Ειχαν τα κοστουμια στο καθαριστηριο.
!!! DEVELOPMENT MODE !!!
Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
- Northern Spirit
- Δημοσιεύσεις: 10759
- Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 22:19
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
Μολοτοφ και συνεχεις διαδηλωσεις εναντια στους Τουρκους και τα τσιρακια τους τουρ Ρωσους...
Ωρα να ξεμπροστιαστει για τα καλα και ο κοντος του Κρεμπλινου.
Ωρα να ξεμπροστιαστει για τα καλα και ο κοντος του Κρεμπλινου.
"Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας".
- dna replication
- Δημοσιεύσεις: 34816
- Εγγραφή: 16 Απρ 2018, 21:29
- Phorum.gr user: dna
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
ευχαριστώ, θα το σκεφτώ να αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμόΑρίστος έγραψε: 19 Νοέμ 2019, 16:31 Πολυ καλά highlights ενημερωσης απο dna replication ως συνηθως.
Θα σου ταιριαζε να ησουν ανταποκριτης μεγαλου καναλιου σε εμπολεμες περιοχες.
- dna replication
- Δημοσιεύσεις: 34816
- Εγγραφή: 16 Απρ 2018, 21:29
- Phorum.gr user: dna
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
μπορεί να καταφέρουν τελικά οι κουρδοι να σταματήσουν τις κοινές περιπολίες οι ρωσοι και να αφησουν τους τουρκους να ενεργούν μόνοι τουςNorthern Spirit έγραψε: 20 Νοέμ 2019, 15:05 Μολοτοφ και συνεχεις διαδηλωσεις εναντια στους Τουρκους και τα τσιρακια τους τουρ Ρωσους...
Ωρα να ξεμπροστιαστει για τα καλα και ο κοντος του Κρεμπλινου.
https://twitter.com/southfronteng/statu ... 9763037184
- Northern Spirit
- Δημοσιεύσεις: 10759
- Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 22:19
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
Αχαριστοι Κουρδοι...Δεν εκτιμησαν οτι ο ..τσαρος παρεδωσε την Αρφιν στο σουλτανο και επετρεψε νεα εισβολη. Αχαριστοι βρε παιδι μου..Ο Πουτιν για το..καλο τους εργαζεται..dna replication έγραψε: 21 Νοέμ 2019, 00:10μπορεί να καταφέρουν τελικά οι κουρδοι να σταματήσουν τις κοινές περιπολίες οι ρωσοι και να αφησουν τους τουρκους να ενεργούν μόνοι τουςNorthern Spirit έγραψε: 20 Νοέμ 2019, 15:05 Μολοτοφ και συνεχεις διαδηλωσεις εναντια στους Τουρκους και τα τσιρακια τους τουρ Ρωσους...
Ωρα να ξεμπροστιαστει για τα καλα και ο κοντος του Κρεμπλινου.
https://twitter.com/southfronteng/statu ... 9763037184
"Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας".
- dna replication
- Δημοσιεύσεις: 34816
- Εγγραφή: 16 Απρ 2018, 21:29
- Phorum.gr user: dna
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
οι ρώσοι δεν "είχαν" την περιοχή για να την παραδώσουν, οι φιλοαμερικανοί κούρδοι την κατειχαν.
- Northern Spirit
- Δημοσιεύσεις: 10759
- Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 22:19
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
Οι Ρωσοι δεν κατεχουνε τιποτε περαν των βασεων.Η Αρφιν ομως ανηκε στην δικη τους πλευρα ελεγχου..Και εχουνε υποτιθεται και τα κολλητηλικια με το σουλτανο..
Τελικα ασφησανε τους Κορδους να σφαχτουνε..
Τελικα ασφησανε τους Κορδους να σφαχτουνε..
"Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας".
-
Στρακαστρουκας
- Δημοσιεύσεις: 14758
- Εγγραφή: 01 Μάιος 2018, 17:48
- Phorum.gr user: Στρακαστρουκας
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
Τελικα ρε παιδια τι εγινε? Επεσε στην παγιδα του Τραμπ ο Ερντογαν οπως λεγανε οι φωστηρες του φορουμ?
H Ισραηλολαγνεια ως ψυχικη Νοσος
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
Στρακαστρουκας έγραψε: 25 Ιαν 2020, 05:29 Τελικα ρε παιδια τι εγινε? Επεσε στην παγιδα του Τραμπ ο Ερντογαν οπως λεγανε οι φωστηρες του φορουμ?
Ή όπως έλεγε ο φωστήρας Κουμουτσάκος για στρατηγικό overextension
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
13 Φεβρουαρίου, 2020
Στρατεύσιμες Κούρδισες μασάνε φίδια και κουνέλια σε μία τελετή φρίκης!

Δεν «μάσησαν» σε τελετή «αποφοίτησης» αξιωματικών για τους Πεσμεργκά, του στρατιωτικού σώματος των Κούρδων.
Τη φήμη που τις συνοδεύει ως πολεμίστριες που δεν λυγίζουν ακόμα και μπροστά στην πιο δύσκολη κατάσταση επιβεβαίωσαν γυναίκες από το Κουρδιστάν που μετείχαν σε τελετή «αποφοίτησης» αξιωματικών για τους Πεσμεργκά, τον «στρατό», δηλαδή, των Κούρδων.
Οι γυναίκες αξιωματικοί δεν αρκέστηκαν στο να δείξουν τις ικανότητες σε μάχη σώμα με σώμα με άνδρες συναδέλφους τους αλλά προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα.
Όπως φαίνεται στις φωτογραφίες που ακολουθούν οι γυναίκες από το Κουρδιστάν δεν «μάσησαν» όταν κλήθηκαν να δαγκώσουν από κουνέλια μέχρι… φίδια!
Το ακραίο τελετουργικό τελέστηκε στην πόλη Σοράν, βορειοδυτικά της «πρωτεύουσας» του Κουρδιστάν, Αμπρίλ.
Οι γυναίκες Πεσμεργκά έγιναν ευρέως γνωστές για τη μάχη που έδωσαν στο Κομπάνι απέναντι στους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους για αρκετούς μήνες.
Όπως είχε δηλώσει στην Daily Mail γυναίκα αξιωματικός των Πεσμεργκά οι γυναίκες αποτελούσαν φόβο και τρόμο για τους τζιχαντιστές επειδή πίστευαν ότι αν σκοτωθούν από αυτές δεν θα καταλήξουν στον παράδεισο.



https://www.el.gr/paraxena/bizar/strate ... ane-fidia/
Στρατεύσιμες Κούρδισες μασάνε φίδια και κουνέλια σε μία τελετή φρίκης!

Δεν «μάσησαν» σε τελετή «αποφοίτησης» αξιωματικών για τους Πεσμεργκά, του στρατιωτικού σώματος των Κούρδων.
Τη φήμη που τις συνοδεύει ως πολεμίστριες που δεν λυγίζουν ακόμα και μπροστά στην πιο δύσκολη κατάσταση επιβεβαίωσαν γυναίκες από το Κουρδιστάν που μετείχαν σε τελετή «αποφοίτησης» αξιωματικών για τους Πεσμεργκά, τον «στρατό», δηλαδή, των Κούρδων.
Οι γυναίκες αξιωματικοί δεν αρκέστηκαν στο να δείξουν τις ικανότητες σε μάχη σώμα με σώμα με άνδρες συναδέλφους τους αλλά προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα.
Όπως φαίνεται στις φωτογραφίες που ακολουθούν οι γυναίκες από το Κουρδιστάν δεν «μάσησαν» όταν κλήθηκαν να δαγκώσουν από κουνέλια μέχρι… φίδια!
Το ακραίο τελετουργικό τελέστηκε στην πόλη Σοράν, βορειοδυτικά της «πρωτεύουσας» του Κουρδιστάν, Αμπρίλ.
Οι γυναίκες Πεσμεργκά έγιναν ευρέως γνωστές για τη μάχη που έδωσαν στο Κομπάνι απέναντι στους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους για αρκετούς μήνες.
Όπως είχε δηλώσει στην Daily Mail γυναίκα αξιωματικός των Πεσμεργκά οι γυναίκες αποτελούσαν φόβο και τρόμο για τους τζιχαντιστές επειδή πίστευαν ότι αν σκοτωθούν από αυτές δεν θα καταλήξουν στον παράδεισο.



https://www.el.gr/paraxena/bizar/strate ... ane-fidia/
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
Μερικές πληροφορίες για τους Τούρκους , τους Κούρδους , τους Άραβες και τους Αραμαίους της Τουρκίας. Απ' το σοβαρότατο άρθρο
Το Τουρκικό Μωσαϊκό - Οι εθνοτικοί σχηματισμοί
Σχης (ΤΘ) Χαράλαμπος Λαλούσης
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012
http://army.gr/sites/default/files/mag_20120101.pdf

Τούρκοι
Οι κάτοικοι της Τουρκίας που αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι, σύμφωνα με την επίσημη κρατική εκδοχή του όρου, αγγίζουν το 80% του πληθυσμού. Πληθυσμιακά η Τουρκία το 1927, σύμφωνα με την πρώτη της απογραφή, είχε μόλις πάνω από 10 εκατομμύρια κατοίκους, το 1950 γύρω στα 20 εκατομμύρια, το 1980 45 εκατομμύρια, ενώ σήμερα [ 2012 ] υπολογίζεται περίπου στα 65 εκατομμύρια. Η ηλικιακή δομή του πληθυσμού είναι ουσιαστικά νέα, εφόσον το 50% είναι κάτω των 19 ετών. Ο μέσος όρος διαβίωσης έχει μετατοπιστεί από 35 χρόνια στη δεκαετία του 1950, στα 60 το 1980, ενώ η παιδική θνησιμότητα ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή από το υψηλό 18% (στις δυτικές περιοχές) στο υψηλότερο 25% στις ανατολικές. Η γεωγραφική κινητικότητα από την επαρχία στα αστικά κέντρα, ανάμεσα στις περιφέρειες και ανάμεσα στις πόλεις, θεωρείται μεγάλη συγκριτικά με άλλες χώρες. Οι βασικές μετακινήσεις είναι από Ανατολάς προς Δυσμάς. Η Κωνσταντινούπολη, η Άγκυρα και η Σμύρνη απορρόφησαν μεταπολεμικά το 40% της εσωτερικής μετανάστευσης. Ανάμεσα στο 1/5 και το 1/6 του πληθυσμού (10-12 εκατομμύρια) κατοικούν στην Κωνσταντινούπολη.
{ Έχουμε ] τρεις κυρίως ομαδοποιήσεις: τους Τούρκους που είναι απόγονοι των παλαιών οθωμανικών κτήσεων επί ευρωπαϊκού εδάφους και μετανάστευσαν ή μεταφέρθηκαν σταδιακά στην Τουρκία με την ανάδυση των Εθνικών Κρατών στα Βαλκάνια, τους Τούρκους της Ανατολίας και τους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας (μετανάστες και απόγονοι μεταναστών από την περιοχή του Καυκάσου).

Η ομάδα της Ανατολίας αντιπροσωπεύει την πιο «γνήσια» φυλετικά εκδοχή του Τούρκου ή τουλάχιστον αυτή υπήρξε η επίσημη άποψη του πρώιμου κεμαλικού κράτους. Τα χαρακτηριστικά που αποδόθηκαν στον Τούρκο της Ανατολίας φυσική αντοχή, παροιμιώδης υπομονή, πείσμα, υπερηφάνεια, φιλόξενη διάθεση, μακροθυμία, αλλά και μοιρολατρία, προβλήθηκαν συχνά σαν τα θεμελιώδη συστατικά της τουρκικής ιδιοσυγκρασίας. Ο γεωγραφικός χώρος εξάπλωσής τους είναι -όπως προδίδει και το όνομά τους- τα υψίπεδα της Ανατολίας όπου ζουν διεσπαρμένοι σε μικρές κοινότητες, χωριά και κωμοπόλεις. Η κύρια απασχόλησή τους είναι η καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία. Στην ίδια ομάδα θεωρείται ότι ανήκουν και οι κάτοικοι των τουρκικών παραλίων στο Αιγαίο και τη Μαύρη θάλασσα αν και ως προς τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά δεν ταυτίζονται με τους κατοίκους των υψιπέδων. Η διαφοροποίηση είναι φυσιολογική αν σκεφτεί κανείς τις διαφορετικές πολιτισμικές παραστάσεις στις οποίες εκτίθενται οι πληθυσμοί που διαβιούν κοντά στη θάλασσα. Τα τελευταία χρόνια η εντατικοποίηση της αστικοποίησης, ο εκβιομηχανισμός και η εισαγωγή καταναλωτικών συνηθειών έχουν σε μεγάλο βαθμό ελαττώσει τις τοπικές διαφοροποιήσεις και οι διακρίσεις υφίστανται πλέον σε επίπεδο ταξικό και επαγγελματικό. Η εποχιακή, ωστόσο, μετακίνηση του ορεινού πληθυσμού για την εξασφάλιση βοσκοτόπων παραμένει βασικό χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής στα υψίπεδα. Υπολογίζεται ότι ένα εκατομμύριο περίπου Τούρκοι της Ανατολίας εξακολουθούν να διάγουν ημινομαδικό βίο. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται και 600.000 Yörük. Οι Yörük είναι τουρκόφωνοι και οργανωμένοι σε νομαδικές φατρίες. Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού των Yörük εντοπίζεται στις επαρχίες Μανίσα, Μπαλικεσίρ, Κιουτάχεια και ιδιαίτερα στην επαρχία του Εσκί Σεχίρ. Ως προς το θρήσκευμα είναι σουνίτες μουσουλμάνοι, αν και μια υποομάδα τους φαίνεται να ακολουθεί τον αλεβιτισμό. Η υποομάδα αυτή εντοπίζεται κυρίως στο Αφιόν Καραχισάρ, το Εμίρνταγ, το Μπιλετσίκ και το Μποζουγιούκ.

Πάμε στους Τούρκους που είναι απόγονοι των παλαιών οθωμανικών κτήσεων. Η σταδιακή μετακίνησή τους (1878-1924) στη σημερινή τουρκική επικράτεια, υπήρξε αποτέλεσμα της έξωσής τους από τα αναδυόμενα εθνικά κράτη στον βαλκανικό χώρο αλλά και συνέπεια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί απ’ αυτούς τοποθετήθηκαν από το τουρκικό κράτος στα χωριά που εγκαταλείφθηκαν από τους Έλληνες το 1922. Στις αγροτικές περιοχές που εγκαταστάθηκαν ανέπτυξαν τη γεωργική οικονομία και υιοθέτησαν αντίστοιχο τρόπο ζωής. Μεγάλο τμήμα όμως από αυτούς κατέληξε στα αστικά κέντρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή, τις συνήθειες και τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Η Αδριανούπολη, το Τεκίρνταγ, το Κικλαρελί, η Νιγκντέ, το Μπιλετσίκ και η Προύσα αποτελούν τις κυριότερες αστικές τους εστίες. Πληθυσμιακά συγκροτούν τον πιο συμπαγή δημογραφικά πυρήνα των δυτικών τουρκικών παραλίων . οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές να βρίσκονται στις δυτικές ακτές με αποκορύφωμα τις βορειοδυτικές. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι ως προς τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά αποτελούν ίσως την πλέον φιλελεύθερη ομάδα. Η θέση της εγκατάστασής τους έχει συμβάλλει τα μέγιστα σε αυτό καθώς, εξαιτίας του τουρισμού και της έντονης αστικοποίησης των παραλίων, έρχονται συχνότερα σε επαφή με τα δυτικά πρότυπα. Η εκβιομηχάνιση της περιοχής την μετέτρεψε σε πόλο έλξης ξένων επενδύσεων -ιδιαίτερα γερμανικών κεφαλαίων- και εργατικού δυναμικού με αποτέλεσμα η εργατική τάξη συχνά να υπερεκπροσωπείται. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων κυμαίνεται στα 3.800 - 4.000 δολάρια και καταλαμβάνει, ως εκ τούτου, τη δεύτερη υψηλότερη θέση σε ολόκληρη την τουρκική επικράτεια (την πρώτη θέση με κατά κεφαλήν εισόδημα 6.300 δολαρίων καταλαμβάνει η επαρχία Κοτσαελί, που βρίσκεται δίπλα στην επαρχία Κωνσταντινουπόλεως). Το τουρκικό κράτος ακολούθησε μια συνειδητή πολιτική ανάπτυξης της περιοχής που έκτοτε αποτελεί την ευρωπαϊκή βιτρίνα του κράτους. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτό είχε συμβάλει και η υπάρχουσα ήδη ευρωπαΐζουσα παράδοση, κληρονομιά των ελληνικών πληθυσμών που είχαν ζήσει στην περιοχή μέχρι το 1922.
Παράλληλα, όμως, με το υψηλό βιοτικό επίπεδο, στις περιφέρειες των αστικών κέντρων της περιοχής (ιδιαίτερα στη Σμύρνη) έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια μεγάλες παραγκουπόλεις, στις οποίες η εθνοτική προέλευση και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Πρόκειται, κυρίως, για οικονομικούς εσωτερικούς μετανάστες από τις νοτιοανατολικές επαρχίες και την καρδιά της Ανατολίας. Μεταξύ των ανθρώπων αυτών (μεγάλο ποσοστό των οποίων είναι Κούρδοι) απαντάται ένα τελείως διαφορετικό σύστημα αξιών περισσότερο συμβατό με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της υπαίθρου. Η θρησκευτικότητα αυτών των ομάδων είναι εντονότερη με αποτέλεσμα και τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά να διαφοροποιούνται τείνοντας περισσότερο στον ισλαμισμό και τον συντηρητισμό. Η δημογραφική αλλοίωση της περιοχής συνεχίζεται και στις μέρες μας, καθώς κατά πάγια κρατική τακτική επιδιώκεται η εγκατάσταση εκτοπισμένων Κούρδων με τελικό σκοπό των αφομοίωσή τους από το πολιτισμικά και οικονομικά δυναμικότερο τουρκικό στοιχείο των δυτικών παραλίων.
Η τρίτη σημαντικότερη - μετά τους Ευρωπαίους Τούρκους και τους Τούρκους της Ανατολίας - ομάδα του τουρκικού πληθυσμού με τουρκική εθνική συνείδηση είναι όσοι έχουν κεντροασιατική προέλευση.
