Re: Ντοπιολαλιές
Δημοσιεύτηκε: 12 Ιουν 2023, 09:31
ΗΠΕΙΡΟΣ (Γιαννιώτικα)
Από παράλλη ιστιοσελίδα
• Α; = Συγνώμη δε κατάλαβα; Πως είπατε;
• Α μο! = Άντε βιάσου, κάνε γρήγορα.
• Α ωρέ = Μιλάς σοβαρά;
• Αα! (καταφατικό) = ναι
• Ααα = Για δες για δες!
• Αααα! = Αα μάλιστα τώρα κατάλαβα!
• Αβέρτα = Συνεχώς
• Αγάντα = Βλ. αβέρτα
• Αγκωνάρι (το) = Η μικρή πέτρα, το λιθάρι
• Αγλέουρας (ο) = «Πρώτος» ξάδερφος του αχλά, το καταπέτασμα
• Άιστεμας = Πάμε να φύγουμε
• Ακόντιο (το) = Μτφ. ο μεθυσμένος
• Αλιμούρα (η) = Πέταγμα στον αέρα ατάκτως χαρτιών
• Άλσος (ο) = Η αλυσίδα, μτφ. το έτερον ήμισυ
• Αλφάδ (το) = Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της κλίσης επιφανειών, μτφ. ο μεθυσμένος
• Αλφή (η) = Η αλοιφή, μτφ. ο μεθυσμένος
• Αμπλαούμπλας (ο) = Άχαρος στις κινήσεις, ειδικά στα χορευτικά
• Αμπντάλης (ο) = Ατσούμπαλος. χοντροκομμένος
• Αμπώχνω = Σπρώχνω με άκομψο τρόπο
• Αντράλα (η) = Βαβούρα, τζερτζελές. πανικός
• Αξιούραγος (ο) = Ο αξύριστος
• Απέκεια = Από κει
• Απόλκε η εκκλησιά = Σκόλασε το πανηγύρ’ τέλειωσε κάτι, τέρμα τα παραμύθια
• Αρβάλας (ο) = Ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος
• Αργαλειός (ο) = Αυνανισμός, πλεκτική μηχανική παλιάς εποχής
• Αρεντεύω = Γυρνάω άσκοπα, κάνω βόλτες
• Αρούγκατος (ο) = Ο άγαρμπος, ο απρόσεκτος
• Ασήκωτος (ο) Ή και ασιούκωτος, = μτφ. ο μεθυσμένος
• Αοτραπόπτσα = Βλ. μπανταλός
• Ατσούμπαλος (ο) = Ο αμπντάλης
• Αυτού = Εκεί
• Αφύσκος (ο) = Άντρας ακανόνιστου μεγέθους
• Αφώνω = Σύντμηση του χαραφώνω (βλ. λ.) π.χ. «γκάινταρε χαλόν’ π’ αφών’ ο τζες»
• Αχαμνά (τα) = Τα γεννητικά όργανα του άντρα.
• Αχλάς (ο) = Το φαγητό
• Άχνα (η) = Η απόλυτη σιωπή
• Αχπάν = Επάνω
• Βάβω (ή) = Η γιαγιά
• Βαγέρω = Φεύγω, τρελαίνομαι
• Βαΐζω = Γέρνω από τη μια πλευρά του σώματος μου
• Βακούφκο (το) = Κτήμα ή οικόπεδο κοινότητας επί εποχής τουρκοκρατίας
• Βελέντζα (η) = Η φλοκάτη, απαραίτητο συμπλήρωμα στα μπάσια (βλ.λ)
• Βερβέρα (η) = Μικρό ζώο, τρωκτικό, που ζει στα δέντρα και μοιάζει στον σκίουρο
• Βετούλι (το) = Κατσίκι ηλικίας περίπου ενός έτους
• βζόμπαλό (το) = Το μεγάλο και στρογγυλό γυναικείο στήθος, το μπαχταλέ
• Βήχω = Πληρώνω
• Βίτσα (η) = Λεπτό και ευλύγιστο κλαδί μεγάλο φόβητρο των μαθητών παλιά
• Βλιώρα (η) = Η βρωμιά
• Βογγάλα (η) = Τρέξιμο με πολύ γρήγορο ρυθμό
• Βρούβες (οι) = Π.χ. «πάμε για βρούβες» πάμε στα χαμένα
• Γαλοτύρι (το) = Γαλακτοκομικό προϊόν.
• Γατσιεύω = Χουφτώνω πριν και κατά την σεξουαλική πράξη
• Γιδοξούρ (το) = Εργαλείο άκρως απαραίτητο σε κατόχους αιγοπροβάτων για την περιποίηση αυτών
• Γιόμα (το) = Το απόγευμα
• Γιόμστο! = Έτσι λέμε στο πρατήριο υγρών καυσίμων για να μας γεμίσουν το ρεζεβουάρ
• Γιωτάς = Ο μη έχων τυφέκιο στο στρατό, χαμένο κορμί
• Γκαβός (ο) = Αυτός που «δεν έχει μία«, ο τυφλός από γκαφρά σαν τα κτάβια, ο άφραγκος
• Γκαγκάνς (ο) = Ο γκαντέμης, ο άτυχος
• Γκαγκανάω = Ντινιάρω πολύ δυνατούς και ηχηρούς γκιολέδες
• Γκάιλας (ο) = Έχει γκάιλα: ο ήλιος είναι πολύ δυνατός, τσιουκανάει ανελέητα
• Γκαιντάρω = Παρατηρώ επίμονα
• Γκανάβ (το) = Η κλοπή
• Γκανιάζω = Διψάω υπερβολικά
• Γκάου – μπίου (το) = Αυτός που ζει στο δικό του κόσμιο
• Γκαργκανούλι (το) = Μαύρο στο δέρμα, γυφτάκι
• Γκασμάς(ο) = Ο άσχετος, ο ανίδεος, συνουσία («βαράω γκασμά«), σκαπτικό εργαλείο (κυριολεκτικά)
• Γκαφάλι (το) = Χαμένο κορμί
• Γκαφρά (τα) = Αναγραμματισμός της λέξης: φράγκα, τα χρήματα
• Γκδών’ (το) = Το κυδώνι
• Γκζιούαρ = Εις υγείαν!
• Γκίζα (η) = Ανάλατο γαλακτοκομικό προϊόν σε στερεά μορφή
• Γκιζεράω = Κάνω άσκοπες βόλτες από δω κι από κει
• Γκίκος (ο) = Στίβα από ρούχα
• Γκιλντάρες (οι) = Κύβιση και ανακύβιση, κωλοτούμπες
• Γκιολές (ο) = Αέριο με έντονη και άσχημη μυρωδιά, κλανιά
• Γκιορεύω = Περιπλανιέμαι άσκοπα
• Γκιουλέκας (ο) = Πρατσίλας, ντιπ πάσλας.
• Γκιουμ (το) = Η μικρή στάμνα
• Γκλαγκανάω = Πίνω
• Γκλαξιά (η) = Γουλιά
• Γκλιούμ (το) = Πλιάτσικο, ο χαμός, «έγινε το γκλιούμ»
• Γκλίτσα (η) = Απαραίτητο accessoire των κατόχων αιγοπροβάτων
• Γκόρος(ο) = Ο πάσλας, ο τενεκές, χαϊδευτικό μεταξύ φίλων («που ‘σαι ρε γκόρε;«)
• Γκόρτσο (το) = Ο καρπός της γκουρτσιάς
• Γκουντλάω = Παραπατάω, κουτουλάω, επίσης γαργαλάω
• Γκουρτσιά (η) = Οπωροφόρο δέντρο του δάσους (αχλαδιά)
• Γκουστέρα (η) = Η σαύρα
• Γκουτζάμ = Είναι πλέον στην κατάλληλη ηλικία ή μέγεθος
• Γκριμπνάδες (οι) = Ορεινή περιοχή της Ηπείρου καταφύγιο λύκων εξ ου και η έκφραση «πεντακόσιοι λύκοι απ τς Γκριμπνάδες»
• Γκριτζούνι (το) = Ο καλικάντζαρος
• Γκρόβερ (ο) = Ο ομοφυλόφιλος, ο ροδέλας
• Γκρτζουπ (το) = Όρθιο, στητό, υπονοεί και το ατίθασο
• Γκυλιέμαι = Σέρνομαι (βλ, ζβαρνιέμαι)
• Γλεντοκώλι (το) = Βλ. τσίρλα
• Γλιέπω = Βλέπω, τράω (βλ.λ.)
• Γουμάρ (το) = Ο όνος, το γαϊδούρι
• Γρέκι (το) = Ύπνος βαρύς, τάφωμα
• Γρεντά = Βγαίνει από το «γρεντιά» που είναι το κεντρικό δοκάρι που κρατά την στέγη στα παλιά σπίτια. Μτφ. ο μεθυσμένος π.χ. «ο τζες είναι μπιτ γρεντά!»
• Γρι = Τίποτε εντελώς
• Γρουμττούλι (το) = Μικρό εξόγκωμα στο δέρμα
• Δαμάλι (το) = Η αρσενική αγελάδα σε μικρή ηλικία, μτφ. η ψηλή και «γεμάτη» γυναίκα, η νταρντάνα
• Δάχλο (το) = Δάχτυλο
• Δοβρά (η) = Το χωριό Ασπράγγελοι
• Δραγάι (το) = Το χωριό Καστανώνας
• Δραγάτς(ο) = Παλιά ο χωροφύλακας ή ο αγροφύλακας
• Δραγατσούρα (η) = Σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας, η ενέδρα
• Δρομίτσα (η) = Είδος ψαριού μικρό σε μέγεθος που ζει σε γλυκά νερά
• Δροτσίλι(το) = Μικρό σπυράκι στο πρόσωπο
• Δώγιας = Εδώ
• Ε; = Ορίστε; πως είπατε:
• Ε, ε, ε = Ναι, ναι έτσι είναι
• Εεεε! (Δυνατό) = πιο σιγά! μη παίρνεις φόρα!
• Εφετζής (ο) = Ο επιδειξιομανής
• Εφκα = Αόριστος του ρήματος φέω (φεύγω)
• Ζαβλακώνομαι = χαζεύω, μπανταλιάζω. Αόρ.: ζαβλακώθκα
• ζαγάρ (το) = ο κουτοπόνηρος
• ζαγκανιέμαι = κουνιέμαι περίεργα, πάω γυρεύοντας π.χ» «μη ζαγκανιέσ’ ωρε παιδί μ’»
• ζαγκανόκωλη (η) = η γυναίκα που κουνιέται πολύ η τσουρδάλω
• ζάρκο (το) = το γυμνό, μπλετς
• ζάφτω = τρώω με μπιστοβλιακιά
• ζβάρα = μετς μπάντες, μαλιοκούβαρα
• ζβαρνιέμαι = σέρνομαι, κυλιέμαι κάτω. αόρ. ζβαρνίοτκα.
