Να διευκρινήσω κάτι για να μην παρεξηγηθώ: είμαι Πατρινός στην καταγωγή... Κατάγομαι από το τελευταίο προπύργιο του κομμουνισμού στην Ευρώπη. Πελετίδης rules Πάτρα...
!!! DEVELOPMENT MODE !!!
Πελοποννήσιοι.
Κανόνες Δ. Συζήτησης
Προσοχή: Σύμφωνα με το νόμο απαγορεύεται η δημοσιοποίηση ονομαστικά η φωτογραφικά ποινικών καταδικών οποιουδήποτε βαθμού & αιτιολογίας καθώς εμπίπτουν στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ατόμου. Τυχόν δημοσιοποίηση τέτοιων δεδομένων ενδέχεται να επιφέρει ποινικές κυρώσεις στο συντάκτη. Επιτρέπεται μόνο αν έχει δοθεί εισαγγελική εντολή και μόνο για το χρονικό διάστημα που αυτή ισχύει. Οφείλετε σε κάθε περίπτωση να ζητήσετε με αναφορά τη διαγραφή της ανάρτησης πριν παρέλθει το χρονικό διάστημα της νόμιμης δημοσιοποίησης. Η διαχείριση αποποιείται κάθε ευθύνη για τυχόν ποινικές ευθύνες αν παραβιάσετε τα παραπάνω.
Προσοχή: Σύμφωνα με το νόμο απαγορεύεται η δημοσιοποίηση ονομαστικά η φωτογραφικά ποινικών καταδικών οποιουδήποτε βαθμού & αιτιολογίας καθώς εμπίπτουν στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ατόμου. Τυχόν δημοσιοποίηση τέτοιων δεδομένων ενδέχεται να επιφέρει ποινικές κυρώσεις στο συντάκτη. Επιτρέπεται μόνο αν έχει δοθεί εισαγγελική εντολή και μόνο για το χρονικό διάστημα που αυτή ισχύει. Οφείλετε σε κάθε περίπτωση να ζητήσετε με αναφορά τη διαγραφή της ανάρτησης πριν παρέλθει το χρονικό διάστημα της νόμιμης δημοσιοποίησης. Η διαχείριση αποποιείται κάθε ευθύνη για τυχόν ποινικές ευθύνες αν παραβιάσετε τα παραπάνω.
- Hector Buas
- Δημοσιεύσεις: 5640
- Εγγραφή: 07 Απρ 2018, 00:53
Re: Πελοποννήσιοι.
- Obi Wan Iakobi
- Δημοσιεύσεις: 15683
- Εγγραφή: 19 Ιαν 2020, 22:20
Re: Πελοποννήσιοι.
Καλα ρε φιλε προτιματε Πελετιδη απο τον ισοθεο?Hector Buas έγραψε: 23 Φεβ 2020, 21:01
Να διευκρινήσω κάτι για να μην παρεξηγηθώ: είμαι Πατρινός στην καταγωγή... Κατάγομαι από το τελευταίο προπύργιο του κομμουνισμού στην Ευρώπη. Πελετίδης rules Πάτρα...
Η αλήθεια είναι μια μικροαστική εμμονή.
Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν
Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν
- Hector Buas
- Δημοσιεύσεις: 5640
- Εγγραφή: 07 Απρ 2018, 00:53
Re: Πελοποννήσιοι.
Πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο...Obi Wan Iakobi έγραψε: 23 Φεβ 2020, 21:03Καλα ρε φιλε προτιματε Πελετιδη απο τον ισοθεο?Hector Buas έγραψε: 23 Φεβ 2020, 21:01
Να διευκρινήσω κάτι για να μην παρεξηγηθώ: είμαι Πατρινός στην καταγωγή... Κατάγομαι από το τελευταίο προπύργιο του κομμουνισμού στην Ευρώπη. Πελετίδης rules Πάτρα...
Σε λίγο με τα μυαλά που έχουν οι Πατρινοί δεν θα δουλεύει τίποτε στην πόλη...
Re: Πελοποννήσιοι.
Θυσίες Πελοποννησίων απο το 1897, με βάση το αρχείο της ΔΙΣ
https://stratistoria.wordpress.com/2006 ... ponnision/
ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΙΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΘΥΣΙΩΝ ΤΩΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ – ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ – ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Η Πελοπόννησος από τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια αποτέλεσε τη βάση για την οργάνωση του Στρατού Ξηράς, αφού όντας η ενδοχώρα του νεότευκτου κράτους, ήταν η μόνη κατάλληλη για την εγκατάσταση Μονάδων. Η IV Μεραρχία Πεζικού, με έδρα αρχικά το Ναύπλιο και ακολούθως την Τρίπολη, και η ΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού, με έδρα αρχικά το Μεσολόγγι και στη συνέχεια την Πάτρα μέχρι το 1957, όποτε και διαλύθηκε, αποτέλεσαν τους σχηματισμούς που συγκροτήθηκαν στην περιοχή. Σε αυτούς εντάχθηκαν τα ηρωικά συντάγματα που με τη δράση τους λάμπρυναν, όχι μόνο την Πελοπόννησο, αλλά και την Ελλάδα ολόκληρη.
24.215 αξιωματικοί και στρατιώτες Πελοποννήσιοι έπεσαν στα πεδία των μαχών. Μερικοί αναδείχθηκαν ήρωες, μα οι πιο πολλοί έμειναν άγνωστοι στρατιώτες. Όλοι τους όμως κοσμούν το πάνθεον των ηρώων του έθνους. Παράλληλα, κατά την διάρκεια της ειρηνικής περιόδου, η Πελοπόννησος ανάδειξε μεγάλες στρατιωτικές προσωπικότητες που αναρριχήθηκαν στα ύπατα αξιώματα της ιεραρχίας. Από το 1901 έως σήμερα, από τους 67 συνολικά διατελέσαντες αρχηγούς του ΕΣ , οι 18 κατάγονταν από την Πελοπόννησο, ήτοι ποσοστό 25%.
ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Στους παρακάτω πίνακες απωλειών περιλαμβάνονται οι νεκροί που έπεσαν κατά την διάρκεια των πολέμων από το 1897 και εντεύθεν.
ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΚΑTA ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ








συνεχίζεται ...
https://stratistoria.wordpress.com/2006 ... ponnision/
ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΙΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΘΥΣΙΩΝ ΤΩΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ – ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ – ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Η Πελοπόννησος από τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια αποτέλεσε τη βάση για την οργάνωση του Στρατού Ξηράς, αφού όντας η ενδοχώρα του νεότευκτου κράτους, ήταν η μόνη κατάλληλη για την εγκατάσταση Μονάδων. Η IV Μεραρχία Πεζικού, με έδρα αρχικά το Ναύπλιο και ακολούθως την Τρίπολη, και η ΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού, με έδρα αρχικά το Μεσολόγγι και στη συνέχεια την Πάτρα μέχρι το 1957, όποτε και διαλύθηκε, αποτέλεσαν τους σχηματισμούς που συγκροτήθηκαν στην περιοχή. Σε αυτούς εντάχθηκαν τα ηρωικά συντάγματα που με τη δράση τους λάμπρυναν, όχι μόνο την Πελοπόννησο, αλλά και την Ελλάδα ολόκληρη.
- Το 6ο Σύνταγμα Πεζικού, αρχικά με έδρα το Μεσολόγγι και μετά την Κόρινθο, συγκροτήθηκε το 1900 ως οργανική Μονάδα της ΙΙΙ Μεραρχίας Πεζικού. Έλαβε μέρος σε όλους τους αγώνες του Έθνους και διακρίθηκε ιδιαίτερα. Ήταν αυτό που, στις 22 Δεκεμβρίου 1940, ανέτρεψε τους Ιταλούς και εισήλθε στη Χειμάρα. Η πολεμική του σημαία έχει τιμηθεί δύο φορές με τον Ταξιάρχη Αριστείου Ανδρείας. Σήμερα αποτελεί Κέντρο Εκπαιδεύσεως Nεοσυλλέκτων οπλιτών του Πεζικού και εδρεύει στην Κόρινθο.
- Το 9ο Σύνταγμα Πεζικού, αρχικά με έδρα το Ναύπλιο και κατόπιν την Καλαμάτα, συγκροτήθηκε το 1900 και αποτέλεσε οργανική μονάδα των ΙΙΙ και IV Μεραρχιών Πεζικού. Έλαβε μέρος σε όλους τους πολέμους, με κορυφαία του στιγμή, την απελευθέρωση των Γιαννιτσών, στις 22 Οκτωβρίου 1912, κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, λειτούργησε ως Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων του Πεζικού. Έπαψε να λειτουργεί στις 30 Ιουν 2005 και στη θέση του μεταστάθμευσε, από το Χαϊδάρι Αττικής, το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Διαβιβάσεων.
- Το 11ο Σύνταγμα Πεζικού, με έδρα την Τρίπολη, συγκροτήθηκε το 1912 και αποτέλεσε οργανική μονάδα της νεοπαγούς IV Μεραρχίας Πεζικού. Η ηρωική δράση του σε όλους τους μετέπειτα πολέμους, θα επισφραγισθεί με την απελευθέρωση του Αργυροκάστρου, στις 8 Δεκεμβρίου 1940. Σήμερα λειτουργεί ως Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων του Πεζικού και υπάγεται στην 94 στρατιωτική Διοίκηση.
- Το 35ο Σύνταγμα Πεζικού, συγκροτήθηκε στην Κόρινθο, το 1918, ως οργανική μονάδα της IV Μεραρχίας Πεζικού. Έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και από το Ναύπλιο, το Μάρτιο του 1921, μεταφέρθηκε στη Σμύρνη. Διαλύθηκε μετά τη λήξη της Μικρασιατικής εκστρατείας και επανασυγκροτήθηκε το Φθινόπωρο του 1940 στην Αθήνα , λόγω της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα. Η πολεμική του σημαία τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη Αριστείου Ανδρείας και τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξεως. Το Σύνταγμα διαλύθηκε οριστικά στις 27 Απριλίου 1941.
- Το 12ο Σύνταγμα Πεζικού, συγκροτήθηκε το Μάρτιο του 1897 στην Πάτρα και αποτέλεσε οργανική μονάδα της ΙΙΙ Μεραρχίας Πεζικού. Έλαβε μέρος σε όλους τους πολέμους του Έθνους και στη σημαία του αποδόθηκαν τιμητικές διακρίσεις. Διαλύθηκε οριστικά μετά τη γερμανική κατοχή, αρχές Μαΐου 1941.
24.215 αξιωματικοί και στρατιώτες Πελοποννήσιοι έπεσαν στα πεδία των μαχών. Μερικοί αναδείχθηκαν ήρωες, μα οι πιο πολλοί έμειναν άγνωστοι στρατιώτες. Όλοι τους όμως κοσμούν το πάνθεον των ηρώων του έθνους. Παράλληλα, κατά την διάρκεια της ειρηνικής περιόδου, η Πελοπόννησος ανάδειξε μεγάλες στρατιωτικές προσωπικότητες που αναρριχήθηκαν στα ύπατα αξιώματα της ιεραρχίας. Από το 1901 έως σήμερα, από τους 67 συνολικά διατελέσαντες αρχηγούς του ΕΣ , οι 18 κατάγονταν από την Πελοπόννησο, ήτοι ποσοστό 25%.
ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Στους παρακάτω πίνακες απωλειών περιλαμβάνονται οι νεκροί που έπεσαν κατά την διάρκεια των πολέμων από το 1897 και εντεύθεν.
ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΚΑTA ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ








συνεχίζεται ...
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )
Re: Πελοποννήσιοι.
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )
Re: Πελοποννήσιοι.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΙV ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ
http://army.gr/sites/default/files/mag_20111001.pdf
σελ. 24 - 43
Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, Νομικός-Διεθνολόγος, Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο Ελληνικός Στρατός είχε οργανωθεί σε δύο μεραρχίες. Πιο συγκεκριμένα, την 26η Ιανουαρίου 1877, ψηφίστηκε ο νόμος ΧΚΕ΄, βάσει του οποίου οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις οργανώνονταν σε δύο μεραρχίες, τη «Μεραρχία Στερεάς Ελλάδος» και τη «Μεραρχία Πελοποννήσου». Η πρώτη μονάδα αποτελείτο από την 1η και τη 2η Ταξιαρχίες και έδρευε στην Αθήνα. Η δεύτερη μεραρχία αποτελείτο από την 3η και την 4η Ταξιαρχίες και έδρευε στην Πάτρα. Η κάθε ταξιαρχία αποτελείτο από δύο συντάγματα. Αργότερα, το σύστημα αυτό αναδιαρθρώθηκε, καθώς εθεωρήθη μη λειτουργικό. Τότε, οι δύο μεραρχίες διαλύθηκαν και οι τέσσερις ταξιαρχίες ανεδείχθησαν σε αυτοδύναμες μονάδες, υπαγόμενες απευθείας στο Αρχηγείο Στρατού. Σημειωτέον ότι είχε καθιερωθεί η καθολική στρατολογία, με τον νόμο ΨΙΣΤ΄, του Νοεμβρίου 1878 . Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, όλοι οι Έλληνες πολίτες ηλικίας από 20 έως 40 ετών όφειλαν να υπηρετήσουν αυτοπροσώπως στον στρατό. Εξαιρούντο μόνον όσοι ήταν ανίκανοι σωματικώς, όσοι είχαν καταδικαστεί για την τέλεση εγκλημάτων και όσοι είχαν στερηθεί των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο τού 1897, η Ι Μεραρχία έδρευε στη Λάρισα και τελούσε υπό τις διαταγές του Υποστρατήγου Νικολάου Μακρή, ενώ η έδρα της ΙΙ Μεραρχίας ευρίσκετο στα Τρίκαλα και διοικητής της ήταν ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Μαυρομιχάλης. Η Ι Ταξιαρχία ήταν εγκατεστημένη στη Λάρισα και επικεφαλής της ήταν ο Συνταγματάρχης Ι. Δημόπουλος. Η ΙΙ ευρίσκετο στον Τύρναβο και τελούσε υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Χ. Μαστραπά, ενώ η ΙΙΙ Ταξιαρχία ήταν εγκατεστημένη στην ευρύτερη περιοχή Ζάρκου-Ρεβενίου. Επικεφαλής της τελευταίας ήταν διαδοχικώς οι Συνταγματάρχες Γ. Κακλαμάνος και Κων. Σμολένσκης. Η IV Ταξιαρχία ήταν στη θέση Αλήφακα ( σημερινό χωριό Κάστρο Λαρίσης ) και τελούσε υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Μάρκου Αντωνιάδη. Λίγο προ της ενάρξεως του πολέμου, εσχηματίσθη και μία άλλη ταξιαρχία, τη διοίκηση της οποίας ανέλαβε ο προαναφερθείς Συνταγματάρχης Κακλαμάνος.
Μετά τη λήξη του πολέμου αυτού (η έκβαση του οποίου δεν υπήρξε ευνοϊκή για τα ελληνικά όπλα), έλαβε χώρα μία νέα αναδιάρθρωση του Ελληνικού Στρατού. Το 1903, ψηφίστηκε ο νόμος ΒΠΟΖ΄, σύμφωνα με τον οποίο συνεκροτούντο εκ νέου μεραρχίες. Δημιουργήθηκαν, λοιπόν, τρεις μεραρχίες, ήτοι: η 1η με έδρα τη Λάρισα, η 2α με έδρα την Αθήνα και η 3η με έδρα το Μεσολόγγι. Κατά τα αμέσως προσεχή έτη, ο στρατός εξοπλίσθη με νέα όπλα, μερίμνη του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη . Πιο συγκεκριμένα, παρηγγέλθησαν 100.000 τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 αραβίδες Μάνλιχερ, 10 πυροβολαρχίες ταχυβόλων και 36.000.000 φυσίγγια νέου τυφεκίου, ενώ ελήφθησαν συγκεκριμένα μέτρα και για την ενίσχυση του ναυτικού. Τον Αύγουστο του 1909, έλαβε χώρα το κίνημα στο Γουδί και κατά την προσεχή περίοδο, προχώρησε έτι περαιτέρω ο εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων. Το 1912, συνετάχθη ένας νέος οργανισμός, σύμφωνα με τον οποίο συνεκροτούντο 4 μεραρχίες, 6 τάγματα ευζώνων, 3 συντάγματα ιππικού και 2 συντάγματα μηχανικού. Η κάθε μεραρχία θα αποτελείτο από 3 συντάγματα πεζικού και 1 σύνταγμα πεδινού πυροβολικού των τριών μοιρών. Την 7η Ιανουαρίου 1912, λοιπόν, απεφασίσθη η συγκρότηση μίας τετάρτης μεραρχίας με έδρα το Ναύπλιο, η οποία θα βασιζόταν στο τριαδικό σύστημα. Υπό τη μονάδα αυτή, υπήχθησαν το 8ο Σύνταγμα Πεζικού (το οποίο έδρευε στο Ναύπλιο), το 9ο Σύνταγμα Πεζικού (με έδρα την Καλαμάτα), το 11ο Σύνταγμα Πεζικού (το οποίο έδρευε στην Τρίπολη), το 4ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού (με έδρα την Αθήνα) καθώς και τα 10ο , 11ο και 12ο Στρατολογικά Διαμερίσματα. Η διοίκηση της νέας μονάδος ανετέθη στον Υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μοσχόπουλο.
Την 25η Σεπτεμβρίου / 8η Οκτωβρίου 1912, το Μαυροβούνιο εκήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πέντε ημέρες μετά, οι κυβερνήσεις της Βουλγαρίας, της Ελλάδος και της Σερβίας επέδωσαν μία τελεσιγραφική διακοίνωση προς την Υψηλή Πύλη. Το κείμενο είχε προπαρασκευασθεί στο Βελιγράδι και εμπεριείχε τρεις αξιώσεις: πρώτον, την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στις ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας, με βάση το άρθρο 23 της Συνθήκης του Βερολίνου, δεύτερον την υπαγωγή του ελέγχου της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στις Μεγάλες Δυνάμεις και τρίτον την επίσημη δήλωση της Υψηλής Πύλης περί αποδοχής των προαναφερθέντων όρων, οι οποίοι θα ετίθεντο σε εφαρμογή το αργότερο έως τον Μάρτιο του 1913. Τέλος, απαιτήθηκε η ανάκληση του διατάγματος της επιστρατεύσεως, ως απόδειξη της καλής προαιρέσεως της οθωμανικής κυβερνήσεως. Η Υψηλή Πύλη απαξίωσε να απαντήσει, καθώς εθεώρησε τη διακοίνωση αυτή επέμβαση στις εσωτερικές της υποθέσεις. Επιπλέον, προχώρησε στην ανάκληση των πρεσβευτών της από τρεις βαλκανικές πρωτεύουσες, την 4η /17η Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα, οι Οθωμανοί κατέβαλαν προσπάθεια να διασπάσουν τη βαλκανική συμμαχία, προσεγγίζοντας την Ελλάδα. Η προσπάθειά τους απέτυχε και κατά τις προσεχείς ημέρες ξέσπασε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος.
Το σχέδιο επιστρατεύσεως προέβλεπε ότι η IV Μεραρχία θα υπαγόταν στο Β΄ Σώμα Στρατού. Αυτό είχε έδρα στην Πάτρα. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της επιστρατεύσεως, όλες οι μονάδες της μεραρχίας κατευθύνθηκαν το ταχύτερο προς το μέτωπο και έλαβαν μέρος στην καθοριστική μάχη του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου). Η φύσει οχυρά αυτή θέση είχε ενισχυθεί από τους Οθωμανούς με τη βοήθεια ξένων αξιωματικών. Προς τούτο, η επιτυχία του Ελληνικού Στρατού προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους ευρωπαϊκούς στρατιωτικούς κύκλους. Η συνεισφορά τής συγκεκριμένης μεραρχίας στην τελική έκ βαση της μάχης υπήρξε πολύ σημαντική, καθώς οι άνδρες της εξετέλεσαν με ακρίβεια έναν υπερκερωτικό ελιγμό από δυσμάς. Ο εχθρός εξηναγκάσθη σε υποχώρηση για να αποφύγει την περικύκλωση, δεν κατάφερε, όμως, να ανασυγκροτηθεί, καθώς τελούσε υπό συνεχή πίεση από τα ημέτερα τμήματα. Οι άνδρες της μονάδος εκμεταλλεύτηκαν την επικράτησή τους στο Σαραντάπορο και κατεδίωξαν τους Οθωμανούς δια της αμαξιτής οδού προς τα Σέρβια. Οι εχθρικές δυνάμεις εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης το σύνολο των νεκρών και των τραυματιών τους, ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού τους καθώς και τη σημαία του τάγματος της Δράμας ! Η μάχη υπήρξε φονική και η IV Μεραρχία απώλεσε 15 νεκρούς (εκ των οποίων 2 ήταν αξιωματικοί) και 62 τραυματίες (1 αξιωματικός και 61 οπλίτες). Ακολούθως, τμήματα της μονάδος κατάφεραν να καταλάβουν άθικτη τη γέφυρα Σερβίων-Κοζάνης, γεγονός που τους επέτρεψε να κινηθούν ταχύτατα προς τα Γιαννιτσά. Η IV Μεραρχία συμμετείχε στη μάχη που έλαβε χώρα στα περίχωρα της πόλεως αυτής. Κατ’ ουσίαν, η έκβασή της έκρινε την τύχη της Θεσσαλονίκης. Αρχικώς, οι άνδρες της προήλασαν μέχρι το χωριό Άγιος Γεώργιος και κατόπιν κατέλαβαν το χωριό Παλαιό. Εν συνεχεία, εκινήθησαν προς τα Γιαννιτσά και επετέθησαν κατά της κυρίας τοποθεσίας αντιστάσεως των Τούρκων. Σημειωτέον ότι το Γενικό Στρατηγείο είχε αποφασίσει την εκδήλωση συντονισμένης επιθέσεως από το σύνολο των ανδρών της Στρατιάς Θεσσαλίας, γεγονός δηλωτικό του ενδιαφέροντος που αποδιδόταν στην κατάληψη της συγκεκριμένης πόλεως (δηλαδή της Θεσσαλονίκης).

