Re: Τελικα οι αρβανιτες ειναι Αλβανοί
Δημοσιεύτηκε: 29 Νοέμ 2019, 12:58
Giorgos 574 έγραψε: 17 Νοέμ 2019, 14:36Ρουμ έγραψε: 15 Νοέμ 2019, 12:52 To claim a Greek origin or Greek familial connections is not a problem anymore…..-
The same thing happened for the village of
Arshi Llongo, while other Muslims from Kurvelesh settled in the villages of lower Lunxhëri
(Karjan, Shën Todër, Valare) and in Suhë. As a result, it is not exceptional to hear today
from the Lunxhots, such as one of my informants, a retired engineer living in Tirana, that
‘in 1945 a Muslim buffer-zone was created between Dropull and Lunxhëri to stop the
Hellenisation of Lunxhëri. Muslims were thought to be more determined against Greeks.
At that time, the danger of Hellenisation was real in Lunxhëri’.-….
Τον Αύγουστο
του 1929 πήγε στη Μονή Τερµπούκι, οπού οι κάτοικοι παρά ότι ήσαν
αλβανόφωνοι του ζήτησαν να ιερουργήσει ελληνικά διαφορετικά δεν θα
συµµετείχε κανείς. Πράγµατι λειτούργησε στην ελληνικη-
-Στις 6-8-1932 καταγγέλθηκε από τους κάτοικους της Μικ.
Τσέτας Λάµποβου η εκδίωξη του ελληνιστή ιερέα Κων. Γκέργκη και η
αντικατάστασή του από τον αλβανίζοντα Λεωνίδα ∆ούκα. Οι κάτοικοι
απειλούσαν ότι δεν θα πηγαίνουν στην εκκλησία, εάν δεν επανέλθει ο
Γκέργκης. Τελικά επανήλθε και εξακολουθούσε να λειτουργεί στα ελληνικά.-
Από τους περίπου 3.484 εγκατεστηµένους και γεννηµένους Βορ/τες
στην Τουρκία και σε διάφορα µέρη της Ελλάδος την περίοδο 1921-1940, οι
περισσότεροι ήσαν από την περιφ. Αργυροκάστρου, ειδικά από την περιοχή
της Λιούντζης.
Για τους Σκιπετάρους της Κορυτσάς:
Η έκθεση του Προξένου Κορυτσάς τον Απρίλιο του 1924 είναι διαφωτιστική:
“Έχω την τιμήν να ανακοινώσω εις το Σεβαστόν Υπουργείον τας εντυπώσεις μου εκ της ενταύθα καταστάσεως, όσας ήτο δυνατόν να αποκομίσω εκ της μέχρι τούδε μελέτης της εξαιρετικώς ενδιαφερούσης ελληνικής –διότι τοιαύτη δύναται να ονομασθή- ταύτης γωνίας. Ως γνωστόν, οι χριστιανοί ορθόδοξοι της πόλεως ταύτης, ήτις αποτελεί το σπουδαιότερον πνευματικόν κέντρον της Αλβανίας, διακρίνονται εις τρεις κατηγορίας, τους ελληνόφρονας, τους αλβανιστάς ή εθνικόφρονας και τους μεταξύ των δύο τούτων φανατικώς αντιμαχομένων αντιθέτων στρατοπέδων κυμαινομένους ή αδιαφόρους, οίτινες μικράν σχηματίζουσιν μειοψηφίαν, των ελληνοφρόνων απαρτιζόντων την πολυαριθμοτέραν μερίδα. ” [..]
