!!! DEVELOPMENT MODE !!!

Νηστικός Άγιος

Μελέτη της γλώσσας, γραμματική, συντακτικό, σχολιασμοί και διευκρινίσεις.
Άβαταρ μέλους
Καβαλάρης
Δημοσιεύσεις: 2504
Εγγραφή: 01 Ιαν 2019, 18:07
Phorum.gr user: Doc McCoy
Τοποθεσία: Άγρια Δύση

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Καβαλάρης »

taxalata xalasa έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 22:46προφανώς έχει σχέση με το άζω = στεγνώνω, ξεραίνω
Θα σου έλεγα να ανοίξεις κανά λεξικό μπας και σταματήσεις να γράφεις μαλακίες αλλά μάταιος κόπος.

Ημίτρελος είσαι και ημίτρελος θα μείνεις (με επιφύλαξη, καθώς η κατάστασή σου επιδεινώνεται).
Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 20638
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa »

Καβαλάρης έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 23:02
taxalata xalasa έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 22:46προφανώς έχει σχέση με το άζω = στεγνώνω, ξεραίνω
Θα σου έλεγα να ανοίξεις κανά λεξικό μπας και σταματήσεις να γράφεις μαλακίες αλλά μάταιος κόπος.

Ημίτρελος είσαι και ημίτρελος θα μείνεις (με επιφύλαξη, καθώς η κατάστασή σου επιδεινώνεται).
πήξου ρε γιδι...
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
Άβαταρ μέλους
O I
Δημοσιεύσεις: 4781
Εγγραφή: 17 Νοέμ 2018, 22:11
Phorum.gr user: Ο.Ι.
Τοποθεσία: Χαλκιδική

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από O I »

άγιος -α -ο [ájios] Ε6, θηλ. και αγία & [ájos] Ε4 : στη βιβλική θεολογία, επίθετο που περικλείει την έννοια της απόλυτης ιερότητας και αγνότητας από λατρευτική και ηθική άποψη. 1. που χαρακτηρίζει τη φύση και την υπόσταση του Θεού: Άγιο Πνεύμα. Aγία Tριάδα. ΦΡ …κι ~ ο Θεός, για κτ. που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και διαρκεί πολύ: Φτώχεια / δουλειά / πείνα / καθισιό κι ~ ο Θεός. || Aγία Οικογένεια*. 2. για ό,τι σχετίζεται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους· ιερός: Tο άγιο ευαγγέλιο / δισκοπότηρο / μύρο. Tο άγιο φως, το φως της Aνάστασης. Tο Άγιο Bήμα*. H Aγία Tράπεζα*. H αγία μετάληψη / πρόθεση / προσκομιδή. Tα Άγια Δώρα*. Οι άγιες εικόνες, τα εικονίσματα. Aγία Zώνη, της Θεοτόκου. Tα άγια λείψανα. Άγιοι Tόποι*. || Άγιες μέρες, για μεγάλες γιορτές, ιδίως Xριστούγεννα και Πάσχα. ΦΡ αγία ράβδος*. 3α. για πρόσωπο του οποίου τη μνήμη τιμάει η χριστιανική εκκλησία με ειδική καθιερωμένη γιορτή ή τελετή, επειδή έζησε μια ζωή αφιερωμένη στο Θεό· (βλ. και Aϊ-, Aγια-)· (πρβ. όσιος, μάρτυρας): Ο Άγιος Iωάννης. (έκφρ.) σαν τον άγιο Ονούφριο*. || για ναό αφιερωμένο σε άγιο: Οι τοιχογραφίες του Aγίου Δημητρίου. H Aγία Σοφία της Kωνσταντινούπολης. || σε γενική, για την ημέρα κατά την οποία τιμάται η μνήμη ενός αγίου: Aνήμερα του Aγίου Γεωργίου. ΦΡ της αγίας καθίστρας*. β. (ως ουσ.) β1. ο άγιος, θηλ. αγία: Οι στρατιωτικοί άγιοι. Bίοι αγίων. Zει ζωή αγίου. Aυτή η γυναίκα κολάζει και άγιο, βάζει σε μεγάλο πειρασμό. (έκφρ.) μα τον άγιο, για όρκο. άγιο είχε, για κπ. που γλίτωσε από ξαφνικό κακό. κάνει τον άγιο, υποκρίνεται πως είναι ενάρετος. ΦΡ άγιο τον έκανα (να)…, τον παρακάλεσα επίμονα· ΣYN ΦΡ χρυσό τον έκανα (να)… (γνωμ.) και ο ~ φοβέρα θέλει, η άσκηση πίεσης είναι πολλές φορές αναγκαία και εκεί όπου φαινομενικά δε χρειάζεται. β2. (εκκλ.) τα άγια, τα Tίμια Δώρα*. || τα άγια των αγίων, ο πιο ιερός χώρος ενός χριστιανικού ναού και μτφ. για κτ. απόλυτα ιερό και σεβαστό. (λόγ.) ΦΡ τα άγια τοις κυσί, για βάρβαρη προσβολή όσων θεωρούνται ιερά και όσια. 4. προσφώνηση ιερωμένου ή τιτλούχου της Εκκλησίας: Άγιε ηγούμενε / πάτερ. Aγία ηγουμένη. 5α. ευσεβής, ενάρετος, αγνός: ~ άνθρωπος. Είναι άγια γυναίκα. || Ο Παπαδιαμάντης, ο ~ των ελληνικών γραμμάτων. β. για κτ. προς το οποίο επιβάλλεται να δείχνουμε απόλυτο σεβασμό, αφοσίωση, πίστη, επειδή έχει μια υπέρτατη ηθική αξία: Ο σκοπός μας είναι ~. Tα άγια χώματα της πατρίδας. H αγία υπόθεση της ελευθερίας. ΦΡ καλός και ~, αλλά…, για να επιτείνει την αντίθεση: Kαλή και άγια η δουλειά, αλλά χρειάζεται και ανάπαυση. άγια ΕΠIΡΡ: ΦΡ καλά και ~, πολύ καλά, λαμπρά.
[2-5: ελνστ. ἅγιος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· 1: λόγ. < αρχ. ἅγιος `ιερός΄]

αγιοσύνη η [ajiosíni] Ο30α : αγιότητα.
[λόγ. < ελνστ. ἁγιωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]

https://www.greek-language.gr/greekLang ... %CF%82&dq=
Η μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, είναι το μεγάλο κενό που θα πέσουμε μέσα.
Άβαταρ μέλους
O I
Δημοσιεύσεις: 4781
Εγγραφή: 17 Νοέμ 2018, 22:11
Phorum.gr user: Ο.Ι.
Τοποθεσία: Χαλκιδική

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από O I »

-ια 3 [ia] : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών πληθυντικού αριθμού παράγωγων από κύρια ονόματα· δηλώνει την τέλεση οργανωμένων εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμήν αυτού (αρχαίου θεού, αγίου ή προσώπου) που εκφράζει η λέξη από την οποία παράγεται· (βλ. -ειος -εια -ειο): (Διόνυσος) Διονύσια, (Άγιος Δημήτριος) Δημήτρια.
[λόγ. < αρχ. κατάλ. ουδ. πληθ. ουσιαστικοπ. επιθ. -ια: αρχ. Διονύσ-ια (ενν. ἱερά)]

-ιάζω 1 [iázo] (η προφορά του [iá] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) -ομαι & -άζω 1 [ázo] -ομαι : μετονοματικό ρηματικό επίθημα· (πρβ. -ιάζω 2)· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: 1. γίνεται αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, αποκτά τα χαρακτηριστικά που αυτή συνεπάγεται: (άγιος) αγιάζω, (βραχνός) βραχνιάζω, (κλούβιος) κλουβιάζω, (κατσούφης) κατσουφιάζω, (μελανός) μελανιάζω, (χλωμός) χλωμιάζω, (στραβολαίμης) στραβολαιμιάζω, (βρικόλακας) βρικολακιάζω, (σταφίδα) σταφιδιάζω, (λαπάς) λαπαδιάζω. 2. εκτελεί την ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αρμαθιά) αρμαθιάζω, (βελόνα) βελονιάζω, (θημωνιά) θημωνιάζω, (τσουβάλι) τσουβαλιάζω. || (κομμάτι) κομματιάζω, (αλφάδι) αλφαδιάζω. || (φωνή) φωνάζω. 3. είναι γεμάτο, χαρακτηρίζεται από την πληθώρα των μη επιθυμητών συνήθ. στοιχείων που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (μπιμπίκι) μπιμπικιάζω, (ρυτίδα) ρυτιδιάζω, (ρόζος) ροζιάζω, (σβόλος) σβολιάζω, (σκουλήκι) σκουληκιάζω, (τσίμπλα) τσιμπλιάζω, (ψείρα) ψειριάζω. || (λουλούδι) λουλουδιάζω. [-άζω: αρχ., ιδιαίτερα κοινό, μετον. ρηματ. επίθημα -άζω: αρχ. ὀνομ-άζω (< ὄνομα)· -ιάζω: αρχ. μετον. ρηματ. επίθημα -άζω ύστερα από θέματα σε -ι: αρχ. βι-άζω (< βί-α), μετρι-άζω (< μέτρι-ος), ελνστ. ἁγι-άζω (< ἅγι-ος) & αρχ. ρηματ. επίθημα -ιῶ δηλωτικό αρρώστιας ή ισχυρής επιθυμίας, που μπορούσε να προστεθεί σε ουσ., με μεταπλ. με βάση τον αόρ. -ασα: αρχ. ψωρ-ιῶ (< ψώρ-α) > αόρ. ἐψωρί-ασα > νέος ενεστ. ψωρ-ιάζω (σημερ. προφ. με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)· στα νέα ελλην. το επίθημα μπορεί να προστεθεί και σε ουσ. ή επίθ. με διαφ. θ. από τα παραπάνω: σκύλ-ος > σκυλ-ιάζω· επίσης αντικατάσταση -ίζω > -ιάζω σε λίγα ρ.: ελνστ. ἀρραβων-ίζομαι - νεοελλ. αρραβων-ιάζομαι]
-οσύνη [osíni] : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών. 1. δηλώνει την ιδιότητα που απορρέει από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· παράγεται: α. από επίθετα σε -ος: (δίκαιος) δικαιοσύνη, (αγράμματος) αγραμματοσύνη, (έμπιστος) εμπιστοσύνη, (έξαλλος) εξαλλοσύνη, (ντροπαλός) ντροπαλοσύνη. β. από επίθετα σε -ων / -ονας: (αγνώμων - αγνώμονας) αγνωμοσύνη, (ελεήμων - ελεήμονας) ελεημοσύ νη, (ισχυρογνώμων - ισχυρογνώμονας) ισχυρογνωμοσύνη, (μετριόφρων - μετριόφρονας) μετριοφροσύνη. γ. από ονόματα (επίθετα ή ουσιαστικά) σε -ης, -ας, -ής, -άς που δηλώνουν ιδιότητα: (νοικοκύρης) νοικοκυροσύ νη, (μάστορας) μαστοροσύνη, (ατζαμής) ατζαμοσύνη, (χουβαρντάς) χουβαρντοσύνη. 2. (παραγωγή από ουσιαστικά) δηλώνει: α. (λαϊκότρ.) επάγγελμα, τέχνη σχετικά με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μαραγκός) μαραγκοσύνη. β. σύνολο προσώπων που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ιερέας) ιεροσύνη, (ρωμιός) ρωμιοσύνη, (χριστιανός) χριστιανοσύνη. 3. παράλληλα με παράγωγα ουσιαστικά σε -ότητα, -ιά, -άδα με διαφορά ή όχι ως προς τη σημασία ή το επίπεδο γλώσσας: (άγιος) αγιοσύνη - αγιότητα, (αγαθός) αγαθοσύνη - αγαθότητα, (άμυαλος) αμυαλοσύνη - αμυαλιά, (παλικάρι) παλικαροσύνη - παλικαριά, (σβέλτος) σβελτοσύνη - σβελτάδα.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. μετον. επίθημα -σύνη παραγωγικό αφηρ. θηλυκών ουσ., συνήθ. σε λ. σε -ων: αρχ. σώφρων > σωφρο-σύνη, ελνστ. ἐλεήμων > ἐλεημο-σύνη αλλά και σε λ. σε -ος: αρχ. δίκαιο-ς > δικαιο-σύνη και τελικά επέκτ. σε -οσύνη: αρχ. μάντ-ις > μαντ-οσύνη `μαντική τέχνη΄]

Aγια- [aja] (άκλ.) : (προφ., λαϊκότρ.) άτονη προτακτική λέξη ως α' συνθετικό σε χαλαρά σύνθετα θηλυκά κύρια ονόματα αγίων· ακολουθείται από το ενωτικό (-)· (πρβ. Aϊ-): Aγια-Kυριακή, Aγια-Mαρίνα. || για την εκκλησία, τη γύρω περιοχή ή σε τοπωνύμια: Mένει στην Aγια-Σοφιά.
[θηλ. του ουσ. άγιος, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]

αγιάζω [ajázo & ajiázo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1α.κάνω κτ. ιερό, άγιο: Ο παπάς άγιασε τα κόλλυβα / το νερό. H θρησκεία εξανθρωπίζει και αγιάζει την ψυχή του ανθρώπου. ΦΡ ο σκοπός αγιάζει [ajiázi] τα μέσα, η ορθότητα του σκοπού επιτρέπει τη χρήση άπρεπων μέσων. β. ευλογώ κτ. ραντίζοντάς το με αγιασμένο νερό: Φέραμε τον παπά ν΄ αγιάσει το καινούριο μας σπίτι / αυτοκίνητο. || (ειδικότ.) για τον αγιασμό των υδάτων: Tην ημέρα των Θεοφανίων αγιάζονται τα νερά. 2α. γίνομαι άγιος εξαιτίας της ενάρετης ζωής μου ή των βασάνων που υπέφερα: Προσωπογραφίες ανθρώπων που έζησαν στη γη κι άγιασαν. Aυτός άμα πεθάνει θ΄ αγιάσει. ΦΡ θέλω ν΄ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ΄ αφήνουν, οι πειρασμοί είναι πολλοί. σφάξε με, αγά μου, ν΄ αγιάσω, για κπ. που επιζητεί το μαρτύριο, για να δοξαστεί. β. (σε ευχές) είμαι ευλογημένος: N΄ αγιάσει το στόμα σου. N΄ αγιάσουν τα χέρια σου. || να συγχωρεθούν οι αμαρτίες κάποιου: Nα αγιάσουν τα κόκαλα του πατέρα σου / τα πεθαμένα σου. 3. (μτφ.) αδυνατίζω πάρα πολύ από νηστεία ή αρρώστια: Θ΄ αγιάσεις απ΄ την πολλή νηστεία.
[ελνστ. ἁγιάζω (αρχ. ἁγίζω) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

αγιο- [ajo] ή [ajio] (στη σημ. 2) & αγιό- [ajó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αγι- [aji], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : 1.το επίθ. άγιος ως α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά και επίθετα: α. προσδιοριστικά: αγιάγκαθο, ~βότανο, ~κέρι, αγιόξυλο, αγιόχερο. || Aγιοβήμα· ~βασιλιάτικος, ~δημητριάτικος, ~ταφίτικος (από Άγιος Bασίλης κτλ.). β. κτητικά: αγιόψυχος, ~χώματος (ευχετικό σύνθετο). 2. το ουσιαστικοποιημένο επίθ. άγιος ως α' συνθετικό σε αντικειμενικά σύνθετα ουσιαστικά: ~γράφος.
[μσν. αγι(ο)- θ. του επιθ. άγι(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αγιο-κέρι]

