!!! DEVELOPMENT MODE !!!

Short Horror Stories - Phorum Edition

Πεζογραφία, ποίηση, γλώσσα και γραπτός λόγος, βιβλία
Άβαταρ μέλους
hellegennes
Δημοσιεύσεις: 45100
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 00:17

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από hellegennes »

Otto Weininger έγραψε: 24 Ιουν 2024, 13:26
hellegennes έγραψε: 24 Ιουν 2024, 13:20
Otto Weininger έγραψε: 24 Ιουν 2024, 08:59

Αυτό θα έπρεπε να είναι επίλογος ιστορίας.
Ή ακόμα καλύτερα, εισαγωγή.
Ολόκληρο βιβλίο γράφεις πάνω σε αυτό
Σαν επίλογος δεν θα είχε νόημα γιατί δεν θα υπήρχε buildup. Θα ήξερες ήδη τι έχει συμβεί. Σαν εισαγωγή είναι περίεργο, αλλά ίσως να μπορούσε να λειτουργήσει. Για να είμαι ειλικρινής, περισσότερο το θεωρώ ποίημα παρά σύντομη ιστορία. Αν το διαβάσεις δεύτερη φορά θα παρατηρήσεις κάτι που μπορεί να σου ξέφυγε στην πρώτη ανάγνωση.

Στην αρχή σκέφτηκα να περιγράψω περισσότερο το σπλάτερ που έχω σαν εικόνα, αλλά είπα να το αφήσω στην φαντασία του αναγνώστη. Η μόνη λεπτομέρεια που ίσως έπρεπε να χωρέσω είναι ότι αυτή είναι καρφωμένη στο δέντρο, γυμνή.
Το διάβασα αρκετές φορές, και πλέον ειμαι 100% σίγουρος ότι μπορεί να προχωρήσει σε ιστορία. Το κειμενάκι μπαίνει σαν εισαγωγή και καπάκι ξεκινάει το πρώτο κεφάλαιο με πρωταγωνιστή, έναν ψιλοαλκολικο ξεπεσμένο ντετέκτιβ που προσπαθεί να πιάσει τον δολοφόνο.

Με τέτοια περιγραφή που έδωσες, του χτίζουμε άπειρα προφίλ και χτίζουμε γαμω τους χαρακτήρες.

Θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα gore βιβλίο όπου ο καθένας γράφει ένα κεφάλαιο έναλλαξ από κει που το άφησε ο άλλος.
Όπως έκανε ο Edward Lee με τις άλλες 2 τυπάρες
Χμμμ...
Ξημέρωσε.
Α, τι ωραία που είναι!
Ήρθε η ώρα να κοιμηθώ.
Κι αν είμαι τυχερός,
θα με ξυπνήσουν μια Δευτέρα παρουσία κατά την θρησκεία.
Μα δεν ξέρω αν και τότε να σηκωθώ θελήσω.
Άβαταρ μέλους
Otto Weininger
Δημοσιεύσεις: 38340
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Otto Weininger »

Η Fata_Morgana λάτρευε τους βραδινούς περιπάτους της στον Πειραιά. Ο αλμυρός αέρας και οι πολυσύχναστοι δρόμοι της πόλης του λιμανιού της πρόσφεραν μια οικειότητα που την αποφόρτιζε από την ένταση της καθημερινότητας.

Μια Παρασκευή αποφάσισε να τον επισκεφτεί ξανά. Η νύχτα είχε πέσει, αλλά δεν ήταν αργά, αρκετά σκοτεινή όμως για να λάμπουν τα φώτα της πόλης σαν αστέρια πάνω στο νερό. Απόψε, αποφάσισε να περιπλανηθεί στη Φρεαττύδα, μια παραλία λίγο πιο πέρα από το κεντρικό λιμάνι, δίπλα σε μια μαρίνα με σκάφη.

Η παραλία ήταν ήσυχη, ενώ το απαλό κύμα που χτυπούσε την ακτή δημιουργούσε έναν χαλαρωτικό ρυθμό. Η Φάτα περπατούσε στην άμμο, με τις σκέψεις της να παρασύρονται από το καλοκαιρινό αεράκι, καθώς απολάμβανε τη μοναξιά. Ένιωθε γαλήνια μέχρι που άκουσε μια αχνή κραυγή για βοήθεια.

Ερχόταν από την άλλη άκρη της παραλίας, εκεί όπου τα φώτα του μοναδικού beach bar δεν έφταναν. Η καρδιά της χτύπησε πιο γρήγορα. Η φωνή ήταν αδύναμη, σχεδόν απελπισμένη. Η Φάτα αρχικά δίστασε αλλά, καθοδηγούμενη από μια μίξη περιέργειας και ειλικρινούς ενδιαφέροντος , κατευθύνθηκε προς τον ήχο.

Η πηγή των κραυγών την οδήγησε σε μια μικρή, σκοτεινή σπηλιά στην άκρη της παραλίας. Στάθηκε στην είσοδο, κοιτάζοντας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. «Είναι κανείς εκεί;», φώναξε, για να λάβει ως απάντηση έναν σιγανό αντίλαλο. Πριν όμως προλάβει να φωνάξει για δεύτερη φορά, άκουσε ξανά το απελπισμένο κάλεσμα.

"Βοηθήστε με," η φωνή ικέτευσε ξανά, πιο καθαρά τώρα, ερχόμενη από τα βάθη της σπηλιάς.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, η Φάτα μπήκε μέσα, με τα βήματά της να αντηχούν στους υγρούς τοίχους. Η σπηλιά ήταν στενή και σχετικά χαμηλή, ενώ ο αέρας, της άφηνε στα ρουθούνια μια μυρωδιά θαλασσινής αύρας αναμεμειγμένη με μούχλα. Έβγαλε το τηλέφωνό της και χρησιμοποίησε το φακό του για να την καθοδηγήσει. Το φως του, ίσα που διέλυε το σκοτάδι, αποκαλύπτοντας μόνο σκιές και κάποια αιχμηρά σημεία στους βράχους.
Καθώς προχωρούσε, οι κραυγές για βοήθεια γίνονταν πιο δυνατές και πιο επίμονες, ταράζοντας το μυαλό της και φέρνοντάς το σε μια άτυπη κόντρα με το σώμα της που προχωρούσε πιο βαθιά, αντί να γυρίσει πίσω τρέχοντας.

Η σπηλιά τώρα έστριβε και στρεφόταν, σαν λαβύρινθος σχεδιασμένος για να αποπροσανατολίσει. Το αίσθημα ανησυχίας της Φάτας μεγάλωνε με κάθε βήμα. «Πόσο μέσα έχω προχωρήσει άραγε; Λογικά βρίσκομαι κάτω από τον δρόμο, ίσως και κάτω από τα πρώτα παραλιακά σπίτια.», αναρωτήθηκε μέσα της αλλά συνέχισε αποφασισμένη να βρει την πηγή των κραυγών.

Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά σε κάτι που θύμιζε μικρή αίθουσα. Το φως από το τηλέφωνό της φώτισε μια φιγούρα κουλουριασμένη στη γωνία. Ήταν ένας άντρας, τα ρούχα του κουρελιασμένα και το πρόσωπό του αδύνατο. Κοίταξε προς το μέρος της με μεγάλα, τρομαγμένα μάτια. «Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε ξέπνοα η φιγούρα.
Η Φάτα έτρεξε προς το μέρος του, αλλά καθώς πλησίαζε, παρατήρησε κάτι περίεργο. Το δέρμα του άντρα φαινόταν σχεδόν διάφανο, τα μάτια του κενά. «Χριστέ μου», σκέφτηκε από μέσα της, ενώ της ξέφυγε και ένα πνιχτό ουρλιαχτό τρόμου. «Τα μάτια του δεν είναι κενά, αλλά δύο άδειες κόγχες.» Πριν προλάβει να του πει ότι θα φέρει βοήθεια, το κρύο χέρι του άρπαξε τον καρπό της. «Είναι πολύ αργά για μένα,» ψιθύρισε με τραχιά φωνή. "Αλλά εσύ μπορείς ακόμα να φύγεις."