• Ο ζβαρίλας = ο απεριποίητος
• ζβίγκο (το) = τίποτε, κενό, άδειο
• ζγκατάψυξ = στην κατάψυξη
• ζγουρ (το) = κρέας πρώτης ποιότητας
• ζγώνω = πλησιάζω σιγά-σιγά
• ζέχνω = μυρίζω υπερβολικά άσχημα
• ζιάπα (η) = ο μεγάλος σε μέγεθος βάτραχος, γνωστός και ως μπράσκα
• ζιαπώνω = συλλαμβάνω
• ζιουγκάρ (το) = λίπωμα εμφανές στο σώμα
• ζιουλάω = μαλάζω
• ζιουμπάς (ο) = ο πολύ κοντός άνθρωπος
• ζιουπάω = πιέζω αφόρητα
• ζλαπ (το) = το ζαρκάδι
• ζμαρ (το) = το ζυμάρι
• ζμι (το) = το υγρό αποτέλεσμα βρασίματος, ζουμί
• ζμ πλατεία = στην πλατεία
• ζμ πόρτα = στην πόρτα
• ζμπουδιέμαι = παραπατάω (συνήθως έχουμε και πτώση), σκοντάφτω
• ζμπούτσαμ = δεν με νοιάζει, έκφραση αισχρού και ανήθικου περιεχομένου
• ζνόασ’ = στην «Οαση», στην κεντρική πλατεία της πόλης
• ζντάιγκα = στην TAIGA, παλιά disco στα Γιάννενα
• ζούδιο = μικρό ζούφιο
• ζούλα (η) = πράξη παράνομη που γίνεται διακριτικά
• ζουρλός (ο) = αυτός που το ‘χει ντιπ χαμένο, τρελός
• ζούφιο (το) = αφυδατωμένο φρούτο
• θειά (η) = η θεία
• θκομ = δικό μου
• θκος = δικό σου
• θκοτ = δικό του
• θλάκι (το) = η θηλιά στο παντελόνι όπου κρέμεται η ζώνη
• θληκώνω = κουμπώνω
• ίίίί; να! = μα καλά που χάθηκες εσύ: (συνοδεύεται από μούντζα)
• ιτς κρις = μπιτ. τίποτα
• κακάδια (τα) = τα υπολείμματα από τις εκκρίσεις της μύτης που έχουν πια ξεραθεί
• καλαμποτσιόκαλο (το) = Το απομεινάρι του καλαμποκιού. Παλιότερα έβρισκε ή καιτσιόκαλο χρήση και ως τάπα βαρελιών,
• καλοσκέρνω = (αόριστος: καλοσκέρσα) δοκιμάζω (τρώω) κάτι για πρώτη φορά για το τρέχον έτος ή για την εποχή που ωριμάζει ως φρούτο
• καλπαζιάνης (ο) = αυτός που περπατάει σαν να καλπάζει (πηγαίνει ολόκληρος πάνω- κάτω)
• καπνός (ο) = πονοκέφαλος
• καπούσκο (το) = το κουμπρολάχανο
• καμακώνομαι = αρπάζω κρυολόγημα
• κάργα = υπερβολικά, πάρα πολύ
• κασάρα (η) = η μεγάλη και στραβή μύτη. Πιθανώς προέρχεται από το σχήμα του κασαριού, εργαλείου για το κόψιμο των χόρτων
• κασάρας (ο) = ο έχων μεγάλη και στραβή μύτη
• κασκαρίκα (η) = καρικατούρα
• καστραβέτς (το) = το αγγούρι
• καταής = κάτω π.χ. «έπεσα καταής απ’ τα γέλια»
• κατόπι (το) = έπειτα, «παίρνω στο κατόπι»: ακολουθώ
• κατσαπλιάς (ο) = άτομο που δε πρέπει να εμπιστευόμαστε, ο αντάρτης, ο άτακτος στρατιώτης
• κατσιούλα (η) = ρούχο για την προστασία του κεφαλιού από τις άσχημες καιρικές συνθήκες
• κατώι (το) = το υπόγειο
• καφτάν-μερεμέτ = πέφτει χοντρό ξύλο
• κδούνα (η) = κουδούνι, τύφλα στο μεθύσι
• κίκια (τα) = καψούλια, μεταφορικά α δυνάμεις π.χ. «με τι κίκια θα…;»
• κιχ (το) = άχνα
• Κλαζιάδες (οι) = το χωριό Δροσοχώρι (άρχοντες πάνω στο λόφο)
• κλαπατσίγκαλα (τα) = μουσικά όργανα
• κλαπέτο(το) = μεταφορικά το μυαλό
• κλασομπανιέρας (ο) = ο φοβητσιάρης
• κλιτσνάρ (το) = το τσιγκέλι
• κλουρ (το) = αρτοσκεύασμα
• κασάρ (το) = χορτοκοπτικό εργαλείο, ο παίχτης που κάνει επικίνδυνα μαρκαρίσματα
• κοζιάρω = βλέπω, παρατηρώ π.χ. «το κόζιαρες το χαλόν;»
• κόκκαλο (το) = μτφ. ο μεθυσμένος π.χ, «έγνα χτε… μπιτ κόκκαλο!»
• κοκόνι (το) = σκυλί καλοαναθρεμένο και τεμπέλικο, πχ. «έγινες κοκόνι»
• κοντοτούρτς (ο) = ο σκορπιός, ο μπιτσκάουρας
• κοπριά (η) = περιττώματα ζώων, ο μπουχέσας, ο τεμπέλης
• κοτάω = τολμώ, δείχνω θάρρος
• κουμάρ (το) = ο τζόγος
• κουμαρτζής (ο) = αυτός που έχει πάθος το κουμάρ
• κουμούτσι (το) = κρέας, ψαχνό
• κουμπλιά (η) = οπωροφόρο δέντρο, κορομηλιά
• κούμπλο (το) = ο καρπός της κουμπλιάς
• κουραδομηχανή (η) = ο άχρηστος, αυτός που δεν κάνει για τίποτα
• κουρίτα (η) = η στέρνα, η βρύση
• κουσί (το) = πηγαίνω κάπου με γρήγορο βάδισμα
• κούσιαλο (το) = πολύ ηλικιωμένος άνθρωπος, αλλιώς σιάψαλο ή χούφταλο
• κουσιεύω = περπατώ γρήγορα, σπεύδω
• κουτουπώνω = πιάνω κάτι και δε το αφήνω
• κουτουρού (στα) = στα χαμένα, χωρίς σκέψη π.χ. «που πας ωρέ στα κουτουρού;
• κουψοκέφαλος (ο) = αυτός που το μυαλό του «κόβει»
• κοψίδι (το) = κομμάτι κρέας
• κρανιάζω = πληρώνω, βήχω
• κρατσναω = τρώω με πάρα πολύ θόρυβο
• κρεματζλιέμαι = κρεμιέμαι
• κρένω = μιλάω
• κριτσπέταλος (ο) = ο σιαλαϊσμένος (του ‘χει λασκάρει το πέταλο)
• κρκοκόδειλος (ο) = μτφ. ο μεθυσμένος (επειδή σέρνεται!)
• κρούνα (η) = κοράκι
• κρούω = αγγίζω
• κταβ (το) = νεογέννητο σκυλί
• κταλ (το) = κουτάλι
• κτσος (ο) = ο κουτσός
• λαγκαντούσιω (η)= η ακατάστατη, οκνηρή νεανίς
• λάισα = έγυρα, στράβωσα, «πήρα σασί»
• λακάω = φεύγω, κόφτω πέρα. Αόρ. λάκσα
• λαλάω = σιουράω. παίζω μουσική με βασικό όργανο το κλαρίνο
• λατσαριέμαι = σπαρταράω, πχ. «Τι μ’λατσαριέσαι ορέ!»
• λαφαζιάνης (ο) = ο πάσλας. ο γκόρος κλπ.
• λεβέκουρας (ο) = ο πάσλας. ο γκόρος κλπ.
• λελέκι (το) = ο υπερβολικά αδύνατος, πελαργός
• Λέλοβα (το) = το χωριό Δεσποτικό
• λιανός (ο) = ο αδύνατος
• λιάπσ’ (ο) = λιάπηδες είναι οι αρβανίτες. Μτφ ο λαίμαργος, ο άρπαγας, ο μπιστόβλιακας. πχ. «τί κοιτάς σα λιάπσ’ το φαί;»
• Λιασκοβέτσ’ (το) = το χωριό Λεπτοκαρυά
• λιθάρ (το) = πέτρα
• λο = σκασμός, πχ. «βγάλε λο«, «λο το μπουρί (στόμα)»
• Λοζέτσ’ (το) = το χωριό Ελληνικό
• λουτιάζω = χαζεύω, το χάνω πχ. «πάει, λούτιασε ο τζες…»
• λούτσα (η) = μικρή τεχνητή λίμνη όπου ξεδιψάνε ζώα
• μαγάρσμα (το) = η πράξη αναπαραγωγής των αιγών
• μακελεύομαι (από το μακελειό) = τραυματίζομαι σοβαρά. Χρησιμοποιείται στον αόριστο π.χ. μακελεύτκαμαν
• μαλιοκούβαρα = με τς μπάντες, ζβάρα
• μαμόνια (τα) = τα χρήματα, τα γκαφρά
• μανέστρα (η) = φαγητό, κρέας με ζυμαρικά στο καζάνι. Χρησιμοποιείται και ως «μαγείρεμα» π.χ. «Μου χάλασε η μανέστρα» = δεν πέτυχαν τα σχέδια που έκανα
• μαντζαφλάρ (το) = λεπτό και μυτερό αντικείμενο, το μαρκούτσ
• μαντζιάρω = τρώω, από το ιταλικό mangiare
• μαντραβίτσα (η) = μικρό εξόγκωμα στο δέρμα, σαν κρεατοελιά αλλά χωρίς ιδιαίτερο χρωματισμό, που βγαίνει «άμα μετράς τ’ αστέρια«, όπως λένε στα χωριά μας. Για την εξαφάνιση της απαιτείται καυτηριασμός
• μαξϊούμ (το) = το μικρό παιδί
• μαξλάρας (ο) = το χαμόρ, ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• μαρίτσι (το) = μικρό λιμνίσιο ψάρι
• μαρκάλσμα (το) = η πράξη αναπαραγωγής των αμνών
• μαρκούτσ (το) = λεπτό και μυτερό αντικείμενο, το μαντζαφλάρ
• μασιά (η) ή και ο μασιάς. = Είναι η πυράγρα, η τσιμπίδα για την φωτιά π.χ. στο τζάκι
• μαστραπάς (ο) = η κανάτα
• ματζάτο (το) = η τραπεζαρία
• ματσιαλάω = μασουλάω. Ματσιαλάω με τα τσιαούλια μ’: μασουλάω με έντονο θόρυβο
• μεσάλι (το) = μακρόστενο πανί με το οποίο τύλιγαν το ψωμί
• μοσκέτο (το) = ντουλαπάκι που παλιότερα χρησιμοποιούνταν εν είδει ψυγείου
• μούκας (ο) = αυτός που δε μιλάει, ο σιωπηλός
• μουμούδι (το) = το έντομο, μτφ. ο οκνηρός
• μουνούχι (το) = το ευνουχισμένο ζώο
• μουοτιρής (ο) = ο πελάτης, χρησιμοποιείται κυρίως από παλιούς εμπόρους π.χ. «αυτνούς τς έχμε μουστιρήδες»
• μουτεύω = πλακώνω στο ξύλο
• Μπάγια (η) = το χωριό Κήποι
• Μπάζω = βάζω μέσα
• Μιταίλντσα = ξεθεώθηκα, έμεινα από ανάσα
• μπάκα (η) = η κοιλιά
• μπακακάκι (το) = το βατραχάκι
• μπακαλιό (το) = το μπακάλικο, μαγαζί χωρίς γούστο
• μπαλαμούτι (το) = το ματσιάλιασμα ή το ζούλτιγμα του μπαχταλέ
• μπαμπλίκα (η) = το στρογγυλό κουλούρι, μτφ. το μεγάλο αυτί
• μπανταλιάζω = χαζεύω, σιουράω
• μπανταλός (ο) = χαζός
• μπάσι (το) = μεγάλο ντιβάνι με μαξιλάρια, χρώματος κοκκινο-πράσινου (συνήθως).
