Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΙV ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ
http://army.gr/sites/default/files/mag_20111001.pdf
σελ. 24 - 43
Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, Νομικός-Διεθνολόγος, Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο Ελληνικός Στρατός είχε οργανωθεί σε δύο μεραρχίες. Πιο συγκεκριμένα, την 26η Ιανουαρίου 1877, ψηφίστηκε ο νόμος ΧΚΕ΄, βάσει του οποίου οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις οργανώνονταν σε δύο μεραρχίες, τη
«Μεραρχία Στερεάς Ελλάδος» και τη
«Μεραρχία Πελοποννήσου». Η πρώτη μονάδα αποτελείτο από την 1η και τη 2η Ταξιαρχίες και έδρευε στην Αθήνα. Η δεύτερη μεραρχία αποτελείτο από την 3η και την 4η Ταξιαρχίες και έδρευε στην Πάτρα. Η κάθε ταξιαρχία αποτελείτο από δύο συντάγματα. Αργότερα, το σύστημα αυτό αναδιαρθρώθηκε, καθώς εθεωρήθη μη λειτουργικό. Τότε, οι δύο μεραρχίες διαλύθηκαν και οι τέσσερις ταξιαρχίες ανεδείχθησαν σε αυτοδύναμες μονάδες, υπαγόμενες απευθείας στο Αρχηγείο Στρατού. Σημειωτέον ότι είχε καθιερωθεί η καθολική στρατολογία, με τον νόμο ΨΙΣΤ΄, του Νοεμβρίου 1878 . Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, όλοι οι Έλληνες πολίτες ηλικίας από 20 έως 40 ετών όφειλαν να υπηρετήσουν αυτοπροσώπως στον στρατό. Εξαιρούντο μόνον όσοι ήταν ανίκανοι σωματικώς, όσοι είχαν καταδικαστεί για την τέλεση εγκλημάτων και όσοι είχαν στερηθεί των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο τού 1897, η Ι Μεραρχία έδρευε στη Λάρισα και τελούσε υπό τις διαταγές του Υποστρατήγου Νικολάου Μακρή, ενώ η έδρα της ΙΙ Μεραρχίας ευρίσκετο στα Τρίκαλα και διοικητής της ήταν ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Μαυρομιχάλης. Η Ι Ταξιαρχία ήταν εγκατεστημένη στη Λάρισα και επικεφαλής της ήταν ο Συνταγματάρχης Ι. Δημόπουλος. Η ΙΙ ευρίσκετο στον Τύρναβο και τελούσε υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Χ. Μαστραπά, ενώ η ΙΙΙ Ταξιαρχία ήταν εγκατεστημένη στην ευρύτερη περιοχή Ζάρκου-Ρεβενίου. Επικεφαλής της τελευταίας ήταν διαδοχικώς οι Συνταγματάρχες Γ. Κακλαμάνος και
Κων. Σμολένσκης. Η IV Ταξιαρχία ήταν στη θέση Αλήφακα ( σημερινό χωριό Κάστρο Λαρίσης ) και τελούσε υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Μάρκου Αντωνιάδη. Λίγο προ της ενάρξεως του πολέμου, εσχηματίσθη και μία άλλη ταξιαρχία, τη διοίκηση της οποίας ανέλαβε ο προαναφερθείς Συνταγματάρχης Κακλαμάνος.