Ο πανικός την κυρίευσε. Προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά, αλλά η λαβή του άντρα σφίχτηκε. «Ή και όχι», της είπε, με μια ξαφνική χαιρεκακία. «Μείνε μαζί μας εδώ ή έστω άσε μας κάτι δικό σου».
«Είσαι τρελός ;» ούρλιαξε η Φάτα, ενώ όταν ο φακός της φώτισε για τα καλά το πρόσωπο του άνδρα, μια αίσθηση απόλυτου τρόμου έκανε τα μηνίγγια της να χτυπήσουν. Ο άντρας την κοιτούσε με ένα ημίτρελο χαμόγελο με το στόμα του να χάσκει. Εκτός από μάτια, δεν είχε ούτε γλώσσα.
Χωρίς καν να το σκεφτεί, του κατέβασε το κινητό με δύναμη πάνω στο χέρι του που την κρατούσε. Η λαβή του χαλάρωσε και με ένα απότομο τράβηγμα κατάφερε να ελευθερωθεί.

Άρχισε να τρέχει προς την έξοδο, ελπίζοντας να μη χαθεί στις στροφές. Ξαφνικά, οι τοίχοι της σπηλιάς έμοιαζαν να κινούνται και να συστρέφονται, σαν να ζωντάνευαν.
«Άσε μας κάτι δικό σου», η φωνή του άνδρα αντήχησε ξανά, από μακριά αν και τώρα έμοιαζε να ακούγεται από παντού ταυτόχρονα.
Η Φάτα συνέχισε να τρέχει ασθμαίνοντας από την κούραση και την αδρεναλίνη. Η σπηλιά φαινόταν να εκτείνεται ατέλειωτα, το μονοπάτι να στρέφεται και να αλλάζει μπροστά στα μάτια της. Άκουσε ξανά την μυστήρια παράκληση, «άσε μας κάτι δικό σου» μόνο που τώρα ήταν τόσο ψιθυριστά, θαρρείς και η φωνή ήταν μέσα στο κεφάλι της.
Όταν πίστεψε πως δεν θα ξέφευγε ποτέ, είδε το αμυδρό φως της εισόδου μπροστά της. Με μια τελευταία έκρηξη ενέργειας, έτρεξε προς αυτό, βγαίνοντας στην δροσερή νυχτερινή ατμόσφαιρα.

Κατέρρευσε στην άμμο, αναπνέοντας βαριά, ενώ κοίταξε με ανακούφιση τα φώτα του beach bar. Κοίταξε πίσω προς τη σπηλιά, η είσοδός της τώρα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μικρή σκοτεινή είσοδος.

Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο αέρας γύρω της έμοιαζε διαφορετικός, πιο βαρύς. Κοίταξε τα χέρια της και συνειδητοποίησε ότι έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Η όρασή της θόλωνε και ένιωσε μια παράξενη αίσθηση να την πλημμυρίζει, σαν να την τραβούσε πίσω προς τη σπηλιά.

Η Φάτα σηκώθηκε βιαστικά και κατευθύνθηκε προς τα φώτα του μπαρ της παραλίας, ελπίζοντας να βρει βοήθεια. Καθώς πλησίαζε, είδε ανθρώπους να την κοιτούν με ένα μείγμα σοκ και φόβου. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η φωνή της βγήκε σαν βραχνή ψιθυριστή.
Κάποιοι πελάτες και ένα γκαρσόνι την πλησίασαν προσεκτικά. "Είσαι καλά;" ρώτησε ένας από αυτούς.
Η Φάτα προσπάθησε να εξηγήσει τι είχε συμβεί, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν σωστά. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ακατάληπτοι φθόγγοι έβγαιναν από το στόμα της.
Σηκώθηκαν και άλλοι από τα τραπέζια τους να δουν τι συμβαίνει. Κάποιος από το πλήθος την πλησίασε και άλλο, αλλά σταμάτησε απότομα με μια έκφραση τρόμου στο πρόσωπό του. Χωρίς να πει λέξη, γύρισε και άρχισε να τρέχει προς το μπαρ. Τον ακολούθησαν και οι άλλοι, ενώ μια γυναίκα έβγαλε μια στριγκλιά όταν το βλέμμα της συναντήθηκε με της Φάτα.
Συνέχισε να πηγαίνει προς το μέρος του μπαρ, προσπαθώντας μάταια να αρθρώσει μια έστω μια λέξη. Ξαφνικά, γύρισε και είδε το είδωλό της σε ένα μικρό διακοσμητικό καθρέφτη που είχε τοποθετηθεί σε ένα ξύλινο πάσσαλο. Είχε κάποια αυτοκόλλητα πάνω του, αλλά υπήρχε αρκετό τζάμι ακάλυπτο ώστε να δει το φριχτό θέαμα.

Δεν ήταν πλέον η Φάτα Μοργκάνα· ήταν κάτι άλλο εντελώς, μια διαστρεβλωμένη αντανάκλαση του παλιού της εαυτού. Το πρόσωπό της οστεωμένο και βρώμικο, τα μισά μαλλιά της έλειπαν όπως και τα περισσότερα δόντια της. Το δέρμα της ήταν γερασμένο και όπως τεντωνόταν πάνω στα οστά του κρανίου της, έλεγες πως θα σκιστεί από στιγμή σε στιγμή.
«Άσε μας κάτι δικό σου», άκουσε πάλι την φωνή να αντηχεί μέσα στο κεφάλι της.
Αλλαγμένη από το σκοτάδι που κρυβόταν μέσα στη σπηλιά της Φρεαττύδας, η Φάτα κάλυψε το πρόσωπό της και άρχισε να τρέχει μακριά από το beach bar. Μακριά από τα βλέμματα που την κοιτούσαν με τρόμο αλλά και αηδία.

Χωρίς να το καταλάβει, έτρεχε πάλι προς την σκοτεινή πλευρά της παραλίας που βρισκόταν η σπηλιά. Λίγο πριν φτάσει, σταμάτησε και έκατσε δίπλα σε ένα θάμνο. Χώθηκε όσο μέσα του γινόταν.
«Βοήθεια», φώναξε ξαφνικά εντελώς ασυναίσθητα. Κοίταξε πάλι τα χέρια της που τώρα έμοιαζαν γέρικα, σχεδόν μουμιοποιημένα.

«Βόηθεια».

Κάποιος θα την άκουγε. Κάποιος θα ερχόταν να την βοηθήσει.

«Βοήθεια».

Όπως και εκείνη άκουσε την κραυγή, ήλπιζε ότι και κάποιος άλλος θα ακούσει και θα πάει.

«Βοήθεια».

Ναι, σίγουρα κάποιος θα άκουγε.

«Βοήθεια».

Και αν δεν μπορούσε να την βοηθήσει σκέφτηκε, τουλάχιστον ας της αφήσει κάτι δικό του.



Let them make the first mistake. We make the last move.

Άβαταρ μέλους
student
Δημοσιεύσεις: 5860
Εγγραφή: 22 Μαρ 2023, 13:04

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από student »

Όνειρα γλυκά νάιδα...
Άβαταρ μέλους
Fata_Morgana
Δημοσιεύσεις: 5922
Εγγραφή: 15 Οκτ 2023, 22:11

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Fata_Morgana »

Otto Weininger έγραψε: 24 Ιουν 2024, 23:41
Η Fata_Morgana λάτρευε τους βραδινούς περιπάτους της στον Πειραιά. Ο αλμυρός αέρας και οι πολυσύχναστοι δρόμοι της πόλης του λιμανιού της πρόσφεραν μια οικειότητα που την αποφόρτιζε από την ένταση της καθημερινότητας.