Μεταξύ τους περιλαμβάνονται οι Τουρκομάνοι και οι Τατάροι της Κριμαίας. Ακριβή δημογραφικά στοιχεία για το μέγεθος του πληθυσμού των Τατάρων δεν υπάρχουν, καθώς κατά πάγια κρατική τακτική οι τουρκόφωνοι σουνιτικοί πληθυσμοί στην Τουρκία δεν καταγράφονται ως προς τα ιδιαίτερα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά. Ο ερχομός τους στη σημερινή τουρκική επικράτεια συντελέστηκε κατά κύματα από το 1783 και μετά ως αποτέλεσμα των ρωσσο-τουρκικών συρράξεων. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο βαλκανικό χώρο απ’ όπου εκδιώχθηκαν κατά τα έτη 1877-1878. Σήμερα, έχουν πλέον αφομοιωθεί σε μεγάλο βαθμό, χωρίς όμως να έχουν χάσει πλήρως τη συνείδηση της διαφορετικής τους προέλευσης. Ο πληθυσμός τους αν και γεωγραφικά διεσπαρμένος παρουσιάζει πυκνότερη συγκέντρωση στα χωριά της επαρχίας του Εσκί Σεχίρ (36 περίπου χωριά). Στην επαρχία της Άγκυρας καταγράφεται η ύπαρξη τεσσάρων χωριών και στα Άδανα τριών. Τα τελευταία χρόνια έγιναν προσπάθειες διατήρησης των ιδιαίτερων πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών, με τη δημιουργία πολιτιστικών συλλόγων για τη διάδοση των λαϊκών χορών και της παραδοσιακής τους μουσικής, οι προσπάθειες όμως αυτές φαίνεται πως δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Οι Τουρκομάνοι γεωγραφικά εντοπίζονται στη δυτική και κεντρική Ανατολία. Μεγάλο μέρος του τουρκικού πληθυσμού υποστηρίζει ότι έχει τουρκομανικές ρίζες, πράγμα που δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο. Οι γνήσιοι ωστόσο Τουρκομάνοι δεν έχουν όλοι εγκατασταθεί μόνιμα σε συγκεκριμένο χώρο και εξακολουθούν ως ένα βαθμό να διατηρούν τη φυλετική τους οργάνωση και τον ημινομαδικό τους βίο. Ως προς τη θρησκευτικότητά τους διακρίνονται και αυτοί σε δύο ομάδες: μία ομάδα που ακολουθεί το σουνιτικό δόγμα και μία που πρεσβεύει τον αλεβιτισμό. Είναι πάλι χαρακτηριστικό ότι δεν διαθέτουμε επίσημα δημογραφικά στοιχεία για την πρώτη ομάδα, που αποτελείται από σουνίτες. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με σχετική ασφάλεια είναι ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους εντοπίζεται στην περιοχή του Ικονίου. Μία σημαντική επισήμανση είναι ότι συχνά επικρατεί σύγχυση αναφορικά με την ταυτότητα των σουνιτών Τουρκομάνων και των Yörük, καθώς πολλοί που ανήκουν στη δεύτερη εθνοτική ομάδα έλκουν την καταγωγή τους από τους Τουρκομάνους. Οι τελευταίοι μπορούν συχνά να χαρακτηριστούν ως Yörük, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ο όρος έχει γενική σημασία που βασίζεται στην ομοιότητα του νομαδικού τρόπου ζωή τους και όχι σε φυλετική συγγένεια (κάτι αντίστοιχο με τον όρο βλάχοι στα ελληνικά που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά για να περιγράψει διαφορετικούς νομαδικούς πληθυσμούς του ελληνικού χώρου). Η διάκριση μεταξύ των αναγνωρισμένων Τουρκομάνων και των χωρικών ή κατοίκων των πόλεων κατά τη διαδικασία της αφομοίωσής τους στηριζόταν μέχρι πρόσφατα στον ημινομαδικό τρόπο ζωής τους, αλλά πλέον με τη σταδιακή εξαφάνιση του εποχιακού νομαδισμού, η διάκριση βασίζεται ολοένα και περισσότερο στην αίσθηση ότι υπάρχει κοινή ιστορία και κοινός ιστορικός δεσμός μεταξύ των μελών της ομάδας.


Στην περίπτωση των αλεβιτών Τουρκομάνων τα στοιχεία για το πληθυσμιακό τους μέγεθος είναι περισσότερα, αλλά δεν βασίζονται σε αξιόπιστες πηγές. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό τους κυμαίνονται μεταξύ οκτώ και δεκαοκτώ εκατομμυρίων.
Ένας παραπάνω λόγος που δεν επιτρέπει να εξάγει κανείς σαφή συμπεράσματα για το πραγματικό μέγεθος του πληθυσμού τους, έχει να κάνει και με τον μυστικιστικό και απόκρυφο χαρακτήρα του δόγματος. Αναφερόμαστε στην παράδοση του takiya σύμφωνα με την οποία επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του αλεβίτη πιστού η αποκάλυψη, ή όχι, της θρησκευτικής του ταυτότητας.
Η πρώτη και μοναδική σοβαρή ανθρωπολογική μελέτη που ασχολείται σε εύρος και αποκλειστικά με την κοινότητα των αλεβί είναι του Altan Gokalp, Tères rouges et bouches noires, Παρίσι 1980. Ο τουρκολόγος - ισλαμολόγος Altan Gokalp, αναλύοντας το κοινωνικοθρησκευτικό τοπίο της Τουρκίας, τοποθετεί την ετερόδοξη αυτή τάση των αλεβί ανάμεσα στις τρεις κυρίαρχες συνιστώσες: Πρώτη συνιστώσα, η καθεστωτική λαϊκή - κοσμική - κεμαλική κληρονομιά ρήξης με το οθωμανικό ισλαμικό παρελθόν: «Η κεμαλική ιδεολογία συνιστά θεσμικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά και ιστορικά ένα κεντρικό «παράδειγμα» σε αλληλόδραση με τους δύο άλλους πόλους της κοινωνικο-θρησκευτικής διελκυστίνδας». Δεύτερη συνιστώσα, η σουνίτικη πλειοψηφία είναι εκείνη η οποία διατρέχεται από τον ισλαμιστικό αναβρασμό και διεκδικεί την επιστροφή στον θρησκευτικό Νόμο, τη Sharia. Προπύργιο του σουνίτικου ισλαμισμού είναι τα αγροτικά βάθη της Ανατολίας (που έμειναν άθικτα από τους εκκοσμικευτικούς κεμαλικούς νόμους από άγνοια και αδράνεια και όχι επειδή αντιστάθηκαν). Οι αλεβί συγκροτούν την τρίτη συνιστώσα, στην οποία αρκετοί δίνουν βαρύνουσα - ισότιμη - σημασία ως αποτελεσματικό αντίβαρο στον σουνίτικο φονταμενταλισμό. Η κοινότητα των Τούρκων κατά κανόνα, αλλά και των Κούρδων, Αλεβί-Μπεχτασί σιίτικής παράδοσης, διαφέρει σημαντικά από τους πέρσες σιίτες (αν και κατηγορήθηκαν στο παρελθόν ως πράκτορές τους). Με εκατομμύρια πιστών αποτελούν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του GokaIp, περίπου το 1/4 του συνολικού πληθυσμού της χώρας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αλεβιτισμός δεν έχει εθνοτική ταυτότητα. Ακόλουθους του αλεβιτισμού συναντάμε σε πολλές εθνοτικές ομάδες στην Τουρκία (Τουρκομάνους, Κούρδους, Αμπντάλ κ.τ.λ.). Ο αλεβιτισμός στις περισσότερες περιπτώσεις υπερβαίνει τα όρια των εθνοτικών σχηματισμών. Ένας τούρκος αλεβίτης βρίσκεται πιο κοντά στον κούρδο ομόδοξό του παρά στο σουνίτη ομοεθνή του και το αντίθετο. Δεν είναι μάλιστα καθόλου σπάνιο το φαινόμενο «αφύσικων» σουνιτικών κουρδοτουρκικών συμμαχιών στις περιπτώσεις των διώξεων εναντίον των αλεβιτών συμπατριωτών τους. Ο αλεβιτισμός αποτελεί την τουρκική ερμηνεία του σιιτικού Ισλάμ που συνδέεται με το Ιράν και την περσική ισλαμική εκδοχή. Οι σιίτες ήταν οι οπαδοί του εξάδελφου και γαμπρού του Προφήτη, του Αλί. Το όνομα Αλεβί, άλλωστε, σημαίνει ακριβώς αυτό: ακόλουθος του Αλί. Αμέσως μετά τον θάνατο του Μωάμεθ ξέσπασε διαμάχη για τη διαδοχή του. Ο Αλί υπήρξε ο χαμένος της υπόθεσης, καθώς μαζί με την ελπίδα της διαδοχής έχασε και τη ζωή του. Οι ακόλουθοί του αποσπάστηκαν από τον ισλαμικό σουνιτικό κορμό και αποτέλεσαν έκτοτε τους σιίτες. Το σιιτικό δόγμα υπήρξε η βάση του αλεβιτισμού και τα στοιχεία που διαφοροποιούν το τελευταίο από το σουνιτισμό δεν περιορίζονται μόνο στο δόγμα, αλλά και στην πράξη. Ο αλεβιτισμός αποτελεί και μορφή κοινοτικής οργάνωσης που διαθέτει μηχανισμούς επίλυσης των ενδοκοινοτικών διαφορών. Η ποικιλία των ονομάτων του είναι μεγάλη: μπεκτασί, κιζιλμπάς, ταχτατζί κ.τ.λ., δεν πρέπει όμως να μας προκαλεί σύγχυση, καθώς όλοι αυτοί οι όροι ανταποκρίνονται απλώς σε ομαδοποιήσεις του ίδιου θρησκευτικού συστήματος που είχε ως εισηγητή του τη μυστηριώδη μορφή του Χατζή Μπεκτάς. Ο Χατζή Μπεκτάς έζησε κάπου μεταξύ του 13ου και του 14ου αιώνα και τα γνωστά περιστατικά του βίου του αποτελούν ένα μείγμα αντιφατικών παραδόσεων που δεν μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε τίποτε με βεβαιότητα για τη δράση του. Ένα ακόμα στοιχείο διαφοροποίησης του αλεβιτισμού είναι η ιεραρχική του οργάνωση που περιλαμβάνει τέσσερις βαθμίδες μύησης (ασίκης, δερβίσης, ντεντέ ή μπαμπά και ντεντέμπαμπα). Μέσα στον ίδιο τον αλεβιτισμό υφίσταται η διάκριση μεταξύ μπεκτασήδων και αλεβιτών μπεκτασήδων. Σύμφωνα με τους δεύτερους, η ιδιότητα του αλεβίτη είναι αποκλειστικά κληρονομική και κανείς έξω από την κοινότητα δεν μπορεί να ενταχθεί στον αλεβιτισμό. Στους αλεβίτες, η τέλεση της θρησκευτικής λειτουργίας γίνεται κρυφά. Για το λόγο αυτό, οι αλεβίτες δεν πάνε αλλά και δεν έχουν τζαμιά. Κάθε άτομο είναι ενσωματωμένο σε ένα δίκτυο αλληλεξαρτήσεων που τα συνδέει ως πραγματικούς κοινωνούς.
Η εσωτερική συνοχή των θρησκευτικών κοινοτήτων εξασφαλίζεται από την ύπαρξη ενός Nτεντέ που είναι ό,τι πιο κοντινό διαθέτουν οι αλεβίτες στο θεσμό του ιερατείου. Εναλλακτική ονομασία για τον Ντεντέ είναι Οτσάκ Ζαντέ. Πρόκειται για τον επικεφαλής μιας «εστίας» πνευματικής δραστηριότητας, μιας συγκεκριμένης κοινότητας αλεβιτών που μπορούν να κατοικούν σε τόπους πολύ απομακρυσμένους από την έδρα του Ντεντέ τους. Αρχηγός της τοπικής κοινωνίας είναι ο Μπαμπά, που μπορεί να ταυτίζεται με τον Ντεντέ, υπό την εξουσία του οποίου συνάπτονται ειδικοί δεσμοί μεταξύ παντρεμένων ζευγαριών που κατά κάποιο τρόπο αδελφοποιούνται. Η παραβατική και η ανήθικη συμπεριφορά ελέγχεται ενδοκοινοτικά μέσω του δικαστικού θεσμού του σοργκού αγινί. Τα παραπτώματα κρίνονται «πρωτοδίκως» από το κοινοτικό αυτό δικαστήριο και εν συνεχεία εξετάζονται μία φορά το χρόνο από την ετήσια συγκέντρωση που ονομάζεται αγίν-ι τσεμ και μπορεί εν ανάγκη να επιβάλει την προσωρινή έξωση των μελών της κοινότητας που αρνούνται να συμμορφωθούν. Πέρα από τη δικαστική λειτουργία στην ιεροτελεστία του αγίν-ι τσεμ (μυστηρίου της ένωσης) εκτυλίσσεται το μυστήριο της «αδελφοποίησης» που προαναφέραμε, κατά το οποίο δύο νεοφώτιστοι άνδρες μαζί με τις συζύγους τους ενώνονται μυστικιστικά . Η ιεροτελεστία αποτέλεσε το έναυσμα για την επινόηση πολλών συκοφαντιών και ανυπόστατων κατηγοριών που περιλάμβαναν φανταστικές αιμομιξίες, μαγγανείες και ακολασίες.
Τα διαβόητα «μουμ σεντί», τα κοινοτικά όργια στα οποία υποτίθεται ότι επιδίδονται οι αλεβίτες, αποτέλεσαν κοινό τόπο στα σουνιτικά στερεότυπα γι’ αυτούς τους ετερόδοξους μουσουλμάνους. Το παρωνύμιο που τους αποδόθηκε είναι «μουμ σεντιρενλέρ» (αυτοί που σβήνουν τα κεριά και συνεκδοχικά αυτοί που παίρνουν μέρος σε απόκρυφες ιεροτελεστίες). Οι αλεβίτες από την άλλη, εξαιτίας αυτής της συκοφαντικής πρακτικής χαρακτηρίζουν τους σουνίτες με την ονομασία αγκζί καρά, ήτοι «μαύρο στόμα».
Όπως ήταν αναμενόμενο, η εχθρική στάση της σουνιτικής πλειοψηφίας, που εκδηλώθηκε μάλιστα ανοικτά με τη μορφή διώξεων ή ακόμα και σφαγών, ενίσχυσε την κοινοτική αλληλεγγύη των αλεβιτών και αύξησε τη συσπείρωσή τους .
Ο αλεβιτισμός υπήρξε στρατηγικός σύμμαχος του κεμαλισμού κατά τα πρώιμα στάδια των μεταρρυθμίσεων. Οι αρχές του θρησκευτικού κινήματος, προσέγγιζαν κατά παράδοξο τρόπο σε πολλά σημεία το κοινωνικοπολιτικό μοντέλο που επιθυμούσε να επιβάλει ο Κεμάλ. Η βελτιωμένη θέση της γυναίκας, η απόρριψη των υπερσυντηρητικών ηθικών αξιών και των ακραίων εξωτερικών χαρακτηριστικών του Ισλαμισμού, η έννοια της αλληλεγγυότητας ήταν χαρακτηριστικά της βιωμένης θρησκευτικότητας των αλεβιτών που προσαρμόζονταν εύκολα στο κεμαλικό κήρυγμα. Ο κεμαλισμός αποπειράθηκε έντεχνα να εκμεταλλευτεί αυτές τις εκλεκτικές συγγένειες για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του, αλλά σύντομα η σχέση αυτή με τον αλεβιτισμό θυσιάστηκε στο βωμό των εσωτερικών αντιφάσεων του καθεστώτος. Ο Κεμάλ απέδωσε σημασία στη διαμόρφωση μιας νέας εθνικής συνείδησης για το τουρκικό κράτος που οραματιζόταν να δημιουργήσει. Το Έθνος-Κράτος είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ο σουνιτισμός, ως θρησκευτική εκδήλωση της πλειοψηφίας, επιλέχθηκε ως δομικό στοιχείο της νέας εθνικής ταυτότητας. Ο αλεβιτισμός αποτελούσε λοιπόν απόκλιση, μια παραφωνία που έπρεπε να εκλείψει στο όνομα της αφομοίωσης. Η παρουσία του ακύρωνε το ιδεολόγημα του Έθνους-Κράτους και καθώς είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό του ήταν πλέον καιρός να φύγει από τη μέση. Το ιστορικό των διώξεων εναντίον των αλεβιτών χρονολογείται ήδη από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του και είχε εν μέρει θρησκευτικό και εν μέρει πολιτικό χαρακτήρα. Για τους ορθόδοξους σουνίτες, οι αλεβίτες είναι «χειρότεροι από τους άπιστους». Το 1513 ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ ο «Τρομερός» βασάνισε και εκτέλεσε 40.000 αλεβίτες ηλικίας από 7 έως 70 ετών. Οι πιο πρόσφατες διώξεις διατηρούν τη θρησκευτική τους βάση, αλλά ενεργοποιούν παράλληλα και άλλα ιδεολογικά αντανακλαστικά του τουρκικού εθνικισμού. Τα γεγονότα της Σεβάστειας όπου δολοφονήθηκαν σαράντα αλεβίτες κατά τη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα, η σφαγή του Καραμάν Μαράς στη δεκαετία του ’70, η πυρπόληση ενός ξενοδοχείου πάλι στη Σεβάστεια το 1993 που οδήγησε σε φρικτό θάνατο 37 άτομα και πάμπολλα άλλα παραδείγματα, κατέδειξαν με τραγικό τρόπο ποια είναι τα αποτελέσματα της συνεργασίας των κρατικών αρχών με τα ακραία εθνικιστικά και ισλαμιστικά στοιχεία.
