Μια χαρά φαίνεται ότι αντίληψη σήμαινε (κυρίως 1α) το να συλλαμβάνει κάποιος με τον νου (1α.(ψυχ.) σύνθετη λειτουργία με την οποία ο άνθρωπος αποκτά γνώση της πραγματικότητας είτε άμεσα με τις αισθήσεις είτε έμμεσα με παρέμβαση του λογικού: Έλεγχος / όρια της αντίληψης. β. η δυνατότητα του ανθρώπου να καταλαβαίνει: H ~ του χώρου / του χρόνου. Οξεία / περιορισμένη / ταχεία ~. ΦΡ πέφτει / υποπίπτει κτ. στην αντίληψή μου, το αντιλαμβάνομαι. γ. γνώση ενός αντικειμένου: Πήγε επί τόπου για να αποκτήσει άμεση ~ της κατάστασης.)