Μια Παρασκευή αποφάσισε να τον επισκεφτεί ξανά. Η νύχτα είχε πέσει, αλλά δεν ήταν αργά, αρκετά σκοτεινή όμως για να λάμπουν τα φώτα της πόλης σαν αστέρια πάνω στο νερό. Απόψε, αποφάσισε να περιπλανηθεί στη Φρεαττύδα, μια παραλία λίγο πιο πέρα από το κεντρικό λιμάνι, δίπλα σε μια μαρίνα με σκάφη.

Η παραλία ήταν ήσυχη, ενώ το απαλό κύμα που χτυπούσε την ακτή δημιουργούσε έναν χαλαρωτικό ρυθμό. Η Φάτα περπατούσε στην άμμο, με τις σκέψεις της να παρασύρονται από το καλοκαιρινό αεράκι, καθώς απολάμβανε τη μοναξιά. Ένιωθε γαλήνια μέχρι που άκουσε μια αχνή κραυγή για βοήθεια.

Ερχόταν από την άλλη άκρη της παραλίας, εκεί όπου τα φώτα του μοναδικού beach bar δεν έφταναν. Η καρδιά της χτύπησε πιο γρήγορα. Η φωνή ήταν αδύναμη, σχεδόν απελπισμένη. Η Φάτα αρχικά δίστασε αλλά, καθοδηγούμενη από μια μίξη περιέργειας και ειλικρινούς ενδιαφέροντος , κατευθύνθηκε προς τον ήχο.

Η πηγή των κραυγών την οδήγησε σε μια μικρή, σκοτεινή σπηλιά στην άκρη της παραλίας. Στάθηκε στην είσοδο, κοιτάζοντας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. «Είναι κανείς εκεί;», φώναξε, για να λάβει ως απάντηση έναν σιγανό αντίλαλο. Πριν όμως προλάβει να φωνάξει για δεύτερη φορά, άκουσε ξανά το απελπισμένο κάλεσμα.

"Βοηθήστε με," η φωνή ικέτευσε ξανά, πιο καθαρά τώρα, ερχόμενη από τα βάθη της σπηλιάς.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, η Φάτα μπήκε μέσα, με τα βήματά της να αντηχούν στους υγρούς τοίχους. Η σπηλιά ήταν στενή και σχετικά χαμηλή, ενώ ο αέρας, της άφηνε στα ρουθούνια μια μυρωδιά θαλασσινής αύρας αναμεμειγμένη με μούχλα. Έβγαλε το τηλέφωνό της και χρησιμοποίησε το φακό του για να την καθοδηγήσει. Το φως του, ίσα που διέλυε το σκοτάδι, αποκαλύπτοντας μόνο σκιές και κάποια αιχμηρά σημεία στους βράχους.
Καθώς προχωρούσε, οι κραυγές για βοήθεια γίνονταν πιο δυνατές και πιο επίμονες, ταράζοντας το μυαλό της και φέρνοντάς το σε μια άτυπη κόντρα με το σώμα της που προχωρούσε πιο βαθιά, αντί να γυρίσει πίσω τρέχοντας.

Η σπηλιά τώρα έστριβε και στρεφόταν, σαν λαβύρινθος σχεδιασμένος για να αποπροσανατολίσει. Το αίσθημα ανησυχίας της Φάτας μεγάλωνε με κάθε βήμα. «Πόσο μέσα έχω προχωρήσει άραγε; Λογικά βρίσκομαι κάτω από τον δρόμο, ίσως και κάτω από τα πρώτα παραλιακά σπίτια.», αναρωτήθηκε μέσα της αλλά συνέχισε αποφασισμένη να βρει την πηγή των κραυγών.

Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά σε κάτι που θύμιζε μικρή αίθουσα. Το φως από το τηλέφωνό της φώτισε μια φιγούρα κουλουριασμένη στη γωνία. Ήταν ένας άντρας, τα ρούχα του κουρελιασμένα και το πρόσωπό του αδύνατο. Κοίταξε προς το μέρος της με μεγάλα, τρομαγμένα μάτια. «Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε ξέπνοα η φιγούρα.
Η Φάτα έτρεξε προς το μέρος του, αλλά καθώς πλησίαζε, παρατήρησε κάτι περίεργο. Το δέρμα του άντρα φαινόταν σχεδόν διάφανο, τα μάτια του κενά. «Χριστέ μου», σκέφτηκε από μέσα της, ενώ της ξέφυγε και ένα πνιχτό ουρλιαχτό τρόμου. «Τα μάτια του δεν είναι κενά, αλλά δύο άδειες κόγχες.» Πριν προλάβει να του πει ότι θα φέρει βοήθεια, το κρύο χέρι του άρπαξε τον καρπό της. «Είναι πολύ αργά για μένα,» ψιθύρισε με τραχιά φωνή. "Αλλά εσύ μπορείς ακόμα να φύγεις."

Ο πανικός την κυρίευσε. Προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά, αλλά η λαβή του άντρα σφίχτηκε. «Ή και όχι», της είπε, με μια ξαφνική χαιρεκακία. «Μείνε μαζί μας εδώ ή έστω άσε μας κάτι δικό σου».
«Είσαι τρελός ;» ούρλιαξε η Φάτα, ενώ όταν ο φακός της φώτισε για τα καλά το πρόσωπο του άνδρα, μια αίσθηση απόλυτου τρόμου έκανε τα μηνίγγια της να χτυπήσουν. Ο άντρας την κοιτούσε με ένα ημίτρελο χαμόγελο με το στόμα του να χάσκει. Εκτός από μάτια, δεν είχε ούτε γλώσσα.
Χωρίς καν να το σκεφτεί, του κατέβασε το κινητό με δύναμη πάνω στο χέρι του που την κρατούσε. Η λαβή του χαλάρωσε και με ένα απότομο τράβηγμα κατάφερε να ελευθερωθεί.

Άρχισε να τρέχει προς την έξοδο, ελπίζοντας να μη χαθεί στις στροφές. Ξαφνικά, οι τοίχοι της σπηλιάς έμοιαζαν να κινούνται και να συστρέφονται, σαν να ζωντάνευαν.
«Άσε μας κάτι δικό σου», η φωνή του άνδρα αντήχησε ξανά, από μακριά αν και τώρα έμοιαζε να ακούγεται από παντού ταυτόχρονα.
Η Φάτα συνέχισε να τρέχει ασθμαίνοντας από την κούραση και την αδρεναλίνη. Η σπηλιά φαινόταν να εκτείνεται ατέλειωτα, το μονοπάτι να στρέφεται και να αλλάζει μπροστά στα μάτια της. Άκουσε ξανά την μυστήρια παράκληση, «άσε μας κάτι δικό σου» μόνο που τώρα ήταν τόσο ψιθυριστά, θαρρείς και η φωνή ήταν μέσα στο κεφάλι της.
Όταν πίστεψε πως δεν θα ξέφευγε ποτέ, είδε το αμυδρό φως της εισόδου μπροστά της. Με μια τελευταία έκρηξη ενέργειας, έτρεξε προς αυτό, βγαίνοντας στην δροσερή νυχτερινή ατμόσφαιρα.

Κατέρρευσε στην άμμο, αναπνέοντας βαριά, ενώ κοίταξε με ανακούφιση τα φώτα του beach bar. Κοίταξε πίσω προς τη σπηλιά, η είσοδός της τώρα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μικρή σκοτεινή είσοδος.

Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο αέρας γύρω της έμοιαζε διαφορετικός, πιο βαρύς. Κοίταξε τα χέρια της και συνειδητοποίησε ότι έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Η όρασή της θόλωνε και ένιωσε μια παράξενη αίσθηση να την πλημμυρίζει, σαν να την τραβούσε πίσω προς τη σπηλιά.

