Ε τότε γράψε την στην τουαλέτα ρε τύπε.enterprise-psi έγραψε: 29 Ιουν 2024, 11:06 Πολύ καλός ο Όττο .
Θέλω και εγώ να γράψω κάτι αλλά είμαι δυσκοίλιος![]()
!!! DEVELOPMENT MODE !!!
Short Horror Stories - Phorum Edition
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Dein Herz, meine Gier
Ab jetzt gehörst du nur mir
Ab jetzt gehörst du nur mir
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Οι τελίτσες δεν αφορούν στην εν λόγω σαλταρισμένη αλλά στους υποστηρικτές της, για τον ψ ή χ λόγο.
Και ουδείς λόγος ανησυχίας, όλοι θα τη δουν ως αόρατο μελάνι. Είναι η φτιάξη τους τέτοια.
Η ελπίδα είναι παγίδα.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
ας γράψω και εγώ κάτι για πρώτη φορά.
Είμαστε κάπου στα μέσα προς τέλη των 00’s
ο Otto Weininger ένας Έλληνας από μια συνοικία του Πειραιά ετοιμάζεται για το ταξίδι των σπουδών του στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Τεργέστης, μια βορειοανατολική πόλη της Ιταλίας. Σπουδές φαρμακευτικής ούτως ώστε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση.
Ο Οττο είναι ένας νέος καλλιεργημένος, φιλομαθής, με έντονες ανησυχίες, ιδιαίτερα στο μεταφυσικό και ειδικά μετά από ένα περιστατικό που ειχε συμβεί στα χρόνια της πρώιμης εφηβείας του, χωρίς αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την αγάπη του για τη φιλοσοφία αλλά και τα ουσιαστικά προβλήματα που πάντα έψαχνε να βρεί λύσεις.
Φτάνοντας σε αυτή την πανέμορφη ιταλική πόλη, ξεκινά γοργά να μάθει τον τρόπο ζωής ούτως ώστε ο εγκλιματισμός να είναι ευκολότερος για αυτόν σε ένα μέρος πολύ διαφορετικό από την γενέτειρα του.
Πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο έχει δίπλα του δύο ακόμη νέους φοιτητές, ο ένας είναι ο Μάσσιμο γεννημένος στην Πεσκάρα από φτωχή οικογένεια η οποία στερείται τα πάντα για να τον σπουδάσει και να τον βγάλει από τη δύσκολη ζωή, θερμόαιμος, φωνακλάς, παρορμητικός. Ο έτερος συμφοιτητής είναι ο Φάμπιο που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό της Καλαβρίας, το Καστροβιλάρι, λίγο έξω από την Κοζέντσα, γόνος εύπορης οικογένειας, αρκετά διαβασμένος, λιγομίλητος. Αυτοί οι τρεις φοιτητές έμελλε να γίνουν μια παρέα που θα είναι σχεδόν αχώριστη κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, με τα πειράγματα του ενός προς τον άλλο. Ο μάσσιμο κάποιες φορές ξεπερνούσε λίγο τα όρια προς τον Καλαβρέζο αλλά ο Όττο ήταν εκεί για να κρατάει ισορροπίες.
Ένα βράδυ στο όνειρο του ο Οττο βλέπει να ξυπνάει εντος μιας καθολικής εκκλησίας που δεν ειχε ξαναδεί, ένιωσε σα να κοιμόταν μέσα στον ύπνο του, πρώτη του εικόνα η Αγιά τράπεζα με το τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο και ένα πέπλο από πάνω της που δε μπορούσε να ξεχωρίσει αν ηταν λόγω της υγρασίας ή ήταν μια άυλη οντότητα, δεν έβγαινε λέξη, ένιωθε πως δεν είναι συνηθισμένος εφιάλτης, προσπαθούσε να ξυπνήσει αλλά κατέληγε σε μια λούπα που κάθε φορά που ξυπνούσε βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Αυτή η οντότητα τελικά πανω από την αγια τράπεζα ακουγόταν σα να λέει κάτι ακατάληπτα Λατινικά, μόλις ο Οττο ξυπνησε κανονικά είχε στο μυαλο του και μουρμούριζε τρεις λέξεις, Φάβολα(μύθος), Τεζορο(θησαυρός), Σκάτολα(κουτί). Δεν άντεχε, ειχε μια περίεργη διαθεση, που έγινε ακόμη χειρότερη όταν ανοιξε τα παράθυρα και αντίκρυσε όλη την πιατσα Ουνιτά με αυτό το πέπλο. Τεργέστη βέβαια και η υγρασία είναι κάτι αρκετά σύνηθες.
Τις επόμενες μέρες συνεχώς είχε στο μυαλό του αυτές τις τρείς λέξεις σε σημείο εμμονής που έπιανε τον εαυτό του να τις μουρμουρίζει ακόμη και σε άσχετες στιγμές.
Μια από αυτές τις φορές τον άκουσε ο Φάμπιο
<< Πες μου τι ειπες;>> του λέει ο Φάμπιο
<< τίποτα μωρε, βλακείες, μου έχει κολλησει ένα τραγουδι και το σιγοτραγουδο» απάντησε ο όττο
«Πες μου τι ειπες σε παρακαλώ»
Με τα πολλά μοιράζεται μαζί του και το όνειρο και ολη την αίσθηση που ένιωσε. Ο Φάμπιο τον κοιταξε σκεπτικος και του ειπε πως ακριβώς το ίδιο όνειρο το βλέπει από 10 ετών και έχει ψάξει πολύ σχετικά. Του αναφέρει πως έχει βρεί τον ναό ο οποίος είναι κάπου στο Μπολζάνο και πως εκεί κρύβεται ο θησαυρός, μάλιστα από τις μελέτες σε μεσαιωνικά κειμενα είχε βρει και ένα χάρτη. Στο ερώτημα του γιατί δεν πήγαινε εκεί να τον βρεί έφερε ως δικαιολογία τον φοβο που ειχε για τα αποκρυφιστικά παρόλη την περιέργεια του. Σε κάθε περίπτωση όμως θα μπορούσε να του πουλήσει το χάρτη έναντι χιλιών ευρώ.
Ο Οττο δεν έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή αλλά το μυαλό του δε ξέφευγε, ούτε από τον χάρτη αλλά ούτε και από τις τρεις λέξεις που ειχε συνεχώς μέσα του.
Αποφασίζει να το εκμυστηρευτεί στον τρίτο της παρέας
Ο θερμόαιμος και ορθολογιστής Μάσσιμο αρχίζει να γελάει
-πιστεύεις αυτό τον βλάκα και τις φαντασιώσεις του, εχει χαζέψει από την αγαμία, δεν υπάρχουν ουτε θησαυροί ούτε τίποτα, η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη, γεννιέσαι πλούσιος; εισαι πλούσιος. Γεννιέσαι φτωχός; Θα παλεύεις μια ζωή.
Όμως οι καθημερινές του οικονομικές δυσκολίες τον έκαναν να έχει στο πίσω μερος του μυαλού, μήπως αυτή η αστεία ιστορία είναι εν τέλει αληθινή.
Οι δύο φίλοι αποφασίζουν να αγοράσουν το χάρτη και παίρνουν το ταξίδι για την τυρολέζικη πόλη του Μπολζάνο.
Κανένας ναός με αυτό το όνομα, όλοι οι ναοί στην περιοχή δεν είχαν καμια σχέση με αυτό που ειχε δει ο Οττο στο όνειρο του. Το μόνο που έκανε εντύπωση είναι μια νέα πολύ όμορφη κοπέλα που κρατούσε στα χέρια της ένα κιβώτιο , τόσο όμορφη που αδύνατο να μη την κοιτάξεις, η οποία τους πλησίασε, τους ζήτησε αν μπορούν να την βοηθήσουν να το βάλει στο αυτοκίνητο, τους ευχαρίστησε και έφυγε.
«Στο είπα μας κορόιδεψε ο τερρονο, στο είπα, τον πληρώσαμε και αυτος γελάει σε βάρος μας, πως θα το πω στην οικογένεια μου πως χάλασα όλα τα χρήματα του μήνα για μια βλακεία, μόλις φτάσουμε στην Τεργέστη θα τον σκοτώσω, μα το θεό»
Γυρνώντας στην Τεργέστη την επόμενη μέρα αναζητούν τον Φάμπιο αλλά πουθενά, άφαντος από όλους, στη γραμματεία της σχολής φαίνεται πως διέκοψε βίαια τις σπουδές του, οι δύο φίλοι πέφτουν από τα σύννεφα, αλλά να έκανε κάτι τέτοιο για μόλις χίλια ευρώ και μάλιστα από τη στιγμή που δεν ειχε οικονομικό πρόβλημα; Κάτι δε κολλάει σκέπτεται ο Όττο σα πιο λογικός και σε αντίθεση με τον Μάσσιμο που ήθελε να τα βάλει με δίκαιους και άδικους.
Το θέμα είναι πως από τη στιγμή που έφυγαν από το Μπολζάνο, ο Οττο έχει μονίμως μια αίσθηση πως κάτι τον παρακολουθεί, μονίμως νιώθει κάτι το παγωμένο και απόκοσμο γύρω του και σε αυτό δεν ευθύνεται το πολύ κακό κλίμα της περιοχής. Κάθε μέρα να γίνεται όλο και πιο έντονο σε σημειο να φοβάται να μένει μόνος, το μυαλό παίζει περίεργα παιγνίδια, βλέπει μονίμως μια σκιά δίπλα στο ειδωλο του, μια σκιά όμοια με αυτή του ονείρου του. Κάτι δε πάει καλά, κάτι πρέπει να κάνω, αρχίζουν και του μπαίνουν ιδέες μήπως χάνει το μυαλό του, μήπως αυτή η εμμονή του αντικαθιστά τη ζωή.
«Θα πάω στο Καστροβιλάρι να βρω τον φάμπιο, ακόμη και να μην είναι εκεί, κάποιος θα ξέρει»
την ώρα που σκέπτεται να το μοιραστεί με τον φίλο του, τον καλεί πρώτος ο Μάσσιμο στο τηλέφωνο έντρομος με τρεμάμενη φωνή
«Όττο μην κάνεις αυτό που σκέπτεσαι, ότι έγινε έγινε, χάσαμε χίλια ευρώ»
Δε τον ειχε συνηθίσει έτσι. Πρώτη σκέψη είναι πως μάλλον είχε απειληθεί από τον ίδιο τον Φάμπιο,
« Ποιος ξέρει, Νότιος είναι, μπορεί να έχει επαφές με το τοπικό έγκλημα, αλλά και πάλι κάτι δε κολλάει, δε κάνεις τέτοια ιστορία για χίλια ευρώ, δεν απειλείς για ένα τέτοιο ποσό. Θα πάω να τον βρω και ότι θέλει ας γίνει»
Η απόσταση για το Καστροβιλάρι, το μικρό χωριό της Καλαβρίας είναι μεγάλη. Πρώτα αεροπλάνο μέχρι τη Νάπολι και μετά λεωφορείο κάποιες ωρες.
Φτάνει στο Καστροβιλάρι το καταμεσήμερο, ο καιρός τέλειος, καμια σχέση με τον ιταλικό βορρά. Μικρό χωριό, τυπικό χωριό του Νότου. Σκέφτεται να τον ψάξει μιας και το κινητό του είναι απενεργοποιημένο για μέρες.
«Καλησπέρα σας, ψάχνω τον Φάμπιο Φοτζα»
«Ζητάς τον Φάμπιο; Γιατί; ποιος είσαι; τι θέλεις στο χωριό μας, είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι, καλό θα ήταν να πηγαίνεις»
Το ίδιο αποκρίθηκε και άλλος κάτοικος με τρόμο. Η αίσθηση του παγωμένου και της παρακολούθησης γινεται εντονότερη. Κάτι δε πάει καλά.
«θα πάω να προσευχηθώ, κάτι δε πάει καλά, κάτι δεν είναι όπως φαίνεται»
Μπαίνει στον ναο του St.Giugliano.
Αυτός είναι ο ναός του ονείρου του. Θέλει να βγάλει φωνή αλλά μάταια, διάφορες σκιές να του κατακλύζουν, νιώθει να χάνει τις αισθήσεις του από φόβο και αδυναμία ενώ στο τέλος προσπαθεί να βγεί έξω και το καταφέρνει, με κάθε δύναμη που του εχει απομείνει απομακρύνεται από τον ναό που του έδωσε μια αίσθηση πρωτόγνωρης φοβίας, σαν ο ίδιος ο ναός να μη τον θέλει μέσα.
Ο περαστικός που ειχε ρωτήσει πριν είναι εκεί και τον παρακολουθεί
«φυγε, φύγε, ο Φάμπιο δεν είναι εδώ, τι άλλο θέλεις, φύγε»
Η σκέψη του Όττο πήγε άμεσα σε ένα μεταφυσικό σενάριο που θέλει τον Φάμπιο να είναι νεκρός από καιρό.
Εχει πέσει νύχτα, ο ύπνος δεν έρχεται, ο φοβος τον έχει κυριεύσει, δεν υπάρχει λεωφορείο ούτε προς την Κοζέντσα, ούτε προς τη Νάπολι.
εκείνη τη στιγμή χτυπάει στο κινητό του αναφορά στο SMS που είχε στείλει στον Φάμπιο. Αμέσως τον καλεί, μιας και άνοιξε το τηλέφωνο του.
«Που είσαι; Τι συμβαίνει; θέλω να συναντηθούμε» λέει ο Οττο
ο Φάμπιο με ήρεμη αλλά παγωμένη φωνή απαντά
«Όχι τώρα, στις τρείς μετά τα μεσάνυκτα θα έρθεις με τα πόδια μετά το ναό στο coscile»
Ο Οττο ξέρει ότι το τρείς μετά τα μεσάνυχτα δεν είναι τυχαίο, στην γλώσσα τον αποκρυφιστών, αυτά είναι τα μεσανυκτα του διαβόλου, είναι η μοναδική ώρα που μπορεί να εμφανιστεί ο διάβολος με ό,τι αυτό συνεπάγεται, πεπεισμένος πως μάλλον ο φιλος του είναι πλέον στη σφαίρα του μεταφυσικού.
«Θα πάω, έχω φτάσει μέχρι εδώ, θέλω εξηγήσεις»
Οι σκιές που μέχρι τώρα έχουν γίνει συνήθεια και μέρος της καθημερινότητας του απομακρύνονται και αυτό αντι να τον ανακουφίζει τον φοβίζει ακόμη περισσότερο.
Στην άκρη του δρόμου ο Φάμπιο, δεν είναι πνεύμα, είναι ζωντανος, ούτε μαύρα μάτια, ούτε τίποτα, είναι απλά ο Φάμπιο.