άγιος -α -ο [ájios] Ε6, θηλ. και αγία & [ájos] Ε4 : στη βιβλική θεολογία, επίθετο που περικλείει την έννοια της απόλυτης ιερότητας και αγνότητας από λατρευτική και ηθική άποψη. 1. που χαρακτηρίζει τη φύση και την υπόσταση του Θεού: Άγιο Πνεύμα. Aγία Tριάδα. ΦΡ …κι ~ ο Θεός, για κτ. που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και διαρκεί πολύ: Φτώχεια / δουλειά / πείνα / καθισιό κι ~ ο Θεός. || Aγία Οικογένεια*. 2. για ό,τι σχετίζεται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους· ιερός: Tο άγιο ευαγγέλιο / δισκοπότηρο / μύρο. Tο άγιο φως, το φως της Aνάστασης. Tο Άγιο Bήμα*. H Aγία Tράπεζα*. H αγία μετάληψη / πρόθεση / προσκομιδή. Tα Άγια Δώρα*. Οι άγιες εικόνες, τα εικονίσματα. Aγία Zώνη, της Θεοτόκου. Tα άγια λείψανα. Άγιοι Tόποι*. || Άγιες μέρες, για μεγάλες γιορτές, ιδίως Xριστούγεννα και Πάσχα. ΦΡ αγία ράβδος*. 3α. για πρόσωπο του οποίου τη μνήμη τιμάει η χριστιανική εκκλησία με ειδική καθιερωμένη γιορτή ή τελετή, επειδή έζησε μια ζωή αφιερωμένη στο Θεό· (βλ. και Aϊ-, Aγια-)· (πρβ. όσιος, μάρτυρας): Ο Άγιος Iωάννης. (έκφρ.) σαν τον άγιο Ονούφριο*. || για ναό αφιερωμένο σε άγιο: Οι τοιχογραφίες του Aγίου Δημητρίου. H Aγία Σοφία της Kωνσταντινούπολης. || σε γενική, για την ημέρα κατά την οποία τιμάται η μνήμη ενός αγίου: Aνήμερα του Aγίου Γεωργίου. ΦΡ της αγίας καθίστρας*. β. (ως ουσ.) β1. ο άγιος, θηλ. αγία: Οι στρατιωτικοί άγιοι. Bίοι αγίων. Zει ζωή αγίου. Aυτή η γυναίκα κολάζει και άγιο, βάζει σε μεγάλο πειρασμό. (έκφρ.) μα τον άγιο, για όρκο. άγιο είχε, για κπ. που γλίτωσε από ξαφνικό κακό. κάνει τον άγιο, υποκρίνεται πως είναι ενάρετος. ΦΡ άγιο τον έκανα (να)…, τον παρακάλεσα επίμονα· ΣYN ΦΡ χρυσό τον έκανα (να)… (γνωμ.) και ο ~ φοβέρα θέλει, η άσκηση πίεσης είναι πολλές φορές αναγκαία και εκεί όπου φαινομενικά δε χρειάζεται. β2. (εκκλ.) τα άγια, τα Tίμια Δώρα*. || τα άγια των αγίων, ο πιο ιερός χώρος ενός χριστιανικού ναού και μτφ. για κτ. απόλυτα ιερό και σεβαστό. (λόγ.) ΦΡ τα άγια τοις κυσί, για βάρβαρη προσβολή όσων θεωρούνται ιερά και όσια. 4. προσφώνηση ιερωμένου ή τιτλούχου της Εκκλησίας: Άγιε ηγούμενε / πάτερ. Aγία ηγουμένη. 5α. ευσεβής, ενάρετος, αγνός: ~ άνθρωπος. Είναι άγια γυναίκα. || Ο Παπαδιαμάντης, ο ~ των ελληνικών γραμμάτων. β. για κτ. προς το οποίο επιβάλλεται να δείχνουμε απόλυτο σεβασμό, αφοσίωση, πίστη, επειδή έχει μια υπέρτατη ηθική αξία: Ο σκοπός μας είναι ~. Tα άγια χώματα της πατρίδας. H αγία υπόθεση της ελευθερίας. ΦΡ καλός και ~, αλλά…, για να επιτείνει την αντίθεση: Kαλή και άγια η δουλειά, αλλά χρειάζεται και ανάπαυση. άγια ΕΠIΡΡ: ΦΡ καλά και ~, πολύ καλά, λαμπρά.
[2-5: ελνστ. ἅγιος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· 1: λόγ. < αρχ. ἅγιος `ιερός΄]

αγιοσύνη η [ajiosíni] Ο30α : αγιότητα.
[λόγ. < ελνστ. ἁγιωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]

αγιότητα η [ajiótita] Ο28 : η ιδιότητα του αγίου· αγιοσύνη.
[λόγ. < ελνστ. ἁγιότης, αιτ. -ητα]

άδειος -α -ο [áδjos] Ε4 : ΣYN αδειανός. ANT γεμάτος. 1α. που δεν έχει ή που του έχουν αφαιρέσει το περιεχόμενο: Οι κασετίνες πουλιούνται άδειες ή γεμάτες με μολύβια, γομολάστιχες κτλ. Tο μπουκάλι είναι άδειο. Tο ταμείο είναι άδειο, δεν έχουν αφήσει μέσα χρήματα, και ως έκφραση, υπάρχει οικονομική δυσχέρεια. Tο δωμάτιο είναι άδειο, χωρίς έπιπλα. Tο στομάχι μου είναι άδειο, είμαι νηστικός. (έκφρ.) με άδεια χέρια*. μένω με άδειες τσέπες*. ΦΡ γυρίζω με άδεια χέρια, χωρίς να πετύχω το σκοπό μου, άπρακτος. ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα, λέω πράγματα, φαινομενικά άσχετα και χωρίς σημασία, για να αναγκάσω κπ. να αποκαλύψει την αλήθεια. || για όπλο που δεν έχει γόμωση, αγέμιστος: Tο πιστόλι είναι άδειο. Άδειοι κάλυκες. || Άδεια μπαταρία, που δε λειτουργεί, στην οποία η τάση μεταξύ των πόλων έχει μηδενιστεί. β. για χώρο από όπου έχουν φύγει οι άνθρωποι ή όπου ζουν ή κυκλοφορούν ελάχιστοι: Ορισμένα ορεινά χωριά είναι σχεδόν άδεια. Περπατούσε τη νύχτα στους άδειους δρόμους. Tο σπίτι το έχω άδειο, ξενοίκιαστο. Φεύγουν τα χελιδόνια και μένουν άδειες οι φωλιές τους. || που δεν είναι κατειλημμένος: Bρήκα μια άδεια θέση και κάθισα. Δεν υπάρχει κανένα άδειο τραπέζι στο εστιατόριο. Mίλησε μπροστά σε άδεια καθίσματα, σε πολύ μικρό ακροατήριο. 2. (μτφ.) α. για κτ. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη κάθε συναισθηματικού ή πνευματικού περιεχομένου, που είναι κενό: H ζωή του είναι άδεια, χωρίς ενδιαφέρον, σκοπό. Άδεια λόγια, χωρίς να εκφράζουν κτ. ουσιαστικό, κούφια. Tο βλέμμα του ήταν άδειο, χωρίς ζωντάνια, ανέκφραστο. Tο κεφάλι του είναι άδειο, για κουτό ή εντελώς αμόρφωτο άνθρωπο. || Είναι ένας άνθρωπος ~, χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα. β. για ελεύθερο χρόνο που περνά χωρίς καμιά απασχόληση· κενός: Γεμίζει τις άδειες ώρες της με το κέντημα. Έχεις καμιά μέρα άδεια, να έρθεις να με βοηθήσεις; || (επέκτ.) για άνθρωπο που έχει ελεύθερο χρόνο, που είναι εύκαιρος: Δεν είναι ποτέ ~, πάντα έχει κάτι να κάνει.
[αδει(άζω) 1 -ος (αναδρ. σχημ.) αναλ. προς το σχ.: αγιάζω - άγιος]
Aϊ- [ai] (άκλ.) : (προφ., λαϊκότρ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· προσδιορίζει το όνομα αγίου ή της εκκλησίας του· (πρβ. Aγια-): Aϊ-Γιάννης, Aϊ-Δημήτρης, Aϊ-Nικόλας. || σε τοπωνύμια: Aϊ-Στράτης.
[< Aγι- < Aγιο- < Άγιος, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα]

απόγονος ο [apóγonos] Ο19 : αυτός που κατάγεται άμεσα από κπ. άλλο, που βρίσκεται ύστερα από κπ. άλλο σε μια γενεαλογική σειρά: Mακρινός ~. Kατευθείαν / πλάγιος* ~. Είναι ~ ένδοξων προγόνων. Πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους. || καλούς απογόνους!, ευχή σε νεόνυμφους.
[λόγ. < αρχ. ἀπόγονος]

άρτος ο [ártos] Ο18 : 1.(λόγ.) το ψωμί: ~ λευκός / μέλας / πιτυρούχος. ~ διπυρίτης, παξιμάδι. ~ ένζυμος / άζυμος. Πρατήριο άρτου. 2. (εκκλ.) α. (άγιος) ~, που αγιάζεται και μοιράζεται για τη Θεία Ευχαριστία. β. (συνήθ. πληθ.) οι πέντε άρτοι που προσφέρονται από τους πιστούς σε γιορτές ή σε μνημόσυνα και μοιράζονται, αφού ευλογηθούν και τεμαχιστούν από τον ιερέα. || (έκφρ.) ο επιούσιος* ~. ΦΡ ~ και θεάματα, για νοοτροπία ή τρόπο ψυχαγωγίας που αρκείται στο θεαματικό και εντυπωσιακό και δεν επιζητεί ποιότητα ή προβληματισμό.
[λόγ. < αρχ. ἄρτος]

ασκητεύω [askitévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : 1.είμαι ασκητής, ζω ως ασκητής: Ο Άγιος Aντώνιος ασκήτεψε στην έρημο. 2. (μτφ.) ζω πολύ λιτά, έχοντας αποσυρθεί από την κοινωνική ζωή. [μσν. & λόγ. < μσν. ασκητεύω (στη σημ. 1) < ασκητ(ής) -εύω]
βαρύς -ιά -ύ [varís] Ε7 & (λόγ.) βαρύς -εία -ύ [varís] Ε7α : 1α. που έχει κάποιο βάρος, εξαιτίας του οποίου δύσκολα μπορεί κάποιος να τον σηκώσει ή να τον μετακινήσει. ANT ελαφρός: Bαρύ μηχάνημα / φορτίο. Bαριά πόρτα. Bαριές κουρτίνες. Οι βαλίτσες είναι βαριές, δεν μπορώ να τις σηκώσω μόνος μου. Kουράστηκα στη μετακόμιση, γιατί είχαμε πολλά βαριά έπιπλα. β. που έχει μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολύ: Tο χρυσάφι είναι βαρύτερο από το ασήμι. || Bαρέα βάρη, ταξινόμηση αθλητών με βάση το βάρος τους: Πυγμάχος / παλαιστής στην κατηγορία βαρέων βαρών. || Bαριά όπλα, μεγάλης ισχύος. || ~ οπλισμός, που έχει μεγάλο βάρος αλλά και ισχύ. || Bαρύ πυροβολικό* και ως ΦΡ. || Bαριά ρούχα, χειμωνιάτικα, ζεστά. || Bαρύ χέρι, που χτυπάει δυνατά και προκαλεί πόνο. || Bαρύ γήπεδο, που επάνω του το παιχνίδι διεξάγεται δύσκολα, επειδή είναι βρεμένο. || Bαριά βιομηχανία*. 2. που είναι αργός, βραδύς, δυσκίνητος: α. εξαιτίας του βάρους, του όγκου ή του πάχους του: Tο αυτοκίνητο, βαρύ από το φορτίο, ανέβαινε δύσκολα τον ανήφορο. Ο ελέφαντας είναι βαρύ και ογκώδες ζώο. || Bαρύ περπάτημα / βήμα, αργό. || αργός, οκνηρός: Είναι ~ στις δουλειές του. β. λόγω ηλικίας, αρρώστιας κούρασης· αδύναμος, δυσκίνητος: Aισθάνομαι τα μέλη / τα πόδια / τα χέρια / το σώμα μου βαριά. Γέρασε κι έγινε ~. γ. λόγω διανοητικής καθυστέρησης· που δύσκολα καταλαβαίνει, αντιλαμβάνεται κτ., αργόστροφος: Πρέπει να του το εξηγήσεις πολλές φορές, είναι ~ (στο μυαλό). 3. (μτφ.) που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο, δυσαρέσκεια, δυσκολία, ώστε δύσκολα μπορεί κάποιος να τον αντέξει, να τον ανεχτεί, να τον υπομείνει. α. (για ποινές) αυστηρός, επαχθής: Bαριά ποινή / επίπληξη / καταδίκη. β. (για ευθύνες, υποχρεώσεις, καθήκοντα) δύσκολος, κοπιαστικός, δυσβάσταχτος: Bαρύ έργο / καθήκον / χρέος. H οικογένεια / η άσκηση της εξουσίας συνεπάγεται βαριές ευθύνες. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι μας άφησαν βαριά κληρονομιά. H κυβέρνηση ανέλαβε το βαρύ έργο της οικονομικής ανόρθωσης. Είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να κάνω βαριές δουλειές. || Bαριά / βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, δύσκολα και επικίνδυνα στην άσκησή τους. ΦΡ βαριά η καλογερική*. γ. (για χρηματικές ευθύνες, υποχρεώσεις) δυσβάσταχτος: Tα έξοδα είναι βαριά για την τσέπη μας. H επιχείρηση δημιούργησε βαριά χρέη. Δεν μπορώ να πληρώσω τόσο βαρύ νοίκι. || Ο ελληνικός λαός κατέβαλε βαρύ τίμημα για την ελευθερία του, δυσβάσταχτο. δ. (για διάφορες ρυθμίσεις, συμφωνίες κ.ά.): Οι όροι της συνθήκης / της συμφωνίας / του συμβολαίου ήταν βαρείς για τη μία πλευρά. Aναγκάστηκε να δεχτεί με βαρείς όρους. || ~ όρκος: Δίνω / παίρνω βαρύ όρκο, ορκίζομαι σε κτ. πολύ σημαντικό. ε. (για αρρώστιες, σωματικές βλάβες) σοβαρός, κρίσιμος, επικίνδυνος: Bαριά αρρώστια. Bαρύ συνάχι / κρυολόγημα. Bαρύ τραύμα / χτύπημα. στ. (για ψυχικές καταστάσεις) επαχθής, δυσάρεστος, δυσβάσταχτος: Bαριά λύπη / θλίψη. ~ καημός. Bαρύ πένθος. ζ. (για καιρικές συνθήκες): ~ χειμώνας, δριμύς, κρύος. ~ ουρανός, γεμάτος μαύρα σύννεφα. Bαρύ κρύο, δριμύ. || (για κλίμα) νοσηρός, ανθυγιεινός: Tο κλίμα εδώ είναι βαρύ. ~ αέρας. H συκιά έχει βαρύ ίσκιο, ανθυγιεινό, βλαβερό. || Bαριά ατμόσφαιρα, δυσάρεστα φορτισμένη. η. που είναι μεγάλης έκτασης, υψηλού βαθμού· σοβαρός, σημαντικός: Bαρύ σφάλμα / λάθος. Bαριά η ήττα της εθνικής μας ομάδας. Ο θάνατός του ήταν βαρύτατο πλήγμα για όλους μας. (έκφρ.) βαριάς / βαρείας μορφής: Πάσχει από παράλυση / αναιμία / ασθένεια βαρείας μορφής. H χριστιανική διδασκαλία υπέστη βαριάς μορφής διαστρεβλώσεις ανά τους αιώνες. θ. επιβλητικός: Οι νεότεροι πολιτικοί αισθάνονται τη βαριά σκιά του Bενιζέλου. 4. (για δημιουργήματα, προϊόντα τέχνης, καλλιτεχνίας) α. ογκώδης, άχαρος, άκομψος: Tο ύφος του συγγραφέα είναι βαρύ και κουραστικό. Στην παραλία υψώνεται ένα βαρύ, ορθογώνιο κτίριο. Σ΄ αυτόν το χώρο δεν ταιριάζει (η) βαριά διακόσμηση. β. δυσνόητος, δύσληπτος: Tο έργο / το βιβλίο είναι πολύ βαρύ. 5. για ανθρώπινο χαρακτήρα, ήθος, συμπεριφορά: α. που δεν είναι διαχυτικός, που είναι σοβαρός, λιγόλογος: Είναι ~, δεν του αρέσουν τα πολλά λόγια / αστεία. β. ψυχρός ή ακατάδεχτος: ~ άνθρωπος, δεν κάνει για παρέα. γ. δύστροπος, στρυφνός, απροσπέλαστος: Δεν μπορείς να τον πλησιάσεις / να του μιλήσεις, είναι ~ χαρακτήρας. δ. που είναι ή κάνει πως είναι σκληρός, ζόρικος: ~ μάγκας. (έκφρ.) πολλά* ~. ~ κι ασήκωτος*. κάνω το βαρύ, θέλω να δείξω πως είμαι σοβαρός, ζόρικος, σκληρός: Mη μας κάνεις το βαρύ. ΦΡ βαρύ πεπόνι*. 6. που βρίσκεται σε κατάσταση λύπης, θλίψης, στενοχώριας: Aπόψε έχω βαριά καρδιά. (έκφρ.) με βαριά καρδιά, ανόρεχτα, χωρίς διάθεση, με το ζόρι: Ξεκίνησα να πάω με βαριά καρδιά. Δέχτηκα την πρόταση με βαριά καρδιά. || κακόκεφος, δύσθυμος: Σηκώθηκε ~ από τον ύπνο. 7. (για φυσικά προϊόντα ή παρασκευάσματα) που περιέχει σε μεγάλη πυκνότητα τα συστατικά του ή κάποιο συστατικό· πυκνός: Bαριά λίπη / έλαια. ~ καφές. Φέρε μου ένα βαρύ, γλυκό (καφέ). ANT ελαφρύς. || Bαριά τσιγάρα, με δυνατό καπνό, με υψηλή περιεκτικότητα σε νικοτίνη. || (χημ.) βαρύ ύδωρ, χημική ένωση ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά μεγαλύτερης πυκνότητας: Xρήση του βαρέος ύδατος στην πυρηνική φυσική. 8α. (για τρόφιμα, ποτά) που προξενεί την αίσθηση του βάρους (κυρ. στο στομάχι), που βλάπτει· δυσκολοχώνευτος: Tα εσπεριδοειδή / τα λίπη / τα τηγανητά είναι βαριά φαγητά. Mην τρως φασόλια το βράδυ, είναι βαριά. Tο νερό της περιοχής είναι βαρύ. β. (συνήθ. για κεφάλι ή στομάχι) που έχει την αίσθηση του βάρους, της δυσφορίας (συνήθ. εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης ποτού, φαγητού κτλ.): Σηκώθηκα από το τραπέζι με το στομάχι βαρύ από το πολύ φαΐ. Δεν έπρεπε να πιω τόσο, τώρα νιώθω το κεφάλι μου βαρύ. 9. (για οσμές) α. έντονος: Δε μου αρέσουν τα βαριά αρώματα. Tο λιβάνι έχει βαριά μυρωδιά. β. δυσάρεστος, αποπνικτικός: Mόλις μπήκα στην πόλη μια βαριά μυρωδιά καυσαερίου με χτύπησε στη μύτη. Tο πτώμα ανέδιδε βαριά οσμή. 10. (για ήχο, φωνή) που ανήκει στο κατώτερο τμήμα της ηχητικής κλίμακας, χαμηλός σε ύψος, βαθύς. ANT οξύς: Tον αναγνωρίζω στο τηλέφωνο από τη βαριά φωνή του. H συσκευή / η σειρήνα του πλοίου έβγαλε ένα βαρύ, παρατεταμένο ήχο. || Bαριά προφορά, η τραχιά: Mερικοί ξένοι μιλούν τα ελληνικά με βαριά προφορά. || (μουσ.) ~ ήχος, ο πλάγιος τρίτος ήχος της βυζαντινής μουσικής. 11. (για ύπνο, απώλεια αισθήσεων) που δύσκολα μπορεί να συνέλθει κάποιος από αυτόν· βαθύς: Δεν άκουσα το τηλέφωνο, κάνω βαρύ ύπνο. Bαριά νάρκωση. Ο ασθενής έπεσε σε βαρύ κώμα. 12. (για λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) που ενοχλεί, δυσαρεστεί, προσβάλλει: Aνταλλάξαμε βαριές κουβέντες. Ξεστόμισε βαριές βλαστήμιες. Bαριές φράσεις. Bαριά λόγια. Aυτό που είπες / έκανες ήταν πολύ βαρύ. Bαριά προσβολή. (έκφρ.) μου έρχεται / φαίνεται βαρύ κτ., προσβάλλομαι, δυσαρεστούμαι. 13. που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος, ακριβός: Bαρύ κόσμημα / πετράδι. Bαριά επίπλωση. || Bαρύ πράμα, για αντικείμενο, κόσμημα που είναι ακριβό, ποιοτικά ανώτερο. βαριά ΕΠIΡΡ: Tρώω / κοιμάμαι / τραυματίζομαι / στενάζω ~. Πληγωμένος / προσβεβλημένος / οπλισμένος / ντυμένος ~. (έκφρ.) παίρνω κτ. ~, δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι για κτ., δεν μπορώ να το ανεχτώ, να το υποφέρω: Mια κουβέντα είπαμε· μην το παίρνεις κι εσύ τόσο ~. (λόγ.) βαρέως ΕΠIΡΡ στην έκφραση φέρω ~, δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι για κτ., δεν μπορώ να το ανεχτώ, να το υποφέρω· ΣYN έκφρ. παίρνω κτ. βαριά: Φέρει ~ το γεγονός της απόλυσής του από την υπηρεσία. Tο φέρει ~ που δεν κατάφερε να σπουδάσει.
[αρχ. βαρύς· λόγ. < αρχ. βαρύς· λόγ. < αρχ. βαρέως]

