1. Ρε μεν πάεις μαζίν της τζαι εν να κολλήσεις καμιά μαλαζαβράγκα
2. Άμα κολυμπήσεις μέσσε τζίνον τον ποταμόν εν να κολλήσεις καμιά μαλαζαβράγκα με τζείν'τα ψοφισμένα ψάρκα, λαλώ σου το
και εδώ μάλλον η ψείρα... που μοιάζει για ψείρα.... είναι ψείρα;
μάλιν [malin] περιουσία (ουσιαστικό) ελληνικά <
μυκηναϊκή μάλια (=περιουσία) το μάλιν (εννικός αριθμός),
τα μάλια (πληθυντικός αριθμός) - συνήθως χρησιμοποιήται στον πληθυντικό
'τα μάλια'
Οπότε;
Άλλα τα «μάλια» = πληθυντικός αριθμός περί ουσίας. Κιάλλα τα «μάλα» = συντριπτικά, σφοδρά, ορμητικά = κακά, μαύρα και άραχνα. =>
μάλια πολλά = περιουσίες πολλές = «πολλά» πολλά
τζαι
μάλα πολλά = συντριπτικά, σφοδρά, ορμητικά πολλά = κακά, μαύρα και άραχνα πολλά.
μοιάζει για πθείρα... ή θπείρα... ένιουέι... σσιάζουμαι, σούζω, σσάζω, σίζω, ξεσάζω και σάζω...
μάλια = περιουσιές [εννοιολογικά, πολλά]
Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
» Μάλιν (το) » Ουσιαστικό. Σημασία: η ακίνητη περιουσία που έχει κάποιος.
»
Μαλιές (ο) από το μάλιν, μάλια... [περιουσία]. ο κτηματικός φόρος επί Τουρκοκρατίας.
»
Μαλίκκης (ο). εκείνος που έχει «μάλιν» δηλαδή μεγάλη, συνήθως ακίνητη περιουσία. Ο κτηματίας, ο εισοδηματίας.
»
Μάλιν (το). η ακίνητη περιουσία που έχει κάποιος.
μάλα = αρνητική έννοια [εννοιολογικά, κακά]
Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
»
Μαλαφατούρα (η). τα περιττά αντικείμενα. Άχρηστα, «κακά», malafatura = κακοσαζμένα... κακοφτιασές, μαλοφθιασές,
μαλωσιές;
»
Μαλέσ̌ης (ο)
. ο ανεπρόκοπος, ο αχαϊρευτος. Κακέσης...
»
Μαλλαππάππας (ο).
1. ο ακατάλληλος. 2. ο ανήμπορος. 3. ο χαζός. «κακός»
»
Μαλλαφισμένος, -η, -ον.
ο άφρων, αυτός που δεν έχει φρόνηση, σύνεση. «κακός»
»
Μαλλουσ̌ιάζει...
κακολούμαν ;

. χιονίζει.
»
Μαλλώννω
1. φιλονικώ. 2. επιπλήττω. 3. έχω προστριβές. «κακιάζομαι»
»
Μαλτάες (οι) τα όχι καλής ποιότητας. τα της κακής ποιότητας.
»
Μαλτάς (ο) βλ. μαλτάες (τα όχι καλής ποιότητας). τα της κακής ποιότητας.