Οι αλεβίτες αντιμετωπίζονται ως αιρετικοί από το σουνίτικο Ισλάμ, που κατά κανόνα σημαίνει ως μη-μουσουλμάνοι. Η σιίτικη γνωστική έμπνευση της θρησκείας τους και οι ιδιαιτερότητες του τυπικού διαμορφώνουν ορισμένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της ετερότητας και των πρακτικών τους. Μάχονται ενάντια στον σουνίτικο φανατισμό και ολοκληρωτισμό. Η θρησκευτική τους ενδοστρέφεια και κυρίως η ιστορική τους αντιπαλότητα με τη σουνίτικη πλειοψηφία, τους κάνει ιδιαίτερα δεκτικούς στον κεμαλικό διαχωρισμό ανάμεσα στην έκφραση πίστης τους στον ιδιωτικό χώρο και την παρουσία τους στο δημόσιο χώρο. Η στάση τους αυτή επέδρασε στην προσαρμοστικότητά τους ως μετανάστες στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας, αλλά και στη Γερμανία. Σύμφωνα με κοινωνιολογικές μελέτες, η αδιαφορία τους για τις ορθόδοξες μουσουλμανικές συνήθειες προκαλεί τις αντιδράσεις των σουνιτών-μεταναστών. Για τους αλεβί, η θρησκεία είναι κάτι περισσότερο από πίστη: είναι λόγος ύπαρξης - «γεννιέται κανείς αλεβί αλλά δεν γίνεται» - μοτίβο που επαναλαμβάνει σε όλες τις σχετικές μελέτες του ο Gokalp. Είναι επομένως μια θρησκεία χωρίς προσηλυτισμό και χωρίς στρατολογίες. Οι διαχρονικές αντιθετικές σχέσεις με την ορθόδοξη σουνίτικη παράδοση έχουν διαμορφώσει ένα αντίβαρο στον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό. Και όμως για χάρη αυτής της συντηρητικής ορθόδοξης ισλαμικής πλειοψηφίας, οι κεμαλιστές δεν επέτρεψαν στους αλεβί να συμμετέχουν στα υψηλά κλιμάκια της εξουσίας και του στρατού. Όσες φορές οι αλεβί απαίτησαν είτε την κατάργηση της κατήχησης στο Κοράνι, με βάση αποκλειστικά τους σουνίτικους κανόνες, είτε τη διάλυση της διεύθυνσης θρησκευτικών υποθέσεων, εφόσον δεν περιελάμβανε υποδιεύθυνση για τις ετερόδοξες τάσεις, δεν εισακούστηκαν. Ένα τελευταίο στοιχείο ιδεολογίας αξίζει να επισημανθεί: Σύμφωνα με μελετητές, οι αλεβίτες στο συλλογικό υποσυνείδητό τους αισθάνονται ως παραμελημένη και διωκόμενη θρησκευτική μειονότητα, που τείνει να αυτοπροσδιορίζεται ως μη προνομιούχα κοινωνική ομάδωση. Ένας πρόσθετος λόγος που η παρουσία τους ανησυχεί τις ιθύνουσες ομάδες είναι οι δεσμοί των αλεβί με τους αλαουίτες της Συρίας, και επομένως το ενδεχόμενο ενεργοποίησής τους σε περίπτωση γενικότερης αποσταθεροποίησης της Τουρκίας.
Κούρδοι
Η γλώσσα τους, ξεχωριστός κλάδος της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, συγγενεύει περισσότερο με την επίσης ινδοευρωπαϊκή «κλιτική» περσική ενώ δεν έχει καμία συγγένεια με την «συγκολλητική» ουραλοαλταϊκή τουρκική γλώσσα της οποίας η προέλευση, η δομή και η μορφολογία είναι τελείως διαφορετικές. Παρά την πασιφανή διαφορετική καταγωγή των Κούρδων, ήδη από τη δεκαετία του 1930 το κεμαλικό κράτος είχε αποπειραθεί να διαγράψει την ιδιαίτερη κουρδική ταυτότητα χαρακτηρίζοντάς τους στα επίσημα κρατικά κείμενα με τον παραπλανητικό ευφημισμό, «ορεσίβιοι Τούρκοι» και οι ευφημισμοί δεν σταμάτησαν εκεί. Κατά τη δεκαετία του 1980 οι «ορεσίβιοι Τούρκοι» είχαν πλέον μετατραπεί σε «ανατολικούς Τούρκους».
Ο πολυπληθέστερος εθνοτικός σχηματισμός στην Τουρκία είναι οι Κούρδοι . Μια διευκρίνιση για τη χρήση της ορολογίας είναι απαραίτητη σε αυτό το σημείο. Μιλώντας κανείς για τους Κούρδους βρίσκεται πλέον σε αμηχανία αν θα πρέπει να τους κατηγοριοποιήσει ως εθνοτική ή εθνική ομάδα. Παρά την απουσία ενός οργανωμένου κουρδικού κράτους που θα αποτελούσε την εθνική εστία αναφοράς για τους κουρδικούς πληθυσμούς -βρίσκονται διεσπαρμένοι μεταξύ τριών διαφορετικών κρατών Ιράν, Ιράκ, Τουρκία, χωρίς να αναφερθούμε στις σημαντικότατες κοινότητες της κουρδικής διασποράς- είναι πλέον δυνατόν να μιλήσει κανείς για μία αναδυόμενη εθνική συνείδηση συμβατή με τους κλασικότερους ορισμούς της έννοιας. Σύμφωνα με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, ο αριθμός τους στην τουρκική επικράτεια ανέρχεται σε 5 εκατομμύρια. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τους εντοπίζονται σε έντεκα από τις νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας, αν και η εικόνα της γεωγραφικής διασποράς τους δεν είναι τόσο απλή όσο φαντάζει εν πρώτοις . Οι σουνίτες Κούρδοι σύμφωνα με τα εγκυρότερα υπάρχοντα στοιχεία εντοπίζονται στις επαρχίες Χακάρι, Βαν, Σιίρτ, Μπιτλίς, Μους, Ντιγιάρμπακιρ, Ούρφα. Μικρότερης πυκνότητας σουνιτικοί πληθυσμοί βρίσκονται στις επαρχίες Καρς, Μαρντίν, Μπινγκιέλ, Ερζερούμ, Ελαζίγκ, Τουντσελί, Ερζινκάν, Αντιγιαμάν, Μαλάτια, Γκαζιαντέπ, Κ. Μαράς, και Χατάι. Για τους αλεβίτες Κούρδους τα στοιχεία φανερώνουν την ύπαρξη συμπαγών πληθυσμών στις επαρχίες, Μπινγκιέλ (ιδιαίτερα στις υπο-επαρχίες Κάρλιοβα και Κιί), Τουντσελί, Ερζινκάν, Σιβάς (Σεβάστεια;), Γιοζγκάτ, Ελαζίι, Μαλάτια, Κ. Μαράς (ιδιαίτερα στο Ελμπιστάν και το Παζαρτσίκ) και Καϊζερί (Πινάρμπασι, Σαρίζ και Τομαρζά). Διάσπαρτοι πληθυσμοί αναφέρονται στις επαρχίες Αντιγιαμάν, Γκαζιαντέπ, Χατάι, Κιρσεχίρ, Νεβσεχίρ, Σαμψούντα και Τοκάτ. Οι κοινότητες των Γεζίντι εντοπίζονται κοντά στα σύνορα με τη Συρία και το Ιράκ. Σε πρόσφατες περιόδους (κατά τελευταία 30 χρόνια), σύμφωνα με στοιχεία των Γεζίντι της διασποράς, μεγάλος αριθμός χωριών καταστράφηκε ή καταλήφθηκε από Τούρκους μουσουλμάνους.
Από τα 121 χωριά των Γεζίντι που μαρτυρούνταν στην περιοχή, 48 υποτίθεται ότι εξακολουθούν να κατοικούνται. Η πλειονότητα των Κούρδων έχει την αίσθηση ότι ανήκει σε μία διακριτή εθνοτική ομάδα , ετεροπροσδιοριζόμενη σε σχέση με τις τουρκικές και χριστιανικές μειονότητες με τις οποίες συμβιώνει. Θα ήταν όμως λάθος να υποστηρίξουμε ότι επικρατεί ομοφωνία ως προς την κουρδική ταυτότητα. Αν θεωρήσουμε τη γλώσσα ως ένα από τα βασικά στοιχεία που ορίζουν την εθνοτικότητα, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε μερικές προκαταρκτικές επισημάνσεις. Η κουρδική γλώσσα είναι χωρισμένη σε αρκετές διαλέκτους. Η κυριότερη ομάδα διαλέκτων ονομάζεται Κιρμάντζι. Ένα κομμάτι του πληθυσμού της περιοχής χρησιμοποιεί τη γλώσσα Ζαζά που έχει στενές συγγένειες με τα Ιρανικά με τα οποία συγγενεύει και η Κιρμάντζι. Συχνά υπάρχει η τάση να θεωρείται η Ζαζά μία από τις διαλέκτους της Κουρδικής, αλλά κάτι τέτοιο είναι λάθος. Ένας ομιλητής της Κιρμάντζι δεν είναι σε θέση να καταλάβει κάποιον που χρησιμοποιεί τη Ζαζά. Ένας ομιλητής της Ζαζά, ωστόσο, είναι συνήθως σε θέση να καταλάβει λίγα Κιρμάντζι. Την κατάσταση περιπλέκει ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που ενώ γνωρίζουν και χρησιμοποιούν μόνο τα Τουρκικά θεωρούν τους εαυτούς τους Κούρδους. Η κουρδική ταυτότητα των ομιλητών της Ζαζά δεν γίνεται απ’ όλους αποδεκτή και συχνά η εθνοτική κατηγοριοποίηση αυτών των ανθρώπων είναι περισσότερο θέμα πολιτικής σκοπιμότητας.
Πολλοί πάντως είναι οι ομιλητές της Ζαζά οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως Κούρδοι. Η σύγχυση αναφορικά με την ταυτότητά τους επιτείνεται μεταξύ άλλων και από τις προσπάθειες των κούρδων εθνικιστών να τους εμφανίσουν ως Κούρδους προκειμένου να παρουσιάσουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της δημογραφίας της περιοχής. Ίσως να μοιάζει ειρωνικό, αλλά η επίσημη κρατική προπαγάνδα συνετέλεσε κι αυτή στην ταύτιση των «Ζαζά» με τους Κούρδους θεωρώντας τους κομμάτι του ίδιου «προβλήματος». Οι σουνίτες ομιλητές της Ζαζά στο παρελθόν αισθάνονταν αρκετά διακριτοί από τους αλεβίτες ομογλώσσους τους, ώστε να συμμετέχουν σε διώξεις εναντίον τους,
αν και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει πλέον. Οι σουνίτες Κούρδοι από την πλευρά τους αναγνωρίζουν την ύπαρξη πολιτισμικών, αλλά ακόμα και φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών που τους διαφοροποιούν από τους σουνίτες ομιλητές της Ζαζά.
Σύμφωνα με τον Martin M. van Bruinassen, οι περισσότεροι Κούρδοι, αν και έχουν ισχυρή συνείδηση συμμετοχής σε ξεχωριστή εθνοτική ομάδα -που τους διαφοροποιεί ιδιαίτερα απ’ τους Τούρκους- δεν έχουν καταλήξει σε μια κοινά αποδεκτή απ’ όλους συναντίληψη ως προς το τι συνιστά αυτή την εθνοτική ταυτότητα και ως προς το πού χαράσσονται τα σύνορα της εθνοτικής τους ομάδας. Ένας κάπως χαλαρός λειτουργικός ορισμός, τον οποίο θα αποδέχονταν οι περισσότεροι κούρδοι εθνικιστές και που προτείνει ο Bruinassen, είναι ο ακόλουθος: «Κούρδοι είναι όλοι οι ιθαγενείς που ομιλούν διαλέκτους που ανήκουν στις ιρανικές γλώσσες Kurmanchi ή Zaza, όπως επίσης όλοι εκείνοι που ομιλούν την τουρκική γλώσσα αλλά που διατείνονται πως κατάγονται από οικογένειες που μιλούσαν τις ως άνω διαλέκτους και που ακόμη (ή πάλι) θεωρούν τον εαυτό τους ως Κούρδο». Βλ. Martin M. van Bruinassen, «The Ethnic identity of the Kurds» στο Peter Alford Andrews, Ethnic Groups in the Republic of Turkey, ό,π. σ. 613.
συνεχίζεται ...
Το Τουρκικό Μωσαϊκό - Οι εθνοτικοί σχηματισμοί
Σχης (ΤΘ) Χαράλαμπος Λαλούσης
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012
http://army.gr/sites/default/files/mag_20120101.pdf

Τούρκοι
Οι κάτοικοι της Τουρκίας που αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι, σύμφωνα με την επίσημη κρατική εκδοχή του όρου, αγγίζουν το 80% του πληθυσμού. Πληθυσμιακά η Τουρκία το 1927, σύμφωνα με την πρώτη της απογραφή, είχε μόλις πάνω από 10 εκατομμύρια κατοίκους, το 1950 γύρω στα 20 εκατομμύρια, το 1980 45 εκατομμύρια, ενώ σήμερα [ 2012 ] υπολογίζεται περίπου στα 65 εκατομμύρια. Η ηλικιακή δομή του πληθυσμού είναι ουσιαστικά νέα, εφόσον το 50% είναι κάτω των 19 ετών. Ο μέσος όρος διαβίωσης έχει μετατοπιστεί από 35 χρόνια στη δεκαετία του 1950, στα 60 το 1980, ενώ η παιδική θνησιμότητα ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή από το υψηλό 18% (στις δυτικές περιοχές) στο υψηλότερο 25% στις ανατολικές. Η γεωγραφική κινητικότητα από την επαρχία στα αστικά κέντρα, ανάμεσα στις περιφέρειες και ανάμεσα στις πόλεις, θεωρείται μεγάλη συγκριτικά με άλλες χώρες. Οι βασικές μετακινήσεις είναι από Ανατολάς προς Δυσμάς. Η Κωνσταντινούπολη, η Άγκυρα και η Σμύρνη απορρόφησαν μεταπολεμικά το 40% της εσωτερικής μετανάστευσης. Ανάμεσα στο 1/5 και το 1/6 του πληθυσμού (10-12 εκατομμύρια) κατοικούν στην Κωνσταντινούπολη.
{ Έχουμε ] τρεις κυρίως ομαδοποιήσεις: τους Τούρκους που είναι απόγονοι των παλαιών οθωμανικών κτήσεων επί ευρωπαϊκού εδάφους και μετανάστευσαν ή μεταφέρθηκαν σταδιακά στην Τουρκία με την ανάδυση των Εθνικών Κρατών στα Βαλκάνια, τους Τούρκους της Ανατολίας και τους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας (μετανάστες και απόγονοι μεταναστών από την περιοχή του Καυκάσου).

Η ομάδα της Ανατολίας αντιπροσωπεύει την πιο «γνήσια» φυλετικά εκδοχή του Τούρκου ή τουλάχιστον αυτή υπήρξε η επίσημη άποψη του πρώιμου κεμαλικού κράτους. Τα χαρακτηριστικά που αποδόθηκαν στον Τούρκο της Ανατολίας φυσική αντοχή, παροιμιώδης υπομονή, πείσμα, υπερηφάνεια, φιλόξενη διάθεση, μακροθυμία, αλλά και μοιρολατρία, προβλήθηκαν συχνά σαν τα θεμελιώδη συστατικά της τουρκικής ιδιοσυγκρασίας. Ο γεωγραφικός χώρος εξάπλωσής τους είναι -όπως προδίδει και το όνομά τους- τα υψίπεδα της Ανατολίας όπου ζουν διεσπαρμένοι σε μικρές κοινότητες, χωριά και κωμοπόλεις. Η κύρια απασχόλησή τους είναι η καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία. Στην ίδια ομάδα θεωρείται ότι ανήκουν και οι κάτοικοι των τουρκικών παραλίων στο Αιγαίο και τη Μαύρη θάλασσα αν και ως προς τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά δεν ταυτίζονται με τους κατοίκους των υψιπέδων. Η διαφοροποίηση είναι φυσιολογική αν σκεφτεί κανείς τις διαφορετικές πολιτισμικές παραστάσεις στις οποίες εκτίθενται οι πληθυσμοί που διαβιούν κοντά στη θάλασσα. Τα τελευταία χρόνια η εντατικοποίηση της αστικοποίησης, ο εκβιομηχανισμός και η εισαγωγή καταναλωτικών συνηθειών έχουν σε μεγάλο βαθμό ελαττώσει τις τοπικές διαφοροποιήσεις και οι διακρίσεις υφίστανται πλέον σε επίπεδο ταξικό και επαγγελματικό. Η εποχιακή, ωστόσο, μετακίνηση του ορεινού πληθυσμού για την εξασφάλιση βοσκοτόπων παραμένει βασικό χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής στα υψίπεδα. Υπολογίζεται ότι ένα εκατομμύριο περίπου Τούρκοι της Ανατολίας εξακολουθούν να διάγουν ημινομαδικό βίο. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται και 600.000 Yörük. Οι Yörük είναι τουρκόφωνοι και οργανωμένοι σε νομαδικές φατρίες. Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού των Yörük εντοπίζεται στις επαρχίες Μανίσα, Μπαλικεσίρ, Κιουτάχεια και ιδιαίτερα στην επαρχία του Εσκί Σεχίρ. Ως προς το θρήσκευμα είναι σουνίτες μουσουλμάνοι, αν και μια υποομάδα τους φαίνεται να ακολουθεί τον αλεβιτισμό. Η υποομάδα αυτή εντοπίζεται κυρίως στο Αφιόν Καραχισάρ, το Εμίρνταγ, το Μπιλετσίκ και το Μποζουγιούκ.

Πάμε στους Τούρκους που είναι απόγονοι των παλαιών οθωμανικών κτήσεων. Η σταδιακή μετακίνησή τους (1878-1924) στη σημερινή τουρκική επικράτεια, υπήρξε αποτέλεσμα της έξωσής τους από τα αναδυόμενα εθνικά κράτη στον βαλκανικό χώρο αλλά και συνέπεια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί απ’ αυτούς τοποθετήθηκαν από το τουρκικό κράτος στα χωριά που εγκαταλείφθηκαν από τους Έλληνες το 1922. Στις αγροτικές περιοχές που εγκαταστάθηκαν ανέπτυξαν τη γεωργική οικονομία και υιοθέτησαν αντίστοιχο τρόπο ζωής. Μεγάλο τμήμα όμως από αυτούς κατέληξε στα αστικά κέντρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή, τις συνήθειες και τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Η Αδριανούπολη, το Τεκίρνταγ, το Κικλαρελί, η Νιγκντέ, το Μπιλετσίκ και η Προύσα αποτελούν τις κυριότερες αστικές τους εστίες. Πληθυσμιακά συγκροτούν τον πιο συμπαγή δημογραφικά πυρήνα των δυτικών τουρκικών παραλίων . οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές να βρίσκονται στις δυτικές ακτές με αποκορύφωμα τις βορειοδυτικές. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι ως προς τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά αποτελούν ίσως την πλέον φιλελεύθερη ομάδα. Η θέση της εγκατάστασής τους έχει συμβάλλει τα μέγιστα σε αυτό καθώς, εξαιτίας του τουρισμού και της έντονης αστικοποίησης των παραλίων, έρχονται συχνότερα σε επαφή με τα δυτικά πρότυπα. Η εκβιομηχάνιση της περιοχής την μετέτρεψε σε πόλο έλξης ξένων επενδύσεων -ιδιαίτερα γερμανικών κεφαλαίων- και εργατικού δυναμικού με αποτέλεσμα η εργατική τάξη συχνά να υπερεκπροσωπείται. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων κυμαίνεται στα 3.800 - 4.000 δολάρια και καταλαμβάνει, ως εκ τούτου, τη δεύτερη υψηλότερη θέση σε ολόκληρη την τουρκική επικράτεια (την πρώτη θέση με κατά κεφαλήν εισόδημα 6.300 δολαρίων καταλαμβάνει η επαρχία Κοτσαελί, που βρίσκεται δίπλα στην επαρχία Κωνσταντινουπόλεως). Το τουρκικό κράτος ακολούθησε μια συνειδητή πολιτική ανάπτυξης της περιοχής που έκτοτε αποτελεί την ευρωπαϊκή βιτρίνα του κράτους. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτό είχε συμβάλει και η υπάρχουσα ήδη ευρωπαΐζουσα παράδοση, κληρονομιά των ελληνικών πληθυσμών που είχαν ζήσει στην περιοχή μέχρι το 1922.