“Πάντως, η μεγάλη πλειοψηφία των Κορυτσαίων, εξ ων περί τας 5 μόνον χιλιάδες είναι μουσουλμάνοι, παρά την μη εξωτερίκευσιν των αισθημάτων και το απαθές εκ φύσεως εξωτερικόν, παρά το άκρως εμπορικόν πνεύμα των, είναι ενθουσιωδώς φιλέλληνες, των μεν αμορφώτων αγαπώντων την Ελλάδα εκ συγχύσεως κυρίως της θρησκείας προς την πατρίδα και εκ του συλλογισμού ότι θα είναι Έλληνες αφ’ου και οι εν τη ελληνική Ηπείρω ομόφυλοι αυτοίς έχουσιν ελληνικήν συνείδησιν, των δε πεπαιδευμένων εκ της αναποφεύκτου και ισχυροτάτης επηρείας των ελληνικών γραμμάτων και του μεγάλου πολιτισμού ον εσπούδασαν. Είναι αξιοσημείωτον ότι οι τελευταίοι, πάντες ανεξαιρέτως, φρονούσι μετά πεποιθήσεως ότι είναι ουχί Έλληνες την καταγωγήν αλλ’ Αλβανοί. Η σωβινιστική πολιτεία του προκατόχου εν Αλβανία καθεστώτος και η εκδηλωθείσα παρά των αλβανιστών χριστιανών και ιδιαίτατα παρά των εξ Αμερικής ελθόντων ενταύθα τοιούτων λύσσα κατά παντός ελληνικού δεν κατώρθωσαν ή να εξάψουν έτι μάλλον τα ελληνικά αισθήματα των ελληνοφρόνων (γρεκομάνων αποκαλουμένων ενταύθα) και δεν επετεύχθη διά της πλήρους καταργήσεως της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσης ή η εν τω κρυπτώ λατρεία αυτής. Η μητρική γλώσσα πάντων των αυτοχθόνων Κορυτσαίων είναι η αλβανική, η γλώσσα αυτή και μόνον – ως ανέκαθεν άλλως τε- ακούεται εις τας οδούς, τα νεώτερα παιδία αγνοούν τελείως την γλώσσαν μας διότι από πολλού δεν υφίστανται ελληνικά σχολεία, εις τους ορθοδόξους ναούς της πόλεως ταύτης αλβανιστί τελείται η Λειτουργία και αναγινώσκεται το Ευαγγέλιον (πλην ελαχίστων ύμνων και άλλων μερών της Λειτουργίας) και εν τούτοις, εις τα μύχια των ελληνοφρόνων Κορυτσαίων και περιέργως έτι φανατικώτερον εις τας γυναίκας και παιδία, πάλλει ψυχή ελληνική. Αν ερωτήσετε καθ’οδόν οιονδήποτε μείρα καενταύθα, και τους έχοντας ακόμη γονείς αλβανιστάς, αν είναι Έλλην ή Αλβανός, θα σας δηλώση ανενδοιάστως ότι είναι Έλλην. Έσχον αλλεπαλλήλους και συγκινητικάς εκδηλώσεις Κορυτσαίων, παρά τον φόβον – δίκαιον άλλως τε- μη εκτεθώσι απέναντι των αλβανιστών ορθοδόξων ή των Τουρκαλβανών, και προσήλθον εις το Προξενείον πολλοί χωρικοί των πέριξ χωρίων, οι οποίοι μετά καταφανούς συγκινήσεως εξέφρασαν τον ενθουσιασμόν των διά την ίδρυσιν του Προξενείου.”
Για την κατάσταση των αλβανοφώνων χριστιανών στην Αλβανία και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Κορυτσάς (αρχες 20ου αιώνα):
Στη συνέχεια, ο Γκίνης κάνει μια καταγραφή της κατάστασης των αλβανόφωνων χριστιανών στη Βόρειο Ήπειρο: [...] Στο Βεράτιο και στην Αυλώνα η δράση των αλβανιστών είναι έντονη. Στην Κορυτσά, από τις 2.000 ορθόδοξες οικογένειες, αλβανίζουν 10-15, καθώς και περίπου 60-80 μεμονωμένα άτομα, τα οποία έχουν έρθει από Ρουμανία και Αμερική. Για την περιοχή πέριξ της Κορυτσάς αναφέρει: «Μοσχόπολις: Οικογένειες 300 από τις οποίες 250 αλβανόφωνες και 50 βλαχόφωνες, από τις οποίες 5-6 ρουμανίζουν, ενώ όλος ο άλλος πληθυσμός εμμένει στον Ελληνισμό. Βυθικούκι: οικογένειες 120 από τις οποίες 100 αλβανόφωνες και 20 βλαχόφωνες. Ρουμανίζουν 10 ενώ όλες οι άλλες εμμένουν στον Ελληνισμό.