Η μάχη ξεκίνησε την 18η Οκτωβρίου και διήρκεσε επί τριήμερο. Η έκβασή της υπήρξε απολύτως θετική για τις ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες κατόρθωσαν να επικρατήσουν των Τούρκων για δεύτερη συνεχόμενη φορά, εντός ολίγων ημερών. Οι άνδρες της συγκεκριμένης μεραρχίας επέδειξαν απαράμιλλο θάρρος και ανδρεία και κατά τη συγκεκριμένη μάχη, καταβάλλοντας βαρύ φόρο αίματος. Πιο συγκεκριμένα, οι απώλειες της IV Mεραρχίας ανήλθαν σε 87 νεκρούς (εκ των οποίων 4 ήταν αξιωματικοί) και 307 τραυματίες (14 αξιωματικοί και 293 οπλίτες). Κατά τις προσεχείς ημέρες, ο Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού (Διάδοχος Κωνσταντίνος) διέταξε την ανάπαυση και την ανασυγκρότηση της μονάδος, οι άνδρες της οποίας μετεφέρθησαν στη Θεσσαλονίκη περί τα τέλη Νοεμβρίου. Εκεί, παρέμειναν επί αρκετές ημέρες, καθώς το μέτωπο στη Μακεδονία είχε σταθεροποιηθεί. Το «ατύχημα» της V Mεραρχίας στο Αμύνταιο (την 24η Οκτωβρίου / 6η Νοεμβρίου) έδωσε τη δυνατότητα στους Σέρβους να εισέλθουν πρώτοι στο Μοναστήρι, ενώ στα ανατολικά οι Τούρκοι είχαν συντριβεί από τους Βουλγάρους.
Αντιθέτως, η εκστρατεία στην Ήπειρο συνεχιζόταν, καθώς δεν είχε επιτευχθεί ο μείζων στόχος της απελευθερώσεως των Ιωαννίνων. Οι Τούρκοι πολεμούσαν με πείσμα, ανεφοδιαζόμενοι από τους Αλβανούς. Η απελευθέρωση της πόλεως αυτής, όμως, αποτελούσε διακαή πόθο του Αρχιστρατήγου και όλων των αξιωματικών, οι οποίοι έφεραν βαρέως την απώλεια της ελληνικότατης πόλεως του Μοναστηρίου.( Στο Μοναστήρι διαβιούσαν περίπου 14.000 Έλληνες πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η πόλη και η ευρύτερη περιοχή είχαν βρεθεί στο επίκεντρο των συγκρούσεων κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Οι Έλληνες κάτοικοι είχαν υποφέρει από τους Κομιτατζήδες και ανέμεναν με ανυπομονησία την απελευθέρωσή τους από τον Ελληνικό Στρατό. Δυστυχώς, το Μοναστήρι περιήλθε υπό την κατοχή του σερβικού στρατού και πολλοί κάτοικοί του εκπατρίστηκαν απογοητευμένοι ). Την ιδία ώρα, η Σόφια είχε ξεκινήσει παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ανακωχής. Η Αθήνα υπέβαλε συγκεκριμένους όρους, οι οποίοι συνίσταντο στην παραχώρηση στα Συμμαχικά κράτη:
α. όλων των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (πλην της Κωνσταντινουπόλεως και της ζώνης, που την προστατεύει),
β. των νήσων του Αιγαίου Πελάγους και
γ. της Κρήτης.
Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση εζήτησε την παράταση του αποκλεισμού των παραλίων της Αδριατικής και τη διατήρηση του δικαιώματος της νηοψίας όσων πλοίων έπλεαν στην περιοχή από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Οι όροι αυτοί δεν έγιναν αποδεκτοί και η Ελλάδα δεν υπέγραψε την ανακωχή με τους Οθωμανούς. Αυτή υπεγράφη από τους Βουλγάρους εκ μέρους και των άλλων δύο κρατών (Μαυροβουνίου και Σερβίας), στην Τσατάλτζα, την 20η Νοεμβρίου /3η Δεκεμβρίου. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, ευφυώς πράττουσα, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν στο Λονδίνο για τη συνομολόγηση της ειρήνης. Εκεί, θα ελάμβαναν χώρα κατ’ ουσίαν δύο συνδιασκέψεις, μία των αντιμαχομένων και μία των Μεγάλων Δυνάμεων, που συγκροτούσαν την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη . ( Η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη υφίστατο ήδη από τον 19ο αιώνα και αποτελούσε ένα κοινά αποδεκτό διπλωματικό forum για τη συζήτηση και την επίλυση των διακρατικών διαφορών ).Μάλιστα, επικεφαλής της πολυμελούς ελληνικής αντιπροσωπείας ετέθη ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η πολιτική αυτή απεδείχθη απολύτως επιτυχής, καθώς σύντομα κατέστη εμφανές ότι οι διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο καρκινοβατούσαν και θα κατέληγαν σε αδιέξοδο. Από τα τέλη Δεκεμβρίου του 1912, η Αθήνα συγκέντρωνε ισχυρές δυνάμεις στην Ήπειρο, απελευθερώνοντας με τα όπλα μεγάλες περιοχές με τελικό στόχο τα Ιωάννινα. Η IV Μεραρχία ανεχώρησε ατμοπλοϊκώς από τη Θεσσαλονίκη, κατά το διήμερο 10-11 Δεκεμβρίου. Ύστερα από ένα εικοσαήμερο κοπιαστικό ταξίδι, έφθασε στην Πρέβεζα, η οποία είχε ήδη απελευθερωθεί από τα μέσα Οκτωβρίου. Από τις αρχές Νοεμβρίου, τμήματα της μεραρχίας συμμετείχαν στις μάχες στο Ηπειρωτικό μέτωπο. Τον Φεβρουάριο, το επιτελείο εκπόνησε ένα ευφυέστατο σχέδιο, το οποίο συνίστατο στην παραπλάνηση του εχθρού. Οι Τούρκοι έμειναν με την εντύπωση ότι η κύρια επίθεση θα διεξαγόταν προς την κατεύθυνση Καστρίτσα-Κοτσελιό-Μπιζάνι. Αντιθέτως, ο Αρχιστράτηγος διέταξε τη συγκέντρωση με πλήρη μυστικότητα των ελληνικών δυνάμεων προς τη δυτική πλευρά της αμυντικής διατάξεως του εχθρού. Προς εξασφάλιση της ταχύτητος της ενεργείας, ώστε να προληφθεί πάσα αναδιάταξη των εχθρικών δυνάμεων, ο Κωνσταντίνος διέθεσε για τη μάζα ελιγμού 23 από τα 39 ελληνικά τάγματα. Άφησε δε μόνον 16 για την άμυνα του υπολοίπου μετώπου, εφαρμόζοντας με τόλμη την αρχή της οικονομίας δυνάμεων. Κύριος στόχος του ευφυούς αυτού σχεδίου ήταν η απόκτηση μεγάλης υπεροχής στη μάζα ελιγμού, ούτως ώστε να επιτευχθεί ο τακτικός αιφνιδιασμός των Τούρκων και η πλήρης ανατροπή του δυτικού τους μετώπου. Η εξέλιξη αυτή θα παρέλυε την αντίδραση του εχθρού και θα εκλόνιζε όλη την παράταξή του. Ο ελιγμός αυτός εξετελέστη με ακρίβεια από τις ελληνικές δυνάμεις και επέφερε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Δημιουργήθηκε ρήγμα στην τουρκική διάταξη και ο εχθρός άρχισε να υποχωρεί ατάκτως, μεταδίδοντας τον πανικό του και στις υπόλοιπες μονάδες. Σύντομα, ο επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων Εσάτ Πασάς εξηναγκάσθη να ζητήσει την κατάπαυση του πυρός. Το πρωΐ της 21ης Φεβρουαρίου 1913, οι μάχες έληξαν και τα Ιωάννινα απελευθερώθηκαν. Μετά την πρωτεύουσα της Ηπείρου, απελευθερώθησαν το Λεσκοβίκι, η Κόνιτσα, η Πρεμετή, η Κλεισούρα, οι Άγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και το Τεπελένι . ( Η Χειμάρρα είχε ήδη απελευθερωθεί από Έλληνες εθελοντές με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη της Χωροφυλακής (και ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα) Σπύρο Σπυρομίλιο από τον προηγούμενο Νοέμβριο ) .Η συγκεκριμένη μονάδα, όμως, υπέστη βαρύτατες απώλειες και κατά τη διάρκεια των μαχών στο Ηπειρωτικό μέτωπο. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των νεκρών έφθασε τους 30 και των τραυματιών τους 272.

Στο Λονδίνο, η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη κατέληξε σε ένα προκαταρκτικό κείμενο, το οποίο απεδέχθησαν τελικώς όλοι οι εμπόλεμοι πλην της Ελλάδος. Η Αθήνα δεν ήταν ευχαριστημένη από την ασάφεια που υπήρχε για το καθεστώς των νήσων του Αιγαίου. Επιπλέον, οι Έλληνες ένιωθαν απογοητευμένοι επειδή το νεοσύστατο κράτος των Αλβανών (οι ηγέτες των οποίων είχαν ταχθεί στο πλευρό των ηττημένων Οθωμανών) απέκτησε μεγάλες εδαφικές περιοχές της βορείου Ηπείρου, κατοικούμενες κατά συντριπτικό ποσοστό από ελληνικούς πληθυσμούς. Τελικώς, όμως, και ύστερα από πολλές αμφιταλαντεύσεις η ελληνική κυβέρνηση υπεχώρησε και η συνθήκη ειρήνης υπεγράφη, την 17η/ 30η Μαΐου 1913. Εντούτοις, η κατάσταση στη Βαλκανική παρέμεινε τεταμένη καθώς τόσο οι Βούλγαροι (κυρίως) όσο και οι Σέρβοι (δευτερευόντως) δεν ήταν ευχαριστημένοι. Κυρίως οι πρώτοι εδήλωναν σε όλους τους τόνους ότι είχαν λάβει ελάχιστα εδάφη εν συγκρίσει με τη συνεισφορά τους στην κοινή προσπάθεια. Οι αιτιάσεις της Σόφιας προκάλεσαν την αντίδραση των Αθηνών και του Βελιγραδίου. Η κατάσταση επιδεινώθηκε έτι περαιτέρω, εξαιτίας της συμπεριφοράς των Βουλγάρων στρατιωτών έναντι του ντόπιου πληθυσμού στις απελευθερωθείσες από αυτούς περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να εκτονώσει την κρίση δια της διπλωματικής οδού, δίχως επιτυχία. Σύντομα, δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ των βουλγαρικών στρατευμάτων και των αντίστοιχων ελληνικών στη Μακεδονία. Επίσης, προστριβές εσημειώθησαν μεταξύ των Βουλγάρων και των Σέρβων, γεγονός που οδήγησε σε αναγκαστική σύμπλευση την Αθήνα και το Βελιγράδι.
Το βράδυ της 16ης προς 17η Ιουνίου, βουλγαρικά στρατεύματα επετέθησαν αιφνιδιαστικά εναντίον όσων ελληνικών στρατευμάτων ευρίσκοντο στις Ελευθερές, το Βέρτισκο, την Καλλινδρία και το Καρασούλι. Επίσης, οι Βούλγαροι επετέθησαν και εναντίον των σερβικών δυνάμεων, οι οποίες ήταν εγκατεστημένες κατά μήκος του ποταμού Αξιού. Σημειωτέον ότι δεν είχε προηγηθεί επίσημη κήρυξη πολέμου από τη Σόφια. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός. Αρχικώς, η ελληνική προφυλακή αναδιπλώθηκε, επιβραδύνοντας την επίθεση του εχθρού και το βράδυ της ιδίας ημέρας ανεχώρησε συνταγμένη για τη Θάσο. Το επόμενο πρωί, ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε το λιμάνι των Ελευθερών. Η βουλγαρική επίθεση εναντίον των ελληνικών θέσεων εκφυλίστηκε, ενώ σύντομα τα ημέτερα τμήματα εκκαθάρισαν τη Θεσσαλονίκη από τα εχθρικά στρατεύματα. Την 18η Ιουνίου / 1η Ιουλίου, ο Βασιλεύς πλέον Κωνσταντίνος - την 5η / 18η Μαρτίου, δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Βασιλεύς Γεώργιος - έφθασε στη Θεσσαλονίκη και απεφάσισε να επιτεθεί στον εχθρό, για να αποτρέψει την πιθανή συγκέντρωση της βουλγαρικής στρατιάς στο Κιλκίς, όπου είχαν ήδη κατασκευαστεί ισχυρά οχυρωματικά έργα. Το προσεχές τριήμερο, έλαβε χώρα η αιματηρή μάχη Κιλκίς-Λαχανά, η οποία έληξε νικηφόρα για τα ελληνικά στρατεύματα. Οι άνδρες της IV Μεραρχίας συνετέλεσαν καθοριστικά στη νίκη. Πάντως, η μονάδα κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του πυρός, έχοντας συνολικά 500 άνδρες εκτός μάχης! Οι αξιωματικοί και οι οπλίτες της ξεπέρασαν τα όριά τους, καταδιώκοντας τον εχθρό μέχρι το χωριό Τέρπυλος. Η νίκη του Ελληνικού Στρατού στη μάχη του Κιλκίς - Λαχανά ήταν μεγίστης σημασίας, καθώς διεσφάλισε τη Θεσσαλονίκη. Έκτοτε, ο αγών έπαψε να είναι αμυντικός και μετετράπη σε απελευθερωτικό.

