
Spoiler
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και το κάψιμο της Σμύρνης, τα μέλη της οικογένειας Δέλιου, με τη μητέρα έγκυο στη μικρότερη αδελφή, έρχονται πρόσφυγες στην Ελλάδα, μόνοι όμως, χωρίς τον πατέρα, που στο μεταξύ έχει σκοτωθεί από τους Τούρκους.
Ο Δελιάς καταγόταν από μουσική οικογένεια. Ο παππούς του Σιδερής Δέλιος έπαιζε βιολί, ο πατέρας του Παναής (με το παρατσούκλι «Μαύρη Γάτα») σαντούρι και ο θείος του Μιχάλης, βιολί. Ο Παναής Δέλιος ήταν περίφημος μουσικός, φημισμένος σε όλη τη Μικρά Ασία! Κατά συνέπεια, ο Ανέστης είχε βαθειά μέσα του (στα γονίδιά του) κλίση για τη μουσική.
Στην Ελλάδα ο Ανέστης δουλεύει σε διάφορες δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του. Υπήρξε αυτοδίδακτος μουσικός, αλλά εξαιρετικό ταλέντο. Αρχικά έπαιζε κιθάρα και μ’ αυτήν πρωτοεμφανίστηκε το 1928, στη συνέχεια έμαθε μπαγλαμά και μετά το 1930 μπουζούκι.
Ο Ανέστης ή Ανέστος Δέλιος ανήκει στους πρωτοπόρους και πρωτεργάτες του Ρεμπέτικου, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του στη δεκαετία 1930 – 1940. Ταυτόχρονα όμως, ίσως είναι και η πλέον τραγική φιγούρα στο χώρο του Ρεμπέτικου Τραγουδιού!
Γύρω στα 1930 δουλεύει σε ταβέρνα στη Δραπετσώνα. Εκεί γνωρίζεται με πολλούς μπουζουξήδες από τους παλιότερους (Νίκος Αϊβαλιώτης, Σκούρτης ο τυπογράφος, κ.ά) αλλά και με τους νεότερους (Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Στράτος Παγιουμτζής, κ.ά.).
Το 1933 ο Ανέστης υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό.
Το 1934 πήρε μέρος στην πρώτη ρεμπέτικη κομπανία («ΤΕΤΡΑΣ Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ή ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΗ ΚΟΜΠΑΝΙΑ») με το Μάρκο Βαμβακάρη, το Γιώργο Μπάτη και το Στράτο Παγιουμτζή, που εμφανίστηκε στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην «Ανάσταση» του Πειραιά. Ο Αρτέμης ήταν ο βενιαμίν αυτής της παρέας, το αγαπημένο Ανεστάκι. Και έγινε στενός φίλος των συνεργατών του.
Ήταν ομορφόπαιδο ο Ανέστος και ο Μπάτης, που πείραζε όλο τον κόσμο, του κόλλησε το παρατσούκλι «Αρτέμης».
Τότε γνωρίζεται με τη Νταίζη Σταυροπούλου (την λεγόμενη αργότερα και «θηλυκός Στράτος»), την μετέπειτα «ανακάλυψη» του Βασίλη Τσιτσάνη, η οποία τον ερωτεύεται παράφορα.
Τον Ανέστο τον αγαπούσαν όλοι, κυρίως για την ψυχή και το χαρακτήρα του.
Ήπιος, άκακος, μπεσαλής, πιστός φίλος, ένα κομμάτι μάλαμα. Σωστό λεβεντόπαιδο σε όλα του.
Τα πρώτα του τραγούδια στα αυλάκια των δίσκων γραμμοφώνου είναι: «ΤΟ ΣΑΚΚΑΚΙ» και «ΤΟ ΧΑΡΕΜΙ ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ (ΜΕΣ' ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟ ΧΑΜΑΜ)» το 1936 (COLUMBIA DG 6165).