«Τι συμβαίνει; Πες μου, πάω να τρελαθώ, κοντεύω να πάρω αγωγή για να μπορώ να κοιμηθώ, υπάρχεις; Εισαι ζωντανός;»
«Και υπάρχω και ειμαι ζωντανός Όττο, ήμουν σιγουρος πως θα πίστευες πως γνώρισες το πνεύμα μου και όχι εμένα, όμως για κακή σου τύχη ειμαι ζωντανός. Δεν είμαι πνεύμα, είμαι διάμεσος, καταραμένος από την ηλικία των δέκα να μη ξεφύγω από την κατάθλιψη όταν οι γονείς μου σύλησαν έναν ετρουσκικό τάφο για να βρουν τον θησαυρό που μεγαλύτερος του έλεγαν είναι μονο το Κεχριμπαρένιο δωμάτιο. Η κατάρα θα λυνόταν μόνο αν ένας άνθρωπος με καθαρή ψυχή και πίστη σε αυτό θα άγγιζε ένα κουτί, ένα από τα κουτιά μετέφεραν το θησαυρό από τον τάφο που σύλησαν οι γονείς μου για να πλουτίσουν. Ο λόγος που δεν επέλεξα τον Μάσσιμο ήταν γιατί δεν ειχε πίστη και για να πιστέψει έστω και εκ των υστέρων έπρεπε να επιστρέψω στην Τεργέστη, να τον υπνωτίσω και να του δείξω τους δαίμονες που με κυριεύουν τόσα χρόνια σα ταινία στα μάτια του»
«τι είναι αυτά που μου λες, πότε άγγιξα εγώ το κουτί των ετρούσκων;»
«Τότε στο μπολζάνο, δεν βοήθησες μια κοπέλα να βάλει το κιβώτιο στο αυτοκίνητο; αυτό ήταν το κουτι του θησαυρού, η γυναίκα αυτή είναι η σύζυγός μου, η Φραντσέσκα, που σας παρακολουθούσαμε μέχρι να φτάσετε και ήμουν σίγουρος ότι θα την βοηθούσατε μόλις σας το ζητούσε, οι λύσεις είναι δύο, ή μένεις μαζί μου και συνεχίζεις να ζεις ως άνθρωπος ως ανταπόδοση για το καλό που έκανες να πάρεις πάνω σου την κατάρα ή που θα υποστείς για πάντα τη χειρότερη μορφή της μοναξιάς, το Damnatio memoriae στη χειρότερη του μορφή»
«Φεύγω και θα καταγγείλω στην αστυνομία πως μου έκλεψες χίλια ευρώ, δε θέλω να ξέρω πως υπάρχεις»
Ο Φάμπιο χαμογέλασε και τον χαιρέτησε λέγοντας του
«κάποια στιγμή το να υπάρχω θα είναι ο δικός σου θησαυρός»
Γεμάτος νεύρα και τρόμο ο όττο φεύγει και περνάει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως πλέον δεν υπάρχουν σκιές γύρω του, εξαφανίστηκαν. Αυτό που όμως παρατηρει είναι πως το είδωλο του δεν εμφανίζεται πουθενά, ούτε σε βιτρίνες, ούτε σε καθρέπτη, είναι πλέον μια άυλη όντότητα βυθισμένη στη μοναξιά που ποτέ δε θα μπορεί να τον δεί κανείς. Μετά από μέρες και αφού πλέον ήταν αόρατος από τους πάντες αποφάσισε να αυτοκτονήσει αλλά μάταια, καμία προσπάθεια δεν απόδωσε.
Δεν έχει αίσθηση του χρόνου μιας και ουτε τη μορφή του δε μπορεί να αντικρίσει. Στην ψυχή του νιώθει πως ο χρόνος που ειχε περάσει ήταν λίγες μέρες αλλά στην ουσία ήταν δεκαετίες και το συνειδητοποίησε όταν πήρε την αποφαση να πάει πάλι στο Φάμπιο και να του ζητήσει να μείνει μαζί του για πάντα, σίγουρα θα ηταν προτιμότερο από την κόλαση που ζούσε σήμερα. Ο Φάμπιο ήταν πλέον νεκρός και μάλιστα σε πολύ μεγάλη ηλικία. Κανείς πλέον δε μπορούσε να λύσει τα μάγια.
Ο Φάμπιο του είχε μεταδώσει την κατάρα των ετρούσκων. Να είναι αθάνατος και μόνος για μια αιωνιότητα, η κόλαση επι γης που τον φέρνει στον πάτο αλλά χωρίς λύτρωση. Και το χειρότερο, δε μπορεί να λύσει την κατάρα, ούτε να τη μεταδώσει επειδή ο ίδιος δεν είναι διάμεσος.
Είμαστε κάπου στα μέσα προς τέλη των 00’s
ο Otto Weininger ένας Έλληνας από μια συνοικία του Πειραιά ετοιμάζεται για το ταξίδι των σπουδών του στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Τεργέστης, μια βορειοανατολική πόλη της Ιταλίας. Σπουδές φαρμακευτικής ούτως ώστε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση.
Ο Οττο είναι ένας νέος καλλιεργημένος, φιλομαθής, με έντονες ανησυχίες, ιδιαίτερα στο μεταφυσικό και ειδικά μετά από ένα περιστατικό που ειχε συμβεί στα χρόνια της πρώιμης εφηβείας του, χωρίς αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την αγάπη του για τη φιλοσοφία αλλά και τα ουσιαστικά προβλήματα που πάντα έψαχνε να βρεί λύσεις.
Φτάνοντας σε αυτή την πανέμορφη ιταλική πόλη, ξεκινά γοργά να μάθει τον τρόπο ζωής ούτως ώστε ο εγκλιματισμός να είναι ευκολότερος για αυτόν σε ένα μέρος πολύ διαφορετικό από την γενέτειρα του.
Πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο έχει δίπλα του δύο ακόμη νέους φοιτητές, ο ένας είναι ο Μάσσιμο γεννημένος στην Πεσκάρα από φτωχή οικογένεια η οποία στερείται τα πάντα για να τον σπουδάσει και να τον βγάλει από τη δύσκολη ζωή, θερμόαιμος, φωνακλάς, παρορμητικός. Ο έτερος συμφοιτητής είναι ο Φάμπιο που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό της Καλαβρίας, το Καστροβιλάρι, λίγο έξω από την Κοζέντσα, γόνος εύπορης οικογένειας, αρκετά διαβασμένος, λιγομίλητος. Αυτοί οι τρεις φοιτητές έμελλε να γίνουν μια παρέα που θα είναι σχεδόν αχώριστη κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, με τα πειράγματα του ενός προς τον άλλο. Ο μάσσιμο κάποιες φορές ξεπερνούσε λίγο τα όρια προς τον Καλαβρέζο αλλά ο Όττο ήταν εκεί για να κρατάει ισορροπίες.
Ένα βράδυ στο όνειρο του ο Οττο βλέπει να ξυπνάει εντος μιας καθολικής εκκλησίας που δεν ειχε ξαναδεί, ένιωσε σα να κοιμόταν μέσα στον ύπνο του, πρώτη του εικόνα η Αγιά τράπεζα με το τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο και ένα πέπλο από πάνω της που δε μπορούσε να ξεχωρίσει αν ηταν λόγω της υγρασίας ή ήταν μια άυλη οντότητα, δεν έβγαινε λέξη, ένιωθε πως δεν είναι συνηθισμένος εφιάλτης, προσπαθούσε να ξυπνήσει αλλά κατέληγε σε μια λούπα που κάθε φορά που ξυπνούσε βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Αυτή η οντότητα τελικά πανω από την αγια τράπεζα ακουγόταν σα να λέει κάτι ακατάληπτα Λατινικά, μόλις ο Οττο ξυπνησε κανονικά είχε στο μυαλο του και μουρμούριζε τρεις λέξεις, Φάβολα(μύθος), Τεζορο(θησαυρός), Σκάτολα(κουτί). Δεν άντεχε, ειχε μια περίεργη διαθεση, που έγινε ακόμη χειρότερη όταν ανοιξε τα παράθυρα και αντίκρυσε όλη την πιατσα Ουνιτά με αυτό το πέπλο. Τεργέστη βέβαια και η υγρασία είναι κάτι αρκετά σύνηθες.
Τις επόμενες μέρες συνεχώς είχε στο μυαλό του αυτές τις τρείς λέξεις σε σημείο εμμονής που έπιανε τον εαυτό του να τις μουρμουρίζει ακόμη και σε άσχετες στιγμές.
Μια από αυτές τις φορές τον άκουσε ο Φάμπιο
<< Πες μου τι ειπες;>> του λέει ο Φάμπιο
<< τίποτα μωρε, βλακείες, μου έχει κολλησει ένα τραγουδι και το σιγοτραγουδο» απάντησε ο όττο
«Πες μου τι ειπες σε παρακαλώ»
Με τα πολλά μοιράζεται μαζί του και το όνειρο και ολη την αίσθηση που ένιωσε. Ο Φάμπιο τον κοιταξε σκεπτικος και του ειπε πως ακριβώς το ίδιο όνειρο το βλέπει από 10 ετών και έχει ψάξει πολύ σχετικά. Του αναφέρει πως έχει βρεί τον ναό ο οποίος είναι κάπου στο Μπολζάνο και πως εκεί κρύβεται ο θησαυρός, μάλιστα από τις μελέτες σε μεσαιωνικά κειμενα είχε βρει και ένα χάρτη. Στο ερώτημα του γιατί δεν πήγαινε εκεί να τον βρεί έφερε ως δικαιολογία τον φοβο που ειχε για τα αποκρυφιστικά παρόλη την περιέργεια του. Σε κάθε περίπτωση όμως θα μπορούσε να του πουλήσει το χάρτη έναντι χιλιών ευρώ.
Ο Οττο δεν έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή αλλά το μυαλό του δε ξέφευγε, ούτε από τον χάρτη αλλά ούτε και από τις τρεις λέξεις που ειχε συνεχώς μέσα του.
Αποφασίζει να το εκμυστηρευτεί στον τρίτο της παρέας
Ο θερμόαιμος και ορθολογιστής Μάσσιμο αρχίζει να γελάει
-πιστεύεις αυτό τον βλάκα και τις φαντασιώσεις του, εχει χαζέψει από την αγαμία, δεν υπάρχουν ουτε θησαυροί ούτε τίποτα, η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη, γεννιέσαι πλούσιος; εισαι πλούσιος. Γεννιέσαι φτωχός; Θα παλεύεις μια ζωή.
Όμως οι καθημερινές του οικονομικές δυσκολίες τον έκαναν να έχει στο πίσω μερος του μυαλού, μήπως αυτή η αστεία ιστορία είναι εν τέλει αληθινή.
Οι δύο φίλοι αποφασίζουν να αγοράσουν το χάρτη και παίρνουν το ταξίδι για την τυρολέζικη πόλη του Μπολζάνο.
Κανένας ναός με αυτό το όνομα, όλοι οι ναοί στην περιοχή δεν είχαν καμια σχέση με αυτό που ειχε δει ο Οττο στο όνειρο του. Το μόνο που έκανε εντύπωση είναι μια νέα πολύ όμορφη κοπέλα που κρατούσε στα χέρια της ένα κιβώτιο , τόσο όμορφη που αδύνατο να μη την κοιτάξεις, η οποία τους πλησίασε, τους ζήτησε αν μπορούν να την βοηθήσουν να το βάλει στο αυτοκίνητο, τους ευχαρίστησε και έφυγε.
«Στο είπα μας κορόιδεψε ο τερρονο, στο είπα, τον πληρώσαμε και αυτος γελάει σε βάρος μας, πως θα το πω στην οικογένεια μου πως χάλασα όλα τα χρήματα του μήνα για μια βλακεία, μόλις φτάσουμε στην Τεργέστη θα τον σκοτώσω, μα το θεό»
Γυρνώντας στην Τεργέστη την επόμενη μέρα αναζητούν τον Φάμπιο αλλά πουθενά, άφαντος από όλους, στη γραμματεία της σχολής φαίνεται πως διέκοψε βίαια τις σπουδές του, οι δύο φίλοι πέφτουν από τα σύννεφα, αλλά να έκανε κάτι τέτοιο για μόλις χίλια ευρώ και μάλιστα από τη στιγμή που δεν ειχε οικονομικό πρόβλημα; Κάτι δε κολλάει σκέπτεται ο Όττο σα πιο λογικός και σε αντίθεση με τον Μάσσιμο που ήθελε να τα βάλει με δίκαιους και άδικους.
Το θέμα είναι πως από τη στιγμή που έφυγαν από το Μπολζάνο, ο Οττο έχει μονίμως μια αίσθηση πως κάτι τον παρακολουθεί, μονίμως νιώθει κάτι το παγωμένο και απόκοσμο γύρω του και σε αυτό δεν ευθύνεται το πολύ κακό κλίμα της περιοχής. Κάθε μέρα να γίνεται όλο και πιο έντονο σε σημειο να φοβάται να μένει μόνος, το μυαλό παίζει περίεργα παιγνίδια, βλέπει μονίμως μια σκιά δίπλα στο ειδωλο του, μια σκιά όμοια με αυτή του ονείρου του. Κάτι δε πάει καλά, κάτι πρέπει να κάνω, αρχίζουν και του μπαίνουν ιδέες μήπως χάνει το μυαλό του, μήπως αυτή η εμμονή του αντικαθιστά τη ζωή.
«Θα πάω στο Καστροβιλάρι να βρω τον φάμπιο, ακόμη και να μην είναι εκεί, κάποιος θα ξέρει»
την ώρα που σκέπτεται να το μοιραστεί με τον φίλο του, τον καλεί πρώτος ο Μάσσιμο στο τηλέφωνο έντρομος με τρεμάμενη φωνή
«Όττο μην κάνεις αυτό που σκέπτεσαι, ότι έγινε έγινε, χάσαμε χίλια ευρώ»
Δε τον ειχε συνηθίσει έτσι. Πρώτη σκέψη είναι πως μάλλον είχε απειληθεί από τον ίδιο τον Φάμπιο,
« Ποιος ξέρει, Νότιος είναι, μπορεί να έχει επαφές με το τοπικό έγκλημα, αλλά και πάλι κάτι δε κολλάει, δε κάνεις τέτοια ιστορία για χίλια ευρώ, δεν απειλείς για ένα τέτοιο ποσό. Θα πάω να τον βρω και ότι θέλει ας γίνει»
Η απόσταση για το Καστροβιλάρι, το μικρό χωριό της Καλαβρίας είναι μεγάλη. Πρώτα αεροπλάνο μέχρι τη Νάπολι και μετά λεωφορείο κάποιες ωρες.
Φτάνει στο Καστροβιλάρι το καταμεσήμερο, ο καιρός τέλειος, καμια σχέση με τον ιταλικό βορρά. Μικρό χωριό, τυπικό χωριό του Νότου. Σκέφτεται να τον ψάξει μιας και το κινητό του είναι απενεργοποιημένο για μέρες.
«Καλησπέρα σας, ψάχνω τον Φάμπιο Φοτζα»
«Ζητάς τον Φάμπιο; Γιατί; ποιος είσαι; τι θέλεις στο χωριό μας, είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι, καλό θα ήταν να πηγαίνεις»
Το ίδιο αποκρίθηκε και άλλος κάτοικος με τρόμο. Η αίσθηση του παγωμένου και της παρακολούθησης γινεται εντονότερη. Κάτι δε πάει καλά.
«θα πάω να προσευχηθώ, κάτι δε πάει καλά, κάτι δεν είναι όπως φαίνεται»
Μπαίνει στον ναο του St.Giugliano.
Αυτός είναι ο ναός του ονείρου του. Θέλει να βγάλει φωνή αλλά μάταια, διάφορες σκιές να του κατακλύζουν, νιώθει να χάνει τις αισθήσεις του από φόβο και αδυναμία ενώ στο τέλος προσπαθεί να βγεί έξω και το καταφέρνει, με κάθε δύναμη που του εχει απομείνει απομακρύνεται από τον ναό που του έδωσε μια αίσθηση πρωτόγνωρης φοβίας, σαν ο ίδιος ο ναός να μη τον θέλει μέσα.
Ο περαστικός που ειχε ρωτήσει πριν είναι εκεί και τον παρακολουθεί
«φυγε, φύγε, ο Φάμπιο δεν είναι εδώ, τι άλλο θέλεις, φύγε»
Η σκέψη του Όττο πήγε άμεσα σε ένα μεταφυσικό σενάριο που θέλει τον Φάμπιο να είναι νεκρός από καιρό.
Εχει πέσει νύχτα, ο ύπνος δεν έρχεται, ο φοβος τον έχει κυριεύσει, δεν υπάρχει λεωφορείο ούτε προς την Κοζέντσα, ούτε προς τη Νάπολι.
εκείνη τη στιγμή χτυπάει στο κινητό του αναφορά στο SMS που είχε στείλει στον Φάμπιο. Αμέσως τον καλεί, μιας και άνοιξε το τηλέφωνο του.