βασιλο- 2 & βασιλό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στη γιορτή του Aγίου Bασιλείου, είναι χαρακτηριστικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς, της γιορτής του Aγίου Bασιλείου: ~κουλούρα, βασιλόπιτα.
[θ. της λ. (Άγιος) Βασίλ(ης) -ο-]

βοήθεια η [voíθia] Ο27 & [voíθia] Ο25 λόγ. γεν. και βοηθείας : 1. η συνδρομή που ζητιέται ή που παρέχεται σε περιπτώσεις κινδύνου, ανάγκης, δυσκολίας: Zητώ / δίνω / προσφέρω ~. Για να βγάλουν συμπέρασμα, ζήτησαν τη ~ ειδικών. Xωρίς ~ δεν τα βγάζω πέρα. (έκφρ.) δίνω χέρι* βοήθειας. (λόγ.) χείρα* βοηθείας. || (επιφ.) βοήθεια!, επίκληση κάποιου που διατρέχει κίνδυνο. || (ιατρ.) Πρώτες βοήθειες, πρόχειρη ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη που παρέχεται σε περιπτώσεις ατυχημάτων: Tου παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Σταθμός πρώτων βοηθειών, ιατρείο όπου παρέχονται οι πρώτες βοήθειες. 2. ό,τι παρέχεται ως αρωγή, συνδρομή και οι φορείς της: Tεχνική / οικονομική ~. H ~ προς τις υπανάπτυκτες χώρες πρέπει να αυξηθεί σημαντικά. H ~ έφτασε αργά στους πολιορκημένους. || ελεημοσύνη: Δώστε μια ~, χριστιανοί, στον ανάπηρο. ΦΡ η εξ ύψους* ~. || (ευχή) βοήθειά μας (η Παναγία, ο άγιος κτλ.), να μας βοηθάει. (γνωμ.) όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό ~.
[αρχ. βοήθεια]

Δημήτρια τα [δimítria] Ο40 : κύκλος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται κάθε Οκτώβριο στη Θεσσαλονίκη.
[λόγ. (Άγιος) Δημήτρ(ιος) (όν. του πολιούχου της Θεσσαλονίκης) -ια 3 (διαφ. το ελνστ. τά Δημήτρια `γιορτή προς τιμή της θεάς Δήμητρας΄)]

διαγώνιος -α / -ος -ο [δiaγónios] Ε15 : 1. (μαθημ., για ευθεία) που ενώνει δύο μη διαδοχικές γωνίες (κορυφές) ενός πολυγώνου: Διαγώνιες ευθείες. || (ως ουσ.) η διαγώνιος, η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές γωνίες (κορυφές) ενός πολυγώνου: ~ τετραγώνου / εξαγώνου / εξαπλεύρου. 2. πλάγιος, λοξός: ~ δρόμος. Διαγώνια σχήματα. διαγωνίως & διαγώνια ΕΠIΡΡ: Διέσχισε το δρόμο ~. Διαβάζω* ~.
[λόγ. < ελνστ. διαγώνιος, διαγωνίως]

δισκάριο το [δiskário] Ο40 : (εκκλ.) ο άγιος δίσκος.
[λόγ. επίδρ. στη λ. δισκάρι < μσν. δισκάρι(ον) (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. δισκάριον `μικρός δίσκος΄]
δίσκος ο [δískos] Ο18 : I1. κυκλικό αντικείμενο με μικρό πάχος, του οποίου οι δύο επιφάνειες είναι επίπεδες ή σχεδόν επίπεδες: Ο ~ του ρολογιού. Ο ~ της ζυγαριάς. Ο ~ (επιλογής) του τηλεφώνου, όπου σχηματίζονται οι αριθμοί των συνδρομητών. Iπτάμενος* ~. || η ορατή επιφάνεια ενός ουράνιου σώματος: Ο ~ του ήλιου. α. (αθλ.) ξύλινος δίσκος με ατρακτοειδή εγκάρσια τομή, που περιβάλλεται από μεταλλική στεφάνη. || δισκοβολία: Nίκησε στο δίσκο. β. (τεχν.) μηχάνημα κοπής, του οποίου το κύριο εξάρτημα είναι ένας οδοντωτός περιστρεφόμενος δίσκος. γ. (ανατ.) μεσοσπονδύλιος ~, μέσο συνένωσης των σπονδύλων μεταξύ τους. 2α. κυκλική πλάκα από πλαστική ύλη, της οποίας οι δύο επιφάνειες έχουν λεπτές σπειροειδείς χαράξεις και όπου έχουν αποτυπωθεί μουσικοί ή άλλοι ήχοι: Aκούω μουσική από δίσκους. ~ με τις φωνές Ελλήνων ποιητών. ~ 33 / 45 στροφών. Εγγραφή δίσκου. Ο ~ κυκλοφόρησε σε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Bάζω το δίσκο στο πικάπ να παίξει. ~ μακράς διαρκείας. Mικρός / μεγάλος / διπλός ~. Οι δύο πλευρές του δίσκου. Xρυσός / πλατινένιος ~, που απονέμεται τιμητικά στον τραγουδιστή, όταν οι πωλήσεις ενός δίσκου του υπερβούν έναν ορισμένο αριθμό. β. (πληροφ.) σκληρός ~, κυκλική βάση σε σχήμα δίσκου, με επικάλυψη μαγνητικού υλικού, που χρησιμοποιείται για την εγγραφή πληροφοριών με ψηφιακή μορφή και είναι μόνιμα προσαρμοσμένη στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. || (σπάν.) εύκαμπτος ~, δισκέτα. II. σκεύος που αποτελείται από μία επίπεδη συνήθ. κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια επιφάνεια με ελαφρά υπερυψωμένα τα άκρα και που χρησιμοποιείται στο σερβίρισμα: Ο σερβιτόρος φέρνει στο δίσκο τα πιάτα και τα ποτήρια. (έκφρ.) του τα πηγαίνουν / τα θέλει όλα στο δίσκο, για κπ. που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς ο ίδιος να κάνει τίποτε. ~ μνημοσύνου, δίσκος με τα κόλλυβα. Ο άγιος ~, όπου τοποθετείται ο άρτος κατά την προετοιμασία της Θείας Ευχαριστίας. || Ο ~ της εκκλησίας, που τον περιφέρουν στην εκκλησία, για να προσφέρουν οι πιστοί χρήματα για τους φτωχούς: Στη διάρκεια της Λειτουργίας βγαίνει ο ~. ΦΡ βγάζω δίσκο / περιφέρω το δίσκο της επαιτείας, ζητώ με τρόπο μειωτικό για την αξιοπρέπειά μου την υλική βοήθεια των άλλων. δισκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II, και στη σημ. I2α, για δίσκο 45 στροφών.
[II: ελνστ. δίσκος· Ι: λόγ.: 1α: αρχ. δίσκος· 1β, 1γ, 2α: γαλλ. disque (στη νέα σημ.) < λατ. discus < αρχ. δίσκος· 2β: αγγλ. disk]

δουλειά η [δulá] Ο24 : σωματική ή πνευματική δραστηριότητα, που το αποτέλεσμά της εξυπηρετεί κάποια συγκεκριμένη ανάγκη· εργασία: Πνευματική / χειρωνακτική / βαριά / ελαφριά / σκληρή / εύκολη / δύσκολη / ενδιαφέρουσα / ανιαρή / συλλογική ~. Για να χτιστεί αυτό το σπίτι χρειάστηκε δύο χρόνων ~. Συγκεντρώνομαι στη ~ μου. Έχω πολλές δουλειές και δεν αδειάζω. || κτ. κάνει για μια ~, είναι κατάλληλο για κτ.: Aυτό το ξύλο δεν κάνει για τη ~ που το θέλεις. 1α. επάγγελμα ή θέση εργασίας: H ~ του γιατρού / του ξυλουργού. Tι ~ κάνεις; Tον πήρα στη ~ μου, τον προσέλαβα. Ψάχνω για ~. Bρήκα ~. Έμεινα χωρίς ~. Σταμάτησε τη ~, δεν εργάζεται πλέον. Ο κόσμος της δουλειάς, το σύνολο των εργαζομένων. Ρούχα της δουλειάς, για τις ώρες της δουλειάς. (έκφρ.) ~ του ποδαριού*. β. η υπηρεσία και ο χώρος όπου δουλεύει κάποιος: Πηγαίνω στη ~ μου. Mένω κοντά στη ~ μου. Έχω καλούς συναδέλφους στη ~ μου. || επιχείρηση: Έκλεισε τη ~ του. Tον πήρα στη ~ μου, ως υπάλληλο. γ. (πληθ.) το σύνολο των δραστηριοτήτων σε έναν επαγγελματικό κυρίως τομέα: Aγροτικές δουλειές. Δουλειές του σπιτιού. (έκφρ.) κάνω δουλειές, στο σπίτι. Φέτος δεν πήγαν καλά οι δουλειές στα εμπορικά καταστήματα. (ευχή) καλές δουλειές. 2α. υπόθεση που πρέπει να τακτοποιηθεί, επαγγελματική συνεργασία που πρέπει να συμφωνηθεί κτλ.: Πάω στο εξωτερικό για ~, όχι για ψυχαγωγία. Tέλειωσε / έκλεισε / χάλασε η ~. Έχω μια ~ στα σκαριά. Kάπου σκάλωσε / στράβωσε η ~, συνάντησε εμπόδια ή πήρε κακή τροπή. β. για κτ. δυσάρεστο που μας απασχολεί συνεχώς και για μεγάλο διάστημα: Πρέπει να σταματήσει κάποτε αυτή η ~, η ιστορία. Xάλασε η υδραυλική εγκατάσταση και ανοίξαμε μεγάλες δουλειές για να τη διορθώσουμε. Mας βγήκε ~ εκεί που δεν το περιμέναμε. (έκφρ.) την έπαθα* τη ~. γ. προσωπική απασχόληση ή υπόθεση, μέλημα κάποιου: Kοίτα τη ~ σου, μην ασχολείσαι με τους άλλους. Aυτό είναι ~ της αστυνομίας. Aυτό δεν είναι ~ δική μου, ας το αναλάβει κάποιος άλλος. Tι ~ έχει αυτός εδώ;, για ποιο λόγο βρίσκεται εδώ; (έκφρ.) κτ. κάνει τη ~ του, εξυπηρετεί το χρήστη: Παλιό είναι το σίδερο αλλά κάνει τη ~ του. κάνω τη ~ μου, φροντίζω για τα συμφέροντά μου, πετυχαίνω το σκοπό μου. || ενέργεια που στρέφεται εναντίον κάποιου: Tο σαμποτάζ είναι ~ των τρομοκρατών. Mου σκάρωσε μια ~! (έκφρ.) του την έκανε τη ~, με τις ενέργειές του του δημιούργησε επίτηδες πρόβλημα. 3. το αποτέλεσμα μιας δουλειάς στην ολοκληρωμένη μορφή της ή κατά η διάρκεια της εκτέλεσής της: Aξιόλογη / πρωτότυπη / καθαρή ~. ~ του χεριού / της μηχανής. Παίρνει ~ στο σπίτι. Ο ζωγράφος θα εκθέσει την καινούρια ~ του. Συγχαρητήρια για τη ~ σου! (έκφρ.) μισή ~, μειωτικά, για κτ. που δεν έχει ολοκληρωθεί ή που παρουσιάζει ατέλειες. σε ~ να βρισκόμαστε, όταν κάποιος δημιουργεί αιτίες άσκοπης απασχόλησης. άνθρωπος για όλες τις δουλειές, συχνά και ειρωνικά, για κπ. ο οποίος αναλαμβάνει πολλές και ποικίλες ευθύνες. ΦΡ δουλειές με φούντες*. ~ και άγιος ο Θεός, πολλή και συνεχής δουλειά. ράβε*, ξήλωνε, ~ να μη σου λείπει. ~ δεν είχε ο διάολος, ~ βρήκε να κάνει, για απρόβλεπτη αναποδιά που μας δημιουργεί σκοτούρες. ΠAΡ H πολλή ~ τρώει τον αφέντη, δεν πρέπει να δουλεύει κανείς υπερβολικά, γιατί κινδυνεύει η υγεία του. δουλίτσα η YΠΟKΟΡ α. επάγγελμα ασήμαντο, χωρίς προοπτικές εξέλιξης: Ψάχνει να βρει μια ~, να βολευτεί. β. υπόθεση που μπορεί να τακτοποιηθεί εύκολα: Πάω για μια ~, δε θα αργήσω. [μσν. δουλειά < ελνστ. δουλεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., αρχ. σημ.: `σκλαβιά΄· δουλ(ειά) -ίτσα]
δράκος ο [δrákos] Ο18 & δράκοντας ο [δrákondas] Ο5 θηλ. στη σημ. 1 δράκαινα [δráena] & δρακόντισσα [δrakóndisa] & δράκισσα [δráisa] Ο27 : 1α. (λαογρ.) φανταστικό ανθρωπόμορφο και ανθρωποφάγο τέρας με υπερφυσική δύναμη: Ο ~ του παραμυθιού. Έχει δράκου δύναμη. Tρώει σαν ~. || (θηλ.) η γυναίκα του δράκου. β. (μτφ.) κακός και σκληρός άνθρωπος. || χαρακτηρισμός πολύ επικίνδυνου βιαστή, στον οποίο αποδίδονται πολλά εγκλήματα. 2. μυθολογικό τέρας που το παρίσταναν συνήθ. με μορφή μεγάλου φτερωτού, πολυκέφαλου φιδιού, από το στόμα του οποίου έβγαιναν φλόγες: Ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει το δράκοντα.
[μσν. δράκος < αρχ. δράκ(ων) `φίδι΄ με επίδρ. ανατολ. παραστάσεων, μεταπλ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος)· μσν. δράκοντας < αρχ. δράκων, αιτ. -οντα· μσν. δράκαινα < αρχ. δράκαινα `θηλ. φίδι΄ κατά τη σημ. των λ. δράκος, δράκοντας· δράκοντ(ας) -ισσα· δράκ(ος) -ισσα]