• μπατζιάφλας (ο) = βλ. μαξλάρας
• μπάτσα (η) = χαστούκι
• μπατσαριά (η) = είδος Ηπειρώτικης πίτας με χόρτα, επίσης και μπλατσαριά
• μπαφιάζω = λαχανιάζω, δεν είμαι σε καλή φυσική κατάσταση
• μπαφιόρα (η) = το τσιγάρο
• μπάφος (ο) = ύποπτο τσιγάρο, τσιγαριλίκι
• μπαχαβράς (ο) = νταβαντούρι, φασαρία, βλ. και τζερτζελές
• μπαχλάβας (ο) = χαμένο κορμί, μπανταλός
• μπαχταλέ (τα) = το … πλούσιο γυναικείο στήθος
• μπερντές (ο) = τα γκαφρά, τα χρήματα
• μπέχο = τζάμπα. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις: «όπου μπέχο τρέχω», «μπέχο κι όσο αντέχω» και «παν μπέχον, άριστον»
• μπίμτσα (η) = το υπόγειο, το κελάρι
• μπιστοβλιακιά (η) = η λαιμαργία
• μπιοτόβλιακος (ο) = ο λαίμαργος
• μπιτ = εντελώς
• μπιτζιάρω = κλέβω
• μπίτσα = σχόλασα, τελείωσα (από το μπιτ)
• μπιτσκάουρας (ο) = ο σκορπιός
• μπιτσκάρω = σιουράω, μου λασκάρισε η βίδα
• μπιτσλιάκος (ο) = ο μπιτσκάουρας
• μπιτχαβάς (ο) = αυτός που δε του κόβει και πάρα πολύ. αντιθ. του κουψοκέφαλος
• μπλαδέρα (η) = αρρώστια που χτυπάει τα κατσίκια
• μπλάνα (η) = κομμάτι (συνήθως φαγητού) με μέγεθος όσο η παλάμη, μια πιθαμή, π.χ. «έφαγα μια μπλάνα τρι»
• μπλαρ (το) = το μουλάρι
• μπλατς = χύμα καταής. πχ. «έφκα σφαίρα απ’ τ’ δλειά για να πάω στο γήπεδο και τ’ άφκα όλα μπλατς»
• μπλέτς (το) = ο γυμνός από τη μέση και πάνω, ο ζάρκος
• μπλετσκώνω = καταβροχθίζω
• μπορμπόλια (τα) = το μικρό γυναικείο στήθος
• μπόσκα (τα) = χαλαρά, ξεσφιγμένα
• μπούγιο (το) = συνάθροιση πολλών ατόμων
• Μπούλτσ’ (το) = το χωριό Ελάτη
• μπούζι (το) = κρύο
• μπουρδέγγες (οι) = χόρτα του βουνού
• μπουρδουκλώνομαι = μπερδεύομαι
• μπουρμπούτσαλα (τα) = »τρίχες», ο ύπνος
• μπουρμπουχαλεύω = ψάχνω στα μουλωχτά
• μπουρτσοκλαίω = προσποιούμαι πως κλαίω
• μπούτσκος (ο) = χοντροκομμένος, το μαμμόθρεφτο
• μπουχαρί (το) = η καμινάδα (τουρκική), επίσης και μπουρί
• μπράσσστ = βαγέρω άρον άρον
• μπρίκια (τα) = όρχεις
• μσκαρ (το) = το μοσχάρι
• νούλα (η) = μηδέν
• νταβάς (ο) = μεγάλο ταψί. μέσα από το οποίο έτρωγε παλιότερα όλη η οικογένεια.
• νταβραντζμένος (ο) = αυτός που έχει πολλές ορμές
• νταγλαράς (ο) = ντερέκι με ανεπτυγμένους μυς
• ντάλα = κατακούτελα
• νταούλι (το) = ο πρησμένος είτε από το πολύ φαί είτε από τσιμπήματα εντόμων
• ντατσκανάρς (ο) = ο ντιπ ντάτσκος
• ντάτσκος (ο) = ο χωριάτς με την κακή έννοια
• ντάφκαρος (ο) = ο αθίγγανος
• ντελιφσιέκας (ο) = πάσλας. γκόρος κτλ.
• ντέμπλας (ο) = πολύ ψηλός και άχαρος, αμπλαούμπλας (βλ.λ.)
• ντενιάρω = μπήγω (π.χ, «θα σ’ ντενιάρω πιτχάρ στον τάχα«), πετάω, αμολάω (π.χ. «ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ«)
• ντερέκι (το) = ο πολύ ψηλός
• ντερλικουέρας (ο) = ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• ντεφ (το) = μτφ. ο σουρωμένος
• ντιπ για ντιπ = εντελώς παντελώς
• ντοβ = καλό π.χ. «ντοβ χαλόν»
• ντουγρού = απερίσκεπτα
• ντραμτζάνα (η) = μεγάλο γυάλινο δοχείο για οινοπνευματώδη ποτά
• Ξεζγκαρίζομαι = γδέρνομαι, βγάζω αίμα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο, πχ. «έπεσα με το ποδήλατο και ξεζγκάρσα το ποδάρι μ’»
• ξεμπλέτσωτος (ο) = μπιτ μπλετς
• ξεροσφύρι (το) = κατανάλωση οινοπνεύματος χωρίς μεζέ
• ξεστοχάω = ξεχνάω συνεχώς
• ξετσουμπρίζω = βγάζω ένα-ένα τα σπόρια από το καλαμπόκι, βγάζω μία-μία τις ρόγες του σταφυλιού
• ξεχάω = ξεχνώ
• ξιάω, ξιέμαι = ξύνω, ξύνομαι
• ξιούκι (το) = μπιτ φλάτσκα, μπανταλό
• ξιουπαρμένος (ο) = ο εξωπραγματικός, σαλαϊσμένος, σιουργμένος
• ξλιάς (ο) = ο πολύ λεπτός
• ξνίθρα (η) = στομαχική διαταραχή, ξινίλες
• ξύκι (το) = ξύγκι, λίπος
• οντάς (ο) = το καθιστικό
• οργιό (το) = το κρύωμα, χρησιμοποιείται με την έκφραση «μ’ σήκωσε»
• ούι! = σοβαρά;;; αλήθεια;;; τι είναι αυτό;;;
• παγράς (ο) = ο Παγουράς, χαρακτηρισμός των Γιαννιωτών
• παπλαμούδα (η) = το παχύ χιόνι, π.χ. «Ούι, ρίχν’ παπλαμούδες»
• παπς (ο) = γέροντας, παππούς
• παρί-παρί = τα χρήματα, εκ του σλαβικού παρί = χρήματα
• πάσλας (ο) = ντάτσκος, πρατσίλας, φλοέρας, γκόρος
• πασλεμωτό (το) = είδος κακής και αμφίβολης ποιότητας και φυσικά άγνωστης προέλευσης
• πάτα-κιούτα = ο ήχος του πισωκολλητού
• πατατούκα (η) = ένδυμα προστασίας από το χειμερινό ψύχος, χοντρό παλτό
• πατήκια (τα) = οι παντόφλες
• πατούνα (η) = κάλτσα με χοντρή πλέξη, ιδανική για κτηνοτροφικές εργασίες
• πατριτζιάνα (η) = η μελιτζάνα
• παντζιάρ (το) = μυθοπλασία, ψέμα,βλ. και τριάρ
• παντζιαριανός (ο) = ο μυθοπλάστης, ο παραμυθάς, ο τριατζής (βλ. τρίο)
• παρτσακλός (ο) = αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει καθαρά
• πατσιούρα (η) = μπιτ για μπιτ φλάτσκα
• πδάρ (το) = το πόδι
• πελεκάω = ξυλοφορτώνω βλ. και τσιουκανάω
• περδικλώνομαι = βλ. ζμπουδιέμαι
• πετσί (το) = συνουσία, βλ. και πριτσίνι
• πετσώνω = πριτσινώνω, συνουσιάζω
• Πεφτ (η) = η ημέρα Πέμπτη
• πίπκα (τα) = μπρούμυτα
• πιτσιάρω = ικανοποιώ την φυσική ανάγκη της ούρησης, από το ιταλικό pissare
• πιτχάρ (το) = σκληρός τσιόκος
• πλάκα (η) = αναστατώνομαι, σοκαρίζομαι, παθαίνω πλάκα
• πλατσιανάω = χτυπώ με δύναμη τα νερά
• πλατσκοκέφαλος (ο) = ο έχων το χαρακτηριστικό Ηπειρωτικό κεφάλι
• πλατσπάθια (τα) = αυτοφυή φυτά της Ηπειρώτικης υπαίθρου, κατά προτίμηση εκατέρωθεν της ασφάλτου, π.χ. «Ούι οι τζέδες, μπήκαν με τσ’ μπάντες κι έφκαν στα πλατσπάθια!»
• πλήθρα (η) = ανάμειξη ξηράς και υγρής τροφής στο στομάχι,
• πλι (το) = πτηνό
• πλιγούρ (το) = νόστιμο κρέας
• πλύχωρο = ευρύχωρο, άνετο
• πουμπώνομαι ή «μ’ έπιακε πούμπωμα» = δεν μπορώ να ανασάνω. Αόρ. πουμπώθκα
• πουριά (η) = η πόρτα
• πουρνό (το) = το πρωί, συνήθως χρησιμοποιείται εις διπλούν για να δηλώσει τις πρώτες πρωινές ώρες
• πουτοοφλίγκαρος (ο) = βλ. μαλαπέρδα
• πράζω = ενοχλώ, πειράζω πχ. «πραζ αν τράω (βλ. λ.)»
• πρατσαλάω = κολυμπάω ατσούμπαλα
• πρατσίλας (ο) = ο χωριάτης, ο ντάτσκος.