Μετά τη λήξη του πολέμου αυτού (η έκβαση του οποίου δεν υπήρξε ευνοϊκή για τα ελληνικά όπλα), έλαβε χώρα μία νέα αναδιάρθρωση του Ελληνικού Στρατού. Το 1903, ψηφίστηκε ο νόμος ΒΠΟΖ΄, σύμφωνα με τον οποίο συνεκροτούντο εκ νέου μεραρχίες. Δημιουργήθηκαν, λοιπόν, τρεις μεραρχίες, ήτοι: η 1η με έδρα τη Λάρισα, η 2α με έδρα την Αθήνα και η 3η με έδρα το Μεσολόγγι. Κατά τα αμέσως προσεχή έτη, ο στρατός εξοπλίσθη με νέα όπλα, μερίμνη του πρωθυπουργού
Γεωργίου Θεοτόκη . Πιο συγκεκριμένα, παρηγγέλθησαν 100.000 τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 αραβίδες Μάνλιχερ, 10 πυροβολαρχίες ταχυβόλων και 36.000.000 φυσίγγια νέου τυφεκίου, ενώ ελήφθησαν συγκεκριμένα μέτρα και για την ενίσχυση του ναυτικού. Τον Αύγουστο του 1909, έλαβε χώρα το κίνημα στο Γουδί και κατά την προσεχή περίοδο, προχώρησε έτι περαιτέρω ο εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων. Το 1912, συνετάχθη ένας νέος οργανισμός, σύμφωνα με τον οποίο συνεκροτούντο 4 μεραρχίες, 6 τάγματα ευζώνων, 3 συντάγματα ιππικού και 2 συντάγματα μηχανικού. Η κάθε μεραρχία θα αποτελείτο από 3 συντάγματα πεζικού και 1 σύνταγμα πεδινού πυροβολικού των τριών μοιρών. Την 7η Ιανουαρίου 1912, λοιπόν, απεφασίσθη η συγκρότηση μίας
τετάρτης μεραρχίας με έδρα το Ναύπλιο, η οποία θα βασιζόταν στο τριαδικό σύστημα. Υπό τη μονάδα αυτή, υπήχθησαν το 8ο Σύνταγμα Πεζικού (το οποίο έδρευε στο Ναύπλιο), το 9ο Σύνταγμα Πεζικού (με έδρα την Καλαμάτα), το 11ο Σύνταγμα Πεζικού (το οποίο έδρευε στην Τρίπολη), το 4ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού (με έδρα την Αθήνα) καθώς και τα 10ο , 11ο και 12ο Στρατολογικά Διαμερίσματα. Η διοίκηση της νέας μονάδος ανετέθη στον Υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μοσχόπουλο.
Την 25η Σεπτεμβρίου / 8η Οκτωβρίου 1912, το Μαυροβούνιο εκήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πέντε ημέρες μετά, οι κυβερνήσεις της Βουλγαρίας, της Ελλάδος και της Σερβίας επέδωσαν μία τελεσιγραφική διακοίνωση προς την Υψηλή Πύλη. Το κείμενο είχε προπαρασκευασθεί στο Βελιγράδι και εμπεριείχε τρεις αξιώσεις: πρώτον, την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στις ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας, με βάση το άρθρο 23 της Συνθήκης του Βερολίνου, δεύτερον την υπαγωγή του ελέγχου της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στις Μεγάλες Δυνάμεις και τρίτον την επίσημη δήλωση της Υψηλής Πύλης περί αποδοχής των προαναφερθέντων όρων, οι οποίοι θα ετίθεντο σε εφαρμογή το αργότερο έως τον Μάρτιο του 1913. Τέλος, απαιτήθηκε η ανάκληση του διατάγματος της επιστρατεύσεως, ως απόδειξη της καλής προαιρέσεως της οθωμανικής κυβερνήσεως.
Η Υψηλή Πύλη απαξίωσε να απαντήσει, καθώς εθεώρησε τη διακοίνωση αυτή επέμβαση στις εσωτερικές της υποθέσεις. Επιπλέον, προχώρησε στην ανάκληση των πρεσβευτών της από τρεις βαλκανικές πρωτεύουσες, την 4η /17η Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα,
οι Οθωμανοί κατέβαλαν προσπάθεια να διασπάσουν τη βαλκανική συμμαχία, προσεγγίζοντας την Ελλάδα. Η προσπάθειά τους απέτυχε και κατά τις προσεχείς ημέρες ξέσπασε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος.