«Που είσαι; Τι συμβαίνει; θέλω να συναντηθούμε» λέει ο Οττο
ο Φάμπιο με ήρεμη αλλά παγωμένη φωνή απαντά
«Όχι τώρα, στις τρείς μετά τα μεσάνυκτα θα έρθεις με τα πόδια μετά το ναό στο coscile»
Ο Οττο ξέρει ότι το τρείς μετά τα μεσάνυχτα δεν είναι τυχαίο, στην γλώσσα τον αποκρυφιστών, αυτά είναι τα μεσανυκτα του διαβόλου, είναι η μοναδική ώρα που μπορεί να εμφανιστεί ο διάβολος με ό,τι αυτό συνεπάγεται, πεπεισμένος πως μάλλον ο φιλος του είναι πλέον στη σφαίρα του μεταφυσικού.
«Θα πάω, έχω φτάσει μέχρι εδώ, θέλω εξηγήσεις»
Οι σκιές που μέχρι τώρα έχουν γίνει συνήθεια και μέρος της καθημερινότητας του απομακρύνονται και αυτό αντι να τον ανακουφίζει τον φοβίζει ακόμη περισσότερο.
Στην άκρη του δρόμου ο Φάμπιο, δεν είναι πνεύμα, είναι ζωντανος, ούτε μαύρα μάτια, ούτε τίποτα, είναι απλά ο Φάμπιο.
«Τι συμβαίνει; Πες μου, πάω να τρελαθώ, κοντεύω να πάρω αγωγή για να μπορώ να κοιμηθώ, υπάρχεις; Εισαι ζωντανός;»
«Και υπάρχω και ειμαι ζωντανός Όττο, ήμουν σιγουρος πως θα πίστευες πως γνώρισες το πνεύμα μου και όχι εμένα, όμως για κακή σου τύχη ειμαι ζωντανός. Δεν είμαι πνεύμα, είμαι διάμεσος, καταραμένος από την ηλικία των δέκα να μη ξεφύγω από την κατάθλιψη όταν οι γονείς μου σύλησαν έναν ετρουσκικό τάφο για να βρουν τον θησαυρό που μεγαλύτερος του έλεγαν είναι μονο το Κεχριμπαρένιο δωμάτιο. Η κατάρα θα λυνόταν μόνο αν ένας άνθρωπος με καθαρή ψυχή και πίστη σε αυτό θα άγγιζε ένα κουτί, ένα από τα κουτιά μετέφεραν το θησαυρό από τον τάφο που σύλησαν οι γονείς μου για να πλουτίσουν. Ο λόγος που δεν επέλεξα τον Μάσσιμο ήταν γιατί δεν ειχε πίστη και για να πιστέψει έστω και εκ των υστέρων έπρεπε να επιστρέψω στην Τεργέστη, να τον υπνωτίσω και να του δείξω τους δαίμονες που με κυριεύουν τόσα χρόνια σα ταινία στα μάτια του»
«τι είναι αυτά που μου λες, πότε άγγιξα εγώ το κουτί των ετρούσκων;»
«Τότε στο μπολζάνο, δεν βοήθησες μια κοπέλα να βάλει το κιβώτιο στο αυτοκίνητο; αυτό ήταν το κουτι του θησαυρού, η γυναίκα αυτή είναι η σύζυγός μου, η Φραντσέσκα, που σας παρακολουθούσαμε μέχρι να φτάσετε και ήμουν σίγουρος ότι θα την βοηθούσατε μόλις σας το ζητούσε, οι λύσεις είναι δύο, ή μένεις μαζί μου και συνεχίζεις να ζεις ως άνθρωπος ως ανταπόδοση για το καλό που έκανες να πάρεις πάνω σου την κατάρα ή που θα υποστείς για πάντα τη χειρότερη μορφή της μοναξιάς, το Damnatio memoriae στη χειρότερη του μορφή»
«Φεύγω και θα καταγγείλω στην αστυνομία πως μου έκλεψες χίλια ευρώ, δε θέλω να ξέρω πως υπάρχεις»
Ο Φάμπιο χαμογέλασε και τον χαιρέτησε λέγοντας του
«κάποια στιγμή το να υπάρχω θα είναι ο δικός σου θησαυρός»
Γεμάτος νεύρα και τρόμο ο όττο φεύγει και περνάει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως πλέον δεν υπάρχουν σκιές γύρω του, εξαφανίστηκαν. Αυτό που όμως παρατηρει είναι πως το είδωλο του δεν εμφανίζεται πουθενά, ούτε σε βιτρίνες, ούτε σε καθρέπτη, είναι πλέον μια άυλη όντότητα βυθισμένη στη μοναξιά που ποτέ δε θα μπορεί να τον δεί κανείς. Μετά από μέρες και αφού πλέον ήταν αόρατος από τους πάντες αποφάσισε να αυτοκτονήσει αλλά μάταια, καμία προσπάθεια δεν απόδωσε.
Δεν έχει αίσθηση του χρόνου μιας και ουτε τη μορφή του δε μπορεί να αντικρίσει. Στην ψυχή του νιώθει πως ο χρόνος που ειχε περάσει ήταν λίγες μέρες αλλά στην ουσία ήταν δεκαετίες και το συνειδητοποίησε όταν πήρε την αποφαση να πάει πάλι στο Φάμπιο και να του ζητήσει να μείνει μαζί του για πάντα, σίγουρα θα ηταν προτιμότερο από την κόλαση που ζούσε σήμερα. Ο Φάμπιο ήταν πλέον νεκρός και μάλιστα σε πολύ μεγάλη ηλικία. Κανείς πλέον δε μπορούσε να λύσει τα μάγια.
Ο Φάμπιο του είχε μεταδώσει την κατάρα των ετρούσκων. Να είναι αθάνατος και μόνος για μια αιωνιότητα, η κόλαση επι γης που τον φέρνει στον πάτο αλλά χωρίς λύτρωση. Και το χειρότερο, δε μπορεί να λύσει την κατάρα, ούτε να τη μεταδώσει επειδή ο ίδιος δεν είναι διάμεσος.
"Chiedi a un bambino di disegnare una macchina e sicuramente la farà rossa"
- Otto Weininger
- Δημοσιεύσεις: 38340
- Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
- Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Καθόλου κακό.Ερμής έγραψε: 29 Ιουν 2024, 15:20 ας γράψω και εγώ κάτι για πρώτη φορά.
Spoiler
Είμαστε κάπου στα μέσα προς τέλη των 00’s
ο Otto Weininger ένας Έλληνας από μια συνοικία του Πειραιά ετοιμάζεται για το ταξίδι των σπουδών του στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Τεργέστης, μια βορειοανατολική πόλη της Ιταλίας. Σπουδές φαρμακευτικής ούτως ώστε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση.
Ο Οττο είναι ένας νέος καλλιεργημένος, φιλομαθής, με έντονες ανησυχίες, ιδιαίτερα στο μεταφυσικό και ειδικά μετά από ένα περιστατικό που ειχε συμβεί στα χρόνια της πρώιμης εφηβείας του, χωρίς αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την αγάπη του για τη φιλοσοφία αλλά και τα ουσιαστικά προβλήματα που πάντα έψαχνε να βρεί λύσεις.
Φτάνοντας σε αυτή την πανέμορφη ιταλική πόλη, ξεκινά γοργά να μάθει τον τρόπο ζωής ούτως ώστε ο εγκλιματισμός να είναι ευκολότερος για αυτόν σε ένα μέρος πολύ διαφορετικό από την γενέτειρα του.
Πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο έχει δίπλα του δύο ακόμη νέους φοιτητές, ο ένας είναι ο Μάσσιμο γεννημένος στην Πεσκάρα από φτωχή οικογένεια η οποία στερείται τα πάντα για να τον σπουδάσει και να τον βγάλει από τη δύσκολη ζωή, θερμόαιμος, φωνακλάς, παρορμητικός. Ο έτερος συμφοιτητής είναι ο Φάμπιο που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό της Καλαβρίας, το Καστροβιλάρι, λίγο έξω από την Κοζέντσα, γόνος εύπορης οικογένειας, αρκετά διαβασμένος, λιγομίλητος. Αυτοί οι τρεις φοιτητές έμελλε να γίνουν μια παρέα που θα είναι σχεδόν αχώριστη κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, με τα πειράγματα του ενός προς τον άλλο. Ο μάσσιμο κάποιες φορές ξεπερνούσε λίγο τα όρια προς τον Καλαβρέζο αλλά ο Όττο ήταν εκεί για να κρατάει ισορροπίες.
Ένα βράδυ στο όνειρο του ο Οττο βλέπει να ξυπνάει εντος μιας καθολικής εκκλησίας που δεν ειχε ξαναδεί, ένιωσε σα να κοιμόταν μέσα στον ύπνο του, πρώτη του εικόνα η Αγιά τράπεζα με το τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο και ένα πέπλο από πάνω της που δε μπορούσε να ξεχωρίσει αν ηταν λόγω της υγρασίας ή ήταν μια άυλη οντότητα, δεν έβγαινε λέξη, ένιωθε πως δεν είναι συνηθισμένος εφιάλτης, προσπαθούσε να ξυπνήσει αλλά κατέληγε σε μια λούπα που κάθε φορά που ξυπνούσε βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Αυτή η οντότητα τελικά πανω από την αγια τράπεζα ακουγόταν σα να λέει κάτι ακατάληπτα Λατινικά, μόλις ο Οττο ξυπνησε κανονικά είχε στο μυαλο του και μουρμούριζε τρεις λέξεις, Φάβολα(μύθος), Τεζορο(θησαυρός), Σκάτολα(κουτί). Δεν άντεχε, ειχε μια περίεργη διαθεση, που έγινε ακόμη χειρότερη όταν ανοιξε τα παράθυρα και αντίκρυσε όλη την πιατσα Ουνιτά με αυτό το πέπλο. Τεργέστη βέβαια και η υγρασία είναι κάτι αρκετά σύνηθες.
Τις επόμενες μέρες συνεχώς είχε στο μυαλό του αυτές τις τρείς λέξεις σε σημείο εμμονής που έπιανε τον εαυτό του να τις μουρμουρίζει ακόμη και σε άσχετες στιγμές.
Μια από αυτές τις φορές τον άκουσε ο Φάμπιο
<< Πες μου τι ειπες;>> του λέει ο Φάμπιο
<< τίποτα μωρε, βλακείες, μου έχει κολλησει ένα τραγουδι και το σιγοτραγουδο» απάντησε ο όττο
«Πες μου τι ειπες σε παρακαλώ»
Με τα πολλά μοιράζεται μαζί του και το όνειρο και ολη την αίσθηση που ένιωσε. Ο Φάμπιο τον κοιταξε σκεπτικος και του ειπε πως ακριβώς το ίδιο όνειρο το βλέπει από 10 ετών και έχει ψάξει πολύ σχετικά. Του αναφέρει πως έχει βρεί τον ναό ο οποίος είναι κάπου στο Μπολζάνο και πως εκεί κρύβεται ο θησαυρός, μάλιστα από τις μελέτες σε μεσαιωνικά κειμενα είχε βρει και ένα χάρτη. Στο ερώτημα του γιατί δεν πήγαινε εκεί να τον βρεί έφερε ως δικαιολογία τον φοβο που ειχε για τα αποκρυφιστικά παρόλη την περιέργεια του. Σε κάθε περίπτωση όμως θα μπορούσε να του πουλήσει το χάρτη έναντι χιλιών ευρώ.
Ο Οττο δεν έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή αλλά το μυαλό του δε ξέφευγε, ούτε από τον χάρτη αλλά ούτε και από τις τρεις λέξεις που ειχε συνεχώς μέσα του.
Αποφασίζει να το εκμυστηρευτεί στον τρίτο της παρέας
Ο θερμόαιμος και ορθολογιστής Μάσσιμο αρχίζει να γελάει
-πιστεύεις αυτό τον βλάκα και τις φαντασιώσεις του, εχει χαζέψει από την αγαμία, δεν υπάρχουν ουτε θησαυροί ούτε τίποτα, η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη, γεννιέσαι πλούσιος; εισαι πλούσιος. Γεννιέσαι φτωχός; Θα παλεύεις μια ζωή.
Όμως οι καθημερινές του οικονομικές δυσκολίες τον έκαναν να έχει στο πίσω μερος του μυαλού, μήπως αυτή η αστεία ιστορία είναι εν τέλει αληθινή.
Οι δύο φίλοι αποφασίζουν να αγοράσουν το χάρτη και παίρνουν το ταξίδι για την τυρολέζικη πόλη του Μπολζάνο.
Κανένας ναός με αυτό το όνομα, όλοι οι ναοί στην περιοχή δεν είχαν καμια σχέση με αυτό που ειχε δει ο Οττο στο όνειρο του. Το μόνο που έκανε εντύπωση είναι μια νέα πολύ όμορφη κοπέλα που κρατούσε στα χέρια της ένα κιβώτιο , τόσο όμορφη που αδύνατο να μη την κοιτάξεις, η οποία τους πλησίασε, τους ζήτησε αν μπορούν να την βοηθήσουν να το βάλει στο αυτοκίνητο, τους ευχαρίστησε και έφυγε.
«Στο είπα μας κορόιδεψε ο τερρονο, στο είπα, τον πληρώσαμε και αυτος γελάει σε βάρος μας, πως θα το πω στην οικογένεια μου πως χάλασα όλα τα χρήματα του μήνα για μια βλακεία, μόλις φτάσουμε στην Τεργέστη θα τον σκοτώσω, μα το θεό»
Γυρνώντας στην Τεργέστη την επόμενη μέρα αναζητούν τον Φάμπιο αλλά πουθενά, άφαντος από όλους, στη γραμματεία της σχολής φαίνεται πως διέκοψε βίαια τις σπουδές του, οι δύο φίλοι πέφτουν από τα σύννεφα, αλλά να έκανε κάτι τέτοιο για μόλις χίλια ευρώ και μάλιστα από τη στιγμή που δεν ειχε οικονομικό πρόβλημα; Κάτι δε κολλάει σκέπτεται ο Όττο σα πιο λογικός και σε αντίθεση με τον Μάσσιμο που ήθελε να τα βάλει με δίκαιους και άδικους.
Το θέμα είναι πως από τη στιγμή που έφυγαν από το Μπολζάνο, ο Οττο έχει μονίμως μια αίσθηση πως κάτι τον παρακολουθεί, μονίμως νιώθει κάτι το παγωμένο και απόκοσμο γύρω του και σε αυτό δεν ευθύνεται το πολύ κακό κλίμα της περιοχής. Κάθε μέρα να γίνεται όλο και πιο έντονο σε σημειο να φοβάται να μένει μόνος, το μυαλό παίζει περίεργα παιγνίδια, βλέπει μονίμως μια σκιά δίπλα στο ειδωλο του, μια σκιά όμοια με αυτή του ονείρου του. Κάτι δε πάει καλά, κάτι πρέπει να κάνω, αρχίζουν και του μπαίνουν ιδέες μήπως χάνει το μυαλό του, μήπως αυτή η εμμονή του αντικαθιστά τη ζωή.
«Θα πάω στο Καστροβιλάρι να βρω τον φάμπιο, ακόμη και να μην είναι εκεί, κάποιος θα ξέρει»
την ώρα που σκέπτεται να το μοιραστεί με τον φίλο του, τον καλεί πρώτος ο Μάσσιμο στο τηλέφωνο έντρομος με τρεμάμενη φωνή
«Όττο μην κάνεις αυτό που σκέπτεσαι, ότι έγινε έγινε, χάσαμε χίλια ευρώ»
Δε τον ειχε συνηθίσει έτσι. Πρώτη σκέψη είναι πως μάλλον είχε απειληθεί από τον ίδιο τον Φάμπιο,
« Ποιος ξέρει, Νότιος είναι, μπορεί να έχει επαφές με το τοπικό έγκλημα, αλλά και πάλι κάτι δε κολλάει, δε κάνεις τέτοια ιστορία για χίλια ευρώ, δεν απειλείς για ένα τέτοιο ποσό. Θα πάω να τον βρω και ότι θέλει ας γίνει»
Η απόσταση για το Καστροβιλάρι, το μικρό χωριό της Καλαβρίας είναι μεγάλη. Πρώτα αεροπλάνο μέχρι τη Νάπολι και μετά λεωφορείο κάποιες ωρες.