«Με αφορμή τα κύρια αιτήματα των Αλβανών κατά την εξέγερση του 1911 (ίδρυση αλβανικών σχολείων, χρήση αλβανικής γλώσσας με λατινικούς χαρακτήρες, εισαγωγή της αλβανικής στα αλβανικά σχολεία, διορισμός Αλβανών γενικών διοικητών στα τέσσερα βιλαέτια της Ευρωπαϊκής Τουρκίας) ο ελληνισμός της Ηπείρου αντέδρασε ζωηρότατα[...]. Οι συνθήκες για την προσέγγιση των δύο εθνοτήτων όχι μόνο δεν ήταν πρόσφορες αλλά ήδη το νέο κίνημα των Αλβανών είχε αναζωπυρώσει την αλβανική ανταρτική δράση, είχε πολλαπλασιάσει τις βιαιοπραγίες και τις δολοφονίες σε βάρος του ελληνικού στοιχείου και είχε εδραιώσει τις μεγαλοϊδεατικές θέσεις των σωβινιστών Αλβανών[...]. Τα σκληρότερα αντίποινα υπέστη κατά την εποχή εκείνη το αλβανόφωνο ελληνικό στοιχείο, το οποίο πιεζόταν αφόρητα από τα ένοπλα αλβανικά σώματα για την πληρωμή υποχρεωτικών εισφορών και την καταναγκαστική στρατολόγησή του και απειλούνταν σοβαρά η σωματική ακεραιότητά του εφόσον αρνούνταν να υπογράψει σχετικές αιτήσεις με σκοπό την εφαρμογή των υπεσχημένων παραχωρήσεων από την Πύλη στους Αλβανούς». Από τη βία αυτή δεν γλίτωσε ούτε το Βιθκούκι, ειδικά κατά τη διάρκεια των εκλογών του 1912: «Το σκηνικό επαναλήφθηκε σε πολύ χειρότερο βαθμό την άνοιξη του 1912, όταν η βία που ασκήθηκε και η νοθεία που επιβλήθηκε, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο καθώς ο στρατός και η χωροφυλακή είχαν σχεδιάσει ολόκληρο πρόγραμμα ελαχιστοποίησης της αριθμητικής ισχύος των μη μουσουλμανικών-τουρκικών πληθυσμών. Συχνά μάλιστα παρουσιάστηκε το φαινόμενο όπως π.χ. στα εκλογικά τμήματα του καζά της Κοριτσάς (Χόστιτσα, Μοσχόπολη, Βοβοστίτσα και Βυθικούκι) όπου υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο, να ψηφίζουν οι Τούρκοι πολύ περισσότερες φορές από μία».
Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο τον Αύγουστο του 1912. Οι Αλβανοί εθνικιστές είχαν στραφεί εναντίον των Ελλήνων επιβάλλοντας καταναγκαστικές εισφορές, πραγματοποιώντας εξονυχιστικές έρευνες στα ελληνικά σπίτια, ασκώντας αφόρητες πιέσεις για την εισαγωγή της αλβανικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία, αποβλέποντας με κάθε τρόπο στην αποτίναξη της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου και στη δημιουργία ανεξάρτητης αλβανικής Εκκλησίας. Ειδικά το τελευταίο, οι ορθόδοξοι αλβανόφωνοι δεν το δέχονταν και ένιωθαν ως κατάλυση της ταυτότητάς τους την υιοθέτηση της ιδεολογίας του αλβανικού εθνικισμού. Οι Αλβανοί εθνικιστές με τη χρήση βίας προσπάθησαν να μεταβάλουν τη συνείδηση των αλβανοφώνων ορθοδόξων, ωστόσο μόλις ένα 10% από αυτούς και έπειτα από ένα απίστευτο κύμα βίας υπέκυψε και υπέγραψε αναφορές προς τον Σουλτάνο με τις οποίες ζητούσε να δικαιωθούν τα αλβανικά αιτήματα. Τον Σεπτέμβριο του 1912, η οθωμανική εξουσία προσπαθώντας να κατευνάσει την αναταραχή στην Αλβανία, αποδέχτηκε τα αλβανικά αιτήματα και έτσι διορίστηκαν Αλβανοί διοικητές στα βιλαέτια Ιωαννίνων και Μοναστηρίου, στα σαντζάκια και στους καζάδες, στην χωροφυλακή και στην αστυνομία. Οι Έλληνες της περιοχής αλλά και η ελληνική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκαν, χωρίς αποτέλεσμα: «Απεναντίας άρχισε σταδιακά η διαδικασία εξαλβανισμού των ελληνικών πληθυσμών του βιλαετίου Ιωαννίνων. Οι χωροφύλακες, άλλοτε κακοποιοί και ληστές, οργανωμένοι κατά ομάδες, συνεργάζονταν με τις αλβανικές ληστρικές συμμορίες και εκβίαζαν τους αλβανόφωνους και βλαχόφωνους Έλληνες να ομολογήσουν με την απειλή του θανάτου ότι ήταν Αλβανοί».
Κ.Βακαλόπουλος, Ιστορία του βόρειου ελληνισμού, Ήπειρος, ό.π.