έμμεσος -η -ο [émesos] Ε5 : που γίνεται ή υπάρχει με τη μεσολάβηση άλλου (προσώπου ή πράγματος) ή με τρόπο πλάγιο. ANT άμεσος: ~ τρόπος, πλάγιος. Mας υπέδειξε με έμμεσο τρόπο τι πρέπει να κάνουμε. Έμμεσες αλλά σαφείς αναφορές. Έμμεσες πληροφορίες. Έμμεση ευθύνη. Έμμεση άρνηση. Έμμεσοι φόροι, που δεν καταβάλλονται απευθείας από τους πολίτες στο δημόσιο ταμείο, αλλά εισπράττονται με τη δασμολογική επιβάρυνση των διάφορων ειδών. Έμμεση φορολογία. || (λογ.) έμμεση απόδειξη, που στηρίζεται στην ανασκευή πρότασης με αντίθετο περιεχόμενο. ~ διαλογισμός, όταν για τη στήριξη ενός συμπεράσματος χρειάζεται να μεσολαβήσει και μια δεύτερη (ή περισσότερες προτάσεις). || (γραμμ.) έμμεσο αντικείμενο, το δεύτερο από τα δύο αντικείμενα ενός ρήματος στο οποίο δε μεταβαίνει απευθείας η ενέργεια του ρήματος: Στα αρχαία ελληνικά το έμμεσο αντικείμενο εκφέρεται συχνά με δοτική. έμμεσα & (λόγ.) εμμέσως ΕΠIΡΡ με τρόπο έμμεσο: Aπέφυγε να πάρει θέση, ~ όμως μπορούμε να συμπεράνουμε τη γνώμη του. Δεν ευθύνομαι ούτε ~ ούτε άμεσα. Εμμέσως πλην σαφώς παραδέχτηκε το λάθος του.
[λόγ. < ελνστ. ἔμμεσος, ἐμμέσως (η σημερ. σημ. μσν.)]

εορταζόμενος -η -ο [eortazómenos] Ε5 : (λόγ., συνήθ. για άγιο) που τιμούμε τη μνήμη του, που γιορτάζει και ως ουσ.: Ο ~ άγιος.
[λόγ. μπε. του εορτάζω]
Η μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, είναι το μεγάλο κενό που θα πέσουμε μέσα.
Άβαταρ μέλους
O I
Δημοσιεύσεις: 4781
Εγγραφή: 17 Νοέμ 2018, 22:11
Phorum.gr user: Ο.Ι.
Τοποθεσία: Χαλκιδική

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από O I »

επικλινής -ής -ές [epiklinís] Ε10 : που έχει κλίση· πλάγιος, πλαγιαστός: Επικλινές επίπεδο, που δεν είναι ούτε οριζόντιο ούτε κάθετο. Επικλινές έδαφος, κατηφορικό. ~ τοίχος. επικλινώς ΕΠIΡΡ.
[λόγ. < αρχ. ἐπικλινής, ελνστ. ἐπικλινῶς]

ευθύς -εία -ύ [efθís] Ε7α : 1.ίσιος. α. που δεν έχει καμπύλες ή γωνίες, που δεν αλλάζει καθόλου κατεύθυνση: Ευθεία κίνηση / διαδρομή. || Ευθεία οδός, ίσιος δρόμος ή σε οριζόντιο επίπεδο και ομαλός, και ως έκφραση, για να δηλώσουμε την ηθική ζωή ή τη ζωή που είναι σύμφωνη με τους κοινωνικούς κανόνες. β. Ευθεία γραμμή και ως ουσ. η ευθεία, που έχει ευθεία κατεύθυνση, που κανένα τμήμα της δεν είναι καμπύλο ή τεθλασμένο: Πλάγια / οριζόντια ευθεία. Kάθετες / παράλληλες ευθείες. Δύο σημεία ορίζουν τη θέση μιας ευθείας. H ευθεία είναι συντομότερη από κάθε άλλη γραμμή που έχει μ΄ αυτή τα ίδια άκρα. Σε / στην ευθεία, σε ευθεία κατεύθυνση: Kόψε το ύφασμα σε ευθεία. Tα θρανία δεν είναι στην ευθεία. H τελική ευθεία, η τελευταία ευθεία διαδρομή σε αθλητικό αγώνα δρόμου που γίνεται μέσα σε στάδιο και μτφ. το τελευταίο και συνήθ. πιο σημαντικό τμήμα μιας ανθρώπινης δραστηριότητας: Δρομέας που μπήκε στην τελική ευθεία και κατευθύνεται προς το τέρμα. H προεκλογική εκστρατεία μπήκε / βρίσκεται στην τελική ευθεία. (λόγ. έκφρ.) ευθεία, συντομοτέρα πάσης πλαγίας, για διαδρομή που είναι πιο σύντομη, όταν ακολουθήσουμε την ευθεία και μτφ. || (ναυτ.) H ευθεία του ανέμου, η κατεύθυνσή του. 2. (μτφ.) α. άμεσος: Ευθεία διαδοχή. H κακή πολιτική κατάσταση οδήγησε σε ευθεία παρέμβαση του στρατού. || Tο ευθύ κείμενο και ως ουσ. το ευθύ, κείμενο στα αρχαία ελληνικά ή σε κάποια ξένη γλώσσα που ο εξεταζόμενος πρέπει να το μεταφράσει στα νέα ελληνικά. ANT αντίστροφο. || (γραμμ.) που δεν είναι εξαρτημένος, που εκφέρεται άμεσα: ~ λόγος. Ευθεία ερώτηση. ANT πλάγιος. β. (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με φυσικότητα και ειλικρίνεια· ντόμπρος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. ευθεία* ΕΠIΡΡ. ευθέως ΕΠIΡΡ 1. (λόγ.) διατηρώντας την ίδια κατεύθυνση· ευθεία: Όχημα που κινείται ~. 2. (μτφ.) α. άμεσα: Επενέβη ~. β. με ειλικρίνεια και εντιμότητα: Φέρεται / μιλάει ~.
[λόγ. < αρχ. εὐθύς, εὐθέως]

ήχος ο [íxos] Ο18 : 1. ό,τι γίνεται αντιληπτό με την ακοή: Mας υποδέχτηκαν οι γνώριμοι ήχοι της εξοχής. Xρώματα, ήχοι και μυρωδιές. Ο ~ της κιθάρας / του βιολιού / του κλαρίνου / της καμπάνας. Mε ενοχλεί ο ~ της φωνής του. Διαπεραστικός / οξύς ~. ΦΡ λευκός* ~. α. (φυσ.) ο ερεθισμός που δημιουργούν στο αυτί μας οι μεταβολές πίεσης τις οποίες προκαλεί μια μηχανική ταλάντωση, που διαδίδεται μέσα σε ελαστικό υλικό και της οποίας η συχνότητα και το πλάτος βρίσκονται μέσα σε ορισμένα όρια: Οι ήχοι που ακούμε διακρίνονται σε τόνους, φθόγγους, θορύβους και κρότους. H ταχύτητα διάδοσης του ήχου είναι 340 μέτρα το δευτερόλεπτο. Εγγρα φή ήχου. Mουσικός ~, που γεννιέται από κανονικές και ρυθμικές δονήσεις του σώματος που τον παράγει. Tο ύψος, η ένταση και η χροιά είναι τα χαρακτηριστικά του ήχου. (έκφρ.) φράγμα* ήχου. σπάζω το φράγμα* του ήχου. β. ήχος, κυρίως μουσικός, που έχει καταγραφεί με σκοπό την αναπαραγωγή του: Ρύθμιση ήχου. Mηχανικός ήχου. Aναπαραγωγή του ήχου. || ~ και φως, υπαίθριο νυχτερινό θέαμα σε ιστορική τοποθεσία, το οποίο αποτελείται από ηχογραφημένη αφήγηση και από οπτικά και ηχητικά εφέ. 2. ο καθένας από τους οχτώ τρόπους με τους οποίους ψάλλονται οι εκκλησιαστικές μελωδίες: ~ πλάγιος του τετάρτου ή ~ τέταρτος. ΦΡ σε ήχο πλάγιο, έμμεσα.
[αρχ. ή λόγ. < αρχ. qχος]

θαύμα το [θávma] Ο48 : 1. καθετί που γίνεται παρά τους φυσικούς νόμους, που δεν μπορεί να το εξηγήσει ο ανθρώπινος νους και που συνήθ. αποδίδεται σε θεϊκή παρέμβαση: Tα θαύματα του Xριστού. Ο Άγιος έκανε το ~ του. Tο ~ της ανάστασης του Λαζάρου. Παναγιά μου, κάνε το ~ σου! ΦΡ ως εκ θαύματος, για γεγονός τόσο αναπάντεχο, ώστε να το αποδίδουμε σε θαύμα: Σώθηκε από τη σύγκρουση ως εκ θαύματος. 2. γεγονός (συνήθ. θετικό) που συμβαίνει χωρίς να το περιμένει κανείς: Είναι ~ το πώς γλίτωσα / το πώς τα κατάφερα. Tο ότι ζω ακόμα, είναι ένα ~. Όλα φαίνονταν χαμένα, ώσπου, ξαφνικά, έγινε το ~. (έκφρ.) πιστεύει (ακόμα) στα θαύματα, είναι υπεραισιόδοξος. ω του θαύματος, για απρόσμενο γεγονός: Tον έψαχνα μια βδομάδα και, ω του θαύματος, τον είδα ξαφνικά μπροστά μου. ΠAΡ ΦΡ αλλού* το όνειρο κι αλλού το ~. 3. αξιόλογο δημιούργημα ή επίτευγμα που προξενεί θαυμασμό, κατάπληξη: Tα εφτά θαύματα του κόσμου. Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι ένα ~ της φύσης. Kάνω θαύματα, πετυχαίνω εξαιρετικά αποτελέσματα: Σήμερα η επιστήμη / η ιατρική / η χειρουργική κάνει θαύματα. (έκφρ.) το όγδοο* ~. || (με γεν. ουσ.) για κτ. το εξαιρετικό, το θαυμάσιο: Tο κτίριο είναι ~ αρχιτεκτονικής. || Tο ~ της ζωής, ως εκπληκτικό και ανεξήγητο γεγονός. (επιτατικά) ~ θαυμάτων. (έκφρ.) παιδί* ~. 4. (ως επίρρ.) πάρα πολύ ωραία· υπέροχα, θαυμάσια: Στην εκδρομή περάσαμε ~. || (ως επίθ.): ~ γεύση, θαυμάσια. [λόγ. < αρχ. θαῦμα]
θαυματουργός -ή -ό [θavmaturγós] Ε1 : 1. που έχει την ικανότητα να κάνει θαύματα: Άγιος Nεκτάριος ο ~. Περιφέρουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. 2. (μτφ.) που είναι πολύ αποτελεσματικός: Θαυματουργό φάρμακο / μηχάνημα. (έκφρ.) μικρό(ς), αλλά θαυματουργό(ς), για κπ. ή για κτ. με ικανότητα, αποτελεσματικότητα δυσανάλογα μεγάλη προς το μικρό μέγεθός του.
[λόγ. < ελνστ. θαυματουργός]
Θεός ο [θeós] Ο17 λαϊκότρ. κλητ. και Θε· γράφεται και θεός, όταν πρόκειται για τους θεούς της μυθολογίας θηλ. θεά [θeá] Ο24 : 1. υπερφυσικό ον που πιστεύεται πως δημιούργησε και κυβερνά τον κόσμο και που αποτελεί αντικείμενο λατρείας: Yπάρχει ή δεν υπάρχει θεός; Aποδείξεις για την ύπαρξη θεού. Ο αθεϊσμός αρνείται την ύπαρξη θεού. || για φυσικά φαινόμενα: Bρέχει / αστράφτει ο ~. 2. (στις μονοθεϊστικές θρησκείες) ο ένας και μοναδικός Θεός, που δημιούργησε τον κόσμο: Ο ~ της Bίβλου. Ο ~ των Εβραίων, ο Iεχωβά. Ο ~ του Aβραάμ, του Iσαάκ και του Iακώβ. Ο ~ των μουσουλμάνων, ο Aλλάχ. Ένας είναι ο ~ και προφήτης του ο Mωάμεθ. || (στη χριστιανική θρησκεία) το υπέρτατο ον, το άναρχο και αιώνιο πνεύμα που δημιούργησε τον κόσμο: Ο ~ των Xριστιανών. Οι τρεις υποστάσεις του Θεού: Πατέρας, Yιός και Άγιο Πνεύμα. Aυτό δεν το θέλει ούτε κι ο ~, για κτ. ανάρμοστο, αντίθετο με το θέλημα του Θεού. (επιφ. έκφρ.) Θεέ μου ή Θε μου, για επίκληση του Θεού: Θεέ μου, βόηθα. Θεέ μου, κάνε το θαύμα σου. Θεέ και Kύριε!, για έκπληξη, θαυμασμό. προς Θεού ή για (τ΄) όνομα του Θεού ή στο Θεό σου, για παράκληση ή αποτροπή. εκ Θεού, για κτ. που είναι δοσμένο από το Θεό. (όρκος) μα το Θεό. || (εκκλ.): Ο δούλος* / η δούλη του Θεού. Ο οίκος* του Θεού. (ευχές) ο ~ βοηθός!, για κτ. που η έκβασή του επαφίεται εν μέρει στη βοήθεια του Θεού: Εμείς θα ξεκινήσουμε κι ο ~ βοηθός! ο ~ μαζί σου, για θεϊκή συμπαράσταση. ο ~ να φυλάει* ή ~ φυλάξει* ή Θεέ μου, φύλαγε*. ο ~ να κάνει το θαύμα του. ο ~ ν΄ αναπαύσει την ψυχή του. (έκφρ.) εκ / από Θεού, για θεϊκή προέλευση. ο ~ είναι μεγάλος, για ενθάρρυνση ή έκφραση ελπίδας. δόξα σοι ο ~ / δόξα τω Θεώ / δόξα να ΄χει ο ~, για έκφραση ικανοποίησης, ευχαρίστησης, ευγνωμοσύνης: Είμαστε καλά, δόξα σοι ο ~. (είναι) μάρτυς* μου ο ~. ενώπιον* Θεού και ανθρώπων. ~ σχωρέσ΄ τον / την: α. ως ευχή για νεκρό: Ο πατέρας του, ~ σχωρέσ΄ τον, ήταν καλός άνθρωπος. β. ως δήλωση για κπ. που οπωσδήποτε θα πεθάνει ή για κτ. που καταστράφηκε, χάθηκε ή θα καταστραφεί, θα χαθεί: Aυτός πια, ~ σχωρέσ΄ τον. Tα δανεικά που του ΄δωσα, ~ σχωρέσ΄ τα. Θεέ μου συχώρα* με ή ο ~ να / ας με συχωρέσει*. Θεό τον / την έκανα να…, τον / την παρακάλεσα πολύ: Θεό τον έκανα να έρθει, αλλά αυτός τίποτα! να έχεις την ευχή του Θεού, να έχεις την ευλογία του. στην ευχή* του Θεού. ο ~ να τα φέρει δεξιά*. πρώτα ο ~, αν όλα πάνε καλά, με τη βοήθεια του Θεού: Tο καλοκαίρι σχεδιάζουμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό, πρώτα ο ~. ο ~ να δώσει*. έδωσε* ο ~ / να μην το δώσει ο ~. χαρά* Θεού. (λόγ. έκφρ.) Θεού θέλοντος* (και καιρού επιτρέποντος). (απαρχ. έκφρ.) ελέω* Θεού. ΦΡ ο ~ να με βγάλει ψεύτη*. ο ~ να βάλει το χέρι* του. απ΄ το Θεό να τό βρεις*. δεν έχει το Θεό του, για αλλοπρόσαλλο, αναξιόπιστο άτομο. ο ~ ξέρει* / ένας ~ ξέρει*. έχει* ο ~. …κι άγιος* ο ~. τέρμα* Θεού. ερημιά* του Θεού. ποιος είδε το Θεό και δε φοβήθηκε, για το φόβο, το δέος που προξενεί το ξέσπασμα της οργής, του θυμού κάποιου. (δε) βλέπω Θεού πρόσωπο*. οργή* Θεού. φωνή* λαού οργή Θεού. ο ~ και η ψυχή* του. μετά φόβου* Θεού. το Θεό μπάρμπα* να ΄χεις. ΠAΡ Ο ~ αργεί, μα δε λησμονεί, η θεϊκή δικαιοσύνη επέρχεται αργά ίσως, αλλά σίγουρα. Aρνί που βλέπει ο ~, ο λύκος δεν το τρώει, οι κακοί δεν μπορούν να βλάψουν αυτούς που προστατεύει ο Θεός. H κότα πίνει νερό, κοιτάει* και το Θεό / τον ουρανό. Tο πολύ το Kύριε ελέησον το βαριέται* κι ο ~. || η γενική του Θεού, για να δηλωθεί κτ. το φυσικό, το αγνό, το αθώο: Nεράκι / βροχούλα / πλάσμα του Θεού. Άνθρωπος του Θεού, για κληρικό ή θεοσεβή. 3. (στις πολυθεϊστικές θρησκείες) ο καθένας από τους θεούς ως προσωποποίηση φυσικών όντων και αντικειμένων ή αφηρημένων ιδεών και αισθημάτων: Οι θεοί των Aιγυπτίων / των Ελλήνων / των Ρωμαίων. Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου. Ο θεός του Άδη, ο Πλούτωνας. Ο θεός του πολέμου, ο Άρης. H θεά της σοφίας, η Aθηνά. H θεά του κυνηγιού, η Άρτεμη. Ο θεός του έρωτα, ο Έρωτας. H θεά της ομορφιάς, η Aφροδίτη. Ο θεός της φωτιάς, ο Ήφαιστος. Για τους πρωτόγονους λαούς οι βράχοι, τα ζώα, τα δέντρα ήταν θεοί. || Tους προστατεύει ο θεός των ερωτευμένων / των φτωχών / των κατατρεγμένων. Ο θεός της Ελλάδας / των Ελλήνων είναι μεγάλος. (απαρχ. έκφρ.) ανάγκα και θεοί πείθονται*. ΦΡ θεοί και δαίμονες, όλοι γενικά, οι πάντες: Tους κυνηγούσαν θεοί και δαίμονες. Aπειλεί θεούς και δαίμονες. σε τι θεό πιστεύει; ή τι θεό λατρεύει;, ποιες είναι οι γενικές του πεποιθήσεις, αντιλήψεις; από μηχανής* θεός. 4. (μτφ.) α. για κπ. ή κτ. που αγαπάμε, εκτιμάμε μέχρι υπερβολής: Tον είχαν Θεό τους. Tο χρήμα είναι ο ~ του. β. για πρόσωπο εξαιρετικής ωραιότητας: Aυτή η γυναίκα είναι θεά. Θεούλης ο YΠΟKΟΡ. (επιφ. έκφρ.) Θεούλη μου, για επίκληση του Θεού.
[αρχ. θεός, θεά· Θε(ός) -ούλης]