Φτάνει στο Καστροβιλάρι το καταμεσήμερο, ο καιρός τέλειος, καμια σχέση με τον ιταλικό βορρά. Μικρό χωριό, τυπικό χωριό του Νότου. Σκέφτεται να τον ψάξει μιας και το κινητό του είναι απενεργοποιημένο για μέρες.
«Καλησπέρα σας, ψάχνω τον Φάμπιο Φοτζα»
«Ζητάς τον Φάμπιο; Γιατί; ποιος είσαι; τι θέλεις στο χωριό μας, είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι, καλό θα ήταν να πηγαίνεις»
Το ίδιο αποκρίθηκε και άλλος κάτοικος με τρόμο. Η αίσθηση του παγωμένου και της παρακολούθησης γινεται εντονότερη. Κάτι δε πάει καλά.
«θα πάω να προσευχηθώ, κάτι δε πάει καλά, κάτι δεν είναι όπως φαίνεται»
Μπαίνει στον ναο του St.Giugliano.
Αυτός είναι ο ναός του ονείρου του. Θέλει να βγάλει φωνή αλλά μάταια, διάφορες σκιές να του κατακλύζουν, νιώθει να χάνει τις αισθήσεις του από φόβο και αδυναμία ενώ στο τέλος προσπαθεί να βγεί έξω και το καταφέρνει, με κάθε δύναμη που του εχει απομείνει απομακρύνεται από τον ναό που του έδωσε μια αίσθηση πρωτόγνωρης φοβίας, σαν ο ίδιος ο ναός να μη τον θέλει μέσα.
Ο περαστικός που ειχε ρωτήσει πριν είναι εκεί και τον παρακολουθεί
«φυγε, φύγε, ο Φάμπιο δεν είναι εδώ, τι άλλο θέλεις, φύγε»
Η σκέψη του Όττο πήγε άμεσα σε ένα μεταφυσικό σενάριο που θέλει τον Φάμπιο να είναι νεκρός από καιρό.
Εχει πέσει νύχτα, ο ύπνος δεν έρχεται, ο φοβος τον έχει κυριεύσει, δεν υπάρχει λεωφορείο ούτε προς την Κοζέντσα, ούτε προς τη Νάπολι.
εκείνη τη στιγμή χτυπάει στο κινητό του αναφορά στο SMS που είχε στείλει στον Φάμπιο. Αμέσως τον καλεί, μιας και άνοιξε το τηλέφωνο του.
«Που είσαι; Τι συμβαίνει; θέλω να συναντηθούμε» λέει ο Οττο
ο Φάμπιο με ήρεμη αλλά παγωμένη φωνή απαντά
«Όχι τώρα, στις τρείς μετά τα μεσάνυκτα θα έρθεις με τα πόδια μετά το ναό στο coscile»
Ο Οττο ξέρει ότι το τρείς μετά τα μεσάνυχτα δεν είναι τυχαίο, στην γλώσσα τον αποκρυφιστών, αυτά είναι τα μεσανυκτα του διαβόλου, είναι η μοναδική ώρα που μπορεί να εμφανιστεί ο διάβολος με ό,τι αυτό συνεπάγεται, πεπεισμένος πως μάλλον ο φιλος του είναι πλέον στη σφαίρα του μεταφυσικού.
«Θα πάω, έχω φτάσει μέχρι εδώ, θέλω εξηγήσεις»
Οι σκιές που μέχρι τώρα έχουν γίνει συνήθεια και μέρος της καθημερινότητας του απομακρύνονται και αυτό αντι να τον ανακουφίζει τον φοβίζει ακόμη περισσότερο.
Στην άκρη του δρόμου ο Φάμπιο, δεν είναι πνεύμα, είναι ζωντανος, ούτε μαύρα μάτια, ούτε τίποτα, είναι απλά ο Φάμπιο.
«Τι συμβαίνει; Πες μου, πάω να τρελαθώ, κοντεύω να πάρω αγωγή για να μπορώ να κοιμηθώ, υπάρχεις; Εισαι ζωντανός;»
«Και υπάρχω και ειμαι ζωντανός Όττο, ήμουν σιγουρος πως θα πίστευες πως γνώρισες το πνεύμα μου και όχι εμένα, όμως για κακή σου τύχη ειμαι ζωντανός. Δεν είμαι πνεύμα, είμαι διάμεσος, καταραμένος από την ηλικία των δέκα να μη ξεφύγω από την κατάθλιψη όταν οι γονείς μου σύλησαν έναν ετρουσκικό τάφο για να βρουν τον θησαυρό που μεγαλύτερος του έλεγαν είναι μονο το Κεχριμπαρένιο δωμάτιο. Η κατάρα θα λυνόταν μόνο αν ένας άνθρωπος με καθαρή ψυχή και πίστη σε αυτό θα άγγιζε ένα κουτί, ένα από τα κουτιά μετέφεραν το θησαυρό από τον τάφο που σύλησαν οι γονείς μου για να πλουτίσουν. Ο λόγος που δεν επέλεξα τον Μάσσιμο ήταν γιατί δεν ειχε πίστη και για να πιστέψει έστω και εκ των υστέρων έπρεπε να επιστρέψω στην Τεργέστη, να τον υπνωτίσω και να του δείξω τους δαίμονες που με κυριεύουν τόσα χρόνια σα ταινία στα μάτια του»
«τι είναι αυτά που μου λες, πότε άγγιξα εγώ το κουτί των ετρούσκων;»
«Τότε στο μπολζάνο, δεν βοήθησες μια κοπέλα να βάλει το κιβώτιο στο αυτοκίνητο; αυτό ήταν το κουτι του θησαυρού, η γυναίκα αυτή είναι η σύζυγός μου, η Φραντσέσκα, που σας παρακολουθούσαμε μέχρι να φτάσετε και ήμουν σίγουρος ότι θα την βοηθούσατε μόλις σας το ζητούσε, οι λύσεις είναι δύο, ή μένεις μαζί μου και συνεχίζεις να ζεις ως άνθρωπος ως ανταπόδοση για το καλό που έκανες να πάρεις πάνω σου την κατάρα ή που θα υποστείς για πάντα τη χειρότερη μορφή της μοναξιάς, το Damnatio memoriae στη χειρότερη του μορφή»
«Φεύγω και θα καταγγείλω στην αστυνομία πως μου έκλεψες χίλια ευρώ, δε θέλω να ξέρω πως υπάρχεις»
Ο Φάμπιο χαμογέλασε και τον χαιρέτησε λέγοντας του
«κάποια στιγμή το να υπάρχω θα είναι ο δικός σου θησαυρός»
Γεμάτος νεύρα και τρόμο ο όττο φεύγει και περνάει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως πλέον δεν υπάρχουν σκιές γύρω του, εξαφανίστηκαν. Αυτό που όμως παρατηρει είναι πως το είδωλο του δεν εμφανίζεται πουθενά, ούτε σε βιτρίνες, ούτε σε καθρέπτη, είναι πλέον μια άυλη όντότητα βυθισμένη στη μοναξιά που ποτέ δε θα μπορεί να τον δεί κανείς. Μετά από μέρες και αφού πλέον ήταν αόρατος από τους πάντες αποφάσισε να αυτοκτονήσει αλλά μάταια, καμία προσπάθεια δεν απόδωσε.
Δεν έχει αίσθηση του χρόνου μιας και ουτε τη μορφή του δε μπορεί να αντικρίσει. Στην ψυχή του νιώθει πως ο χρόνος που ειχε περάσει ήταν λίγες μέρες αλλά στην ουσία ήταν δεκαετίες και το συνειδητοποίησε όταν πήρε την αποφαση να πάει πάλι στο Φάμπιο και να του ζητήσει να μείνει μαζί του για πάντα, σίγουρα θα ηταν προτιμότερο από την κόλαση που ζούσε σήμερα. Ο Φάμπιο ήταν πλέον νεκρός και μάλιστα σε πολύ μεγάλη ηλικία. Κανείς πλέον δε μπορούσε να λύσει τα μάγια.
Ο Φάμπιο του είχε μεταδώσει την κατάρα των ετρούσκων. Να είναι αθάνατος και μόνος για μια αιωνιότητα, η κόλαση επι γης που τον φέρνει στον πάτο αλλά χωρίς λύτρωση. Και το χειρότερο, δε μπορεί να λύσει την κατάρα, ούτε να τη μεταδώσει επειδή ο ίδιος δεν είναι διάμεσος.
Απλά θυμίζει περισσότερο μια γαμάτη ιδέα που σου ήρθε και την περιέγραψες,παρά αυτόνομη ιστορία.
Βασικά, όλο το σενάριο που έγραψες μπορεί να βγάλει υλικό για ολόκληρο μυθιστόρημα. Έχει πολύ βάθος για να το "στουμπώσεις" σε short horror story.
Σε κάθε περίπτωση, από μένα είναι Ναι.
Let them make the first mistake. We make the last move.
- Otto Weininger
- Δημοσιεύσεις: 38340
- Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
- Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Υπαρχει το μοτίβο που λες, αλλά στις 2 τελευταίες.νύχτα έγραψε: 29 Ιουν 2024, 13:07 μπράβο σε όλους
παρατήρησα ένα μοτίβο στις ιστορίες του Όττο
στο τέλος κάθε αφήγησης νομίζω, ο ήρωας τείνει να μεταλλάσσεται
σύμφωνα με το περιβάλλον ή το στοιχείο που του "επιτίθεται"
ή είναι ιδέα μου;
Στην πρώτη ο Πήζον απλά πεθαίνει, στην δεύτερη ο Dwarven την γλιτώνει εντελώς (ο μόνος έως τώρα) ενώ στην τρίτη ο Χέλης είναι ήδη σχιζοφρενής, δεν το επηρέασε κάποιοι περιβάλλον.
Let them make the first mistake. We make the last move.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Ισχύει αυτό που λες περί μυθιστόρηματος αν κάποιος περιγράψει με πολλές λεπτομέρειες από την ώρα που πας στην Ιταλία μέχρι που συνειδητοποιεις πως δεν υπάρχει γυρισμός.Otto Weininger έγραψε: 29 Ιουν 2024, 15:30Καθόλου κακό.Ερμής έγραψε: 29 Ιουν 2024, 15:20 ας γράψω και εγώ κάτι για πρώτη φορά.
Spoiler
Είμαστε κάπου στα μέσα προς τέλη των 00’s
ο Otto Weininger ένας Έλληνας από μια συνοικία του Πειραιά ετοιμάζεται για το ταξίδι των σπουδών του στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Τεργέστης, μια βορειοανατολική πόλη της Ιταλίας. Σπουδές φαρμακευτικής ούτως ώστε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση.
Ο Οττο είναι ένας νέος καλλιεργημένος, φιλομαθής, με έντονες ανησυχίες, ιδιαίτερα στο μεταφυσικό και ειδικά μετά από ένα περιστατικό που ειχε συμβεί στα χρόνια της πρώιμης εφηβείας του, χωρίς αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την αγάπη του για τη φιλοσοφία αλλά και τα ουσιαστικά προβλήματα που πάντα έψαχνε να βρεί λύσεις.
Φτάνοντας σε αυτή την πανέμορφη ιταλική πόλη, ξεκινά γοργά να μάθει τον τρόπο ζωής ούτως ώστε ο εγκλιματισμός να είναι ευκολότερος για αυτόν σε ένα μέρος πολύ διαφορετικό από την γενέτειρα του.
Πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο έχει δίπλα του δύο ακόμη νέους φοιτητές, ο ένας είναι ο Μάσσιμο γεννημένος στην Πεσκάρα από φτωχή οικογένεια η οποία στερείται τα πάντα για να τον σπουδάσει και να τον βγάλει από τη δύσκολη ζωή, θερμόαιμος, φωνακλάς, παρορμητικός. Ο έτερος συμφοιτητής είναι ο Φάμπιο που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό της Καλαβρίας, το Καστροβιλάρι, λίγο έξω από την Κοζέντσα, γόνος εύπορης οικογένειας, αρκετά διαβασμένος, λιγομίλητος. Αυτοί οι τρεις φοιτητές έμελλε να γίνουν μια παρέα που θα είναι σχεδόν αχώριστη κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, με τα πειράγματα του ενός προς τον άλλο. Ο μάσσιμο κάποιες φορές ξεπερνούσε λίγο τα όρια προς τον Καλαβρέζο αλλά ο Όττο ήταν εκεί για να κρατάει ισορροπίες.
Ένα βράδυ στο όνειρο του ο Οττο βλέπει να ξυπνάει εντος μιας καθολικής εκκλησίας που δεν ειχε ξαναδεί, ένιωσε σα να κοιμόταν μέσα στον ύπνο του, πρώτη του εικόνα η Αγιά τράπεζα με το τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο και ένα πέπλο από πάνω της που δε μπορούσε να ξεχωρίσει αν ηταν λόγω της υγρασίας ή ήταν μια άυλη οντότητα, δεν έβγαινε λέξη, ένιωθε πως δεν είναι συνηθισμένος εφιάλτης, προσπαθούσε να ξυπνήσει αλλά κατέληγε σε μια λούπα που κάθε φορά που ξυπνούσε βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Αυτή η οντότητα τελικά πανω από την αγια τράπεζα ακουγόταν σα να λέει κάτι ακατάληπτα Λατινικά, μόλις ο Οττο ξυπνησε κανονικά είχε στο μυαλο του και μουρμούριζε τρεις λέξεις, Φάβολα(μύθος), Τεζορο(θησαυρός), Σκάτολα(κουτί). Δεν άντεχε, ειχε μια περίεργη διαθεση, που έγινε ακόμη χειρότερη όταν ανοιξε τα παράθυρα και αντίκρυσε όλη την πιατσα Ουνιτά με αυτό το πέπλο. Τεργέστη βέβαια και η υγρασία είναι κάτι αρκετά σύνηθες.
Τις επόμενες μέρες συνεχώς είχε στο μυαλό του αυτές τις τρείς λέξεις σε σημείο εμμονής που έπιανε τον εαυτό του να τις μουρμουρίζει ακόμη και σε άσχετες στιγμές.
Μια από αυτές τις φορές τον άκουσε ο Φάμπιο
<< Πες μου τι ειπες;>> του λέει ο Φάμπιο
<< τίποτα μωρε, βλακείες, μου έχει κολλησει ένα τραγουδι και το σιγοτραγουδο» απάντησε ο όττο
«Πες μου τι ειπες σε παρακαλώ»
Με τα πολλά μοιράζεται μαζί του και το όνειρο και ολη την αίσθηση που ένιωσε. Ο Φάμπιο τον κοιταξε σκεπτικος και του ειπε πως ακριβώς το ίδιο όνειρο το βλέπει από 10 ετών και έχει ψάξει πολύ σχετικά. Του αναφέρει πως έχει βρεί τον ναό ο οποίος είναι κάπου στο Μπολζάνο και πως εκεί κρύβεται ο θησαυρός, μάλιστα από τις μελέτες σε μεσαιωνικά κειμενα είχε βρει και ένα χάρτη. Στο ερώτημα του γιατί δεν πήγαινε εκεί να τον βρεί έφερε ως δικαιολογία τον φοβο που ειχε για τα αποκρυφιστικά παρόλη την περιέργεια του. Σε κάθε περίπτωση όμως θα μπορούσε να του πουλήσει το χάρτη έναντι χιλιών ευρώ.