Από το 1937 που γνώρισε μια πόρνη από τα μπουρδέλα των Βούρλων, την Κατερίνα Σκουλαρίκα ή Σκουλαρικού, μαθαίνει από αυτήν και πέφτει στην πρέζα, στην ηρωίνη. Η γυναίκα αυτή έπαιξε μοιραίο ρόλο στη ζωή του. Πολλοί λένε ότι του έβαζε σκόνη ηρωίνης στην μύτη του ενώ κοιμόταν και τον έθισε έτσι σιγά-σιγά σε αυτήν.
Ο Ανέστος είναι εξακριβομένο ότι δεν εκμεταλλεύτηκε την Σκουλαρικού, γιατί την αγαπούσε και δεν ήταν και του χαρακτήρα του. Ήταν πέρα και μακρυά από αυτά. Όμως έγινε ηρωινομανής, και σιγά-σιγά αυτοκαταστράφηκε από την πρέζα.
Μάταια προσπαθεί ο φίλος του Μήτσος Καρυδάκιας (μπουζουξής, συνθέτης του σπουδαίου τραγουδιού "Αφότου εγεννήθηκα" που δολοφονήθηκε στα 1942) να τον βοηθήσει να κόψει την πρέζα. Το 1938 ο Μιχάλης Γενίτσαρης τον βρίσκει εξόριστο ως τοξικομανή στη Νιό. Τον βοηθάει να κόψει την πρέζα. Όταν επιστρέφει από την εξορία για να ξεφύγει από τη Σκουλαρικού και την ηρωίνη, φεύγει με τη Νταίζη Σταυροπούλου για τη Θεσσαλονίκη. Δουλεύει εκεί για μικρό διάστημα και τελικά παρατάει τη Νταίζη στη Θεσσαλονίκη (όπου την ανακαλύπτει ο Τσιτσάνης και αρχίζει η δικογραφική της καριέρα), επιστρέφει στην Αθήνα, αλλά –δυστυχώς– και στην πρέζα, για μια φορά ακόμα!
Με τη βοήθεια του Στράτου Παγιουμτζή και του Μπαγιαντέρα καταφέρνει και πάλι να την κόψει, αλλά για λίγο χρονικό διάστημα. Μάλιστα ο Στράτος, για να τον βοηθήσει, τον φιλοξένησε αρκετό καιρό στο σπίτι του και παρόλη τη φτώχεια του, τού έδωσε ρούχα και χρήματα για να τον στηρίξει.
Το καλοκαίρι του 1944 παίζουν μαζί στου Βλάχου, ο Ανέστος, ο Στράτος και ο Γενίτσαρης. Παρά την πείνα και την εξαθλίωση ο Ανέστος εξακολουθεί να παίρνει ηρωΐνη.
Έτσι, ένα πρωί τον μαζεύει το κάρο του δήμου, άψυχο έξω από τον τεκέ του Ντανάκουλη στο Μεταξουργείο. Ο θάνατός του συμβαίνει στις 31 Ιουλίου 1944.
Στη σύντομη ζωή του (πέθανε 32 ετών) ο Ανέστης Δελιάς έγραψε μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα τραγούδια, που μείνανε κλασικά και ακόμα παίζονται σε ρεμπέτικα πάλκα. Ασφαλώς το Ρεμπέτικο και Λαϊκό Τραγούδι έχασε πολλά, εξ’ αιτίας του πρόωρου χαμού του.
Ο Ανέστος υπήρξε πηγαία και αστείρευτη πηγή έμπνευσης και αν δεν έφευγε τόσο πρόωρα, ασφαλώς θα πρόσφερε ακόμα όσο λίγοι λαϊκοί δημιουργοί! Αυτό είναι βέβαιο και το λένε όλοι όσοι γνωρίζουν από μουσική.
Όπως λέει ο Τάσος Σχορέλης στη «Ρεμπέτικη Ανθολογία» του, «μέσα σ’ όλα τα τραγούδια του διακρίνει κανείς το παράπονο για την αδυναμία του να κόψει το καταστρεπτικό πάθος του. Το “κουσούμαρε” το μαχαίρι του, αλλά στο τέλος του έλειπε η καρδιά για να το βγάλει».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Απόσπασμα από το βιβλίο μου "ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ", Τόμος 1ος.