Τα τμήματα της συγκεκριμένης μεραρχίας, δίχως να αναπαυθούν, επετέθησαν με απαράμιλλο σθένος εκ νέου εναντίον του εχθρού, λαμβάνοντας μέρος στη διήμερη μάχη της Δοϊράνης (22-23 Ιουνίου). Την 24η Ιουνίου, έφθασαν στο παλαιό Τριεθνές (ύψωμα 1494), επί του όρους Μπέλες και δύο ημέρες αργότερα αντιμετώπισαν τους υποχωρούντες Βουλγάρους και τους διέλυσαν, κυριεύοντας, μεταξύ άλλων, 6 πολυβόλα. Την 27η Ιουνίου, η IV Μεραρχία εστράφη εναντίον μίας άλλης εχθρικής φάλαγγας, η οποία κινείτο επί της οδού Στρωμνίτσης-Πετριτσίου. Η μάχη ήταν αμφίρροπη, καθώς οι Βούλγαροι διέθεταν αρκετά οχήματα και πυροβολικό. Μολαταύτα, οι Έλληνες κατέβαλαν την εχθρική αντίσταση, διασκορπίζοντας τον εχθρό. Σημειωτέον ότι στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν πολλά λάφυρα (όπως 18 πυροβόλα και 200 οχήματα), ενώ συνελήφθησαν και 100 περίπου αιχμάλωτοι.
Κατόπιν, η IV Μεραρχία συμμετείχε στη μάχη της Κρέσνας (την 5η Ιουλίου). Το βουλγαρικό επιτελείο είχε προλάβει να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και διέταξε την υπεράσπιση «παντί τρόπω» της συγκεκριμένης τοποθεσίας, η οποία είναι μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας. ( Η Κρέσνα είναι ένα χωριό, που ευρίσκεται στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα, πλησίον των ομώνυμων στενών. Αυτά έφεραν τη χαρακτηριστική ονομασία «σιδηρές πύλες» ) . Εντούτοις, οι Έλληνες κατήγαγαν μία ακόμη νίκη, ύστερα από πενθήμερη μάχη και κατάφεραν να απωθήσουν τον εχθρό. Λίγες ημέρες μετά, ξεκίνησε η μάχη της Τζουμαγιάς, η οποία κατελήφθη την 17η / 30η Ιουλίου 1913. Την ημέρα εκείνη, απεφασίσθη η σύναψη ανακωχής, κατόπιν παρεμβάσεως του Τσάρου Νικολάου Β΄. Οι Βούλγαροι απειλούντο με αφανισμό, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν και τις επιθέσεις των Ρουμάνων και των Τούρκων, οι οποίοι επεχείρησαν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις. ( Την 27η Ιουνίου, η Ρουμανία εκήρυξε τον πόλεμο στη Βουλγαρία, ενώ την επομένη στον πόλεμο εισήλθε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ρουμανικός στρατός εκυρίευσε τη Δοβρουτσά και τη Βάρνα, ενώ ο αντίστοιχος τουρκικός ανακατέλαβε την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές, την 7η Ιουλίου ). Κατόπιν, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, κατά τις οποίες οι Βούλγαροι προσπάθησαν να διασπάσουν τη συμμαχική ενότητα, ικανοποιώντας όλα σχεδόν τα αιτήματα των Ρουμάνων και των Σέρβων και προβάλλοντας σθεναρή στάση έναντι των Ελλήνων. Τελικώς, η υποστήριξη των Ρώσσων (πρωτίστως) και των Αυστριακών (δευτερευόντως) τους επέτρεψε να διατηρήσουν τη δυτική Θράκη, αν και η Αλεξανδρούπολη είχε απελευθερωθεί από αποβατικό άγημα του Ελληνικού Στόλου.
Την 28η Ιουλίου / 10η Αυγούστου 1913, υπεγράφη η Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Δυστυχώς, κατά τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της συνθήκης αυτής, η Ελλάδα δεν κατάφερε να διασφαλίσει τη διατήρηση των ήδη απελευθερωθεισών περιοχών της βορείου Ηπείρου και της δυτικής Θράκης. Επιπλέον, δεν υπήρχε ούτε μία αναφορά στη συνθήκη, που να διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων των Ελλήνων της δυτικής Θράκης. Λίγο μετά η μεραρχία μετακινήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είχε υπαχθεί πλέον υπό τις διαταγές του διοικητού του Δ΄ Σώματος Στρατού. Εκεί, παρέμεινε επί αρκετές εβδομάδες, έως ότου διετάχθη η επιστροφή της στην Πελοπόννησο. Έκτοτε, υπήχθη στο Β΄ Σώμα Στρατού.
Η λήξη των Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την Ελλάδα ισχυροποιημένη, δίχως, όμως, να έχει εκπληρώσει το σύνολο των εθνικών της πόθων. Επηκολούθησε μία περίοδος ανασυγκροτήσεως, η οποία διεκόπη από τα γεγονότα στη γηραιά ήπειρο.
Το θέρος του 1914, εξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, επ’ αφορμή της δολοφονίας του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου-Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας από Σέρβους παρακρατικούς στο Σεράγεβο. Προ ετών, είχαν ήδη σχηματιστεί οι δύο αντιμαχόμενοι συνασπισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων, α. η Τριπλή Συμμαχία ή Συμμαχία των Κεντρικών Αυτοκρατοριών (η σύναψη της οποίας χρονολογείτο από τον 19ο αιώνα και περιελάμβανε την Αυστροουγγαρία, τη Γερμανία και την Ιταλία) και β. η Τριπλή ή Εγκάρδια Συνεννόηση (η οποία αποτελείτο από τη Γαλλία, τη Μεγ. Βρεταννία και τη Ρωσία). Η μόνη χώρα από αυτές, η οποία αρνήθηκε να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις ήταν η Ιταλία. Η κυβέρνησή της εδήλωσε ότι θα παρέμενε ουδέτερη. Τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης προσεχώρησαν σε έναν εκ των δύο αντιπάλων συνασπισμών. Αρχικώς, η Ελλάδα παρέμεινε ουδέτερη κατόπιν ομοφώνου αποφάσεως της πολιτι κοστρατιωτικής ηγεσίας της χώρας. Αργότερα, όμως, ανέκυψε οξύτατη διαφωνία μεταξύ του Βασιλέως Κωνσταντίνου (συνεπικουρούμενου από τους στρατιωτικούς επιτελείς) και του Βενιζέλου σχετικά με τη συμμετοχή ή μη της χώρας στον πόλεμο και τις γραπτές εγγυήσεις τουλάχιστον περί της εδαφικής της ακεραιότητος, που όφειλε να εξασφαλίσει από τους μελλοντικούς συμμάχους της. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στον περιώνυμο «εθνικό διχασμό». Τον Αύγουστο του 1916, ξέσπασε το φιλοβενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη, όπου και σχηματίστηκε ένας νέος πόλος εξουσίας. Τελικώς, επεκράτησε ο Βενιζέλος και ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος απεχώρησε του θρόνου. Στην πρωτεύουσα, εγκαταστάθηκε το καθεστώς της Θεσσαλονίκης. Τον Ιούνιο του 1917, η χώρα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Συνεννοήσεως-Αντάντ (Triple Entente ή Entente Cordiale), αλλά πολλοί Έλληνες ουδεμία προθυμία κατατάξεως στις ένοπλες δυνάμεις έδειχναν. Τελικώς, με πολύ κόπο και με τη χρήση πολλών και διαφόρων μεθόδων, επετεύχθη η συγκρότηση ορισμένων μονάδων. Η επιστράτευση στην έδρα της IV Μεραρχίας, στην Πελοπόννησο απέφερε αρχικώς πενιχρά αποτελέσματα και μόνον μετά την πάροδο αρκετών μηνών μπόρεσε να δημιουργηθεί μία μάχιμη μονάδα (τον Μάϊο του 1918). Οι άνδρες αυτής μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Νάρες της Θεσσαλονίκης, όπου έλαβε χώρα η ταχεία εκπαίδευσή τους.

Τον Αύγουστο του ιδίου έτους, η IV Μεραρχία εγκαταστάθηκε στην Αξιούπολη, καλύπτουσα το δυτικό μέτωπο του Αξιού ποταμού. Υπήχθη υπό τις διαταγές του μεράρχου του 8ου Συντάγματος Πεζικού (τομέας Σκρα), του 11ου Συντάγματος Πεζικού (τομέας Λειβαδιού) και του 35ου Συντάγματος Πεζικού (τομέας Καπίνιανης). Κατά τις προσεχείς εβδομάδες, οι άνδρες της μονάδος εκπαιδεύτηκαν εντατικά για να συμμετάσχουν στη μεγάλη επίθεση, την οποία θα εξαπέλυε η 1η Ομάδα Μεραρχιών προς την κατεύθυνση της Χούμα. Η επίθεση αυτή εξεδηλώθη στις αρχές Σεπτεμβρίου (π. ημ.) και η IV Μεραρχία (εξαιρουμένων των ανδρών του 11ου Συντάγματος, που παρέμεινε στην εφεδρεία) κατέλαβε τους αντικειμενικούς της σκοπούς, εκμηδενίζοντας την εχθρική αντίσταση. Ακολούθως, προήλασε στα μετόπισθεν της εχθρικής διατάξεως, καταλαμβάνοντας τις οχυρές τοποθεσίες Σαρένα-Τζένα και Κετσί-Καγιά. Ο εχθρός υπεχώρησε ατάκτως, καταδιωκόμενος από τις ημέτερες δυνάμεις επί του άξονος Κοϊνσκό-Σερμενλή-Μιρόφτσα-Δαβίδοβο. Περί τα τέλη του μηνός, οι εξαντλημένοι άνδρες της μονάδος έφθασαν στη γραμμή Δεμίρ Καπού - Κλεισούρα-Γκράντες, την οποία και κατέλαβαν. Την 16η / 29η Σεπτεμβρίου 1918, η Βουλγαρία συνθηκολόγησε και στη IV Μεραρχία ανετέθη προσωρινώς η φύλαξη της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Αργότερα, αντικαταστάθηκε από τη Μεραρχία Αρχιπελάγους και μεταφέρθηκε στα Βελεσσά, όπου και αναδιοργανώθηκε. Στα τέλη Νοεμβρίου, η συγκεκριμένη μεραρχία τέθηκε σε επιχειρησιακή ετοιμότητα και μετεστάθμευσε στην Αξιούπολη. Συνολικά, οι απώλειές της κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανήλθαν σε 108 νεκρούς (εκ των οποίων 9 ήταν αξιωματικοί), 354 τραυματίες (5 αξιωματικοί και 349 οπλίτες) και 2 αξιωματικούς αγνοούμενους.
( συνεχίζεται )
http://army.gr/sites/default/files/mag_20111001.pdf
σελ. 24 - 43
Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, Νομικός-Διεθνολόγος, Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο Ελληνικός Στρατός είχε οργανωθεί σε δύο μεραρχίες. Πιο συγκεκριμένα, την 26η Ιανουαρίου 1877, ψηφίστηκε ο νόμος ΧΚΕ΄, βάσει του οποίου οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις οργανώνονταν σε δύο μεραρχίες, τη «Μεραρχία Στερεάς Ελλάδος» και τη «Μεραρχία Πελοποννήσου». Η πρώτη μονάδα αποτελείτο από την 1η και τη 2η Ταξιαρχίες και έδρευε στην Αθήνα. Η δεύτερη μεραρχία αποτελείτο από την 3η και την 4η Ταξιαρχίες και έδρευε στην Πάτρα. Η κάθε ταξιαρχία αποτελείτο από δύο συντάγματα. Αργότερα, το σύστημα αυτό αναδιαρθρώθηκε, καθώς εθεωρήθη μη λειτουργικό. Τότε, οι δύο μεραρχίες διαλύθηκαν και οι τέσσερις ταξιαρχίες ανεδείχθησαν σε αυτοδύναμες μονάδες, υπαγόμενες απευθείας στο Αρχηγείο Στρατού. Σημειωτέον ότι είχε καθιερωθεί η καθολική στρατολογία, με τον νόμο ΨΙΣΤ΄, του Νοεμβρίου 1878 . Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, όλοι οι Έλληνες πολίτες ηλικίας από 20 έως 40 ετών όφειλαν να υπηρετήσουν αυτοπροσώπως στον στρατό. Εξαιρούντο μόνον όσοι ήταν ανίκανοι σωματικώς, όσοι είχαν καταδικαστεί για την τέλεση εγκλημάτων και όσοι είχαν στερηθεί των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο τού 1897, η Ι Μεραρχία έδρευε στη Λάρισα και τελούσε υπό τις διαταγές του Υποστρατήγου Νικολάου Μακρή, ενώ η έδρα της ΙΙ Μεραρχίας ευρίσκετο στα Τρίκαλα και διοικητής της ήταν ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Μαυρομιχάλης. Η Ι Ταξιαρχία ήταν εγκατεστημένη στη Λάρισα και επικεφαλής της ήταν ο Συνταγματάρχης Ι. Δημόπουλος. Η ΙΙ ευρίσκετο στον Τύρναβο και τελούσε υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Χ. Μαστραπά, ενώ η ΙΙΙ Ταξιαρχία ήταν εγκατεστημένη στην ευρύτερη περιοχή Ζάρκου-Ρεβενίου. Επικεφαλής της τελευταίας ήταν διαδοχικώς οι Συνταγματάρχες Γ. Κακλαμάνος και Κων. Σμολένσκης. Η IV Ταξιαρχία ήταν στη θέση Αλήφακα ( σημερινό χωριό Κάστρο Λαρίσης ) και τελούσε υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Μάρκου Αντωνιάδη. Λίγο προ της ενάρξεως του πολέμου, εσχηματίσθη και μία άλλη ταξιαρχία, τη διοίκηση της οποίας ανέλαβε ο προαναφερθείς Συνταγματάρχης Κακλαμάνος.
Μετά τη λήξη του πολέμου αυτού (η έκβαση του οποίου δεν υπήρξε ευνοϊκή για τα ελληνικά όπλα), έλαβε χώρα μία νέα αναδιάρθρωση του Ελληνικού Στρατού. Το 1903, ψηφίστηκε ο νόμος ΒΠΟΖ΄, σύμφωνα με τον οποίο συνεκροτούντο εκ νέου μεραρχίες. Δημιουργήθηκαν, λοιπόν, τρεις μεραρχίες, ήτοι: η 1η με έδρα τη Λάρισα, η 2α με έδρα την Αθήνα και η 3η με έδρα το Μεσολόγγι. Κατά τα αμέσως προσεχή έτη, ο στρατός εξοπλίσθη με νέα όπλα, μερίμνη του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη . Πιο συγκεκριμένα, παρηγγέλθησαν 100.000 τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 αραβίδες Μάνλιχερ, 10 πυροβολαρχίες ταχυβόλων και 36.000.000 φυσίγγια νέου τυφεκίου, ενώ ελήφθησαν συγκεκριμένα μέτρα και για την ενίσχυση του ναυτικού. Τον Αύγουστο του 1909, έλαβε χώρα το κίνημα στο Γουδί και κατά την προσεχή περίοδο, προχώρησε έτι περαιτέρω ο εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων. Το 1912, συνετάχθη ένας νέος οργανισμός, σύμφωνα με τον οποίο συνεκροτούντο 4 μεραρχίες, 6 τάγματα ευζώνων, 3 συντάγματα ιππικού και 2 συντάγματα μηχανικού. Η κάθε μεραρχία θα αποτελείτο από 3 συντάγματα πεζικού και 1 σύνταγμα πεδινού πυροβολικού των τριών μοιρών. Την 7η Ιανουαρίου 1912, λοιπόν, απεφασίσθη η συγκρότηση μίας τετάρτης μεραρχίας με έδρα το Ναύπλιο, η οποία θα βασιζόταν στο τριαδικό σύστημα. Υπό τη μονάδα αυτή, υπήχθησαν το 8ο Σύνταγμα Πεζικού (το οποίο έδρευε στο Ναύπλιο), το 9ο Σύνταγμα Πεζικού (με έδρα την Καλαμάτα), το 11ο Σύνταγμα Πεζικού (το οποίο έδρευε στην Τρίπολη), το 4ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού (με έδρα την Αθήνα) καθώς και τα 10ο , 11ο και 12ο Στρατολογικά Διαμερίσματα. Η διοίκηση της νέας μονάδος ανετέθη στον Υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μοσχόπουλο.
Την 25η Σεπτεμβρίου / 8η Οκτωβρίου 1912, το Μαυροβούνιο εκήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πέντε ημέρες μετά, οι κυβερνήσεις της Βουλγαρίας, της Ελλάδος και της Σερβίας επέδωσαν μία τελεσιγραφική διακοίνωση προς την Υψηλή Πύλη. Το κείμενο είχε προπαρασκευασθεί στο Βελιγράδι και εμπεριείχε τρεις αξιώσεις: πρώτον, την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στις ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας, με βάση το άρθρο 23 της Συνθήκης του Βερολίνου, δεύτερον την υπαγωγή του ελέγχου της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στις Μεγάλες Δυνάμεις και τρίτον την επίσημη δήλωση της Υψηλής Πύλης περί αποδοχής των προαναφερθέντων όρων, οι οποίοι θα ετίθεντο σε εφαρμογή το αργότερο έως τον Μάρτιο του 1913. Τέλος, απαιτήθηκε η ανάκληση του διατάγματος της επιστρατεύσεως, ως απόδειξη της καλής προαιρέσεως της οθωμανικής κυβερνήσεως. Η Υψηλή Πύλη απαξίωσε να απαντήσει, καθώς εθεώρησε τη διακοίνωση αυτή επέμβαση στις εσωτερικές της υποθέσεις. Επιπλέον, προχώρησε στην ανάκληση των πρεσβευτών της από τρεις βαλκανικές πρωτεύουσες, την 4η /17η Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα, οι Οθωμανοί κατέβαλαν προσπάθεια να διασπάσουν τη βαλκανική συμμαχία, προσεγγίζοντας την Ελλάδα. Η προσπάθειά τους απέτυχε και κατά τις προσεχείς ημέρες ξέσπασε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος.
Το σχέδιο επιστρατεύσεως προέβλεπε ότι η IV Μεραρχία θα υπαγόταν στο Β΄ Σώμα Στρατού. Αυτό είχε έδρα στην Πάτρα. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της επιστρατεύσεως, όλες οι μονάδες της μεραρχίας κατευθύνθηκαν το ταχύτερο προς το μέτωπο και έλαβαν μέρος στην καθοριστική μάχη του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου). Η φύσει οχυρά αυτή θέση είχε ενισχυθεί από τους Οθωμανούς με τη βοήθεια ξένων αξιωματικών. Προς τούτο, η επιτυχία του Ελληνικού Στρατού προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους ευρωπαϊκούς στρατιωτικούς κύκλους. Η συνεισφορά τής συγκεκριμένης μεραρχίας στην τελική έκ βαση της μάχης υπήρξε πολύ σημαντική, καθώς οι άνδρες της εξετέλεσαν με ακρίβεια έναν υπερκερωτικό ελιγμό από δυσμάς. Ο εχθρός εξηναγκάσθη σε υποχώρηση για να αποφύγει την περικύκλωση, δεν κατάφερε, όμως, να ανασυγκροτηθεί, καθώς τελούσε υπό συνεχή πίεση από τα ημέτερα τμήματα. Οι άνδρες της μονάδος εκμεταλλεύτηκαν την επικράτησή τους στο Σαραντάπορο και κατεδίωξαν τους Οθωμανούς δια της αμαξιτής οδού προς τα Σέρβια. Οι εχθρικές δυνάμεις εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης το σύνολο των νεκρών και των τραυματιών τους, ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού τους καθώς και τη σημαία του τάγματος της Δράμας ! Η μάχη υπήρξε φονική και η IV Μεραρχία απώλεσε 15 νεκρούς (εκ των οποίων 2 ήταν αξιωματικοί) και 62 τραυματίες (1 αξιωματικός και 61 οπλίτες). Ακολούθως, τμήματα της μονάδος κατάφεραν να καταλάβουν άθικτη τη γέφυρα Σερβίων-Κοζάνης, γεγονός που τους επέτρεψε να κινηθούν ταχύτατα προς τα Γιαννιτσά. Η IV Μεραρχία συμμετείχε στη μάχη που έλαβε χώρα στα περίχωρα της πόλεως αυτής. Κατ’ ουσίαν, η έκβασή της έκρινε την τύχη της Θεσσαλονίκης. Αρχικώς, οι άνδρες της προήλασαν μέχρι το χωριό Άγιος Γεώργιος και κατόπιν κατέλαβαν το χωριό Παλαιό. Εν συνεχεία, εκινήθησαν προς τα Γιαννιτσά και επετέθησαν κατά της κυρίας τοποθεσίας αντιστάσεως των Τούρκων. Σημειωτέον ότι το Γενικό Στρατηγείο είχε αποφασίσει την εκδήλωση συντονισμένης επιθέσεως από το σύνολο των ανδρών της Στρατιάς Θεσσαλίας, γεγονός δηλωτικό του ενδιαφέροντος που αποδιδόταν στην κατάληψη της συγκεκριμένης πόλεως (δηλαδή της Θεσσαλονίκης).