Το σχέδιο επιστρατεύσεως προέβλεπε ότι η IV Μεραρχία θα υπαγόταν στο Β΄ Σώμα Στρατού. Αυτό είχε έδρα στην Πάτρα. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της επιστρατεύσεως, όλες οι μονάδες της μεραρχίας κατευθύνθηκαν το ταχύτερο προς το μέτωπο και έλαβαν μέρος στην καθοριστική μάχη του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου). Η φύσει οχυρά αυτή θέση είχε ενισχυθεί από τους Οθωμανούς
με τη βοήθεια ξένων αξιωματικών. Προς τούτο, η επιτυχία του Ελληνικού Στρατού προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους ευρωπαϊκούς στρατιωτικούς κύκλους. Η συνεισφορά τής συγκεκριμένης μεραρχίας στην τελική έκ βαση της μάχης υπήρξε πολύ σημαντική, καθώς οι άνδρες της εξετέλεσαν με ακρίβεια έναν υπερκερωτικό ελιγμό από δυσμάς. Ο εχθρός εξηναγκάσθη σε υποχώρηση για να αποφύγει την περικύκλωση, δεν κατάφερε, όμως, να ανασυγκροτηθεί, καθώς τελούσε υπό συνεχή πίεση από τα ημέτερα τμήματα. Οι άνδρες της μονάδος εκμεταλλεύτηκαν την επικράτησή τους στο Σαραντάπορο και κατεδίωξαν τους Οθωμανούς δια της αμαξιτής οδού προς τα Σέρβια. Οι εχθρικές δυνάμεις εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης το σύνολο των νεκρών και των τραυματιών τους, ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού τους καθώς και
τη σημαία του τάγματος της Δράμας ! Η μάχη υπήρξε φονική και η IV Μεραρχία απώλεσε 15 νεκρούς (εκ των οποίων 2 ήταν αξιωματικοί) και 62 τραυματίες (1 αξιωματικός και 61 οπλίτες). Ακολούθως, τμήματα της μονάδος κατάφεραν να καταλάβουν άθικτη τη γέφυρα Σερβίων-Κοζάνης, γεγονός που τους επέτρεψε να κινηθούν ταχύτατα προς τα Γιαννιτσά. Η IV Μεραρχία συμμετείχε στη μάχη που έλαβε χώρα στα περίχωρα της πόλεως αυτής. Κατ’ ουσίαν, η έκβασή της έκρινε την τύχη της Θεσσαλονίκης. Αρχικώς, οι άνδρες της προήλασαν μέχρι το χωριό Άγιος Γεώργιος και κατόπιν κατέλαβαν το χωριό Παλαιό. Εν συνεχεία, εκινήθησαν προς τα Γιαννιτσά και επετέθησαν κατά της κυρίας τοποθεσίας αντιστάσεως των Τούρκων.
Σημειωτέον ότι το Γενικό Στρατηγείο είχε αποφασίσει την εκδήλωση συντονισμένης επιθέσεως από το σύνολο των ανδρών της Στρατιάς Θεσσαλίας, γεγονός δηλωτικό του ενδιαφέροντος που αποδιδόταν στην κατάληψη της συγκεκριμένης πόλεως (δηλαδή της Θεσσαλονίκης).
Η μάχη ξεκίνησε την 18η Οκτωβρίου και διήρκεσε επί τριήμερο. Η έκβασή της υπήρξε απολύτως θετική για τις ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες κατόρθωσαν να επικρατήσουν των Τούρκων για δεύτερη συνεχόμενη φορά, εντός ολίγων ημερών. Οι άνδρες της συγκεκριμένης μεραρχίας επέδειξαν απαράμιλλο θάρρος και ανδρεία και κατά τη συγκεκριμένη μάχη, καταβάλλοντας βαρύ φόρο αίματος. Πιο συγκεκριμένα, οι απώλειες της IV Mεραρχίας ανήλθαν σε 87 νεκρούς (εκ των οποίων 4 ήταν αξιωματικοί) και 307 τραυματίες (14 αξιωματικοί και 293 οπλίτες). Κατά τις προσεχείς ημέρες, ο Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού (Διάδοχος Κωνσταντίνος) διέταξε την ανάπαυση και την ανασυγκρότηση της μονάδος, οι άνδρες της οποίας μετεφέρθησαν στη Θεσσαλονίκη περί τα τέλη Νοεμβρίου. Εκεί, παρέμειναν επί αρκετές ημέρες, καθώς το μέτωπο στη Μακεδονία είχε σταθεροποιηθεί.
Το «ατύχημα» της V Mεραρχίας στο Αμύνταιο (την 24η Οκτωβρίου / 6η Νοεμβρίου) έδωσε τη δυνατότητα στους Σέρβους να εισέλθουν πρώτοι στο Μοναστήρι, ενώ στα ανατολικά οι Τούρκοι είχαν συντριβεί από τους Βουλγάρους.
