πράκτορα Στοττ με τους τελευταίους, που κατά τους Βρετανούς έδρασε με δική του πρωτοβουλία.