Η μάχη ξεκίνησε την 18η Οκτωβρίου και διήρκεσε επί τριήμερο. Η έκβασή της υπήρξε απολύτως θετική για τις ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες κατόρθωσαν να επικρατήσουν των Τούρκων για δεύτερη συνεχόμενη φορά, εντός ολίγων ημερών. Οι άνδρες της συγκεκριμένης μεραρχίας επέδειξαν απαράμιλλο θάρρος και ανδρεία και κατά τη συγκεκριμένη μάχη, καταβάλλοντας βαρύ φόρο αίματος. Πιο συγκεκριμένα, οι απώλειες της IV Mεραρχίας ανήλθαν σε 87 νεκρούς (εκ των οποίων 4 ήταν αξιωματικοί) και 307 τραυματίες (14 αξιωματικοί και 293 οπλίτες). Κατά τις προσεχείς ημέρες, ο Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού (Διάδοχος Κωνσταντίνος) διέταξε την ανάπαυση και την ανασυγκρότηση της μονάδος, οι άνδρες της οποίας μετεφέρθησαν στη Θεσσαλονίκη περί τα τέλη Νοεμβρίου. Εκεί, παρέμειναν επί αρκετές ημέρες, καθώς το μέτωπο στη Μακεδονία είχε σταθεροποιηθεί. Το «ατύχημα» της V Mεραρχίας στο Αμύνταιο (την 24η Οκτωβρίου / 6η Νοεμβρίου) έδωσε τη δυνατότητα στους Σέρβους να εισέλθουν πρώτοι στο Μοναστήρι, ενώ στα ανατολικά οι Τούρκοι είχαν συντριβεί από τους Βουλγάρους.
Αντιθέτως, η εκστρατεία στην Ήπειρο συνεχιζόταν, καθώς δεν είχε επιτευχθεί ο μείζων στόχος της απελευθερώσεως των Ιωαννίνων. Οι Τούρκοι πολεμούσαν με πείσμα, ανεφοδιαζόμενοι από τους Αλβανούς. Η απελευθέρωση της πόλεως αυτής, όμως, αποτελούσε διακαή πόθο του Αρχιστρατήγου και όλων των αξιωματικών, οι οποίοι έφεραν βαρέως την απώλεια της ελληνικότατης πόλεως του Μοναστηρίου.( Στο Μοναστήρι διαβιούσαν περίπου 14.000 Έλληνες πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η πόλη και η ευρύτερη περιοχή είχαν βρεθεί στο επίκεντρο των συγκρούσεων κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Οι Έλληνες κάτοικοι είχαν υποφέρει από τους Κομιτατζήδες και ανέμεναν με ανυπομονησία την απελευθέρωσή τους από τον Ελληνικό Στρατό. Δυστυχώς, το Μοναστήρι περιήλθε υπό την κατοχή του σερβικού στρατού και πολλοί κάτοικοί του εκπατρίστηκαν απογοητευμένοι ). Την ιδία ώρα, η Σόφια είχε ξεκινήσει παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ανακωχής. Η Αθήνα υπέβαλε συγκεκριμένους όρους, οι οποίοι συνίσταντο στην παραχώρηση στα Συμμαχικά κράτη:
α. όλων των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (πλην της Κωνσταντινουπόλεως και της ζώνης, που την προστατεύει),
β. των νήσων του Αιγαίου Πελάγους και
γ. της Κρήτης.
Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση εζήτησε την παράταση του αποκλεισμού των παραλίων της Αδριατικής και τη διατήρηση του δικαιώματος της νηοψίας όσων πλοίων έπλεαν στην περιοχή από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Οι όροι αυτοί δεν έγιναν αποδεκτοί και η Ελλάδα δεν υπέγραψε την ανακωχή με τους Οθωμανούς. Αυτή υπεγράφη από τους Βουλγάρους εκ μέρους και των άλλων δύο κρατών (Μαυροβουνίου και Σερβίας), στην Τσατάλτζα, την 20η Νοεμβρίου /3η Δεκεμβρίου. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, ευφυώς πράττουσα, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν στο Λονδίνο για τη συνομολόγηση της ειρήνης. Εκεί, θα ελάμβαναν χώρα κατ’ ουσίαν δύο συνδιασκέψεις, μία των αντιμαχομένων και μία των Μεγάλων Δυνάμεων, που συγκροτούσαν την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη . ( Η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη υφίστατο ήδη από τον 19ο αιώνα και αποτελούσε ένα κοινά αποδεκτό διπλωματικό forum για τη συζήτηση και την επίλυση των διακρατικών διαφορών ).Μάλιστα, επικεφαλής της πολυμελούς ελληνικής αντιπροσωπείας ετέθη ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η πολιτική αυτή απεδείχθη απολύτως επιτυχής, καθώς σύντομα κατέστη εμφανές ότι οι διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο καρκινοβατούσαν και θα κατέληγαν σε αδιέξοδο. Από τα τέλη Δεκεμβρίου του 1912, η Αθήνα συγκέντρωνε ισχυρές δυνάμεις στην Ήπειρο, απελευθερώνοντας με τα όπλα μεγάλες περιοχές με τελικό στόχο τα Ιωάννινα. Η IV Μεραρχία ανεχώρησε ατμοπλοϊκώς από τη Θεσσαλονίκη, κατά το διήμερο 10-11 Δεκεμβρίου. Ύστερα από ένα εικοσαήμερο κοπιαστικό ταξίδι, έφθασε στην Πρέβεζα, η οποία είχε ήδη απελευθερωθεί από τα μέσα Οκτωβρίου. Από τις αρχές Νοεμβρίου, τμήματα της μεραρχίας συμμετείχαν στις μάχες στο Ηπειρωτικό μέτωπο. Τον Φεβρουάριο, το επιτελείο εκπόνησε ένα ευφυέστατο σχέδιο, το οποίο συνίστατο στην παραπλάνηση του εχθρού. Οι Τούρκοι έμειναν με την εντύπωση ότι η κύρια επίθεση θα διεξαγόταν προς την κατεύθυνση Καστρίτσα-Κοτσελιό-Μπιζάνι. Αντιθέτως, ο Αρχιστράτηγος διέταξε τη συγκέντρωση με πλήρη μυστικότητα των ελληνικών δυνάμεων προς τη δυτική πλευρά της αμυντικής διατάξεως του εχθρού. Προς εξασφάλιση της ταχύτητος της ενεργείας, ώστε να προληφθεί πάσα αναδιάταξη των εχθρικών δυνάμεων, ο Κωνσταντίνος διέθεσε για τη μάζα ελιγμού 23 από τα 39 ελληνικά τάγματα. Άφησε δε μόνον 16 για την άμυνα του υπολοίπου μετώπου, εφαρμόζοντας με τόλμη την αρχή της οικονομίας δυνάμεων. Κύριος στόχος του ευφυούς αυτού σχεδίου ήταν η απόκτηση μεγάλης υπεροχής στη μάζα ελιγμού, ούτως ώστε να επιτευχθεί ο τακτικός αιφνιδιασμός των Τούρκων και η πλήρης ανατροπή του δυτικού τους μετώπου. Η εξέλιξη αυτή θα παρέλυε την αντίδραση του εχθρού και θα εκλόνιζε όλη την παράταξή του. Ο ελιγμός αυτός εξετελέστη με ακρίβεια από τις ελληνικές δυνάμεις και επέφερε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Δημιουργήθηκε ρήγμα στην τουρκική διάταξη και ο εχθρός άρχισε να υποχωρεί ατάκτως, μεταδίδοντας τον πανικό του και στις υπόλοιπες μονάδες. Σύντομα, ο επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων Εσάτ Πασάς εξηναγκάσθη να ζητήσει την κατάπαυση του πυρός. Το πρωΐ της 21ης Φεβρουαρίου 1913, οι μάχες έληξαν και τα Ιωάννινα απελευθερώθηκαν. Μετά την πρωτεύουσα της Ηπείρου, απελευθερώθησαν το Λεσκοβίκι, η Κόνιτσα, η Πρεμετή, η Κλεισούρα, οι Άγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και το Τεπελένι . ( Η Χειμάρρα είχε ήδη απελευθερωθεί από Έλληνες εθελοντές με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη της Χωροφυλακής (και ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα) Σπύρο Σπυρομίλιο από τον προηγούμενο Νοέμβριο ) .Η συγκεκριμένη μονάδα, όμως, υπέστη βαρύτατες απώλειες και κατά τη διάρκεια των μαχών στο Ηπειρωτικό μέτωπο. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των νεκρών έφθασε τους 30 και των τραυματιών τους 272.

Στο Λονδίνο, η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη κατέληξε σε ένα προκαταρκτικό κείμενο, το οποίο απεδέχθησαν τελικώς όλοι οι εμπόλεμοι πλην της Ελλάδος. Η Αθήνα δεν ήταν ευχαριστημένη από την ασάφεια που υπήρχε για το καθεστώς των νήσων του Αιγαίου. Επιπλέον, οι Έλληνες ένιωθαν απογοητευμένοι επειδή το νεοσύστατο κράτος των Αλβανών (οι ηγέτες των οποίων είχαν ταχθεί στο πλευρό των ηττημένων Οθωμανών) απέκτησε μεγάλες εδαφικές περιοχές της βορείου Ηπείρου, κατοικούμενες κατά συντριπτικό ποσοστό από ελληνικούς πληθυσμούς. Τελικώς, όμως, και ύστερα από πολλές αμφιταλαντεύσεις η ελληνική κυβέρνηση υπεχώρησε και η συνθήκη ειρήνης υπεγράφη, την 17η/ 30η Μαΐου 1913. Εντούτοις, η κατάσταση στη Βαλκανική παρέμεινε τεταμένη καθώς τόσο οι Βούλγαροι (κυρίως) όσο και οι Σέρβοι (δευτερευόντως) δεν ήταν ευχαριστημένοι. Κυρίως οι πρώτοι εδήλωναν σε όλους τους τόνους ότι είχαν λάβει ελάχιστα εδάφη εν συγκρίσει με τη συνεισφορά τους στην κοινή προσπάθεια. Οι αιτιάσεις της Σόφιας προκάλεσαν την αντίδραση των Αθηνών και του Βελιγραδίου. Η κατάσταση επιδεινώθηκε έτι περαιτέρω, εξαιτίας της συμπεριφοράς των Βουλγάρων στρατιωτών έναντι του ντόπιου πληθυσμού στις απελευθερωθείσες από αυτούς περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να εκτονώσει την κρίση δια της διπλωματικής οδού, δίχως επιτυχία. Σύντομα, δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ των βουλγαρικών στρατευμάτων και των αντίστοιχων ελληνικών στη Μακεδονία. Επίσης, προστριβές εσημειώθησαν μεταξύ των Βουλγάρων και των Σέρβων, γεγονός που οδήγησε σε αναγκαστική σύμπλευση την Αθήνα και το Βελιγράδι.
Το βράδυ της 16ης προς 17η Ιουνίου, βουλγαρικά στρατεύματα επετέθησαν αιφνιδιαστικά εναντίον όσων ελληνικών στρατευμάτων ευρίσκοντο στις Ελευθερές, το Βέρτισκο, την Καλλινδρία και το Καρασούλι. Επίσης, οι Βούλγαροι επετέθησαν και εναντίον των σερβικών δυνάμεων, οι οποίες ήταν εγκατεστημένες κατά μήκος του ποταμού Αξιού. Σημειωτέον ότι δεν είχε προηγηθεί επίσημη κήρυξη πολέμου από τη Σόφια. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός. Αρχικώς, η ελληνική προφυλακή αναδιπλώθηκε, επιβραδύνοντας την επίθεση του εχθρού και το βράδυ της ιδίας ημέρας ανεχώρησε συνταγμένη για τη Θάσο. Το επόμενο πρωί, ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε το λιμάνι των Ελευθερών. Η βουλγαρική επίθεση εναντίον των ελληνικών θέσεων εκφυλίστηκε, ενώ σύντομα τα ημέτερα τμήματα εκκαθάρισαν τη Θεσσαλονίκη από τα εχθρικά στρατεύματα. Την 18η Ιουνίου / 1η Ιουλίου, ο Βασιλεύς πλέον Κωνσταντίνος - την 5η / 18η Μαρτίου, δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Βασιλεύς Γεώργιος - έφθασε στη Θεσσαλονίκη και απεφάσισε να επιτεθεί στον εχθρό, για να αποτρέψει την πιθανή συγκέντρωση της βουλγαρικής στρατιάς στο Κιλκίς, όπου είχαν ήδη κατασκευαστεί ισχυρά οχυρωματικά έργα. Το προσεχές τριήμερο, έλαβε χώρα η αιματηρή μάχη Κιλκίς-Λαχανά, η οποία έληξε νικηφόρα για τα ελληνικά στρατεύματα. Οι άνδρες της IV Μεραρχίας συνετέλεσαν καθοριστικά στη νίκη. Πάντως, η μονάδα κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του πυρός, έχοντας συνολικά 500 άνδρες εκτός μάχης! Οι αξιωματικοί και οι οπλίτες της ξεπέρασαν τα όριά τους, καταδιώκοντας τον εχθρό μέχρι το χωριό Τέρπυλος. Η νίκη του Ελληνικού Στρατού στη μάχη του Κιλκίς - Λαχανά ήταν μεγίστης σημασίας, καθώς διεσφάλισε τη Θεσσαλονίκη. Έκτοτε, ο αγών έπαψε να είναι αμυντικός και μετετράπη σε απελευθερωτικό.