Η Φάτα σηκώθηκε βιαστικά και κατευθύνθηκε προς τα φώτα του μπαρ της παραλίας, ελπίζοντας να βρει βοήθεια. Καθώς πλησίαζε, είδε ανθρώπους να την κοιτούν με ένα μείγμα σοκ και φόβου. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η φωνή της βγήκε σαν βραχνή ψιθυριστή.
Κάποιοι πελάτες και ένα γκαρσόνι την πλησίασαν προσεκτικά. "Είσαι καλά;" ρώτησε ένας από αυτούς.
Η Φάτα προσπάθησε να εξηγήσει τι είχε συμβεί, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν σωστά. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ακατάληπτοι φθόγγοι έβγαιναν από το στόμα της.
Σηκώθηκαν και άλλοι από τα τραπέζια τους να δουν τι συμβαίνει. Κάποιος από το πλήθος την πλησίασε και άλλο, αλλά σταμάτησε απότομα με μια έκφραση τρόμου στο πρόσωπό του. Χωρίς να πει λέξη, γύρισε και άρχισε να τρέχει προς το μπαρ. Τον ακολούθησαν και οι άλλοι, ενώ μια γυναίκα έβγαλε μια στριγκλιά όταν το βλέμμα της συναντήθηκε με της Φάτα.
Συνέχισε να πηγαίνει προς το μέρος του μπαρ, προσπαθώντας μάταια να αρθρώσει μια έστω μια λέξη. Ξαφνικά, γύρισε και είδε το είδωλό της σε ένα μικρό διακοσμητικό καθρέφτη που είχε τοποθετηθεί σε ένα ξύλινο πάσσαλο. Είχε κάποια αυτοκόλλητα πάνω του, αλλά υπήρχε αρκετό τζάμι ακάλυπτο ώστε να δει το φριχτό θέαμα.

Δεν ήταν πλέον η Φάτα Μοργκάνα· ήταν κάτι άλλο εντελώς, μια διαστρεβλωμένη αντανάκλαση του παλιού της εαυτού. Το πρόσωπό της οστεωμένο και βρώμικο, τα μισά μαλλιά της έλειπαν όπως και τα περισσότερα δόντια της. Το δέρμα της ήταν γερασμένο και όπως τεντωνόταν πάνω στα οστά του κρανίου της, έλεγες πως θα σκιστεί από στιγμή σε στιγμή.
«Άσε μας κάτι δικό σου», άκουσε πάλι την φωνή να αντηχεί μέσα στο κεφάλι της.
Αλλαγμένη από το σκοτάδι που κρυβόταν μέσα στη σπηλιά της Φρεαττύδας, η Φάτα κάλυψε το πρόσωπό της και άρχισε να τρέχει μακριά από το beach bar. Μακριά από τα βλέμματα που την κοιτούσαν με τρόμο αλλά και αηδία.

Χωρίς να το καταλάβει, έτρεχε πάλι προς την σκοτεινή πλευρά της παραλίας που βρισκόταν η σπηλιά. Λίγο πριν φτάσει, σταμάτησε και έκατσε δίπλα σε ένα θάμνο. Χώθηκε όσο μέσα του γινόταν.
«Βοήθεια», φώναξε ξαφνικά εντελώς ασυναίσθητα. Κοίταξε πάλι τα χέρια της που τώρα έμοιαζαν γέρικα, σχεδόν μουμιοποιημένα.

«Βόηθεια».

Κάποιος θα την άκουγε. Κάποιος θα ερχόταν να την βοηθήσει.

«Βοήθεια».

Όπως και εκείνη άκουσε την κραυγή, ήλπιζε ότι και κάποιος άλλος θα ακούσει και θα πάει.

«Βοήθεια».

Ναι, σίγουρα κάποιος θα άκουγε.

«Βοήθεια».

Και αν δεν μπορούσε να την βοηθήσει σκέφτηκε, τουλάχιστον ας της αφήσει κάτι δικό του.

Ok αυτό, ήταν τέρμα ο Πειραιάς για μένα.


Ωραίο!!!! Θέλουμε κι άλλα!
nemo
Δημοσιεύσεις: 12009
Εγγραφή: 04 Ιούλ 2018, 11:08

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από nemo »

Πορφύριος Εξαρχίδης έγραψε: 24 Ιουν 2024, 12:07
Μέσα στο τάπερ κουβαλούσε κεφτεδάκια και πατάτες γιαχνί. Η διαδρομή από την Πάτρα ήταν πολύ κουραστική και τώρα που κατάλαβε ότι δεν είχε τα σωστά παπούτσια για την ανάβαση άρχισε να εκνευρίζεται. Κοιτούσε που και που γύρω της να βρει κανέναν που θα έλεγε κάτι λάθος, κάτι που θα πρόσβαλλε το καλό της γούστο, κάτι εναντίον σε ότι θεωρούσε ιερό για να τον αρχίσει στα γαμωσταυρίδια. Ήταν σίγουρη πως όλοι αυτοί που περπατούσαν μαζί της δεν είχαν καμιά σχέση με την αρχαία θρησκεία. Οι περισσότεροι ήταν λακέδες χριστιανοί περίεργοι. Μπορούσε σχεδόν να τους μυρίσει. Μπορούσε να μυρίσει την αναίδεια τους. Δεν πειράζει. Θα έρθει κι η σειρά τους. Αν ο καθένας καταλήγει στην κόλαση που πιστεύει μια χαρά θα έρθει η σειρά τους.

- Σου λύθηκε το κορδόνι. Κάποιος από πίσω της είπε.
Κοίταξε κάτω.
- Το ξέρω αγαπούλα. Απάντησε κι ας μην το ήξερε.

Μετά το άφησε έτσι άλυτο να σέρνεται για να του δείξει ότι ακριβώς αυτό ήθελε να κάνει. Να περπατάει με το ένα κορδόνι λυμένο. Έχεις πρόβλημα; Έχεις πρόβλημα αγαπούλα;
Συνέχισε την ανάβαση με τους υπόλοιπους. Είχαν σχεδόν φτάσει. Άκουσε κάποιον να φωνάζει σαν να πέφτει από γκρεμό. Περίμενε να ακούσει το γδούπο του σώματος. Δεν άκουσε τίποτα. Στο βάθος, μέσα στο δάσος κάτι αχνόφεγγε. Μια κοκκινωπή αντίθεση στην ασημένια διαδρομή κάτω από το φεγγάρι. Ξέχασε τον εκνευρισμό της. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Έφαγε ένα κεφτεδάκι έβγαλε γρήγορα ένα τσιγάρο γκουλουάζ, ακούμπησε σε ένα δέντρο και το άναψε. Ο τύπος με το κορδόνι παρουσιάστηκε δίπλα της από το πουθενά.

- Απαγορεύεται να καπνίζεις σε εθνικό δρυμό. Της είπε χωρίς κριτική.
- Κι αυτά που βλέπεις εκεί πέρα μπροστά σου στη συγκέντρωση τι νομίζεις ότι είναι αγαπούλα; Πολυέλαιοι; Πυρσοί είναι. Άντε πάγαινε τώρα από εδώ.
- Δεν είναι πυρσοί, είναι λάμπες μπαταρίας. Σε παρακαλώ σβήσε το τσιγάρο και εξαφάνισε τη γόπα.
Τράβηξε επιδεικτικά δυο βαθιές ρουφηξιές από το γκουλουάζ της το έσβησε και μετά από λίγη σκέψη έδεσε το κορδόνι της. Δεν υπήρχε πια κανένας λόγος να το αφήσει λυμένο.