Ο Οττο δεν έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή αλλά το μυαλό του δε ξέφευγε, ούτε από τον χάρτη αλλά ούτε και από τις τρεις λέξεις που ειχε συνεχώς μέσα του.
Αποφασίζει να το εκμυστηρευτεί στον τρίτο της παρέας
Ο θερμόαιμος και ορθολογιστής Μάσσιμο αρχίζει να γελάει
-πιστεύεις αυτό τον βλάκα και τις φαντασιώσεις του, εχει χαζέψει από την αγαμία, δεν υπάρχουν ουτε θησαυροί ούτε τίποτα, η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη, γεννιέσαι πλούσιος; εισαι πλούσιος. Γεννιέσαι φτωχός; Θα παλεύεις μια ζωή.
Όμως οι καθημερινές του οικονομικές δυσκολίες τον έκαναν να έχει στο πίσω μερος του μυαλού, μήπως αυτή η αστεία ιστορία είναι εν τέλει αληθινή.
Οι δύο φίλοι αποφασίζουν να αγοράσουν το χάρτη και παίρνουν το ταξίδι για την τυρολέζικη πόλη του Μπολζάνο.
Κανένας ναός με αυτό το όνομα, όλοι οι ναοί στην περιοχή δεν είχαν καμια σχέση με αυτό που ειχε δει ο Οττο στο όνειρο του. Το μόνο που έκανε εντύπωση είναι μια νέα πολύ όμορφη κοπέλα που κρατούσε στα χέρια της ένα κιβώτιο , τόσο όμορφη που αδύνατο να μη την κοιτάξεις, η οποία τους πλησίασε, τους ζήτησε αν μπορούν να την βοηθήσουν να το βάλει στο αυτοκίνητο, τους ευχαρίστησε και έφυγε.
«Στο είπα μας κορόιδεψε ο τερρονο, στο είπα, τον πληρώσαμε και αυτος γελάει σε βάρος μας, πως θα το πω στην οικογένεια μου πως χάλασα όλα τα χρήματα του μήνα για μια βλακεία, μόλις φτάσουμε στην Τεργέστη θα τον σκοτώσω, μα το θεό»
Γυρνώντας στην Τεργέστη την επόμενη μέρα αναζητούν τον Φάμπιο αλλά πουθενά, άφαντος από όλους, στη γραμματεία της σχολής φαίνεται πως διέκοψε βίαια τις σπουδές του, οι δύο φίλοι πέφτουν από τα σύννεφα, αλλά να έκανε κάτι τέτοιο για μόλις χίλια ευρώ και μάλιστα από τη στιγμή που δεν ειχε οικονομικό πρόβλημα; Κάτι δε κολλάει σκέπτεται ο Όττο σα πιο λογικός και σε αντίθεση με τον Μάσσιμο που ήθελε να τα βάλει με δίκαιους και άδικους.
Το θέμα είναι πως από τη στιγμή που έφυγαν από το Μπολζάνο, ο Οττο έχει μονίμως μια αίσθηση πως κάτι τον παρακολουθεί, μονίμως νιώθει κάτι το παγωμένο και απόκοσμο γύρω του και σε αυτό δεν ευθύνεται το πολύ κακό κλίμα της περιοχής. Κάθε μέρα να γίνεται όλο και πιο έντονο σε σημειο να φοβάται να μένει μόνος, το μυαλό παίζει περίεργα παιγνίδια, βλέπει μονίμως μια σκιά δίπλα στο ειδωλο του, μια σκιά όμοια με αυτή του ονείρου του. Κάτι δε πάει καλά, κάτι πρέπει να κάνω, αρχίζουν και του μπαίνουν ιδέες μήπως χάνει το μυαλό του, μήπως αυτή η εμμονή του αντικαθιστά τη ζωή.
«Θα πάω στο Καστροβιλάρι να βρω τον φάμπιο, ακόμη και να μην είναι εκεί, κάποιος θα ξέρει»
την ώρα που σκέπτεται να το μοιραστεί με τον φίλο του, τον καλεί πρώτος ο Μάσσιμο στο τηλέφωνο έντρομος με τρεμάμενη φωνή
«Όττο μην κάνεις αυτό που σκέπτεσαι, ότι έγινε έγινε, χάσαμε χίλια ευρώ»
Δε τον ειχε συνηθίσει έτσι. Πρώτη σκέψη είναι πως μάλλον είχε απειληθεί από τον ίδιο τον Φάμπιο,
« Ποιος ξέρει, Νότιος είναι, μπορεί να έχει επαφές με το τοπικό έγκλημα, αλλά και πάλι κάτι δε κολλάει, δε κάνεις τέτοια ιστορία για χίλια ευρώ, δεν απειλείς για ένα τέτοιο ποσό. Θα πάω να τον βρω και ότι θέλει ας γίνει»
Η απόσταση για το Καστροβιλάρι, το μικρό χωριό της Καλαβρίας είναι μεγάλη. Πρώτα αεροπλάνο μέχρι τη Νάπολι και μετά λεωφορείο κάποιες ωρες.
Φτάνει στο Καστροβιλάρι το καταμεσήμερο, ο καιρός τέλειος, καμια σχέση με τον ιταλικό βορρά. Μικρό χωριό, τυπικό χωριό του Νότου. Σκέφτεται να τον ψάξει μιας και το κινητό του είναι απενεργοποιημένο για μέρες.
«Καλησπέρα σας, ψάχνω τον Φάμπιο Φοτζα»
«Ζητάς τον Φάμπιο; Γιατί; ποιος είσαι; τι θέλεις στο χωριό μας, είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι, καλό θα ήταν να πηγαίνεις»
Το ίδιο αποκρίθηκε και άλλος κάτοικος με τρόμο. Η αίσθηση του παγωμένου και της παρακολούθησης γινεται εντονότερη. Κάτι δε πάει καλά.
«θα πάω να προσευχηθώ, κάτι δε πάει καλά, κάτι δεν είναι όπως φαίνεται»
Μπαίνει στον ναο του St.Giugliano.
Αυτός είναι ο ναός του ονείρου του. Θέλει να βγάλει φωνή αλλά μάταια, διάφορες σκιές να του κατακλύζουν, νιώθει να χάνει τις αισθήσεις του από φόβο και αδυναμία ενώ στο τέλος προσπαθεί να βγεί έξω και το καταφέρνει, με κάθε δύναμη που του εχει απομείνει απομακρύνεται από τον ναό που του έδωσε μια αίσθηση πρωτόγνωρης φοβίας, σαν ο ίδιος ο ναός να μη τον θέλει μέσα.
Ο περαστικός που ειχε ρωτήσει πριν είναι εκεί και τον παρακολουθεί
«φυγε, φύγε, ο Φάμπιο δεν είναι εδώ, τι άλλο θέλεις, φύγε»
Η σκέψη του Όττο πήγε άμεσα σε ένα μεταφυσικό σενάριο που θέλει τον Φάμπιο να είναι νεκρός από καιρό.
Εχει πέσει νύχτα, ο ύπνος δεν έρχεται, ο φοβος τον έχει κυριεύσει, δεν υπάρχει λεωφορείο ούτε προς την Κοζέντσα, ούτε προς τη Νάπολι.
εκείνη τη στιγμή χτυπάει στο κινητό του αναφορά στο SMS που είχε στείλει στον Φάμπιο. Αμέσως τον καλεί, μιας και άνοιξε το τηλέφωνο του.
«Που είσαι; Τι συμβαίνει; θέλω να συναντηθούμε» λέει ο Οττο
ο Φάμπιο με ήρεμη αλλά παγωμένη φωνή απαντά
«Όχι τώρα, στις τρείς μετά τα μεσάνυκτα θα έρθεις με τα πόδια μετά το ναό στο coscile»
Ο Οττο ξέρει ότι το τρείς μετά τα μεσάνυχτα δεν είναι τυχαίο, στην γλώσσα τον αποκρυφιστών, αυτά είναι τα μεσανυκτα του διαβόλου, είναι η μοναδική ώρα που μπορεί να εμφανιστεί ο διάβολος με ό,τι αυτό συνεπάγεται, πεπεισμένος πως μάλλον ο φιλος του είναι πλέον στη σφαίρα του μεταφυσικού.
«Θα πάω, έχω φτάσει μέχρι εδώ, θέλω εξηγήσεις»
Οι σκιές που μέχρι τώρα έχουν γίνει συνήθεια και μέρος της καθημερινότητας του απομακρύνονται και αυτό αντι να τον ανακουφίζει τον φοβίζει ακόμη περισσότερο.
Στην άκρη του δρόμου ο Φάμπιο, δεν είναι πνεύμα, είναι ζωντανος, ούτε μαύρα μάτια, ούτε τίποτα, είναι απλά ο Φάμπιο.
«Τι συμβαίνει; Πες μου, πάω να τρελαθώ, κοντεύω να πάρω αγωγή για να μπορώ να κοιμηθώ, υπάρχεις; Εισαι ζωντανός;»
«Και υπάρχω και ειμαι ζωντανός Όττο, ήμουν σιγουρος πως θα πίστευες πως γνώρισες το πνεύμα μου και όχι εμένα, όμως για κακή σου τύχη ειμαι ζωντανός. Δεν είμαι πνεύμα, είμαι διάμεσος, καταραμένος από την ηλικία των δέκα να μη ξεφύγω από την κατάθλιψη όταν οι γονείς μου σύλησαν έναν ετρουσκικό τάφο για να βρουν τον θησαυρό που μεγαλύτερος του έλεγαν είναι μονο το Κεχριμπαρένιο δωμάτιο. Η κατάρα θα λυνόταν μόνο αν ένας άνθρωπος με καθαρή ψυχή και πίστη σε αυτό θα άγγιζε ένα κουτί, ένα από τα κουτιά μετέφεραν το θησαυρό από τον τάφο που σύλησαν οι γονείς μου για να πλουτίσουν. Ο λόγος που δεν επέλεξα τον Μάσσιμο ήταν γιατί δεν ειχε πίστη και για να πιστέψει έστω και εκ των υστέρων έπρεπε να επιστρέψω στην Τεργέστη, να τον υπνωτίσω και να του δείξω τους δαίμονες που με κυριεύουν τόσα χρόνια σα ταινία στα μάτια του»
«τι είναι αυτά που μου λες, πότε άγγιξα εγώ το κουτί των ετρούσκων;»
«Τότε στο μπολζάνο, δεν βοήθησες μια κοπέλα να βάλει το κιβώτιο στο αυτοκίνητο; αυτό ήταν το κουτι του θησαυρού, η γυναίκα αυτή είναι η σύζυγός μου, η Φραντσέσκα, που σας παρακολουθούσαμε μέχρι να φτάσετε και ήμουν σίγουρος ότι θα την βοηθούσατε μόλις σας το ζητούσε, οι λύσεις είναι δύο, ή μένεις μαζί μου και συνεχίζεις να ζεις ως άνθρωπος ως ανταπόδοση για το καλό που έκανες να πάρεις πάνω σου την κατάρα ή που θα υποστείς για πάντα τη χειρότερη μορφή της μοναξιάς, το Damnatio memoriae στη χειρότερη του μορφή»
«Φεύγω και θα καταγγείλω στην αστυνομία πως μου έκλεψες χίλια ευρώ, δε θέλω να ξέρω πως υπάρχεις»
Ο Φάμπιο χαμογέλασε και τον χαιρέτησε λέγοντας του
«κάποια στιγμή το να υπάρχω θα είναι ο δικός σου θησαυρός»
Γεμάτος νεύρα και τρόμο ο όττο φεύγει και περνάει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως πλέον δεν υπάρχουν σκιές γύρω του, εξαφανίστηκαν. Αυτό που όμως παρατηρει είναι πως το είδωλο του δεν εμφανίζεται πουθενά, ούτε σε βιτρίνες, ούτε σε καθρέπτη, είναι πλέον μια άυλη όντότητα βυθισμένη στη μοναξιά που ποτέ δε θα μπορεί να τον δεί κανείς. Μετά από μέρες και αφού πλέον ήταν αόρατος από τους πάντες αποφάσισε να αυτοκτονήσει αλλά μάταια, καμία προσπάθεια δεν απόδωσε.
Δεν έχει αίσθηση του χρόνου μιας και ουτε τη μορφή του δε μπορεί να αντικρίσει. Στην ψυχή του νιώθει πως ο χρόνος που ειχε περάσει ήταν λίγες μέρες αλλά στην ουσία ήταν δεκαετίες και το συνειδητοποίησε όταν πήρε την αποφαση να πάει πάλι στο Φάμπιο και να του ζητήσει να μείνει μαζί του για πάντα, σίγουρα θα ηταν προτιμότερο από την κόλαση που ζούσε σήμερα. Ο Φάμπιο ήταν πλέον νεκρός και μάλιστα σε πολύ μεγάλη ηλικία. Κανείς πλέον δε μπορούσε να λύσει τα μάγια.
Ο Φάμπιο του είχε μεταδώσει την κατάρα των ετρούσκων. Να είναι αθάνατος και μόνος για μια αιωνιότητα, η κόλαση επι γης που τον φέρνει στον πάτο αλλά χωρίς λύτρωση. Και το χειρότερο, δε μπορεί να λύσει την κατάρα, ούτε να τη μεταδώσει επειδή ο ίδιος δεν είναι διάμεσος.
Απλά θυμίζει περισσότερο μια γαμάτη ιδέα που σου ήρθε και την περιέγραψες,παρά αυτόνομη ιστορία.
Βασικά, όλο το σενάριο που έγραψες μπορεί να βγάλει υλικό για ολόκληρο μυθιστόρημα. Έχει πολύ βάθος για να το "στουμπώσεις" σε short horror story.
Σε κάθε περίπτωση, από μένα είναι Ναι.
Και εννοείται υπάρχουν πολλά ερωτήματα, τι απέγινε ο Μασσιμο ας πούμε ή τι στο καλό ήταν τελικά οι σκιές; προφυλασαν εν τέλει;
"Chiedi a un bambino di disegnare una macchina e sicuramente la farà rossa"
- Otto Weininger
- Δημοσιεύσεις: 38340
- Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
- Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
συν: το χτίσιμο των χαρακτήρων, περισσότερα στοιχεία για τον μύθο κλπΕρμής έγραψε: 29 Ιουν 2024, 15:41Ισχύει αυτό που λες περί μυθιστόρηματος αν κάποιος περιγράψει με πολλές λεπτομέρειες από την ώρα που πας στην Ιταλία μέχρι που συνειδητοποιεις πως δεν υπάρχει γυρισμός.Otto Weininger έγραψε: 29 Ιουν 2024, 15:30Καθόλου κακό.Ερμής έγραψε: 29 Ιουν 2024, 15:20 ας γράψω και εγώ κάτι για πρώτη φορά.
Spoiler
Είμαστε κάπου στα μέσα προς τέλη των 00’s
ο Otto Weininger ένας Έλληνας από μια συνοικία του Πειραιά ετοιμάζεται για το ταξίδι των σπουδών του στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Τεργέστης, μια βορειοανατολική πόλη της Ιταλίας. Σπουδές φαρμακευτικής ούτως ώστε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση.
Ο Οττο είναι ένας νέος καλλιεργημένος, φιλομαθής, με έντονες ανησυχίες, ιδιαίτερα στο μεταφυσικό και ειδικά μετά από ένα περιστατικό που ειχε συμβεί στα χρόνια της πρώιμης εφηβείας του, χωρίς αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την αγάπη του για τη φιλοσοφία αλλά και τα ουσιαστικά προβλήματα που πάντα έψαχνε να βρεί λύσεις.
Φτάνοντας σε αυτή την πανέμορφη ιταλική πόλη, ξεκινά γοργά να μάθει τον τρόπο ζωής ούτως ώστε ο εγκλιματισμός να είναι ευκολότερος για αυτόν σε ένα μέρος πολύ διαφορετικό από την γενέτειρα του.
Πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο έχει δίπλα του δύο ακόμη νέους φοιτητές, ο ένας είναι ο Μάσσιμο γεννημένος στην Πεσκάρα από φτωχή οικογένεια η οποία στερείται τα πάντα για να τον σπουδάσει και να τον βγάλει από τη δύσκολη ζωή, θερμόαιμος, φωνακλάς, παρορμητικός. Ο έτερος συμφοιτητής είναι ο Φάμπιο που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό της Καλαβρίας, το Καστροβιλάρι, λίγο έξω από την Κοζέντσα, γόνος εύπορης οικογένειας, αρκετά διαβασμένος, λιγομίλητος. Αυτοί οι τρεις φοιτητές έμελλε να γίνουν μια παρέα που θα είναι σχεδόν αχώριστη κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, με τα πειράγματα του ενός προς τον άλλο. Ο μάσσιμο κάποιες φορές ξεπερνούσε λίγο τα όρια προς τον Καλαβρέζο αλλά ο Όττο ήταν εκεί για να κρατάει ισορροπίες.
Ένα βράδυ στο όνειρο του ο Οττο βλέπει να ξυπνάει εντος μιας καθολικής εκκλησίας που δεν ειχε ξαναδεί, ένιωσε σα να κοιμόταν μέσα στον ύπνο του, πρώτη του εικόνα η Αγιά τράπεζα με το τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο και ένα πέπλο από πάνω της που δε μπορούσε να ξεχωρίσει αν ηταν λόγω της υγρασίας ή ήταν μια άυλη οντότητα, δεν έβγαινε λέξη, ένιωθε πως δεν είναι συνηθισμένος εφιάλτης, προσπαθούσε να ξυπνήσει αλλά κατέληγε σε μια λούπα που κάθε φορά που ξυπνούσε βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Αυτή η οντότητα τελικά πανω από την αγια τράπεζα ακουγόταν σα να λέει κάτι ακατάληπτα Λατινικά, μόλις ο Οττο ξυπνησε κανονικά είχε στο μυαλο του και μουρμούριζε τρεις λέξεις, Φάβολα(μύθος), Τεζορο(θησαυρός), Σκάτολα(κουτί). Δεν άντεχε, ειχε μια περίεργη διαθεση, που έγινε ακόμη χειρότερη όταν ανοιξε τα παράθυρα και αντίκρυσε όλη την πιατσα Ουνιτά με αυτό το πέπλο. Τεργέστη βέβαια και η υγρασία είναι κάτι αρκετά σύνηθες.
Τις επόμενες μέρες συνεχώς είχε στο μυαλό του αυτές τις τρείς λέξεις σε σημείο εμμονής που έπιανε τον εαυτό του να τις μουρμουρίζει ακόμη και σε άσχετες στιγμές.
Μια από αυτές τις φορές τον άκουσε ο Φάμπιο
<< Πες μου τι ειπες;>> του λέει ο Φάμπιο
<< τίποτα μωρε, βλακείες, μου έχει κολλησει ένα τραγουδι και το σιγοτραγουδο» απάντησε ο όττο
«Πες μου τι ειπες σε παρακαλώ»
Με τα πολλά μοιράζεται μαζί του και το όνειρο και ολη την αίσθηση που ένιωσε. Ο Φάμπιο τον κοιταξε σκεπτικος και του ειπε πως ακριβώς το ίδιο όνειρο το βλέπει από 10 ετών και έχει ψάξει πολύ σχετικά. Του αναφέρει πως έχει βρεί τον ναό ο οποίος είναι κάπου στο Μπολζάνο και πως εκεί κρύβεται ο θησαυρός, μάλιστα από τις μελέτες σε μεσαιωνικά κειμενα είχε βρει και ένα χάρτη. Στο ερώτημα του γιατί δεν πήγαινε εκεί να τον βρεί έφερε ως δικαιολογία τον φοβο που ειχε για τα αποκρυφιστικά παρόλη την περιέργεια του. Σε κάθε περίπτωση όμως θα μπορούσε να του πουλήσει το χάρτη έναντι χιλιών ευρώ.
Ο Οττο δεν έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή αλλά το μυαλό του δε ξέφευγε, ούτε από τον χάρτη αλλά ούτε και από τις τρεις λέξεις που ειχε συνεχώς μέσα του.
Αποφασίζει να το εκμυστηρευτεί στον τρίτο της παρέας
Ο θερμόαιμος και ορθολογιστής Μάσσιμο αρχίζει να γελάει
-πιστεύεις αυτό τον βλάκα και τις φαντασιώσεις του, εχει χαζέψει από την αγαμία, δεν υπάρχουν ουτε θησαυροί ούτε τίποτα, η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη, γεννιέσαι πλούσιος; εισαι πλούσιος. Γεννιέσαι φτωχός; Θα παλεύεις μια ζωή.
Όμως οι καθημερινές του οικονομικές δυσκολίες τον έκαναν να έχει στο πίσω μερος του μυαλού, μήπως αυτή η αστεία ιστορία είναι εν τέλει αληθινή.
Οι δύο φίλοι αποφασίζουν να αγοράσουν το χάρτη και παίρνουν το ταξίδι για την τυρολέζικη πόλη του Μπολζάνο.
Κανένας ναός με αυτό το όνομα, όλοι οι ναοί στην περιοχή δεν είχαν καμια σχέση με αυτό που ειχε δει ο Οττο στο όνειρο του. Το μόνο που έκανε εντύπωση είναι μια νέα πολύ όμορφη κοπέλα που κρατούσε στα χέρια της ένα κιβώτιο , τόσο όμορφη που αδύνατο να μη την κοιτάξεις, η οποία τους πλησίασε, τους ζήτησε αν μπορούν να την βοηθήσουν να το βάλει στο αυτοκίνητο, τους ευχαρίστησε και έφυγε.
«Στο είπα μας κορόιδεψε ο τερρονο, στο είπα, τον πληρώσαμε και αυτος γελάει σε βάρος μας, πως θα το πω στην οικογένεια μου πως χάλασα όλα τα χρήματα του μήνα για μια βλακεία, μόλις φτάσουμε στην Τεργέστη θα τον σκοτώσω, μα το θεό»
Γυρνώντας στην Τεργέστη την επόμενη μέρα αναζητούν τον Φάμπιο αλλά πουθενά, άφαντος από όλους, στη γραμματεία της σχολής φαίνεται πως διέκοψε βίαια τις σπουδές του, οι δύο φίλοι πέφτουν από τα σύννεφα, αλλά να έκανε κάτι τέτοιο για μόλις χίλια ευρώ και μάλιστα από τη στιγμή που δεν ειχε οικονομικό πρόβλημα; Κάτι δε κολλάει σκέπτεται ο Όττο σα πιο λογικός και σε αντίθεση με τον Μάσσιμο που ήθελε να τα βάλει με δίκαιους και άδικους.
Το θέμα είναι πως από τη στιγμή που έφυγαν από το Μπολζάνο, ο Οττο έχει μονίμως μια αίσθηση πως κάτι τον παρακολουθεί, μονίμως νιώθει κάτι το παγωμένο και απόκοσμο γύρω του και σε αυτό δεν ευθύνεται το πολύ κακό κλίμα της περιοχής. Κάθε μέρα να γίνεται όλο και πιο έντονο σε σημειο να φοβάται να μένει μόνος, το μυαλό παίζει περίεργα παιγνίδια, βλέπει μονίμως μια σκιά δίπλα στο ειδωλο του, μια σκιά όμοια με αυτή του ονείρου του. Κάτι δε πάει καλά, κάτι πρέπει να κάνω, αρχίζουν και του μπαίνουν ιδέες μήπως χάνει το μυαλό του, μήπως αυτή η εμμονή του αντικαθιστά τη ζωή.
«Θα πάω στο Καστροβιλάρι να βρω τον φάμπιο, ακόμη και να μην είναι εκεί, κάποιος θα ξέρει»
την ώρα που σκέπτεται να το μοιραστεί με τον φίλο του, τον καλεί πρώτος ο Μάσσιμο στο τηλέφωνο έντρομος με τρεμάμενη φωνή
«Όττο μην κάνεις αυτό που σκέπτεσαι, ότι έγινε έγινε, χάσαμε χίλια ευρώ»
Δε τον ειχε συνηθίσει έτσι. Πρώτη σκέψη είναι πως μάλλον είχε απειληθεί από τον ίδιο τον Φάμπιο,
« Ποιος ξέρει, Νότιος είναι, μπορεί να έχει επαφές με το τοπικό έγκλημα, αλλά και πάλι κάτι δε κολλάει, δε κάνεις τέτοια ιστορία για χίλια ευρώ, δεν απειλείς για ένα τέτοιο ποσό. Θα πάω να τον βρω και ότι θέλει ας γίνει»
Η απόσταση για το Καστροβιλάρι, το μικρό χωριό της Καλαβρίας είναι μεγάλη. Πρώτα αεροπλάνο μέχρι τη Νάπολι και μετά λεωφορείο κάποιες ωρες.
Φτάνει στο Καστροβιλάρι το καταμεσήμερο, ο καιρός τέλειος, καμια σχέση με τον ιταλικό βορρά. Μικρό χωριό, τυπικό χωριό του Νότου. Σκέφτεται να τον ψάξει μιας και το κινητό του είναι απενεργοποιημένο για μέρες.
«Καλησπέρα σας, ψάχνω τον Φάμπιο Φοτζα»
«Ζητάς τον Φάμπιο; Γιατί; ποιος είσαι; τι θέλεις στο χωριό μας, είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι, καλό θα ήταν να πηγαίνεις»
Το ίδιο αποκρίθηκε και άλλος κάτοικος με τρόμο. Η αίσθηση του παγωμένου και της παρακολούθησης γινεται εντονότερη. Κάτι δε πάει καλά.
«θα πάω να προσευχηθώ, κάτι δε πάει καλά, κάτι δεν είναι όπως φαίνεται»
Μπαίνει στον ναο του St.Giugliano.
Αυτός είναι ο ναός του ονείρου του. Θέλει να βγάλει φωνή αλλά μάταια, διάφορες σκιές να του κατακλύζουν, νιώθει να χάνει τις αισθήσεις του από φόβο και αδυναμία ενώ στο τέλος προσπαθεί να βγεί έξω και το καταφέρνει, με κάθε δύναμη που του εχει απομείνει απομακρύνεται από τον ναό που του έδωσε μια αίσθηση πρωτόγνωρης φοβίας, σαν ο ίδιος ο ναός να μη τον θέλει μέσα.
Ο περαστικός που ειχε ρωτήσει πριν είναι εκεί και τον παρακολουθεί
«φυγε, φύγε, ο Φάμπιο δεν είναι εδώ, τι άλλο θέλεις, φύγε»
Η σκέψη του Όττο πήγε άμεσα σε ένα μεταφυσικό σενάριο που θέλει τον Φάμπιο να είναι νεκρός από καιρό.
Εχει πέσει νύχτα, ο ύπνος δεν έρχεται, ο φοβος τον έχει κυριεύσει, δεν υπάρχει λεωφορείο ούτε προς την Κοζέντσα, ούτε προς τη Νάπολι.
εκείνη τη στιγμή χτυπάει στο κινητό του αναφορά στο SMS που είχε στείλει στον Φάμπιο. Αμέσως τον καλεί, μιας και άνοιξε το τηλέφωνο του.
«Που είσαι; Τι συμβαίνει; θέλω να συναντηθούμε» λέει ο Οττο
ο Φάμπιο με ήρεμη αλλά παγωμένη φωνή απαντά
«Όχι τώρα, στις τρείς μετά τα μεσάνυκτα θα έρθεις με τα πόδια μετά το ναό στο coscile»
Ο Οττο ξέρει ότι το τρείς μετά τα μεσάνυχτα δεν είναι τυχαίο, στην γλώσσα τον αποκρυφιστών, αυτά είναι τα μεσανυκτα του διαβόλου, είναι η μοναδική ώρα που μπορεί να εμφανιστεί ο διάβολος με ό,τι αυτό συνεπάγεται, πεπεισμένος πως μάλλον ο φιλος του είναι πλέον στη σφαίρα του μεταφυσικού.
«Θα πάω, έχω φτάσει μέχρι εδώ, θέλω εξηγήσεις»
Οι σκιές που μέχρι τώρα έχουν γίνει συνήθεια και μέρος της καθημερινότητας του απομακρύνονται και αυτό αντι να τον ανακουφίζει τον φοβίζει ακόμη περισσότερο.
Στην άκρη του δρόμου ο Φάμπιο, δεν είναι πνεύμα, είναι ζωντανος, ούτε μαύρα μάτια, ούτε τίποτα, είναι απλά ο Φάμπιο.
«Τι συμβαίνει; Πες μου, πάω να τρελαθώ, κοντεύω να πάρω αγωγή για να μπορώ να κοιμηθώ, υπάρχεις; Εισαι ζωντανός;»
«Και υπάρχω και ειμαι ζωντανός Όττο, ήμουν σιγουρος πως θα πίστευες πως γνώρισες το πνεύμα μου και όχι εμένα, όμως για κακή σου τύχη ειμαι ζωντανός. Δεν είμαι πνεύμα, είμαι διάμεσος, καταραμένος από την ηλικία των δέκα να μη ξεφύγω από την κατάθλιψη όταν οι γονείς μου σύλησαν έναν ετρουσκικό τάφο για να βρουν τον θησαυρό που μεγαλύτερος του έλεγαν είναι μονο το Κεχριμπαρένιο δωμάτιο. Η κατάρα θα λυνόταν μόνο αν ένας άνθρωπος με καθαρή ψυχή και πίστη σε αυτό θα άγγιζε ένα κουτί, ένα από τα κουτιά μετέφεραν το θησαυρό από τον τάφο που σύλησαν οι γονείς μου για να πλουτίσουν. Ο λόγος που δεν επέλεξα τον Μάσσιμο ήταν γιατί δεν ειχε πίστη και για να πιστέψει έστω και εκ των υστέρων έπρεπε να επιστρέψω στην Τεργέστη, να τον υπνωτίσω και να του δείξω τους δαίμονες που με κυριεύουν τόσα χρόνια σα ταινία στα μάτια του»
«τι είναι αυτά που μου λες, πότε άγγιξα εγώ το κουτί των ετρούσκων;»
«Τότε στο μπολζάνο, δεν βοήθησες μια κοπέλα να βάλει το κιβώτιο στο αυτοκίνητο; αυτό ήταν το κουτι του θησαυρού, η γυναίκα αυτή είναι η σύζυγός μου, η Φραντσέσκα, που σας παρακολουθούσαμε μέχρι να φτάσετε και ήμουν σίγουρος ότι θα την βοηθούσατε μόλις σας το ζητούσε, οι λύσεις είναι δύο, ή μένεις μαζί μου και συνεχίζεις να ζεις ως άνθρωπος ως ανταπόδοση για το καλό που έκανες να πάρεις πάνω σου την κατάρα ή που θα υποστείς για πάντα τη χειρότερη μορφή της μοναξιάς, το Damnatio memoriae στη χειρότερη του μορφή»
«Φεύγω και θα καταγγείλω στην αστυνομία πως μου έκλεψες χίλια ευρώ, δε θέλω να ξέρω πως υπάρχεις»
Ο Φάμπιο χαμογέλασε και τον χαιρέτησε λέγοντας του
«κάποια στιγμή το να υπάρχω θα είναι ο δικός σου θησαυρός»
Γεμάτος νεύρα και τρόμο ο όττο φεύγει και περνάει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως πλέον δεν υπάρχουν σκιές γύρω του, εξαφανίστηκαν. Αυτό που όμως παρατηρει είναι πως το είδωλο του δεν εμφανίζεται πουθενά, ούτε σε βιτρίνες, ούτε σε καθρέπτη, είναι πλέον μια άυλη όντότητα βυθισμένη στη μοναξιά που ποτέ δε θα μπορεί να τον δεί κανείς. Μετά από μέρες και αφού πλέον ήταν αόρατος από τους πάντες αποφάσισε να αυτοκτονήσει αλλά μάταια, καμία προσπάθεια δεν απόδωσε.