Ο Βενιζέλος, εν μέσω μεγάλων πολιτικών αντιπαραθέσεων, δέχτηκε τον εκβιασμό των συμμάχων και έτσι με βάση το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17.12.1913) οι πόλεις της Κορυτσάς, του Αργυροκάστρου, του Δελβίνου, του Λεσκοβικίου, των Αγίων Σαράντα, της Μοσχοπόλεως, της Χειμάρρας και του Πωγωνίου κατακυρώθηκαν στην Αλβανία. Η Ελλάδα εκκένωσε στρατιωτικά την περιοχή της Βορείου Ηπείρου ζητώντας παράλληλα εγγυήσεις για τη γλώσσα, τη θρησκεία και την περιουσία των Ελλήνων. Οι Αλβανοί εθνικιστές δεν άργησαν να ασκήσουν τρομοκρατία εναντίον των Ελλήνων:
«Στη μητροπολιτική περιφέρεια Κορυτσάς η κατάσταση είναι έκρυθμη εκτός της προετοιμασίας των ενόπλων τμημάτων, οι επιτροπές Κορυτσαίων και τα υπομνήματα διαμαρτυριών αποστέλλονται παντού (κυβερνήσεις κρατών, Διεθνείς επιτροπές). Δεν άργησε να φανή η αλβανική τρομοκρατία και στις 12-1-1914 ο λήσταρχος Σαλή Μπούτκα χτυπά στο χωριό Βυθκούκι και στις 17-1-1914 άλλη ομάδα ενόπλων Αλβανών κτυπά πάλι το Βυθκούκι».
Καρακίτσιος, ό.π., σ.260
Απο τις περιοχές αυτές προέρχονται και οι Αρβανίτες της Θράκης.Στη «Διακήρυξη των Βορειοηπειρωτών των επαρχιών της Κορυτσάς και της Κολώνιας» η οποία εκδόθηκε από την «Πανηπειρωτική Ένωση Αμερικής» τον Μάιο του 1919 και ζητούσε ένωση των περιοχών αυτών με την Ελλάδα, υπέγραφαν και αρκετοί κάτοικοι του Βιθκουκίου, της Κιουτέζας και του Κιάφσεζ που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική. Από τις υπογραφές βλέπουμε ότι οι μετανάστες από το Κιάφσεζ βρίσκονταν στην Πενσυλβάνια και συγκεκριμένα στην Φιλαδέλφεια, οικογένειες από την Κιουτέζα υπογράφουν από το Ντητρόιτ του Μίσιγκαν, ενώ οι υπογράφοντες από το Βιθκούκι είναι διάσπαρτοι.
Για τη μειοψηφία των αλβανοφρονων της Κορυτσάς (1924):
Οι εκ των ορθοδόξων αλβανισταί ή, ως αποκαλούνται εν Αλβανία, εθνικόφρονες, περιεργοτάτην παρουσιάζουσι ψυχολογίαν. Πεπαιδευμένοι άπαντες, κάτοιχοι οι πλείστοι τουλάχιστον της ελληνικής γλώσσης, άτε απόφοιτοι του ενταύθα ελληνικού γυμνασίου, όπερ ήν αρτίως κατηρτισμένον, ή των διαφόρων σχολών του ημετέρου Πανεπιστημίου, και έχοντες άλλος μεν αδελφόν, άλλος δε υιόν και άλλος έτερον στενόν συγγενή αξιωματικόν εν τω ελληνικώ στρατώ ή ετέραν εμπιστευτικήν κατέχοντα θέσιν εν Ελλάδι, δεν επηρεάσθησαν υπό της ελληνικής παιδείας και του τα πάντα εξελληνίζοντος ελληνικού περιβάλλοντος, εν μέσω του οποίου επί πολλά εβίωσαν έτη, ή διά να συλλάβωσι την χιμαιρικήν ιδέαν της ιδρύσεως μεγάλου Αλβανικού Κράτους και διά να καταπολεμήσωσιν αγρίως την γαλουχήσασαν αυτούς θείαν γλώσσαν. Είναι γεγονός ότι πολλοί των αλβανιστών τούτων, ιδίως δε των εξ Αμερικής ελθόντων και ονειρευθέντων να καταλάβωσι σπουδαίας εν Αλβανία διοικητικάς θέσεις, έχουσι μεταμεληθή ειλικρινώς διά τους αγώνας αυτών υπέρ της δημιουργίας αλβανικής πατρίδος, καθότι ουδέποτε εφαντάζοντο ότι τοσούτον θα παρηγκωνίζοντο υπό μουσουλμάνων ομοφύλων των. Εν τη πόλει της Κορυτσάς και εις τας υποκειμένας εν τη Νομαρχία Κορυτσάς τρεις υποιδιοικήσεις, Βιγλίστης, Κολωνίας και Μπογραδέτς, ουδείς χριστιανός είναι υποδιοικητής ή δικαστής ή και απλούς χωροφύλαξ. Παρά χριστιανών κατέχονται ελάχισται ασήμαντοι διοικητικοί θέσεις και μία μόνον ειρηνοδίκου, κατά τας μέχρι τούδε πληροφορίας μου. Οι μεταμεληθέντες ούτοι αλβανισταί έχω την εντύπωσιν ότι, αποστέργοντες τελείως την μετά των Τουρκαλβανών συμβίωσιν και την διατήρησιν κοινού μετ’ αυτών Κράτους, ρέπουσιν ισχυρώς προς την ιδέαν της αυτονομήσεως της Νοτίου Αλβανίας.