Παράλληλα, όμως, με το υψηλό βιοτικό επίπεδο, στις περιφέρειες των αστικών κέντρων της περιοχής (ιδιαίτερα στη Σμύρνη) έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια μεγάλες παραγκουπόλεις, στις οποίες η εθνοτική προέλευση και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Πρόκειται, κυρίως, για οικονομικούς εσωτερικούς μετανάστες από τις νοτιοανατολικές επαρχίες και την καρδιά της Ανατολίας. Μεταξύ των ανθρώπων αυτών (μεγάλο ποσοστό των οποίων είναι Κούρδοι) απαντάται ένα τελείως διαφορετικό σύστημα αξιών περισσότερο συμβατό με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της υπαίθρου. Η θρησκευτικότητα αυτών των ομάδων είναι εντονότερη με αποτέλεσμα και τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά να διαφοροποιούνται τείνοντας περισσότερο στον ισλαμισμό και τον συντηρητισμό. Η δημογραφική αλλοίωση της περιοχής συνεχίζεται και στις μέρες μας, καθώς κατά πάγια κρατική τακτική επιδιώκεται η εγκατάσταση εκτοπισμένων Κούρδων με τελικό σκοπό των αφομοίωσή τους από το πολιτισμικά και οικονομικά δυναμικότερο τουρκικό στοιχείο των δυτικών παραλίων.
Η τρίτη σημαντικότερη - μετά τους Ευρωπαίους Τούρκους και τους Τούρκους της Ανατολίας - ομάδα του τουρκικού πληθυσμού με τουρκική εθνική συνείδηση είναι όσοι έχουν κεντροασιατική προέλευση.
Οι Τουρκομάνοι γεωγραφικά εντοπίζονται στη δυτική και κεντρική Ανατολία. Μεγάλο μέρος του τουρκικού πληθυσμού υποστηρίζει ότι έχει τουρκομανικές ρίζες, πράγμα που δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο. Οι γνήσιοι ωστόσο Τουρκομάνοι δεν έχουν όλοι εγκατασταθεί μόνιμα σε συγκεκριμένο χώρο και εξακολουθούν ως ένα βαθμό να διατηρούν τη φυλετική τους οργάνωση και τον ημινομαδικό τους βίο. Ως προς τη θρησκευτικότητά τους διακρίνονται και αυτοί σε δύο ομάδες: μία ομάδα που ακολουθεί το σουνιτικό δόγμα και μία που πρεσβεύει τον αλεβιτισμό. Είναι πάλι χαρακτηριστικό ότι δεν διαθέτουμε επίσημα δημογραφικά στοιχεία για την πρώτη ομάδα, που αποτελείται από σουνίτες. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με σχετική ασφάλεια είναι ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους εντοπίζεται στην περιοχή του Ικονίου. Μία σημαντική επισήμανση είναι ότι συχνά επικρατεί σύγχυση αναφορικά με την ταυτότητα των σουνιτών Τουρκομάνων και των Yörük, καθώς πολλοί που ανήκουν στη δεύτερη εθνοτική ομάδα έλκουν την καταγωγή τους από τους Τουρκομάνους. Οι τελευταίοι μπορούν συχνά να χαρακτηριστούν ως Yörük, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ο όρος έχει γενική σημασία που βασίζεται στην ομοιότητα του νομαδικού τρόπου ζωή τους και όχι σε φυλετική συγγένεια (κάτι αντίστοιχο με τον όρο βλάχοι στα ελληνικά που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά για να περιγράψει διαφορετικούς νομαδικούς πληθυσμούς του ελληνικού χώρου). Η διάκριση μεταξύ των αναγνωρισμένων Τουρκομάνων και των χωρικών ή κατοίκων των πόλεων κατά τη διαδικασία της αφομοίωσής τους στηριζόταν μέχρι πρόσφατα στον ημινομαδικό τρόπο ζωής τους, αλλά πλέον με τη σταδιακή εξαφάνιση του εποχιακού νομαδισμού, η διάκριση βασίζεται ολοένα και περισσότερο στην αίσθηση ότι υπάρχει κοινή ιστορία και κοινός ιστορικός δεσμός μεταξύ των μελών της ομάδας.


Στην περίπτωση των αλεβιτών Τουρκομάνων τα στοιχεία για το πληθυσμιακό τους μέγεθος είναι περισσότερα, αλλά δεν βασίζονται σε αξιόπιστες πηγές. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό τους κυμαίνονται μεταξύ οκτώ και δεκαοκτώ εκατομμυρίων.
Η πρώτη και μοναδική σοβαρή ανθρωπολογική μελέτη που ασχολείται σε εύρος και αποκλειστικά με την κοινότητα των αλεβί είναι του Altan Gokalp, Tères rouges et bouches noires, Παρίσι 1980. Ο τουρκολόγος - ισλαμολόγος Altan Gokalp, αναλύοντας το κοινωνικοθρησκευτικό τοπίο της Τουρκίας, τοποθετεί την ετερόδοξη αυτή τάση των αλεβί ανάμεσα στις τρεις κυρίαρχες συνιστώσες: Πρώτη συνιστώσα, η καθεστωτική λαϊκή - κοσμική - κεμαλική κληρονομιά ρήξης με το οθωμανικό ισλαμικό παρελθόν: «Η κεμαλική ιδεολογία συνιστά θεσμικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά και ιστορικά ένα κεντρικό «παράδειγμα» σε αλληλόδραση με τους δύο άλλους πόλους της κοινωνικο-θρησκευτικής διελκυστίνδας». Δεύτερη συνιστώσα, η σουνίτικη πλειοψηφία είναι εκείνη η οποία διατρέχεται από τον ισλαμιστικό αναβρασμό και διεκδικεί την επιστροφή στον θρησκευτικό Νόμο, τη Sharia. Προπύργιο του σουνίτικου ισλαμισμού είναι τα αγροτικά βάθη της Ανατολίας (που έμειναν άθικτα από τους εκκοσμικευτικούς κεμαλικούς νόμους από άγνοια και αδράνεια και όχι επειδή αντιστάθηκαν). Οι αλεβί συγκροτούν την τρίτη συνιστώσα, στην οποία αρκετοί δίνουν βαρύνουσα - ισότιμη - σημασία ως αποτελεσματικό αντίβαρο στον σουνίτικο φονταμενταλισμό. Η κοινότητα των Τούρκων κατά κανόνα, αλλά και των Κούρδων, Αλεβί-Μπεχτασί σιίτικής παράδοσης, διαφέρει σημαντικά από τους πέρσες σιίτες (αν και κατηγορήθηκαν στο παρελθόν ως πράκτορές τους). Με εκατομμύρια πιστών αποτελούν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του GokaIp, περίπου το 1/4 του συνολικού πληθυσμού της χώρας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αλεβιτισμός δεν έχει εθνοτική ταυτότητα. Ακόλουθους του αλεβιτισμού συναντάμε σε πολλές εθνοτικές ομάδες στην Τουρκία (Τουρκομάνους, Κούρδους, Αμπντάλ κ.τ.λ.). Ο αλεβιτισμός στις περισσότερες περιπτώσεις υπερβαίνει τα όρια των εθνοτικών σχηματισμών. Ένας τούρκος αλεβίτης βρίσκεται πιο κοντά στον κούρδο ομόδοξό του παρά στο σουνίτη ομοεθνή του και το αντίθετο. Δεν είναι μάλιστα καθόλου σπάνιο το φαινόμενο «αφύσικων» σουνιτικών κουρδοτουρκικών συμμαχιών στις περιπτώσεις των διώξεων εναντίον των αλεβιτών συμπατριωτών τους. Ο αλεβιτισμός αποτελεί την τουρκική ερμηνεία του σιιτικού Ισλάμ που συνδέεται με το Ιράν και την περσική ισλαμική εκδοχή. Οι σιίτες ήταν οι οπαδοί του εξάδελφου και γαμπρού του Προφήτη, του Αλί. Το όνομα Αλεβί, άλλωστε, σημαίνει ακριβώς αυτό: ακόλουθος του Αλί. Αμέσως μετά τον θάνατο του Μωάμεθ ξέσπασε διαμάχη για τη διαδοχή του. Ο Αλί υπήρξε ο χαμένος της υπόθεσης, καθώς μαζί με την ελπίδα της διαδοχής έχασε και τη ζωή του. Οι ακόλουθοί του αποσπάστηκαν από τον ισλαμικό σουνιτικό κορμό και αποτέλεσαν έκτοτε τους σιίτες. Το σιιτικό δόγμα υπήρξε η βάση του αλεβιτισμού και τα στοιχεία που διαφοροποιούν το τελευταίο από το σουνιτισμό δεν περιορίζονται μόνο στο δόγμα, αλλά και στην πράξη. Ο αλεβιτισμός αποτελεί και μορφή κοινοτικής οργάνωσης που διαθέτει μηχανισμούς επίλυσης των ενδοκοινοτικών διαφορών. Η ποικιλία των ονομάτων του είναι μεγάλη: μπεκτασί, κιζιλμπάς, ταχτατζί κ.τ.λ., δεν πρέπει όμως να μας προκαλεί σύγχυση, καθώς όλοι αυτοί οι όροι ανταποκρίνονται απλώς σε ομαδοποιήσεις του ίδιου θρησκευτικού συστήματος που είχε ως εισηγητή του τη μυστηριώδη μορφή του Χατζή Μπεκτάς. Ο Χατζή Μπεκτάς έζησε κάπου μεταξύ του 13ου και του 14ου αιώνα και τα γνωστά περιστατικά του βίου του αποτελούν ένα μείγμα αντιφατικών παραδόσεων που δεν μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε τίποτε με βεβαιότητα για τη δράση του. Ένα ακόμα στοιχείο διαφοροποίησης του αλεβιτισμού είναι η ιεραρχική του οργάνωση που περιλαμβάνει τέσσερις βαθμίδες μύησης (ασίκης, δερβίσης, ντεντέ ή μπαμπά και ντεντέμπαμπα). Μέσα στον ίδιο τον αλεβιτισμό υφίσταται η διάκριση μεταξύ μπεκτασήδων και αλεβιτών μπεκτασήδων. Σύμφωνα με τους δεύτερους, η ιδιότητα του αλεβίτη είναι αποκλειστικά κληρονομική και κανείς έξω από την κοινότητα δεν μπορεί να ενταχθεί στον αλεβιτισμό. Στους αλεβίτες, η τέλεση της θρησκευτικής λειτουργίας γίνεται κρυφά. Για το λόγο αυτό, οι αλεβίτες δεν πάνε αλλά και δεν έχουν τζαμιά. Κάθε άτομο είναι ενσωματωμένο σε ένα δίκτυο αλληλεξαρτήσεων που τα συνδέει ως πραγματικούς κοινωνούς.
Η εσωτερική συνοχή των θρησκευτικών κοινοτήτων εξασφαλίζεται από την ύπαρξη ενός Nτεντέ που είναι ό,τι πιο κοντινό διαθέτουν οι αλεβίτες στο θεσμό του ιερατείου. Εναλλακτική ονομασία για τον Ντεντέ είναι Οτσάκ Ζαντέ. Πρόκειται για τον επικεφαλής μιας «εστίας» πνευματικής δραστηριότητας, μιας συγκεκριμένης κοινότητας αλεβιτών που μπορούν να κατοικούν σε τόπους πολύ απομακρυσμένους από την έδρα του Ντεντέ τους. Αρχηγός της τοπικής κοινωνίας είναι ο Μπαμπά, που μπορεί να ταυτίζεται με τον Ντεντέ, υπό την εξουσία του οποίου συνάπτονται ειδικοί δεσμοί μεταξύ παντρεμένων ζευγαριών που κατά κάποιο τρόπο αδελφοποιούνται. Η παραβατική και η ανήθικη συμπεριφορά ελέγχεται ενδοκοινοτικά μέσω του δικαστικού θεσμού του σοργκού αγινί. Τα παραπτώματα κρίνονται «πρωτοδίκως» από το κοινοτικό αυτό δικαστήριο και εν συνεχεία εξετάζονται μία φορά το χρόνο από την ετήσια συγκέντρωση που ονομάζεται αγίν-ι τσεμ και μπορεί εν ανάγκη να επιβάλει την προσωρινή έξωση των μελών της κοινότητας που αρνούνται να συμμορφωθούν. Πέρα από τη δικαστική λειτουργία στην ιεροτελεστία του αγίν-ι τσεμ (μυστηρίου της ένωσης) εκτυλίσσεται το μυστήριο της «αδελφοποίησης» που προαναφέραμε, κατά το οποίο δύο νεοφώτιστοι άνδρες μαζί με τις συζύγους τους ενώνονται μυστικιστικά . Η ιεροτελεστία αποτέλεσε το έναυσμα για την επινόηση πολλών συκοφαντιών και ανυπόστατων κατηγοριών που περιλάμβαναν φανταστικές αιμομιξίες, μαγγανείες και ακολασίες.
Τα διαβόητα «μουμ σεντί», τα κοινοτικά όργια στα οποία υποτίθεται ότι επιδίδονται οι αλεβίτες, αποτέλεσαν κοινό τόπο στα σουνιτικά στερεότυπα γι’ αυτούς τους ετερόδοξους μουσουλμάνους. Το παρωνύμιο που τους αποδόθηκε είναι «μουμ σεντιρενλέρ» (αυτοί που σβήνουν τα κεριά και συνεκδοχικά αυτοί που παίρνουν μέρος σε απόκρυφες ιεροτελεστίες). Οι αλεβίτες από την άλλη, εξαιτίας αυτής της συκοφαντικής πρακτικής χαρακτηρίζουν τους σουνίτες με την ονομασία αγκζί καρά, ήτοι «μαύρο στόμα». Ο αλεβιτισμός υπήρξε στρατηγικός σύμμαχος του κεμαλισμού κατά τα πρώιμα στάδια των μεταρρυθμίσεων. Οι αρχές του θρησκευτικού κινήματος, προσέγγιζαν κατά παράδοξο τρόπο σε πολλά σημεία το κοινωνικοπολιτικό μοντέλο που επιθυμούσε να επιβάλει ο Κεμάλ. Η βελτιωμένη θέση της γυναίκας, η απόρριψη των υπερσυντηρητικών ηθικών αξιών και των ακραίων εξωτερικών χαρακτηριστικών του Ισλαμισμού, η έννοια της αλληλεγγυότητας ήταν χαρακτηριστικά της βιωμένης θρησκευτικότητας των αλεβιτών που προσαρμόζονταν εύκολα στο κεμαλικό κήρυγμα. Ο κεμαλισμός αποπειράθηκε έντεχνα να εκμεταλλευτεί αυτές τις εκλεκτικές συγγένειες για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του, αλλά σύντομα η σχέση αυτή με τον αλεβιτισμό θυσιάστηκε στο βωμό των εσωτερικών αντιφάσεων του καθεστώτος. Ο Κεμάλ απέδωσε σημασία στη διαμόρφωση μιας νέας εθνικής συνείδησης για το τουρκικό κράτος που οραματιζόταν να δημιουργήσει. Το Έθνος-Κράτος είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ο σουνιτισμός, ως θρησκευτική εκδήλωση της πλειοψηφίας, επιλέχθηκε ως δομικό στοιχείο της νέας εθνικής ταυτότητας. Ο αλεβιτισμός αποτελούσε λοιπόν απόκλιση, μια παραφωνία που έπρεπε να εκλείψει στο όνομα της αφομοίωσης. Η παρουσία του ακύρωνε το ιδεολόγημα του Έθνους-Κράτους και καθώς είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό του ήταν πλέον καιρός να φύγει από τη μέση. Το ιστορικό των διώξεων εναντίον των αλεβιτών χρονολογείται ήδη από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του και είχε εν μέρει θρησκευτικό και εν μέρει πολιτικό χαρακτήρα. Για τους ορθόδοξους σουνίτες, οι αλεβίτες είναι «χειρότεροι από τους άπιστους». Το 1513 ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ ο «Τρομερός» βασάνισε και εκτέλεσε 40.000 αλεβίτες ηλικίας από 7 έως 70 ετών. Οι πιο πρόσφατες διώξεις διατηρούν τη θρησκευτική τους βάση, αλλά ενεργοποιούν παράλληλα και άλλα ιδεολογικά αντανακλαστικά του τουρκικού εθνικισμού. Τα γεγονότα της Σεβάστειας όπου δολοφονήθηκαν σαράντα αλεβίτες κατά τη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα, η σφαγή του Καραμάν Μαράς στη δεκαετία του ’70, η πυρπόληση ενός ξενοδοχείου πάλι στη Σεβάστεια το 1993 που οδήγησε σε φρικτό θάνατο 37 άτομα και πάμπολλα άλλα παραδείγματα, κατέδειξαν με τραγικό τρόπο ποια είναι τα αποτελέσματα της συνεργασίας των κρατικών αρχών με τα ακραία εθνικιστικά και ισλαμιστικά στοιχεία.