Τα τμήματα της συγκεκριμένης μεραρχίας, δίχως να αναπαυθούν, επετέθησαν με απαράμιλλο σθένος εκ νέου εναντίον του εχθρού, λαμβάνοντας μέρος στη διήμερη μάχη της Δοϊράνης (22-23 Ιουνίου). Την 24η Ιουνίου, έφθασαν στο παλαιό Τριεθνές (ύψωμα 1494), επί του όρους Μπέλες και δύο ημέρες αργότερα αντιμετώπισαν τους υποχωρούντες Βουλγάρους και τους διέλυσαν, κυριεύοντας, μεταξύ άλλων, 6 πολυβόλα. Την 27η Ιουνίου, η IV Μεραρχία εστράφη εναντίον μίας άλλης εχθρικής φάλαγγας, η οποία κινείτο επί της οδού Στρωμνίτσης-Πετριτσίου. Η μάχη ήταν αμφίρροπη, καθώς οι Βούλγαροι διέθεταν αρκετά οχήματα και πυροβολικό. Μολαταύτα, οι Έλληνες κατέβαλαν την εχθρική αντίσταση, διασκορπίζοντας τον εχθρό. Σημειωτέον ότι στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν πολλά λάφυρα (όπως 18 πυροβόλα και 200 οχήματα), ενώ συνελήφθησαν και 100 περίπου αιχμάλωτοι.
Κατόπιν, η IV Μεραρχία συμμετείχε στη μάχη της Κρέσνας (την 5η Ιουλίου). Το βουλγαρικό επιτελείο είχε προλάβει να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και διέταξε την υπεράσπιση «παντί τρόπω» της συγκεκριμένης τοποθεσίας, η οποία είναι μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας. ( Η Κρέσνα είναι ένα χωριό, που ευρίσκεται στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα, πλησίον των ομώνυμων στενών. Αυτά έφεραν τη χαρακτηριστική ονομασία «σιδηρές πύλες» ) . Εντούτοις, οι Έλληνες κατήγαγαν μία ακόμη νίκη, ύστερα από πενθήμερη μάχη και κατάφεραν να απωθήσουν τον εχθρό. Λίγες ημέρες μετά, ξεκίνησε η μάχη της Τζουμαγιάς, η οποία κατελήφθη την 17η / 30η Ιουλίου 1913. Την ημέρα εκείνη, απεφασίσθη η σύναψη ανακωχής, κατόπιν παρεμβάσεως του Τσάρου Νικολάου Β΄. Οι Βούλγαροι απειλούντο με αφανισμό, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν και τις επιθέσεις των Ρουμάνων και των Τούρκων, οι οποίοι επεχείρησαν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις. ( Την 27η Ιουνίου, η Ρουμανία εκήρυξε τον πόλεμο στη Βουλγαρία, ενώ την επομένη στον πόλεμο εισήλθε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ρουμανικός στρατός εκυρίευσε τη Δοβρουτσά και τη Βάρνα, ενώ ο αντίστοιχος τουρκικός ανακατέλαβε την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές, την 7η Ιουλίου ). Κατόπιν, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, κατά τις οποίες οι Βούλγαροι προσπάθησαν να διασπάσουν τη συμμαχική ενότητα, ικανοποιώντας όλα σχεδόν τα αιτήματα των Ρουμάνων και των Σέρβων και προβάλλοντας σθεναρή στάση έναντι των Ελλήνων. Τελικώς, η υποστήριξη των Ρώσσων (πρωτίστως) και των Αυστριακών (δευτερευόντως) τους επέτρεψε να διατηρήσουν τη δυτική Θράκη, αν και η Αλεξανδρούπολη είχε απελευθερωθεί από αποβατικό άγημα του Ελληνικού Στόλου.
Την 28η Ιουλίου / 10η Αυγούστου 1913, υπεγράφη η Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Δυστυχώς, κατά τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της συνθήκης αυτής, η Ελλάδα δεν κατάφερε να διασφαλίσει τη διατήρηση των ήδη απελευθερωθεισών περιοχών της βορείου Ηπείρου και της δυτικής Θράκης. Επιπλέον, δεν υπήρχε ούτε μία αναφορά στη συνθήκη, που να διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων των Ελλήνων της δυτικής Θράκης. Λίγο μετά η μεραρχία μετακινήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είχε υπαχθεί πλέον υπό τις διαταγές του διοικητού του Δ΄ Σώματος Στρατού. Εκεί, παρέμεινε επί αρκετές εβδομάδες, έως ότου διετάχθη η επιστροφή της στην Πελοπόννησο. Έκτοτε, υπήχθη στο Β΄ Σώμα Στρατού.
Η λήξη των Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την Ελλάδα ισχυροποιημένη, δίχως, όμως, να έχει εκπληρώσει το σύνολο των εθνικών της πόθων. Επηκολούθησε μία περίοδος ανασυγκροτήσεως, η οποία διεκόπη από τα γεγονότα στη γηραιά ήπειρο.
Το θέρος του 1914, εξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, επ’ αφορμή της δολοφονίας του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου-Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας από Σέρβους παρακρατικούς στο Σεράγεβο. Προ ετών, είχαν ήδη σχηματιστεί οι δύο αντιμαχόμενοι συνασπισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων, α. η Τριπλή Συμμαχία ή Συμμαχία των Κεντρικών Αυτοκρατοριών (η σύναψη της οποίας χρονολογείτο από τον 19ο αιώνα και περιελάμβανε την Αυστροουγγαρία, τη Γερμανία και την Ιταλία) και β. η Τριπλή ή Εγκάρδια Συνεννόηση (η οποία αποτελείτο από τη Γαλλία, τη Μεγ. Βρεταννία και τη Ρωσία). Η μόνη χώρα από αυτές, η οποία αρνήθηκε να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις ήταν η Ιταλία. Η κυβέρνησή της εδήλωσε ότι θα παρέμενε ουδέτερη. Τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης προσεχώρησαν σε έναν εκ των δύο αντιπάλων συνασπισμών. Αρχικώς, η Ελλάδα παρέμεινε ουδέτερη κατόπιν ομοφώνου αποφάσεως της πολιτι κοστρατιωτικής ηγεσίας της χώρας. Αργότερα, όμως, ανέκυψε οξύτατη διαφωνία μεταξύ του Βασιλέως Κωνσταντίνου (συνεπικουρούμενου από τους στρατιωτικούς επιτελείς) και του Βενιζέλου σχετικά με τη συμμετοχή ή μη της χώρας στον πόλεμο και τις γραπτές εγγυήσεις τουλάχιστον περί της εδαφικής της ακεραιότητος, που όφειλε να εξασφαλίσει από τους μελλοντικούς συμμάχους της. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στον περιώνυμο «εθνικό διχασμό». Τον Αύγουστο του 1916, ξέσπασε το φιλοβενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη, όπου και σχηματίστηκε ένας νέος πόλος εξουσίας. Τελικώς, επεκράτησε ο Βενιζέλος και ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος απεχώρησε του θρόνου. Στην πρωτεύουσα, εγκαταστάθηκε το καθεστώς της Θεσσαλονίκης. Τον Ιούνιο του 1917, η χώρα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Συνεννοήσεως-Αντάντ (Triple Entente ή Entente Cordiale), αλλά πολλοί Έλληνες ουδεμία προθυμία κατατάξεως στις ένοπλες δυνάμεις έδειχναν. Τελικώς, με πολύ κόπο και με τη χρήση πολλών και διαφόρων μεθόδων, επετεύχθη η συγκρότηση ορισμένων μονάδων. Η επιστράτευση στην έδρα της IV Μεραρχίας, στην Πελοπόννησο απέφερε αρχικώς πενιχρά αποτελέσματα και μόνον μετά την πάροδο αρκετών μηνών μπόρεσε να δημιουργηθεί μία μάχιμη μονάδα (τον Μάϊο του 1918). Οι άνδρες αυτής μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Νάρες της Θεσσαλονίκης, όπου έλαβε χώρα η ταχεία εκπαίδευσή τους.

Τον Αύγουστο του ιδίου έτους, η IV Μεραρχία εγκαταστάθηκε στην Αξιούπολη, καλύπτουσα το δυτικό μέτωπο του Αξιού ποταμού. Υπήχθη υπό τις διαταγές του μεράρχου του 8ου Συντάγματος Πεζικού (τομέας Σκρα), του 11ου Συντάγματος Πεζικού (τομέας Λειβαδιού) και του 35ου Συντάγματος Πεζικού (τομέας Καπίνιανης). Κατά τις προσεχείς εβδομάδες, οι άνδρες της μονάδος εκπαιδεύτηκαν εντατικά για να συμμετάσχουν στη μεγάλη επίθεση, την οποία θα εξαπέλυε η 1η Ομάδα Μεραρχιών προς την κατεύθυνση της Χούμα. Η επίθεση αυτή εξεδηλώθη στις αρχές Σεπτεμβρίου (π. ημ.) και η IV Μεραρχία (εξαιρουμένων των ανδρών του 11ου Συντάγματος, που παρέμεινε στην εφεδρεία) κατέλαβε τους αντικειμενικούς της σκοπούς, εκμηδενίζοντας την εχθρική αντίσταση. Ακολούθως, προήλασε στα μετόπισθεν της εχθρικής διατάξεως, καταλαμβάνοντας τις οχυρές τοποθεσίες Σαρένα-Τζένα και Κετσί-Καγιά. Ο εχθρός υπεχώρησε ατάκτως, καταδιωκόμενος από τις ημέτερες δυνάμεις επί του άξονος Κοϊνσκό-Σερμενλή-Μιρόφτσα-Δαβίδοβο. Περί τα τέλη του μηνός, οι εξαντλημένοι άνδρες της μονάδος έφθασαν στη γραμμή Δεμίρ Καπού - Κλεισούρα-Γκράντες, την οποία και κατέλαβαν. Την 16η / 29η Σεπτεμβρίου 1918, η Βουλγαρία συνθηκολόγησε και στη IV Μεραρχία ανετέθη προσωρινώς η φύλαξη της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Αργότερα, αντικαταστάθηκε από τη Μεραρχία Αρχιπελάγους και μεταφέρθηκε στα Βελεσσά, όπου και αναδιοργανώθηκε. Στα τέλη Νοεμβρίου, η συγκεκριμένη μεραρχία τέθηκε σε επιχειρησιακή ετοιμότητα και μετεστάθμευσε στην Αξιούπολη. Συνολικά, οι απώλειές της κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανήλθαν σε 108 νεκρούς (εκ των οποίων 9 ήταν αξιωματικοί), 354 τραυματίες (5 αξιωματικοί και 349 οπλίτες) και 2 αξιωματικούς αγνοούμενους.
( συνεχίζεται )
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )
Re: Πελοποννήσιοι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συμμετοχή της μονάδος στις επιχειρήσεις του πολέμου αυτού απέσπασε την εύφημο μνεία του επικεφαλής της 1ης Ομάδος Μεραρχιών Γάλλου Στρατηγού Φιλίπ Ντ’ Ανσέλμ (Philippe d’ Anselme).

