Μια ωραία και απλή ετυμολογική εξήγηση τοις πάσι γνωστής λέξης, Τόσκος, που αντιπροσωπεύει τους Αρβανίτες και έχει εννοιοethnic προεκτάσεις.
Τόσκος από το Toscos από το λατινικό Tuscus («ετρουσκικός»), από το Vicus Tuscus (οι κάτοικοι του Vicus Tuscus στη Ρώμη είχαν κακή φήμη), με τις παρακάτω έννοιες στα λατινογεννημένα πορτοκαλικά και στα σπαñόλικα.
1. unpolished (αγυάλιστος, απλῆτος)
Συνώνυμο: brutos (βρούτος, μπρούτος) = βάναυσος
2. rough, raw, coarse, crude, (τραχύς, ωμός, χοντροκομμένος, ακατέργαστος)
3. uncouth, rude, (άξεστος, αγενής)
Λίγα λόγια και στρηνά.
H αλήθεια βρίσκεται στους Sexy Pistoleros.... =Γκέγκε;
Αναμένω τους γνωστούς ανατολίτες που το παίζουν ελληνόπαιδες και προσβαλλόμενοι από την άγνοιά τους, νομίζουν πως είναι απογόνοι του Πέρι Κλή επειδή μιλάνε θρησκευτικά ελληνικά της μεταΧί εποχής ... πλησιάζουν γιορτάδες και μ άνοιξε η όρεξη...
!!! DEVELOPMENT MODE !!!
Τι σημαίνει η λέξη «Τόσκοι»;
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Τι σημαίνει η λέξη «Τόσκοι»;
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: Τι σημαίνει η λέξη «Τόσκοι»;
και ένα αρχαίο παράδειγμα για τους Τόσκους....
2 Corintios 11:6
Pues aunque sea tosco en la palabra, no lo soy en el conocimiento; en todo y por todo os lo hemos demostrado.
εἰ δὲ καὶ ἰδιώτης* τῷ λόγῳ, ἀλλ’ οὐ τῇ γνώσει, ἀλλ’ ἐν παντὶ φανερώσαντες ἐν πᾶσιν εἰς ὑμᾶς.
*ῐ̓δῐώτης • (idiṓtēs) m (genitive ῐ̓δῐώτου); first declension (Attic, Ionic, Koine) - *ῐ̓δῐώτης • (idiṓtēs) m (γεν. ῐ̓δῐώτου); πρώτη κλίση (αττικό, ιωνικό, κομμούνιο - κοινό)
1. a private person, one not engaged in public affairs - ιδιώτης, που δεν ασχολείται με δημόσιες υποθέσεις
1.1 a private soldier, as opposed to a general - ένας ιδιωτικός στρατιώτης, σε αντίθεση με έναν στρατηγό
2. (adjectival use) private, homely - (χρήση επιθέτου) ιδιωτικός, οικιακός
3. commoner, plebeian - κομμούνι, κοινός, πληβείος
4. uneducated person, layman, amateur - αμόρφωτος, λαϊκός, ερασιτέχνης
5. one who is not in the know, an outsider - αυτός που δεν γνωρίζει, ένας ξένος
6. an ignorant person, idiot - ένας ανίδεος, ηλίθιος
7. one who is awkward, clumsy - αυτός που είναι δύστροπος, αδέξιος
8. (in the plural) one's countrymen - (στον πληθυντικό) οι συμπατριώτες κάποιου
τώρα θα καταλάβουν και τα ζώα....
2 Corintios 11:6
Pues aunque sea tosco en la palabra, no lo soy en el conocimiento; en todo y por todo os lo hemos demostrado.
εἰ δὲ καὶ ἰδιώτης* τῷ λόγῳ, ἀλλ’ οὐ τῇ γνώσει, ἀλλ’ ἐν παντὶ φανερώσαντες ἐν πᾶσιν εἰς ὑμᾶς.
*ῐ̓δῐώτης • (idiṓtēs) m (genitive ῐ̓δῐώτου); first declension (Attic, Ionic, Koine) - *ῐ̓δῐώτης • (idiṓtēs) m (γεν. ῐ̓δῐώτου); πρώτη κλίση (αττικό, ιωνικό, κομμούνιο - κοινό)
1. a private person, one not engaged in public affairs - ιδιώτης, που δεν ασχολείται με δημόσιες υποθέσεις
1.1 a private soldier, as opposed to a general - ένας ιδιωτικός στρατιώτης, σε αντίθεση με έναν στρατηγό
2. (adjectival use) private, homely - (χρήση επιθέτου) ιδιωτικός, οικιακός
3. commoner, plebeian - κομμούνι, κοινός, πληβείος
4. uneducated person, layman, amateur - αμόρφωτος, λαϊκός, ερασιτέχνης
5. one who is not in the know, an outsider - αυτός που δεν γνωρίζει, ένας ξένος
6. an ignorant person, idiot - ένας ανίδεος, ηλίθιος
7. one who is awkward, clumsy - αυτός που είναι δύστροπος, αδέξιος
8. (in the plural) one's countrymen - (στον πληθυντικό) οι συμπατριώτες κάποιου
τώρα θα καταλάβουν και τα ζώα....
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Re: Τι σημαίνει η λέξη «Τόσκοι»;
εδιτ.taxalata xalasa έγραψε: 15 Δεκ 2022, 11:33 Μια ωραία και απλή ετυμολογική εξήγηση τοις πάσι γνωστής λέξης, Τόσκος, που αντιπροσωπεύει τους Αρβανίτες και έχει εννοιοethnic προεκτάσεις.
Τόσκος από το Toscos από το λατινικό Tuscus («ετρουσκικός»), από το Vicus Tuscus (οι κάτοικοι του Vicus Tuscus στη Ρώμη είχαν κακή φήμη), με τις παρακάτω έννοιες στα λατινογεννημένα πορτοκαλικά και στα σπαñόλικα.
1. unpolished (αγυάλιστος, απλῆτος)
Συνώνυμο: brutos (βρούτος, μπρούτος) = βάναυσος (Et tu, Brute?, Και σύ τέκνον, Βροῦτε)
2. rough, raw, coarse, crude, (τραχύς, ωμός, χοντροκομμένος, ακατέργαστος)
3. uncouth, rude, (άξεστος, αγενής)
Λίγα λόγια και στρηνά.
H αλήθεια βρίσκεται στους Sexy Pistoleros.... =Γκέγκε;
Αναμένω τους γνωστούς ανατολίτες που το παίζουν ελληνόπαιδες και προσβαλλόμενοι από την άγνοιά τους, νομίζουν πως είναι απογόνοι του Πέρι Κλή επειδή μιλάνε θρησκευτικά ελληνικά της μεταΧί εποχής ... πλησιάζουν γιορτάδες και μ άνοιξε η όρεξη...
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
-
- Παραπλήσια Θέματα
- Απαντήσεις
- Προβολές
- Τελευταία δημοσίευση
-
- 5 Απαντήσεις
- 314 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Mike Bassett
-
- 8 Απαντήσεις
- 443 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Λευκός Λύκος
-
- 54 Απαντήσεις
- 1772 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Rakomelofronas
-
- 2 Απαντήσεις
- 332 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Frappezitis