!!! DEVELOPMENT MODE !!!
έγινα φέσι ή φέσσι;
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: έγινα φέσι ή φέσσι;
Λεξικό Τριανταφυλλίδη
φέσι το [fési]:
1. κάλυμμα του κεφαλιού μουσουλμανικών λαών, μάλλινο, με ή χωρίς φούντα, κόκκινου συνήθ. χρώματος και διάφορων (κατά τόπους) σχημάτων: Tούρκικο φέσι. Tο φέσι τού έφτανε ως τ΄ αυτιά. H φούντα του φεσιού ανέμιζε στον αέρα. || το αντίστοιχο κάλυμμα του κεφαλιού των Ελλήνων τσολιάδων (πάντα με φούντα).
2. (μτφ., προφ.)
α. χρέος απλήρωτο, ανεξόφλητο:
Θέλω να μου επιστρέψεις αμέσως τα φέσια. ΦΡ βάζω / ρίχνω / φοράω / αφήνω φέσι σε κπ., δεν πληρώνω το χρέος, την οφειλή μου. τρώω φέσι, δε μου ξεπληρώνουν χρέος, οφειλή.
β. για αποτυχημένο, κακής ποιότητας πνευματικό, καλλιτεχνικό κυρίως δημιούργημα (θέαμα, ακρόαμα, ανάγνωσμα κτλ.): Tο έργο / η ταινία / η εκπομπή / το βιβλίο ήταν φέσι. ΦΡ τρώω φέσι, υφίσταμαι θέαμα, ακρόαμα, ανάγνωσμα κτλ. κακής ποιότητας.
3. (οικ.) χαρακτηρισμός για πολύ μεθυσμένο άνθρωπο· σταφίδα, σκνίπα: Έγινε / είναι / ήρθε φέσι. Mε δύο ποτηράκια έγινα φέσι. φεσάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στις σημ.1, 2.
[τουρκ. fes (στη σημ. 1) -ι από το όν. της πόλης Fez του Μαρόκου, όπου κατασκευαζόταν]
φέσι το [fési]:
1. κάλυμμα του κεφαλιού μουσουλμανικών λαών, μάλλινο, με ή χωρίς φούντα, κόκκινου συνήθ. χρώματος και διάφορων (κατά τόπους) σχημάτων: Tούρκικο φέσι. Tο φέσι τού έφτανε ως τ΄ αυτιά. H φούντα του φεσιού ανέμιζε στον αέρα. || το αντίστοιχο κάλυμμα του κεφαλιού των Ελλήνων τσολιάδων (πάντα με φούντα).
2. (μτφ., προφ.)
α. χρέος απλήρωτο, ανεξόφλητο:
β. για αποτυχημένο, κακής ποιότητας πνευματικό, καλλιτεχνικό κυρίως δημιούργημα (θέαμα, ακρόαμα, ανάγνωσμα κτλ.): Tο έργο / η ταινία / η εκπομπή / το βιβλίο ήταν φέσι. ΦΡ τρώω φέσι, υφίσταμαι θέαμα, ακρόαμα, ανάγνωσμα κτλ. κακής ποιότητας.
3. (οικ.) χαρακτηρισμός για πολύ μεθυσμένο άνθρωπο· σταφίδα, σκνίπα: Έγινε / είναι / ήρθε φέσι. Mε δύο ποτηράκια έγινα φέσι. φεσάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στις σημ.1, 2.
[τουρκ. fes (στη σημ. 1) -ι από το όν. της πόλης Fez του Μαρόκου, όπου κατασκευαζόταν]
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: έγινα φέσι ή φέσσι;
Ο taxalataxalasa λέει:
Fessus
Ενδεχομένως από το πρωτοϊταλικό *fassos, από το προϊταλικό *dʰH-t-tós, από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *dʰeH- ("να ξεθωριάζει, να εξαφανίζεται") (σύγκρινε την παλαιά ιρλανδική ru-deda ("να εξαφανιστεί"), Παλαιά αγγλικά demm («βλάβη»)), αλλά αυτό είναι αβέβαιο λόγω τόσο φωνητικών όσο και σημασιολογικών προβλημάτων. Συνδέεται με τα λατινικά famēs, affatim, fatīscō, fatīgō.
1. tired, weary - κουρασμένος
Συνώνυμα: frāctus, cōnfectus, dēfessus, languidus
Aντώνυμα: vīvus
2. weak, enfeebled - αδύναμος, εξασθενημένος
Συνώνυμα: dēbilis, aeger, languidus, fractus, tenuis, mollis, īnfirmus, inops
Aντώνυμα: praevalēns, fortis, potis, potēns, validus, strēnuus, compos
3. sick, diseased - άρρωστος
Συνώνυμα: aeger, languidus, miser, īnfirmus
Aντώνυμα: sānus, salvus, validus, integer, intāctus, salūber
Fessonia - (Ρωμαϊκή μυθολογία) Η θεά των κουρασμένων.
Έτσ' εξηγείται και το Fessoma από τον Κουρασμένο...
Fessus
Ενδεχομένως από το πρωτοϊταλικό *fassos, από το προϊταλικό *dʰH-t-tós, από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *dʰeH- ("να ξεθωριάζει, να εξαφανίζεται") (σύγκρινε την παλαιά ιρλανδική ru-deda ("να εξαφανιστεί"), Παλαιά αγγλικά demm («βλάβη»)), αλλά αυτό είναι αβέβαιο λόγω τόσο φωνητικών όσο και σημασιολογικών προβλημάτων. Συνδέεται με τα λατινικά famēs, affatim, fatīscō, fatīgō.
1. tired, weary - κουρασμένος
Συνώνυμα: frāctus, cōnfectus, dēfessus, languidus
Aντώνυμα: vīvus
2. weak, enfeebled - αδύναμος, εξασθενημένος
Συνώνυμα: dēbilis, aeger, languidus, fractus, tenuis, mollis, īnfirmus, inops
Aντώνυμα: praevalēns, fortis, potis, potēns, validus, strēnuus, compos
3. sick, diseased - άρρωστος
Συνώνυμα: aeger, languidus, miser, īnfirmus
Aντώνυμα: sānus, salvus, validus, integer, intāctus, salūber
Fessonia - (Ρωμαϊκή μυθολογία) Η θεά των κουρασμένων.
Έτσ' εξηγείται και το Fessoma από τον Κουρασμένο...
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: έγινα φέσι ή φέσσι;
Οπότε.
Έγινα φέσσι = Έγινα κουρασμένος, αδύναμος, εξασθενημένος, άρρωστος
και όχι Έγινα τούρκικο καπέλο... επειδή έτσι το λέμε μεταφορικά... μεταφορικά κολοκύθια...
ΕΛΕΟC τουρκολάγνοι...!
Έγινα φέσσι = Έγινα κουρασμένος, αδύναμος, εξασθενημένος, άρρωστος
και όχι Έγινα τούρκικο καπέλο... επειδή έτσι το λέμε μεταφορικά... μεταφορικά κολοκύθια...
ΕΛΕΟC τουρκολάγνοι...!
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
-
- Παραπλήσια Θέματα
- Απαντήσεις
- Προβολές
- Τελευταία δημοσίευση
-
- 147 Απαντήσεις
- 9288 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Saturn
-
- 0 Απαντήσεις
- 315 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Μαδουραίος
-
- 3 Απαντήσεις
- 562 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Κόκκορας