Οι αλεβίτες αντιμετωπίζονται ως αιρετικοί από το σουνίτικο Ισλάμ, που κατά κανόνα σημαίνει ως μη-μουσουλμάνοι. Η σιίτικη γνωστική έμπνευση της θρησκείας τους και οι ιδιαιτερότητες του τυπικού διαμορφώνουν ορισμένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της ετερότητας και των πρακτικών τους. Μάχονται ενάντια στον σουνίτικο φανατισμό και ολοκληρωτισμό. Η θρησκευτική τους ενδοστρέφεια και κυρίως η ιστορική τους αντιπαλότητα με τη σουνίτικη πλειοψηφία, τους κάνει ιδιαίτερα δεκτικούς στον κεμαλικό διαχωρισμό ανάμεσα στην έκφραση πίστης τους στον ιδιωτικό χώρο και την παρουσία τους στο δημόσιο χώρο. Η στάση τους αυτή επέδρασε στην προσαρμοστικότητά τους ως μετανάστες στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας, αλλά και στη Γερμανία. Σύμφωνα με κοινωνιολογικές μελέτες, η αδιαφορία τους για τις ορθόδοξες μουσουλμανικές συνήθειες προκαλεί τις αντιδράσεις των σουνιτών-μεταναστών. Για τους αλεβί, η θρησκεία είναι κάτι περισσότερο από πίστη: είναι λόγος ύπαρξης - «γεννιέται κανείς αλεβί αλλά δεν γίνεται» - μοτίβο που επαναλαμβάνει σε όλες τις σχετικές μελέτες του ο Gokalp. Είναι επομένως μια θρησκεία χωρίς προσηλυτισμό και χωρίς στρατολογίες. Οι διαχρονικές αντιθετικές σχέσεις με την ορθόδοξη σουνίτικη παράδοση έχουν διαμορφώσει ένα αντίβαρο στον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό. Και όμως για χάρη αυτής της συντηρητικής ορθόδοξης ισλαμικής πλειοψηφίας, οι κεμαλιστές δεν επέτρεψαν στους αλεβί να συμμετέχουν στα υψηλά κλιμάκια της εξουσίας και του στρατού. Όσες φορές οι αλεβί απαίτησαν είτε την κατάργηση της κατήχησης στο Κοράνι, με βάση αποκλειστικά τους σουνίτικους κανόνες, είτε τη διάλυση της διεύθυνσης θρησκευτικών υποθέσεων, εφόσον δεν περιελάμβανε υποδιεύθυνση για τις ετερόδοξες τάσεις, δεν εισακούστηκαν. Ένα τελευταίο στοιχείο ιδεολογίας αξίζει να επισημανθεί: Σύμφωνα με μελετητές, οι αλεβίτες στο συλλογικό υποσυνείδητό τους αισθάνονται ως παραμελημένη και διωκόμενη θρησκευτική μειονότητα, που τείνει να αυτοπροσδιορίζεται ως μη προνομιούχα κοινωνική ομάδωση. Ένας πρόσθετος λόγος που η παρουσία τους ανησυχεί τις ιθύνουσες ομάδες είναι οι δεσμοί των αλεβί με τους αλαουίτες της Συρίας, και επομένως το ενδεχόμενο ενεργοποίησής τους σε περίπτωση γενικότερης αποσταθεροποίησης της Τουρκίας.
Κούρδοι
Η γλώσσα τους, ξεχωριστός κλάδος της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, συγγενεύει περισσότερο με την επίσης ινδοευρωπαϊκή «κλιτική» περσική ενώ δεν έχει καμία συγγένεια με την «συγκολλητική» ουραλοαλταϊκή τουρκική γλώσσα της οποίας η προέλευση, η δομή και η μορφολογία είναι τελείως διαφορετικές. Παρά την πασιφανή διαφορετική καταγωγή των Κούρδων, ήδη από τη δεκαετία του 1930 το κεμαλικό κράτος είχε αποπειραθεί να διαγράψει την ιδιαίτερη κουρδική ταυτότητα χαρακτηρίζοντάς τους στα επίσημα κρατικά κείμενα με τον παραπλανητικό ευφημισμό, «ορεσίβιοι Τούρκοι» και οι ευφημισμοί δεν σταμάτησαν εκεί. Κατά τη δεκαετία του 1980 οι «ορεσίβιοι Τούρκοι» είχαν πλέον μετατραπεί σε «ανατολικούς Τούρκους».
Ο πολυπληθέστερος εθνοτικός σχηματισμός στην Τουρκία είναι οι Κούρδοι . Μια διευκρίνιση για τη χρήση της ορολογίας είναι απαραίτητη σε αυτό το σημείο. Μιλώντας κανείς για τους Κούρδους βρίσκεται πλέον σε αμηχανία αν θα πρέπει να τους κατηγοριοποιήσει ως εθνοτική ή εθνική ομάδα. Παρά την απουσία ενός οργανωμένου κουρδικού κράτους που θα αποτελούσε την εθνική εστία αναφοράς για τους κουρδικούς πληθυσμούς -βρίσκονται διεσπαρμένοι μεταξύ τριών διαφορετικών κρατών Ιράν, Ιράκ, Τουρκία, χωρίς να αναφερθούμε στις σημαντικότατες κοινότητες της κουρδικής διασποράς- είναι πλέον δυνατόν να μιλήσει κανείς για μία αναδυόμενη εθνική συνείδηση συμβατή με τους κλασικότερους ορισμούς της έννοιας. Σύμφωνα με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, ο αριθμός τους στην τουρκική επικράτεια ανέρχεται σε 5 εκατομμύρια. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τους εντοπίζονται σε έντεκα από τις νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας, αν και η εικόνα της γεωγραφικής διασποράς τους δεν είναι τόσο απλή όσο φαντάζει εν πρώτοις . Οι σουνίτες Κούρδοι σύμφωνα με τα εγκυρότερα υπάρχοντα στοιχεία εντοπίζονται στις επαρχίες Χακάρι, Βαν, Σιίρτ, Μπιτλίς, Μους, Ντιγιάρμπακιρ, Ούρφα. Μικρότερης πυκνότητας σουνιτικοί πληθυσμοί βρίσκονται στις επαρχίες Καρς, Μαρντίν, Μπινγκιέλ, Ερζερούμ, Ελαζίγκ, Τουντσελί, Ερζινκάν, Αντιγιαμάν, Μαλάτια, Γκαζιαντέπ, Κ. Μαράς, και Χατάι. Για τους αλεβίτες Κούρδους τα στοιχεία φανερώνουν την ύπαρξη συμπαγών πληθυσμών στις επαρχίες, Μπινγκιέλ (ιδιαίτερα στις υπο-επαρχίες Κάρλιοβα και Κιί), Τουντσελί, Ερζινκάν, Σιβάς (Σεβάστεια;), Γιοζγκάτ, Ελαζίι, Μαλάτια, Κ. Μαράς (ιδιαίτερα στο Ελμπιστάν και το Παζαρτσίκ) και Καϊζερί (Πινάρμπασι, Σαρίζ και Τομαρζά). Διάσπαρτοι πληθυσμοί αναφέρονται στις επαρχίες Αντιγιαμάν, Γκαζιαντέπ, Χατάι, Κιρσεχίρ, Νεβσεχίρ, Σαμψούντα και Τοκάτ. Οι κοινότητες των Γεζίντι εντοπίζονται κοντά στα σύνορα με τη Συρία και το Ιράκ. Σε πρόσφατες περιόδους (κατά τελευταία 30 χρόνια), σύμφωνα με στοιχεία των Γεζίντι της διασποράς, μεγάλος αριθμός χωριών καταστράφηκε ή καταλήφθηκε από Τούρκους μουσουλμάνους.
Πολλοί πάντως είναι οι ομιλητές της Ζαζά οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως Κούρδοι. Η σύγχυση αναφορικά με την ταυτότητά τους επιτείνεται μεταξύ άλλων και από τις προσπάθειες των κούρδων εθνικιστών να τους εμφανίσουν ως Κούρδους προκειμένου να παρουσιάσουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της δημογραφίας της περιοχής. Ίσως να μοιάζει ειρωνικό, αλλά η επίσημη κρατική προπαγάνδα συνετέλεσε κι αυτή στην ταύτιση των «Ζαζά» με τους Κούρδους θεωρώντας τους κομμάτι του ίδιου «προβλήματος». Οι σουνίτες ομιλητές της Ζαζά στο παρελθόν αισθάνονταν αρκετά διακριτοί από τους αλεβίτες ομογλώσσους τους, ώστε να συμμετέχουν σε διώξεις εναντίον τους,
Σύμφωνα με τον Martin M. van Bruinassen, οι περισσότεροι Κούρδοι, αν και έχουν ισχυρή συνείδηση συμμετοχής σε ξεχωριστή εθνοτική ομάδα -που τους διαφοροποιεί ιδιαίτερα απ’ τους Τούρκους- δεν έχουν καταλήξει σε μια κοινά αποδεκτή απ’ όλους συναντίληψη ως προς το τι συνιστά αυτή την εθνοτική ταυτότητα και ως προς το πού χαράσσονται τα σύνορα της εθνοτικής τους ομάδας. Ένας κάπως χαλαρός λειτουργικός ορισμός, τον οποίο θα αποδέχονταν οι περισσότεροι κούρδοι εθνικιστές και που προτείνει ο Bruinassen, είναι ο ακόλουθος: «Κούρδοι είναι όλοι οι ιθαγενείς που ομιλούν διαλέκτους που ανήκουν στις ιρανικές γλώσσες Kurmanchi ή Zaza, όπως επίσης όλοι εκείνοι που ομιλούν την τουρκική γλώσσα αλλά που διατείνονται πως κατάγονται από οικογένειες που μιλούσαν τις ως άνω διαλέκτους και που ακόμη (ή πάλι) θεωρούν τον εαυτό τους ως Κούρδο». Βλ. Martin M. van Bruinassen, «The Ethnic identity of the Kurds» στο Peter Alford Andrews, Ethnic Groups in the Republic of Turkey, ό,π. σ. 613.
συνεχίζεται ...
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
Σύμφωνα με τους γλωσσολόγους δεν χωράει αμφιβολία πως η κουρδική γλώσσα είναι ινδοευρωπαϊκή, παρακλάδι της Ιρανικής. Η επίσημη καθεστωτική τουρκική αντίληψη, δίνοντας άλλη διάσταση στις δάνειες λέξεις, παρουσιάζει την κουρδική γλώσσα ως παραφθορά της Τουρκικής. 
Αν στραφούμε στη θρησκευτικότητα αυτών των πληθυσμών για να αναζητήσουμε ένα προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς τους, η κατάσταση μάλλον περιπλέκεται περισσότερο. Πέρα από τις δύο βασικές θρησκευτικές κατευθύνσεις (σουνίτες και αλεβίτες), ένα τμήμα του πληθυσμού
(όχι μικρότερο από 10.000) ακολουθεί το θρήσκευμα Γεζίντι. Πρόκειται για δόγμα που προέκυψε από θρησκευτικό συγκρητισμό και πιστεύεται ότι προήλθε από την πρώιμη ισλαμική σχισματική σέκτα Hawāriğ.
Γενικότερα, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η κουρδική ταυτότητα προκύπτει σε μεγάλο μέρος από τη συνείδηση της ετερότητας αυτών των πληθυσμών σε σχέση με τους τουρκικούς σύνοικους πληθυσμούς. Έτσι, πέρα από τη διαφορά στον γλωσσικό κώδικα, οι Κούρδοι έχουν διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα. Η μουσική, τα λαϊκά έπη, οι χοροί, η ενδυμασία, τα έθιμα (ιδιαίτερα όσα συνδέονται με το γάμο) διαφέρουν κατά ουσιώδη τρόπο από τις αντίστοιχες τουρκικές πολιτισμικές πραγματικότητες.
Την πολυπλοκότητα της κουρδικής παρουσίας αυξάνει έτι περαιτέρωη διασπορά των κουρδικών πληθυσμών στις μεθοριακές ζώνες μεταξύ του Ιράκ, του Ιράν, της Τουρκίας και της Συρίας. Η αίσθηση της κοινής ταυτότητας αυτών των πληθυσμών είναι αξιοσημείωτη. Υφίστανται, μάλιστα, διασυνοριακές επαφές μεταξύ φύλων ή οικογενειών που στηρίζονται στη μετανάστευση, στο εμπόριο, αλλά πάνω απ’ όλα στο λαθρεμπόριο, που αποτελεί και το κυριότερο μέσο οικονομικού προσπορισμού.
Την αίσθηση κοινής φυλετικής καταγωγής ενισχύει το γεγονός ότι σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους, όλες αυτές οι περιοχές λειτούργησαν ως χώροι καταφυγής και διάσωσης των διωκόμενων Κούρδων. Οι δεσμοί αυτοί είναι χαλαροί και εκδηλώνονται σποραδικά, σε περιόδους όμως κρίσεων και όταν εμφανίζεται ένας κοινά αποδεκτός ηγέτης ή μια κοινά αποδεκτή ιδεολογία, οι δεσμοί αυτοί μετατρέπονται σε κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
Από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του σύγχρονου τουρκικού κράτους η κρατική πολιτική απέναντί τους υπήρξε ανοικτά εχθρική. Ο τουρκικός εθνικισμός αμέσως μετά την ίδρυση του τουρκικού κράτους, αδυνατώντας να επιβληθεί στον περιβάλλοντα ισχυρότερο στρατηγικά χώρο (ΕΣΣΔ και τα προτεκτοράτα του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας), έστρεψε την επιθετικότητά του στους απροστάτευτους Κούρδους. Έκτοτε, δεν έπαψε να λειτουργεί
ο κύκλος της καταστολής, εξέγερσης, περαιτέρω καταστολής. Όμως, όπως έχει επισημανθεί από τον δημοσιογράφο Άλκη Κούρκουλα, θα ήταν εσφαλμένο να θεωρηθεί -όπως συχνά γίνεται- ότι ο όρος «Κούρδοι» είναι αυτομάτως συνώνυμος με το όρο «αντί-τούρκοι». Πέρα από τις προαιώνιες αντιθέσεις, υπάρχουν και ισχυροί παλαιοί δεσμοί ανάμεσα στους δύο λαούς, υπάρχουν και φάσεις όπου από κοινού συμμετείχαν σε σφαγές και γενοκτονίες.
Ο Dogu Ergil παρατηρεί ότι οι Κούρδοι, αποκομμένοι από την υπόλοιπη χώρα λόγω του ότι κατοικούσαν στις απομακρυσμένες ορεινές περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας, διηρημένοι σε φυλές και οικονομικά εξαρτημένοι από τους τοπικούς γαιοκτήμονες, δεν επηρεάστηκαν από την πολιτική της αφομοίωσης και εκσυγχρονισμού που εφάρμοζε το νέο καθεστώς. Βλ. Dogu Ergil, Το Κουρδικό Πρόβλημα, στο Σύγχρονη Τουρκία, ΕΛΙΑΜΕΠ, (επιμ Θ. Βερέμης), εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 224.
Η επίσημη καθεστωτική αντίληψη όλων των τουρκικών συστημικών κομμάτων -με οριακές διαφορές αναμεταξύ τους κυρίως σε θέματα τακτικής αντιμετώπισης- δε θα δεχτεί ποτέ την ύπαρξη μιας ξεχωριστής κουρδικής ταυτότητας. Από κοινού με τη γραφειοκρατία, τους ιδεολόγους και κατασταλτικούς μηχανισμούς θα επιδιώξουν σταθερά τον εκτουρκισμό. Οι πιο ανοιχτές και φιλελεύθερες αντιλήψεις θα εντοπίσουν τη ρίζα του κακού στην οικονομικοκοινωνική, εκπαιδευτική και πολιτισμική υπανάπτυξη της Ανατολικής Τουρκίας, προτείνοντας σχετικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς όμως καμία ειδική αναφορά στα εθνοτικά και γλωσσικά ζητήματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τους Κούρδους είναι το σύγχρονο, «εξευρωπαϊσμένο» τουρκικό κράτος που τους κυνήγησε περισσότερο από κάθε άλλη σουλτανική εξουσία στη διάρκεια του Οθωμανισμού. Μια δυτική, ευρωπαϊκή ιδέα εκείνη του εθνικισμού, είναι που εισήχθη στην Τουρκία και μετουσιω μένη στον τουρκικό εθνικισμό (ενίοτε και Παντουρκισμό) θα οδηγήσει στην καταστολή του Άλλου.
Οι συστηματικές προσπάθειες αφομοίωσής των Κούρδων ξεκίνησαν, όπως είδαμε, με τη γλωσσική πολιτική που επιδίωκε την εξαφάνιση της κουρδικής γλώσσας. Η προσπάθεια αυτή φαίνεται πλέον να ανατρέπεται ενόψει της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. με πιο πρόσφατο δείγμα τη χρήση της Κουρδικής για πρώτη φορά στα τουρκικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μένει, ωστόσο, να διαπιστωθεί η ειλικρίνεια αυτών των
προσπαθειών στο βάθος του χρόνου. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η πολιτική της αφομοίωσης φάνηκε προς στιγμήν να φέρνει καρπούς καθώς κατά τη δεκαετία του ’60 το κίνημα της αστυφιλίας έσπρωξε πολύ μεγάλα τμήματα του κουρδικού πληθυσμού στα αστικά κέντρα κι ένα τμήμα της νέας γενιάς έπαψε να μαθαίνει Κουρδικά . Δεν ήταν μάλιστα λίγοι οι Κούρδοι που άρχισαν να δηλώνουν Τούρκοι χωρίς να είναι δυνατό να διαπιστωθεί ο βαθμός της ειλικρίνειας αυτών των δηλώσεων.
Μερικά από τα αποτελέσματα αυτής της εσωτερικής μετανάστευσης οδήγησαν σε δημογραφικές παραδοξότητες. Η Κωνσταντινούπολη π.χ. είναι αυτή τη στιγμή η πόλη με τον μεγαλύτερο κουρδικό πληθυσμό στον κόσμο. Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι οι κουρδικοί αυτοί πληθυσμοί που κατέλαβαν τις εξαθλιωμένες περιφέρειες των αστικών κέντρων βρέθηκαν στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο, ενώ δεν ήταν λίγες οι εντάσεις που προέκυψαν εξαιτίας αυτού του αποκλεισμού.
Η δεκαετία του ’70 και το σχετικά βελτιωμένο καθεστώς ελευθεριών που επικράτησε επέτρεψε την εκ νέου ανάδυση του κουρδικού εθνικισμού. Η κουρδική νεολαία ξανάρχισε να μαθαίνει την κουρδική γλώσσα και μια νέα κουρδική συνείδηση άρχισε να αναδύεται με ριζοσπαστικά πολιτικά χαρακτηριστικά, τα οποία εκδηλώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980, όταν ξέσπασε ο ένοπλος κουρδικός αγώνας. Η δεκαετία του 1990 έριξε τους Κούρδους σε νέες περιπέτειες μετά την τουρκική στρατιωτική αντίδραση στη δράση του ΡΚΚ που κατέληξε στη σύλληψη Οτσαλάν και τη διάλυση του κινήματος .