Αντιθέτως, η εκστρατεία στην Ήπειρο συνεχιζόταν, καθώς δεν είχε επιτευχθεί ο μείζων στόχος της απελευθερώσεως των Ιωαννίνων. Οι Τούρκοι πολεμούσαν με πείσμα,
ανεφοδιαζόμενοι από τους Αλβανούς. Η απελευθέρωση της πόλεως αυτής, όμως, αποτελούσε διακαή πόθο του Αρχιστρατήγου και όλων των αξιωματικών, οι οποίοι έφεραν βαρέως την απώλεια της ελληνικότατης πόλεως του Μοναστηρίου.( Στο Μοναστήρι διαβιούσαν περίπου 14.000 Έλληνες πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η πόλη και η ευρύτερη περιοχή είχαν βρεθεί στο επίκεντρο των συγκρούσεων κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Οι Έλληνες κάτοικοι είχαν υποφέρει από τους Κομιτατζήδες και ανέμεναν με ανυπομονησία την απελευθέρωσή τους από τον Ελληνικό Στρατό. Δυστυχώς, το Μοναστήρι περιήλθε υπό την κατοχή του σερβικού στρατού και πολλοί κάτοικοί του εκπατρίστηκαν απογοητευμένοι ). Την ιδία ώρα, η Σόφια είχε ξεκινήσει παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ανακωχής. Η Αθήνα υπέβαλε συγκεκριμένους όρους, οι οποίοι συνίσταντο στην παραχώρηση στα Συμμαχικά κράτη:
α. όλων των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (πλην της Κωνσταντινουπόλεως και της ζώνης, που την προστατεύει),
β. των νήσων του Αιγαίου Πελάγους και
γ. της Κρήτης.
Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση εζήτησε την παράταση του αποκλεισμού των παραλίων της Αδριατικής και τη διατήρηση του δικαιώματος της νηοψίας όσων πλοίων έπλεαν στην περιοχή από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό.
Οι όροι αυτοί δεν έγιναν αποδεκτοί και η Ελλάδα δεν υπέγραψε την ανακωχή με τους Οθωμανούς. Αυτή υπεγράφη από τους Βουλγάρους εκ μέρους και των άλλων δύο κρατών (Μαυροβουνίου και Σερβίας), στην Τσατάλτζα, την 20η Νοεμβρίου /3η Δεκεμβρίου. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, ευφυώς πράττουσα, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν στο Λονδίνο για τη συνομολόγηση της ειρήνης. Εκεί, θα ελάμβαναν χώρα κατ’ ουσίαν δύο συνδιασκέψεις, μία των αντιμαχομένων και μία των Μεγάλων Δυνάμεων, που συγκροτούσαν την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη . ( Η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη υφίστατο ήδη από τον 19ο αιώνα και αποτελούσε ένα κοινά αποδεκτό διπλωματικό forum για τη συζήτηση και την επίλυση των διακρατικών διαφορών ).Μάλιστα, επικεφαλής της πολυμελούς ελληνικής αντιπροσωπείας ετέθη ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η πολιτική αυτή απεδείχθη απολύτως επιτυχής, καθώς σύντομα κατέστη εμφανές ότι οι διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο καρκινοβατούσαν και θα κατέληγαν σε αδιέξοδο. Από τα τέλη Δεκεμβρίου του 1912, η Αθήνα συγκέντρωνε ισχυρές δυνάμεις στην Ήπειρο, απελευθερώνοντας με τα όπλα μεγάλες περιοχές με τελικό στόχο τα Ιωάννινα. Η IV Μεραρχία ανεχώρησε ατμοπλοϊκώς από τη Θεσσαλονίκη, κατά το διήμερο 10-11 Δεκεμβρίου. Ύστερα από ένα
εικοσαήμερο κοπιαστικό ταξίδι, έφθασε στην Πρέβεζα, η οποία είχε ήδη απελευθερωθεί από τα μέσα Οκτωβρίου. Από τις αρχές Νοεμβρίου, τμήματα της μεραρχίας συμμετείχαν στις μάχες στο Ηπειρωτικό μέτωπο. Τον Φεβρουάριο, το επιτελείο εκπόνησε ένα ευφυέστατο σχέδιο, το οποίο συνίστατο στην παραπλάνηση του εχθρού. Οι Τούρκοι έμειναν με την εντύπωση ότι η κύρια επίθεση θα διεξαγόταν προς την κατεύθυνση Καστρίτσα-Κοτσελιό-Μπιζάνι. Αντιθέτως, ο Αρχιστράτηγος διέταξε τη συγκέντρωση με πλήρη μυστικότητα των ελληνικών δυνάμεων προς τη δυτική πλευρά της αμυντικής διατάξεως του εχθρού. Προς εξασφάλιση της ταχύτητος της ενεργείας, ώστε να προληφθεί πάσα αναδιάταξη των εχθρικών δυνάμεων, ο Κωνσταντίνος διέθεσε για τη μάζα ελιγμού 23 από τα 39 ελληνικά τάγματα. Άφησε δε μόνον 16 για την άμυνα του υπολοίπου μετώπου, εφαρμόζοντας με τόλμη την