Δεν έχει αίσθηση του χρόνου μιας και ουτε τη μορφή του δε μπορεί να αντικρίσει. Στην ψυχή του νιώθει πως ο χρόνος που ειχε περάσει ήταν λίγες μέρες αλλά στην ουσία ήταν δεκαετίες και το συνειδητοποίησε όταν πήρε την αποφαση να πάει πάλι στο Φάμπιο και να του ζητήσει να μείνει μαζί του για πάντα, σίγουρα θα ηταν προτιμότερο από την κόλαση που ζούσε σήμερα. Ο Φάμπιο ήταν πλέον νεκρός και μάλιστα σε πολύ μεγάλη ηλικία. Κανείς πλέον δε μπορούσε να λύσει τα μάγια.
Ο Φάμπιο του είχε μεταδώσει την κατάρα των ετρούσκων. Να είναι αθάνατος και μόνος για μια αιωνιότητα, η κόλαση επι γης που τον φέρνει στον πάτο αλλά χωρίς λύτρωση. Και το χειρότερο, δε μπορεί να λύσει την κατάρα, ούτε να τη μεταδώσει επειδή ο ίδιος δεν είναι διάμεσος.
Απλά θυμίζει περισσότερο μια γαμάτη ιδέα που σου ήρθε και την περιέγραψες,παρά αυτόνομη ιστορία.
Βασικά, όλο το σενάριο που έγραψες μπορεί να βγάλει υλικό για ολόκληρο μυθιστόρημα. Έχει πολύ βάθος για να το "στουμπώσεις" σε short horror story.
Σε κάθε περίπτωση, από μένα είναι Ναι.
Και εννοείται υπάρχουν πολλά ερωτήματα, τι απέγινε ο Μασσιμο ας πούμε.
Έχει ζουμι να βγάλεις. Αρκετό για μυθιστόρημα. Είναι κάποιες ιδέες που απλά δεν χωράνε σε short story.
Δεν έχει να κάνει με σε να δηλαδή και το πώς γράφεις. Απλά είναι ιδέες για μυθιστορήματα.
Let them make the first mistake. We make the last move.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Ερμής έγραψε: 29 Ιουν 2024, 15:20 ας γράψω και εγώ κάτι για πρώτη φορά.
Spoiler
Είμαστε κάπου στα μέσα προς τέλη των 00’s
ο Otto Weininger ένας Έλληνας από μια συνοικία του Πειραιά ετοιμάζεται για το ταξίδι των σπουδών του στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Τεργέστης, μια βορειοανατολική πόλη της Ιταλίας. Σπουδές φαρμακευτικής ούτως ώστε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση.
Ο Οττο είναι ένας νέος καλλιεργημένος, φιλομαθής, με έντονες ανησυχίες, ιδιαίτερα στο μεταφυσικό και ειδικά μετά από ένα περιστατικό που ειχε συμβεί στα χρόνια της πρώιμης εφηβείας του, χωρίς αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την αγάπη του για τη φιλοσοφία αλλά και τα ουσιαστικά προβλήματα που πάντα έψαχνε να βρεί λύσεις.
Φτάνοντας σε αυτή την πανέμορφη ιταλική πόλη, ξεκινά γοργά να μάθει τον τρόπο ζωής ούτως ώστε ο εγκλιματισμός να είναι ευκολότερος για αυτόν σε ένα μέρος πολύ διαφορετικό από την γενέτειρα του.
Πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο έχει δίπλα του δύο ακόμη νέους φοιτητές, ο ένας είναι ο Μάσσιμο γεννημένος στην Πεσκάρα από φτωχή οικογένεια η οποία στερείται τα πάντα για να τον σπουδάσει και να τον βγάλει από τη δύσκολη ζωή, θερμόαιμος, φωνακλάς, παρορμητικός. Ο έτερος συμφοιτητής είναι ο Φάμπιο που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό της Καλαβρίας, το Καστροβιλάρι, λίγο έξω από την Κοζέντσα, γόνος εύπορης οικογένειας, αρκετά διαβασμένος, λιγομίλητος. Αυτοί οι τρεις φοιτητές έμελλε να γίνουν μια παρέα που θα είναι σχεδόν αχώριστη κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, με τα πειράγματα του ενός προς τον άλλο. Ο μάσσιμο κάποιες φορές ξεπερνούσε λίγο τα όρια προς τον Καλαβρέζο αλλά ο Όττο ήταν εκεί για να κρατάει ισορροπίες.
Ένα βράδυ στο όνειρο του ο Οττο βλέπει να ξυπνάει εντος μιας καθολικής εκκλησίας που δεν ειχε ξαναδεί, ένιωσε σα να κοιμόταν μέσα στον ύπνο του, πρώτη του εικόνα η Αγιά τράπεζα με το τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο και ένα πέπλο από πάνω της που δε μπορούσε να ξεχωρίσει αν ηταν λόγω της υγρασίας ή ήταν μια άυλη οντότητα, δεν έβγαινε λέξη, ένιωθε πως δεν είναι συνηθισμένος εφιάλτης, προσπαθούσε να ξυπνήσει αλλά κατέληγε σε μια λούπα που κάθε φορά που ξυπνούσε βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Αυτή η οντότητα τελικά πανω από την αγια τράπεζα ακουγόταν σα να λέει κάτι ακατάληπτα Λατινικά, μόλις ο Οττο ξυπνησε κανονικά είχε στο μυαλο του και μουρμούριζε τρεις λέξεις, Φάβολα(μύθος), Τεζορο(θησαυρός), Σκάτολα(κουτί). Δεν άντεχε, ειχε μια περίεργη διαθεση, που έγινε ακόμη χειρότερη όταν ανοιξε τα παράθυρα και αντίκρυσε όλη την πιατσα Ουνιτά με αυτό το πέπλο. Τεργέστη βέβαια και η υγρασία είναι κάτι αρκετά σύνηθες.
Τις επόμενες μέρες συνεχώς είχε στο μυαλό του αυτές τις τρείς λέξεις σε σημείο εμμονής που έπιανε τον εαυτό του να τις μουρμουρίζει ακόμη και σε άσχετες στιγμές.
Μια από αυτές τις φορές τον άκουσε ο Φάμπιο
<< Πες μου τι ειπες;>> του λέει ο Φάμπιο
<< τίποτα μωρε, βλακείες, μου έχει κολλησει ένα τραγουδι και το σιγοτραγουδο» απάντησε ο όττο
«Πες μου τι ειπες σε παρακαλώ»
Με τα πολλά μοιράζεται μαζί του και το όνειρο και ολη την αίσθηση που ένιωσε. Ο Φάμπιο τον κοιταξε σκεπτικος και του ειπε πως ακριβώς το ίδιο όνειρο το βλέπει από 10 ετών και έχει ψάξει πολύ σχετικά. Του αναφέρει πως έχει βρεί τον ναό ο οποίος είναι κάπου στο Μπολζάνο και πως εκεί κρύβεται ο θησαυρός, μάλιστα από τις μελέτες σε μεσαιωνικά κειμενα είχε βρει και ένα χάρτη. Στο ερώτημα του γιατί δεν πήγαινε εκεί να τον βρεί έφερε ως δικαιολογία τον φοβο που ειχε για τα αποκρυφιστικά παρόλη την περιέργεια του. Σε κάθε περίπτωση όμως θα μπορούσε να του πουλήσει το χάρτη έναντι χιλιών ευρώ.
Ο Οττο δεν έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή αλλά το μυαλό του δε ξέφευγε, ούτε από τον χάρτη αλλά ούτε και από τις τρεις λέξεις που ειχε συνεχώς μέσα του.
Αποφασίζει να το εκμυστηρευτεί στον τρίτο της παρέας
Ο θερμόαιμος και ορθολογιστής Μάσσιμο αρχίζει να γελάει
-πιστεύεις αυτό τον βλάκα και τις φαντασιώσεις του, εχει χαζέψει από την αγαμία, δεν υπάρχουν ουτε θησαυροί ούτε τίποτα, η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη, γεννιέσαι πλούσιος; εισαι πλούσιος. Γεννιέσαι φτωχός; Θα παλεύεις μια ζωή.
Όμως οι καθημερινές του οικονομικές δυσκολίες τον έκαναν να έχει στο πίσω μερος του μυαλού, μήπως αυτή η αστεία ιστορία είναι εν τέλει αληθινή.
Οι δύο φίλοι αποφασίζουν να αγοράσουν το χάρτη και παίρνουν το ταξίδι για την τυρολέζικη πόλη του Μπολζάνο.
Κανένας ναός με αυτό το όνομα, όλοι οι ναοί στην περιοχή δεν είχαν καμια σχέση με αυτό που ειχε δει ο Οττο στο όνειρο του. Το μόνο που έκανε εντύπωση είναι μια νέα πολύ όμορφη κοπέλα που κρατούσε στα χέρια της ένα κιβώτιο , τόσο όμορφη που αδύνατο να μη την κοιτάξεις, η οποία τους πλησίασε, τους ζήτησε αν μπορούν να την βοηθήσουν να το βάλει στο αυτοκίνητο, τους ευχαρίστησε και έφυγε.
«Στο είπα μας κορόιδεψε ο τερρονο, στο είπα, τον πληρώσαμε και αυτος γελάει σε βάρος μας, πως θα το πω στην οικογένεια μου πως χάλασα όλα τα χρήματα του μήνα για μια βλακεία, μόλις φτάσουμε στην Τεργέστη θα τον σκοτώσω, μα το θεό»
Γυρνώντας στην Τεργέστη την επόμενη μέρα αναζητούν τον Φάμπιο αλλά πουθενά, άφαντος από όλους, στη γραμματεία της σχολής φαίνεται πως διέκοψε βίαια τις σπουδές του, οι δύο φίλοι πέφτουν από τα σύννεφα, αλλά να έκανε κάτι τέτοιο για μόλις χίλια ευρώ και μάλιστα από τη στιγμή που δεν ειχε οικονομικό πρόβλημα; Κάτι δε κολλάει σκέπτεται ο Όττο σα πιο λογικός και σε αντίθεση με τον Μάσσιμο που ήθελε να τα βάλει με δίκαιους και άδικους.
Το θέμα είναι πως από τη στιγμή που έφυγαν από το Μπολζάνο, ο Οττο έχει μονίμως μια αίσθηση πως κάτι τον παρακολουθεί, μονίμως νιώθει κάτι το παγωμένο και απόκοσμο γύρω του και σε αυτό δεν ευθύνεται το πολύ κακό κλίμα της περιοχής. Κάθε μέρα να γίνεται όλο και πιο έντονο σε σημειο να φοβάται να μένει μόνος, το μυαλό παίζει περίεργα παιγνίδια, βλέπει μονίμως μια σκιά δίπλα στο ειδωλο του, μια σκιά όμοια με αυτή του ονείρου του. Κάτι δε πάει καλά, κάτι πρέπει να κάνω, αρχίζουν και του μπαίνουν ιδέες μήπως χάνει το μυαλό του, μήπως αυτή η εμμονή του αντικαθιστά τη ζωή.
«Θα πάω στο Καστροβιλάρι να βρω τον φάμπιο, ακόμη και να μην είναι εκεί, κάποιος θα ξέρει»
την ώρα που σκέπτεται να το μοιραστεί με τον φίλο του, τον καλεί πρώτος ο Μάσσιμο στο τηλέφωνο έντρομος με τρεμάμενη φωνή
«Όττο μην κάνεις αυτό που σκέπτεσαι, ότι έγινε έγινε, χάσαμε χίλια ευρώ»
Δε τον ειχε συνηθίσει έτσι. Πρώτη σκέψη είναι πως μάλλον είχε απειληθεί από τον ίδιο τον Φάμπιο,
« Ποιος ξέρει, Νότιος είναι, μπορεί να έχει επαφές με το τοπικό έγκλημα, αλλά και πάλι κάτι δε κολλάει, δε κάνεις τέτοια ιστορία για χίλια ευρώ, δεν απειλείς για ένα τέτοιο ποσό. Θα πάω να τον βρω και ότι θέλει ας γίνει»
Η απόσταση για το Καστροβιλάρι, το μικρό χωριό της Καλαβρίας είναι μεγάλη. Πρώτα αεροπλάνο μέχρι τη Νάπολι και μετά λεωφορείο κάποιες ωρες.
Φτάνει στο Καστροβιλάρι το καταμεσήμερο, ο καιρός τέλειος, καμια σχέση με τον ιταλικό βορρά. Μικρό χωριό, τυπικό χωριό του Νότου. Σκέφτεται να τον ψάξει μιας και το κινητό του είναι απενεργοποιημένο για μέρες.
«Καλησπέρα σας, ψάχνω τον Φάμπιο Φοτζα»
«Ζητάς τον Φάμπιο; Γιατί; ποιος είσαι; τι θέλεις στο χωριό μας, είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι, καλό θα ήταν να πηγαίνεις»
Το ίδιο αποκρίθηκε και άλλος κάτοικος με τρόμο. Η αίσθηση του παγωμένου και της παρακολούθησης γινεται εντονότερη. Κάτι δε πάει καλά.
«θα πάω να προσευχηθώ, κάτι δε πάει καλά, κάτι δεν είναι όπως φαίνεται»
Μπαίνει στον ναο του St.Giugliano.
Αυτός είναι ο ναός του ονείρου του. Θέλει να βγάλει φωνή αλλά μάταια, διάφορες σκιές να του κατακλύζουν, νιώθει να χάνει τις αισθήσεις του από φόβο και αδυναμία ενώ στο τέλος προσπαθεί να βγεί έξω και το καταφέρνει, με κάθε δύναμη που του εχει απομείνει απομακρύνεται από τον ναό που του έδωσε μια αίσθηση πρωτόγνωρης φοβίας, σαν ο ίδιος ο ναός να μη τον θέλει μέσα.
Ο περαστικός που ειχε ρωτήσει πριν είναι εκεί και τον παρακολουθεί
«φυγε, φύγε, ο Φάμπιο δεν είναι εδώ, τι άλλο θέλεις, φύγε»
Η σκέψη του Όττο πήγε άμεσα σε ένα μεταφυσικό σενάριο που θέλει τον Φάμπιο να είναι νεκρός από καιρό.
Εχει πέσει νύχτα, ο ύπνος δεν έρχεται, ο φοβος τον έχει κυριεύσει, δεν υπάρχει λεωφορείο ούτε προς την Κοζέντσα, ούτε προς τη Νάπολι.
εκείνη τη στιγμή χτυπάει στο κινητό του αναφορά στο SMS που είχε στείλει στον Φάμπιο. Αμέσως τον καλεί, μιας και άνοιξε το τηλέφωνο του.
«Που είσαι; Τι συμβαίνει; θέλω να συναντηθούμε» λέει ο Οττο
ο Φάμπιο με ήρεμη αλλά παγωμένη φωνή απαντά
«Όχι τώρα, στις τρείς μετά τα μεσάνυκτα θα έρθεις με τα πόδια μετά το ναό στο coscile»
Ο Οττο ξέρει ότι το τρείς μετά τα μεσάνυχτα δεν είναι τυχαίο, στην γλώσσα τον αποκρυφιστών, αυτά είναι τα μεσανυκτα του διαβόλου, είναι η μοναδική ώρα που μπορεί να εμφανιστεί ο διάβολος με ό,τι αυτό συνεπάγεται, πεπεισμένος πως μάλλον ο φιλος του είναι πλέον στη σφαίρα του μεταφυσικού.