Ο μέγας αρχιερέας (παντρεμένος και χωρισμένος δύο φορές με 5 παιδιά που είχε να δει χρόνια) στεκόταν στο κέντρο. Δίπλα του καθόταν ο κιθαρωδός (ένα καλό παιδί που δούλευε σε συνεργείο, πρόσεχε την άρρωστη μητέρα του και ποτέ δεν χαλούσε χατίρι σε κανένα)
Όλοι γύρω όρθιοι σε ένα κύκλο επαναλάμβαναν κάτω από τους πυρσούς νέον ό,τι έλεγε ο αρχιερέας σε κάποια αρχαία διάλεκτο. Η ίδια δεν ήξερε τι έλεγαν μα ήταν σίγουρη πως ήταν κάτι βαθύ και φιλοσοφημένο. Ο κιθαρωδός που και που έκανε μερικά λαθάκια που τα διόρθωνε γρήγορα μετά από αυστηρές ματιές που του έριχνε ο μέγας αρχιερέας. Το τάπερ με τα κεφτεδάκια ήταν πίσω της και πεινούσε. Σχεδόν δεν μπορούσες να δεις τον διπλανό σου. Κανείς δεν θα την έπαιρνε χαμπάρι. Άνοιξε το κάλυμμα έχωσε ένα κεφτεδάκι και δυο πατάτες γιαχνί στο στόμα της και συνέχισε να μουρμουρίζει μασώντας διακριτικά αυτά που έλεγε ο Μέγας αρχιερέας.
Μετά από λίγο, δύο γυναίκες με κατσαρά άσπρα μαλλιά οδήγησαν έναν σκύλο μπροστά στον αρχιερέα. Ένα μικρό κανίς που έφερε μαζί του ένας από τους πιστούς διότι του είπαν πως χρειάζονταν ένα σκύλο που δεν θα έλειπε από κανένα και τα παιδιά του είχαν μεγαλώσει πια όπως κι ο σκύλος. Γέρικος και άρρωστος κλαψούριζε μπροστά στον Μέγα αρχιερέα.
Δεν πίστευε στα μάτια της. Τι σκέπτονται να κάνουν με το σκυλάκι σκέφτηκε και μπούκωσε το στόμα της με ένα κεφτεδάκι και δυο πατάτες γιαχνί.
Ο μέγας αρχιερέας οδήγησε το σκυλάκι επάνω από ένα κύπελο κι εκεί έβγαλε έναν ελβετικό σουγιά. Πήρε να κόβει τον λαιμό του.
Αυτή κοιτούσε άναυδη μη μπορώντας να κουνηθεί ή να μιλήσει. Μόνο μασούσε. Ο σκύλος συνέχιζε να κλαψουρίζει αφού ο σουγιάς του αρχιερέα ήταν στομωμένος και δεν έκοβε. Με αυτή την ανακάλυψη ο Αρχιερέας έριξε μια ματιά όλο κατηγορία στον κιθαρωδό. Αυτός άφησε γρήγορα το όργανό του και απευθύνθηκε στους παρευρισκόμενους "Έχει κάποιος ένα μαχαίρι που να κόβει;". Κάποιος βγήκε μπροστά με ένα τεράστιο κυνηγετικό μαχαίρι. Ο αρχιερέας το πήρε στα χέρια του κοιτώντας το σχεδόν υποτιμητικά και έκοψε τον λαιμό του σκυλιού. Το κλαψούρισμα έληξε. Πηχτό μαύρο αίμα κύλισε στο κύπελο. Μια από τις γυναίκες με τα κατσαρά άσπρα μαλλιά το πήρε και ήπιε. Μετά η άλλη. Μετά το έδωσε να ταξιδεύσει στον κύκλο που έκαναν οι πιστοί.
"τώρα που το σκυλί ήταν νεκρό δεν υπήρχε άλλο λόγος για αναστάτωση" σκέφτηκε και θα μπορούσε απλά να απολαύσει την υπόλοιπη τελετή. Δεν έραψε τσάμπα και τα ριχτά που πρόβαλλαν τα ρυτιδιασμένα στήθη της. Μα συνέχιζε να πεινάει. Ο εκνευρισμός πάντα την έκανε να πεινάει. Άρπαξε τα τελευταία δυο κεφτεδάκια και πατάτες γιαχνί από το τάπερ και μπουκώθηκε όταν το κύπελο έφτασε και στα δικά της χέρια. Το σήκωσε βιαστικά για να πιεί. Η γεύση του αίματος ήταν μεταλλική και πικρή. Στάθηκε μαζί με ένα κεφτεδάκι στον οισοφάγο της. Πνιγόταν, αρνιόταν όμως να ζητήσει βοήθεια. Δεν θα έδειχνε στους άλλους ότι χρειαζόταν βοήθεια ποτέ. Έδωσε γρήγορα το κύπελο στον διπλανό της. Έκανε κάποιες προσπάθειες να φτύσει το φαγητό μα αλίμονο το κεφτεδάκι είχε γλιστρήσει και κολλήσει καλά εκεί κάτω. Βόγκηξε κανα δυο φορές και μετά από λίγο έπεσε νεκρή αφήνωντας δυο μισομασημένες πατάτες και το αίμα του γέρικου μικρού σκύλου στο χώμα.
πως τα καταφερες !!! να λειπουν αναφορες για ναζι και φασισμο!!!
τουλαχιστον μην την αφηνεις νεκρη αλλα να την σωζει την τελευταια στιγμη ενας ναζι φασιστας
χώνοντας το δακτυλο του στο στομα βγαζοντας τα κεφτεδακια και τις πατατες γιαχνι
Άβαταρ μέλους
Otto Weininger
Δημοσιεύσεις: 38340
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Otto Weininger »

hellegennes έγραψε: 24 Ιουν 2024, 22:30
Otto Weininger έγραψε: 24 Ιουν 2024, 13:26
hellegennes έγραψε: 24 Ιουν 2024, 13:20

Σαν επίλογος δεν θα είχε νόημα γιατί δεν θα υπήρχε buildup. Θα ήξερες ήδη τι έχει συμβεί. Σαν εισαγωγή είναι περίεργο, αλλά ίσως να μπορούσε να λειτουργήσει. Για να είμαι ειλικρινής, περισσότερο το θεωρώ ποίημα παρά σύντομη ιστορία. Αν το διαβάσεις δεύτερη φορά θα παρατηρήσεις κάτι που μπορεί να σου ξέφυγε στην πρώτη ανάγνωση.

Στην αρχή σκέφτηκα να περιγράψω περισσότερο το σπλάτερ που έχω σαν εικόνα, αλλά είπα να το αφήσω στην φαντασία του αναγνώστη. Η μόνη λεπτομέρεια που ίσως έπρεπε να χωρέσω είναι ότι αυτή είναι καρφωμένη στο δέντρο, γυμνή.
Το διάβασα αρκετές φορές, και πλέον ειμαι 100% σίγουρος ότι μπορεί να προχωρήσει σε ιστορία. Το κειμενάκι μπαίνει σαν εισαγωγή και καπάκι ξεκινάει το πρώτο κεφάλαιο με πρωταγωνιστή, έναν ψιλοαλκολικο ξεπεσμένο ντετέκτιβ που προσπαθεί να πιάσει τον δολοφόνο.

Με τέτοια περιγραφή που έδωσες, του χτίζουμε άπειρα προφίλ και χτίζουμε γαμω τους χαρακτήρες.

Θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα gore βιβλίο όπου ο καθένας γράφει ένα κεφάλαιο έναλλαξ από κει που το άφησε ο άλλος.
Όπως έκανε ο Edward Lee με τις άλλες 2 τυπάρες
Χμμμ...
Αυτό το βιβλίο σου έλεγα. Το έγραψαν τρεις μετρ του τρόμου, ένα κεφάλαιο ο καθένας εναλλάξ. Φουλ πετυχημένο εγχείρημα.


Εικόνα


Let them make the first mistake. We make the last move.

Άβαταρ μέλους
Fata_Morgana
Δημοσιεύσεις: 5922
Εγγραφή: 15 Οκτ 2023, 22:11

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Fata_Morgana »

Ναι αλλά μη βάζετε μεταφυσικά. Βάλτε κάτι σε αστυνομικό ψυχολογικό θρίλερ.
Άβαταρ μέλους
Ερμής
Δημοσιεύσεις: 27798
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 11:00
Τοποθεσία: Αθήνα

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ερμής »

OXI, μια χαρά ειναι τα μεταφυσικά. Δωσε πόνο!
"Chiedi a un bambino di disegnare una macchina e sicuramente la farà rossa"
Άβαταρ μέλους
hellegennes
Δημοσιεύσεις: 45100
Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 00:17

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από hellegennes »

Ερμής έγραψε: 25 Ιουν 2024, 10:21 OXI, μια χαρά ειναι τα μεταφυσικά. Δωσε πόνο!