αρχή της οικονομίας δυνάμεων. Κύριος στόχος του ευφυούς αυτού σχεδίου ήταν η απόκτηση μεγάλης υπεροχής στη μάζα ελιγμού, ούτως ώστε να επιτευχθεί ο τακτικός αιφνιδιασμός των Τούρκων και η πλήρης ανατροπή του δυτικού τους μετώπου. Η εξέλιξη αυτή θα παρέλυε την αντίδραση του εχθρού και θα εκλόνιζε όλη την παράταξή του. Ο ελιγμός αυτός εξετελέστη με ακρίβεια από τις ελληνικές δυνάμεις και επέφερε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Δημιουργήθηκε ρήγμα στην τουρκική διάταξη και ο εχθρός άρχισε να υποχωρεί ατάκτως, μεταδίδοντας τον πανικό του και στις υπόλοιπες μονάδες. Σύντομα, ο επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων Εσάτ Πασάς εξηναγκάσθη να ζητήσει την κατάπαυση του πυρός. Το πρωΐ της 21ης Φεβρουαρίου 1913, οι μάχες έληξαν και τα Ιωάννινα απελευθερώθηκαν. Μετά την πρωτεύουσα της Ηπείρου, απελευθερώθησαν το Λεσκοβίκι, η Κόνιτσα, η Πρεμετή, η Κλεισούρα, οι Άγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και το Τεπελένι . ( Η Χειμάρρα είχε ήδη απελευθερωθεί από Έλληνες εθελοντές με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη της Χωροφυλακής (και ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα) Σπύρο Σπυρομίλιο από τον προηγούμενο Νοέμβριο ) .Η συγκεκριμένη μονάδα, όμως, υπέστη βαρύτατες απώλειες και κατά τη διάρκεια των μαχών στο Ηπειρωτικό μέτωπο. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των νεκρών έφθασε τους 30 και των τραυματιών τους 272.
Στο Λονδίνο, η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη κατέληξε σε ένα προκαταρκτικό κείμενο, το οποίο απεδέχθησαν τελικώς όλοι οι εμπόλεμοι πλην της Ελλάδος. Η Αθήνα δεν ήταν ευχαριστημένη από την
ασάφεια που υπήρχε για το
καθεστώς των νήσων του Αιγαίου. Επιπλέον, οι Έλληνες ένιωθαν απογοητευμένοι επειδή το νεοσύστατο κράτος των Αλβανών (οι ηγέτες των οποίων είχαν ταχθεί στο πλευρό των ηττημένων Οθωμανών) απέκτησε μεγάλες εδαφικές περιοχές της βορείου Ηπείρου, κατοικούμενες κατά συντριπτικό ποσοστό από ελληνικούς πληθυσμούς. Τελικώς, όμως, και ύστερα από πολλές αμφιταλαντεύσεις η ελληνική κυβέρνηση υπεχώρησε και η συνθήκη ειρήνης υπεγράφη, την 17η/ 30η Μαΐου 1913. Εντούτοις, η κατάσταση στη Βαλκανική παρέμεινε τεταμένη καθώς τόσο οι Βούλγαροι (κυρίως) όσο και οι Σέρβοι (δευτερευόντως) δεν ήταν ευχαριστημένοι. Κυρίως οι πρώτοι εδήλωναν σε όλους τους τόνους ότι είχαν λάβει ελάχιστα εδάφη εν συγκρίσει με τη
συνεισφορά τους στην κοινή προσπάθεια. Οι αιτιάσεις της Σόφιας προκάλεσαν την αντίδραση των Αθηνών και του Βελιγραδίου. Η κατάσταση επιδεινώθηκε έτι περαιτέρω, εξαιτίας της συμπεριφοράς των Βουλγάρων στρατιωτών έναντι του ντόπιου πληθυσμού στις απελευθερωθείσες από αυτούς περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να εκτονώσει την κρίση δια της διπλωματικής οδού, δίχως επιτυχία. Σύντομα, δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ των βουλγαρικών στρατευμάτων και των αντίστοιχων ελληνικών στη Μακεδονία. Επίσης, προστριβές εσημειώθησαν μεταξύ των Βουλγάρων και των Σέρβων, γεγονός που οδήγησε σε αναγκαστική σύμπλευση την Αθήνα και το Βελιγράδι.
