
Ήμουν σε ένα τέτοιο σκηνικό, συννεφιά και μαυρίλα, μια τεράστια ευθεία, δέντρα χωρίς φύλλα γύρω γύρω.
Προχωρούσα μιλώντας με την αδερφή μου όταν ξαφνικά φάνηκε σε μεγάλη απόσταση, ένα ψηλό μαύρο άλογο.
Ήταν σταματημένο, και κοίταζε ακίνητο μπροστά, αλλά μόλις μας είδε ξεκίνησε να τρέχει προς το μέρος μας,
τελείως ρομποτικά χωρίς χλιμιντρισματα κτλ. Ήταν πιο μεγάλο από τα κανονικά άλογα, και ήμουν σίγουρος ότι θα
μας τσαλαπατήσει και θα μας σκοτώσει. Ήθελα να τρέξω να σπρώξω την αδερφή μου η οποία βρισκόταν αρκετά
πιο μπροστά, αλλά δεν θα προλάβαινα. Δεν ήξερα αν ονειρεύομαι και σκέφτηκα ότι αν αυτό δεν είναι όνειρο την κάτσαμε.
Η αδερφή μου πετάχτηκε απότομα στα δεξιά και γλίστρησε διαγώνια κάτω από το άλογο, το οποίο ερχόταν προς το μέρος
μου. Ήξερα ότι δεν είχε νόημα να τρέξω ή να φύγω για κάποιον λόγο, ότι ήταν να γίνει θα γίνει, και εκείνη την στιγμή
σκέφτηκα ότι δεν είναι όνειρο, και θα πεθάνω. Τελικά έπεσα κάτω και το άλογο περπάτησε, αιωρήθηκε ουσιαστικά από
πάνω μου χωρίς να με πατήσει, έβλεπα τις οπλές του πάνω από το κεφάλι μου. Ένιωσα ανακούφιση και ξύπνησα. Δεν
ήταν εφιάλτης, απλά αγχωτικό γιατί δεν ήξερα αν ονειρεύομαι.