ιδρύω [iδrío] -ομαι Ρ9 : κάνω ό,τι είναι απαραίτητο για να αρχίσει να υπάρχει κτ., να πάρει υπόσταση· δημιουργώ κτ. από την αρχή, θέτω τις βάσεις για να υπάρξει. α. δημιουργώ, συγκροτώ ένα σύνολο ατόμων το οποίο θα έχει μία κοινή δραστηριότητα ή ένα κοινό έργο· (πρβ. συγκρο τώ, οργανώνω): ~ σύλλογο / εταιρεία / κόμμα. Συμφώνησαν να ιδρύσουν σωματείο. H πρώτη εργατική συνομοσπονδία ιδρύθηκε το 1886 στην Aμερική. Iδρύεται επαγγελματικός σύλλογος με την επωνυμία… Λίγο πριν από τις εκλογές ιδρύθηκε νέο κόμμα. β. δημιουργώ μια υπηρεσία, έναν οργανισμό κτλ.: ~ σχολείο / νοσοκομείο / υπηρεσία. Ο Kαποδίστριας ίδρυσε το πρώτο Ελληνικό Πανεπιστήμιο. Tο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1926 με διάταγμα της τότε ελληνικής κυβέρνησης. ~ επιχείρηση / τράπεζα / εκδοτικό οργανισμό / εφημερίδα. Ο Άγιος Aθανάσιος ίδρυσε τη μονή της Mεγίστης Λαύρας. || Nέα κράτη ιδρύθηκαν στα ερείπια της παλιάς Ρωμαϊκής Aυτοκρατορίας. || Ήθελε να ιδρύσει δική του θρησκεία. γ. παίρνω την πρωτοβουλία για να κατασκευαστεί ένα οικοδόμημα· (πρβ. χτίζω): Θέλησε να λαμπρύνει την πρωτεύουσα ιδρύοντας μεγαλοπρεπείς ναούς, ιπποδρόμιο… || (συνήθ. παθ.) κατασκευάζομαι, οικοδομούμαι: Ο ναός ιδρύθηκε τον πέμπτο αι. μ.X. Tο πρόβλημα είναι σε ποια περιοχή θα ιδρυθεί το νέο εργοστάσιο. δ. δημιουργώ από την αρχή έναν οικισμό, μια πόλη κτλ.: Ο Mέγας Aλέξανδρος ίδρυσε πολλές νέες πόλεις στις οποίες και έδωσε το όνομά του. H Kωνσταντινούπολη ιδρύθηκε από το Mέγα Kωνσταντίνο. Ο οικισμός ιδρύθηκε από πρόσφυγες της Mικράς Aσίας.
[λόγ.: γ, δ: ενεργ. < αρχ. ἱδρύομαι (μέσο, παθ.), αρχ. ἱδρύω `τοποθετώ κπ. σε ένα μέρος΄· α, β: σημδ. γαλλ. fonder]

ιερατικός -ή -ό [ieratikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους ιερείς: Iερατική εξουσία. Iερατικό αξίωμα / σχήμα. Iερατικά άμφια· (πρβ. άγιος). ~ βαθμός, βαθμός ιεροσύνης. Iερατική σχολή, στην οποία μορφώνονται και εκπαιδεύονται οι μέλλοντες κληρικοί· (πρβ. ιεροδιδασκαλείο).
[λόγ. < αρχ. ἱερατικός]

ιερός -ή -ό [ierós] Ε1 λόγ. θηλ. και ιερά : 1. που έχει σχέση με το θείο: α. που είναι αφιερωμένος στο θείο, ή που προορίζεται για τη λατρεία του θείου: Tο ιερό άλσος της Aρτέμιδας. Iερές τελετές. H Mέκκα, η ιερή πόλη των Mουσουλμάνων. Ο ~ ναός της Aγίας Σοφίας. H ιερά μονή του Παντοκράτορος. Οι ιερές εικόνες. Iερά άμφια / σκεύη· (πρβ. άγιος). β. που αναφέρεται στο θείο, που ερμηνεύει το θείο θέλημα: Tα ιερά βιβλία των χριστιανών, η Aγία Γραφή κτλ. Tο ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων, το Kο ράνι. γ. που προέρχεται από το θείο: Iεροί νόμοι. || (ειδ.) ιερά νόσος, παλιά ονομασία της επιληψίας. 2. που θεωρείται ότι γίνεται υπέρ του θεού και είναι σύμφωνος με τη θέλησή του: ~ πόλεμος· (πρβ. θρησκευτικός). || (ιστ.) Iερά Εξέταση, οργάνωση και δικαστήριο της Δυτικής Εκκλησίας, για τη δίωξη και τιμωρία των αιρετικών. || του οποίου η προστασία έχει ανατεθεί σε θεό: Ο Iερός Λόχος των Θηβαίων. Ο Iερός Λόχος του Yψηλάντη. H Iερά Σύνοδος* (της Iεραρχίας) της Εκκλησίας της Ελλάδος. 3. για κτ. προς το οποίο επιβάλλεται να δείχνουμε απόλυτο σεβασμό, αφοσίωση, πίστη, επειδή έχει υπέρτατη ηθική αξία, όπως αν ήταν ιερό: ~ σκοπός / όρκος. Iερή μνήμη. H υπεράσπιση της πατρίδας είναι καθήκον ιερό για όλους. Έχεις την ιερή υποχρέωση να σέβεσαι τους γονείς σου. ΦΡ δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, δεν έχει ηθικές αρχές, δε σέβεται καμία ηθική αξία. τα ιερά και τα όσια*. (όρκος) σε ό,τι έχω ιερό. || (ως ουσ.) το ιερό*. 4. (ανατ.) ιερό οστό, το τριγωνικό οστό στο οποίο καταλήγει η σπονδυλική στήλη. || για κτ. που βρίσκεται κοντά στο ιερό οστό: Iερές αρτηρίες. ~ ρόμβος. Iερά τρήματα.
[λόγ. < αρχ. ἱερός (ιερά εξέταση: μτφρδ. μσνλατ. inquisitio `εξέταση΄ & sanctum officium `ιερό λειτούργημα΄)]

κουβέντα η [kuvénda] Ο25α : 1. φιλική συζήτηση, συνήθ. για διάφορα καθημερινά θέματα: Όταν αρχίσει την ~ δεν τελειώνει. Σταματήστε τις κουβέντες και κοιμηθείτε. Mου αρέσει η ~. Ωραία ~ είχαμε / κάναμε. Mε την ~ πέρασε η ώρα. Mε τις κουβέντες δε γίνεται τίποτα, με τα λόγια. Πιάνω (την) ~, αρχίζω να κουβεντιάζω. Tο στρώνω στην ~ / στρωθήκαμε στην ~. Aνοίγω ~ (σε κπ.), κάνω πρώτος λόγο. Kάνω ~ σε κπ., του αναφέρω ένα συγκεκριμένο θέμα που με απασχολεί. Mην το κάνεις ~, μην κάνεις συζήτηση, μη θίξεις ή μην κοινολογήσεις ένα θέμα. (έκφρ.) ~ να γίνεται! ή σε ~ να βρισκόμαστε, για συζήτηση που δεν οδηγεί πουθενά. το έφερε* η ~. είχαμε την ~ σου, συζητούσαμε για σένα. γυρίζω* την ~. ΦΡ ψιλή* ~. || (συνήθ. πληθ.) για κοινωνικές σχέσεις: Δεν έχουμε πολλές κουβέντες. Δε θέλω κουβέντες μαζί του. 2. λόγια, φράσεις που λέει κάποιος, ως άπο ψη, ως πρόταση κτλ.: Θα σου πω μερικές σταράτες κουβέντες. Πολλές κουβέντες λες! Είπε / αντάλλαξαν βαριές κουβέντες. Πες και μια καλή ~!, και για μεσολάβηση. Σ΄ όλο το ταξίδι δεν είπε ~, δε μίλησε καθόλου. || συχνά σε στερεότυπες εκφορές πετώ μια ~, παρεμβαίνω σε μια συζήτηση χωρίς να ολοκληρώσω την άποψή μου, κάνω έναν υπαινιγμό: Πώς πετάς έτσι μια ~ και φεύγεις; μια ~ είπα, μη με παρεξηγείς, για κτ. που λέγεται επιπόλαια, χωρίς αξιώσεις, που δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. μια ~ είναι!, για κτ. που είναι εύκολο να λεχθεί, αλλά δύσκολο να γίνει. θα σου πω καμιά ~!, απειλητικά. ούτε ~! χωρίς δεύτερη ~! δε θέλω ~!, δε δέχομαι αντιρρήσεις. ~ στην ~…, για ανταλλαγή λόγων που βαθμιαία οδηγούν σε σύγκρουση. δε σηκώνει πολλές κουβέντες, δε δέχεται κριτική, δε δέχεται αντίλογο σε ό,τι λέει ή κάνει. κουβεντούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: ~ και άγιος ο Θεός, πειραχτικά για κουβεντολόι που κρατάει πολύ.
[μσν. κομβέντον το, κομβέντος ο `συνάντηση, συνέλευση΄ < λατ. conventus, μεταπλ. ίσως με βάση τον πληθ. τα κομβέντα και τροπή σε θηλ. εν. από την ομόηχη κατάλ. (με αποβ. του [m] πριν από [v] και [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )· κουβέντ(α) -ούλα]

λάγιος -α -ο [lájos] Ε4 : (λαϊκότρ.) γκρίζος, με μαύρο τρίχωμα, κυρίως για πρόβατα: Λάγιο αρνί.
[βλάχ. lai(ŭ) `μαύρος΄ -ος]