Η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα μεταξύ των νικητών αλλά σε κακή οικονομική κατάσταση. Οι επιστρατεύσεις του 1915 και του 1918, η οργάνωση του στρατού της «Εθνικής Αμύνης» και οι πολεμικές υποχρεώσεις είχαν καταβαραθρώσει την ούτως ή άλλως ασθενική ελληνική οικονομία. Οι συμμαχικές πολεμικές πιστώσεις εκάλυπταν ένα πολύ μικρό τμήμα των αναγκών της χώρας και η διαιώνιση των πολιτικών παθών δεν δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την επίτευξη της τόσο αναγκαίας σύμπνοιας μεταξύ της κυβερνήσεως και της αντιπολιτεύσεως. Επιπλέον, ο Βενιζέλος είχε να αντιμετωπίσει και τις παλινδρομίες των ξένων, οι οποίοι έδειχναν να μην ενδιαφέρονται για τις ελληνικές διεκδικήσεις. Άλλωστε, η ανακωχή του Μούδρου είχε υπογραφεί ερήμην της Ελλάδος. Ως εκ τούτου, απεφάσισε να αποστείλει στρατεύματα στη μεσημβρινή Ρωσία εναντίον των Μπολσεβίκων, προκειμένου να εγγράψει υποθήκες για το μέλλον και δη για τις περιοχές της Μ. Ασίας. Άλλωστε, ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζώρζ Κλεμανσώ (Georges Clemenceau) είχε κάνει σαφείς νύξεις στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι περί της ανάγκης αποστολής ελληνικών στρατευμάτων στην Ουκρανία. Σε αντάλλαγμα, η Γαλλία θα συνηγορούσε υπέρ των ελληνικών διεκδικήσεων στην ανατολική Θράκη και τη Σμύρνη. Οι Αγγλογάλλοι απεδέχθησαν την ελληνική «προσφορά» και τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα ανεχώρησαν από τον Πειραιά, την Πρωτοχρονιά του 1919. Δυστυχώς, τα αντεπαναστατικά στρατεύματα ηττήθηκαν και αποσυντέθηκαν, οι Γάλλοι πεζικάριοι υπεχώρησαν, ενώ τα πληρώματα πολλών πλοίων τους εστασίασαν.
Ως εκ τούτου, οι Έλληνες έμειναν μόνοι να πολεμούν συντεταγμένα για έναν σκοπό, που δεν τους αφορούσε. Τελικώς, ύστερα από τετράμηνο αγώνα, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα απεχώρησε από τα αφιλόξενα εκείνα εδάφη.
Η προσοχή σύσσωμου του ελληνισμού, όμως, είχε στραφεί στα παράλια της Μ. Ασίας. Ήδη, τον Δεκέμβριο του 1918, στον λιμένα της Σμύρνης, κατέπλευσε το αντιτορπιλλικό «Λέων». Λίγες ημέρες μετά, στην πόλη αφίχθη κλιμάκιο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και οι Έλληνες της Ιωνίας πίστεψαν ότι πλησίαζε η ημέρα της απελευθερώσεώς τους. Πράγματι, ο Βενιζέλος αξίωσε από το Ανώτατο Διασυμμαχικό Συμβούλιο την εκχώρηση της περιοχής της Σμύρνης, τον Φεβρουάριο του 1919. Οι Αμερικανοί αντιτάχθηκαν από την αρχή αλλά οι Ιταλοί προχώρησαν έτι περαιτέρω, αποβιβάζοντας στρατεύματα στην Αττάλεια, τον επόμενο μήνα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μία προσωρινή σύγκληση των απόψεων των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Μεγ. Βρεταννίας, οι οποίες έκαμψαν την αντίθεση των Αμερικανών. Την 23η Απριλίου 1919, ο Βρεταννός πρωθυπουργός David Lloyd George ανεκοίνωσε στον Έλληνα ομόλογό του την απόφαση των τριών Μεγάλων Συμμαχικών Δυνάμεων περί προσωρινής αποστολής ελληνικών στρατευμάτων στο βιλαέτι της Σμύρνης για τη διατήρηση της τάξεως. Οι Ιταλοί αντιπρόσωποι είχαν διαφωνήσει σε υψηλούς τόνους με τον Αμερικανό Πρόεδρο Woodrow Wilson για το θέμα του Φιούμε και είχαν αποχωρήσει από τις συνεδριάσεις του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου.Στις 7.50 π.μ. της 2ας / 15ης Μαΐου, άρχισε η αποβίβαση των ελληνικών δυνάμεων στην πόλη της Σμύρνης κάτω από τις επευφημίες του πλήθους. Μετά την ολοκλήρωση της καταλήψεως της πρωτεύουσας της Ιωνίας και των γύρω υψωμάτων, τμήματα του Ελληνικού Στρατού επεξέτειναν την ελληνική κυριαρχία και στα περίχωρα, έως τα τέλη Μαΐου. Τον επόμενο μήνα, έφθασαν στην περιοχή και οι υπόλοιπες μεραρχίες του Α΄ Σώματος Στρατού από τη μεσημβρινή Ρωσία.
Αρχικώς, η IV Μεραρχία εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Μπάλτζοβας, ενώ αργότερα, μεταφέρθηκε στην περιοχή του Καλικούρτ. Η μονάδα σε ουδεμία εκ των επιθετικών ενεργειών του Ελληνικού Στρατού συμμετείχε, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της Μικρασιατικής εκστρατείας. Την 23η Ιουνίου 1921, η συγκεκριμένη μεραρχία διετάχθη να μετακινηθεί πεζή στο Γκουνούκ, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση εξορμήσεως για την επικείμενη επίθεση. Η πορεία ήταν ιδιαιτέρως κοπιώδης και οι άνδρες της μονάδος κατάφεραν να φθάσουν κατάκοποι στον προορισμό τους, μετά από πέντε ημέρες. Την επομένη, εξόρμησαν και κατέλαβαν τα υψώματα Τεκέ Γιαϊλά και κατόπιν κατευθύνθηκαν προς το Αφιόν Καραχισάρ, όπου έφθασαν την 30η Ιουνίου. Την επόμενη ημέρα, εξεδηλώθη σφοδρή τουρκική επίθεση στον τομέα της IV Μεραρχίας. Ο εχθρός επετέθη αιφνιδιαστικά και με ισχυρές δυνάμεις, με αποτέλεσμα τον κλονισμό των ημετέρων τμημάτων. Σύντομα, όμως, η μονάδα αναδιοργανώθηκε και πέρασε στην αντεπίθεση. Ο εχθρός ανετράπη και υπεχώρησε σε βάθος πολλών χιλιομέτρων, εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης 300 περίπου νεκρούς. Επίσης, συνελήφθησαν και 163 αιχμάλωτοι. Η IV Μεραρχία απώλεσε 22 νεκρούς και 90 τραυματίες.
Τον Ιούλιο, ελήφθη η απόφαση διαλύσεως του Νοτίου Συγκροτήματος Μεραρχιών, στο οποίο υπήγετο η συγκεκριμένη μονάδα. Έκτοτε, η IV Μεραρχία ετέθη απευθείας υπό τις διαταγές της Στρατιάς και εγκαταστάθηκε στο Αφιόν Καραχισάρ, προκειμένου να εμποδίσει τη σύμπτυξη των εχθρικών δυνάμεων προς το Ικόνιο. Η μονάδα αυτή διεσφάλιζε το δεξιό της Στρατιάς, η οποία μετακινήθηκε διαδοχικώς στην περιοχή του Ισικλάρ (την 1η Αυγούστου 1921) και στην αντίστοιχη του Μπουλαβαντίν (την 7η Αυγούστου 1921). Η μη συντριβή των Κεμαλικών κατά τις επιχειρήσεις του θέρους του 1921 και κυρίως κατά τη θρυλική πορεία προς την Άγκυρα, έπεισε το Γενικό Στρατηγείο περί της ανάγκης επιστροφής των στρατευμάτων στις βάσεις εξορμήσεώς τους. Λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της εποποιΐας του Σαγγαρίου και της Αλμυράς Ερήμου, οι ελληνικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν αμυντικά επί της νοητής γραμμής Κιου-Εσκή Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ. Κατά το προσεχές διάστημα, οι ελληνικές κυβερνήσεις κατέβαλαν αγωνιώδεις προσπάθειες για τη διπλωματική επίλυση του ζητήματος με την παράλληλη διασφάλιση των δικαιωμάτων των Μικρασιατών. Δυστυχώς, ο Κεμάλ, ενισχυόμενος ποικιλοτρόπως από τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους Σοβιετικούς, προέβαλε μαξιμαλιστικούς όρους, τους οποίους ουδεμία ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να αποδεχθεί. Ως εκ τούτου, η τύχη της Μ. Ασίας έμελλε να κριθεί επί του πεδίου της μάχης.
Την 13η / 26η Αυγούστου 1922, εξεδηλώθη η μεγάλη τουρκική επίθεση με επίκεντρο την εξέχουσα του Αφιόν, που ήταν το αδύνατο σημείο της ελληνικής παρατάξεως. Η IV Μεραρχία υπαγόταν στο Α΄ Σώμα Στρατού και τελούσε υπό τις διαταγές του Υποστρατήγου Δημητρίου Δημαρά. Η μονάδα κατείχε τον ιδιαιτέρως εκτεταμένο τομέα Καπελάρ, ο οποίος εκτεινόταν σε μήκος 20 χιλιομέτρων! Η αμυντική διάταξη ήταν ιδιαιτέρως αδύνατη, καθώς στην εξέχουσα του Αφιόν 33 φίλια τάγματα είχαν να αντιμετωπίσουν την επίθεση 90 τουρκικών, τα οποία ήταν πλήρως εξοπλισμένα και καλώς εκπαιδευμένα. Η επίθεση ξεκίνησε με σφοδρό βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων, ο οποίος προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο έμψυχο δυναμικό της μονάδος. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ένα τάγμα απώλεσε 17 αξιωματικούς και 346 οπλίτες εντός ολίγων μόνον ωρών! Εντούτοις, προεβλήθη σθεναρή άμυνα προ του αριθμητικώς υπέρτερου εχθρού. Δυστυχώς, οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν το δεξιό της αμυντικής τοποθεσίας, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές τους στην εκμετάλλευση του υφιστάμενου κενού μεταξύ της Ι και της ΙV Μεραρχίας. Το ρήγμα δεν κατέστη δυνατόν να φραγεί λόγω της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού αλλά και της δράσεως του τουρκικού ιππικού. Την επομένη, ανετράπη και το κέντρο της αμυντικής διατάξεως, γεγονός που κοινοποίησε στην ηγεσία του Α΄ Σώματος Στρατού η διοίκηση της μονάδος. Τότε, απεφασίσθη η σύμπτυξη της ΙV Μεραρχίας προς τα υψώματα Κιοπρουλού-Ινάς. Η διαταγή συμπτύξεως δεν κατέστη δυνατόν να διαβιβαστεί σε όλα τα μαχόμενα τμήματα, καθώς το ήδη προβληματικό δίκτυο διαβιβάσεων κατέστη απολύτως ανεπαρκές, λόγω της δράσεως του εχθρού και της ασύντακτης υποχωρήσεως των ημετέρων δυνάμεων. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα η διοίκηση της Στρατιάς να μην έχει σαφή εικόνα της ακριβούς θέσεως των ημετέρων τμημάτων.
Το βράδυ της δευτέρας ημέρας της επιθέσεως, οι εναπομείνασες συντεταγμένες δυνάμεις της μεραρχίας συγκεντρώθηκαν γύρω από το Αραπλή Τσοφλίκ, καλυπτόμενες από το 26ο Σύνταγμα Πεζικού. Ένα απόσπασμα της ΧΙΙ Μεραρχίας υπό τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα έφθασε στα νοτιοδυτικά του Κιοπρουλού προκειμένου να καλύψει το δεξιό της ΙV Μεραρχίας. Ακολούθως, κατευθύνθηκε βόρεια προς το Μπαλ Μαχμούτ για να συνδράμει τις εκεί μαχόμενες δυνάμεις. Λόγω της υφισταμένης συγχύσεως, το 26ο Σύνταγμα απεσύρθη εκ των θέσεών του, διότι ο διοικητής του εθεώρησε ότι ο Πλαστήρας
είχε καταλάβει την προβλεπομένη από τις διαταγές της ΙV Μεραρχίας θέση. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί εκτεθειμένο το δεξιό της μεραρχίας. Σημειωτέον ότι οι Τούρκοι, αντιληφθέντες το «θεόσταλτο δώρο», επετέθησαν ακριβώς στο σημείο όπου υπήρχε το κενό, κατά το επόμενο πρωινό! Η επίθεση αυτή κατέλαβε τους αξιωματικούς και τους οπλίτες της μονάδος εξ’ απήνης, με αποτέλεσμα αυτοί να υποχρεωθούν σε ασύντακτη υποχώρηση. Έκτοτε, αυτή ετράπη σε φυγή προς τα παράλια. Τελικώς, τα υπολείμματα της μεραρχίας (δηλαδή, 200 αξιωματικοί, 3.300 οπλίτες και 450 κτήνη) κατάφεραν να φθάσουν στον Τσεσμέ και από κει στη Χίο, την 1η Σεπτεμβρίου.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την επακόλουθη αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, η ΙV Μεραρχία υπήχθη υπό τις διαταγές του διοικητού του Β΄ Σώματος Στρατού. Η επάνδρωση του στρατηγείου θα γινόταν μόνον από πυρήνες και η μονάδα θα απαρτιζόταν από τρία συντάγματα πεζικού. Αυτά ήταν το 8ο Σ.Π., το 11ο Σ.Π. και το 35ο Σ.Π.. Η έδρα της μονάδος μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Κατά τα προσεχή έτη, η χώρα εισήλθε σε μία περίοδο έντονης αναταραχής, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξαν η πολιτική αστάθεια, η οικονομική δυσπραγία και η κοινωνική αναστάτωση. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι έπαιζε πλέον ο στρατός, ο οποίος επέβαλε και το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής (1924-1936), ξέσπασαν πλέον των 5 μείζονων στασιαστικών κινημάτων. Την 4η Αυγούστου 1936, εξεδηλώθη το τελευταίο (αναίμακτο) υπό τον Ιωάννη Μεταξά. Έκτοτε, η Ελλάς εισήλθε σε μία νέα περίοδο προπαρασκευής κατ’ ουσίαν για τον επικείμενο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Την 3η Σεπτεμβρίου 1939, η Γαλλία και η Μεγ. Βρεταννία εκήρυξαν τον πόλεμο στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, υπό το πρόσχημα της επιθέσεως τής τελευταίας εναντίον της Πολωνίας. Μολαταύτα, οι Αγγλογάλλοι ουδεμία βοήθεια προσέφεραν στους Πολωνούς, ο στρατός των οποίων κατέρρευσε εντός ελαχίστων εβδομάδων. Βεβαίως, στην εξέλιξη αυτή συνεισέφερε και η εκ των νώτων επίθεση των Σοβιετικών, κατ’ εφαρμογήν του συμφώνου von Ribbentrop-Molotov (από τα ονόματα των υπουργών Εξωτερικών της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ενώσεως αντιστοίχως), της 23ης Αυγούστου 1939. Την 27η Σεπτεμβρίου, παρεδόθη η Βαρσοβία και ο πόλεμος στην Ανατολή ετερματίσθη. Επηκολούθησε μία εξάμηνη περίοδος (Οκτώβριος 1940 - Απρίλιος 1941), η οποία απεκλήθη «ψευτοπόλεμος» από τους Αγγλοσάξονες ή «γελοίος πόλεμος» από τον γαλλικό Τύπο. Αργότερα, η σύρραξη εξέλαβε μεγάλες διαστάσεις και εισήλθαν σε αυτήν τα περισσότερα κράτη της υφηλίου. Τον Ιούνιο του 1940, οι Γερμανοί ήταν κύριοι όλης της Ευρώπης πλην των Βαλκανίων, της Ελβετίας, της Ιβηρικής χερσονήσου και της Ρωσίας.
Οι σύμμαχοί τους Ιταλοί εισήλθαν στον πόλεμο την 10η Ιουνίου. Αρχικώς, τα στρατεύματα της Ρώμης έπληξαν εκ των νώτων την καταρρέουσα Γαλλία. Ακολούθως, η Ρώμη έστρεψε την προσοχή της στα Βαλκάνια, όπου κατείχε ήδη την Αλβανία (από την 7η Απριλίου του 1939) και τα Δωδεκάνησα (από την άνοιξη του 1912). Κατά τους προσεχείς μήνες, οι Ιταλοί κλιμάκωσαν τις προκλήσεις τους κατά της Ελλάδας, με αποκορύφωμα τον άνανδρο τορπιλλισμό του εύδρομου «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου, ανήμερα της εορτής της Παναγίας, τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. Η ελληνική κυβέρνηση είχε επιλέξει να παραμείνει ουδέτερη. Εντούτοις, ο Μεταξάς έλαβε διάφορα μέτρα για την επιτάχυνση του εξοπλιστικού προγράμματος και τη στρατιωτική θωράκιση της χώρας. Η Αθήνα απήντησε στις συνεχείς προκλήσεις της Ρώμης δια της διπλωματικής οδού, αποφεύγοντας να δώσει το παραμικρό πρόσχημα στους Ιταλούς. Τελικώς, νωρίς το πρωΐ της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι (Emmanuele Grazzi) επέδωσε μία τελεσιγραφική διακοίνωση στον Μεταξά. Ο τελευταίος αρνήθηκε να συναινέσει στις θρασείες απαιτήσεις των Ιταλών, απαντώντας με τη φράση: «Λοιπόν, βρισκόμαστε σε πόλεμο». Οι Ιταλοί δεν ανέμεναν καν τη λήξη της προθεσμίας του δικού τους τελεσιγράφου και επετέθησαν 30 λεπτά προ της λήξεώς του.
Το ελληνικό σχέδιο προέβλεπε την αντίταξη αμύνης επί της γραμμής Λαιμός (ανατολικώς της Μικρής Πρέσπας)-Μικρή Πρέσπα-ορεινός όγκος Βάρμπας-ορεινό συγκρότημα Σαμοβίτσα-Μάλι Μάδι-Φλατσάτα-Αμμούδα-Αλεβίτσα-Γράμμος-Σμόλικας-Γκαμήλα-Ελαία-ποταμός Καλαμάς. Η γραμμή αυτή προεκρίθη, διότι οι ιταλικές δυνάμεις ήταν ετοιμοπόλεμες και συγκεντρωμένες επί της ελληνοαλβανικής μεθορίου, γεγονός που διευκόλυνε την από μέρους τους διεξαγωγή μίας αιφνιδιαστικής επιθέσεως. Αντιθέτως, ο Ελληνικός Στρατός θα συνεκροτείτο αναγκαστικά με προεπιστράτευση, προκειμένου να μη δοθεί η παραμικρή αφορμή στους Ιταλούς. Οι ελληνικές δυνάμεις επιστρατεύθηκαν γρήγορα και με απόλυτη επιτυχία. Η ΙV Μεραρχία αποτελείτο από το 8ο Σ.Π., το 9ο Σ.Π. (με έδρα την Καλαμάτα), το 11ο Σ.Π. (με έδρα την Τρίπολη), το IV Σύνταγμα Ορεινού Πυροβολικού και την IV Ομάδα Αναγνωρίσεως. Διοικητής της μονάδος ήταν ο Υποστράτηγος Λεωνίδας Στεργιόπουλος. Την 3η Νοεμβρίου, οι άνδρες της ΙV Μεραρχίας ξεκίνησαν από την Πελοπόννησο κατευθυνόμενοι προς την Καλαμπάκα. Περί τα τέλη του μηνός, η μονάδα εγκατέλειψε την πόλη αυτή και, κινούμενη κυρίως τη νύκτα προς αποφυγήν της εχθρικής αεροπορίας, έφθασε στα δυτικά των Ιωαννίνων (την 2α Δεκεμβρίου). Εκεί, τοποθετήθηκε στην εφεδρεία του Α΄ Σώματος Στρατού. Λίγο μετά, εγκαταστάθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αντικαθιστώντας την ΙΙΙ Μεραρχία, η οποία μετακινήθηκε προς Δυσμάς. Οι άνδρες τής μονάδος ευρίσκοντο επί της κατευθύνσεως Κακαβιά-Αργυρόκαστρο.
Την 8η Δεκεμβρίου, η συγκεκριμένη μεραρχία άρχισε την προέλασή της προκειμένου να καταλάβει τα υψώματα Κουρβελέσι και να υπερκεράσει το Τεπελένι από τα δυτικά. Από τον προηγούμενο μήνα, οι Ιταλοί είχαν εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος και είχαν εγκατασταθεί επί της γραμμής Κουρβελέσι-Μάλι Σπατ-Σκεκοβίκ. Δυστυχώς, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες καθιστούσαν πολύ δύσκολες τις επιθετικές ενέργειες των Ελλήνων. Επιπλέον, από τις αρχές Δεκεμβρίου, ο εχθρός ενισχύθηκε σημαντικά με την άφιξη της 5ης Μεραρχίας Pusteria,
της 11ης Brennero, της 33ης Aqui *, της 37ης Μεραρχίας Modena, της 48ης Taro και τμήματα Μελανοχιτώνων. Εντούτοις, με απαράμιλλο θάρρος οι άνδρες της μονάδος κατάφεραν όχι μόνον να υποχρεώσουν τον εχθρό σε υποχώρηση αλλά και να καταλάβουν το Μάλι Σπατ, συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους (8ο Σ.Π.). Επίσης, οι άνδρες του 9ου Σ.Π. κατέλαβαν το Σκεκοβίκ. Μολαταύτα, η επιτυχία επισκιάστηκε από τις εκτεταμένες απώλειες που προκάλεσε στη μεραρχία το δριμύ ψύχος. Κατά τις προσεχείς ημέρες, οι άσχημες καιρικές συνθήκες κατέστησαν αδύνατη την εκδήλωση μίας νέας επιθέσεως και το μέτωπο σταθεροποιήθηκε.
*

Την 22α Δεκεμβρίου, ο Συνταγματάρχης Κλεάνθης Μπουλάλας ανέλαβε τη διοίκηση της μονάδος. Την 26η Δεκεμβρίου, συνέταξε μία αναφορά, σύμφωνα με την οποία η μεραρχία είχε απωλέσει από τα εχθρικά πυρά 53 αξιωματικούς και 1.076 οπλίτες (νεκρούς-τραυματίες), ενώ ο αριθμός των παγοπλήκτων ανήρχετο σε 60 αξιωματικούς και 2.600 οπλίτες!
Οι απώλειες αυτές ήταν δύσκολο να αναπληρωθούν άμεσα και κατέστησαν αδύνατη την οριστική συντριβή του εχθρού. Οι Ιταλοί έσπευσαν να εκμεταλλευθούν την προσωρινή βελτίωση των καιρικών συνθηκών και βομβάρδισαν τις ελληνικές θέσεις και την οδό ανεφοδιασμού, την 30η Δεκεμβρίου. Μάλιστα, στο χωριό Κορώνι ανετινάχθη ο Σταθμός Διοικήσεως με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 5 και να τραυματιστούν 4 άνδρες. Ο βομβαρδισμός αυτός δεν εκλόνισε το ηθικό των Ελλήνων, οι οποίοι προωθήθηκαν μέχρι το Λακτούσι. Τα ημέτερα τμήματα κατέλαβαν το χωριό Νεβίτσα, όπου αιχμαλώτισαν ένα ολόκληρο εχθρικό τάγμα, δυνάμεως 487 ανδρών! Το γεγονός αυτό προκάλεσε τον θαυμασμό όλων των στρατιωτικών παρατηρητών.
Την 7η Ιανουαρίου 1941, απεφασίσθη η απόσυρση της μονάδος από την πρώτη γραμμή προς ανάπαυση και ανασυγκρότηση των ανδρών της. Έως τότε, η συνεισφορά της στην απόκρουση του Ιταλού εισβολέως ήταν ουσιαστική. Σημειώνεται ενδεικτικά ότι οι άνδρες της IV Μεραρχίας συνέλαβαν πλέον των 1.300 αιχμαλώτων και κυρίεψαν άφθονο πολεμικό υλικό (μεταξύ άλλων, 23 πυροβόλα, πολλούς όλμους διαφόρων διαμετρημάτων, αρκετά πολυβόλα και υλικό δύο ορεινών χειρουργείων). Την 9η Μαρτίου, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν την πολυδιαφημισμένη «εαρινή επίθεσή» τους, παρουσία του ιδίου του Μπενίτο Μυσσολίνι (Benito Mussolini). Επρόκειτο για την τελευταία τους απόπειρα όπως αλλάξουν τον ρου της βαλκανικής τους εκστρατείας προ της εμπλοκής των Γερμανών σε αυτήν. Δυστυχώς για τους Ιταλούς ιθύνοντες, και αυτή η προσπάθεια κατέληξε σε οικτρή αποτυχία. Η ΙV Μεραρχία δεν συμμετείχε στην απόκρουσή της καθώς επαναπροωθήθηκε στο μέτωπο, όταν η επιθετική ορμή των Ιταλών είχε πλέον κοπάσει. Πιο συγκεκριμένα, την 16η Μαρτίου, η συγκεκριμένη μεραρχία υπήχθη υπό τις διαταγές του διοικητού του Β΄ Σώματος Στρατού Υποστρατήγου Γεωργίου Μπάκου. Δύο ημέρες αργότερα, η μονάδα εγκαταστάθηκε στον τομέα Κλεισούρας, βορείως του ποταμού Αώου. Ακριβώς, εκείνη η περιοχή απετέλεσε τον στόχο της νέας επιθετικής ενέργειας του εχθρού, ο οποίος επεδίωκε να αποδιοργανώσει τις συγκοινωνίες του Β΄ Σώματος Στρατού. Την 22α Μαρτίου, επετέθησαν με σφοδρότητα, ελπίζοντας να καταλάβουν εξ’ απήνης την προσφάτως εγκατασταθείσα στην περιοχή ΙV Μεραρχία. Σημειωτέον ότι όλες οι προπαρασκευαστικές ενέργειες του εχθρού είχαν γίνει με άκρα μυστικότητα. Μάλιστα, οι Ιταλοί είχαν μεταφέρει στην περιοχή δύο νέες μεραρχίες και 23 πυροβολαρχίες! Οι αξιωματικοί και οι οπλίτες της ΙV Μεραρχίας κατάφεραν να αποκρούσουν όλες τις εχθρικές επιθέσεις, οι οποίες συνεχίστηκαν έως την 5η Απριλίου.