Σκελετός σύντομης ιστορίας

Ο γδούπος. Μάτια πράσινα, ανοιχτά. Με κοιτάνε ανυπόμονα. Το ρολόι κοντεύει να διαλυθεί από τους κτύπους. Πέφτω στο πάτωμα. Δεν είμαι νεκρός. Νιώθω την ανάσα από τα ρουθούνια μου να με ζεσταίνει αμυδρά. Μάτια πράσινα με κοιτάνε. Από παντού με κοιτάνε και με κρίνουν. Σφίγγω τα χέρια μου στο στήθος. Δαγκώνω τα χείλη και δεν τρέχει αίμα. Πέφτουν μπογιές απ' το ταβάνι και μολύνουν τα πόδια μου. Αγγίζω τα άδεια μου μάγουλα, τις απολιθωμένες κόγχες των ματιών μου. Σηκώνομαι όρθιος. Κραδαίνω σπαθί. Αυτός ουρλιάζει. Τον πλησιάζω για να τον φιλήσω για τελευταία φορά. Μην κλάψεις καρδιά μου. Σε λίγο θα είμαστε μαζί.
Ξημέρωσε.
Α, τι ωραία που είναι!
Ήρθε η ώρα να κοιμηθώ.
Κι αν είμαι τυχερός,
θα με ξυπνήσουν μια Δευτέρα παρουσία κατά την θρησκεία.
Μα δεν ξέρω αν και τότε να σηκωθώ θελήσω.
Άβαταρ μέλους
Otto Weininger
Δημοσιεύσεις: 38340
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Otto Weininger »

Μόλις συνειδητοποίησα ότι -μέχρι στιγμής- μόνο ο Dwarven Blacksmith την έχει σκαπουλάρει στις ιστορίες.


Let them make the first mistake. We make the last move.

Άβαταρ μέλους
Otto Weininger
Δημοσιεύσεις: 38340
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Otto Weininger »

Να ετοιμάζεται ο Ερμής


Let them make the first mistake. We make the last move.

Άβαταρ μέλους
Dwarven Blacksmith
Δημοσιεύσεις: 49563
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 18:08
Τοποθεσία: Maiore Patria

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Dwarven Blacksmith »

Μέρος 1: Ένας Ασυνήθιστος Πελάτης

Η ώρα ήταν περασμένη και οι πελάτες στο φαρμακείο είχαν αραιώσει αισθητά. Ο Otto Weininger καθόταν σταυροπόδι, έχοντας ανοίξει μία εφημερίδα. Δεν ήταν όλες οι σελίδες το ίδιο. Κάποιες ήταν μάλλον αδιάφορες, και τις γύριζε αποφασιστικά. Σε άλλες επέμενε, μουρμουρίζοντας “προχωράμε…” και κουνώντας το κεφάλι σε επιδοκιμασία. Σκεπτικός, στάθηκε σε μια σελίδα που περιείχε μια μεγάλη φωτογραφία της Αφροδίτης Λατινοπούλου, η οποία δεν φαινόταν να ανήκει σε καμία από τις δύο ευδιάκριτες κατηγορίες.

Όταν σήκωσε το κεφάλι του (πόση ώρα είχε περάσει;) ένας άντρας στεκόταν στην άλλη πλευρά της διαχωριστικής τζαμαρίας. Η καρδιά του επιτάχυνε από τον αιφνιδιασμό και ο χρόνος σα να επιβράδυνε - μια ψευδαίσθηση, το δίχως άλλο. Τον ζύγισε. Ύψος 1.83, λευκό πρόσωπο γύρω στα τριάντα. Φορούσε μια βαριά μαύρη καπαρντίνα, με κοστούμι από μέσα - και γραβάτα, σημείωσε με κάποια ανακούφιση. Το σύνολο συμπληρωνόταν από εξίσου σκούρα γάντια και ένα καπέλο. Δυνητικά μεγάλη μυϊκή μάζα, πολλά μέρη να κρυφτεί κάποιο όπλο. Η αποκλιμάκωση δεν ήταν εγγυημένη. Δίπλωσε γρήγορα την εφημερίδα και ασυναίσθητα τα μάτια του πήγαν προς το δεύτερο συρτάρι.

Η αντίδραση του Otto φάνηκε να διασκεδάζει τον άνδρα - ή ίσως απλά αποφάσισε ότι ήταν ώρα να προχωρήσει στο προκείμενο, διότι στο πρόσωπο του σχηματίστηκε ένα ψυχρό χαμόγελο.

“Γειά σας, μήπως έχετε σουμπανοφίλη;”, ρώτησε. Ο λόγος του ήταν χαμηλόφωνος αλλά καθαρός, κρυστάλινος, χωρίς ίχνος οποιασδήποτε προφοράς.

Οι παλμοί του Otto ανέβηκαν κι άλλο. Αυτή ήταν η κωδική φράση για την αγγελία που είχε βάλει στο αποκρυφιστικό φόρουμ: “Μυστικιστικα αντικείμενα, ο δρόμος προς το όνειρο”. Τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής ήταν μάλλον φτωχά. Το πιο εντυπωσιακό αντικείμενο που είχε συλλέξει μέχρι τώρα ήταν ένα πικάπ το οποίο έβγαζε τα κρυφά νοήματα από κάθε τραγούδι, δυναμώνοντας ξαφνικά στα πιο επίμαχα και προφητικά σημεία, αλλά χαράσσοντας τους δίσκους στην πορεία. Άλλα ήταν ξεκάθαρα απάτες, αλλά αν οι πωλητές φαίνονταν να πιστεύουν σε αυτά, καμια φορά τα αγόραζε - είναι σημαντικό να κρατάς διασυνδέσεις με κάποια πιο… εκκεντρικά άτομα.

Το άτομο που στεκόταν απέναντι του σίγουρα ικανοποιούσε τον ορισμό του εκκεντρικού.

“‘Χαίρετε, βεβαίως και έχουμε, αλλά είναι συνταγογραφούμενη. Θα πρέπει να μου δείξετε τη… συνταγή.”

Ο άνδρας πλάτυνε κι άλλο το χαμόγελο του, χωρίς αυτό να φτάσει στα μάτια του. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και όταν το έβγαλε, κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα του μαύρου γαντιού ένα μικρό αγαλματίδιο. Οι λεπτομέρειες είχαν φθαρεί από το χρόνο, αλλά το κάποτε λευκό, απροσδιόριστο υλικό σχημάτιζε έναν ελέφαντα που στην άκρη της προβοσκίδας του ισορροπούσε ένα ζάρι. Η βάση ήταν στρογγυλή και φαινόταν σα να έχει δυνατότητα περιστροφής. Κοιτώντας το ο Otto με τη μία αποφάσισε ότι είναι αυθεντικό. Έγνεψε στον άντρα να περάσει το διαχωριστικό και πήγαν στο πίσω δωμάτιο.

“Ενδιαφέρον, τι είναι, κάποιου είδους σύμβολο καλοτυχίας; Και πόσο το δίνεις;”, ρώτησε ο Όττο, προσπαθώντας να μην αφήσει τη λαχτάρα του να φανεί στη φωνή του.

“Κατα κάποιο τρόπο, ναι. Η τιμή του είναι 200 ευρώ” - ο Όττο ήδη έβγαλε το πορτοφόλι του, αλλά ο άντρας συνέχισε: “ εκτός φυσικά αν θέλεις και το ημερολόγιο.”
Ο άνδρας έβαλε το χέρι του σε μια άλλη τσέπη και έβγαλε ένα μικρό δερματόδετο τόμο. Ο Otto ήλπιζε να μην στάζει κυριολεκτικά σάλιο απ’ το στόμα του. “Περιέχει τις παρατηρήσεις του occult ερευνητή που το ανακάλυψε πρώτος. Θα απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις σου, καλύτερα από εμένα. Οφείλω να προειδοποιήσω βέβαια, κάποιες σελίδες δεν είναι σε καλή κατάσταση. Θα είναι δικό σου για…” ο άνδρας ανέφερε μια τιμή που στιγμιαία σόκαρε τον Otto. Αν και δεν του έλειπαν, με αυτά τα λεφτά θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά στις υπόλοιπες συλλογές του. Το ξεπέρασε γρήγορα όμως. Δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα, η πληροφορία είναι δύναμη. Τα χρήματα είναι απλώς χρήματα, μέσο για ένα σκοπό. Για την ακρίβεια, δεν μπορούσε ούτε να ρισκάρει ο άνδρας να φύγει και να το δώσει κάπου αλλού. Παρότι δεν υπήρχαν τόσα μετρητά διαθέσιμα, Otto έβγαλε το ρολόι του, καθώς και 2 άλλα που ήταν προσεκτικά κρυμμένα στο φαρμακείο για τέτοιες περιπτώσεις.