Το βράδυ της 16ης προς 17η Ιουνίου, βουλγαρικά στρατεύματα επετέθησαν αιφνιδιαστικά εναντίον όσων ελληνικών στρατευμάτων ευρίσκοντο στις Ελευθερές, το Βέρτισκο, την Καλλινδρία και το Καρασούλι. Επίσης, οι Βούλγαροι επετέθησαν και εναντίον των σερβικών δυνάμεων, οι οποίες ήταν εγκατεστημένες κατά μήκος του ποταμού Αξιού. Σημειωτέον ότι
δεν είχε προηγηθεί επίσημη κήρυξη πολέμου από τη Σόφια. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός. Αρχικώς, η ελληνική προφυλακή αναδιπλώθηκε, επιβραδύνοντας την επίθεση του εχθρού και το βράδυ της ιδίας ημέρας ανεχώρησε συνταγμένη για τη Θάσο. Το επόμενο πρωί, ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε το λιμάνι των Ελευθερών. Η βουλγαρική επίθεση εναντίον των ελληνικών θέσεων εκφυλίστηκε, ενώ σύντομα τα ημέτερα τμήματα εκκαθάρισαν τη Θεσσαλονίκη από τα εχθρικά στρατεύματα. Την 18η Ιουνίου / 1η Ιουλίου, ο Βασιλεύς πλέον Κωνσταντίνος - την 5η / 18η Μαρτίου, δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Βασιλεύς Γεώργιος - έφθασε στη Θεσσαλονίκη και απεφάσισε να επιτεθεί στον εχθρό, για να αποτρέψει την πιθανή συγκέντρωση της βουλγαρικής στρατιάς στο Κιλκίς, όπου είχαν ήδη κατασκευαστεί ισχυρά οχυρωματικά έργα. Το προσεχές τριήμερο, έλαβε χώρα η
αιματηρή μάχη Κιλκίς-Λαχανά, η οποία έληξε νικηφόρα για τα ελληνικά στρατεύματα. Οι άνδρες της IV Μεραρχίας συνετέλεσαν καθοριστικά στη νίκη.
Πάντως, η μονάδα κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του πυρός, έχοντας συνολικά 500 άνδρες εκτός μάχης! Οι αξιωματικοί και οι οπλίτες της ξεπέρασαν τα όριά τους, καταδιώκοντας τον εχθρό μέχρι το χωριό Τέρπυλος.
Η νίκη του Ελληνικού Στρατού στη μάχη του Κιλκίς - Λαχανά ήταν μεγίστης σημασίας, καθώς διεσφάλισε τη Θεσσαλονίκη. Έκτοτε, ο αγών έπαψε να είναι αμυντικός και μετετράπη σε απελευθερωτικό.
Τα τμήματα της συγκεκριμένης μεραρχίας, δίχως να αναπαυθούν, επετέθησαν με απαράμιλλο σθένος εκ νέου εναντίον του εχθρού, λαμβάνοντας μέρος στη διήμερη μάχη της Δοϊράνης (22-23 Ιουνίου). Την 24η Ιουνίου, έφθασαν στο παλαιό Τριεθνές (ύψωμα 1494), επί του όρους Μπέλες και δύο ημέρες αργότερα αντιμετώπισαν τους υποχωρούντες Βουλγάρους και τους διέλυσαν, κυριεύοντας, μεταξύ άλλων, 6 πολυβόλα. Την 27η Ιουνίου, η IV Μεραρχία εστράφη εναντίον μίας άλλης εχθρικής φάλαγγας, η οποία κινείτο επί της οδού Στρωμνίτσης-Πετριτσίου. Η μάχη ήταν αμφίρροπη, καθώς οι Βούλγαροι διέθεταν αρκετά οχήματα και πυροβολικό. Μολαταύτα, οι Έλληνες κατέβαλαν την εχθρική αντίσταση, διασκορπίζοντας τον εχθρό. Σημειωτέον ότι στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν πολλά λάφυρα (όπως 18 πυροβόλα και 200 οχήματα), ενώ συνελήφθησαν και 100 περίπου αιχμάλωτοι.