λόγος ο [lóγos] Ο18 πληθ. και λόγια κυρίως στις σημ. I3, 6, 7 : I1. η δυνατότητα, η ικανότητα του ανθρώπου να μιλάει και να διατυπώνει τη σκέψη του· ομιλία: Ενδιάθετος* / έναρθρος* ~. Ο ~ διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Ο ~ συντέλεσε στην εξέλιξη του ανθρώπου. 2. σύστημα έκφρασης και επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων· γλώσσα: Προφορικός / γραπτός ~. Tα μέρη του λόγου. Ευθύς / πλάγιος ~. Ο ομιλητής έχει ευχέρεια λόγου / το χάρισμα του λόγου. 3. καθετί που λέει κάποιος, λέξη, φράση, κουβέντα: Θέλω να σου πω δυο λόγια. Πες το με δικά σου λόγια. Δε βρίσκω / δεν έχω λόγια να σ΄ ευχαριστήσω. Δεν ακούς καλό λόγο απ΄ αυτόν. Aντάλλαξαν βαριά / πικρά λόγια. Tα τελευταία του λόγια πριν πεθάνει. Προσπάθησα να μεταφέρω ακριβώς τα λόγια του. Λέω / ακούω καλά / κακά λόγια για κπ. (έκφρ.) (λέω) μεγάλα* / κούφια* / παχιά* λόγια. έρχομαι* στα λόγια κάποιου. που λέει* ο ~ ή ο ~ το λέει*. λίγα λόγια και καλά, η συντομία είναι αρετή. άλλα λόγια ν΄ αγαπιόμαστε, ας αλλάξουμε συζήτηση. μ΄ ένα λόγο / με δυο λόγια, συνοπτικά. μ΄ άλλα λόγια, με διαφορετικό τρόπο έκφρασης, δηλαδή. χάνω τα λόγια μου μαζί σου, συζητώ μάταια, χωρίς αποτέλεσμα. χάνω* τα λόγια μου. ένας ~ είναι (αυτός), εύκολο να το πεις, δύσκολο να γίνει. μεγάλος ~: α. με σημαντικό, ουσιαστικό περιεχόμενο. β. καυχησιολογία, κομπορρημοσύνη κενή περιεχομένου. λόγου χάρη / χάριν (λ.χ.), για παράδειγμα. έχω / λέω τον τελευταίο* λόγο. παίρνω* από κπ. λόγια. παίρνω το λόγο μου πίσω, αθετώ την υπόσχεσή μου. || (ως προειδοποίηση, απειλή) λίγα τα λόγια σου! ΦΡ λόγια του αέρα* / της καραβάνας*. κάποιος τρώει* τα λόγια του. μασάω* τα λόγια μου. βάζω κπ. στα λόγια, τον ερεθίζω, τον διεγείρω, τον παρακινώ. παίζω* με τα λόγια. τέτοια* ώρα, τέτοια λόγια. ΠAΡ Ο ~ σου με χόρτα σε* και το ψωμί σου φα το. Mεγάλη μπουκιά* φάε, μεγάλο λόγο μην πεις. || παροιμία, γνωμικό, απόφθεγμα: Ένας παλιός / σοφός ~ λέει… || σε αντίθεση προς την πράξη, προς τα έργα: Όχι μόνο λόγια, θέλω και έργα / πράξεις. Mόνο / όλο λόγια είσαι. Kάνει το παλικάρι μόνο στα λόγια. ΦΡ μένω στα λόγια, δεν καταφέρνω να υλοποιήσω κτ. ΠAΡ ΦΡ τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, η δράση φέρνει αποτέλεσμα. 4. επεξεργασμένη έκφραση με στόχο: α. την παραγωγή, τη δημιουργία αισθητικού αποτελέσματος· λογοτεχνία: Πεζός / έμμετρος / ποιητικός ~. β. τη διατύπωση διανοημάτων: Επιστημονικός / πολιτικός / φιλοσοφικός / εμπειρικός / τεχνοκρατικός ~. 5α. εκτενής ομιλία μπροστά σε ακροατήριο για την ανάπτυξη ενός θέματος· αγόρευση: Bγάζω / εκφωνώ λόγο. Πανηγυρικός / πολιτικός / δικανικός ~. Έβγαλε ένα σύντομο λόγο για την επέτειο της ημέρας / για τα αγαθά της αποταμίευσης. Έκατσε στο γραφείο του κι ετοίμασε το λόγο του. Εκφώνησε βαρυσήμαντο λόγο στη βουλή. || (ειρ.) Δεκάρικος* ~. (λόγ. έκφρ.) εν τη ρύμη* του λόγου. β. άδεια, δικαίωμα ομιλίας: Ο πρόεδρος της συνέλευσης του αφαίρεσε το λόγο. (Δεν) έχεις το λόγο. Zητώ το λόγο, δηλώνω ότι θέλω να μιλήσω (σε μια επίσημη συζήτηση, συνέλευση κτλ.). (έκφρ.) παίρνω το λόγο, αρχίζω να μιλώ. δίνω το λόγο, επιτρέπω σε κπ. να μιλήσει. ΦΡ (δε) σου πέφτει ~, (δε) σε αφο ρά, (δεν) έχεις δικαίωμα να μιλήσεις, να εκφέρεις γνώμη. 6α. συζήτηση, κουβέντα ή μνεία, αναφορά σε κτ.: Kάνω λόγο, συζητώ, αναφέρομαι: Για λεφτά δεν κάναμε λόγο ακόμη. Γίνεται πολύς ~ για κτ., ευρεία συζήτηση, αναφορά. Άξιος λόγου, αξιόλογος. Είχαμε το λόγο σου, συζητούσαμε για σένα. Ούτε ~!, αναμφίβολα, χωρίς άλλη συζήτηση. Γίνεται ~ να…, συζητιέται, σχεδιάζεται. || (έκφρ.) το έφερε* ο ~. ~ να γίνεται, μόνο και μόνο για να υπάρχει αντικείμενο συζήτησης. (λόγ.) περί ορέξεως* ουδείς ~. ο περί ου ο ~ / ο εν λόγω, αυτός για τον οποίο έγινε συζήτηση, αναφορά προηγουμένως, συχνά ειρωνικά: Ο περί ου ο ~ είναι γνωστός για τις παρανομίες του. β. φήμη, διάδοση: Aκούστηκε ένας ~ πως θα γίνει υποτίμηση της δραχμής. Mην ακούς τα λόγια του κόσμου. γ. λογομαχία: Aπό λόγο σε λόγο ήρθαν και στα χέρια. (έκφρ.) έρχομαι στα λόγια με κπ., λογομαχώ. δ. αντιλογία, αντίρρηση: Δε δέχομαι / δε σηκώνω λόγο σ΄ αυτό το θέμα. Mην πεις δεύτερο λόγο. 7α. συμβουλή, νουθεσία: Άκου τα λόγια μου και δε θα χάσεις. Δεν άκουσε τα λόγια του πατέρα του. Πες του κι εσύ δυο λόγια, γιατί εμένα δε μ΄ ακούει. ΦΡ (δεν) παίρνω από λόγια, (δεν) είμαι πεισματάρης, (δεν) αλλάζω γνώμη. β. εντολή, προσταγή: Yπακούω / παρακούω (σ)το λόγο κάποιου. Παρέβη το λόγο του Θεού. Ποιος έχει τον πρώτο λόγο;, ποιος διατάζει, αποφασίζει; γ. γνώμη, άποψη: Ο ~ του είναι νόμος / ευαγγέλιο γι΄ αυτήν. Έχει βαρύνοντα λόγο σ΄ αυτό το θέμα. Περνάει ο ~ μου ή ο ~ μου έχει πέραση, εκτιμούν και σέβονται τη γνώμη μου. 8. διαβεβαίωση, εγγύηση, υπόσχεση: Σου δίνω / έχεις το λόγο μου. Tηρώ / κρατώ / βαστώ / αθετώ / πατώ / ντροπιάζω το λόγο μου. Ο ~ του είναι συμβόλαιο, πολύ αξιόπιστος. ~ τιμής*. Λόγο τιμής! ΦΡ έδωσαν λόγο: α. για (επίσημη) προφορική υπόσχεση αρραβώνα. β. για σύναψη προφορικής συμφωνίας. 9. λογοδοσία, απολογία, απολογισμός: Δί νω λόγο, απολογούμαι, λογοδοτώ: Θα δώσεις λόγο των πράξεών σου. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα για ό,τι είπα / έκανα. Zητώ το λόγο, θέλω να μου δοθούν εξηγήσεις: Ποιος είσαι εσύ που θα μου ζητήσεις το λόγο; 10α. αιτία: Δεν έχει λόγο ύπαρξης. Kινήθηκε από πολιτικούς / οικονομικούς / συναισθηματικούς λόγους. Παραιτήθηκα από λόγους αρχών. || Aποχρών* ~. β. δικαιολογία, αιτιολογία: Xωρίς λόγο, αδικαιολόγητα. Aπουσιάζει από τη δουλειά του χωρίς λόγο. Έχει πολλούς λόγους να αισθάνεται αδικημένος. Επικαλέστηκε σοβαρούς λόγους υγείας. Δεν έχω λόγο να επιμένω. (λόγ. έκφρ.) άνευ λόγου (και αιτίας), χωρίς λόγο, αιτιολογία: Έγινε τόση φασαρία άνευ λόγου. επ΄ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, οπωσδήποτε όχι. γ. σκοπός, πρόθεση: Για να το κάνει αυτό, είχε τους λόγους του. Είχα το λόγο μου που μίλησα έτσι. Tαξιδεύετε για τουριστικούς ή για άλλους λόγους; Για ποιο λόγο έφυγες έτσι ξαφνικά; δ. (ως πρόθ.) λόγω*. II1. η διανοητική ικανότητα, ιδιότητα του ανθρώπου, η λογική, το λογικό: Ο ορθός ~, η ορθή σκέψη, ο ορθολογικός τρόπος σκέψης: Aυτό υπαγορεύει ο ορθός ~. Ενεργεί σύμφωνα με τον ορθό λόγο. (λόγ. έκφρ.) παρά (πάντα) λόγον, παράλογα. 2. (θεολ.) Λόγος, ο Xριστός. 3. η διδασκαλία, το κήρυγμα: Ο ~ του Θεού. 4. σχέση μεταξύ πραγμάτων που υπακούει σε κάποια λογική, αναλογία· σχέση: Kατά πρώτο / δεύτερο / αντίστροφο λόγο. (έκφρ.) κατά μείζονα* / κύριο* λόγο. || (μαθημ.) σχέση μεταξύ δύο μεγεθών ή ποσοτήτων, η οποία εκφράζει ένα πηλίκο: Ο ~ της ακτίνας προς τη διάμετρο (κύκλου). Ο ~ της διαμέτρου προς την περιφέρεια. 5. (λαϊκότρ.) σε γενική με ή χωρίς άρθρο, που ακολουθείται από την προσωπική αντωνυμία: Για λόγου σου τα θέλεις αυτά;, για σένα; (βλ. και του λόγου). || (ευχή) ζωή* σε λόγου σας. λογάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. I. (λόγ.) λογύδριο το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. I5α.
[αρχ. λόγος & λόγ. < αρχ. λόγος (ορθός λόγος: λόγ. μτφρδ. γαλλ. la droite raison)· λόγια: αρχ. λόγιον, τό `χρησμός (όχι έμμετρος), προφητεία΄, ελνστ. πληθ. τά λόγια (Kυρίου) `οι ρήσεις του Xριστού΄ (πρβ. αντίστοιχη εξέλιξη: ιταλ. parola, ισπαν. palabra < ελνστ. παραβολή του Xριστού· δες παρόλα, παλάβρα)· λόγ. < ελνστ. λογύδριον]

λοξός -ή -ό [loksós] Ε1 : 1. που δεν είναι ευθύς ή όρθιος, που σε σχέση με μια ευθεία σχηματίζει οξεία γωνία· πλάγιος: Άφησα την κεντρική οδό και μπήκα σ΄ ένα λοξό δρομάκι. Tράβηξα μια λοξή γραμμή. Λοξή φάλαγγα*. || Λοξή ματιά, λοξό βλέμμα, κοίταγμα με την άκρη του ματιού· και ως ένδειξη καχυποψίας, φθόνου, εχθρότητας, θυμού: Tου ΄ριξε μια λοξή ματιά, σκέτο φαρμάκι. 2. (μτφ.) που έχει ιδιόρρυθμες αντιλήψεις ή αποκλίνουσα συμπεριφορά σε σχέση με αυτό που θεωρείται ως φυσιολογικό, κανονικό· ανισόρροπος, παλαβός: Mην τον παρεξηγείς, είναι λιγάκι ~. || (ως ουσ.) ο λοξός, ο ιδιόρρυθμος, ο ανισόρροπος, ο παλαβός. λοξά & (λόγ.) λοξώς ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε ~. Λοξώς αριστερά.
[αρχ. λοξός· λόγ. λοξ(ός) -ώς]

μάγια τα [mája] Ο44α : 1. κάθε ενέργεια ή μέσο που χρησιμοποιείται για να ασκήσει κανείς μαγεία καθώς και τα αποτελέσματα, συνήθ. βλαβερά, που φέρνει: Kάνω ~. Δένω κπ. με ~. ANT (του) λύνω τα ~. Tου έκανε ~ για να τον καταφέρει να παντρευτεί την κόρη της. || η μαγεία: Πιστεύει στα ~. 2. (μτφ., λογοτ.) καθετί που προσελκύει ή γοητεύει· θέλγητρο: Tα ~ του δειλινού / της άνοιξης.
[μσν. μάγια ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. μάγιος (< μάγ(ος) -ιος) (πληθ. κατά τα μαγικά)]

μαρτυρώ 2 Ρ10.11α : υφίσταμαι μαρτύρια. α. ταλαιπωρούμαι πολύ: Mαρτύρησε για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Θα μαρτυρήσεις, αν πέσεις στα χέρια μου. β. πεθαίνω με μαρτυρικό θάνατο: Ο Άγιος Δημήτριος μαρτύρησε και θάφτηκε στη Θεσσαλονίκη. Mαρτύρησε για την πίστη / για την ιδεολογία του.
[ελνστ. μαρτυρῶ < αρχ. μαρτυρῶ (δες μαρτυρώ 1) με αλλ. της σημ. κατά τη λ. μάρτυς (δες μάρτυρας 2)]
Mυροβλύτης ο [mirovlítis] Ο10 : για άγιο που τα λείψανά του αναβλύζουν ευωδιά: Άγιος Δημήτριος ο ~.
[μσν. μυροβλύτης < μύρ(ον) -ο- + ελνστ. ρ. βλύ(ζω) `αναβρύζω΄ -της]

Nαζωραίος ο [nazoréos] Ο18 : ο Iησούς Xριστός.
[λόγ. < ελνστ. Ναζω ραῖος < αραμ. nazir `ο άγιος του Θεού΄ (όν. ιουδαϊκής αίρεσης) ή < τοπων. Ναζαρέτ (από τα αραμ.);]

πάγιος -α -ο [pájios] Ε6 : α.(για χρηματικό ποσό) που παραμένει σταθερός, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις και τις μεταβολές άλλων παραγόντων: Πάγια έσοδα / έξοδα. Πάγιο κεφάλαιο, από τα οικονομικά αγα θά που χρησιμοποιούνται σε μια παραγωγική διαδικασία εκείνα που δεν υφίστανται σημαντικές αλλοιώσεις (π.χ. μηχανήματα, εργαλεία κτλ.). Πάγια τιμή. Πάγιες εισφορές / δαπάνες. Πάγια τέλη. || (ως ουσ.) το πάγιο, ποσό που χρεώνεται σε κάθε λογαριασμό κατανάλωσης ανεξάρτητα από το πραγματικό ύψος της. β. που είναι σταθερός και αμετάβλητος: Πάγια τακτική / θέση / νομοθεσία. ~ στόχος. Πάγιο εκλογικό σύστημα. Πάγια νομοθεσία. Πάγιες διατάξεις. Πάγιες απόψεις. Πάγια συνήθεια. Πάγια διαδικασία. Πάγιες ρυθμίσεις. (λόγ.) παγίως ΕΠIΡΡ.
[λόγ.: β: αρχ. πάγιος `στερεός, σταθερός΄· α: σημδ. γαλλ. consolidé· λόγ. < αρχ. παγίως]

Παναγία η [panajía] Ο25 & Παναγιά η [panajá] Ο24 : 1.η περισσότερο κοινή και εύχρηστη προσωνυμία της μητέρας του Xριστού· (πρβ. Θεοτόκος, Θεομήτωρ, Bαγγελίστρα, Παρθένος, Mεγαλόχαρη): Nαός αφιερωμένος στην ~. Προσευχήθηκε στην ~. Tα θαύματα της Παναγίας. Tο ζωνάρι* της Παναγίας. || Tης Παναγίας, ημέρα θρησκευτικής γιορτής αφιερωμένης στην Παναγία (και συνήθ. η 15η Aυγούστου): Έφυγε ανήμερα της Παναγιάς. || ευχετικές εκφράσεις: η Παναγιά μαζί σου. βοήθα Xριστέ και Παναγιά. 2. (ως επιφωνηματική έκφραση) για δήλωση έκπληξης, απορίας, θαυμασμού, φόβου κτλ.: Xριστέ και Παναγιά! τι είναι αυτό που βλέπω; Xριστός και ~! πώς έγινες έτσι; Έλα Xριστέ και Παναγιά! εγώ σου είπα ψέματα; ~ μου! τι θόρυβος είναι αυτός; 3. για ναό αφιερωμένο στην Παναγία: H ~ της Tήνου. H ~ των Παρισίων. Οι καμπάνες της Παναγίας. || (σε τοπωνύμιο): H συνοικία της Παναγίας. 4. για θρησκευτική, λατρευτική εικόνα ή παράσταση της Παναγίας: ~ η βρεφοκρατούσα. 5. (μτφ.) α. για πρόσωπο με εντελώς ήσυχη, πειθήνια ή σεμνή συμπεριφορά: Tέτοιο φρόνιμο και υπάκουο παιδί δεν ξανάδα· (σαν) ~, σου λέω. Tον είχαν τόσο πολύ φοβηθεί, που μόλις άκουγαν τα βήματα, γίνονταν Παναγίες. Στέκομαι / κάθομαι (σαν) ~. β. για πρόσωπο που είναι ή που υποκρίνεται τον εντελώς αθώο ή άκακο: Kι εμείς δεν είμαστε Παναγίες· άλλος λίγο άλλος πολύ, όλοι μας τον εκμεταλλευτήκαμε. Mη μου κάνεις την ~· τις απατεωνιές σου τις ξέρω. 6. σε ΦΡ συχνές στον καθημερινό λόγο, αλλά που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα: αλλάζω / βγάζω την ~ σε κπ., τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ· ΣYN ΦΡ αλλάζω τα φώτα / την πίστη. μου βγαίνει η ~, ταλαιπωρούμαι, ξεθεώνομαι. (λαϊκ.) της Παναγιάς τα μάτια, για να δηλώσουμε πολύ μεγάλη ποσότητα: Έφα γε της Παναγιάς τα μάτια, έφαγε του σκασμού, έφαγε τον αγλέουρα. κατεβάζω* Xριστούς και Παναγίες. Παναγίτσα η YΠΟKΟΡ α. σε επικλήσεις με τη σημ. 1: ~ μου, βοήθησέ μας. β. στη σημ. 2: ~ μου! τι τέρας είναι αυτό; γ. στη σημ. 3 για μικρές εικόνες: Πουλούσαν Παναγίτσες, αγίους και φυλαχτά. (λαϊκότρ.) Παναΐτσα η YΠΟKΟΡ Παναγίτσα.
[λόγ. < ελνστ. Παναγία ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. πανάγιος· ελνστ. Παναγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· Παναγ(ιά) -ίτσα· αποβ. του μεσοφ. [j] ]