• πρέντζα (η) = γαλακτοκομικό προϊόν
• πρεσάρω = Πετσώνω
• πρετόρ = λερώνω τα πάντα γύρω μου
• πριτσινώνω = χαραφώνω
• προυγκάω = σπρώχνω ζώα κατευθύνοντας τα στο μαντρί
• προυτσαλέκια (τα) = το ποπ-κορν, οι παπαδίτσες
• πτάνα (η) = γυναίκα χωρίς ηθική
• Ρευω = κάνω/παθαίνω κάτι σε μεγάλο βαθμό π.χ. έρεψε στο φαΐ = ρούπωσε, «έρεψε» = αδυνάτισε πολύ
• ρουμπουστίνες (οι) = κβέντες, χωρίς ιδιαίτερο νόημα, στα πλαίσια παρέας τζέδων
• ρουπώνω = ικανοποιώ τη δίψα ή τη πείνα μου
• ροχάλα (η) = αντιαισθητική έκκριση σίελου
• σαλεύω = μετακινούμαι
• σιάδ (το) = το ίσιωμα π.χ. ένα επίπεδο χωράφι μτφ. ο γυμνός, ο ξεμπλέτσωτος
• σιαϊτάνς (ο) = ο ζωηρός, από το σατανάς. Σιαϊταναρούδ = το ζωηρό παιδάκι
• σιαμούτα (η) = το τσίπουρο που βγαίνει προς το τέλος και ξαναρίχνεται στο καζάνι με τα νέα σταφύλια. Πρέπει νασαι σιουριγμένο για να το πιείς, εξ’ ου και η φράση «έγνα μππ σιαμούτα = μέθυσα όσο δεν πήγαινε άλλο»
• σιαλαγάω = μαζεύω, π.χ. «σιαλάγατα τα πράτα»
• σιαλαϊσμένος (ο) = ο σιουριγμένος
• σιάλιαγκας (ο) = το σαλιγκάρι
• σιαλίρα = πολύ αλμυρό, υπερβολικά αλατισμένο φαγητό π.χ. «ούι γιε μ’, τούτου δω είναι σιαλίρα»
• σιαούτες (οι) = ύπνος μετά την ερωτική πράξη παραπέρα
• σιαπέρα = ίσια πέρα
• σιαπέρας (ο) = βλ. φλοέρας. Αλλιώς και αϊσιαπέρας (ο μακρυά από δω). Χαρακτηριστική έκφραση για τον αϊσιαπέρα: «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν»
• σιαπερω = καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
• σιάψαλο (το) = πολύ ηλικιωμένος, κούσιαλο
• σιέμο (ο) = πάσλας, γκόρος κτλ., από το πολικό siemo
• σιμεντλικουέρας (ο) = ο ηλίθιος, από το ιταλικό siemo della guerra (ηλίθιος του πολέμου)
• σιοροκλεμές (ο) = γκόρος, πάσλας κλπ.
• σιουμπερδέκας (ο) = πάσλας, σιμεντλικουέρας
• Σιουποτσέλι (το) = το χωριό Δίλοφο
• σιουράω = το’χω ντιπ χαμένο
• σιούτος (ο) = ο ανήμπορος ερωτικά
• σιούφρα (η) = στενή τρύπα στο πίσω μέρος του σώματος μας
• σκαμνιά (η) = η μουριά
• σκαπετάω = πετάω κάτι μακριά με πολύ δύναμη
• σκεμπές (ο) = περιττά κιλά συσσωρευμένα γύρω από την κοιλιακή χώρα
• τάβλα (η) = μικρό τραπεζάκι για φαγητό
• ταγάρας (ο) = αυτός που δεν παίρνει στροφές το μυαλό του
• τάλιαρο (το) = το κατακέφαλο, η χλέπα
• ταλιάρω = χειροδικώ
• ταπίκπα = ανάσκελα
• τάρα (η) = «δεν πήρα τάρα«: δεν πήρα είδηση, χαμπάρι
• ταρατόρ = γαλακτοκομικό παρασκεύασμα από γιαούρτι
• τερλίκια (τα) = πατούμενα για το σπίτι, ενίοτε ξύλινα
• τζαμάλες (οι) = Ηπειρώτικο έθιμο τις απόκριες (μεγάλες φωτιές στις γειτονιές και γλέντι μέχρι πρωίας)
• τζαναμπέτης (ο) = ο απατεώνας
• τζατζαρώνω = κατσαρώνω
• τζερεμές (ο) = ταγάρας, σιέμος
• τζερτζελές (ο) = βαβούρα, χαβαλές
• τζες (ο) = ο τύπος
• τζιαμπούνας (ο) = αυτός που φωνάζει συνέχεια, επίσης ο μεθυσμένος π.χ. «έγνα τζιαμπούνα»
• τζινάω = κεντρίζω, πειράζω
• τζιόρας (ο) = τζιουμπλέκας, ο στόκος
• τζιουμπάνς (ο) = κάτοχος αιγοπροβάτων
• τζιουμπλέκας (ο) = ταγάρας
• τζόβενο (το) = ο ηλικιωμένος που βγάζει νιάτα
• τικ (το) = χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω π.χ. «πήρε τικ;» = είδες;
• τικφάς (ο) = ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• τόσο για = τόσο λίγο
• τουρλώνω = τεντώνω επιδεικτικά τον κώλο
• τραϊ (το) = ο τράγος
• τράω = κοιτάζω
• τριατζής (ο) = ο ψεύτης
• τρίματα (τα) = τα ψίχουλα
• τρίο, τριάρ = μυθοπλασία, κατασκεύασμα της φαντασίας, αλλιώς πατζιάρ
• τρίψα (η) = παπάρα, κομμάτια ψωμιού σε γάλα
• τρόγαλο (το) = γαλακτοκομικό είδος
• τρόμπας (ο) = ο επιρρεπής στη μαλακία
• τροξός (ο) = βλ. μπανταλός
• τρόχαλο (το) = πέτρα μικρού μεγέθους
• τσάκνο (το) = πολύ λεπτό κλαδί, χρησιμοποιείται συνήθως για το άναμμα φωτιάς
• τσάλε-μάλε (το) = η κλοπή
• τσ’ άλλοι = τους άλλους π.χ. «Που είναι ο Μήτσος: – Είναι με τσ’ άλλοι»
• τσάξα = αορ. του ρήματος τσακίζω
• τσαπράγκαλο (το) = χαμένος, κουτό, χαζό, π.χ. «Αυτό το παιδί είναι ντιπ τσαπράγκαλο»
• τσάχαλα (τα) = χαλίκια, χώματα, άμμος π.χ. «Μου μπήκαν τσάχαλα στα μάτια»
• τσεκλίζω = σκίζω
• τσέκλιο = τρύπιο
• Τσερβάρ (το) = το χωριό Ελαφότοπος
• τσερβέλο (το) = το κεφάλι, από τι ιταλικό cervelo
• Τσερνέσ’ (το) = το χωριό Ελατοχώρι (και Ατσερνέσ’: «πάμε στο πανηγύρ’ στ’ Ατσερνέσ’)
• τσιακμάκι (το) = ο αναπτήρας
• τσιαλεύω = αφαιρώ διακριτικά και παράνομα, κλέβω
• τσιαούλι (το) = η κάτω γνάθος
• τσιαπλιάζω = διαλύω, κάνω λιώμα. Συνήθως με το επιφωνηματικό επίρρημα «ούι» π.χ. «ούι, το τσιάπλασε»
• τσιατάλι (το) = το κομμάτι που προεξέχει.
• «έκανα τσιάφ» = μ’ ξέφκε
• τσιαφλέκι (το) = η δυνατή κλωτσιά
• τσιγαλιά (η) = η αμυγδαλιά
• τσίγαλο (το) = ο καρπός της τσιαλιάς
• τσιγκλάω = ενοχλώ, πειράζω, τζινάω
• τσικνερός (ο) = ο πολύ αδύνατος, αυτός που είναι σαν τσάκνο
• τσίμα (η) = είδος μικρού ψαριού
• τσίμα-τσίμα = ίσα-ίσα
• τσιόκαλο (το) = κόκκαλο, επίσης και παγωμένο.
• τσιόκος (ο) = ο φαλλός
• τσιούκα (η) = η κορυφή βουνού
• τσιουκανάω = κοπανάω, χτυπάω
• τσιούπρα (η) = η κοπέλα
• τσιουράπω (η) = το χαλόνι (βλ. λ.) αμφιβόλου ηθικής
• τσίπρο (το) = οινοπνευματώδες ποτό που δε πίνεται ποτέ ξεροσφύρι
• τσιριπούλι (το) = σπουργίτι
• τσίρλα (η) = τσερλιό κόπρανα σε υγρή μορφή
• τσιρλιπιπί (το) = το κόψιμο
• Τσοντήλα (η) = το χωριό Δίκορφο
• τσόπλα (η) = πέτρινη πλάκα που πέφτει με μηχανισμό μόλις το πουλί πάει από κάτω-παγίδα
• τσότσος (ο) = μικρός στο μέγεθος
• τσουτσέκι (το) = το πολύ μικρό.
• τφέκι (το) = το όπλο, το τυφέκιον
• τχάρι (το) = τοίχος μικρού μήκους
• φαγκρί (το) • χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω π.χ. «πήρα φαγκρί» = είδα
• φαγκρίζω = μισανοίγω το στόμα και ενίοτε χαζογελάω συνήθως από αμηχανία π.χ «π φαγκρίζεις σαν του τραϊ»;
• φατούρο (το) = Ομαδική επίθεση σε ατυχή ο οποίος έκανε λάθος
• φαφούτς (ο) = αυτός που δεν έχει δόντια
• φέω = βαγέρω, αορ. Έφκα
• φλαπούτσος (ο) = μαλαπέρδα, τσιόκος, ματρακάς
• φλάτσκα (η) = το χαλόν που ναι μπιτ για τα μπάζα
• φλιπάρω = σιουράω
• φλοέρας (ο) = άτομο πέρα βρέχει, σουρωμένος
• φλόκια (τα) = αποτέλεσμα εκσπερμάτωσης
• φουλτάκα (η) = μεγάλο σπυρί με πύον, φουσκάλα
• φούρκα (η) = ξύλο με διχάλα στην άκρη που χρησιμοποιείται για υποστύλωμα
• φουρκαλιάζω = παίρνω φωτιά π.χ. «Τι να ιδώ πιδάκι, μ’, έκανε ένα μπαμ και φουρκαλιάοτηκε όλο το σπίτι»
• φουρκατσιούλια (η) = παλιότερα απάντηση στην ερώτηση. «Που ήσαν; -Στ’ φουρκατσιούλα«, όταν ο άλλος δεν θέλει να πει!
• φουρλαΐδας (ο) = ο μπιτ φλοέρας
• φραμπαλάς (ο) = τζερζελές
• φραμπαλατζής (ο) = ο εφετζής, ο χαβαλές
• φριτζλάω = πετάω
• φσέκι (το) = μεθυσμένος, αλλιώς γκολ, αεροπλάνο, κδούνα, ντεφ, φλοέρα, κουνουπίδι, καρότο, φωτοβολίδα
• φουσκή (η) = είδος φυσικού λιπάσματος, κοπριά
• χαλές (ο) = μέρος για χατζιάρσμα, ο θρόνος, η τουαλέτα
• χαλεύω = γυρεύω, αναζητώ
• χαλάν (το) = το αιδοίο, έχει επικρατήσει και ως γυναίκα, γκόμενα
• χαμόρ (το) = το χαμένο, ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• χαμπλάς (ο) = ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος
• χαράφωμα (το) = η ερωτική πράξη
• χατζιάρω = αφοδεύω, από το ιταλικό caggare
• χειμουνκό (το) = το καρπούζι
• χλαπακιάζω = καταβροχθίζω
• χλεμπόνα (η) = βλ. ροχάλα
• χλεμπονιάρης (ο) = ο καχεκτικός
• χλέπα (η) = η ροχάλα
• χλεχλές (ο) = ο βουτυρομπεμπές, συνήθης χαρακτηρισμός των αθηναίων
• χλιαβρίζω = χατζιάρω (βλ. λ.) αλλά πάρα πολύ, σε μεγάλη ποσότητα
• χλιάρ (το) το κουτάλι
• χλιμίτζουρας (ο) = χαζοβλάκας
• χολιάω = ανησυχώ
• χουγιάζω = τρομάζω
• χούι (το) = η ιδιοτροπία.
• χουριάτς (ο) = ο έχων νοοτροπία χωριού
• χούφταλο (το) = βλ. κούσιαλο
• χοχλάζω = βράζω
• ψι (το) = το PC, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής πληθ. τα ψιά
• ψιά = λίγο
• ψιές • εχθές
• ψίχα = λίγο
• ωρέ = βγαίνει από το μωρός
Από παράλλη ιστιοσελίδα
• Α; = Συγνώμη δε κατάλαβα; Πως είπατε;
• Α μο! = Άντε βιάσου, κάνε γρήγορα.