Κατόπιν, η IV Μεραρχία συμμετείχε στη μάχη της Κρέσνας (την 5η Ιουλίου). Το βουλγαρικό επιτελείο είχε προλάβει να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και διέταξε την υπεράσπιση «παντί τρόπω» της συγκεκριμένης τοποθεσίας, η οποία είναι μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας. ( Η Κρέσνα είναι ένα χωριό, που ευρίσκεται στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα, πλησίον των ομώνυμων στενών. Αυτά έφεραν τη χαρακτηριστική ονομασία
«σιδηρές πύλες» ) . Εντούτοις, οι Έλληνες κατήγαγαν μία ακόμη νίκη, ύστερα από πενθήμερη μάχη και κατάφεραν να απωθήσουν τον εχθρό. Λίγες ημέρες μετά, ξεκίνησε η μάχη της Τζουμαγιάς, η οποία κατελήφθη την 17η / 30η Ιουλίου 1913. Την ημέρα εκείνη, απεφασίσθη η σύναψη ανακωχής,
κατόπιν παρεμβάσεως του Τσάρου Νικολάου Β΄. Οι Βούλγαροι απειλούντο με αφανισμό, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν και τις επιθέσεις των Ρουμάνων και των Τούρκων, οι οποίοι επεχείρησαν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις. ( Την 27η Ιουνίου, η Ρουμανία εκήρυξε τον πόλεμο στη Βουλγαρία, ενώ την επομένη στον πόλεμο εισήλθε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ρουμανικός στρατός εκυρίευσε τη Δοβρουτσά και τη Βάρνα, ενώ ο αντίστοιχος τουρκικός ανακατέλαβε την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές, την 7η Ιουλίου ). Κατόπιν, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, κατά τις οποίες
οι Βούλγαροι προσπάθησαν να διασπάσουν τη συμμαχική ενότητα, ικανοποιώντας όλα σχεδόν τα αιτήματα των Ρουμάνων και των Σέρβων και προβάλλοντας σθεναρή στάση έναντι των Ελλήνων. Τελικώς, η υποστήριξη των Ρώσσων (πρωτίστως) και των Αυστριακών (δευτερευόντως) τους επέτρεψε να διατηρήσουν τη δυτική Θράκη, αν και η Αλεξανδρούπολη είχε απελευθερωθεί από αποβατικό άγημα του Ελληνικού Στόλου.
Την 28η Ιουλίου / 10η Αυγούστου 1913, υπεγράφη η Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Δυστυχώς, κατά τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της συνθήκης αυτής, η Ελλάδα δεν κατάφερε να διασφαλίσει τη διατήρηση των ήδη απελευθερωθεισών περιοχών της βορείου Ηπείρου και της δυτικής Θράκης. Επιπλέον, δεν υπήρχε ούτε μία αναφορά στη συνθήκη, που να διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων των Ελλήνων της δυτικής Θράκης. Λίγο μετά η μεραρχία μετακινήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είχε υπαχθεί πλέον υπό τις διαταγές του διοικητού του Δ΄ Σώματος Στρατού. Εκεί, παρέμεινε επί αρκετές εβδομάδες, έως ότου διετάχθη η επιστροφή της στην Πελοπόννησο. Έκτοτε, υπήχθη στο Β΄ Σώμα Στρατού.
Η λήξη των Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την Ελλάδα ισχυροποιημένη, δίχως, όμως, να έχει εκπληρώσει το σύνολο των εθνικών της πόθων. Επηκολούθησε μία περίοδος ανασυγκροτήσεως, η οποία διεκόπη από τα γεγονότα στη γηραιά ήπειρο.
Το θέρος του 1914, εξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, επ’ αφορμή της δολοφονίας του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου-Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας από Σέρβους παρακρατικούς στο Σεράγεβο. Προ ετών, είχαν ήδη σχηματιστεί οι δύο αντιμαχόμενοι συνασπισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων, α. η
Τριπλή Συμμαχία ή Συμμαχία των Κεντρικών Αυτοκρατοριών (η σύναψη της οποίας χρονολογείτο από τον 19ο αιώνα και περιελάμβανε την
Αυστροουγγαρία, τη Γερμανία και την Ιταλία) και β. η
Τριπλή ή Εγκάρδια Συνεννόηση (η οποία αποτελείτο από τη
Γαλλία, τη Μεγ. Βρεταννία και τη Ρωσία).