Το ΡΚΚ, ιδρυθέν το 1978 από τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν, πρώην φοιτητή της Σχολής Οικονομικών Επιστήμων του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, και μερικούς συνεργάτες του κήρυττε το κατά κάποιο τρόπο αντιφατικό ιδεώδες με μαρξιστικές-λενινικές αρχές αλλά και θέσεις ‹‹Κουρδικού εθνικισμού››. Το ΡΚΚ γρήγορα απέκτησε ευρεία λαϊκή βάση και δημοτικότητα, επιτυχία που εν μέρει οφειλόταν στη δυσαρέσκεια που είχε προκληθεί λόγω της διάλυσης κουρδικών οργανώσεων εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης και της απαγορεύσης κάθε δραστηριότητας που εξέφραζε την κουρδική ταυτότητα. Παγιδευμένοι σε μια παραδοσιακή κοινωνία που αποτελούνταν από φυλές, μια κοινωνία με ανισότητες, οι νεαροί Κούρδοι βρήκαν στο ΡΚΚ έναν ελκυστικό και ενωτικό σκοπό. Νέοι και νέες είδαν την οργάνωση σαν ένα μέσον, τόσο για προσωπική χειραφέτηση όσο και σαν πολιτικό κίνημα. Το ΡΚΚ ήταν έτοιμο να υποστεί τις θυσίες που συνεπάγεται ο ένοπλος αγώνας κέρδισε σημαντική υποστήριξη για τους στρατηγικούς του στόχους, που ήταν ο έλεγχος των εδαφών που κατοικούνται από Κούρδους. Βλ. Dogu Ergil, ο.π. σελ. 228.
Αποτέλεσμα της δεκαπενταετούς σύρραξης που ακολούθησε μέχρι τη σύλληψη του Οτσαλάν το 1999, ήταν η εσωτερική αναγκαστική μετακίνηση 3.000.000 περίπου κατοίκων των νοτιοανατολικών επαρχιών, η εκκένωση και καταστροφή 3.000 χωριών και ο θάνατος τουλάχιστον 37.000 ανθρώπων. Βλ. ενδεικτικά, Mathew Randall, Rubbing the Salt in the Wounds - A Study of Media, Power and Immigration, Norderstedt (2009) σ. 14.
Η δεκαετία του 1990 ξεκίνησε ευοίωνα για τις επιδιώξεις του κουρδικού ένοπλου αγώνα και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα φάνηκε ότι οι στόχοι για εθνική αποκατάσταση των Κούρδων βρίσκονταν κοντά στην υλοποίησή τους. Η στρατηγική όμως επιλογή του PKK για διμέτωπο αγώνα εναντίον τόσο των τουρκικών δυνάμεων όσο και του φυσικού συμμάχου των Κούρδων της Τουρκίας -δηλαδή του ιρακινού Δημοκρατικού Κουρδικού Κόμματος (PDK, Partîya Demokrata Kurdistan) του Μασούντ Μπαρζανί - σε συνδυασμό με τη δυναμική αντίδραση του τουρκικού κράτους, που δεν δίστασε να απειλήσει τη Συρία ακόμη και με πόλεμο για τη συνεχή υποστήριξη που παρείχε στον Οτσαλάν- οδήγησε στην απομόνωση του PKK και είχε ως κατάληξη τη σύλληψη του κούρδου ηγέτη στην Κένυα.
Η στάση του Οτσαλάν ύστερα από τη σύλληψή του εγκαινίασε μία νέα προσέγγιση για την επίλυση του κουρδικού ζητήματος. Ο κούρδος ηγέτης, προς έκπληξη όλων όσων περίμεναν ότι θα υιοθετούσε μια σκληρή και αγέρωχη στάση απέναντι στο επίσημο τουρκικό κράτος, χρησιμοποίησε πολύ πιο διαλλακτική γλώσσα, επιδιώκοντας την πολιτική λύση του κουρδικού ζητήματος μέσω διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις τουρκικές Αρχές και το κουρδικό στοιχείο. Ως ένδειξη καλής θέλησης προέβη σε δηλώσεις με τις οποίες ζητούσε από τους Κούρδους ενόπλους του PKK να αποσυρθούν από τα τουρκικά εδάφη και να διακόψουν τις επιχειρήσεις τους. Πριν από την τελική απαγόρευσή του 4 χρόνια αργότερα, το νόμιμα εκλεγμένο κουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HADEP, Halkın Demokrasi Partisi) από κοινού με το PKK έσπευσαν να υιοθετήσουν τη νέα αυτή γραμμή. H μονομερής εκεχειρία που κήρυξε την ίδια χρονιά (1999) το PKK, και η οποία διήρκεσε μέχρι το 2004, είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστούν αισθητά οι συγκρούσεις και να επανέλθει ως έναν βαθμό μια επίφαση ομαλότητας στις νοτιοανατολικές επαρχίες.
Τον Ιούνιο του 2004 το PKK κήρυξε την παύση της εκεχειρίας που είχε μονομερώς υιοθετήσει. Η κατάσταση δεν άργησε να εκτραχυνθεί εκ νέου, όταν τον Μάιο του 2005 ο τουρκικός στρατός πραγματοποίησε εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 100 κούρδων αυτονομιστών. Συγκρούσεις και ταραχές συντάραξαν ξανά την Τουρκία το Μάρτιο του 2006. Οι νέες επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στο βόρειο Ιράκ το 2008 περιέπλεξαν έτι περισσότερο την κατάσταση.

Άραβες
Κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων και ιδιαίτερα στην επαρχία Χατάι (Αλεξανδρέτα) εντοπίζεται η πλειοψηφία της αραβόφωνης μειονότητας της Τουρκίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ο πληθυσμός τους ανέρχεται σε 800.000 - 1.000.000 ενώ οι συντηρητικότεροι υπολογισμοί κάνουν λόγο για 600.000. Η περιοχή παραχωρήθηκε στην Τουρκία το 1939, περίοδο κατά την οποία οι αραβόφωνοι της περιοχής αποτελούσαν τα 2/3 του πληθυσμού. Έκτοτε, χάρη στις συστηματικές προσπάθειες του τουρκικού κράτους, η δημογραφική εικόνα της περιοχής αλλοιώθηκε, χωρίς ωστόσο να χάσει τον αραβικό της χαρακτήρα. Τόσο η παραχώρηση της περιοχής στην Τουρκία όσο και η πολιτική που ακολούθησε το τουρκικό κράτος αποτελούν έκτοτε μόνιμο σημείο τριβής των συροτουρκικών σχέσεων. Ο αραβικός/αραβόφωνος πληθυσμός διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες ως προς το θρήσκευμά του: σουνίτες, αλεβίτες και χριστιανοί.
Η πρώτη κατηγορία εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στις επαρχίες Μαρντίν, Ούρφα, Σιίρτ και ίσως στην επαρχία Χατάι, ενώ μικρότερες ομάδες υπάρχουν στο Μους, το Ντιγιάρμπακιρ, το Μπιτλίς και το Γκαζιαντέπ. Τα στοιχεία γι’ αυτή την ομάδα είναι λιγοστά, αλλά, καθώς φαίνεται, η ομάδα διακρίνεται από φυλετική οργάνωση, η εσωτερική συνοχή της οποίας στηρίζεται στην ενδογαμία και την κοινή γλώσσα. Το πληθυσμιακό της μέγεθος πρέπει να προσεγγίζει τους 350.000.
Η δεύτερη κατηγορία αραβοφώνων είναι οι επονομαζόμενοι Νουσαΐρι που πρεσβεύουν τη δική τους εκδοχή του αλεβιτισμού. Ο πληθυσμός της σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία ίσως φτάνει τους 200.000. Οι περιοχές στις οποίες συναντάμε τη μεγαλύτερη πυκνότητα συγκέντρωσης των Νουσαΐρι βρίσκεται στην επαρχία Χατάι, στα Άδανα και στην επαρχία Ιτσέλ. Ο πληθυσμός στην επαρχία Χατάι είναι συγκεντρωμένος στην παράλια ζώνη νότια του Ισκεντερούν, αλλά και γύρω από το Σαμανταγί και το Αμίκ Γκελού. Οι εγκαταστάσεις τους συγκροτούνται από χωριά με χαλαρή κοινοτική οργάνωση. Μία δευτερεύουσα σε μέγεθος πληθυσμιακή ομάδα εντοπίζεται στην περιοχή Τσουκουρόβα νοτίως των Αδάνων από το Γιουμουρταλίκ μέχρι τη Μερσίνα. Μεγάλος αριθμός Αράβων Νουσαΐρι μετακινούνται στην παραπάνω περιοχή από την επαρχία Χατάι ως εποχιακοί εργάτες. Οι μετακινήσεις αυτές ενίοτε γίνονται δύο φορές το χρόνο κατά την περίοδο της συγκομιδής του βαμβακιού και των πορτοκαλιών. Η επιλογή της εποχιακής μετανάστευσης στον συγκεκριμένο χώρο όπου εντοπίζονται χριστιανικοί αραβικοί πληθυσμοί είναι συνειδητή, καθώς επιτρέπει στους Νουσαΐρι να κρύψουν την ταυτότητά τους μέσα σε έναν σχετικά φιλικό πληθυσμό.
Ο όρος Νουσαΐρι έχει υποτιμητικές συνδηλώσεις και χρησιμοποιείται από τα άτομα που δεν ανήκουν στην κοινότητα. Οι ίδιοι προτιμούν να αυτοαποκαλούνται αλαβί και θεωρούν ότι οι δογματικές τους αντιλήψεις είναι πληρέστερες από των ομόδοξων Κούρδων και Τούρκων Αλεβιτών. Εξαιτίας αυτής τους της πεποίθησης, οι Νουσαΐρι αποκαλούν τους υπόλοιπους αλεβίτες αμί, δηλαδή τυφλούς. Σημαντική διαφορά αποτελεί η θέση της γυναίκας στους νουσαΐρι αλαβί, καθώς δεν της επιτρέπεται να συμμετάσχει στις θρησκευτικές συναντήσεις ούτε να μυηθεί στις απόκρυφες διδασκαλίες.
Η είσοδος στη σέκτα γίνεται μέσα από μυητικές διαδικασίες, τις οποίες επιβλέπει ένας σαΐχ, που εξετάζει τον υποψήφιο με μια κατήχηση που γίνεται σε τρία στάδια. Η πνευματική καθοδήγηση του μυημένου γίνεται από τον σάιχ ή από έναν Χάι Αλ Αχίρα ή αλλιώς «αδελφό του επόμενου κόσμου», ο οποίος αναλαμβάνει και την ευθύνη για το νεοεισερχόμενο μέλος. Τα νιόπαντρα ζευγάρια τίθενται υπό την εποπτεία ενός μεγαλύτερου σε ηλικία ζεύγους που στα αραβικά ονομάζεται ιιμπίν και στα τουρκικά σααντίτς. Μεγάλη σημασία αποδίδεται σε μία ιερή ερμηνεία, ένα είδος εξήγησης προς τους ταλίμπ, δηλαδή τους μυημένους. Γι’ αυτήν υπεύθυνος είναι ο επονομαζόμενος μουρσίντ, ένας ηλικιωμένος σαΐχ. Οι μουρσίντ και οι σαΐχ ανταλλάσσουν συχνά επισκέψεις ενισχύοντας έτσι τη συνοχή της ευρύτερης θρησκευτικής κοινότητας.
Το αξίωμα των σαΐχ είναι κληρονομικό και ανήκει σε συγκεκριμένες οικογένειες που ονομάζονται χαβάς και θεωρείται ότι έχουν ευγενική καταγωγή. Η ενδογαμία εφαρμόζεται αυστηρότερα στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες. Τα μυημένα άρρενα μέλη της κοινότητας μπορούν να διαλέξουν τη σύζυγό τους και από άλλες αλεβιτικές κοινότητες, αν αυτές κριθούν κατάλληλες μετά από εξέταση. Οι γυναίκες όμως των αλαβί μπορούν να παντρευτούν μόνο μυημένους άνδρες που ανήκουν στην κοινότητα, ενώ ο γάμος με σουνίτες μουσουλμάνους θεωρείται αυστηρώς απαγορευμένος.
Οι πρόσληψη των σουνιτών από τους αλαβί είναι τελείως αρνητική και θεωρούνται ομάδα εχθρικά διακείμενη. Η αλήθεια είναι ότι η σουνιτική αντίληψη για τους αλαβί δεν διαφέρει σε τίποτε από την αντίστοιχη για τους υπόλοιπους αλεβίτες. Οι χριστιανοί θεωρούνται φιλικότερη ομάδα και οι αλαβί συμμετέχουν ακόμα και σε μερικούς από τους εορτασμούς τους.
Η τρίτη και τελευταία ομάδα αράβων/αραβοφώνων, είναι οι ορθόδοξοι χριστιανοί Άραβες, που υπάγονται στο πατριαρχείο της Αντιοχείας που εδρεύει στη Δαμασκό. Οι εκτιμήσεις για το πληθυσμιακό μέγεθός τους ποικίλλουν και πάλι, καθώς δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία. Διάφοροι υπολογισμοί ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 7.000-10.000 περίπου. Οι κύριες εγκαταστάσεις τους εντοπίζονται στην επαρχία Χατάι στην πόλη της Αντιόχειας και τη γύρω περιοχή της, αλλά και στη Μερσίνα. Η αραβική ορθόδοξη εκκλησία διέθετε 300.000 περίπου μέλη την εποχή της προσάρτησης της περιοχής στην Τουρκία (1939). Οι τουρκικές όμως αρχές αποδύθηκαν έκτοτε σε μία ενορχηστρωμένη και συστηματική εκστρατεία εκτουρκισμού. Η διδασκαλία των αραβικών στα σχολεία απαγορεύθηκε, ενώ τα αραβικά επίθετα αντικαταστάθηκαν από τουρκικά. Συμπαγείς τουρκικοί πληθυσμοί μεταφέρθηκαν στην περιοχή, η οποία εποικίστηκε μεθοδικά. Η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη μετά το πραξικόπημα του 1980 και την εντατικοποίηση της εκτουρκιστικής εκστρατείας. Το κλίμα τρομοκρατίας και ανασφάλειας που επικράτησε οδήγησε σε σταδιακή έξοδο τόσο τους μουσουλμάνους όσο και τους χριστιανούς Άραβες που μετανάστευσαν στη Συρία, την Ιορδανία, το Ισραήλ και εν συνεχεία στη δυτική Ευρώπη και την Αυστραλία. Οι μέχρι τότε ανθούσες επισκοπές του Ερζερούμ, της Μερσίνας, του Ντιγιάρμπακιρ και της Αντιόχειας παρήκμασαν τελείως και οι επισκοπικοί θώκοι εκκενώθηκαν. Όσοι παρέμειναν στην επαρχία Χατάι αισθάνονται πλέον περισσότερο ανασφαλείς εξαιτίας του μεταναστευτικού κύματος που άλλαξε τη δημογραφία της περιοχής. Παρά τις διώξεις, η συνείδηση της ιδιαίτερης ταυτότητας αυτών των αραβικών πληθυσμών παραμένει ισχυρή και δεν είναι λίγοι αυτοί που επιστρέφουν στην επαρχία για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Ανάμεσα στις χριστιανικές κοινότητες και τις κοινότητες αλαβί έχει μάλιστα αναπτυχθεί ένα ιδιαίτερο αίσθημα αλληλεγγύης ενόψει του κοινού κινδύνου που αντιμετωπίζουν.
Αραμαίοι
Πέρα από την αραβική ορθόδοξη κοινότητα της επαρχίας Χατάι, μία άλλη χριστιανική κοινότητα εντοπίζεται στην επαρχία Μαρντίν. Πρόκειται για αραμαίους χριστιανούς που ανήκουν στην συριακή εκκλησία καθώς και μία μικρή ομάδα που έχει προσχωρήσει στην καθολική ουνία. Ο αριθμός τους υπολογίζεται κάπου μεταξύ 30.000 - 40.000 και βρίσκονται εγκατεστημένοι στο υψίπεδο του Τουρ Αμπντίν της επαρχίας Μαρντίν. Η θρησκευτική τους δραστηριότητα εστιάζεται γύρω από τα παμπάλαια μοναστήρια του Τουρ Αμπντίν, όσα απέμειναν από την κάποτε ακμάζουσα μοναστική πολιτεία της περιοχής. Οι περισσότεροι (15.000 περίπου) ζουν στα δεκαπέντε χωριά του υψιπέδου κι ένα μικρότερο τμήμα του πληθυσμού στις πόλεις Μαρντίν, Σαβούρ, Κιλίτ, Ιντίλ και Νουσαϊντίν. Πολλοί έχουν μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη (12.000 εκ των οποίων οι 4.000 μετά το 1980). Γλώσσα τους είναι η Τουρόγιο που ανήκει στη σημιτική οικογένεια και ταξινομείται ως νεοαραμαϊκή. Η εκκλησιαστική τους γλώσσα είναι η κλασική Συριακή που ανήκει στις νεκρές γλώσσες. Στο δυτικό Τουρ Αμπντίν χρησιμοποιούσαν και μια διάλεκτο της Αραβικής, ενώ ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού μιλούσε Κουρδικά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν προέρχεται παραδόξως από τους κούρδους μουσουλμάνους με τους οποίους συνοικούν. Σε πολλές περιπτώσεις οι αραμαίοι χριστιανοί έχουν δεχτεί ενοχλήσεις και επιθέσεις από τους Κούρδους οι οποίες δεν οφείλονται τόσο στις θρησκευτικές διαφορές όσο στη σχετική ευμάρεια που διακρίνει την κοινότητά τους και αποτελεί αντικείμενο φθόνου. Η αποτυχία της κρατικής εξουσίας και των τοπικών αξιωματούχων να τους προστατεύσουν από την κουρδική επιθετικότητα τούς έχει κάνει καχύποπτους απέναντι στο καθεστώς, ενώ το αίσθημα ανασφάλειας τούς εξώθησε σε μαζική εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση.
Υ.Γ.
