Με την κρινόμενη από 22-11-2021 αίτηση αναίρεσης (Έκθ. Κατάθ. 55/2021, Αριθ. Δικ. 2422/2021) προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, 441/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η από 2-7-2019 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 84/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων των άρθρων 1389, 1390, 1391, 1392 εδ. 2 και 1495 ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη στο πρόσωπό του αιτία, δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν ο ένας είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής. Η υποχρέωση για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 ΑΚ υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. ΑΚ διατροφή (ΟλΑΠ 9/1991), ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. ΑΚ οφειλόμενη μετά το διαζύγιο, υπάρχει δε ακόμη και όταν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου και τούτο για το λόγο ότι με δική του πρωτοβουλία διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση. Ωστόσο, στην τελευταία αυτή περίπτωση, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σ' αυτόν από τον υπόχρεο της διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή), εφόσον προβληθεί σχετική ένσταση από τον εναγόμενο (ΑΠ 1470/2021, ΑΠ 1126/2020, ΑΠ 528/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ως ζητήματα, δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως, οι αρνητικοί της αγωγής ισχυρισμοί και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 1/1999).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο θρησκευτικό γάμο στον ιερό ναό Αγίου Σπυρίδωνα Ροδοδάφνης Αιγίου, μετά την τέλεση του οποίου εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα, ιδιοκτησίας της ενάγουσας... Από το γάμο τους αυτό δεν απέκτησαν τέκνα. Όπως αποδείχθηκε, από τις αρχές του γάμου τους, η ενάγουσα εργαζόταν, ως εργάτρια, στην βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων, με την επωνυμία "...", στα ... και ο εναγόμενος ως υδραυλικός. Ακολούθως, το έτος 1989, ο εναγόμενος άνοιξε κατάστημα με υδραυλικά - είδη υγιεινής, στην πόλη του ..., όπου καθημερινά η ενάγουσα εκτελούσε χρέη γραμματέα, τόσο τις πρωινές όσο και τις απογευματινές ώρες, ενώ ο ίδιος είχε αναλάβει τις εξωτερικές εργασίες έως και το έτος1994, οπότε άνοιξαν μία καλοκαιρινή επιχείρηση, αναψυκτήριο - πίστα καρτ, στα ... που λειτουργούσε από το μήνα Ιούνιο έως και το μήνα Οκτώβριο κάθε έτους, όπου απασχολείτο η ενάγουσα, από τις 9 το πρωί έως αργά το βράδυ, ενώ ο εναγόμενος συνέχιζε να ασκεί το επάγγελμα του υδραυλικού. Το έτος 2001, με το κλείσιμο της παραπάνω επιχειρήσεως των διαδίκων, η ενάγουσα ασχολήθηκε, πλέον, αποκλειστικά με τα οικιακά και ως αγρεργάτρια στα αγροτικά ακίνητα του εναγομένου ή τρίτων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο έγγαμος βίος των διαδίκων ήταν ομαλός, αρχικά, ενώ τα προβλήματα στην έγγαμη συμβίωση των διαδίκων ξεκίνησαν εξαιτίας της διαφορετικής αντίληψης, που είχε έκαστος εξ αυτών, σχετικά με την απόκτηση τέκνων, δεδομένου ότι η ενάγουσα επιθυμούσε την απόκτηση τέκνου, ενώ ο εναγόμενος ήταν αρνητικός σε μία τέτοια προοπτική, γεγονός το οποίο δεν είχε καταστήσει γνωστό στην ενάγουσα πριν την τέλεση του γάμου τους. Συνέπεια της διαφορετικής στάσης εκ μέρους του καθενός από τους διαδίκους, ως προς το θέμα της απόκτησης τέκνων, ήταν η δημιουργία συχνών διαφωνιών μεταξύ τους, με ιδιαίτερη ένταση, δεδομένου ότι ο εναγόμενος αρνούνταν να υποβληθεί έγκαιρα και παρά τις επανειλημμένες παραινέσεις της ενάγουσας σε ειδικές εξετάσεις για την διαπίστωση τυχόν ιατρικού προβλήματος, που εμπόδιζε την τεκνοποίηση, προβαίνοντας άκαιρα σε τέτοιες εξετάσεις, μετά την διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεώς του με την ενάγουσα..., σε αντίθεση με την ενάγουσα, η οποία υποβλήθηκε αρκετές φορές σε εξετάσεις γονιμότητας, χωρίς να διαπιστωθεί κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα σε αυτήν. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων οξύνονταν, επιπλέον, και από εκδηλώσεις ζήλειας του εναγομένου προς το πρόσωπο της ενάγουσας, ο οποίος μιλούσε και συμπεριφερόταν σε αυτήν με άσχημο και υβριστικό τρόπο, ενώ η συμβίωσή τους τα τελευταία τρία χρόνια, πριν την οριστική διάσπασή της, ήταν συμβατική χωρίς να συνευρίσκονται ερωτικά και έχοντας συνεχείς διαπληκτισμούς. Ιδιαίτερα κλονιστικό της έγγαμης συμβίωσής τους επεισόδιο ήταν αυτό, που έλαβε χώρα στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2015, όταν η ενάγουσα ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι την ημέρα της εορτής των Φώτων επρόκειτο να παρευρεθεί μαζί με τη νύφη της, Β. Μ. και άλλες φίλες της στην εκδήλωση του χορευτικού ομίλου Ροδοδάφνης, της οποίας ήταν μέλος, που θα πραγματοποιούνταν στο εστιατόριο "Λαδόκολλα". Κατά την ανωτέρω ημερομηνία και ενώ η ενάγουσα ετοιμαζόταν για την ανωτέρω εκδήλωση, ο εναγόμενος, όχι μόνο αρνήθηκε να της επιτρέψει να πάει, αλλά άρχισε να την εξυβρίζει με χυδαίες εκφράσεις, να την σπρώχνει και να σπάει αντικείμενα, με αποτέλεσμα να γίνει αντιληπτός ο καυγάς των διαδίκων από τη μητέρα της ενάγουσας, που διαμένει κάτω από τη συζυγική οικία, η οποία ανέβηκε στην οικία των διαδίκων, προκειμένου να κατευνάσει το έντονο επεισόδιο, που προκλήθηκε. Μετά από αυτό το περιστατικό οι διάδικοι κοιμόντουσαν σε χωριστά υπνοδωμάτια, ενώ η ενάγουσα εξέφρασε ευθέως στον εναγόμενο την επιθυμία της για τη λύση του γάμου τους, με τη λήψη συναινετικού διαζυγίου. Έκτοτε, όταν ο εναγόμενος ερχόταν στη συζυγική οικία, ο οποίος αρνήθηκε να αποχωρήσει άμεσα από αυτή, η ενάγουσα κατέβαινε στην ευρισκόμενη κάτω από τη συζυγική οικία κατοικία των γονέων της, για να κοιμηθεί τα βράδια και ανέβαινε στη συζυγική οικία το πρωί, μετά την αποχώρηση του εναγομένου από αυτήν, εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό την απόλυτη ψυχική και σωματική απομάκρυνσή της από τον εναγόμενο. Ο ισχυρισμός του τελευταίου, ο οποίος επαναφέρεται με τους συναφείς πρώτο, δεύτερο και τρίτο εκ των λόγων της κρινόμενης έφεσης, ότι αποκλειστικά υπαίτια για τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεώς τους ήταν η ενάγουσα, η οποία είχε συνάψει εξωσυζυγικό δεσμό με τρίτο πρόσωπο και συγκεκριμένα με τον Γ. Π., δεν αποδείχθηκε, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων επήλθε τον Ιανουάριο του έτους 2015, έχοντας ήδη προ τριετίας διακοπεί μεταξύ τους κάθε ερωτική επαφή, η δε γνωριμία της ενάγουσας με το ως άνω πρόσωπο δεν συνδέεται με την διάσπαση της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, αφού αναπτύχθηκε μεταγενέστερα και δη τον μήνα Μάρτιο του έτους 2015, μέσω σελίδας κοινωνικής δικτύωσης (facebook) και αφού αυτή είχε γνωστοποιήσει στον εναγόμενο την επιθυμία της για τη λύση του γάμου της και την αποχώρησή του από τη συζυγική οικία, ενέργεια που υλοποιήθηκε μεταγενέστερα χρονικά και συγκεκριμένα το μήνα Μάιο του έτους 2016.
Συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων, μετά ταύτα, ως αβασίμων των σχετικών ισχυρισμών και των αντίστοιχων λόγων έφεσης. Κατόπιν τούτων, από την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά του εναγομένου αποδεικνύεται ότι έχει επέλθει από υπαιτιότητά του ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης του με την ενάγουσα, έτσι ώστε η τελευταία να δικαιούται διατροφής από τον εναγόμενο...". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού δέχθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων ήταν ο αναιρεσείων και απέρριψε τον περί ελαττωμένης διατροφής της αναιρεσίβλητης ισχυρισμό, που αυτός πρόβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επανέφερε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με τους δεύτερο και τρίτο λόγους έφεσης, δέχθηκε, στη συνέχεια, την έφεση κατ' ουσίαν, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κράτησε και δίκασε την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη μηνιαία διατροφή ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ για μια τριετία. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διακόπηκε από εύλογη για την αναιρεσίβλητη αιτία και ειδικότερα, λόγω των διαφορετικών αντιλήψεων που είχαν ως προς το ζήτημα της απόκτησης τέκνων και της ζήλειας του αναιρεσείοντος που εκδηλωνόταν με την επίδειξη εξυβριστικής συμπεριφοράς προς την αναιρεσείουσα και απορρίπτοντας τον ισχυρισμό αυτού, με τον οποίο επεδίωκε να κριθεί ότι οφείλει προς αυτήν (αναιρεσίβλητη) ελαττωμένη διατροφή, διότι ήταν αποκλειστικά υπαίτια για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους λόγω του αναφερόμενου υπαίτιου παραπτώματος (σύναψη εξωσυζυγικής σχέσης), που συνιστά λόγο διαζυγίου, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτή επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων από εύλογη για την αναιρεσίβλητη αιτία, οι οποίες επιτρέπουν τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391, 1392 εδ. 2 και 1495 ΑΚ, τις οποίες (το Εφετείο) ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου κατά την εξειδίκευση της ως άνω αόριστης νομικής έννοιας της από εύλογη αιτία διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Τούτο, διότι πέραν της ανωτέρω σαφούς παραδοχής ότι η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων προήλθε από την πλευρά του υποχρέου για διατροφή αναιρεσείοντος με την επιδειχθείσα ως άνω συμπεριφορά του, εξαιτίας της οποίας έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί ο κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, δεν απαιτείτο να διαλαμβάνονται, επιπλέον, στην απόφαση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ο ακριβής χρόνος, κατά τον οποίο εκδηλώθηκε η εξυβριστική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος προς την αναιρεσίβλητη, οι συγκεκριμένοι υβριστικοί χαρακτηρισμοί που απεύθυνε προς την τελευταία, σε τι συνίσταται ο άσχημος τρόπος συμπεριφοράς του προς αυτήν, ούτε με πρωτοβουλία ποίου εκ των διαδίκων διακόπηκαν οι μεταξύ τους ερωτικές συνευρέσεις. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων από εύλογη για την αναιρεσίβλητη αιτία, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, με τον ίδιο αναιρετικό λόγο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η αιτίαση ότι περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες, διότι, ενώ αρχικά δέχεται ότι αμέσως μετά την τέλεση του γάμου τους δήλωσε προς την αναιρεσίβλητη την επιθυμία του να μην αποκτήσουν τέκνα από συνειδητή επιλογή, ενώ εκείνη επιθυμούσε, στη συνέχεια δέχεται ότι τα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται σε μη προσδιοριζόμενο χρόνο μετά την τέλεση του γάμου, εξαιτίας της άρνησής του να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις προς διαπίστωση τυχόν προβλήματος που να εμποδίζει την τεκνοποιία. Και κατ' αυτό το σκέλος του ο πρώτος αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης, δεν περιλαμβάνονται σ' αυτήν τέτοιες παραδοχές, αφού, όπως δέχθηκε το Εφετείο, ο έγγαμος βίος των διαδίκων αρχικά ήταν ομαλός, τα δε προβλήματα στη σχέση τους άρχισαν μεταγενέστερα εξαιτίας της διαφορετικής αντίληψης που είχαν σε σχέση με την απόκτηση τέκνων, καθόσον το γεγονός ότι ο αναιρεσείων δεν επιθυμούσε να αποκτήσουν τέκνα δεν το είχε καταστήσει γνωστό στην αναιρεσίβλητη πριν από την τέλεση του γάμου τους. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική πεποίθησή του ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 23/2008, ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 688/2019). Δεν απαιτείται να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από τα αποδεικτικά μέσα ή η παράθεση ποίων αποδεικτικών μέσων χρησιμοποιήθηκαν για άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ο καθορισμός της βαρύτητας που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή της σχέσης και της επιρροής του καθενός από αυτά στα προς απόδειξη θέματα, ενώ, από την αναφορά μερικών, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαίως ότι τα λοιπά αποδεικτικά μέσα δεν εκτιμήθηκαν (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 500/2019). Αρκεί, λοιπόν, κατ' αρχήν, να αναφέρεται στην απόφαση γενικώς το είδος του αποδεικτικού μέσου, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 2/2008) (ή κατ` άλλη έκφραση αδιστάκτως, ΟλΑΠ 14/2005) η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ ΚΠολΔ, υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, το οποίο επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 697/2022, ΑΠ 1319/2022, 75/2022 ΑΠ, ΑΠ 754/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11 γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι, το Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη τα εξής αποδεικτικά μέσα, που προσκόμισε με επίκληση, για την απόδειξη της ένστασής του ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται ελαττωμένης διατροφής, ως αποκλειστικώς υπαίτια για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους από λόγο που συνιστά αιτία διαζυγίου (δημιουργία εξωσυζυγικής σχέσης με τρίτο πρόσωπο το μήνα Μάρτιο του έτους 2015, δηλαδή κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, η διακοπή της οποίας επήλθε τη δεύτερη εβδομάδα του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2015). Ήτοι, ότι δεν έλαβε υπόψη το από 30-6-2015 ενημερωτικό σημείωμα εξόδου του ιδιωτικού θεραπευτηρίου Πατρών "Ολύμπιο" και τα από 2-7-2015 και 3-7-2015 γραμμάτια είσπραξης του ίδιου ιδιωτικού νοσοκομείου, από τα οποία αποδεικνύεται ότι στις 2 και στις 3 Ιουλίου 2015 συνόδευσε την αναιρεσίβλητη στο άνω θεραπευτήριο, όπου χειρουργήθηκε για την αφαίρεση όγκου ελύτρου μικρού δακτύλου ΔΕ και κατέβαλε ο ίδιος τα σχετικά νοσήλια και συνεπώς η σύναψη του εξωσυζυγικού δεσμού από την αναιρεσίβλητη έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του γάμου. Ωστόσο, από την περιλαμβανόμενη στην αρχή της ελάσσονος πρότασης της προσβαλλόμενης απόφασης ρητή βεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ειδικά μνημονεύονται σ' αυτήν, τα οποία προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το όλο χωρίς αντιφάσεις και ανεπάρκειες σαφές περιεχόμενό της (προσβαλλομένης), καθίσταται, χωρίς αμφιβολία βέβαιο ότι το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τα φερόμενα ως αγνοηθέντα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία, άλλωστε, ουδόλως στηρίζουν τον ως άνω ισχυρισμό του, αφού δεν προκύπτει από αυτά ότι κατά τις ως άνω ημερομηνίες (ο αναιρεσείων) συνόδευσε την αναιρεσίβλητη το άνω θεραπευτήριο, ούτε ότι κατέβαλε τα σχετικά νοσήλεια, τα οποία, όπως προκύπτει από τα σχετικά γραμμάτια, καταβλήθηκαν από την τελευταία. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και, αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται στον αναιρεσείοντα, διότι η αναιρεσίβλητη δεν υποβλήθηκε σε έξοδα, ούτε, άλλωστε, λόγω της ερημοδικίας της, υπέβαλε σχετικό αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-11-2021 αίτηση (Έκθ. Κατάθ. 55/2021, Αριθ. Δικ. 2422/2021) για αναίρεση της με αριθμό 441/2021 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Mαρτίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2023.