Η μόνη χώρα από αυτές, η οποία αρνήθηκε να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις ήταν η Ιταλία. Η κυβέρνησή της εδήλωσε ότι θα παρέμενε ουδέτερη. Τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης προσεχώρησαν σε έναν εκ των δύο αντιπάλων συνασπισμών. Αρχικώς, η Ελλάδα παρέμεινε ουδέτερη κατόπιν ομοφώνου αποφάσεως της πολιτι κοστρατιωτικής ηγεσίας της χώρας. Αργότερα, όμως, ανέκυψε οξύτατη διαφωνία μεταξύ του Βασιλέως Κωνσταντίνου (συνεπικουρούμενου από τους στρατιωτικούς επιτελείς) και του Βενιζέλου σχετικά με τη συμμετοχή ή μη της χώρας στον πόλεμο και τις γραπτές εγγυήσεις τουλάχιστον περί της εδαφικής της ακεραιότητος, που όφειλε να εξασφαλίσει από τους μελλοντικούς συμμάχους της. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στον περιώνυμο «εθνικό διχασμό». Τον Αύγουστο του 1916, ξέσπασε το φιλοβενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη, όπου και σχηματίστηκε ένας νέος πόλος εξουσίας. Τελικώς, επεκράτησε ο Βενιζέλος και ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος απεχώρησε του θρόνου. Στην πρωτεύουσα, εγκαταστάθηκε το καθεστώς της Θεσσαλονίκης. Τον Ιούνιο του 1917, η χώρα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Συνεννοήσεως-Αντάντ (Triple Entente ή Entente Cordiale), αλλά
πολλοί Έλληνες ουδεμία προθυμία κατατάξεως στις ένοπλες δυνάμεις έδειχναν. Τελικώς, με πολύ κόπο και με τη χρήση πολλών και διαφόρων μεθόδων, επετεύχθη η συγκρότηση ορισμένων μονάδων.
Η επιστράτευση στην έδρα της IV Μεραρχίας, στην Πελοπόννησο απέφερε αρχικώς πενιχρά αποτελέσματα και μόνον μετά την πάροδο αρκετών μηνών μπόρεσε να δημιουργηθεί μία μάχιμη μονάδα (τον Μάϊο του 1918). Οι άνδρες αυτής μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Νάρες της Θεσσαλονίκης, όπου έλαβε χώρα η ταχεία εκπαίδευσή τους.
Τον Αύγουστο του ιδίου έτους, η IV Μεραρχία εγκαταστάθηκε στην Αξιούπολη, καλύπτουσα το δυτικό μέτωπο του Αξιού ποταμού. Υπήχθη υπό τις διαταγές του μεράρχου του 8ου Συντάγματος Πεζικού (τομέας Σκρα), του 11ου Συντάγματος Πεζικού (τομέας Λειβαδιού) και του 35ου Συντάγματος Πεζικού (τομέας Καπίνιανης). Κατά τις προσεχείς εβδομάδες, οι άνδρες της μονάδος εκπαιδεύτηκαν εντατικά για να συμμετάσχουν στη μεγάλη επίθεση, την οποία θα εξαπέλυε η 1η Ομάδα Μεραρχιών προς την κατεύθυνση της Χούμα. Η επίθεση αυτή εξεδηλώθη στις αρχές Σεπτεμβρίου (π. ημ.) και η IV Μεραρχία (εξαιρουμένων των ανδρών του 11ου Συντάγματος, που παρέμεινε στην εφεδρεία) κατέλαβε τους αντικειμενικούς της σκοπούς, εκμηδενίζοντας την εχθρική αντίσταση. Ακολούθως, προήλασε στα μετόπισθεν της εχθρικής διατάξεως, καταλαμβάνοντας τις οχυρές τοποθεσίες Σαρένα-Τζένα και Κετσί-Καγιά. Ο εχθρός υπεχώρησε ατάκτως, καταδιωκόμενος από τις ημέτερες δυνάμεις επί του άξονος Κοϊνσκό-Σερμενλή-Μιρόφτσα-Δαβίδοβο. Περί τα τέλη του μηνός, οι εξαντλημένοι άνδρες της μονάδος έφθασαν στη γραμμή Δεμίρ Καπού - Κλεισούρα-Γκράντες, την οποία και κατέλαβαν. Την 16η / 29η Σεπτεμβρίου 1918, η Βουλγαρία συνθηκολόγησε και στη IV Μεραρχία ανετέθη προσωρινώς η φύλαξη της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Αργότερα, αντικαταστάθηκε από τη Μεραρχία Αρχιπελάγους και μεταφέρθηκε στα Βελεσσά, όπου και αναδιοργανώθηκε. Στα τέλη Νοεμβρίου, η συγκεκριμένη μεραρχία τέθηκε σε επιχειρησιακή ετοιμότητα και μετεστάθμευσε στην Αξιούπολη. Συνολικά, οι απώλειές της κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανήλθαν σε 108 νεκρούς (εκ των οποίων 9 ήταν αξιωματικοί), 354 τραυματίες (5 αξιωματικοί και 349 οπλίτες) και 2 αξιωματικούς αγνοούμενους.
( συνεχίζεται )