Οι κρυπτοχριστιανοί φαίνεται να έχουν εκλείψει από το δημογραφικό χάρτη της Τουρκίας. Ο κρυπτοχριστιανισμός αποτέλεσε φαινόμενο που αναπτύχθηκε σε περιόδους διωγμών και καταναγκαστικών εξισλαμισμών του χριστιανικού πληθυσμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα παραδείγματα είναι άφθονα και κοινό ιστορικό χαρακτηριστικό όλων των κρυπτοχριστιανικών ομάδων (Κλωστοί, Γυριστοί, Σταυριώτες, και Κρωμλήδες του Πόντου, Λινοπάμπακοι της Κύπρου, Κερίμηδες και Κουρμούληδες της Κρήτης κ.τ.λ.) είναι ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ο εξισλαμισμός γινόταν πλήρης μετά τη δεύτερη γενιά ενεργού κρυπτοχριστιανισμού. Μόνο οι κοινότητες που επέστρεφαν στην προγονική πίστη μέσα σε σύντομο σχετικά διάστημα από την εικονική τους εξωμοσία παρέμειναν τελικά χριστιανικές. Ένα επιπλέον στοιχείο που συνηγορεί στην εξαφάνιση του φαινομένου από τη σημερινή Τουρκία είναι το γεγονός ότι μία από τις αιτίες επιβίωσης αυτών των πληθυσμών στο οθωμανικό κράτος ήταν η συμβίωσή τους με αμιγείς κοινότητες που διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη και προσέφεραν έτσι ένα σημαντικό στήριγμα στις ηθικές αντοχές των κρυπτοχριστιανών. Με την υποχρεωτική μετακίνηση των χριστιανικών πληθυσμών από το τουρκικό κράτος, όποιοι τυχόν κρυπτοχριστιανικοί πληθυσμοί επιβίωσαν από τη λαίλαπα της γενοκτονίας και του πολέμου θα βρέθηκαν αποκομμένοι από τους ομοδόξους τους και από το μοναδικό ίσως παράγοντα που υποβοηθούσε τη διπλή αυτή θρησκευτική τους στάση. Συμπερασματικά, είναι μάλλον απίθανο να εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα υπολογίσιμες κρυπτοχριστιανικές ομάδες στο σύγχρονο τουρκικό κράτος.
Οι εθνοτικοί, μειονοτικοί, θρησκευτικοί, γλωσσικοί σχηματισμοί που περιγράφηκαν παραπάνω δεν συμπληρώνουν σε καμία περίπτωση το δημογραφικό μωσαϊκό της Τουρκίας. Δεν έχουν συμπεριληφθεί στην ανάλυση αυτή, όλες εκείνες οι ομάδες που ακόμα κι αν εμφανίζονται δημογραφικά ισχυρές, η στρατηγική και πολιτική τους σημασία είναι περιορισμένη και ο βαθμός ταύτισής τους με την «τουρκική εθνική ταυτότητα» είναι αρκετά υψηλός. Οι περιπτώσεις αυτές εμπίπτουν περισσότερο στα γνωστικά και ερευνητικά πεδία όσων θεραπεύουν την εθνολογία και την ανθρωπολογία. Έτσι, π.χ., δεν κάναμε λόγο για τους Εβραίους της Τουρκίας ή για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που μετανάστευσαν στη χώρα από την Βουλγαρία, τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, τα Βαλκάνια, την Κίνα κ.τ.λ. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, στη σύγχρονη Τουρκία εντοπίζονται 47 τουλάχιστον διαφορετικές τέτοιες ομάδες.
Αν στραφούμε στη θρησκευτικότητα αυτών των πληθυσμών για να αναζητήσουμε ένα προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς τους, η κατάσταση μάλλον περιπλέκεται περισσότερο. Πέρα από τις δύο βασικές θρησκευτικές κατευθύνσεις (σουνίτες και αλεβίτες), ένα τμήμα του πληθυσμού
(όχι μικρότερο από 10.000) ακολουθεί το θρήσκευμα Γεζίντι. Πρόκειται για δόγμα που προέκυψε από θρησκευτικό συγκρητισμό και πιστεύεται ότι προήλθε από την πρώιμη ισλαμική σχισματική σέκτα Hawāriğ.
Γενικότερα, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η κουρδική ταυτότητα προκύπτει σε μεγάλο μέρος από τη συνείδηση της ετερότητας αυτών των πληθυσμών σε σχέση με τους τουρκικούς σύνοικους πληθυσμούς. Έτσι, πέρα από τη διαφορά στον γλωσσικό κώδικα, οι Κούρδοι έχουν διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα. Η μουσική, τα λαϊκά έπη, οι χοροί, η ενδυμασία, τα έθιμα (ιδιαίτερα όσα συνδέονται με το γάμο) διαφέρουν κατά ουσιώδη τρόπο από τις αντίστοιχες τουρκικές πολιτισμικές πραγματικότητες.
Την πολυπλοκότητα της κουρδικής παρουσίας αυξάνει έτι περαιτέρωη διασπορά των κουρδικών πληθυσμών στις μεθοριακές ζώνες μεταξύ του Ιράκ, του Ιράν, της Τουρκίας και της Συρίας. Η αίσθηση της κοινής ταυτότητας αυτών των πληθυσμών είναι αξιοσημείωτη. Υφίστανται, μάλιστα, διασυνοριακές επαφές μεταξύ φύλων ή οικογενειών που στηρίζονται στη μετανάστευση, στο εμπόριο, αλλά πάνω απ’ όλα στο λαθρεμπόριο, που αποτελεί και το κυριότερο μέσο οικονομικού προσπορισμού.
Από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του σύγχρονου τουρκικού κράτους η κρατική πολιτική απέναντί τους υπήρξε ανοικτά εχθρική. Ο τουρκικός εθνικισμός αμέσως μετά την ίδρυση του τουρκικού κράτους, αδυνατώντας να επιβληθεί στον περιβάλλοντα ισχυρότερο στρατηγικά χώρο (ΕΣΣΔ και τα προτεκτοράτα του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας), έστρεψε την επιθετικότητά του στους απροστάτευτους Κούρδους. Έκτοτε, δεν έπαψε να λειτουργεί
ο κύκλος της καταστολής, εξέγερσης, περαιτέρω καταστολής. Όμως, όπως έχει επισημανθεί από τον δημοσιογράφο Άλκη Κούρκουλα, θα ήταν εσφαλμένο να θεωρηθεί -όπως συχνά γίνεται- ότι ο όρος «Κούρδοι» είναι αυτομάτως συνώνυμος με το όρο «αντί-τούρκοι». Πέρα από τις προαιώνιες αντιθέσεις, υπάρχουν και ισχυροί παλαιοί δεσμοί ανάμεσα στους δύο λαούς, υπάρχουν και φάσεις όπου από κοινού συμμετείχαν σε σφαγές και γενοκτονίες.
Ο Dogu Ergil παρατηρεί ότι οι Κούρδοι, αποκομμένοι από την υπόλοιπη χώρα λόγω του ότι κατοικούσαν στις απομακρυσμένες ορεινές περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας, διηρημένοι σε φυλές και οικονομικά εξαρτημένοι από τους τοπικούς γαιοκτήμονες, δεν επηρεάστηκαν από την πολιτική της αφομοίωσης και εκσυγχρονισμού που εφάρμοζε το νέο καθεστώς. Βλ. Dogu Ergil, Το Κουρδικό Πρόβλημα, στο Σύγχρονη Τουρκία, ΕΛΙΑΜΕΠ, (επιμ Θ. Βερέμης), εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 224.
Η επίσημη καθεστωτική αντίληψη όλων των τουρκικών συστημικών κομμάτων -με οριακές διαφορές αναμεταξύ τους κυρίως σε θέματα τακτικής αντιμετώπισης- δε θα δεχτεί ποτέ την ύπαρξη μιας ξεχωριστής κουρδικής ταυτότητας. Από κοινού με τη γραφειοκρατία, τους ιδεολόγους και κατασταλτικούς μηχανισμούς θα επιδιώξουν σταθερά τον εκτουρκισμό. Οι πιο ανοιχτές και φιλελεύθερες αντιλήψεις θα εντοπίσουν τη ρίζα του κακού στην οικονομικοκοινωνική, εκπαιδευτική και πολιτισμική υπανάπτυξη της Ανατολικής Τουρκίας, προτείνοντας σχετικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς όμως καμία ειδική αναφορά στα εθνοτικά και γλωσσικά ζητήματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τους Κούρδους είναι το σύγχρονο, «εξευρωπαϊσμένο» τουρκικό κράτος που τους κυνήγησε περισσότερο από κάθε άλλη σουλτανική εξουσία στη διάρκεια του Οθωμανισμού. Μια δυτική, ευρωπαϊκή ιδέα εκείνη του εθνικισμού, είναι που εισήχθη στην Τουρκία και μετουσιω μένη στον τουρκικό εθνικισμό (ενίοτε και Παντουρκισμό) θα οδηγήσει στην καταστολή του Άλλου.
Οι συστηματικές προσπάθειες αφομοίωσής των Κούρδων ξεκίνησαν, όπως είδαμε, με τη γλωσσική πολιτική που επιδίωκε την εξαφάνιση της κουρδικής γλώσσας. Η προσπάθεια αυτή φαίνεται πλέον να ανατρέπεται ενόψει της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. με πιο πρόσφατο δείγμα τη χρήση της Κουρδικής για πρώτη φορά στα τουρκικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μένει, ωστόσο, να διαπιστωθεί η ειλικρίνεια αυτών των
προσπαθειών στο βάθος του χρόνου. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η πολιτική της αφομοίωσης φάνηκε προς στιγμήν να φέρνει καρπούς καθώς κατά τη δεκαετία του ’60 το κίνημα της αστυφιλίας έσπρωξε πολύ μεγάλα τμήματα του κουρδικού πληθυσμού στα αστικά κέντρα κι ένα τμήμα της νέας γενιάς έπαψε να μαθαίνει Κουρδικά . Δεν ήταν μάλιστα λίγοι οι Κούρδοι που άρχισαν να δηλώνουν Τούρκοι χωρίς να είναι δυνατό να διαπιστωθεί ο βαθμός της ειλικρίνειας αυτών των δηλώσεων.
Μερικά από τα αποτελέσματα αυτής της εσωτερικής μετανάστευσης οδήγησαν σε δημογραφικές παραδοξότητες. Η Κωνσταντινούπολη π.χ. είναι αυτή τη στιγμή η πόλη με τον μεγαλύτερο κουρδικό πληθυσμό στον κόσμο. Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι οι κουρδικοί αυτοί πληθυσμοί που κατέλαβαν τις εξαθλιωμένες περιφέρειες των αστικών κέντρων βρέθηκαν στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο, ενώ δεν ήταν λίγες οι εντάσεις που προέκυψαν εξαιτίας αυτού του αποκλεισμού.
Η δεκαετία του ’70 και το σχετικά βελτιωμένο καθεστώς ελευθεριών που επικράτησε επέτρεψε την εκ νέου ανάδυση του κουρδικού εθνικισμού. Η κουρδική νεολαία ξανάρχισε να μαθαίνει την κουρδική γλώσσα και μια νέα κουρδική συνείδηση άρχισε να αναδύεται με ριζοσπαστικά πολιτικά χαρακτηριστικά, τα οποία εκδηλώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980, όταν ξέσπασε ο ένοπλος κουρδικός αγώνας. Η δεκαετία του 1990 έριξε τους Κούρδους σε νέες περιπέτειες μετά την τουρκική στρατιωτική αντίδραση στη δράση του ΡΚΚ που κατέληξε στη σύλληψη Οτσαλάν και τη διάλυση του κινήματος .
Το ΡΚΚ, ιδρυθέν το 1978 από τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν, πρώην φοιτητή της Σχολής Οικονομικών Επιστήμων του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, και μερικούς συνεργάτες του κήρυττε το κατά κάποιο τρόπο αντιφατικό ιδεώδες με μαρξιστικές-λενινικές αρχές αλλά και θέσεις ‹‹Κουρδικού εθνικισμού››. Το ΡΚΚ γρήγορα απέκτησε ευρεία λαϊκή βάση και δημοτικότητα, επιτυχία που εν μέρει οφειλόταν στη δυσαρέσκεια που είχε προκληθεί λόγω της διάλυσης κουρδικών οργανώσεων εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης και της απαγορεύσης κάθε δραστηριότητας που εξέφραζε την κουρδική ταυτότητα. Παγιδευμένοι σε μια παραδοσιακή κοινωνία που αποτελούνταν από φυλές, μια κοινωνία με ανισότητες, οι νεαροί Κούρδοι βρήκαν στο ΡΚΚ έναν ελκυστικό και ενωτικό σκοπό. Νέοι και νέες είδαν την οργάνωση σαν ένα μέσον, τόσο για προσωπική χειραφέτηση όσο και σαν πολιτικό κίνημα. Το ΡΚΚ ήταν έτοιμο να υποστεί τις θυσίες που συνεπάγεται ο ένοπλος αγώνας κέρδισε σημαντική υποστήριξη για τους στρατηγικούς του στόχους, που ήταν ο έλεγχος των εδαφών που κατοικούνται από Κούρδους. Βλ. Dogu Ergil, ο.π. σελ. 228.
Αποτέλεσμα της δεκαπενταετούς σύρραξης που ακολούθησε μέχρι τη σύλληψη του Οτσαλάν το 1999, ήταν η εσωτερική αναγκαστική μετακίνηση 3.000.000 περίπου κατοίκων των νοτιοανατολικών επαρχιών, η εκκένωση και καταστροφή 3.000 χωριών και ο θάνατος τουλάχιστον 37.000 ανθρώπων. Βλ. ενδεικτικά, Mathew Randall, Rubbing the Salt in the Wounds - A Study of Media, Power and Immigration, Norderstedt (2009) σ. 14.
Η δεκαετία του 1990 ξεκίνησε ευοίωνα για τις επιδιώξεις του κουρδικού ένοπλου αγώνα και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα φάνηκε ότι οι στόχοι για εθνική αποκατάσταση των Κούρδων βρίσκονταν κοντά στην υλοποίησή τους. Η στρατηγική όμως επιλογή του PKK για διμέτωπο αγώνα εναντίον τόσο των τουρκικών δυνάμεων όσο και του φυσικού συμμάχου των Κούρδων της Τουρκίας -δηλαδή του ιρακινού Δημοκρατικού Κουρδικού Κόμματος (PDK, Partîya Demokrata Kurdistan) του Μασούντ Μπαρζανί - σε συνδυασμό με τη δυναμική αντίδραση του τουρκικού κράτους, που δεν δίστασε να απειλήσει τη Συρία ακόμη και με πόλεμο για τη συνεχή υποστήριξη που παρείχε στον Οτσαλάν- οδήγησε στην απομόνωση του PKK και είχε ως κατάληξη τη σύλληψη του κούρδου ηγέτη στην Κένυα.
Η στάση του Οτσαλάν ύστερα από τη σύλληψή του εγκαινίασε μία νέα προσέγγιση για την επίλυση του κουρδικού ζητήματος. Ο κούρδος ηγέτης, προς έκπληξη όλων όσων περίμεναν ότι θα υιοθετούσε μια σκληρή και αγέρωχη στάση απέναντι στο επίσημο τουρκικό κράτος, χρησιμοποίησε πολύ πιο διαλλακτική γλώσσα, επιδιώκοντας την πολιτική λύση του κουρδικού ζητήματος μέσω διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις τουρκικές Αρχές και το κουρδικό στοιχείο. Ως ένδειξη καλής θέλησης προέβη σε δηλώσεις με τις οποίες ζητούσε από τους Κούρδους ενόπλους του PKK να αποσυρθούν από τα τουρκικά εδάφη και να διακόψουν τις επιχειρήσεις τους. Πριν από την τελική απαγόρευσή του 4 χρόνια αργότερα, το νόμιμα εκλεγμένο κουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HADEP, Halkın Demokrasi Partisi) από κοινού με το PKK έσπευσαν να υιοθετήσουν τη νέα αυτή γραμμή. H μονομερής εκεχειρία που κήρυξε την ίδια χρονιά (1999) το PKK, και η οποία διήρκεσε μέχρι το 2004, είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστούν αισθητά οι συγκρούσεις και να επανέλθει ως έναν βαθμό μια επίφαση ομαλότητας στις νοτιοανατολικές επαρχίες.
Τον Ιούνιο του 2004 το PKK κήρυξε την παύση της εκεχειρίας που είχε μονομερώς υιοθετήσει. Η κατάσταση δεν άργησε να εκτραχυνθεί εκ νέου, όταν τον Μάιο του 2005 ο τουρκικός στρατός πραγματοποίησε εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 100 κούρδων αυτονομιστών. Συγκρούσεις και ταραχές συντάραξαν ξανά την Τουρκία το Μάρτιο του 2006. Οι νέες επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στο βόρειο Ιράκ το 2008 περιέπλεξαν έτι περισσότερο την κατάσταση.

Άραβες
Κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων και ιδιαίτερα στην επαρχία Χατάι (Αλεξανδρέτα) εντοπίζεται η πλειοψηφία της αραβόφωνης μειονότητας της Τουρκίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ο πληθυσμός τους ανέρχεται σε 800.000 - 1.000.000 ενώ οι συντηρητικότεροι υπολογισμοί κάνουν λόγο για 600.000. Η περιοχή παραχωρήθηκε στην Τουρκία το 1939, περίοδο κατά την οποία οι αραβόφωνοι της περιοχής αποτελούσαν τα 2/3 του πληθυσμού. Έκτοτε, χάρη στις συστηματικές προσπάθειες του τουρκικού κράτους, η δημογραφική εικόνα της περιοχής αλλοιώθηκε, χωρίς ωστόσο να χάσει τον αραβικό της χαρακτήρα. Τόσο η παραχώρηση της περιοχής στην Τουρκία όσο και η πολιτική που ακολούθησε το τουρκικό κράτος αποτελούν έκτοτε μόνιμο σημείο τριβής των συροτουρκικών σχέσεων. Ο αραβικός/αραβόφωνος πληθυσμός διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες ως προς το θρήσκευμά του: σουνίτες, αλεβίτες και χριστιανοί.
Η πρώτη κατηγορία εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στις επαρχίες Μαρντίν, Ούρφα, Σιίρτ και ίσως στην επαρχία Χατάι, ενώ μικρότερες ομάδες υπάρχουν στο Μους, το Ντιγιάρμπακιρ, το Μπιτλίς και το Γκαζιαντέπ. Τα στοιχεία γι’ αυτή την ομάδα είναι λιγοστά, αλλά, καθώς φαίνεται, η ομάδα διακρίνεται από φυλετική οργάνωση, η εσωτερική συνοχή της οποίας στηρίζεται στην ενδογαμία και την κοινή γλώσσα. Το πληθυσμιακό της μέγεθος πρέπει να προσεγγίζει τους 350.000.