“Πιστεύω αυτά μας καλύπτουν”. Ο άνδρας ακούμπησε το ημερολόγιο και το αγαλματίδιο στον πάγκο, πήρε τα ρολόγια, τα σήκωσε στο ύψος του ματιού του και χαμογέλασε ξανά. “Ω ναι. Χάρηκα για τη συναλλαγή.”. Αυτή τη φορά το χαμόγελο του ήταν ειλικρινές, και στιγμιαία ο Otto αναρωτήθηκε αν έκανε τη σωστή επιλογή.

Ο άνδρας έφυγε, αρνούμενος να δώσει κάποιο όνομα και ο Όττο αμέσως γύρισε την ταμπελίτσα στο ΚΛΕΙΣΤΟ. Ένιωσε ότι έπρεπε να βάλει όλες του τις δυνάμεις για να μην αρπάξει το αγαλματίδιο εδώ και τώρα. Αλλά θα το έκανε σωστά. Το έπιασε με μία πετσέτα, το τύλιξε με μια δεύτερη και το έβαλε σε ένα συρτάρι - με κλειδί φυσικά. Πρώτα θα διάβαζε πολύ προσεκτικά το ημερολόγιο.


Μέρος 2: Ο Ερευνητής

Τις επόμενες μέρες, ο Otto κοιμόταν και ξυπνούσε με μοναδικό του μέλημα πότε θα ξεκλέψει λίγο χρόνο να ασχοληθεί με την ανάγνωση του μικρού τόμου. Ο ερευνητής, όπως αποδείχθηκε, ήταν με την ευρεία έννοια συνάδελφος. Υπέγραφε μόνο ως Μαρτίνος. Αλχημιστής και θεραπευτής, είχε λάβει το αγαλματίδιο ως πληρωμή από μια απελπισμένη μητέρα που είχε ήδη χάσει τις δύο κόρες της - καταδικασμένες για μαγεία - και της οποίας ο μοναδικός γιός ήταν σοβαρά άρρωστος.

Ο Μαρτίνος περιέγραφε αναλυτικά το αγαλματίδιο, περιλαμβάνοντας πολλές λεπτομέρειες που πλέον μόνο αμυδρά φαίνονταν. Η βάση πράγματι περιστρεφόταν, με την προβοσκίδα να δείχνει προς διαφορετικά σύμβολα. Στην αριστερή μεριά είχε το σύμβολο μιας βδέλλας. Στη δεξιά, έναν ήλιο. Όταν το άγγιξε ένιωσε μια σύνδεση, σα να είναι πλέον μέρος του. Αρχικά το άφησε για κάποιες μέρες στον ήλιο, ωστόσο δεν συνέβη τίποτα. Μετά το γύρισε στη βδέλλα. Την επόμενη μέρα ο βοηθός του είχε εξαφανιστεί, παίρνοντας μαζί του μέρος του ακριβού εξοπλισμού του. Ο Μαρτίνος γύρισε το αγαλματίδιο προς τον ήλιο, και ένας επισκεπτόμενος ευγενής προσφέρθηκε να χρηματοδοτήσει την ανακαίνιση του εργαστηρίου, σε αντάλλαγμα για τη θεραπεία του, η οποία ήταν επιτυχής και γρήγορη. Ανακάλυψε ότι εκτός από την κατεύθυνση της περιστροφής έπαιζε ρόλο και η απόσταση, δεν χρειαζόταν δηλαδή να το γυρίζει κάθε φορά στο τέρμα, αλλά με μικρές κινήσεις μπορούσε να ρυθμίζει με ακρίβεια την ισχύ του. Η συσκευή δεν έδινε καλή τύχη από το πουθενά, αλλά απαιτούσε πρώτα μια προκαταβολή κακοτυχίας. Ο Μαρτίνος το ονόμασε Συσσωρευτή Εύνοιας.

Οι επόμενες σελίδες είχαν ενδιαφέρον και ο Όττο τις ρούφαγε με ελάχιστα διαλείμματα. Ο Μαρτίνος έχοντας μάθει πλέον το μηχανισμό, προτιμούσε να εναλλάσει πολλές μέρες μικρής κακοτυχίας με ώρες μεγάλης καλής τύχης. Ωστόσο παρότι τα πλούτη του και η φήμη του μεγάλωναν, ο τόνος του μέσα από τις σελίδες γινόταν όλο και πιο κακοδιάθετος και κυνικός. Ο Μαρτίνος περνούσε τις άτυχες μέρες του κλεισμένος μέσα στο εργαστήριο, περιμένοντας το αναπόφευκτο κοπάνημα του δαχτύλου του ποδιού του σε κάποιο έπιπλο, ή υποφέροντας από λόξυγγα. Οι αναποδιές αυτές ήταν αστείες, μα για τον ίδιο σα να έβλεπε τον κόσμο μέσα από ένα γκρι φίλτρο, περιμένοντας την επόμενη αναλαμπή. Την ίδια στιγμή όμως, αδυνατούσε να φανταστει τη ζωή του ξανά έρμαιο της απόλυτης τυχαιότητας. Μια μέρα καλοτυχίας του όμως γνώρισε την Έλενα, μια πανέμορφη κοπέλα που ήθελε να γίνει βοηθός του, και η οποία γρήγορα τον ερωτεύτηκε, και εκείνος αυτή.

Ο Μαρτίνος πλέον περίμενε τις καλότυχες μέρες του με μεγάλη ανυπομονησία, ενώ οι κακότυχες εξελίχθηκαν σε μια απάνθρωπη φυλακή. Γινόταν όλο και πιο παρανοϊκός, αρνούμενος ακόμα και να φάει, φοβούμενος ένα πιθανό πνίξιμο που θα έκοβε το νήμα της ζωής του. Η Έλενα ανησυχούσε πολύ γι αυτόν και μια μέρα προσπάθησε κλαίγοντας να τον πείσει ότι πρέπει να ξεφορτωθεί το αγαλματίδιο. Ο Μαρτίνος άρχισε πλέον να ανησυχεί ότι μπορεί να το πετάξει κρυφά την ώρα που κοιμάται. Άρχισε να κοιμάται λιγότερο, και οι επόμενες σελίδες ήταν κακογραμμένες, σχισμένες, έβγαζαν όλο και λιγότερο νόημα.

Η τελευταία σελίδα είχε μόνο ένα σκίτσο. Η μορφή μιας όμορφης γυναίκας τραβούσε από το χέρι έναν ισχνό, αξύριστο άντρα. Ο άντρας διέσχιζε το κατώφλι μιας πόρτας προς τα έξω, κοιτώντας τον κόσμο με θαυμασμό σα να τον βλέπει μετά από καιρό. Η γυναίκα είχε φτερά αγγέλου και με το άλλο χέρι κρατούσε την ελαφρώς φουσκωμένη κοιλιά της. Ο Otto χρειάστηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα για να επεξεργαστεί τα συναισθήματα του. Τι είχε συμβεί ακριβώς; Κατάφερε η Έλενα να πετάξει το αγαλματίδιο; Ή μήπως ο Μαρτίνος τη σκότωσε σε μια στιγμή παράνοιας; Τα μάτια του Otto περιπλανήθηκαν αργά προς το συρτάρι όπου ήταν κλειδωμένο το επίμαχο αντικείμενο. Αναρωτήθηκε για λίγο αν η πιο σωστή κίνηση ήταν να το πετάξει επιτόπου.