• Α ωρέ = Μιλάς σοβαρά;
• Αα! (καταφατικό) = ναι
• Ααα = Για δες για δες!
• Αααα! = Αα μάλιστα τώρα κατάλαβα!
• Αβέρτα = Συνεχώς
• Αγάντα = Βλ. αβέρτα
• Αγκωνάρι (το) = Η μικρή πέτρα, το λιθάρι
• Αγλέουρας (ο) = «Πρώτος» ξάδερφος του αχλά, το καταπέτασμα
• Άιστεμας = Πάμε να φύγουμε
• Ακόντιο (το) = Μτφ. ο μεθυσμένος
• Αλιμούρα (η) = Πέταγμα στον αέρα ατάκτως χαρτιών
• Άλσος (ο) = Η αλυσίδα, μτφ. το έτερον ήμισυ
• Αλφάδ (το) = Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της κλίσης επιφανειών, μτφ. ο μεθυσμένος
• Αλφή (η) = Η αλοιφή, μτφ. ο μεθυσμένος
• Αμπλαούμπλας (ο) = Άχαρος στις κινήσεις, ειδικά στα χορευτικά
• Αμπντάλης (ο) = Ατσούμπαλος. χοντροκομμένος
• Αμπώχνω = Σπρώχνω με άκομψο τρόπο
• Αντράλα (η) = Βαβούρα, τζερτζελές. πανικός
• Αξιούραγος (ο) = Ο αξύριστος
• Απέκεια = Από κει
• Απόλκε η εκκλησιά = Σκόλασε το πανηγύρ’ τέλειωσε κάτι, τέρμα τα παραμύθια
• Αρβάλας (ο) = Ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος
• Αργαλειός (ο) = Αυνανισμός, πλεκτική μηχανική παλιάς εποχής
• Αρεντεύω = Γυρνάω άσκοπα, κάνω βόλτες
• Αρούγκατος (ο) = Ο άγαρμπος, ο απρόσεκτος
• Ασήκωτος (ο) Ή και ασιούκωτος, = μτφ. ο μεθυσμένος
• Αοτραπόπτσα = Βλ. μπανταλός
• Ατσούμπαλος (ο) = Ο αμπντάλης
• Αυτού = Εκεί
• Αφύσκος (ο) = Άντρας ακανόνιστου μεγέθους
• Αφώνω = Σύντμηση του χαραφώνω (βλ. λ.) π.χ. «γκάινταρε χαλόν’ π’ αφών’ ο τζες»
• Αχαμνά (τα) = Τα γεννητικά όργανα του άντρα.
• Αχλάς (ο) = Το φαγητό
• Άχνα (η) = Η απόλυτη σιωπή
• Αχπάν = Επάνω
• Βάβω (ή) = Η γιαγιά
• Βαγέρω = Φεύγω, τρελαίνομαι
• Βαΐζω = Γέρνω από τη μια πλευρά του σώματος μου
• Βακούφκο (το) = Κτήμα ή οικόπεδο κοινότητας επί εποχής τουρκοκρατίας
• Βελέντζα (η) = Η φλοκάτη, απαραίτητο συμπλήρωμα στα μπάσια (βλ.λ)
• Βερβέρα (η) = Μικρό ζώο, τρωκτικό, που ζει στα δέντρα και μοιάζει στον σκίουρο
• Βετούλι (το) = Κατσίκι ηλικίας περίπου ενός έτους
• βζόμπαλό (το) = Το μεγάλο και στρογγυλό γυναικείο στήθος, το μπαχταλέ
• Βήχω = Πληρώνω
• Βίτσα (η) = Λεπτό και ευλύγιστο κλαδί μεγάλο φόβητρο των μαθητών παλιά
• Βλιώρα (η) = Η βρωμιά
• Βογγάλα (η) = Τρέξιμο με πολύ γρήγορο ρυθμό
• Βρούβες (οι) = Π.χ. «πάμε για βρούβες» πάμε στα χαμένα
• Γαλοτύρι (το) = Γαλακτοκομικό προϊόν.
• Γατσιεύω = Χουφτώνω πριν και κατά την σεξουαλική πράξη
• Γιδοξούρ (το) = Εργαλείο άκρως απαραίτητο σε κατόχους αιγοπροβάτων για την περιποίηση αυτών
• Γιόμα (το) = Το απόγευμα
• Γιόμστο! = Έτσι λέμε στο πρατήριο υγρών καυσίμων για να μας γεμίσουν το ρεζεβουάρ
• Γιωτάς = Ο μη έχων τυφέκιο στο στρατό, χαμένο κορμί
• Γκαβός (ο) = Αυτός που «δεν έχει μία«, ο τυφλός από γκαφρά σαν τα κτάβια, ο άφραγκος
• Γκαγκάνς (ο) = Ο γκαντέμης, ο άτυχος
• Γκαγκανάω = Ντινιάρω πολύ δυνατούς και ηχηρούς γκιολέδες
• Γκάιλας (ο) = Έχει γκάιλα: ο ήλιος είναι πολύ δυνατός, τσιουκανάει ανελέητα
• Γκαιντάρω = Παρατηρώ επίμονα
• Γκανάβ (το) = Η κλοπή
• Γκανιάζω = Διψάω υπερβολικά
• Γκάου – μπίου (το) = Αυτός που ζει στο δικό του κόσμιο
• Γκαργκανούλι (το) = Μαύρο στο δέρμα, γυφτάκι
• Γκασμάς(ο) = Ο άσχετος, ο ανίδεος, συνουσία («βαράω γκασμά«), σκαπτικό εργαλείο (κυριολεκτικά)
• Γκαφάλι (το) = Χαμένο κορμί
• Γκαφρά (τα) = Αναγραμματισμός της λέξης: φράγκα, τα χρήματα
• Γκδών’ (το) = Το κυδώνι
• Γκζιούαρ = Εις υγείαν!
• Γκίζα (η) = Ανάλατο γαλακτοκομικό προϊόν σε στερεά μορφή
• Γκιζεράω = Κάνω άσκοπες βόλτες από δω κι από κει
• Γκίκος (ο) = Στίβα από ρούχα
• Γκιλντάρες (οι) = Κύβιση και ανακύβιση, κωλοτούμπες
• Γκιολές (ο) = Αέριο με έντονη και άσχημη μυρωδιά, κλανιά
• Γκιορεύω = Περιπλανιέμαι άσκοπα
• Γκιουλέκας (ο) = Πρατσίλας, ντιπ πάσλας.
• Γκιουμ (το) = Η μικρή στάμνα
• Γκλαγκανάω = Πίνω
• Γκλαξιά (η) = Γουλιά
• Γκλιούμ (το) = Πλιάτσικο, ο χαμός, «έγινε το γκλιούμ»
• Γκλίτσα (η) = Απαραίτητο accessoire των κατόχων αιγοπροβάτων
• Γκόρος(ο) = Ο πάσλας, ο τενεκές, χαϊδευτικό μεταξύ φίλων («που ‘σαι ρε γκόρε;«)
• Γκόρτσο (το) = Ο καρπός της γκουρτσιάς
• Γκουντλάω = Παραπατάω, κουτουλάω, επίσης γαργαλάω
• Γκουρτσιά (η) = Οπωροφόρο δέντρο του δάσους (αχλαδιά)
• Γκουστέρα (η) = Η σαύρα
• Γκουτζάμ = Είναι πλέον στην κατάλληλη ηλικία ή μέγεθος
• Γκριμπνάδες (οι) = Ορεινή περιοχή της Ηπείρου καταφύγιο λύκων εξ ου και η έκφραση «πεντακόσιοι λύκοι απ τς Γκριμπνάδες»
• Γκριτζούνι (το) = Ο καλικάντζαρος
• Γκρόβερ (ο) = Ο ομοφυλόφιλος, ο ροδέλας
• Γκρτζουπ (το) = Όρθιο, στητό, υπονοεί και το ατίθασο
• Γκυλιέμαι = Σέρνομαι (βλ, ζβαρνιέμαι)
• Γλεντοκώλι (το) = Βλ. τσίρλα
• Γλιέπω = Βλέπω, τράω (βλ.λ.)
• Γουμάρ (το) = Ο όνος, το γαϊδούρι
• Γρέκι (το) = Ύπνος βαρύς, τάφωμα
• Γρεντά = Βγαίνει από το «γρεντιά» που είναι το κεντρικό δοκάρι που κρατά την στέγη στα παλιά σπίτια. Μτφ. ο μεθυσμένος π.χ. «ο τζες είναι μπιτ γρεντά!»
• Γρι = Τίποτε εντελώς
• Γρουμττούλι (το) = Μικρό εξόγκωμα στο δέρμα
• Δαμάλι (το) = Η αρσενική αγελάδα σε μικρή ηλικία, μτφ. η ψηλή και «γεμάτη» γυναίκα, η νταρντάνα
• Δάχλο (το) = Δάχτυλο
• Δοβρά (η) = Το χωριό Ασπράγγελοι
• Δραγάι (το) = Το χωριό Καστανώνας
• Δραγάτς(ο) = Παλιά ο χωροφύλακας ή ο αγροφύλακας
• Δραγατσούρα (η) = Σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας, η ενέδρα
• Δρομίτσα (η) = Είδος ψαριού μικρό σε μέγεθος που ζει σε γλυκά νερά
• Δροτσίλι(το) = Μικρό σπυράκι στο πρόσωπο
• Δώγιας = Εδώ
• Ε; = Ορίστε; πως είπατε:
• Ε, ε, ε = Ναι, ναι έτσι είναι
• Εεεε! (Δυνατό) = πιο σιγά! μη παίρνεις φόρα!
• Εφετζής (ο) = Ο επιδειξιομανής
• Εφκα = Αόριστος του ρήματος φέω (φεύγω)
• Ζαβλακώνομαι = χαζεύω, μπανταλιάζω. Αόρ.: ζαβλακώθκα
• ζαγάρ (το) = ο κουτοπόνηρος
• ζαγκανιέμαι = κουνιέμαι περίεργα, πάω γυρεύοντας π.χ» «μη ζαγκανιέσ’ ωρε παιδί μ’»
• ζαγκανόκωλη (η) = η γυναίκα που κουνιέται πολύ η τσουρδάλω
• ζάρκο (το) = το γυμνό, μπλετς
• ζάφτω = τρώω με μπιστοβλιακιά
• ζβάρα = μετς μπάντες, μαλιοκούβαρα
• ζβαρνιέμαι = σέρνομαι, κυλιέμαι κάτω. αόρ. ζβαρνίοτκα.