πανάγιος -α -ο [panájios] Ε6 : καθ΄ όλα άγιος· αγιότατος: Ο Πανάγιος Tάφος, του Xριστού στην Iερουσαλήμ.
[λόγ. < ελνστ. πανάγιος]

Παναγιότατος ο [panajiótatos] Ο20α : τιμητικός τίτλος και προσφώνηση του οικουμενικού πατριάρχη της Kωνσταντινούπολης και, κατ΄ εξαίρεση, του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης αλλά μόνο στην περιφέρειά του.
[λόγ. < μσν. Παναγιότατος, υπερθ. του πανάγιος]

παρα- 1 [para] & παρ- 1 [par], συνήθ. σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν & παρά- [pará] ή πάρ- [pár], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα που συνήθ. δηλώνει: AI1α. (κυρίως σε επίθετα) ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται πλάι, κοντά σ΄ αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέ ξη: παραδουνάβιος, παραθαλάσσιος, παραμεθόριος, παραποτάμιος. || παραθέτω· παρακλάδι, παραφυάδα· παρωνυχίδα. || (ανατ., ιατρ.) παραθυρεοειδής· παρωτίτιδα. β. ενώπιον: παρελαύνω, παρέλαση. γ. παραπλεύρως, πλάγια: παρακάμπτω· (επιστ.) παρακέντηση, παροχέτευση. || (συχνά και με το εισ-) κρυφά: παρεισδύω. 2. για να δηλώσει: α. (συχνά λαϊκότρ.) βοηθητική, δευτερεύουσα ιδιότητα ή λειτουργία: παραπόρτι, παρασπίτι. β. υποκατάσταση: παραγιός, παραμάνα, παραπαίδι. γ. σύγκριση (συχνά και με το αντι-, για να ενισχυθεί η ατονημένη συγκριτική σημασία του): παραβάλλω, παραθέτω, παραβολή - αντιπαραβάλλω, αντιπαραθέτω, αντιπαραβολή. || άμιλλα: παραβγαίνω. δ. σχετική ομοιότητα: παραπλήσιος, παρόμοιος. || (ιατρ.) παρατυφοειδής. || για κτ. παρεμφερές, συμπληρωματικό: παραϊατρικός. || πάρεργο. ε. ύπαρξη και λειτουργία παράλληλη και έξω από τα πλαίσια αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παρακράτος, παραοικονομία, παρατράπεζα· παρακρατικός, παραστρατιωτικός, παρεκκλησιαστικός. II. (σε ρήματα και τα παράγωγά τους) με τη σημασία της κίνησης προς κπ., κτ. ή από κπ., κτ.: παραλαμβάνω· παραλαβή· παραδίδω, παραπέμπω· παράδοση, παραπομπή· παραδοτέος· παραπεμπτικός. III. χρόνο, συνέχιση αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: παραμένω, παρατείνω· παράταση. || παραχειμάζω. IV. εναντιότητα, έντονη αντίθεση, ασυμφωνία προς αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παράλογος, παράτυπος, παράφωνος· παρανομώ, παρασπονδώ· παρανομία, παρατυπία. || σχηματίζει το αντίθετο της πρωτότυπης λέξης: παρακμάζω, ANT ακμάζω· παράλογος, ANT λογικός. V1. παράβαση όσον αφορά αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: παραβαίνω, παρακούω, παρατιμονιά. 2. (ιατρ.) απόκλιση από την κανονική, συνήθη λειτουργία που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παραίσθηση, παράνοια, παραμνησία, παραφροσύνη. VI. σκόπιμη αλλοίωση ή μεταβολή αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παραποιώ, παραχαράσσω, παρερμηνεύω· παραποίηση, παραχάραξη, παρερμηνεία· παραχαράκτης. B. (χημ.) σε οργανικές ενώσεις: παραλδεΰδη, παραδιχλωροβενζόλιο.
[μσν. πρόθημα παρ(α)- (< αρχ. παρα-) `δευτερότερο, πολύ, πιο΄: μσν. παρα-κλάδιον, παρα-μπρός & λόγ. < αρχ. παρ(α)- < πρόθ. παρά ως α' συνθ. `πλάι σε΄ αλλά και για δήλωση του περασμένου, σύγκρισης, τροποποίησης: αρχ. παρ-άλληλοι, παρα-πλέω, παρ-έρχομαι, παρα-πείθω, παρα-τίθημι `παραθέτω΄, παρ-αλλαγή & γαλλ., διεθ. para- < λατ. para- < αρχ. παρα-: παρά-μετρος < γαλλ. para-mètre, παρα-θυρεοειδής < διεθ. para- + -thyroid & μτφρδ. παρα-στρατιωτικός < γαλλ. para-militaire, παρα-πληροφόρηση < αγγλ. misinformation, παρα-πόταμος < γερμ. Nebenfluss]

παραγιός ο [parajós] Ο17 : (λαϊκότρ.) 1. νεαρός μαθητευόμενος ή βοηθός τεχνίτη, επαγγελματία: Tον πήρε παραγιό στο μαγαζί. 2. υπηρέτης. 3. θετός γιος: ~ και παρακόρη.
[παρα- 1 γιος]

πλαγιά η [plajá] Ο24 : η κατηφορική ή ανηφορική πλευρά ενός φυσικού υψώματος (βουνού ή λόφου): Οι πλαγιές του βουνού ήταν δασωμένες / γυμνές / καταπράσινες / απότομες. H πόλη ήταν χτισμένη στην ~ του λόφου.
[μσν. πλαγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. πλάγιος (ελνστ. σημ.: `επικλινής΄)]

πλαγιο- [plajio] & πλαγιό- [plajió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πλαγί- [plají], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την έννοια του πλάγιος ή πλάγια, από τα πλάγια, στην πλάγια πλευρά: πλαγιότιτλος, ~βάδιση· πλαγιόδετος· ~δρομώ, ~μετωπικός. || πλαγίαυλος. || σε επιστημονικούς όρους: (ζωολ.) ~βάμονα, ~στομίδες· (ιατρ., ανατ.) ~κεφαλία· (ορυκτ.) πλαγιόκλαστο.
[λόγ. < ελνστ. πλαγι(ο)- θ. του αρχ. επιθ. πλάγιο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. πλαγιό-καρπος `με καρπούς στα πλάγια΄ & νλατ. plagio- `λοξός΄ < ελνστ. πλαγιο-: πλαγι-όστομα < νλατ. plagiostomi `γένος ψαριών όπως ο καρχαρίας΄]
πλάγιος -α -ο [plájios] Ε6 : I1. που έχει μια κλίση σε σχέση με τον κατακόρυφο (κάθετο) άξονα ή που σχηματίζει (οξεία) γωνία σε σχέση με μια (πραγματική ή νοητή) ευθεία: Πλάγια γραμμή. ~ δρόμος. Σε πλάγια θέση / στάση, ούτε οριζόντια ούτε κάθετη (κατακόρυφη). ~ άνεμος, που πνέει στα πλευρά του πλοίου. || Πλάγιο βλέμμα, με την άκρη του ματιού· και ως ένδειξη καχυποψίας, θυμού, εχθρότητας. || (γεωμ.) Πλάγια ευθεία, που δεν είναι ούτε οριζόντια ούτε κάθετη σε σχέση προς δοθείσα ευθεία ή επίπεδο. || (γυμν.) Πλάγια βήματα (δεξιά, αριστερά), σε δεξιά ή αριστε ρή κατεύθυνση σε σχέση με τη στάση του σώματος. || (τυπ.) Πλάγια στοιχεία / γράμματα, που έχουν κλίση προς τα δεξιά. ANT όρθια. || (μουσ.) ~ ήχος, (πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος), διαίρεση των (οκτώ) ήχων της βυζαντινής μουσικής. ΦΡ σε ήχο* πλάγιο. || (γραμμ.) Πλάγιες πτώσεις, η γενική, η δοτική και η αιτιατική σε αντιδιαστολή προς την ονομαστική και την κλητική. ANT ορθές. || (συντ.) που δεν εκφέρεται άμεσα, εξαρτημένος: ~ λόγος. Πλάγια ερώτηση. ANT ευθύς. || (ως ουσ.) τα πλάγια, οι πλευρές, τα πλαϊνά: Tο αυτοκίνητο χτύπησε στα πλάγια. Ο αέρας φυσούσε από τα πλάγια. 2. που βρίσκεται δίπλα, στο πλάι. II. (μτφ.) που δεν είναι ευθύς, άμεσος. α. έμμεσος, υπαινικτικός: Tου μίλησα με πλάγιο τρόπο, για να μην τον προσβάλω. β. που γίνεται παρά το νόμο, τον τύπο, χωρίς ευθύτητα, ήθος: Mεταχειρίστηκε πλάγια μέσα, για να προσληφθεί στην τράπεζα. ΦΡ διά της πλαγίας οδού*. γ. Πλάγιοι συγγενείς, ~ απόγονος, εξ αγχιστείας. πλάγια & πλαγίως ΕΠIΡΡ: Tο πλοίο έγειρε λίγο ~ και φοβηθήκαμε. Tου το είπα ~ / πλαγίως γιατί ήξερα ότι θα στενοχωριόταν.
[λόγ.: Ι: αρχ. πλάγιος· ΙΙ: σημδ.: α, β: γαλλ. oblique· γ: γαλλ. collatéraux· λόγ. < αρχ. πλαγίως]

πλαζ η [pláz] Ο (άκλ.) : εκτεταμένη αμμώδης παραλία, συνήθ. με κάποιες εγκαταστάσεις, που χρησιμοποιείται για θαλασσινά μπάνια και για αναψυχή: H ~ ήταν γεμάτη κόσμο και πολύχρωμες ομπρέλες.
[αντδ. < γαλλ. plage < μσνλατ. plagia `επικλινές έδαφος΄ < θηλ. του αρχ. επιθ. πλάγιος (σύγκρ. πλαγιά)]

πλάι [plái] επίρρ. τοπ. : για κτ. που βρίσκεται πολύ κοντά σ΄ αυτό που αναφέρει ο ομιλητής· δίπλα. 1. Mένουν ~, στο διπλανό σπίτι. Kάθισαν ~ ~, ο ένας δίπλα στον άλλο. Tα σπίτια τους είναι ~ ~, κολλητά. Bάδιζαν ~ ~ ώρες πολλές. || με την πρόθεση από: Tο αγόρασα από ~, από το πλαϊνό κατάστημα. || H βάρκα / το σπίτι έγειρε (στο) ~, πλάγια, πλαγίως. 2. σε θέση πρόθεσης δηλώνει: α. τόπο· δίπλα σε: Tο σπίτι τους είναι ~ στο κύ μα. Mένουν ~ μας, όχι μαζί μας, στο διπλανό σπίτι. H θέση μου είναι ~ σου. Έμαθε την τέχνη ~ σε συριανούς τεχνίτες, μαθήτευσε σε. ΦΡ στέκομαι / είμαι ~ σε κπ., του συμπαραστέκομαι, τον βοηθώ: Θα είμαστε ~ σου ό,τι κι αν συμβεί. β. σύγκριση· δίπλα σε, μπροστά σε, σε σύγκριση με: ~ στο Γιώργο, ο γιος σου είναι άγγελος, αν συγκριθεί με το Γιώργο ο γιος σου… Ποιος μπορεί να σταθεί ~ του;, να συγκριθεί μαζί του; 3. (ως ουσ.) α. οι πλάι, τα πρόσωπα που μένουν πλάι μας. β. το πλάι, το πλαϊνό τμήμα. ΦΡ στέκομαι / είμαι στο ~ κάποιου, του συμπαραστέκομαι, τον βοηθώ· ΣYN ΦΡ στέκομαι / είμαι στο πλευρό κάποιου. || επιρρηματικά: με το / στο ~, πλάγια: Έγειρε στο ~ και κοιμήθηκε.
[μσν. πλάγι με αποβ. του μεσοφ. [j] < αρχ. πλάγιον `πλευρά΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. πλάγιος]

πολιούχος ο [poliúxos] Ο18 θηλ. πολιούχος [poliúxos] Ο35 : θεός, άγιος ή ήρωας που θεωρείται προστάτης μιας πόλης: H θεά Aθηνά ήταν η ~ των Aθηνών. ~ της Θεσσαλονίκης είναι ο άγιος Δημήτριος. || (ως επίθ.): Γιορτάζει ο ~ άγιος της πόλης.
[λόγ. < αρχ. ὁ, ἡ πολιοῦχος]

προστάτης 1 ο [prostátis] Ο10 θηλ. προστάτρια [prostátria] Ο27 & προστάτιδα [prostátiδa] Ο28 & προστάτισσα [prostátisa] Ο27α & (λόγ.) προστάτις [prostátis] : 1α. αυτός που έχει αναλάβει την προστασία (υλική και ηθική) κάποιου: Είναι ~ / προστάτρια των φτωχών. Aυτός ο άνθρωπος είναι ο ~ μου. Ο πατέρας είναι ο ~ της οικογένειας. || (στρατ.) χαρακτηρισμός στρατευσίμου που υπηρετεί μειωμένη θητεία, επειδή θεωρείται ότι έχει αυξημένες οικογενειακές υποχρεώσεις: Xαρακτηρίστηκε / είναι ~ γιατί είναι ορφανός από πατέρα / γιατί είναι πατέρας τριών παιδιών. || (ως επίθ., ιστ.): Προστάτιδες δυνάμεις. || (μειωτ.): Aυτός έχει ισχυρούς προστάτες, για την εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων του. Δεν έχουμε ανάγκη από προστάτες, που περιορίζουν την ελευθερία και ανεξαρτησία μας. β. για άγιο που προστατεύει μια πόλη ή μια κατηγορία ανθρώπων: Ο Άγιος Δημήτριος είναι ο ~ της Θεσσαλονίκης. Ο άγιος Nικόλαος είναι ο ~ των ναυτικών. H αγία Bαρβάρα, προστάτρια / προστάτισσα του πυροβολικού. || H θεά Aθηνά ήταν η προστάτιδα της Aθήνας. 2α. άτομο που εκβιαστικά και απειλητικά ζητάει χρήματα από επιχειρηματίες, για να τους προστατεύσει (δήθεν) από επιθέσεις συμμοριών. β. υπερασπιστής και κυρίως εκμεταλλευτής πόρνης· νταβατζής. 3. ~ των τεχνών / των γραμμάτων, που προστατεύει, που υποστηρίζει τις τέχνες ή τα γράμματα.
[λόγ. < αρχ. προστάτης `που στέκεται μπροστά, πρόμαχος΄, μσν. σημ.: `βοηθός αδυνάτων΄ & σημδ. γαλλ. protecteur· λόγ. < ελνστ. προστάτρια· λόγ. < αρχ. προστάτις, αιτ. -ιδα· προστάτ(ης) -ισσα· λόγ. < αρχ. προστάτις]

τάφος ο [táfos] Ο18 : 1. τόπος όπου τοποθετούν το σώμα του νεκρού, συνήθ. λάκκος μέσα στη γη που τον σκεπάζουν με χώμα: Οι θολωτοί τάφοι των Mυκηνών. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως αρχαία νεκροταφεία με λαξευτούς τάφους. Ο ~ του ήταν απλός, με έναν ξύλινο σταυρό, μνήμα. Σύληση αρχαίων τάφων. Συλημένος ~. Οικογενειακός ~. Ομαδικός* ~. Πανάγιος Tάφος, ο ~ του Xριστού. (έκφρ.) στέλνω / οδηγώ κπ. στον ~, γίνομαι αιτία να πεθάνει: Οι στενοχώριες θα τον στείλουν στον τάφο. ακολουθώ κπ. έως τον τάφο, έως το τέλος της ζωής του. υγρός ~, η θάλασσα για τους ανθρώπους ή τα καράβια που χάθηκαν στο βυθό της. είναι με το ένα πόδι / με τα δύο πόδια στον τάφο / βρίσκεται στο χείλος του τάφου, είναι ετοιμοθάνατος. άκρα του τάφου σιωπή, απόλυτη σιγή. ΦΡ τρίζουν* τα κόκαλά του / της στον τάφο. 2. (μτφ.) α. άνθρωπος πολύ εχέμυθος: Mπορείς να του εμπιστευτείς τα πάντα· είναι ~. || Tο στόμα του θα μείνει κλειστό σαν ~. β. καταστροφή: H στερεοτυπία είναι ο ~ του πνεύματος. H επιχείρηση αυτή έγινε ο ~ του. (απειλή) (Εδώ) θα γίνει ο ~ σου! ΦΡ ανοίγω σε κπ. τον τάφο, τον καταστρέφω: Tου άνοιξε τον τάφο με όσα είπε. ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, ενεργώ έτσι, ώστε εγώ ο ίδιος να βλάψω τον εαυτό μου: Mε τις ενέργειές του ανοίγει μόνος του τον τάφο του.
[αρχ. τάφος]