«Θα πάω, έχω φτάσει μέχρι εδώ, θέλω εξηγήσεις»
Οι σκιές που μέχρι τώρα έχουν γίνει συνήθεια και μέρος της καθημερινότητας του απομακρύνονται και αυτό αντι να τον ανακουφίζει τον φοβίζει ακόμη περισσότερο.
Στην άκρη του δρόμου ο Φάμπιο, δεν είναι πνεύμα, είναι ζωντανος, ούτε μαύρα μάτια, ούτε τίποτα, είναι απλά ο Φάμπιο.
«Τι συμβαίνει; Πες μου, πάω να τρελαθώ, κοντεύω να πάρω αγωγή για να μπορώ να κοιμηθώ, υπάρχεις; Εισαι ζωντανός;»
«Και υπάρχω και ειμαι ζωντανός Όττο, ήμουν σιγουρος πως θα πίστευες πως γνώρισες το πνεύμα μου και όχι εμένα, όμως για κακή σου τύχη ειμαι ζωντανός. Δεν είμαι πνεύμα, είμαι διάμεσος, καταραμένος από την ηλικία των δέκα να μη ξεφύγω από την κατάθλιψη όταν οι γονείς μου σύλησαν έναν ετρουσκικό τάφο για να βρουν τον θησαυρό που μεγαλύτερος του έλεγαν είναι μονο το Κεχριμπαρένιο δωμάτιο. Η κατάρα θα λυνόταν μόνο αν ένας άνθρωπος με καθαρή ψυχή και πίστη σε αυτό θα άγγιζε ένα κουτί, ένα από τα κουτιά μετέφεραν το θησαυρό από τον τάφο που σύλησαν οι γονείς μου για να πλουτίσουν. Ο λόγος που δεν επέλεξα τον Μάσσιμο ήταν γιατί δεν ειχε πίστη και για να πιστέψει έστω και εκ των υστέρων έπρεπε να επιστρέψω στην Τεργέστη, να τον υπνωτίσω και να του δείξω τους δαίμονες που με κυριεύουν τόσα χρόνια σα ταινία στα μάτια του»
«τι είναι αυτά που μου λες, πότε άγγιξα εγώ το κουτί των ετρούσκων;»
«Τότε στο μπολζάνο, δεν βοήθησες μια κοπέλα να βάλει το κιβώτιο στο αυτοκίνητο; αυτό ήταν το κουτι του θησαυρού, η γυναίκα αυτή είναι η σύζυγός μου, η Φραντσέσκα, που σας παρακολουθούσαμε μέχρι να φτάσετε και ήμουν σίγουρος ότι θα την βοηθούσατε μόλις σας το ζητούσε, οι λύσεις είναι δύο, ή μένεις μαζί μου και συνεχίζεις να ζεις ως άνθρωπος ως ανταπόδοση για το καλό που έκανες να πάρεις πάνω σου την κατάρα ή που θα υποστείς για πάντα τη χειρότερη μορφή της μοναξιάς, το Damnatio memoriae στη χειρότερη του μορφή»
«Φεύγω και θα καταγγείλω στην αστυνομία πως μου έκλεψες χίλια ευρώ, δε θέλω να ξέρω πως υπάρχεις»
Ο Φάμπιο χαμογέλασε και τον χαιρέτησε λέγοντας του
«κάποια στιγμή το να υπάρχω θα είναι ο δικός σου θησαυρός»
Γεμάτος νεύρα και τρόμο ο όττο φεύγει και περνάει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως πλέον δεν υπάρχουν σκιές γύρω του, εξαφανίστηκαν. Αυτό που όμως παρατηρει είναι πως το είδωλο του δεν εμφανίζεται πουθενά, ούτε σε βιτρίνες, ούτε σε καθρέπτη, είναι πλέον μια άυλη όντότητα βυθισμένη στη μοναξιά που ποτέ δε θα μπορεί να τον δεί κανείς. Μετά από μέρες και αφού πλέον ήταν αόρατος από τους πάντες αποφάσισε να αυτοκτονήσει αλλά μάταια, καμία προσπάθεια δεν απόδωσε.
Δεν έχει αίσθηση του χρόνου μιας και ουτε τη μορφή του δε μπορεί να αντικρίσει. Στην ψυχή του νιώθει πως ο χρόνος που ειχε περάσει ήταν λίγες μέρες αλλά στην ουσία ήταν δεκαετίες και το συνειδητοποίησε όταν πήρε την αποφαση να πάει πάλι στο Φάμπιο και να του ζητήσει να μείνει μαζί του για πάντα, σίγουρα θα ηταν προτιμότερο από την κόλαση που ζούσε σήμερα. Ο Φάμπιο ήταν πλέον νεκρός και μάλιστα σε πολύ μεγάλη ηλικία. Κανείς πλέον δε μπορούσε να λύσει τα μάγια.
Ο Φάμπιο του είχε μεταδώσει την κατάρα των ετρούσκων. Να είναι αθάνατος και μόνος για μια αιωνιότητα, η κόλαση επι γης που τον φέρνει στον πάτο αλλά χωρίς λύτρωση. Και το χειρότερο, δε μπορεί να λύσει την κατάρα, ούτε να τη μεταδώσει επειδή ο ίδιος δεν είναι διάμεσος.
Η ελπίδα είναι παγίδα.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
ωραίο του Ερμή.
- Sid Vicious
- Δημοσιεύσεις: 13419
- Εγγραφή: 13 Σεπ 2018, 19:43
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Κορυφαίο νήμα, Εύγε!!
yet say this to the Possum: a bang, not a whimper,
with a bang not with a whimper,
To build the city of Dioce whose terraces are the colour of stars
with a bang not with a whimper,
To build the city of Dioce whose terraces are the colour of stars
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Νομίζω πάντως ότι δένει η οπτική σας. Δεν ξέρω αν έχει σχέση το ότι ζήσατε και οι δύο στην Ιταλία ή αν είναι κάτι τυχαίο.Otto Weininger έγραψε: 29 Ιουν 2024, 15:45συν: το χτίσιμο των χαρακτήρων, περισσότερα στοιχεία για τον μύθο κλπΕρμής έγραψε: 29 Ιουν 2024, 15:41Ισχύει αυτό που λες περί μυθιστόρηματος αν κάποιος περιγράψει με πολλές λεπτομέρειες από την ώρα που πας στην Ιταλία μέχρι που συνειδητοποιεις πως δεν υπάρχει γυρισμός.Otto Weininger έγραψε: 29 Ιουν 2024, 15:30
Καθόλου κακό.
Απλά θυμίζει περισσότερο μια γαμάτη ιδέα που σου ήρθε και την περιέγραψες,παρά αυτόνομη ιστορία.
Βασικά, όλο το σενάριο που έγραψες μπορεί να βγάλει υλικό για ολόκληρο μυθιστόρημα. Έχει πολύ βάθος για να το "στουμπώσεις" σε short horror story.
Σε κάθε περίπτωση, από μένα είναι Ναι.
Και εννοείται υπάρχουν πολλά ερωτήματα, τι απέγινε ο Μασσιμο ας πούμε.
Έχει ζουμι να βγάλεις. Αρκετό για μυθιστόρημα. Είναι κάποιες ιδέες που απλά δεν χωράνε σε short story.
Δεν έχει να κάνει με σε να δηλαδή και το πώς γράφεις. Απλά είναι ιδέες για μυθιστορήματα.
Αναφορικά με το μεγεθυμένο, έχει σχέση με το μοτίβο που έχει προαναφερθεί. Η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι χωρίς να νοιώθεις κάποια άμεση απειλή, δεν έχεις την παραμικρή σχέση με το -πρώην οικείο- περιβάλλον που βρίσκεσαι, το τρομακτικό στοιχείο είσαι εσύ.
Η ελπίδα είναι παγίδα.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
κοίταξε το ρολόι τον τοίχο, 9 παρά. Κλείνουμε σε 15 λεπτά είπε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα, αύριο στις 6 πάλι. Αμάν ρε σιντ, τι θα πάθεις αν δουλέψεις λίγες ώρες παραπάνω, ειπε ο Δημήτρης με παράπονο και ενα δισταγμό στην φωνή, σαν να ένοιωσε οτι κακώς μίλησε. Ο σιντ χαμογέλασε με κόπο, φιλε μου δεν ειναι ολα οπως μοιάζουν, λυπάμαι που δεν πρόλαβες, αύριο θα σε περιμένω στις 6. Να δώσεις ενα φιλί στην αδελφή σου απο εμένα.
Το γυράδικο του σιντ δεν έμοιαζε με κανένα αλλο στην πολη. Σε μια απλη γειτονιά, τίποτα στην εμφάνιση του μαγαζιού δεν πρόδιδε την αιτία της επιτυχίας. Άλλοι λέγανε ηταν το μεράκι, η αγάπη που εβαζε, άλλοι το κρέας, άλλοι λέγανε οτι εχει μια μυστική σάλτσα, δεν ειχε σημασια ομως τι ήταν. Καθε μπουκιά ηταν αναμνήσεις οικείες, τα αρώματα, τα χαμόγελα, ο ιδρώτας των κοριτσιών που χόρευαν στα κλαμπ, ηταν η πόλη ολόκληρη.
Κατέβασε το ρολό και έβαλε το λουκετο, στο αλλο χερι κρατούσε το κινητο, κινήσεις που εκανε χρόνια και είχαν γινει πλέον μερος της δουλείας. Άνοιξε τα μηνύματα, συναυλία στο κέντρο τα χαμένα κορμια, μήνυμα απο τον Αντρέα, μερικά απο την τοπική της ΝΔ. Κοίταξε το κινητό σχεδόν θυμωμένος, δεν του άρεσε που εκανε κινήσεις μηχανικές, σημερα ήξερε που θα πάει. Πάτησε τα νούμερα, θελω να σε δω είπε, σε μια ωρα θα σε περιμένω στο μέρος μας.
Σήκωσε το πέτο και άρχισε να περπατά προς το λιμάνι, σταμάτησε για ενα ποτό που τον κέρασε μια παρέα φίλων, μετά ενα ακόμα λιγο πιο κάτω, μετα μπήκε στις σκιές της πολης, το ραντεβού του ηταν σε 20 λεπτά και όλοι ήθελαν να κεράσουν ενα ποτό τον σιντ, δεν ήθελε να αργήσει. Ηταν παντρεμένος χρόνια, αλλά ηταν γνωστό οτι το βράδυ δεν παει σπίτι αμέσως, πρώτα θα κανει μια βολτα, ισως δυο, ίσως παραπάνω.
Την περίμενε περίπου 5 λεπτα αλλά δεν ειχε αγωνιά, ήξερε οτι θα ερθει. Το βήμα της ολοζώντανο, τα μαλια της ταξίδευαν σε κάθε της κίνηση, τα μάτια της ανακλούσαν τα φωτα του δρόμου, υπέροχη. Άφησε λιγο χρόνο να περάσει, να την δει να κοιτάει γύρω της, να νιώσει οτι ισως δεν ηταν εκει, να αμφιβάλει, και με ενα απαλό βήμα βγήκε απο την σκια. Ένοιωσε το ριγος, μύρισε την προσμονή, της χαμογέλασε.
Δεν περίμενα τηλέφωνο, νομιζα οτι ο σπουδαίος σιντ με ξέχασε, του ειπε και τον κοιταξε στα μάτια, σαν να ηξερε οτι κάθε στιγμή θα ηταν θησαυρός. Ποτε δεν ξεχνώ κατι μοναδικό, μια αφορμή αρκει, το ξέρεις αυτο, της απάντησε και η ματιά του πήρε την λογική της και την ταξίδεψε όπως μονο εκείνος μπορούσε. Τον φίλησε με πάθος, έμπηξε τα νυχια της στην πλάτη του απο ανυπομονησία, ένοιωσε οτι αυτο το βραδυ θα μοναδικό. Την αγκάλιασε και χάθηκαν μαζι στις σκιές του δρόμου.
Την επόμενη στις 6 το απόγευμα ακριβώς άνοιξε την πορτα του μαγαζιού, αρωματα πλημυρισαν την γειτονιά για μια ακόμα μερα. Πανω απο 5 φίλοι περίμεναν στην ουρα κιόλας, ηταν και ο Δημηρης εκει, τρίτος. Ο σιντ του εκανε ενα νευμα, μετα ενα ακομα, έλα Δημητρη του ειπε στο τελος, σου εχω κατι σπέσιαλ. Το χαμένο βλεμα του Δημήτρη γέμισε λαχτάρα, κάθισε στο ξύλινο τραπεζάκι και περίμενε σαν μικρό παιδί. Δύο λεπτά αργότερα ο σιντ ακούμπησε την μπύρα του στο τραπέζι, τράβηξε την καρέκλα, και αφησε το πιατο της ημερας με μια σίγουρη περηφάνεια. Κάθισε και είπε, δοκίμασε και πές μου.
Η πρώτη μπουκια έκανε τα μάτια του Δημητρη να ανοιξουν διάπλατα, η επόμενη τα γέμισε με δακρυα χαράς. Σου αρέσει, ρωτησε ο σιντ, απλα για να ακούσει τον θαυμασμό σε λογια. Δεν εχω τι να πώ, δεν εχω. Ηρθα εδώ με εγνοιες στο μυαλό μου, ισως το κατάλαβες. Κάτι καταλαβα, απαντησε ο σιντ, τι εχεις; -Η κατερίνα, με πήρε η μανα μου λίγο πριν έρθω εδώ, δεν γυρισε σπίτι εχθες, την ξερεις τωρα την Κατερίνα, παντα γυρναει, εστω το πρωί. Εισαι μάγος της ψυχής σιντ, αυτο το πιατο ειναι υπέροχο, δεν ξερω πως να το εξηγησω, θα με περάσεις για τρελό. -Χαίρομαι, μην ανησυχείς, κάπου θα διασκεδάζει. Καλή όρεξη.
Η ωρα πέταξε παλι, κοίταξε το ρολόι στον τοιχο, 9 παρα, σε 15 λεπτά κλείνουμε, είπε χωρίς να σηκώσει το βλεμμα, αυριο στις 6 πάλι. Αμαν ρε σιντ, τι θα πάθεις αν δουλεψεις λιγες ώρες παραπάνω, ειπε ο Κώστας απο το βάθος της ουράς καθώς κρατούσε με δύναμη το λουρί του αγαπημένου του λαμπραντόρ, που μύριζε τα αρώματα και έμοιζε χαμένο στις αισθήσεις του. Ο σιντ χαμογέλασε με κόπο, φιλε μου δεν ειναι ολα όπως μοιάζουν, λυπάμαι που δεν πρόλαβες, αύριο θα σε περιμένω στις 6. Να δώσεις ενα φιλί στον σκύλο σου απο εμένα.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
ωραίο αλλά είσαι προκλητικός.ο τύπος στην ουρά γιατί κρατάει με το λουρί ένα λαμπραντόρ και όχι μια γκόμενα με δερμάτινα κ φίμωτρο ξερωγώ?για να κουρδίσεις την πασιφάη?
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
επίσης, τον χόρρορ ξέχασες
δώστε μου να πεθάνω όλους τους θανάτους
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
να πω την αμαρτία μου, ήθελα να τον βάλω να εχει στον ώμο την τσάντα με το γατάκι που το εχει γυρίσει απο τον γιατρό, αλλά, ναι.
θέλει λίγο χρόνο, την επόμενη φορά που θα πάτε να φάτε στου σιντ και δεν θα σας πει το μυστικό, νομιζω θα εχει έρθει η ώρα.
-
- Παραπλήσια Θέματα
- Απαντήσεις
- Προβολές
- Τελευταία δημοσίευση
-
- 3 Απαντήσεις
- 783 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από zteo
-
- 2 Απαντήσεις
- 140 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από southern
-
- 9 Απαντήσεις
- 452 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από τα ριχνω μέσα
-
- 7 Απαντήσεις
- 282 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Aitwlos