
Όταν κάποια στιγμή ο υποσιτιζόμενος Ρεξ διεκδίκησε λίγη τροφή παραπάνω τα αφεντικά του του εξήγησαν ότι η οικονομική κρίση δεν τους επέτρεπε κάτι τέτοιο και ότι οι υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος και τους προμηθευτές ήταν τόσο αυξημένες που και οι ίδιοι με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα. Επιπλέον τον κατηγόρησαν ότι ήταν αχάριστος και του αποκάλυψαν ότι είχαν από καιρό παράπονα από εκείνον επειδή δεν κουνούσε αρκετά χαρούμενα την ουρά του όποτε έβλεπε πελάτη να μπαίνει στο μαγαζί, καταλήγοντας ότι αν δεν ήθελε να του μειώσουν στο μισό τη μερίδα που του έδιναν θα έπρεπε –άμεσα κιόλας– να ξεκινήσει να προσπαθεί περισσότερο.
Όση ώρα εκείνοι μιλούσαν ο Ρεξ τους άκουγε με το κεφάλι σκυφτό και την ουρά πεσμένη, όχι τόσο επειδή ήταν θλιμμένος που του αρνούνταν την αύξηση που δικαιούνταν, αλλά επειδή μέχρι τότε είχε την ψευδαίσθηση ότι τα δικά του αφεντικά διέφεραν από όλα τα υπόλοιπα αφεντικά του κόσμου. Αποφάσισε λοιπόν να φύγει από το σπίτι και την επιχείρηση και να αναζητήσει την τύχη του κάπου αλλού. Όταν εκείνοι το κατάλαβαν άρχισαν να τον βρίζουν χυδαία. Τότε ο Ρεξ επειδή δεν ήθελε να τους δώσει το δικαίωμα να λένε ότι είχε δαγκώσει το χέρι που τον τάιζε προτίμησε, αντί αυτού, να τους επιτεθεί και να τους δαγκώσει τον κώλο• τον ίδιο κώλο του οποίου οι διαστάσεις μεγάλωναν από το καθισιό και την καλοπέραση, όσο ο ίδιος δούλευε σαν το σκυλί για λογαριασμό τους για ένα κομμάτι ψωμί.