Η δεύτερη κατηγορία αραβοφώνων είναι οι επονομαζόμενοι Νουσαΐρι που πρεσβεύουν τη δική τους εκδοχή του αλεβιτισμού. Ο πληθυσμός της σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία ίσως φτάνει τους 200.000. Οι περιοχές στις οποίες συναντάμε τη μεγαλύτερη πυκνότητα συγκέντρωσης των Νουσαΐρι βρίσκεται στην επαρχία Χατάι, στα Άδανα και στην επαρχία Ιτσέλ. Ο πληθυσμός στην επαρχία Χατάι είναι συγκεντρωμένος στην παράλια ζώνη νότια του Ισκεντερούν, αλλά και γύρω από το Σαμανταγί και το Αμίκ Γκελού. Οι εγκαταστάσεις τους συγκροτούνται από χωριά με χαλαρή κοινοτική οργάνωση. Μία δευτερεύουσα σε μέγεθος πληθυσμιακή ομάδα εντοπίζεται στην περιοχή Τσουκουρόβα νοτίως των Αδάνων από το Γιουμουρταλίκ μέχρι τη Μερσίνα. Μεγάλος αριθμός Αράβων Νουσαΐρι μετακινούνται στην παραπάνω περιοχή από την επαρχία Χατάι ως εποχιακοί εργάτες. Οι μετακινήσεις αυτές ενίοτε γίνονται δύο φορές το χρόνο κατά την περίοδο της συγκομιδής του βαμβακιού και των πορτοκαλιών. Η επιλογή της εποχιακής μετανάστευσης στον συγκεκριμένο χώρο όπου εντοπίζονται χριστιανικοί αραβικοί πληθυσμοί είναι συνειδητή, καθώς επιτρέπει στους Νουσαΐρι να κρύψουν την ταυτότητά τους μέσα σε έναν σχετικά φιλικό πληθυσμό.
Ο όρος Νουσαΐρι έχει υποτιμητικές συνδηλώσεις και χρησιμοποιείται από τα άτομα που δεν ανήκουν στην κοινότητα. Οι ίδιοι προτιμούν να αυτοαποκαλούνται αλαβί και θεωρούν ότι οι δογματικές τους αντιλήψεις είναι πληρέστερες από των ομόδοξων Κούρδων και Τούρκων Αλεβιτών. Εξαιτίας αυτής τους της πεποίθησης, οι Νουσαΐρι αποκαλούν τους υπόλοιπους αλεβίτες αμί, δηλαδή τυφλούς. Σημαντική διαφορά αποτελεί η θέση της γυναίκας στους νουσαΐρι αλαβί, καθώς δεν της επιτρέπεται να συμμετάσχει στις θρησκευτικές συναντήσεις ούτε να μυηθεί στις απόκρυφες διδασκαλίες.
Η είσοδος στη σέκτα γίνεται μέσα από μυητικές διαδικασίες, τις οποίες επιβλέπει ένας σαΐχ, που εξετάζει τον υποψήφιο με μια κατήχηση που γίνεται σε τρία στάδια. Η πνευματική καθοδήγηση του μυημένου γίνεται από τον σάιχ ή από έναν Χάι Αλ Αχίρα ή αλλιώς «αδελφό του επόμενου κόσμου», ο οποίος αναλαμβάνει και την ευθύνη για το νεοεισερχόμενο μέλος. Τα νιόπαντρα ζευγάρια τίθενται υπό την εποπτεία ενός μεγαλύτερου σε ηλικία ζεύγους που στα αραβικά ονομάζεται ιιμπίν και στα τουρκικά σααντίτς. Μεγάλη σημασία αποδίδεται σε μία ιερή ερμηνεία, ένα είδος εξήγησης προς τους ταλίμπ, δηλαδή τους μυημένους. Γι’ αυτήν υπεύθυνος είναι ο επονομαζόμενος μουρσίντ, ένας ηλικιωμένος σαΐχ. Οι μουρσίντ και οι σαΐχ ανταλλάσσουν συχνά επισκέψεις ενισχύοντας έτσι τη συνοχή της ευρύτερης θρησκευτικής κοινότητας.
Το αξίωμα των σαΐχ είναι κληρονομικό και ανήκει σε συγκεκριμένες οικογένειες που ονομάζονται χαβάς και θεωρείται ότι έχουν ευγενική καταγωγή. Η ενδογαμία εφαρμόζεται αυστηρότερα στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες. Τα μυημένα άρρενα μέλη της κοινότητας μπορούν να διαλέξουν τη σύζυγό τους και από άλλες αλεβιτικές κοινότητες, αν αυτές κριθούν κατάλληλες μετά από εξέταση. Οι γυναίκες όμως των αλαβί μπορούν να παντρευτούν μόνο μυημένους άνδρες που ανήκουν στην κοινότητα, ενώ ο γάμος με σουνίτες μουσουλμάνους θεωρείται αυστηρώς απαγορευμένος.
Οι πρόσληψη των σουνιτών από τους αλαβί είναι τελείως αρνητική και θεωρούνται ομάδα εχθρικά διακείμενη. Η αλήθεια είναι ότι η σουνιτική αντίληψη για τους αλαβί δεν διαφέρει σε τίποτε από την αντίστοιχη για τους υπόλοιπους αλεβίτες. Οι χριστιανοί θεωρούνται φιλικότερη ομάδα και οι αλαβί συμμετέχουν ακόμα και σε μερικούς από τους εορτασμούς τους.
Η τρίτη και τελευταία ομάδα αράβων/αραβοφώνων, είναι οι ορθόδοξοι χριστιανοί Άραβες, που υπάγονται στο πατριαρχείο της Αντιοχείας που εδρεύει στη Δαμασκό. Οι εκτιμήσεις για το πληθυσμιακό μέγεθός τους ποικίλλουν και πάλι, καθώς δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία. Διάφοροι υπολογισμοί ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 7.000-10.000 περίπου. Οι κύριες εγκαταστάσεις τους εντοπίζονται στην επαρχία Χατάι στην πόλη της Αντιόχειας και τη γύρω περιοχή της, αλλά και στη Μερσίνα. Η αραβική ορθόδοξη εκκλησία διέθετε 300.000 περίπου μέλη την εποχή της προσάρτησης της περιοχής στην Τουρκία (1939). Οι τουρκικές όμως αρχές αποδύθηκαν έκτοτε σε μία ενορχηστρωμένη και συστηματική εκστρατεία εκτουρκισμού. Η διδασκαλία των αραβικών στα σχολεία απαγορεύθηκε, ενώ τα αραβικά επίθετα αντικαταστάθηκαν από τουρκικά. Συμπαγείς τουρκικοί πληθυσμοί μεταφέρθηκαν στην περιοχή, η οποία εποικίστηκε μεθοδικά. Η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη μετά το πραξικόπημα του 1980 και την εντατικοποίηση της εκτουρκιστικής εκστρατείας. Το κλίμα τρομοκρατίας και ανασφάλειας που επικράτησε οδήγησε σε σταδιακή έξοδο τόσο τους μουσουλμάνους όσο και τους χριστιανούς Άραβες που μετανάστευσαν στη Συρία, την Ιορδανία, το Ισραήλ και εν συνεχεία στη δυτική Ευρώπη και την Αυστραλία. Οι μέχρι τότε ανθούσες επισκοπές του Ερζερούμ, της Μερσίνας, του Ντιγιάρμπακιρ και της Αντιόχειας παρήκμασαν τελείως και οι επισκοπικοί θώκοι εκκενώθηκαν. Όσοι παρέμειναν στην επαρχία Χατάι αισθάνονται πλέον περισσότερο ανασφαλείς εξαιτίας του μεταναστευτικού κύματος που άλλαξε τη δημογραφία της περιοχής. Παρά τις διώξεις, η συνείδηση της ιδιαίτερης ταυτότητας αυτών των αραβικών πληθυσμών παραμένει ισχυρή και δεν είναι λίγοι αυτοί που επιστρέφουν στην επαρχία για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Ανάμεσα στις χριστιανικές κοινότητες και τις κοινότητες αλαβί έχει μάλιστα αναπτυχθεί ένα ιδιαίτερο αίσθημα αλληλεγγύης ενόψει του κοινού κινδύνου που αντιμετωπίζουν.
Αραμαίοι
Πέρα από την αραβική ορθόδοξη κοινότητα της επαρχίας Χατάι, μία άλλη χριστιανική κοινότητα εντοπίζεται στην επαρχία Μαρντίν. Πρόκειται για αραμαίους χριστιανούς που ανήκουν στην συριακή εκκλησία καθώς και μία μικρή ομάδα που έχει προσχωρήσει στην καθολική ουνία. Ο αριθμός τους υπολογίζεται κάπου μεταξύ 30.000 - 40.000 και βρίσκονται εγκατεστημένοι στο υψίπεδο του Τουρ Αμπντίν της επαρχίας Μαρντίν. Η θρησκευτική τους δραστηριότητα εστιάζεται γύρω από τα παμπάλαια μοναστήρια του Τουρ Αμπντίν, όσα απέμειναν από την κάποτε ακμάζουσα μοναστική πολιτεία της περιοχής. Οι περισσότεροι (15.000 περίπου) ζουν στα δεκαπέντε χωριά του υψιπέδου κι ένα μικρότερο τμήμα του πληθυσμού στις πόλεις Μαρντίν, Σαβούρ, Κιλίτ, Ιντίλ και Νουσαϊντίν. Πολλοί έχουν μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη (12.000 εκ των οποίων οι 4.000 μετά το 1980). Γλώσσα τους είναι η Τουρόγιο που ανήκει στη σημιτική οικογένεια και ταξινομείται ως νεοαραμαϊκή. Η εκκλησιαστική τους γλώσσα είναι η κλασική Συριακή που ανήκει στις νεκρές γλώσσες. Στο δυτικό Τουρ Αμπντίν χρησιμοποιούσαν και μια διάλεκτο της Αραβικής, ενώ ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού μιλούσε Κουρδικά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν προέρχεται παραδόξως από τους κούρδους μουσουλμάνους με τους οποίους συνοικούν. Σε πολλές περιπτώσεις οι αραμαίοι χριστιανοί έχουν δεχτεί ενοχλήσεις και επιθέσεις από τους Κούρδους οι οποίες δεν οφείλονται τόσο στις θρησκευτικές διαφορές όσο στη σχετική ευμάρεια που διακρίνει την κοινότητά τους και αποτελεί αντικείμενο φθόνου. Η αποτυχία της κρατικής εξουσίας και των τοπικών αξιωματούχων να τους προστατεύσουν από την κουρδική επιθετικότητα τούς έχει κάνει καχύποπτους απέναντι στο καθεστώς, ενώ το αίσθημα ανασφάλειας τούς εξώθησε σε μαζική εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση.
Υ.Γ.
Οι κρυπτοχριστιανοί φαίνεται να έχουν εκλείψει από το δημογραφικό χάρτη της Τουρκίας. Ο κρυπτοχριστιανισμός αποτέλεσε φαινόμενο που αναπτύχθηκε σε περιόδους διωγμών και καταναγκαστικών εξισλαμισμών του χριστιανικού πληθυσμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα παραδείγματα είναι άφθονα και κοινό ιστορικό χαρακτηριστικό όλων των κρυπτοχριστιανικών ομάδων (Κλωστοί, Γυριστοί, Σταυριώτες, και Κρωμλήδες του Πόντου, Λινοπάμπακοι της Κύπρου, Κερίμηδες και Κουρμούληδες της Κρήτης κ.τ.λ.) είναι ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ο εξισλαμισμός γινόταν πλήρης μετά τη δεύτερη γενιά ενεργού κρυπτοχριστιανισμού. Μόνο οι κοινότητες που επέστρεφαν στην προγονική πίστη μέσα σε σύντομο σχετικά διάστημα από την εικονική τους εξωμοσία παρέμειναν τελικά χριστιανικές. Ένα επιπλέον στοιχείο που συνηγορεί στην εξαφάνιση του φαινομένου από τη σημερινή Τουρκία είναι το γεγονός ότι μία από τις αιτίες επιβίωσης αυτών των πληθυσμών στο οθωμανικό κράτος ήταν η συμβίωσή τους με αμιγείς κοινότητες που διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη και προσέφεραν έτσι ένα σημαντικό στήριγμα στις ηθικές αντοχές των κρυπτοχριστιανών. Με την υποχρεωτική μετακίνηση των χριστιανικών πληθυσμών από το τουρκικό κράτος, όποιοι τυχόν κρυπτοχριστιανικοί πληθυσμοί επιβίωσαν από τη λαίλαπα της γενοκτονίας και του πολέμου θα βρέθηκαν αποκομμένοι από τους ομοδόξους τους και από το μοναδικό ίσως παράγοντα που υποβοηθούσε τη διπλή αυτή θρησκευτική τους στάση. Συμπερασματικά, είναι μάλλον απίθανο να εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα υπολογίσιμες κρυπτοχριστιανικές ομάδες στο σύγχρονο τουρκικό κράτος.
Οι εθνοτικοί, μειονοτικοί, θρησκευτικοί, γλωσσικοί σχηματισμοί που περιγράφηκαν παραπάνω δεν συμπληρώνουν σε καμία περίπτωση το δημογραφικό μωσαϊκό της Τουρκίας. Δεν έχουν συμπεριληφθεί στην ανάλυση αυτή, όλες εκείνες οι ομάδες που ακόμα κι αν εμφανίζονται δημογραφικά ισχυρές, η στρατηγική και πολιτική τους σημασία είναι περιορισμένη και ο βαθμός ταύτισής τους με την «τουρκική εθνική ταυτότητα» είναι αρκετά υψηλός. Οι περιπτώσεις αυτές εμπίπτουν περισσότερο στα γνωστικά και ερευνητικά πεδία όσων θεραπεύουν την εθνολογία και την ανθρωπολογία. Έτσι, π.χ., δεν κάναμε λόγο για τους Εβραίους της Τουρκίας ή για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που μετανάστευσαν στη χώρα από την Βουλγαρία, τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, τα Βαλκάνια, την Κίνα κ.τ.λ. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, στη σύγχρονη Τουρκία εντοπίζονται 47 τουλάχιστον διαφορετικές τέτοιες ομάδες.
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )
- Antipnevma
- Δημοσιεύσεις: 1916
- Εγγραφή: 23 Ιούλ 2020, 12:11
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
"ουραλοαλταϊκή τουρκική γλώσσα"
Δεν υπάρχει τέτοια γλωσσική οικογένεια. Ο δε όρος "αλταϊκός" και οι συναφείς με τον όρο ιδέες θεωρούνται ξεπερασμένες. Η τουρκική ανήκει στον Ογκούζ κλάδο της τουρανικής (Τurkic) οικογένειας.
νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
Δεν αλλάζει κάτι. Την εποχή που μορφωνόταν αυτός το "ουραλοαλταϊκός" έπαιζε πολύ.Antipnevma έγραψε: 22 Αύγ 2020, 19:49 "ουραλοαλταϊκή τουρκική γλώσσα"Δεν υπάρχει τέτοια γλωσσική οικογένεια. Ο δε όρος "αλταϊκός" και οι συναφείς με τον όρο ιδέες θεωρούνται ξεπερασμένες. Η τουρκική ανήκει στον Ογκούζ κλάδο της τουρανικής (Τurkic) οικογένειας.
edit
Antipnevma
Παρατήρησες όμως πως ξέρει να διακρίνει το έθνος απ' την εθνότητα ;
… εις μικράς μεν ατυχίας ευρεθήσεται φίλος, εις μεγίστην δε και επιμένουσαν συμφοράν μηδείς σε πλανήση , φίλος ουκ έσται . ( Στρατηγικόν Κεκαυμένου )
- Antipnevma
- Δημοσιεύσεις: 1916
- Εγγραφή: 23 Ιούλ 2020, 12:11
Re: Καλή δύναμη και καλή λευτεριά στους Κούρδους
Δεν παίρνω πολύ σοβαρά αυτήν την άγονη συζήτηση έθνος vs εθνότητα. Εγώ ξέρω ότι οι άνθρωποι χωρίζονται παντού και πάντα σε πολιτικές συλλογικότητες. Η "ταυτότητα" των ανθρώπων οφείλεται στις πολιτικές συλλογικοτήτες με τις οποίες ήρθαν σε επαφή και επηρεάστηκαν. Οι αλεβίτες τουρκομάνοι οφείλουν την ταυτότητα τους στην σαφαβιδική προπαγάνδα. Οι τουρκόφωνοι χριστιανοί στο βυζάντιο. Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι στην οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Έλληνες κομμουνιστές στη σοβιετική προπαγάνδα.Ζαποτέκος έγραψε: 22 Αύγ 2020, 19:56Δεν αλλάζει κάτι. Την εποχή που μορφωνόταν αυτός το "ουραλοαλταϊκός" έπαιζε πολύ.Antipnevma έγραψε: 22 Αύγ 2020, 19:49 "ουραλοαλταϊκή τουρκική γλώσσα"Δεν υπάρχει τέτοια γλωσσική οικογένεια. Ο δε όρος "αλταϊκός" και οι συναφείς με τον όρο ιδέες θεωρούνται ξεπερασμένες. Η τουρκική ανήκει στον Ογκούζ κλάδο της τουρανικής (Τurkic) οικογένειας.
edit
Antipnevma
Παρατήρησες όμως πως ξέρει να διακρίνει το έθνος απ' την εθνότητα ;![]()
Στο ζήτημα με την ταυτότητα του Βυζαντίου η θέση μου είναι ότι είχε μια υστερορωμαϊκής προέλευσης οικουμενική χριστιανική ιδεολογία και μια ελληνικής προέλευσης και περιεχομένου ιδεολογία μόρφωσης που ήταν όμως τυπική και για τους Λατίνους Ρωμαίους ιδιαίτερα μετά την λήξη της Υπατίας. Από τη στιγμή που το Βυζάντιο απέτυχε να κρατήσει την αυτοκρατορία όρθια στα υστερορωμαϊκά της σύνορα αναγκάστηκε σιγά σιγά να ξεφύγει από την ρωμαϊκή ιδεολογία και να εξελληνιστεί πλήρως από το 1204 και μετά. Η διαδικασία εξελληνισμού όμως σταμάτησε προσωρινά με την ανακατάληψη της πόλης και λίγο πριν την άλωση πήρε τη σημερινή της μορφή. Με την παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας ο ελληνισμός άρχισε να διαχύνεται και στις μάζες.
Η ρωμαϊκή ιδεολογία πάντως έβλαψε το Βυζάντιο. Και η ελληνοκεντρική ιδεολογία έβλαψε τη σημερινή Ελλάδα.
νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη
-
- Παραπλήσια Θέματα
- Απαντήσεις
- Προβολές
- Τελευταία δημοσίευση