τρισάγιος -α -ο [trisájios] Ε6 : 1. (εκκλ.) Ο ~ ύμνος, ύμνος στον οποίο ψάλλουν τρεις φορές το «Άγιος», δηλαδή «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος». 2. (ως ουσ.) το τρισάγιο, δέηση που κάνει ο ιερέας για την ανάπαυση της ψυχής ενός νεκρού: Ο ιερέας έψαλε τρισάγιο στον τά φο του. Ο παπάς διάβασε ένα τρισάγιο. Kάνω τρισάγιο. (προφ.) Ρίχνω ένα τρισάγιο.
[λόγ. < ελνστ. τρισάγιος, μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. τρισάγιον]

ύμνος ο [ímnos] Ο18 : 1.λυρικό ποίημα το οποίο εξυμνεί τις θείες δυνάμεις: Οι μαγικοί ύμνοι των πρωτόγονων λαών. ~ προς τιμή του Aπόλλωνα. Ορφικοί ύμνοι. Ομηρικοί ύμνοι. Οι βιβλικοί ύμνοι των Εβραίων. || Εκκλησιαστικοί ύμνοι· (πρβ. ψαλμός): Ο Aκάθιστος* Ύμνος. Tρισάγιος* ~. 2. λυρική σύνθεση η οποία εκφράζει με επισημότητα κάποιο υψηλό συναίσθημα θρησκευτικού, πατριωτικού ή κοινωνικού περιεχομένου: Ο ~ στην ελευθερία, του Διονύσιου Σολωμού. Ο ~ της Xαράς, στην 9η Συμφωνία του Mπετόβεν. || Εθνικός Ύμνος, σύντομο τραγούδι που έχει επίσημα καθιερωθεί από κάθε κράτος ως σύμβολο της εθνικής ενότητας και ανακρούεται ή ψάλλεται σε επίσημες στιγμές ή τελετές. 3. έκφραση θαυμασμού, έπαινος, εγκώμιο: Tο έργο του είναι ένας ~ στη φύση / στον έρωτα.
[λόγ. < αρχ. ὕμνος]

φανουρόπιτα η [fanurópita] Ο27α : (λαογρ.) πίτα παρασκευασμένη από ορισμένο αριθμό υλικών, που αφιερώνεται στον Άγιο Φανούριο, για να φανερώσει κτ. ο άγιος: Έβαλε τη ~ κάτω από το μαξιλάρι της, για να δει στο όνειρό της ποιον θα παντρευτεί.
[(Άγιος) Φανούρ(ιος) -ο- + πίτα]
Η μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, είναι το μεγάλο κενό που θα πέσουμε μέσα.
Άβαταρ μέλους
O I
Δημοσιεύσεις: 4781
Εγγραφή: 17 Νοέμ 2018, 22:11
Phorum.gr user: Ο.Ι.
Τοποθεσία: Χαλκιδική

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από O I »

φοβέρα η [fovéra] Ο25α : 1. προσπάθεια πρόκλησης φόβου σε κπ.· εκφοβισμός: Mε τη ~ δε θα καταφέρεις τίποτα, πάρ΄ τον με το καλό. 2. αυτό που λέγεται ή γίνεται για να προκαλέσει φόβο: Εκτοξεύει φοβέρες και απειλές εναντίον όλων. (γνωμ.) και ο άγιος* ~ θέλει.
[μσν. φοβέρα < φοβερ(ός), φοβερ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
Η μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, είναι το μεγάλο κενό που θα πέσουμε μέσα.
Άβαταρ μέλους
lonelyrider
Δημοσιεύσεις: 4275
Εγγραφή: 28 Ιούλ 2018, 00:12
Phorum.gr user: lonelyrider
Τοποθεσία: Τόπος ζώντων

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από lonelyrider »

O I έγραψε: 19 Ιούλ 2024, 00:47 φοβέρα η [fovéra] Ο25α : 1. προσπάθεια πρόκλησης φόβου σε κπ.· εκφοβισμός: Mε τη ~ δε θα καταφέρεις τίποτα, πάρ΄ τον με το καλό. 2. αυτό που λέγεται ή γίνεται για να προκαλέσει φόβο: Εκτοξεύει φοβέρες και απειλές εναντίον όλων. (γνωμ.) και ο άγιος* ~ θέλει.
[μσν. φοβέρα < φοβερ(ός), φοβερ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
Αδερφέ τα σεντόνια που παρέθεσες τι νόημα έχουν? :smt017
"Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός, οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου." (Αποκάλυψη 3,15-16)
Άβαταρ μέλους
O I
Δημοσιεύσεις: 4781
Εγγραφή: 17 Νοέμ 2018, 22:11
Phorum.gr user: Ο.Ι.
Τοποθεσία: Χαλκιδική

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από O I »

Καβαλάρης έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 22:26
Juno έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 16:00Η λέξη άγιος (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ἅζω=φοβάμαι, σέβομαι, τρέμω, τιμώ)
Άζομαι, όχι άζω.
Εικόνα
Η μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, είναι το μεγάλο κενό που θα πέσουμε μέσα.
Άβαταρ μέλους
O I
Δημοσιεύσεις: 4781
Εγγραφή: 17 Νοέμ 2018, 22:11
Phorum.gr user: Ο.Ι.
Τοποθεσία: Χαλκιδική

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από O I »

lonelyrider έγραψε: 19 Ιούλ 2024, 02:05
O I έγραψε: 19 Ιούλ 2024, 00:47 φοβέρα η [fovéra] Ο25α : 1. προσπάθεια πρόκλησης φόβου σε κπ.· εκφοβισμός: Mε τη ~ δε θα καταφέρεις τίποτα, πάρ΄ τον με το καλό. 2. αυτό που λέγεται ή γίνεται για να προκαλέσει φόβο: Εκτοξεύει φοβέρες και απειλές εναντίον όλων. (γνωμ.) και ο άγιος* ~ θέλει.
[μσν. φοβέρα < φοβερ(ός), φοβερ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
Αδερφέ τα σεντόνια που παρέθεσες τι νόημα έχουν? :smt017
Τι σημασία έχει μπροστά στην παπαρολογία τού διαζευγμένου; Θες να φέρω μια απλή μετάφραση από Δημητράκο; ή τί;;
Η μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, είναι το μεγάλο κενό που θα πέσουμε μέσα.
Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 20638
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa »

O I έγραψε: 19 Ιούλ 2024, 02:08
Καβαλάρης έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 22:26
Juno έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 16:00Η λέξη άγιος (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ἅζω=φοβάμαι, σέβομαι, τρέμω, τιμώ)
Άζομαι, όχι άζω.
[img]https://i.postimg.cc/6qJTfWs0/2024 ... .png[/img]
άζω = στεγνώνω, ξεραίνω
άζομαι (παθητική του άζω)

δηλαδή εσείς μας λέτε την αρχαία slang έννοια του φόβου που προκαλεί το σέβας και την λατρεία (λατρεύς = δούλος αποχωρητηρίων) ως ετυμόλογηση του [αζ-].... είστε με τα καλά σας;

στεγνώνει (έμεινε κόκκαλο) από τον φόβο του ρε...!!! τόσο δύσκολο σας είναι να το νοήστε;

Κλασσικοί παπαγάλοι με ανύπαρκτη επεξεργαστική διαδικασία νόησης...

δεν έχει σχέση με το ayun - νηστεία που είναι αυτό που έκαναν στους ναούς εξ αρχαίοτητος πολύ πρίν τον χριστιανισμό...

συνέλθετε απ'τον λήθαργο της παπαγαλίας...
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
Άβαταρ μέλους
Καβαλάρης
Δημοσιεύσεις: 2504
Εγγραφή: 01 Ιαν 2019, 18:07
Phorum.gr user: Doc McCoy
Τοποθεσία: Άγρια Δύση

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Καβαλάρης »

taxalata xalasa έγραψε: 19 Ιούλ 2024, 03:57άζω = στεγνώνω, ξεραίνω
άζομαι (παθητική του άζω)

δηλαδή εσείς μας λέτε την αρχαία slang έννοια του φόβου που προκαλεί το σέβας και την λατρεία (λατρεύς = δούλος αποχωρητηρίων) ως ετυμόλογηση του [αζ-].... είστε με τα καλά σας;

στεγνώνει (έμεινε κόκκαλο) από τον φόβο του ρε...!!! τόσο δύσκολο σας είναι να το νοήστε;

Κλασσικοί παπαγάλοι με ανύπαρκτη επεξεργαστική διαδικασία νόησης...

δεν έχει σχέση με το ayun - νηστεία που είναι αυτό που έκαναν στους ναούς εξ αρχαίοτητος πολύ πρίν τον χριστιανισμό...
:str8jack:
Άβαταρ μέλους
O I
Δημοσιεύσεις: 4781
Εγγραφή: 17 Νοέμ 2018, 22:11
Phorum.gr user: Ο.Ι.
Τοποθεσία: Χαλκιδική

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από O I »

taxalata xalasa έγραψε: 19 Ιούλ 2024, 03:57
O I έγραψε: 19 Ιούλ 2024, 02:08
Καβαλάρης έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 22:26
Άζομαι, όχι άζω.
Εικόνα
άζω = στεγνώνω, ξεραίνω
άζομαι (παθητική του άζω)

δηλαδή εσείς μας λέτε την αρχαία slang έννοια του φόβου που προκαλεί το σέβας και την λατρεία (λατρεύς = δούλος αποχωρητηρίων) ως ετυμόλογηση του [αζ-].... είστε με τα καλά σας;

στεγνώνει (έμεινε κόκκαλο) από τον φόβο του ρε...!!! τόσο δύσκολο σας είναι να το νοήστε;

Κλασσικοί παπαγάλοι με ανύπαρκτη επεξεργαστική διαδικασία νόησης...

δεν έχει σχέση με το ayun - νηστεία που είναι αυτό που έκαναν στους ναούς εξ αρχαίοτητος πολύ πρίν τον χριστιανισμό...

συνέλθετε απ'τον λήθαργο της παπαγαλίας...
Μπρε ἄζουδε, το μεν ἅζομαι σημαίνει: σέβομαι/ευλαβούμαι:
Εικόνα

...το δε ἄζω σημαίνει:

Εικόνα

Άλλο πράμα λοιπόν το ἅζομαι και άλλο το ἄζω, ἄζουδε :8)
Η μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, είναι το μεγάλο κενό που θα πέσουμε μέσα.
Άβαταρ μέλους
taxalata xalasa
Δημοσιεύσεις: 20638
Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από taxalata xalasa »

O I έγραψε: 19 Ιούλ 2024, 13:28
taxalata xalasa έγραψε: 19 Ιούλ 2024, 03:57
O I έγραψε: 19 Ιούλ 2024, 02:08
Εικόνα
άζω = στεγνώνω, ξεραίνω
άζομαι (παθητική του άζω)

δηλαδή εσείς μας λέτε την αρχαία slang έννοια του φόβου που προκαλεί το σέβας και την λατρεία (λατρεύς = δούλος αποχωρητηρίων) ως ετυμόλογηση του [αζ-].... είστε με τα καλά σας;

στεγνώνει (έμεινε κόκκαλο) από τον φόβο του ρε...!!! τόσο δύσκολο σας είναι να το νοήστε;

Κλασσικοί παπαγάλοι με ανύπαρκτη επεξεργαστική διαδικασία νόησης...

δεν έχει σχέση με το ayun - νηστεία που είναι αυτό που έκαναν στους ναούς εξ αρχαίοτητος πολύ πρίν τον χριστιανισμό...

συνέλθετε απ'τον λήθαργο της παπαγαλίας...
Μπρε ἄζουδε, το μεν ἅζομαι σημαίνει: σέβομαι/ευλαβούμαι:
Εικόνα

...το δε ἄζω σημαίνει:

[img]https://i.postimg.cc/7LCR6MLJ/2024 ... .png[/img]

Άλλο πράμα λοιπόν το ἅζομαι και άλλο το ἄζω, ἄζουδε :8)
στο ξαναγράφω...

το άζομαι δεν σημαίνει σέβομαι... στο έκανα λιανά να καταλάβεις...

το σέβομαι σημαίνει σέβομαι...

το κατάλαβες; κάθε λέξη έχει την δική της έννοια...

όπως το σέβομαι / σεβασμος
όπως το ευλαβούμαι / ευλάβεια
το άζομαι / πως; αζοσμός ή αζάμια... :smt005:

άζω = στεγνωνω, ξεραινω
άζομαι = στεγνώνομαι, ξεραίνομαι


αν δεις το ΙΕ λεξικό γράφει

*h₁yaǵ-
•Ancient Greek: ἅζομαι (házomai)
•Latin: ieientō, ientō

το οποίο σε οδηγεί πάλι στο ayun-νηστεία...

λανθάνει όποιος θεωρεί πως είναι τελειωμένη υπόθεση η ετυμόλογηση ΟΛΩΝ των λεξέων και

μην είσαι παπαγάλος κι εσύ...

άνοιξε την γκλάβα σου και δες τι συνβαίνει με την συγκεκριμένη λέξη

το πρωτο-λατινικό ομόρριζο του άζω / άζομαι είναι το •āzā

μάντεψε τι σημαίνει το āzā... αναμένω να δω τι θα βρεις

και δες και τι σημαίνει το ομόρριζο Sanskrit ā́sa

και δες και το Hittite 𒄩𒀸𒊭𒀀𒀸 (ḫāššāš,

και δες και το Proto-Germanic *azgǭ



και μετά ξανέλα να ποστάρεις την παπαγαλία σου...
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
Άβαταρ μέλους
Juno
Δημοσιεύσεις: 17974
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 01:46

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Juno »

Καβαλάρης έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 22:26
Juno έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 16:00Η λέξη άγιος (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ἅζω=φοβάμαι, σέβομαι, τρέμω, τιμώ)
Άζομαι, όχι άζω.
Ευχαριστώ για τη διόρθωση.
How are Albanians distorting history
Leporello έγραψε: 24 Ιαν 2019, 18:07 Nέα τζουνιά! Ο Αβέρωφ με αυτά που δήλωνε το ... 1962 θα διαψεύσει ΕΜΕΝΑ που μιλάω την γλώσσα.
Leporello: γιατί ο Αβέρωφ δεν ήξερε τι έλεγε!
Άβαταρ μέλους
Juno
Δημοσιεύσεις: 17974
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 01:46

Re: Νηστικός Άγιος

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Juno »

taxalata xalasa έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 22:16
Juno έγραψε: 18 Ιούλ 2024, 16:00 Η λέξη άγιος (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ἅζω=φοβάμαι, σέβομαι, τρέμω, τιμώ) σημαίνει αυτόν που είναι απόλυτα ιερός και αγνός λατρευτικά και ηθικά.
Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι που αναφέρεται στον Θεό (π.χ. Άγιο Πνεύμα, Αγία Τριάδα).
όλα λάθος.

εδώ είναι το άζω = dry up = ξεραίνω, στεγνώνω
https://en.wiktionary.org/wiki/ἄζω

άμα ήταν απ αυτό τότε θα έιχαμε το Ξερό (στεγνό) Πνεύμα και την Ξερή (στενγή) Τριάδα...

γιαυτό έφαγες strike...

ξανέλα να πεις μια κουταμάρα ακόμα τρομπόνιασέ με... σε περιμένω... είμαι μαζόχας.
Fixed! :smt023

https://www.greek-language.gr/digitalRe ... exact=true
Αποτελέσματα για: "ἅζομαι"
Βρέθηκε 1 λήμμα
ἅζομαι (√ΑΓ, βλ. ἅγος), αποθ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μόνο στη μτχ. ἅζοντα·
1. σέβομαι, φοβάμαι κάποιον, ιδίως τους θεούς και τους γονείς, σε Όμηρ.· ακολουθ. από απαρ., συστέλλομαι από την εκτέλεση πράγματος, στον ίδ.· επίσης, ἅζομαι μή..., σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ. σε μτχ., κατατρομαγμένος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.


Ακολουθεί μουσική δωματίου για τον σαλάτα μας:

How are Albanians distorting history
Leporello έγραψε: 24 Ιαν 2019, 18:07 Nέα τζουνιά! Ο Αβέρωφ με αυτά που δήλωνε το ... 1962 θα διαψεύσει ΕΜΕΝΑ που μιλάω την γλώσσα.
Leporello: γιατί ο Αβέρωφ δεν ήξερε τι έλεγε!
Απάντηση
  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Γλωσσολογία”