Ο Υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος (1892-1945)
Την επομένη, οι Γερμανοί προσέτρεξαν σε βοήθεια των διασυρθέντων συμμάχων τους. Η προαναφερθείσα μεραρχία διετήρησε τις θέσεις της έως την 13η Απριλίου. Τότε, εξεδόθη γενική διαταγή συμπτύξεως προς αποφυγή περικυκλώσεως, λόγω της ραγδαίας προελάσεως των γερμανικών στρατευμάτων στη βόρεια Ελλάδα. Η IV Μεραρχία μετεγκατεστάθη αρχικώς στην Τρεμπεσίνα και ακολούθως στα βορειοανατολικά της Κλεισούρας. Την 16η Απριλίου, εξεδηλώθη νέα σφοδρή ιταλική επίθεση, η οποία απεκρούσθη επιτυχώς. Το ηθικό των ανδρών της μεραρχίας παρέμενε υψηλό και δεν είχαν σημειωθεί λιποταξίες. Διατηρώντας τη συνοχή της, κατέστρεψε το οδικό δίκτυο και το ίδιο βράδυ ξεκίνησε έναν νέο υποχωρητικό ελιγμό. Οι άνδρες της ανήλθαν το χιονοσκεπές όρος Νεμέρσκα, κατευθυνόμενοι προς το χωριό Δρυμάδες. Έκτοτε, η μονάδα υπήχθη υπό τις διαταγές του διοικητού του Α΄ Σώματος Στρατού Αντιστρατήγου Παναγιώτη Δεμέστιχα. Οι άθλιες καιρικές συνθήκες και η συνεχής πίεση του εχθρού προκάλεσαν τις πρώτες διαρροές μεταξύ των ανδρών της μεραρχίας.
Εντούτοις, οι περισσότεροι εξ’ αυτών συνέχισαν συντεταγμένοι, φθάνοντας στην ελληνοαλβανική μεθόριο την 19η Απριλίου 1941. Το μεσημέρι της επομένης, οι καταπονημένοι άνδρες της μονάδος εδέχθησαν τη συνδυασμένη επίθεση του ιταλικού πυροβολικού και της γερμανικής αεροπορίας. Η μεραρχία κατάφερε να διατηρήσει τη συνοχή της, αν και υπέστη μεγάλες απώλειες. Οι επιθέσεις των Ιταλών συνεχίστηκαν και μετά την υπογραφή των πρωτοκόλλων παραδόσεως του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς. Η ΙV Μεραρχία απέκρουσε με επιτυχία τον εχθρό για μία ακόμη φορά. Μάλιστα, η ταπείνωση των Ιταλών ήταν τέτοια ώστε ζήτησαν οι ίδιοι την κατάπαυση του πυρός προκειμένου να περισυλλέξουν τους νεκρούς και τους τραυματίες τους (ο αριθμός των οποίων ξεπερνούσε τους 500)! Την 23η Απριλίου, η μονάδα συνεπτύχθη προς τα Ιωάννινα και το ίδιο βράδυ διέβη τη γραμμή Μπισδούκ-Καλαμά. Κατά τις προσεχείς 20 περίπου ημέρες, η μεραρχία πορεύτηκε συντεταγμένα και μόνον όταν οι άνδρες της έφθασαν στον Ψαθόπυργο Αχαΐας, η ΙV Μεραρχία διαλύθηκε.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε τον Μάιο του 1945. Βεβαίως, το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδος είχε ήδη απελευθερωθεί από το φθινόπωρο του 1944. Σταδιακά, όμως, η χώρα περιέπεσε στη δίνη των εσωτερικών συγκρούσεων για την κατάκτηση της εξουσίας, στις οποίες η ΙV Μεραρχία δεν συμμετείχε. Η μονάδα επανασυγκροτήθηκε ως Στρατιωτική Διοίκησις Πελοποννήσου (ΣΔΠ) δια της Φ. 4118/15/132708/15-5-53/ΓΕΣ/Α΄ ΚΛΑΔΟΣ. Η έδρα της τοποθετήθηκε στην Τρίπολη και πρώτος διοικητής ανέλαβε ο Υποστράτηγος Γεώργιος Σανώτας. Η ΣΔΠ ήταν μεγάλη μονάδα, ισότιμη με μεραρχία και υπαγόταν στην ΑΣΔΑΝ. Απεφασίσθη να τεθούν υπ’ αυτήν όλα τα Κέντρα Εκπαιδεύσεως και τα ΤΕ Πελοποννήσου. Την 1η Αυγούστου 1954, η μονάδα μετονομάστηκε σε ΙV Μεραρχία. Η έδρα της παρέμεινε στην Τρίπολη και ως τομέας ευθύνης της ορίστηκε όλη η Πελοπόννησος, εξαιρουμένων των νομών Αχαΐας και Ηλείας. Επηκολούθησε μία ακόμα (ατυχής) μετονομασία της σε ΣΔΙ, τον Μάιο του 1961. Ευτυχώς, η μετονομασία αυτή απεδείχθη προσωρινή, καθώς τροποποιήθηκε δια της Φ. 000/16/834616/Σ.18/31-180/ΥΕΘΑ/ΓΕΣ/ΔΝΣΙΣ ΟΡΓ, επί υπουργίας του Ευάγγελου Αβέρωφ. Τότε, η μονάδα έλαβε εκ νέου την παλαιά και ιστορική ονομασία της.

Η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα μεταξύ των νικητών αλλά σε κακή οικονομική κατάσταση. Οι επιστρατεύσεις του 1915 και του 1918, η οργάνωση του στρατού της «Εθνικής Αμύνης» και οι πολεμικές υποχρεώσεις είχαν καταβαραθρώσει την ούτως ή άλλως ασθενική ελληνική οικονομία. Οι συμμαχικές πολεμικές πιστώσεις εκάλυπταν ένα πολύ μικρό τμήμα των αναγκών της χώρας και η διαιώνιση των πολιτικών παθών δεν δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την επίτευξη της τόσο αναγκαίας σύμπνοιας μεταξύ της κυβερνήσεως και της αντιπολιτεύσεως. Επιπλέον, ο Βενιζέλος είχε να αντιμετωπίσει και τις παλινδρομίες των ξένων, οι οποίοι έδειχναν να μην ενδιαφέρονται για τις ελληνικές διεκδικήσεις. Άλλωστε, η ανακωχή του Μούδρου είχε υπογραφεί ερήμην της Ελλάδος. Ως εκ τούτου, απεφάσισε να αποστείλει στρατεύματα στη μεσημβρινή Ρωσία εναντίον των Μπολσεβίκων, προκειμένου να εγγράψει υποθήκες για το μέλλον και δη για τις περιοχές της Μ. Ασίας. Άλλωστε, ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζώρζ Κλεμανσώ (Georges Clemenceau) είχε κάνει σαφείς νύξεις στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι περί της ανάγκης αποστολής ελληνικών στρατευμάτων στην Ουκρανία. Σε αντάλλαγμα, η Γαλλία θα συνηγορούσε υπέρ των ελληνικών διεκδικήσεων στην ανατολική Θράκη και τη Σμύρνη. Οι Αγγλογάλλοι απεδέχθησαν την ελληνική «προσφορά» και τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα ανεχώρησαν από τον Πειραιά, την Πρωτοχρονιά του 1919. Δυστυχώς, τα αντεπαναστατικά στρατεύματα ηττήθηκαν και αποσυντέθηκαν, οι Γάλλοι πεζικάριοι υπεχώρησαν, ενώ τα πληρώματα πολλών πλοίων τους εστασίασαν.
Η προσοχή σύσσωμου του ελληνισμού, όμως, είχε στραφεί στα παράλια της Μ. Ασίας. Ήδη, τον Δεκέμβριο του 1918, στον λιμένα της Σμύρνης, κατέπλευσε το αντιτορπιλλικό «Λέων». Λίγες ημέρες μετά, στην πόλη αφίχθη κλιμάκιο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και οι Έλληνες της Ιωνίας πίστεψαν ότι πλησίαζε η ημέρα της απελευθερώσεώς τους. Πράγματι, ο Βενιζέλος αξίωσε από το Ανώτατο Διασυμμαχικό Συμβούλιο την εκχώρηση της περιοχής της Σμύρνης, τον Φεβρουάριο του 1919. Οι Αμερικανοί αντιτάχθηκαν από την αρχή αλλά οι Ιταλοί προχώρησαν έτι περαιτέρω, αποβιβάζοντας στρατεύματα στην Αττάλεια, τον επόμενο μήνα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μία προσωρινή σύγκληση των απόψεων των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Μεγ. Βρεταννίας, οι οποίες έκαμψαν την αντίθεση των Αμερικανών. Την 23η Απριλίου 1919, ο Βρεταννός πρωθυπουργός David Lloyd George ανεκοίνωσε στον Έλληνα ομόλογό του την απόφαση των τριών Μεγάλων Συμμαχικών Δυνάμεων περί προσωρινής αποστολής ελληνικών στρατευμάτων στο βιλαέτι της Σμύρνης για τη διατήρηση της τάξεως. Οι Ιταλοί αντιπρόσωποι είχαν διαφωνήσει σε υψηλούς τόνους με τον Αμερικανό Πρόεδρο Woodrow Wilson για το θέμα του Φιούμε και είχαν αποχωρήσει από τις συνεδριάσεις του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου.Στις 7.50 π.μ. της 2ας / 15ης Μαΐου, άρχισε η αποβίβαση των ελληνικών δυνάμεων στην πόλη της Σμύρνης κάτω από τις επευφημίες του πλήθους. Μετά την ολοκλήρωση της καταλήψεως της πρωτεύουσας της Ιωνίας και των γύρω υψωμάτων, τμήματα του Ελληνικού Στρατού επεξέτειναν την ελληνική κυριαρχία και στα περίχωρα, έως τα τέλη Μαΐου. Τον επόμενο μήνα, έφθασαν στην περιοχή και οι υπόλοιπες μεραρχίες του Α΄ Σώματος Στρατού από τη μεσημβρινή Ρωσία.
Αρχικώς, η IV Μεραρχία εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Μπάλτζοβας, ενώ αργότερα, μεταφέρθηκε στην περιοχή του Καλικούρτ. Η μονάδα σε ουδεμία εκ των επιθετικών ενεργειών του Ελληνικού Στρατού συμμετείχε, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της Μικρασιατικής εκστρατείας. Την 23η Ιουνίου 1921, η συγκεκριμένη μεραρχία διετάχθη να μετακινηθεί πεζή στο Γκουνούκ, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση εξορμήσεως για την επικείμενη επίθεση. Η πορεία ήταν ιδιαιτέρως κοπιώδης και οι άνδρες της μονάδος κατάφεραν να φθάσουν κατάκοποι στον προορισμό τους, μετά από πέντε ημέρες. Την επομένη, εξόρμησαν και κατέλαβαν τα υψώματα Τεκέ Γιαϊλά και κατόπιν κατευθύνθηκαν προς το Αφιόν Καραχισάρ, όπου έφθασαν την 30η Ιουνίου. Την επόμενη ημέρα, εξεδηλώθη σφοδρή τουρκική επίθεση στον τομέα της IV Μεραρχίας. Ο εχθρός επετέθη αιφνιδιαστικά και με ισχυρές δυνάμεις, με αποτέλεσμα τον κλονισμό των ημετέρων τμημάτων. Σύντομα, όμως, η μονάδα αναδιοργανώθηκε και πέρασε στην αντεπίθεση. Ο εχθρός ανετράπη και υπεχώρησε σε βάθος πολλών χιλιομέτρων, εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης 300 περίπου νεκρούς. Επίσης, συνελήφθησαν και 163 αιχμάλωτοι. Η IV Μεραρχία απώλεσε 22 νεκρούς και 90 τραυματίες.
Τον Ιούλιο, ελήφθη η απόφαση διαλύσεως του Νοτίου Συγκροτήματος Μεραρχιών, στο οποίο υπήγετο η συγκεκριμένη μονάδα. Έκτοτε, η IV Μεραρχία ετέθη απευθείας υπό τις διαταγές της Στρατιάς και εγκαταστάθηκε στο Αφιόν Καραχισάρ, προκειμένου να εμποδίσει τη σύμπτυξη των εχθρικών δυνάμεων προς το Ικόνιο. Η μονάδα αυτή διεσφάλιζε το δεξιό της Στρατιάς, η οποία μετακινήθηκε διαδοχικώς στην περιοχή του Ισικλάρ (την 1η Αυγούστου 1921) και στην αντίστοιχη του Μπουλαβαντίν (την 7η Αυγούστου 1921). Η μη συντριβή των Κεμαλικών κατά τις επιχειρήσεις του θέρους του 1921 και κυρίως κατά τη θρυλική πορεία προς την Άγκυρα, έπεισε το Γενικό Στρατηγείο περί της ανάγκης επιστροφής των στρατευμάτων στις βάσεις εξορμήσεώς τους. Λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της εποποιΐας του Σαγγαρίου και της Αλμυράς Ερήμου, οι ελληνικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν αμυντικά επί της νοητής γραμμής Κιου-Εσκή Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ. Κατά το προσεχές διάστημα, οι ελληνικές κυβερνήσεις κατέβαλαν αγωνιώδεις προσπάθειες για τη διπλωματική επίλυση του ζητήματος με την παράλληλη διασφάλιση των δικαιωμάτων των Μικρασιατών. Δυστυχώς, ο Κεμάλ, ενισχυόμενος ποικιλοτρόπως από τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους Σοβιετικούς, προέβαλε μαξιμαλιστικούς όρους, τους οποίους ουδεμία ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να αποδεχθεί. Ως εκ τούτου, η τύχη της Μ. Ασίας έμελλε να κριθεί επί του πεδίου της μάχης.
Την 13η / 26η Αυγούστου 1922, εξεδηλώθη η μεγάλη τουρκική επίθεση με επίκεντρο την εξέχουσα του Αφιόν, που ήταν το αδύνατο σημείο της ελληνικής παρατάξεως. Η IV Μεραρχία υπαγόταν στο Α΄ Σώμα Στρατού και τελούσε υπό τις διαταγές του Υποστρατήγου Δημητρίου Δημαρά. Η μονάδα κατείχε τον ιδιαιτέρως εκτεταμένο τομέα Καπελάρ, ο οποίος εκτεινόταν σε μήκος 20 χιλιομέτρων! Η αμυντική διάταξη ήταν ιδιαιτέρως αδύνατη, καθώς στην εξέχουσα του Αφιόν 33 φίλια τάγματα είχαν να αντιμετωπίσουν την επίθεση 90 τουρκικών, τα οποία ήταν πλήρως εξοπλισμένα και καλώς εκπαιδευμένα. Η επίθεση ξεκίνησε με σφοδρό βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων, ο οποίος προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο έμψυχο δυναμικό της μονάδος. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ένα τάγμα απώλεσε 17 αξιωματικούς και 346 οπλίτες εντός ολίγων μόνον ωρών! Εντούτοις, προεβλήθη σθεναρή άμυνα προ του αριθμητικώς υπέρτερου εχθρού. Δυστυχώς, οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν το δεξιό της αμυντικής τοποθεσίας, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές τους στην εκμετάλλευση του υφιστάμενου κενού μεταξύ της Ι και της ΙV Μεραρχίας. Το ρήγμα δεν κατέστη δυνατόν να φραγεί λόγω της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού αλλά και της δράσεως του τουρκικού ιππικού. Την επομένη, ανετράπη και το κέντρο της αμυντικής διατάξεως, γεγονός που κοινοποίησε στην ηγεσία του Α΄ Σώματος Στρατού η διοίκηση της μονάδος. Τότε, απεφασίσθη η σύμπτυξη της ΙV Μεραρχίας προς τα υψώματα Κιοπρουλού-Ινάς. Η διαταγή συμπτύξεως δεν κατέστη δυνατόν να διαβιβαστεί σε όλα τα μαχόμενα τμήματα, καθώς το ήδη προβληματικό δίκτυο διαβιβάσεων κατέστη απολύτως ανεπαρκές, λόγω της δράσεως του εχθρού και της ασύντακτης υποχωρήσεως των ημετέρων δυνάμεων. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα η διοίκηση της Στρατιάς να μην έχει σαφή εικόνα της ακριβούς θέσεως των ημετέρων τμημάτων.
Το βράδυ της δευτέρας ημέρας της επιθέσεως, οι εναπομείνασες συντεταγμένες δυνάμεις της μεραρχίας συγκεντρώθηκαν γύρω από το Αραπλή Τσοφλίκ, καλυπτόμενες από το 26ο Σύνταγμα Πεζικού. Ένα απόσπασμα της ΧΙΙ Μεραρχίας υπό τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα έφθασε στα νοτιοδυτικά του Κιοπρουλού προκειμένου να καλύψει το δεξιό της ΙV Μεραρχίας. Ακολούθως, κατευθύνθηκε βόρεια προς το Μπαλ Μαχμούτ για να συνδράμει τις εκεί μαχόμενες δυνάμεις. Λόγω της υφισταμένης συγχύσεως, το 26ο Σύνταγμα απεσύρθη εκ των θέσεών του, διότι ο διοικητής του εθεώρησε ότι ο Πλαστήρας
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την επακόλουθη αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, η ΙV Μεραρχία υπήχθη υπό τις διαταγές του διοικητού του Β΄ Σώματος Στρατού. Η επάνδρωση του στρατηγείου θα γινόταν μόνον από πυρήνες και η μονάδα θα απαρτιζόταν από τρία συντάγματα πεζικού. Αυτά ήταν το 8ο Σ.Π., το 11ο Σ.Π. και το 35ο Σ.Π.. Η έδρα της μονάδος μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Κατά τα προσεχή έτη, η χώρα εισήλθε σε μία περίοδο έντονης αναταραχής, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξαν η πολιτική αστάθεια, η οικονομική δυσπραγία και η κοινωνική αναστάτωση. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι έπαιζε πλέον ο στρατός, ο οποίος επέβαλε και το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής (1924-1936), ξέσπασαν πλέον των 5 μείζονων στασιαστικών κινημάτων. Την 4η Αυγούστου 1936, εξεδηλώθη το τελευταίο (αναίμακτο) υπό τον Ιωάννη Μεταξά. Έκτοτε, η Ελλάς εισήλθε σε μία νέα περίοδο προπαρασκευής κατ’ ουσίαν για τον επικείμενο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Την 3η Σεπτεμβρίου 1939, η Γαλλία και η Μεγ. Βρεταννία εκήρυξαν τον πόλεμο στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, υπό το πρόσχημα της επιθέσεως τής τελευταίας εναντίον της Πολωνίας. Μολαταύτα, οι Αγγλογάλλοι ουδεμία βοήθεια προσέφεραν στους Πολωνούς, ο στρατός των οποίων κατέρρευσε εντός ελαχίστων εβδομάδων. Βεβαίως, στην εξέλιξη αυτή συνεισέφερε και η εκ των νώτων επίθεση των Σοβιετικών, κατ’ εφαρμογήν του συμφώνου von Ribbentrop-Molotov (από τα ονόματα των υπουργών Εξωτερικών της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ενώσεως αντιστοίχως), της 23ης Αυγούστου 1939. Την 27η Σεπτεμβρίου, παρεδόθη η Βαρσοβία και ο πόλεμος στην Ανατολή ετερματίσθη. Επηκολούθησε μία εξάμηνη περίοδος (Οκτώβριος 1940 - Απρίλιος 1941), η οποία απεκλήθη «ψευτοπόλεμος» από τους Αγγλοσάξονες ή «γελοίος πόλεμος» από τον γαλλικό Τύπο. Αργότερα, η σύρραξη εξέλαβε μεγάλες διαστάσεις και εισήλθαν σε αυτήν τα περισσότερα κράτη της υφηλίου. Τον Ιούνιο του 1940, οι Γερμανοί ήταν κύριοι όλης της Ευρώπης πλην των Βαλκανίων, της Ελβετίας, της Ιβηρικής χερσονήσου και της Ρωσίας.
Οι σύμμαχοί τους Ιταλοί εισήλθαν στον πόλεμο την 10η Ιουνίου. Αρχικώς, τα στρατεύματα της Ρώμης έπληξαν εκ των νώτων την καταρρέουσα Γαλλία. Ακολούθως, η Ρώμη έστρεψε την προσοχή της στα Βαλκάνια, όπου κατείχε ήδη την Αλβανία (από την 7η Απριλίου του 1939) και τα Δωδεκάνησα (από την άνοιξη του 1912). Κατά τους προσεχείς μήνες, οι Ιταλοί κλιμάκωσαν τις προκλήσεις τους κατά της Ελλάδας, με αποκορύφωμα τον άνανδρο τορπιλλισμό του εύδρομου «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου, ανήμερα της εορτής της Παναγίας, τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. Η ελληνική κυβέρνηση είχε επιλέξει να παραμείνει ουδέτερη. Εντούτοις, ο Μεταξάς έλαβε διάφορα μέτρα για την επιτάχυνση του εξοπλιστικού προγράμματος και τη στρατιωτική θωράκιση της χώρας. Η Αθήνα απήντησε στις συνεχείς προκλήσεις της Ρώμης δια της διπλωματικής οδού, αποφεύγοντας να δώσει το παραμικρό πρόσχημα στους Ιταλούς. Τελικώς, νωρίς το πρωΐ της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι (Emmanuele Grazzi) επέδωσε μία τελεσιγραφική διακοίνωση στον Μεταξά. Ο τελευταίος αρνήθηκε να συναινέσει στις θρασείες απαιτήσεις των Ιταλών, απαντώντας με τη φράση: «Λοιπόν, βρισκόμαστε σε πόλεμο». Οι Ιταλοί δεν ανέμεναν καν τη λήξη της προθεσμίας του δικού τους τελεσιγράφου και επετέθησαν 30 λεπτά προ της λήξεώς του.
Το ελληνικό σχέδιο προέβλεπε την αντίταξη αμύνης επί της γραμμής Λαιμός (ανατολικώς της Μικρής Πρέσπας)-Μικρή Πρέσπα-ορεινός όγκος Βάρμπας-ορεινό συγκρότημα Σαμοβίτσα-Μάλι Μάδι-Φλατσάτα-Αμμούδα-Αλεβίτσα-Γράμμος-Σμόλικας-Γκαμήλα-Ελαία-ποταμός Καλαμάς. Η γραμμή αυτή προεκρίθη, διότι οι ιταλικές δυνάμεις ήταν ετοιμοπόλεμες και συγκεντρωμένες επί της ελληνοαλβανικής μεθορίου, γεγονός που διευκόλυνε την από μέρους τους διεξαγωγή μίας αιφνιδιαστικής επιθέσεως. Αντιθέτως, ο Ελληνικός Στρατός θα συνεκροτείτο αναγκαστικά με προεπιστράτευση, προκειμένου να μη δοθεί η παραμικρή αφορμή στους Ιταλούς. Οι ελληνικές δυνάμεις επιστρατεύθηκαν γρήγορα και με απόλυτη επιτυχία. Η ΙV Μεραρχία αποτελείτο από το 8ο Σ.Π., το 9ο Σ.Π. (με έδρα την Καλαμάτα), το 11ο Σ.Π. (με έδρα την Τρίπολη), το IV Σύνταγμα Ορεινού Πυροβολικού και την IV Ομάδα Αναγνωρίσεως. Διοικητής της μονάδος ήταν ο Υποστράτηγος Λεωνίδας Στεργιόπουλος. Την 3η Νοεμβρίου, οι άνδρες της ΙV Μεραρχίας ξεκίνησαν από την Πελοπόννησο κατευθυνόμενοι προς την Καλαμπάκα. Περί τα τέλη του μηνός, η μονάδα εγκατέλειψε την πόλη αυτή και, κινούμενη κυρίως τη νύκτα προς αποφυγήν της εχθρικής αεροπορίας, έφθασε στα δυτικά των Ιωαννίνων (την 2α Δεκεμβρίου). Εκεί, τοποθετήθηκε στην εφεδρεία του Α΄ Σώματος Στρατού. Λίγο μετά, εγκαταστάθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αντικαθιστώντας την ΙΙΙ Μεραρχία, η οποία μετακινήθηκε προς Δυσμάς. Οι άνδρες τής μονάδος ευρίσκοντο επί της κατευθύνσεως Κακαβιά-Αργυρόκαστρο.
Την 8η Δεκεμβρίου, η συγκεκριμένη μεραρχία άρχισε την προέλασή της προκειμένου να καταλάβει τα υψώματα Κουρβελέσι και να υπερκεράσει το Τεπελένι από τα δυτικά. Από τον προηγούμενο μήνα, οι Ιταλοί είχαν εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος και είχαν εγκατασταθεί επί της γραμμής Κουρβελέσι-Μάλι Σπατ-Σκεκοβίκ. Δυστυχώς, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες καθιστούσαν πολύ δύσκολες τις επιθετικές ενέργειες των Ελλήνων. Επιπλέον, από τις αρχές Δεκεμβρίου, ο εχθρός ενισχύθηκε σημαντικά με την άφιξη της 5ης Μεραρχίας Pusteria,
*
Spoiler
Για την τύχη της βλ. εδώ : viewtopic.php?f=11&t=21364&p=1422037&hi ... 1#p1422037