Μέρος 3: Το Σχέδιο

Ο Otto συνέχισε τη ρουτίνα του όπως πριν, σκεφτόταν όμως συνεχώς την ιστορία του μεγάλου ερευνητή. Θα κατάφερνε μήπως έτσι κι αλλιώς όσα είχε καταφέρει κι ακόμα περισσότερα, χωρίς το Συσσωρευτή; Θα γνώριζε ποτέ την Έλενα; Μη μπορώντας να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, το μυαλό του Otto στράφηκε προς μια άλλη κατεύθυνση. Ο Μαρτίνος, είτε από την πίστη του είτε από παράλειψη, δεν αναλογίστηκε ποτέ την πιθανότητα ο Συσσωρευτής να λειτουργούσε σε διαφορετικά άτομα, κάνοντας άτυχο το ένα και στη συνέχεια τυχερό κάποιο άλλο. Ο Otto ένιωσε λίγο ένοχος που το σκέφτηκε. Ωστόσο…ποιος λέει ότι πρέπει να είναι άτομα; Ίσως οποιοσδήποτε ζωντανός οργανισμός μπορεί να δεθεί με το Συσσωρευτή.

Με αυτό το συλλογισμό, ο Otto αγόρασε ένα ινδικό χοιρίδιο. “Οι συγγενείς του πολύ πιθανόν να συμμετέχουν ήδη σε κάποιο πολύ χειρότερο πείραμα.”, σκέφτηκε. Πήρε το αγαλματίδιο, και πιάνοντας το ακόμα με την ίδια πετσέτα που το είχε τυλίξει αρχικά, το άφησε στο μικρό κλουβί του, γυρισμένο τέρμα στη βδέλλα. Το χοιρίδιο άγγιξε με τη μύτη του το αντικείμενο, και έκανε πίσω τρομαγμένο. Τις επόμενες μέρες το παρακολουθούσε, αλλά δεν κατάφερε να διακρίνει κάτι ιδιαίτερο στη συμπεριφορά του. Μετάνιωσε που δεν είχε πάρει ένα δεύτερο, ως μέτρο σύγκρισης. Παρ’ όλα αυτά το επόμενο Σάββατο κανόνισε να πάει στο καζίνο. Θα έπαιζε ένα ορισμένο ποσό, δέκα χιλιάδες ευρώ, και ό,τι γίνει.

Το Σάββατο το πρωί, το χοιρίδιο ήταν ορατά εκνευρισμένο και επιθετικό. Όταν ο Otto έβαλε το χέρι του να πιάσει το αγαλματίδιο, τον δάγκωσε χωρίς δισταγμό. Ο Otto κουνούσε το χέρι του πέρα-δώθε πανικόβλητος, αλλά το χοιρίδιο ήταν γατζωμένο σα να εξαρτάται απ’ αυτό η ζωή του. Τελικώς ο Otto άρχισε να το κοπανάει στον πάγκο, και στη συνέχεια να κλείνει ένα ντουλάπι στο σώμα του μικρού τρωκτικού. Αίματα και των δύο είχαν γεμίσει τη διαχωριστική τζαμαρία του φαρμακείου. Ακόμα και όταν ξεψύχησε, τα δόντια του παρέμειναν καρφωμένα στο χέρι του Otto. Ξέροντας ότι τουλάχιστον δεν έχει λύσσα ή κάτι επικίνδυνο, ο Otto έπεσε στο πάτωμα προσπαθώντας να συνέλθει, με την καρδιά του ακόμα να χτυπά δυνατά. Βρήκε τρέμοντας ένα ταναλάκι και επιτέλους ελευθέρωσε το χέρι του από το δάγκωμα.

Εκείνη τη στιγμή, άκουσε το κουδουνάκι της πόρτας του φαρμακείου. Η αίσθηση του έλεγε ότι δεν θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος παρά ο μυστηριώδης άνδρας που του πούλησε αρχικά το αγαλματίδιο. Προσπάθησε να σταθεί όρθιος και να δει, αλλά έτρεμε τόσο πολύ που γλίστρησε πάλι στα αίματα και ξανάπεσε στο πάτωμα. Ο άνδρας πέρασε το διαχωριστικό, που είχε μείνει ανοιχτό. Αυτό που μπήκε όμως στο οπτικό του πεδίο τελικά δεν ήταν άνδρας. Ήταν μια μορφή εκτός αυτού του κόσμου, ευγενική, αρχοντική, υπομονετική αλλά ταυτόχρονα σκληρή, αδίστακτη. Το δέρμα του άλλοτε κόκκινο και άλλο αστραφτερό λευκό, αναλόγως… ποιος ξέρει τι.

Ο Otto έδιωξε αυτές τις σκέψεις και αναζήτησε με το βλέμμα του το Συσσωρευτή, τη μόνη του ελπίδα. Κατά σύμπτωση ήταν πεσμένος ακριβώς δίπλα του. Τον έπιασε γρήγορα, νιώθοντας τη σύνδεση, και αμέσως τον γύρισε στον ήλιο. Το πλάσμα άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και… άρχισε να γελάει. “Otto, Otto, Otto… τι ακριβώς νομίζεις ότι κρατάς;”. Το αγαλματίδιο στα χέρια του Otto διαλύθηκε σε σκόνη, λίγη από την οποία κόλλησε στο ματωμένα του δάχτυλα, αλλά η περισσότερη κύλησε στο πάτωμα. Το πλάσμα τώρα τον κοιτούσε με… οίκτο; “Δεν υπάρχουν μαγικά αντικείμενα Otto. Μόνο Συμφωνίες, αυτοί που τις προσφέρουν, και οι θνητοί που είναι αρκετά απελπισμένοι ή αφελείς για να τις δεχτούν. Το αντικείμενο αυτό ήταν απλά μια συντόμευση, ένα πακέτο όρων. Των οποίων προσπαθώντας να προσπεράσεις το γράμμα, παραβίασες το πνεύμα. Αλλά για αυτό βρίσκομαι εδώ.” Η καρδιά του Otto βούλιαξε, σίγουρος πια για το τέλος του. “Ω, μη φοβάσαι Otto, δεν θα σε τιμωρούσα για κάτι που δεν ήξερες. Δεν θα ήταν σωστό.” Το πλάσμα πήρε μια πληγωμένη έκφραση. “Αλλά κέρδισες την προσοχή μου.”, είπε με ένα ήρεμο πλέον αλλά παιχνιδιάρικο βλέμμα. “Σου έχω μια Συμφωνία που είχε καιρό να προσφερθεί. Τόσο καιρό που θα πρέπει να κάνουμε μερικές τροποποιήσεις…”.
🔻 There are decades where you fuck around and days where you find out🔻
Άβαταρ μέλους
Otto Weininger
Δημοσιεύσεις: 38340
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Otto Weininger »

Τι είπες τώρα :o


Let them make the first mistake. We make the last move.

Άβαταρ μέλους
Ερμής
Δημοσιεύσεις: 27798
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 11:00
Τοποθεσία: Αθήνα

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Ερμής »

Πολυ ωραιος ο Νανος. :smt038
Otto Weininger έγραψε: 25 Ιουν 2024, 12:17 Να ετοιμάζεται ο Ερμής
αναμένω :)
"Chiedi a un bambino di disegnare una macchina e sicuramente la farà rossa"
Στύξ
Δημοσιεύσεις: 5327
Εγγραφή: 27 Μαρ 2024, 16:59

Re: Short Horror Stories - Phorum Edition

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Στύξ »

Αποδίδω τα εύσημα σε όλους τους συγγραφείς και δηλώνω ότι αναλαμβάνω τη φιλολογική επιμέλεια αφιλοκερδώς, αν κάποτε εκδοθούν τα πονήματα.
Απάντηση
  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Λογοτεχνία”