• Ο ζβαρίλας = ο απεριποίητος
• ζβίγκο (το) = τίποτε, κενό, άδειο
• ζγκατάψυξ = στην κατάψυξη
• ζγουρ (το) = κρέας πρώτης ποιότητας
• ζγώνω = πλησιάζω σιγά-σιγά
• ζέχνω = μυρίζω υπερβολικά άσχημα
• ζιάπα (η) = ο μεγάλος σε μέγεθος βάτραχος, γνωστός και ως μπράσκα
• ζιαπώνω = συλλαμβάνω
• ζιουγκάρ (το) = λίπωμα εμφανές στο σώμα
• ζιουλάω = μαλάζω
• ζιουμπάς (ο) = ο πολύ κοντός άνθρωπος
• ζιουπάω = πιέζω αφόρητα
• ζλαπ (το) = το ζαρκάδι
• ζμαρ (το) = το ζυμάρι
• ζμι (το) = το υγρό αποτέλεσμα βρασίματος, ζουμί
• ζμ πλατεία = στην πλατεία
• ζμ πόρτα = στην πόρτα
• ζμπουδιέμαι = παραπατάω (συνήθως έχουμε και πτώση), σκοντάφτω
• ζμπούτσαμ = δεν με νοιάζει, έκφραση αισχρού και ανήθικου περιεχομένου
• ζνόασ’ = στην «Οαση», στην κεντρική πλατεία της πόλης
• ζντάιγκα = στην TAIGA, παλιά disco στα Γιάννενα
• ζούδιο = μικρό ζούφιο
• ζούλα (η) = πράξη παράνομη που γίνεται διακριτικά
• ζουρλός (ο) = αυτός που το ‘χει ντιπ χαμένο, τρελός
• ζούφιο (το) = αφυδατωμένο φρούτο
• θειά (η) = η θεία
• θκομ = δικό μου
• θκος = δικό σου
• θκοτ = δικό του
• θλάκι (το) = η θηλιά στο παντελόνι όπου κρέμεται η ζώνη
• θληκώνω = κουμπώνω
• ίίίί; να! = μα καλά που χάθηκες εσύ: (συνοδεύεται από μούντζα)
• ιτς κρις = μπιτ. τίποτα
• κακάδια (τα) = τα υπολείμματα από τις εκκρίσεις της μύτης που έχουν πια ξεραθεί
• καλαμποτσιόκαλο (το) = Το απομεινάρι του καλαμποκιού. Παλιότερα έβρισκε ή καιτσιόκαλο χρήση και ως τάπα βαρελιών,
• καλοσκέρνω = (αόριστος: καλοσκέρσα) δοκιμάζω (τρώω) κάτι για πρώτη φορά για το τρέχον έτος ή για την εποχή που ωριμάζει ως φρούτο
• καλπαζιάνης (ο) = αυτός που περπατάει σαν να καλπάζει (πηγαίνει ολόκληρος πάνω- κάτω)
• καπνός (ο) = πονοκέφαλος
• καπούσκο (το) = το κουμπρολάχανο
• καμακώνομαι = αρπάζω κρυολόγημα
• κάργα = υπερβολικά, πάρα πολύ
• κασάρα (η) = η μεγάλη και στραβή μύτη. Πιθανώς προέρχεται από το σχήμα του κασαριού, εργαλείου για το κόψιμο των χόρτων
• κασάρας (ο) = ο έχων μεγάλη και στραβή μύτη
• κασκαρίκα (η) = καρικατούρα
• καστραβέτς (το) = το αγγούρι
• καταής = κάτω π.χ. «έπεσα καταής απ’ τα γέλια»
• κατόπι (το) = έπειτα, «παίρνω στο κατόπι»: ακολουθώ
• κατσαπλιάς (ο) = άτομο που δε πρέπει να εμπιστευόμαστε, ο αντάρτης, ο άτακτος στρατιώτης
• κατσιούλα (η) = ρούχο για την προστασία του κεφαλιού από τις άσχημες καιρικές συνθήκες
• κατώι (το) = το υπόγειο
• καφτάν-μερεμέτ = πέφτει χοντρό ξύλο
• κδούνα (η) = κουδούνι, τύφλα στο μεθύσι
• κίκια (τα) = καψούλια, μεταφορικά α δυνάμεις π.χ. «με τι κίκια θα…;»
• κιχ (το) = άχνα
• Κλαζιάδες (οι) = το χωριό Δροσοχώρι (άρχοντες πάνω στο λόφο)
• κλαπατσίγκαλα (τα) = μουσικά όργανα
• κλαπέτο(το) = μεταφορικά το μυαλό
• κλασομπανιέρας (ο) = ο φοβητσιάρης
• κλιτσνάρ (το) = το τσιγκέλι
• κλουρ (το) = αρτοσκεύασμα
• κασάρ (το) = χορτοκοπτικό εργαλείο, ο παίχτης που κάνει επικίνδυνα μαρκαρίσματα
• κοζιάρω = βλέπω, παρατηρώ π.χ. «το κόζιαρες το χαλόν;»
• κόκκαλο (το) = μτφ. ο μεθυσμένος π.χ, «έγνα χτε… μπιτ κόκκαλο!»
• κοκόνι (το) = σκυλί καλοαναθρεμένο και τεμπέλικο, πχ. «έγινες κοκόνι»
• κοντοτούρτς (ο) = ο σκορπιός, ο μπιτσκάουρας
• κοπριά (η) = περιττώματα ζώων, ο μπουχέσας, ο τεμπέλης
• κοτάω = τολμώ, δείχνω θάρρος
• κουμάρ (το) = ο τζόγος
• κουμαρτζής (ο) = αυτός που έχει πάθος το κουμάρ
• κουμούτσι (το) = κρέας, ψαχνό
• κουμπλιά (η) = οπωροφόρο δέντρο, κορομηλιά
• κούμπλο (το) = ο καρπός της κουμπλιάς
• κουραδομηχανή (η) = ο άχρηστος, αυτός που δεν κάνει για τίποτα
• κουρίτα (η) = η στέρνα, η βρύση
• κουσί (το) = πηγαίνω κάπου με γρήγορο βάδισμα
• κούσιαλο (το) = πολύ ηλικιωμένος άνθρωπος, αλλιώς σιάψαλο ή χούφταλο
• κουσιεύω = περπατώ γρήγορα, σπεύδω
• κουτουπώνω = πιάνω κάτι και δε το αφήνω
• κουτουρού (στα) = στα χαμένα, χωρίς σκέψη π.χ. «που πας ωρέ στα κουτουρού;
• κουψοκέφαλος (ο) = αυτός που το μυαλό του «κόβει»
• κοψίδι (το) = κομμάτι κρέας
• κρανιάζω = πληρώνω, βήχω
• κρατσναω = τρώω με πάρα πολύ θόρυβο
• κρεματζλιέμαι = κρεμιέμαι
• κρένω = μιλάω
• κριτσπέταλος (ο) = ο σιαλαϊσμένος (του ‘χει λασκάρει το πέταλο)
• κρκοκόδειλος (ο) = μτφ. ο μεθυσμένος (επειδή σέρνεται!)
• κρούνα (η) = κοράκι
• κρούω = αγγίζω
• κταβ (το) = νεογέννητο σκυλί
• κταλ (το) = κουτάλι
• κτσος (ο) = ο κουτσός
• λαγκαντούσιω (η)= η ακατάστατη, οκνηρή νεανίς
• λάισα = έγυρα, στράβωσα, «πήρα σασί»
• λακάω = φεύγω, κόφτω πέρα. Αόρ. λάκσα
• λαλάω = σιουράω. παίζω μουσική με βασικό όργανο το κλαρίνο
• λατσαριέμαι = σπαρταράω, πχ. «Τι μ’λατσαριέσαι ορέ!»
• λαφαζιάνης (ο) = ο πάσλας. ο γκόρος κλπ.
• λεβέκουρας (ο) = ο πάσλας. ο γκόρος κλπ.
• λελέκι (το) = ο υπερβολικά αδύνατος, πελαργός
• Λέλοβα (το) = το χωριό Δεσποτικό
• λιανός (ο) = ο αδύνατος
• λιάπσ’ (ο) = λιάπηδες είναι οι αρβανίτες. Μτφ ο λαίμαργος, ο άρπαγας, ο μπιστόβλιακας. πχ. «τί κοιτάς σα λιάπσ’ το φαί;»
• Λιασκοβέτσ’ (το) = το χωριό Λεπτοκαρυά
• λιθάρ (το) = πέτρα
• λο = σκασμός, πχ. «βγάλε λο«, «λο το μπουρί (στόμα)»
• Λοζέτσ’ (το) = το χωριό Ελληνικό
• λουτιάζω = χαζεύω, το χάνω πχ. «πάει, λούτιασε ο τζες…»
• λούτσα (η) = μικρή τεχνητή λίμνη όπου ξεδιψάνε ζώα
• μαγάρσμα (το) = η πράξη αναπαραγωγής των αιγών
• μακελεύομαι (από το μακελειό) = τραυματίζομαι σοβαρά. Χρησιμοποιείται στον αόριστο π.χ. μακελεύτκαμαν
• μαλιοκούβαρα = με τς μπάντες, ζβάρα
• μαμόνια (τα) = τα χρήματα, τα γκαφρά
• μανέστρα (η) = φαγητό, κρέας με ζυμαρικά στο καζάνι. Χρησιμοποιείται και ως «μαγείρεμα» π.χ. «Μου χάλασε η μανέστρα» = δεν πέτυχαν τα σχέδια που έκανα
• μαντζαφλάρ (το) = λεπτό και μυτερό αντικείμενο, το μαρκούτσ
• μαντζιάρω = τρώω, από το ιταλικό mangiare
• μαντραβίτσα (η) = μικρό εξόγκωμα στο δέρμα, σαν κρεατοελιά αλλά χωρίς ιδιαίτερο χρωματισμό, που βγαίνει «άμα μετράς τ’ αστέρια«, όπως λένε στα χωριά μας. Για την εξαφάνιση της απαιτείται καυτηριασμός
• μαξϊούμ (το) = το μικρό παιδί
• μαξλάρας (ο) = το χαμόρ, ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• μαρίτσι (το) = μικρό λιμνίσιο ψάρι
• μαρκάλσμα (το) = η πράξη αναπαραγωγής των αμνών
• μαρκούτσ (το) = λεπτό και μυτερό αντικείμενο, το μαντζαφλάρ
• μασιά (η) ή και ο μασιάς. = Είναι η πυράγρα, η τσιμπίδα για την φωτιά π.χ. στο τζάκι
• μαστραπάς (ο) = η κανάτα
• ματζάτο (το) = η τραπεζαρία
• ματσιαλάω = μασουλάω. Ματσιαλάω με τα τσιαούλια μ’: μασουλάω με έντονο θόρυβο
• μεσάλι (το) = μακρόστενο πανί με το οποίο τύλιγαν το ψωμί
• μοσκέτο (το) = ντουλαπάκι που παλιότερα χρησιμοποιούνταν εν είδει ψυγείου
• μούκας (ο) = αυτός που δε μιλάει, ο σιωπηλός
• μουμούδι (το) = το έντομο, μτφ. ο οκνηρός
• μουνούχι (το) = το ευνουχισμένο ζώο
• μουοτιρής (ο) = ο πελάτης, χρησιμοποιείται κυρίως από παλιούς εμπόρους π.χ. «αυτνούς τς έχμε μουστιρήδες»
• μουτεύω = πλακώνω στο ξύλο
• Μπάγια (η) = το χωριό Κήποι
• Μπάζω = βάζω μέσα
• Μιταίλντσα = ξεθεώθηκα, έμεινα από ανάσα
• μπάκα (η) = η κοιλιά
• μπακακάκι (το) = το βατραχάκι
• μπακαλιό (το) = το μπακάλικο, μαγαζί χωρίς γούστο
• μπαλαμούτι (το) = το ματσιάλιασμα ή το ζούλτιγμα του μπαχταλέ
• μπαμπλίκα (η) = το στρογγυλό κουλούρι, μτφ. το μεγάλο αυτί
• μπανταλιάζω = χαζεύω, σιουράω
• μπανταλός (ο) = χαζός
• μπάσι (το) = μεγάλο ντιβάνι με μαξιλάρια, χρώματος κοκκινο-πράσινου (συνήθως).
• μπατζιάφλας (ο) = βλ. μαξλάρας
• μπάτσα (η) = χαστούκι
• μπατσαριά (η) = είδος Ηπειρώτικης πίτας με χόρτα, επίσης και μπλατσαριά
• μπαφιάζω = λαχανιάζω, δεν είμαι σε καλή φυσική κατάσταση
• μπαφιόρα (η) = το τσιγάρο
• μπάφος (ο) = ύποπτο τσιγάρο, τσιγαριλίκι
• μπαχαβράς (ο) = νταβαντούρι, φασαρία, βλ. και τζερτζελές
• μπαχλάβας (ο) = χαμένο κορμί, μπανταλός
• μπαχταλέ (τα) = το … πλούσιο γυναικείο στήθος
• μπερντές (ο) = τα γκαφρά, τα χρήματα
• μπέχο = τζάμπα. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις: «όπου μπέχο τρέχω», «μπέχο κι όσο αντέχω» και «παν μπέχον, άριστον»
• μπίμτσα (η) = το υπόγειο, το κελάρι
• μπιστοβλιακιά (η) = η λαιμαργία
• μπιοτόβλιακος (ο) = ο λαίμαργος
• μπιτ = εντελώς
• μπιτζιάρω = κλέβω
• μπίτσα = σχόλασα, τελείωσα (από το μπιτ)
• μπιτσκάουρας (ο) = ο σκορπιός
• μπιτσκάρω = σιουράω, μου λασκάρισε η βίδα
• μπιτσλιάκος (ο) = ο μπιτσκάουρας
• μπιτχαβάς (ο) = αυτός που δε του κόβει και πάρα πολύ. αντιθ. του κουψοκέφαλος
• μπλαδέρα (η) = αρρώστια που χτυπάει τα κατσίκια
• μπλάνα (η) = κομμάτι (συνήθως φαγητού) με μέγεθος όσο η παλάμη, μια πιθαμή, π.χ. «έφαγα μια μπλάνα τρι»
• μπλαρ (το) = το μουλάρι
• μπλατς = χύμα καταής. πχ. «έφκα σφαίρα απ’ τ’ δλειά για να πάω στο γήπεδο και τ’ άφκα όλα μπλατς»
• μπλέτς (το) = ο γυμνός από τη μέση και πάνω, ο ζάρκος
• μπλετσκώνω = καταβροχθίζω
• μπορμπόλια (τα) = το μικρό γυναικείο στήθος
• μπόσκα (τα) = χαλαρά, ξεσφιγμένα
• μπούγιο (το) = συνάθροιση πολλών ατόμων
• Μπούλτσ’ (το) = το χωριό Ελάτη
• μπούζι (το) = κρύο
• μπουρδέγγες (οι) = χόρτα του βουνού
• μπουρδουκλώνομαι = μπερδεύομαι
• μπουρμπούτσαλα (τα) = »τρίχες», ο ύπνος
• μπουρμπουχαλεύω = ψάχνω στα μουλωχτά
• μπουρτσοκλαίω = προσποιούμαι πως κλαίω
• μπούτσκος (ο) = χοντροκομμένος, το μαμμόθρεφτο
• μπουχαρί (το) = η καμινάδα (τουρκική), επίσης και μπουρί
• μπράσσστ = βαγέρω άρον άρον
• μπρίκια (τα) = όρχεις
• μσκαρ (το) = το μοσχάρι
• νούλα (η) = μηδέν
• νταβάς (ο) = μεγάλο ταψί. μέσα από το οποίο έτρωγε παλιότερα όλη η οικογένεια.
• νταβραντζμένος (ο) = αυτός που έχει πολλές ορμές
• νταγλαράς (ο) = ντερέκι με ανεπτυγμένους μυς
• ντάλα = κατακούτελα
• νταούλι (το) = ο πρησμένος είτε από το πολύ φαί είτε από τσιμπήματα εντόμων
• ντατσκανάρς (ο) = ο ντιπ ντάτσκος
• ντάτσκος (ο) = ο χωριάτς με την κακή έννοια
• ντάφκαρος (ο) = ο αθίγγανος
• ντελιφσιέκας (ο) = πάσλας. γκόρος κτλ.
• ντέμπλας (ο) = πολύ ψηλός και άχαρος, αμπλαούμπλας (βλ.λ.)
• ντενιάρω = μπήγω (π.χ, «θα σ’ ντενιάρω πιτχάρ στον τάχα«), πετάω, αμολάω (π.χ. «ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ«)
• ντερέκι (το) = ο πολύ ψηλός
• ντερλικουέρας (ο) = ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• ντεφ (το) = μτφ. ο σουρωμένος
• ντιπ για ντιπ = εντελώς παντελώς
• ντοβ = καλό π.χ. «ντοβ χαλόν»
• ντουγρού = απερίσκεπτα
• ντραμτζάνα (η) = μεγάλο γυάλινο δοχείο για οινοπνευματώδη ποτά
• Ξεζγκαρίζομαι = γδέρνομαι, βγάζω αίμα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο, πχ. «έπεσα με το ποδήλατο και ξεζγκάρσα το ποδάρι μ’»
• ξεμπλέτσωτος (ο) = μπιτ μπλετς
• ξεροσφύρι (το) = κατανάλωση οινοπνεύματος χωρίς μεζέ
• ξεστοχάω = ξεχνάω συνεχώς
• ξετσουμπρίζω = βγάζω ένα-ένα τα σπόρια από το καλαμπόκι, βγάζω μία-μία τις ρόγες του σταφυλιού
• ξεχάω = ξεχνώ
• ξιάω, ξιέμαι = ξύνω, ξύνομαι
• ξιούκι (το) = μπιτ φλάτσκα, μπανταλό
• ξιουπαρμένος (ο) = ο εξωπραγματικός, σαλαϊσμένος, σιουργμένος
• ξλιάς (ο) = ο πολύ λεπτός
• ξνίθρα (η) = στομαχική διαταραχή, ξινίλες
• ξύκι (το) = ξύγκι, λίπος
• οντάς (ο) = το καθιστικό
• οργιό (το) = το κρύωμα, χρησιμοποιείται με την έκφραση «μ’ σήκωσε»
• ούι! = σοβαρά;;; αλήθεια;;; τι είναι αυτό;;;
• παγράς (ο) = ο Παγουράς, χαρακτηρισμός των Γιαννιωτών
• παπλαμούδα (η) = το παχύ χιόνι, π.χ. «Ούι, ρίχν’ παπλαμούδες»
• παπς (ο) = γέροντας, παππούς
• παρί-παρί = τα χρήματα, εκ του σλαβικού παρί = χρήματα
• πάσλας (ο) = ντάτσκος, πρατσίλας, φλοέρας, γκόρος
• πασλεμωτό (το) = είδος κακής και αμφίβολης ποιότητας και φυσικά άγνωστης προέλευσης
• πάτα-κιούτα = ο ήχος του πισωκολλητού
• πατατούκα (η) = ένδυμα προστασίας από το χειμερινό ψύχος, χοντρό παλτό
• πατήκια (τα) = οι παντόφλες
• πατούνα (η) = κάλτσα με χοντρή πλέξη, ιδανική για κτηνοτροφικές εργασίες
• πατριτζιάνα (η) = η μελιτζάνα
• παντζιάρ (το) = μυθοπλασία, ψέμα,βλ. και τριάρ
• παντζιαριανός (ο) = ο μυθοπλάστης, ο παραμυθάς, ο τριατζής (βλ. τρίο)
• παρτσακλός (ο) = αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει καθαρά
• πατσιούρα (η) = μπιτ για μπιτ φλάτσκα
• πδάρ (το) = το πόδι
• πελεκάω = ξυλοφορτώνω βλ. και τσιουκανάω
• περδικλώνομαι = βλ. ζμπουδιέμαι
• πετσί (το) = συνουσία, βλ. και πριτσίνι
• πετσώνω = πριτσινώνω, συνουσιάζω
• Πεφτ (η) = η ημέρα Πέμπτη
• πίπκα (τα) = μπρούμυτα
• πιτσιάρω = ικανοποιώ την φυσική ανάγκη της ούρησης, από το ιταλικό pissare
• πιτχάρ (το) = σκληρός τσιόκος
• πλάκα (η) = αναστατώνομαι, σοκαρίζομαι, παθαίνω πλάκα
• πλατσιανάω = χτυπώ με δύναμη τα νερά
• πλατσκοκέφαλος (ο) = ο έχων το χαρακτηριστικό Ηπειρωτικό κεφάλι
• πλατσπάθια (τα) = αυτοφυή φυτά της Ηπειρώτικης υπαίθρου, κατά προτίμηση εκατέρωθεν της ασφάλτου, π.χ. «Ούι οι τζέδες, μπήκαν με τσ’ μπάντες κι έφκαν στα πλατσπάθια!»
• πλήθρα (η) = ανάμειξη ξηράς και υγρής τροφής στο στομάχι,
• πλι (το) = πτηνό
• πλιγούρ (το) = νόστιμο κρέας
• πλύχωρο = ευρύχωρο, άνετο
• πουμπώνομαι ή «μ’ έπιακε πούμπωμα» = δεν μπορώ να ανασάνω. Αόρ. πουμπώθκα
• πουριά (η) = η πόρτα
• πουρνό (το) = το πρωί, συνήθως χρησιμοποιείται εις διπλούν για να δηλώσει τις πρώτες πρωινές ώρες
• πουτοοφλίγκαρος (ο) = βλ. μαλαπέρδα
• πράζω = ενοχλώ, πειράζω πχ. «πραζ αν τράω (βλ. λ.)»
• πρατσαλάω = κολυμπάω ατσούμπαλα
• πρατσίλας (ο) = ο χωριάτης, ο ντάτσκος.
• πρέντζα (η) = γαλακτοκομικό προϊόν
• πρεσάρω = Πετσώνω
• πρετόρ = λερώνω τα πάντα γύρω μου
• πριτσινώνω = χαραφώνω
• προυγκάω = σπρώχνω ζώα κατευθύνοντας τα στο μαντρί
• προυτσαλέκια (τα) = το ποπ-κορν, οι παπαδίτσες
• πτάνα (η) = γυναίκα χωρίς ηθική
• Ρευω = κάνω/παθαίνω κάτι σε μεγάλο βαθμό π.χ. έρεψε στο φαΐ = ρούπωσε, «έρεψε» = αδυνάτισε πολύ
• ρουμπουστίνες (οι) = κβέντες, χωρίς ιδιαίτερο νόημα, στα πλαίσια παρέας τζέδων
• ρουπώνω = ικανοποιώ τη δίψα ή τη πείνα μου
• ροχάλα (η) = αντιαισθητική έκκριση σίελου
• σαλεύω = μετακινούμαι
• σιάδ (το) = το ίσιωμα π.χ. ένα επίπεδο χωράφι μτφ. ο γυμνός, ο ξεμπλέτσωτος
• σιαϊτάνς (ο) = ο ζωηρός, από το σατανάς. Σιαϊταναρούδ = το ζωηρό παιδάκι
• σιαμούτα (η) = το τσίπουρο που βγαίνει προς το τέλος και ξαναρίχνεται στο καζάνι με τα νέα σταφύλια. Πρέπει νασαι σιουριγμένο για να το πιείς, εξ’ ου και η φράση «έγνα μππ σιαμούτα = μέθυσα όσο δεν πήγαινε άλλο»
• σιαλαγάω = μαζεύω, π.χ. «σιαλάγατα τα πράτα»
• σιαλαϊσμένος (ο) = ο σιουριγμένος
• σιάλιαγκας (ο) = το σαλιγκάρι
• σιαλίρα = πολύ αλμυρό, υπερβολικά αλατισμένο φαγητό π.χ. «ούι γιε μ’, τούτου δω είναι σιαλίρα»
• σιαούτες (οι) = ύπνος μετά την ερωτική πράξη παραπέρα
• σιαπέρα = ίσια πέρα
• σιαπέρας (ο) = βλ. φλοέρας. Αλλιώς και αϊσιαπέρας (ο μακρυά από δω). Χαρακτηριστική έκφραση για τον αϊσιαπέρα: «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν»
• σιαπερω = καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
• σιάψαλο (το) = πολύ ηλικιωμένος, κούσιαλο
• σιέμο (ο) = πάσλας, γκόρος κτλ., από το πολικό siemo
• σιμεντλικουέρας (ο) = ο ηλίθιος, από το ιταλικό siemo della guerra (ηλίθιος του πολέμου)
• σιοροκλεμές (ο) = γκόρος, πάσλας κλπ.
• σιουμπερδέκας (ο) = πάσλας, σιμεντλικουέρας
• Σιουποτσέλι (το) = το χωριό Δίλοφο
• σιουράω = το’χω ντιπ χαμένο
• σιούτος (ο) = ο ανήμπορος ερωτικά
• σιούφρα (η) = στενή τρύπα στο πίσω μέρος του σώματος μας
• σκαμνιά (η) = η μουριά
• σκαπετάω = πετάω κάτι μακριά με πολύ δύναμη
• σκεμπές (ο) = περιττά κιλά συσσωρευμένα γύρω από την κοιλιακή χώρα
• τάβλα (η) = μικρό τραπεζάκι για φαγητό
• ταγάρας (ο) = αυτός που δεν παίρνει στροφές το μυαλό του
• τάλιαρο (το) = το κατακέφαλο, η χλέπα
• ταλιάρω = χειροδικώ
• ταπίκπα = ανάσκελα
• τάρα (η) = «δεν πήρα τάρα«: δεν πήρα είδηση, χαμπάρι
• ταρατόρ = γαλακτοκομικό παρασκεύασμα από γιαούρτι
• τερλίκια (τα) = πατούμενα για το σπίτι, ενίοτε ξύλινα
• τζαμάλες (οι) = Ηπειρώτικο έθιμο τις απόκριες (μεγάλες φωτιές στις γειτονιές και γλέντι μέχρι πρωίας)
• τζαναμπέτης (ο) = ο απατεώνας
• τζατζαρώνω = κατσαρώνω
• τζερεμές (ο) = ταγάρας, σιέμος
• τζερτζελές (ο) = βαβούρα, χαβαλές
• τζες (ο) = ο τύπος
• τζιαμπούνας (ο) = αυτός που φωνάζει συνέχεια, επίσης ο μεθυσμένος π.χ. «έγνα τζιαμπούνα»
• τζινάω = κεντρίζω, πειράζω
• τζιόρας (ο) = τζιουμπλέκας, ο στόκος
• τζιουμπάνς (ο) = κάτοχος αιγοπροβάτων
• τζιουμπλέκας (ο) = ταγάρας
• τζόβενο (το) = ο ηλικιωμένος που βγάζει νιάτα
• τικ (το) = χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω π.χ. «πήρε τικ;» = είδες;
• τικφάς (ο) = ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• τόσο για = τόσο λίγο
• τουρλώνω = τεντώνω επιδεικτικά τον κώλο
• τραϊ (το) = ο τράγος
• τράω = κοιτάζω
• τριατζής (ο) = ο ψεύτης
• τρίματα (τα) = τα ψίχουλα
• τρίο, τριάρ = μυθοπλασία, κατασκεύασμα της φαντασίας, αλλιώς πατζιάρ
• τρίψα (η) = παπάρα, κομμάτια ψωμιού σε γάλα
• τρόγαλο (το) = γαλακτοκομικό είδος
• τρόμπας (ο) = ο επιρρεπής στη μαλακία
• τροξός (ο) = βλ. μπανταλός
• τρόχαλο (το) = πέτρα μικρού μεγέθους
• τσάκνο (το) = πολύ λεπτό κλαδί, χρησιμοποιείται συνήθως για το άναμμα φωτιάς
• τσάλε-μάλε (το) = η κλοπή
• τσ’ άλλοι = τους άλλους π.χ. «Που είναι ο Μήτσος: – Είναι με τσ’ άλλοι»
• τσάξα = αορ. του ρήματος τσακίζω
• τσαπράγκαλο (το) = χαμένος, κουτό, χαζό, π.χ. «Αυτό το παιδί είναι ντιπ τσαπράγκαλο»
• τσάχαλα (τα) = χαλίκια, χώματα, άμμος π.χ. «Μου μπήκαν τσάχαλα στα μάτια»
• τσεκλίζω = σκίζω
• τσέκλιο = τρύπιο
• Τσερβάρ (το) = το χωριό Ελαφότοπος
• τσερβέλο (το) = το κεφάλι, από τι ιταλικό cervelo
• Τσερνέσ’ (το) = το χωριό Ελατοχώρι (και Ατσερνέσ’: «πάμε στο πανηγύρ’ στ’ Ατσερνέσ’)
• τσιακμάκι (το) = ο αναπτήρας
• τσιαλεύω = αφαιρώ διακριτικά και παράνομα, κλέβω
• τσιαούλι (το) = η κάτω γνάθος
• τσιαπλιάζω = διαλύω, κάνω λιώμα. Συνήθως με το επιφωνηματικό επίρρημα «ούι» π.χ. «ούι, το τσιάπλασε»
• τσιατάλι (το) = το κομμάτι που προεξέχει.
• «έκανα τσιάφ» = μ’ ξέφκε
• τσιαφλέκι (το) = η δυνατή κλωτσιά
• τσιγαλιά (η) = η αμυγδαλιά
• τσίγαλο (το) = ο καρπός της τσιαλιάς
• τσιγκλάω = ενοχλώ, πειράζω, τζινάω
• τσικνερός (ο) = ο πολύ αδύνατος, αυτός που είναι σαν τσάκνο
• τσίμα (η) = είδος μικρού ψαριού
• τσίμα-τσίμα = ίσα-ίσα
• τσιόκαλο (το) = κόκκαλο, επίσης και παγωμένο.
• τσιόκος (ο) = ο φαλλός
• τσιούκα (η) = η κορυφή βουνού
• τσιουκανάω = κοπανάω, χτυπάω
• τσιούπρα (η) = η κοπέλα
• τσιουράπω (η) = το χαλόνι (βλ. λ.) αμφιβόλου ηθικής
• τσίπρο (το) = οινοπνευματώδες ποτό που δε πίνεται ποτέ ξεροσφύρι
• τσιριπούλι (το) = σπουργίτι
• τσίρλα (η) = τσερλιό κόπρανα σε υγρή μορφή
• τσιρλιπιπί (το) = το κόψιμο
• Τσοντήλα (η) = το χωριό Δίκορφο
• τσόπλα (η) = πέτρινη πλάκα που πέφτει με μηχανισμό μόλις το πουλί πάει από κάτω-παγίδα
• τσότσος (ο) = μικρός στο μέγεθος
• τσουτσέκι (το) = το πολύ μικρό.
• τφέκι (το) = το όπλο, το τυφέκιον
• τχάρι (το) = τοίχος μικρού μήκους
• φαγκρί (το) • χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω π.χ. «πήρα φαγκρί» = είδα
• φαγκρίζω = μισανοίγω το στόμα και ενίοτε χαζογελάω συνήθως από αμηχανία π.χ «π φαγκρίζεις σαν του τραϊ»;
• φατούρο (το) = Ομαδική επίθεση σε ατυχή ο οποίος έκανε λάθος
• φαφούτς (ο) = αυτός που δεν έχει δόντια
• φέω = βαγέρω, αορ. Έφκα
• φλαπούτσος (ο) = μαλαπέρδα, τσιόκος, ματρακάς
• φλάτσκα (η) = το χαλόν που ναι μπιτ για τα μπάζα
• φλιπάρω = σιουράω
• φλοέρας (ο) = άτομο πέρα βρέχει, σουρωμένος
• φλόκια (τα) = αποτέλεσμα εκσπερμάτωσης
• φουλτάκα (η) = μεγάλο σπυρί με πύον, φουσκάλα
• φούρκα (η) = ξύλο με διχάλα στην άκρη που χρησιμοποιείται για υποστύλωμα
• φουρκαλιάζω = παίρνω φωτιά π.χ. «Τι να ιδώ πιδάκι, μ’, έκανε ένα μπαμ και φουρκαλιάοτηκε όλο το σπίτι»
• φουρκατσιούλια (η) = παλιότερα απάντηση στην ερώτηση. «Που ήσαν; -Στ’ φουρκατσιούλα«, όταν ο άλλος δεν θέλει να πει!
• φουρλαΐδας (ο) = ο μπιτ φλοέρας
• φραμπαλάς (ο) = τζερζελές
• φραμπαλατζής (ο) = ο εφετζής, ο χαβαλές
• φριτζλάω = πετάω
• φσέκι (το) = μεθυσμένος, αλλιώς γκολ, αεροπλάνο, κδούνα, ντεφ, φλοέρα, κουνουπίδι, καρότο, φωτοβολίδα
• φουσκή (η) = είδος φυσικού λιπάσματος, κοπριά
• χαλές (ο) = μέρος για χατζιάρσμα, ο θρόνος, η τουαλέτα
• χαλεύω = γυρεύω, αναζητώ
• χαλάν (το) = το αιδοίο, έχει επικρατήσει και ως γυναίκα, γκόμενα
• χαμόρ (το) = το χαμένο, ο πάσλας, ο γκόρος κλπ.
• χαμπλάς (ο) = ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος
• χαράφωμα (το) = η ερωτική πράξη
• χατζιάρω = αφοδεύω, από το ιταλικό caggare
• χειμουνκό (το) = το καρπούζι
• χλαπακιάζω = καταβροχθίζω
• χλεμπόνα (η) = βλ. ροχάλα
• χλεμπονιάρης (ο) = ο καχεκτικός
• χλέπα (η) = η ροχάλα
• χλεχλές (ο) = ο βουτυρομπεμπές, συνήθης χαρακτηρισμός των αθηναίων
• χλιαβρίζω = χατζιάρω (βλ. λ.) αλλά πάρα πολύ, σε μεγάλη ποσότητα
• χλιάρ (το) το κουτάλι
• χλιμίτζουρας (ο) = χαζοβλάκας
• χολιάω = ανησυχώ
• χουγιάζω = τρομάζω
• χούι (το) = η ιδιοτροπία.
• χουριάτς (ο) = ο έχων νοοτροπία χωριού
• χούφταλο (το) = βλ. κούσιαλο
• χοχλάζω = βράζω
• ψι (το) = το PC, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής πληθ. τα ψιά
• ψιά = λίγο
• ψιές • εχθές
• ψίχα = λίγο
• ωρέ = βγαίνει από το μωρός