Την 22α Δεκεμβρίου, ο Συνταγματάρχης Κλεάνθης Μπουλάλας ανέλαβε τη διοίκηση της μονάδος. Την 26η Δεκεμβρίου, συνέταξε μία αναφορά, σύμφωνα με την οποία η μεραρχία είχε απωλέσει από τα εχθρικά πυρά 53 αξιωματικούς και 1.076 οπλίτες (νεκρούς-τραυματίες), ενώ ο αριθμός των παγοπλήκτων ανήρχετο σε 60 αξιωματικούς και 2.600 οπλίτες!
Την 7η Ιανουαρίου 1941, απεφασίσθη η απόσυρση της μονάδος από την πρώτη γραμμή προς ανάπαυση και ανασυγκρότηση των ανδρών της. Έως τότε, η συνεισφορά της στην απόκρουση του Ιταλού εισβολέως ήταν ουσιαστική. Σημειώνεται ενδεικτικά ότι οι άνδρες της IV Μεραρχίας συνέλαβαν πλέον των 1.300 αιχμαλώτων και κυρίεψαν άφθονο πολεμικό υλικό (μεταξύ άλλων, 23 πυροβόλα, πολλούς όλμους διαφόρων διαμετρημάτων, αρκετά πολυβόλα και υλικό δύο ορεινών χειρουργείων). Την 9η Μαρτίου, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν την πολυδιαφημισμένη «εαρινή επίθεσή» τους, παρουσία του ιδίου του Μπενίτο Μυσσολίνι (Benito Mussolini). Επρόκειτο για την τελευταία τους απόπειρα όπως αλλάξουν τον ρου της βαλκανικής τους εκστρατείας προ της εμπλοκής των Γερμανών σε αυτήν. Δυστυχώς για τους Ιταλούς ιθύνοντες, και αυτή η προσπάθεια κατέληξε σε οικτρή αποτυχία. Η ΙV Μεραρχία δεν συμμετείχε στην απόκρουσή της καθώς επαναπροωθήθηκε στο μέτωπο, όταν η επιθετική ορμή των Ιταλών είχε πλέον κοπάσει. Πιο συγκεκριμένα, την 16η Μαρτίου, η συγκεκριμένη μεραρχία υπήχθη υπό τις διαταγές του διοικητού του Β΄ Σώματος Στρατού Υποστρατήγου Γεωργίου Μπάκου. Δύο ημέρες αργότερα, η μονάδα εγκαταστάθηκε στον τομέα Κλεισούρας, βορείως του ποταμού Αώου. Ακριβώς, εκείνη η περιοχή απετέλεσε τον στόχο της νέας επιθετικής ενέργειας του εχθρού, ο οποίος επεδίωκε να αποδιοργανώσει τις συγκοινωνίες του Β΄ Σώματος Στρατού. Την 22α Μαρτίου, επετέθησαν με σφοδρότητα, ελπίζοντας να καταλάβουν εξ’ απήνης την προσφάτως εγκατασταθείσα στην περιοχή ΙV Μεραρχία. Σημειωτέον ότι όλες οι προπαρασκευαστικές ενέργειες του εχθρού είχαν γίνει με άκρα μυστικότητα. Μάλιστα, οι Ιταλοί είχαν μεταφέρει στην περιοχή δύο νέες μεραρχίες και 23 πυροβολαρχίες! Οι αξιωματικοί και οι οπλίτες της ΙV Μεραρχίας κατάφεραν να αποκρούσουν όλες τις εχθρικές επιθέσεις, οι οποίες συνεχίστηκαν έως την 5η Απριλίου.

Ο Υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος (1892-1945)
Την επομένη, οι Γερμανοί προσέτρεξαν σε βοήθεια των διασυρθέντων συμμάχων τους. Η προαναφερθείσα μεραρχία διετήρησε τις θέσεις της έως την 13η Απριλίου. Τότε, εξεδόθη γενική διαταγή συμπτύξεως προς αποφυγή περικυκλώσεως, λόγω της ραγδαίας προελάσεως των γερμανικών στρατευμάτων στη βόρεια Ελλάδα. Η IV Μεραρχία μετεγκατεστάθη αρχικώς στην Τρεμπεσίνα και ακολούθως στα βορειοανατολικά της Κλεισούρας. Την 16η Απριλίου, εξεδηλώθη νέα σφοδρή ιταλική επίθεση, η οποία απεκρούσθη επιτυχώς. Το ηθικό των ανδρών της μεραρχίας παρέμενε υψηλό και δεν είχαν σημειωθεί λιποταξίες. Διατηρώντας τη συνοχή της, κατέστρεψε το οδικό δίκτυο και το ίδιο βράδυ ξεκίνησε έναν νέο υποχωρητικό ελιγμό. Οι άνδρες της ανήλθαν το χιονοσκεπές όρος Νεμέρσκα, κατευθυνόμενοι προς το χωριό Δρυμάδες. Έκτοτε, η μονάδα υπήχθη υπό τις διαταγές του διοικητού του Α΄ Σώματος Στρατού Αντιστρατήγου Παναγιώτη Δεμέστιχα. Οι άθλιες καιρικές συνθήκες και η συνεχής πίεση του εχθρού προκάλεσαν τις πρώτες διαρροές μεταξύ των ανδρών της μεραρχίας.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε τον Μάιο του 1945. Βεβαίως, το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδος είχε ήδη απελευθερωθεί από το φθινόπωρο του 1944. Σταδιακά, όμως, η χώρα περιέπεσε στη δίνη των εσωτερικών συγκρούσεων για την κατάκτηση της εξουσίας, στις οποίες η ΙV Μεραρχία δεν συμμετείχε. Η μονάδα επανασυγκροτήθηκε ως Στρατιωτική Διοίκησις Πελοποννήσου (ΣΔΠ) δια της Φ. 4118/15/132708/15-5-53/ΓΕΣ/Α΄ ΚΛΑΔΟΣ. Η έδρα της τοποθετήθηκε στην Τρίπολη και πρώτος διοικητής ανέλαβε ο Υποστράτηγος Γεώργιος Σανώτας. Η ΣΔΠ ήταν μεγάλη μονάδα, ισότιμη με μεραρχία και υπαγόταν στην ΑΣΔΑΝ. Απεφασίσθη να τεθούν υπ’ αυτήν όλα τα Κέντρα Εκπαιδεύσεως και τα ΤΕ Πελοποννήσου. Την 1η Αυγούστου 1954, η μονάδα μετονομάστηκε σε ΙV Μεραρχία. Η έδρα της παρέμεινε στην Τρίπολη και ως τομέας ευθύνης της ορίστηκε όλη η Πελοπόννησος, εξαιρουμένων των νομών Αχαΐας και Ηλείας. Επηκολούθησε μία ακόμα (ατυχής) μετονομασία της σε ΣΔΙ, τον Μάιο του 1961. Ευτυχώς, η μετονομασία αυτή απεδείχθη προσωρινή, καθώς τροποποιήθηκε δια της Φ. 000/16/834616/Σ.18/31-180/ΥΕΘΑ/ΓΕΣ/ΔΝΣΙΣ ΟΡΓ, επί υπουργίας του Ευάγγελου Αβέρωφ. Τότε, η μονάδα έλαβε εκ νέου την παλαιά και ιστορική ονομασία της.
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )
Re: Πελοποννήσιοι.
Συνέχεια απ' τα ωραία του Κωλέττη viewtopic.php?f=24&t=19005&p=1099829&hi ... 7#p1099724
Κατά των προεστών Νοταράδων της Κορίνθου :


Για τους ηττημένους του Εμφυλίου :

H διαμαρτυρία του Γκούρα :


Κατά των προεστών Νοταράδων της Κορίνθου :


Για τους ηττημένους του Εμφυλίου :

H διαμαρτυρία του Γκούρα :


… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )
Re: Πελοποννήσιοι.
Απαντητική επιστολή του Εθυμίου Ξύδη προς τον Κώστα Μπότσαρη ( Ιστορικόν Αρχείον Ύδρας: Αρχεία Λ. και Γ. Κουντουριώτη ) :
<< Αδελφέ, οι άρχοντες οι Μωραΐταις θέλουν, οπόταν θέλουν να κάμουν Διοίκησιν, και οπόταν θέλουν να την χαλάνε, και η Διοίκησις να υπόκειται εις τα θελήματα αυτών· ημάς δε τους Ρουμελιώτας θέλουν να μας αγοράζουν από είκοσι γρόσια να μας βάνουν ομπρός από τα άλογά τους και να τους λέμε, τί ορίζετε αφεντάδες· και όσοι δεν υποταχθώμεν εις αυτό, να μας κάμουν τα κεφάλια πύργο· και όσοι γλυτώσωμεν από τον πύργον, να μας στέλνουν εις τα πόστα της Ρούμελης να πολεμούμε και να σκοτωνώμεθα από τους Τούρκους δια να γαμούν αυτοί ξέγνοιαστα>>.
( Δημήτρης Τσιάμαλος , Οι Αρματολοί της Ρούμελης )
<< Αδελφέ, οι άρχοντες οι Μωραΐταις θέλουν, οπόταν θέλουν να κάμουν Διοίκησιν, και οπόταν θέλουν να την χαλάνε, και η Διοίκησις να υπόκειται εις τα θελήματα αυτών· ημάς δε τους Ρουμελιώτας θέλουν να μας αγοράζουν από είκοσι γρόσια να μας βάνουν ομπρός από τα άλογά τους και να τους λέμε, τί ορίζετε αφεντάδες· και όσοι δεν υποταχθώμεν εις αυτό, να μας κάμουν τα κεφάλια πύργο· και όσοι γλυτώσωμεν από τον πύργον, να μας στέλνουν εις τα πόστα της Ρούμελης να πολεμούμε και να σκοτωνώμεθα από τους Τούρκους δια να γαμούν αυτοί ξέγνοιαστα>>.
( Δημήτρης Τσιάμαλος , Οι Αρματολοί της Ρούμελης )
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )
Re: Πελοποννήσιοι.
Ο Ιμπραήμ θα αντικαθιστούσε τους Πελοποννήσιους με φελάχους :
[ φελ(λ)άχος = χωρικός της Αιγύπτου. Απ' το αραβικό fallah = χωρικός ]
Απόστολος Βακαλόπουλος :


[ φελ(λ)άχος = χωρικός της Αιγύπτου. Απ' το αραβικό fallah = χωρικός ]
Απόστολος Βακαλόπουλος :


… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )




