Η προστασία του «λαϊκού αγώνα» στον Τσιαρτσιαμπά: 1941 -1950 (Διμοιρία -ΟΠΛΑ -Λαϊκοί Εκδικητές -Ελεύθεροι Σκοπευτές)
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΛΛΙΑΝΙΩΤΗΣ
https://blogs.sch.gr/thankall/?p=923:
Η ανεξάρτητη Διμοιρία Μπούρινου του ΕΛΑΣ. Καισαρειά Σεπτέμβριος 1943
Είμαστε στρατός ιδέας
και μιας κοινωνίας νέας
τους φασίστες πολεμάμε
τους προδότες πελεκάμε
[ Στίχος ανταρτικού τραγουδιού

με τίτλο «Παρτιζάνοι» Ιστορία (1979:ΣΤ2369) ]
Προλογικά
Από την έναρξη της Κατοχής το 1941 ως το 1950 που σταμάτησαν οι ένοπλες συγκρούσεις στη Δυτική Μακεδονία το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και ο πυρήνας του, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), θεώρησαν ότι ο αγώνας τους κατά των Ιταλών και Γερμανών στην αρχή κι εναντίον του ελληνικού κράτους μετέπειτα είχε ανάγκη προστασίας. Οπλισμένες, λοιπόν, ομάδες κάτω από διάφορους τίτλους, με παρόμοιους όμως σκοπούς, δρούσαν από το 1941 ως το 1950 στον Τσιαρτσιαμπά, ένα μικρό οροπέδιο του νομού Κοζάνης.
Η εργασία αυτή παρουσιάζει τη δράση των ομάδων αυτών και δείχνει τις ιδιαιτερότητές τους σε σχέση με την υπόλοιπη μάζα των ανταρτών. Ιδιαίτερα εξετάζεται η κατοχική οργάνωση ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα) που τόσο αρνητικά έχει διαφημιστεί. Από την έρευνα προέκυψε ότι τα θύματα της ΟΠΛΑ στον Τσιαρτσιαμπά αριθμούνται σε
8 μόνον άτομα, ενώ μια ανεξάρτητη Διμοιρία του 1/27 τάγματος του ΕΛΑΣ που δρούσε στην ίδια περιοχή αφήρεσε τις ζωές 11 αντιπάλων της. Παράλληλα η 9η μεραρχία του ΕΛΑΣ εκτέλεσε 164 άτομα στον ίδιο τόπο κυρίως το Νοέμβρη του 1944 (πίνακας 1.).
Αποδεικνύεται έτσι μύθος, τουλάχιστον για την εξεταζόμενη περιοχή, η άποψη ότι η ΟΠΛΑ ευθύνεται για το θάνατο εκατοντάδων και χιλιάδων ανθρώπων, όσο και η φήμη ότι κακοποιούσε ή βασάνιζε τα θύματά της. [ Ακόμα και στις διπλανές περιφέρειες των Σερβίων και της Εορδαίας οι βεβαιωμένοι φόνοι της ΟΠΛΑ, αν και διπλάσιοι του Τσιαρτσιαμπά δεν είναι υπερβολικοί: 25 άτομα περίπου στα Σέρβια και 20 στην Εορδαία. Στην Πελοπόννησο όμως σύμφωνα με τον Kalyvas (2000) υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά θανάτων από την ΟΠΛΑ, οπότε το θέμα χρήζει σύγκρισης. ]
Ο μύθος αυτός ήταν απότοκος της θέλησης των συμμετεχόντων στα γεγονότα της δεκαετίας του ΄40 ανθρώπων, να λησμονήσουν την αγριότητα του πολέμου και να αποσιωπήσουν τις δικές τους ενοχές, του χωριού τους και των ανθρώπων που καθημερινά συναναστρέφονταν φορτώνοντάς τες σε μια μόνο λέξη, την ΟΠΛΑ.
Το μύθο αυτό καλλιέργησε η νικήτρια δημοσιογραφία της Δεξιάς για 30 περίπου χρόνια, από το 1946 ως το 1981, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, ενώ από τότε ως σήμερα πλέει αυτός πλησίστιος ακόμα και μέσα στα ύδατα της κυρίαρχης Αριστεράς, γιατί υφίσταται η ίδια προφανώς σκοπιμότητα, της σιωπής αυτή τη φορά. Ρομαντικοί ερευνητές, λόγω έλλειψης εμπειρικής έρευνας και πιθανώς λόγω ιδεολογικών δισταγμών, αδυνατούν όχι μόνο να δικαιολογήσουν αλλά και να παραδεχτούν την εκπόρευση βίας από την πλευρά της Αριστεράς, οπότε ή αυτή αποσιωπείται τελείως[ βλ. Μαργαρίτης 2001 ] ή επικαλύπτεται χωρίς συγκεκριμένες αναφορές σε γεγονότα. Ονομάζεται για παράδειγμα η βία αυτή ως «γιακωβίνικο habitus» ή σαν «καθαρή επαναστατική βία», η οποία όμως είναι «γνώρισμα της μειοψηφίας». Οι φόνοι θεωρούνται «συμβολικοί» και τα θύματα βαφτίζονται «κάποιοι εγκληματίες» ή «κάποιοι κακομοίρηδες». Ωστόσο μια απλή ανάγνωση του Θουκυδίδη πείθει ότι η βία στους εμφυλίους πολέμους εξασκείται και από τις δύο πλευρές με την ίδια σχεδόν αγριότητα, οπότε δεν εξαιρείται ο Εμφύλιος Πόλεμος, που άρχισε στη Δυτική Μακεδονία το Μάρτη του 1943 και τελείωσε το 1950. Το παρόν κείμενο βέβαια είναι κατ’ ανάγκην λειψό, επειδή εξετάζει τη βία που εξάσκησε η Αριστερά πάνω στους αντιπάλους της κι όχι την παρόμοια των αντικομουνιστών και της Δεξιάς.
Η εργασία στηρίζεται στη μελέτη τοπικών αρχείων, όπως Δικαστήρια, Μητρόπολη, Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ληξιαρχεία αλλά και γενικών σαν τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) της Αθήνας. Παράλληλα αντλήθηκαν προφορικές πληροφορίες από αρκετούς αυτόπτες μάρτυρες, μερικοί μόνο εκ των οποίων αναφέρονται με τα ακρωνύμιά τους. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμα έργα φιλιστόρων ή ιστορικών καθώς και απομνημονεύματα της εποχής. Επιπλέον ο γράφων μόνος ή και παρέα με ηλικιωμένους αυτόπτες βάδισε όλους τους τόπους των εξεταζόμενων γεγονότων, γιατί, αν κανείς αγνοεί το ανάγλυφο της περιοχής, είναι απίθανο να εξηγήσει τη ροή τους. Θα ήταν δύσκολο, π.χ. να ερμηνευτεί η εκτέλεση του εφημέριου

της μονής Ζιδανίου από τους «Λαϊκούς Εκδικητές» του ΔΣΕ το Μάη του 1947, για την οποία κανένα ικανό στοιχείο ενοχής ως σήμερα δεν έχει προσκομιστεί. Όποιος όμως γνωρίζει ότι η μονή βρισκόταν τότε μέσα στην ανταρτοκρατούμενη περιοχή, ότι ήταν βασικό πέρασμα από τα Χάσια στα Πιέρια και ότι επικοινωνούσε οπτικά με την Κοζάνη, μπορεί να αισθανθεί ότι ούτε ένα αστείο κατά των ανταρτών δε μπορούσε εκεί να συγχωρεθεί.
Η ΟΠΛΑ γενικά
Πριν βαδίσουμε στα ενδότερα της ΟΠΛΑ του Τσιαρτσιαμπά ας δούμε μια γενική άποψη για την οργάνωση αυτή. Το ακρωνύμιο ΟΠΛΑ αναλύεται διαφόρως: Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών ή Οργάνωση Περιφρούρηση του Λαϊκού Αγώνα ή Ομάδες Προστασίας Λαϊκού Αγώνα ή Οργάνωση Προστασίας του Λαϊκού Αγώνα -με την τελευταία ερμηνεία συμφωνεί ο γράφων. Οι λεξιλογικές αυτές διαφορές αποκαλύπτουν τη σημαντική άγνοια που περιβάλλει την ΟΠΛΑ, για την οποία, όπως είπαμε συνεισέφεραν όλες οι πλευρές. Μια μαρτυρία ενός Έλληνα πράκτορα που στάλθηκε το 1944 στο Κάιρο πληροφορεί ότι η ΟΠΛΑ εμφανίστηκε στα τέλη του 1943 στην Αθήνα ως παράρτημα του ΕΑΜ και δολοφονούσε όσους αντιτίθονταν μ’ αυτό. Σύγχρονος ιστορικός θεωρεί ότι η ΟΠΛΑ ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1943 σαν πολιτική αστυνομία αξιωματούχων της Αντίστασης, αλλά «εκφυλίστηκε σε ένα δίκτυο ομάδων δολοφονίας που δρούσε κυρίως στην Αθήνα».[ Mazower ] Έτερος την ονομάζει «όργανο καταστολής» του ΚΚΕ, αναφέροντας παράλληλα κι άλλες παρόμοιες οργανώσεις του ΚΚΕ: την προπολεμική υπηρεσία αντικατασκοπίας, την ΥΤΟ που δραστηριοποιήθηκε στο Μπούλκες, και την ΥΣΑ του Εμφυλίου Πολέμου. Ανώτατος αξιωματούχος του ΚΚΕ εξήγησε ότι η ΟΠΛΑ τιμωρούσε τους «μεγάλους προδότες» [ Ρούσος ] , ενώ πρώην ομοιόβαθμός του έγραψε ότι η ΟΠΛΑ «συχνά εξετράπη» σε δολοφονίες που «δεν ήταν συμβατές με τους σκοπούς του ΕΑΜ».[ Φαράκος ] Όλες οι διαθέσιμες μαρτυρίες, εκτός μία για την περιοχή Αργολίδας Πελοποννήσου, περιορίζουν τη δράση της ΟΠΛΑ στην Αθήνα και αγνοούν την αντίστοιχη της επαρχίας.
Η ΟΠΛΑ είχε έδρα την Αθήνα και παραρτήματα σε όλες τις Περιφερειακές Επιτροπές (ΠΕ) του ΚΚΕ της Ελλάδας και διοικούνταν αποκλειστικά από στελέχη του Κόμματος. Κεντρικός «ινστρούχτορας» ήταν στην αρχή ο δάσκαλος
Νίκος Πλουμπίδης,[Ρούσος ] ενώ στην επαρχία υπεύθυνοι ήταν μέλη της εκάστοτε ΠΕ. Κάθε ΠΕ πληροφορούσε τους υψηλότερα ιστάμενούς της, Δυτικομακεδονικό Γραφείο και Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ, για όλες τις σημαντικές ενέργειες της δικής της ΟΠΛΑ. Έχουν σωθεί κατάλογοι «αντιδραστικών» Φλώρινας και Γρεβενών, όπου περιέχονται συνολικά 787 και 124 αντίστοιχα ονόματα ανδρών και γυναικών, οπότε βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάθε ΟΠΛΑ, προκατοχική ή μετακατοχική, διατηρούσε παρόμοιο αρχείο. Τεραστίου ενδιαφέροντος θα ήταν η σύγκριση του παρόμοιου αρχείου της Χωροφυλακής για την Αριστερά της ίδιας εποχής, αλλά κανείς δεν μπορεί να το δει.
Η ΟΠΛΑ στην επαρχία δεν ανήκε στο ΕΑΜ αλλά σε έκαστη ΠΕ του ΚΚΕ και εκτός από «μεγάλους προδότες» τιμωρούσε και μικρότερους. Στις πόλεις δρούσε με τον τίτλο «Ομάδα Κρούσης» και το όνομα της εκάστοτε πόλης, ενώ στην ύπαιθρο με το όνομα «Ομάδες Κρούσης του Κάμπου», όπως π.χ. στη λωρίδα των Σερβίων. Στη Φλώρινα αντί για τη λέξη ομάδα χρησιμοποιούνταν η
σλαβική λέξη grupa, προφανώς λόγω της γλωσσικής ιδιαιτερότητας της περιοχής, οπότε μέσα στην πόλη υπήρχε η «Γκρούπα της Φλώρινας» κι έξω στην ύπαιθρο οι «Γκρούπες του Κάμπου». Στην Εορδαία η τοπική έφιππη ΟΠΛΑ ονομάζονταν ως «απόσπασμα του Φώτη» -Φώτης ήταν το ψευδώνυμο του αρχηγού της. Στον Εμφύλιο πόλεμο οι ειδικοί αντάρτες για χτυπήματα μέσα στη Θεσσαλονίκη ονομάζονταν «Λαϊκοί Εκδικητές», ενώ μετά το 1948 άλλαξαν όνομα κι έγιναν «Ελεύθεροι Σκοπευτές», προφανώς επειδή το όνομα της ΟΠΛΑ είχε αποχτήσει κακή φήμη μετά την Κατοχή.
Οι «εκδικητές» της υπαίθρου με τους αντίστοιχους της πόλης ξεχώριζαν από τον οπλισμό και από τον αριθμό τους. Όσοι δρούσαν μέσα στην πόλη ήταν λίγοι εθελοντές οπλισμένοι με αυτόματα, ενώ στην ύπαιθρο οι συνάδελφοί τους ήταν αριθμητικά περισσότεροι (π.χ. 150 άτομα στην ΠΕ Φλώρινας) κι όχι πάντα καλά οπλισμένοι. Η «Ομάδα Κρούσης του Κάμπου» Σερβίων π.χ. είχε αρχηγό έναν χασάπη και μέλη της Εφεδροελασίτες των χωριών. Τους κρατουμένους της τους προωθούσε στο χωριό Φρούριο (Παλιάλωνα), έδρα της ΠΕ του ΚΚΕ Σερβίων, όπου αποφασίζονταν η περαιτέρω πορεία τους. Μερικοί δεν έφταναν ποτέ στα Παλιάλωνα αλλά εκτελούνταν στην περιφέρεια Ρυμνίου, προφανώς κατόπιν εντολής ότι δεν ήταν απαραίτητο να φτάσουν στην έδρα. Όμως η ομάδα αυτή εντέλλονταν από την ΠΕ του ΚΚΕ Σερβίων και δεν είχε καμιά σχέση με τον Τσιαρτσιαμπά.
Λίγο πριν το θερισμό του 1944 είχε έρθει στην ΠΕ Κοζάνης επιστολή του Μακεδονικού Γραφείου (ΜΓ) του ΚΚΕ που προέτρεπε την ίδρυση της ΟΠΛΑ. Ο γραμματέας της ΠΕ απόρησε για την ανάγκη δημιουργίας μιας επιπλέον οργάνωσης και ζήτησε στις 20 Ιούνη του 1944 να διευκρινιστούν οι διαφορές της από την
Εθνική Πολιτοφυλακή (ΕΠ), τη χωροφυλακή δηλαδή του ΕΑΜ, για την οποία πρόσφατα είχε έρθει εντολή ίδρυσης. Παράλληλα αναρωτήθηκε αν, εν αντιθέσει με την ΕΠ, η ΟΠΛΑ θα «εξαφάνιζε» όσους η ενοχή δεν ήταν εύκολο να αποδειχτεί επίσημα.

Δεν γνωρίζουμε αν οι απορίες του απαντήθηκαν, ξέρουμε όμως η ΟΠΛΑ ιδρύθηκε. Καθήκοντά της ήταν η συλλογή πληροφοριών, οι συνετίσεις,

οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις «αντιδραστικών»,[Στους «αντιδραστικούς» περιλαμβάνονταν και οι Ακροαριστεροί . Ο Στίνας μνημονεύει τη δολοφονία του αρχειομαρξιστή Βαμβακά στην Κοζάνη από τους «Σταλινικούς». Ίσως να πρόκειται για τον «συναγωνιστή Βαμβακά» που διώχτηκε από την ΠΕ Φλώρινας λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Ελλάδα (ΑΣΚΙ Φ.415,23/8/228, Θάνος προς Αλέκο, [καλοκαίρι] 1944). Ο Χάρης Βαμβακάς από τη Φλώρινα αναφέρεται ως φονευθείς «υπό διαφόρων εχθρών της πατρίδος» σε αχρονολόγητη κι ανώνυμη κατάσταση θυμάτων, ΓΑΚΦ (χ.χ.:1). Πρόκειται προφανώς για το ίδιο πρόσωπο. ] τα οποία έπρεπε να πραγματοποιήσουν έμπιστοι κι έμπειροι αντάρτες, παρά οι «ξυπόλητοι και κουρελιάρηδες» νεαροί της Πολιτοφυλακής. Στη δράση των μελών της ΟΠΛΑ οφείλεται και μια απαγωγή ενός τραυματία αντάρτη, που κρατούνταν στο Νοσοκομείο της Κοζάνης, καθώς και η μοναδική, αδιασταύρωτη όμως, πληροφορία για μιαν επιτυχή ληστεία της χρηματαποστολής της ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις) Κοζάνης, η οποία κυκλοφορεί και σε μια άλλη ταπεινότερη εκδοχή. Γνωρίζουμε επίσης ότι η ΟΠΛΑ του Τσιαρτσιαμπά έπαιρνε μέρος σε μάχες και ενέδρες που έστηνε ο ΕΛΑΣ κατά του Εθνικού Ελληνικού Στρατού (ΕΕΣ). Επιπλέον ότι το 1947 ορισμένα μέλη της μετέφεραν δύο φορές οπλισμό από το Βέρμιο στο Μπούρινο και βοήθησαν στην πολιορκία του Βελβεντού τον Απρίλη του ιδίου χρόνου. Κάποτε δε μετέφεραν και την αλληλογραφία Μπούρινου –Βερμίου.[30] Οπότε χαρακτηρισμοί της ως «όργανο καταστολής του ΚΚΕ» ή ως «Greek Gestapo»,[ Mazower ] είναι φτωχές για να συγκριθούν με την πλούσια δράση της ΟΠΛΑ του Τσιαρτσιαμπά.
Ας δούμε τώρα τις διαφορές της ΟΠΛΑ με την ΕΠ. Και οι δύο είχαν καθήκον το «ξερίζωμα των κατασκόπων», όμως η ΕΠ δραστηριοποιούνταν μόνο στην Ελεύθερη Ελλάδα, ενώ η ΟΠΛΑ δρούσε στις κατεχόμενες και ημικατεχόμενες από τον αντίπαλο περιοχές. Επιπλέον η ΕΠ ελέγχονταν από το ΕΑΜ, ενώ
η ΟΠΛΑ έπαιρνε εντολές αποκλειστικά από το ΚΚΕ. Καθώς ΕΑΜ και ΚΚΕ δεν συμβάδιζαν πάντα ή, καλύτερα, όσο πλησίαζε η απελευθέρωση και το ΕΑΜ διευρύνονταν, ο έλεγχος της επιρροής της κοινής γνώμης από τους επαναστάτες του ΚΚΕ ήταν ένα βασικότατο ζητούμενο. Όσο περισσότεροι άνθρωποι συμμετείχαν στην Αντίσταση τόσο ο «λαϊκός αγώνας» αμβλύνονταν -τον «λαϊκό αγώνα» ερμηνεύει ο γράφων ως τον αγώνα που διεξήγε το ΕΑΜ, και συγκεκριμένα ο πυρήνας του το ΚΚΕ, για την επικράτηση του πολιτικού και κοινωνικού προγράμματός του, το οποίο είχε ήδη εφαρμοστεί στις ελεύθερες από τον κατακτητή περιοχές.
Ποιος θα προστάτευε, λοιπόν, το «λαϊκό αγώνα» να μην παρεκτραπεί από τις αρχές του, αν όχι αυτός που τον είχε εμπνευστεί κι αρχίσει; Γι αυτό το λόγο ο γράφων δέχεται την ανάλυση της ΟΠΛΑ ως Ομάδα Προστασίας του «Λαϊκού Αγώνα» κι όχι των «Λαϊκών Αγωνιστών».
Οι αναίμακτες πρόβες
Πριν όμως περάσουμε στη δράση της ΟΠΛΑ, χρειάζεται να γνωρίσουμε τον Τσιαρτσιαμπά, καθώς και τη δράση μια ομάδας ανταρτών του ΕΛΑΣ, που ανάμεσα στα άλλα καθήκοντά της έπαιζε και το ρόλο της ΟΠΛΑ. Με τη λέξη
Τσιαρτσιαμπάς (τουρκ. = Τετάρτη) αποκαλείται ως σήμερα ένα οροπέδιο του νομού Κοζάνης που εκτείνεται ανάμεσα από τα βουνά Μπούρινος, Ζαρκαδόπετρα και τη βόρεια όχθη του ποταμού Αλιάκμονα. Πρόκειται για μια ημιορεινή λεκάνη έκτασης 400 περίπου τ. χμ. στους χαμηλούς λόφους της οποίας καλλιεργούνται δημητριακά, κρόκος και καπνός. Πάνω από 6.000 πρόσφυγες όλων των ειδών εγκαταστάθηκαν στη δεκαετία του ΄20 σε 17 χωριά -τα υπόλοιπα 16 κατοικούνταν από ντόπιους,
ελληνόφωνους χωρικούς. Μεγαλύτερη πόλη της περιοχής ήταν η Κοζάνη με πληθυσμό 12.000 κατοίκων, η πλειονότητα των οποίων ήταν ντόπιοι.
Στις εκλογές οι κάτοικοι έδιναν την ψήφο τους περιοδικά στα δύο μεγάλα κόμματα, των Λαϊκών και των Φιλελεύθερων. Οι λίγοι κομμουνιστές, που υπήρχαν, στην πόλη της Κοζάνης μόνο, πιάστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά και σχεδόν όλοι τους υπέγραψαν δηλώσεις αποκήρυξης του κόμματός τους –οι ελάχιστοι που αρνήθηκαν στάλθηκαν στη φυλακή ή την εξορία. Το πρόγραμμα του ΚΚΕ ασκούσε περιορισμένη γοητεία στους αγρότες, πρώην κολίγους του Τσιαρτσιαμπά, που σε φυσιολογικές συνθήκες δυσπιστούσαν σε κάθε γρήγορη αλλαγή που θα ανατάρασσε τη στατική ζωή τους.
Ο ερχομός των Γερμανών στην περιοχή διατάραξε την ηρεμία του Μεσοπολέμου. Αρνήσεις παράδοσης όπλων και σοδειάς, έξαρση κλοπών, μαύρη αγορά και συγκρούσεις με τη Χωροφυλακή δημιούργησαν εντάσεις ανάμεσα στον πληθυσμό στις πρώτες μέρες της Κατοχής, τις οποίες απάλειψαν οι Γερμανοί εκθεμελιώνοντας προς παραδειγματισμό το χωριό
Μεσόβουνο Εορδαίας τον Οκτώβρη του 1941 κι εξαπολύοντας ευρείες διώξεις εναντίον των κομμουνιστών. Κύριος αίτιος του ολοκαυτώματος αυτού και των διώξεων θεωρήθηκε ο διορισμένος Νομάρχης Κοζάνης, πρώην συνταγματάρχης του Στρατού, και η ΠΕ του ΚΚΕ Κοζάνης πήρε την απόφαση να τον εκτελέσει. Η εκτέλεσή του θα λειτουργούσε πολλαπλώς: θα διέλυε την πεποίθηση της κοινής γνώμης, που και οι Γερμανοί και η Ελληνική Πολιτεία αφειδώς ενίσχυαν, ότι φταίχτες της τραγωδίας του Μεσόβουνου ήταν οι κομμουνιστές, καθώς οι ευθύνες θα επιρρίπτονταν στο Νομάρχη και θα αποκαθίστατο το επαναστατικό κύρος του Κόμματος στους φίλους του και κυρίως στους δηλωσίες. Έπειτα ο σκοτωμός θα αδυνάτιζε το πείσμα του διάδοχου νομάρχη εναντίον των κομουνιστών, τους οποίους καταδίωκε με μεγάλη αυστηρότητα.
Ένας ψηλός και σκληρός 26χρονος οικοδόμος, παλιός κομουνιστής που όμως είχε υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του Κόμματος μερικά χρόνια νωρίτερα, ανέλαβε να φιλοδωρήσει

το Νομάρχη με δύο χειροβομβίδες. Δεν είναι καθόλου απίθανο ότι είχε οριστεί ένας πρώην δηλωσίας για την υλοποίηση αυτής της πράξης, διότι φαίνεται ότι επίτηδες διαλέχτηκε για να δοκιμαστεί η αντοχή της πίστης του που κάποτε είχε λυγίσει. Αν και αγνοούμε τους λόγους για τους οποίους αναβλήθηκε η εκτέλεση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν εγκρίθηκε από το Δυτικομακεδονικό Γραφείο (ΔΓ) του ΚΚΕ, την προϊσταμένη δηλαδή αρχή της ΠΕ Κοζάνης. Η απόφαση ήταν ένθερμη και πολύ βαριά για την ελαφρότητα της εποχής και επιπλέον υπήρχε επιχειρηματική απειρία για τέτοιου είδους καταδρομές. Ο Νομάρχης είχε γλιτώσει.
Στις αρχές του 1943 προκλήθηκε μια αναστάτωση στην οικονομία της Κοζάνης με τη Θεσσαλία, όταν ένοπλοι του Ολύμπου κατέλαβαν τη δίοδο του Σαρανταπόρου. Έμποροι της Κοζάνης ίδρυσαν τότε την
αντικομουνιστική οργάνωση ΕΚΑ (Ένωσις Κοινωνικής Αμύνης), που διέθετε πιο ενεργές πνεύμα από αυτό της οργάνωσης των αξιωματικών της Μακεδονίας ΥΒΕ (Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος), μιας αντιβουλγαρικής κατά βάσιν οργάνωσης, η οποία διατηρούσε επαφές με την ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου. Πεδίο ανάπτυξης της ΕΚΑ, αφού το ΕΑΜ είχε διαλέξει τα βουνά, στάθηκαν τα πεδινά μέρη της Κοζάνης και της Εορδαίας.
Ενόχλησε αρκετά το ΕΑΜ η στρατολόγηση οπαδών της ΕΚΑ. Οι φήμες ότι ένας «Ιταλός» γύριζε στα χωριά και κατέγραφε υποψήφιους αντάρτες, αν δεν τις είχε δημιουργήσει το ΕΑΜ για να απομονώσει την ΕΚΑ, σίγουρα τις ενίσχυε, καθώς είναι πιθανόν ότι ο Ιταλός αυτός ήταν κάποιος πράκτορας της ΕΚΑ. Όταν οι φήμες έπαψαν να ισχύουν αλλά ο «Ιταλός» δεν είχε σταματήσει να καταγράφει, οπλισμένοι με πιστόλια εαμίτες της πόλης Κοζάνης τον έψαχναν για να τον αντιμετωπίσουν.

Όμως η τύχη ήταν με το μέρος του «Ιταλού», εφ’ όσον δεν συναντήθηκε με τους Κοζανίτες –εκτελέστηκε όμως αργότερα από την ΟΠΛΑ της Βέροιας.

Παρόμοια ευμενή τύχη είχε και
ο ταγματάρχης ΠΖ Χρήστος Παπαβασιλείου, στρατιωτικός ηγέτης της ΕΚΑ στην αρχή και μετέπειτα της ΥΒΕ, που έμενε στην Κοζάνη. Ενώ είχε μπει δύο φορές στο στόχαστρο του ΕΑΜ, κανένας δεν βρέθηκε να πατήσει τη σκανδάλη -εκτελέστηκε όμως το καλοκαίρι του 1944 από την περισσότερο έμπειρη κι αποφασιστική ΟΠΛΑ της Θεσσαλονίκης.
Η Διμοιρία Μπούρινου
Το Μάρτη του 1943 οι αντάρτες του ΕΛΑΣ πλησίασαν την Κοζάνη. Σε συνεργασία με την ΕΚΑ και την ΥΒΕ αιχμαλώτισαν ένα ολόκληρο τάγμα Ιταλών κοντά στη Σιάτιστα, με αποτέλεσμα να ελευθερωθεί ένας τεράστιος χώρος νότια και δυτικά της Κοζάνης. Στην Καστοριά η προσπάθεια του ΕΑΜ να ενσωματώσει τους Σλαβομακεδόνες επέκτεινε τα ιδεολογικά ρήγματα μεταξύ των ανταρτών και στον εμφύλιο που ακολούθησε μεταξύ τους το ΕΑΜ κυριάρχησε στις ορεινές περιοχές αλλά όχι στα πεδινά της Κοζάνης. Στη Ζαρκαδόπετρα, ένα χαμηλό βουνό της Κοζάνης που περιτριγυρίζεται από προσφυγικά χωριά, εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1943 η ΠΑΟ, που κατευθύνονταν από αγγλόφιλους αξιωματικούς της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι διαφωνούσαν με το θεωρητικό χαρτοπόλεμο της ΥΒΕ. Στρατιωτικός αρχηγός της ήταν πάλι ο πανταχού παρών ταγματάρχης Παπαβασιλείου και πολιτικός ο πρόσφυγας Μιχαήλ Παπαδόπουλος ή Μιχάλαγας, ζωέμπορος κάτοικος Σερβίων. Μέλη της ΠΑΟ Κοζάνης ήταν χωροφύλακες, ανθυπολοχαγοί του στρατού και πρόσφυγες από τα πεδινά του Τσιαρτσιαμπά και της Εορδαίας, πρώην μέλη της ΕΚΑ και της ΥΒΕ, που είχαν εκτεθεί ως αντίπαλοι των κομουνιστών.
Δεν είχε προλάβει να ενηλικιωθεί ο ΕΛΑΣ της Δυτικής Μακεδονίας, όταν τον Απρίλη του 1943 κάτω από το φόβο γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων αποτραβήχτηκε στη Βόρεια Πίνδο. Η απουσία των ανταρτών επέτρεψε ή διευκόλυνε την ανάπτυξη της ΠΑΟ, οι οπλίτες της οποίας διατυμπανίζοντας την καταστροφή του ΕΑΜ έρχονταν σε αναίμακτες αψιμαχίες με τους οπλίτες του Εφεδρικού ΕΛΑΣ. Το εαμικό κενό στον Τσιαρτσιαμπά κλήθηκε να γεμίσει μια 10μελής ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ με αρχηγό έναν ψηλό και γεροδεμένο τριαντάρη, που έφερε το ψευδώνυμο του τοπικού βουνού Μπούρινος.
Ο αντάρτης Μπούρινος, που η πολεμική του φύση είχε καλλιεργηθεί ανάμεσα στους Αρβανίτες της Αττικής, σχημάτισε την ομάδα του στο Κυπαρίσσι Γρεβενών, όπου ήταν η έδρα των ανταρτών. Προτιμήθηκε προφανώς ο Μπούρινος ως κατάλληλος γι αυτήν την αποστολή εξ αιτίας της εξέχουσας τόλμης του, επειδή χρειάζονταν θάρρος να δράσει κανείς μέσα σε περιοχή όπου κυκλοφορούσαν καθημερινά Γερμανοί.
Είναι όμως πιθανό να είχε επίτηδες επιλεγεί, για να δοκιμαστεί η πίστη του στο ΕΑΜ, καθώς αυτός και λιποτάκτης χωροφύλακας ήταν και πρώην αντάρτης της ΕΚΑ είχε χρηματίσει. Όπως και να ήταν ο Τσιαρτσιαμπάς αποδείχτηκε γι αυτόν η κολυμπήθρα του Σιλωάμ.
Έδρα της ομάδας Μπούρινου διαλέχτηκε το χωριό της λωρίδας των Σερβίων Ρύμνιο, το οποίο αποτελούσε μια μοναδική βάση για εξορμήσεις ή για ασφαλή υποχώρηση: ήταν χτισμένο σε ένα ύψωμα από το οποίο φαίνονταν όλος ο Τσιαρτσιαμπάς και για να το πλησιάσει κανείς από κει έπρεπε να διαπεράσει ένα αιωνόβιο δάσος πλατανιών ανάμεσα από το οποίο κυλούσε ο ποταμός Αλιάκμονας. Επιπλέον
οι περισσότεροι πρόσφυγες κάτοικοί του είχαν έρθει από τον Καύκασο και διέκειντο φιλικά προς το ΕΑΜ μεγαλώνοντας έτσι την ασπίδα προστασίας των ανταρτών. Σε μια νύχτα οι αντάρτες είχαν τη δυνατότητα, ξεκινώντας από το Ρύμνιο, να εισχωρήσουν στα περισσότερα χωριά του Τσιαρτσιαμπά, να κατηχήσουν, να πληροφορηθούν, να δεχθούν τρόφιμα κι εθελοντές ή να εκτελέσουν και να επιστρέψουν στη βάση τους χωρίς να τους βρει το χάραμα. Η διείσδυση αυτή μπορούσε να πραγματοποιηθεί και την ημέρα μέσα από τη μικρή βλάστηση της όχθης των χειμάρρων που χύνονταν στον ποταμό Αλιάκμονα.
Τρεις από τους 9 αντάρτες της ομάδας Μπούρινου γνώριζαν και την τουρκική γλώσσα, εφ΄ όσον ήταν πρόσφυγες, και προφανώς είχαν κατάλληλα επιλεγεί, για να έχει η ομάδα
πρόσβαση και στα τουρκόφωνα χωριά. Κατέβηκαν στο Ρύμνιο στις αρχές Αυγούστου του 1943 κι άρχισαν τις εμφανίσεις. Αυξήθηκαν με την κατάταξη εθελοντών και, όταν ο ΕΛΑΣ στρατικοποιήθηκε, μετονομάστηκαν σε «ανεξάρτητη διμοιρία Μπούρινου» (στο εξής θα αποκαλούνται Διμοιρία), η οποία υπάγονταν στο 1/27 τάγμα του ΕΛΑΣ.
Η ακτίνα δράσης της Διμοιρίας περιορίζονταν στα ντόπια χωριά, καθώς δεν διακινδύνευε την πρόσβασή της στα προσφυγικά χωριά, ιδιαίτερα στα τουρκόφωνα, στα οποία κυριαρχούσε η ΠΑΟ. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε επακριβώς αν η Διμοιρία έχει σχέση με την απαγωγή ενός Κοζανίτη κτηματομεσίτη από μέσα από την πόλη και η εκτέλεσή του στο Ρύμνιο στις 12 Σεπτέμβρη 1943, καθώς αναφέρεται γενικώς ότι «απήχθη υπό ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ.».
Όταν το τμήμα της τοπικής ΠΑΟ εισέβαλε τέλη Αυγούστου του 1943 στο εαμικό χωριό Οινόη, αιχμαλώτισε κι εκτέλεσε δύο πολίτες, οι αντάρτες της Διμοιρίας ήταν πολύ μακριά για να επέμβουν. Μόνο όταν κατέφθασαν στην περιοχή κι μεγάλα τμήματα του ΕΛΑΣ κι εξεδίωξαν την ΠΑΟ από τη Ζαρκαδόπετρα, μπορούσαν είτε η Διμοιρία είτε οι πολιτικοί του ΕΑΜ να έχουν άνετη πρόσβαση στα προσφυγικά χωριά ΒΑ του δρόμου Σερβίων -Κοζάνης.
Τον καιρό που η Διμοιρία ξεχειμώνιαζε στο Ρύμνιο, αθέατες κινήσεις άλλαξαν την οπλογεωγραφία του χώρου. Μέσα στην πόλη της Κοζάνης δολοφονήθηκε τα Χριστούγεννα του 1943
ένας εαμίτης Αθηναίος, κάτοικος προσφυγικού χωριού των Καραγιαννίων, από ενόπλους αντικομουνιστές.
Όλα σχεδόν τα τουρκόφωνα χωριά, καθώς και τρία ντόπια, η Άνω Κώμη, η Κάτω Κώμη και η Καισαρειά, εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς ή, σωστότερα, εν γνώσει των Γερμανών. Την 4η Γενάρη 1944 τέσσερα ανύποπτα στελέχη της ΕΠΟΝ Τσιαρτσιαμπά αιχμαλωτίστηκαν από τους νεοφώτιστους ενόπλους στην Κάτω Κώμη και παραδόθηκαν στους Γερμανούς της Κοζάνης, για να εκτελεστούν μετά από λίγες μέρες. Την όμορφη επονίτισσα με το ψευδώνυμο Νίκη την κράτησαν οι αντικομουνιστές οπλίτες και, αφού τη βίασαν κατ΄ επανάληψιν στο προσφυγικό χωριό Σπάρτο, τη σκότωσαν και την πέταξαν μέσα στην κοπριά μια αυλής.
Όταν οι οπλίτες της Διμοιρίας προσήλθαν στο Σπάρτο στις 7.1.44 για να διευθετήσουν το θέμα, συνεπλάκησαν με τους οπλισμένους. Οι αντάρτες απάντησαν με επιθέσεις εναντίον των τριών οπλισμένων ντόπιων χωριών, κατά τις οποίες κάηκαν σπίτια και αιχμαλωτίστηκαν, σκοτώθηκαν κι εκτελέστηκαν μερικοί κάτοικοι. Καισαρειά και Άνω Κώμη παρέδωσαν τα όπλα τους, ενώ οι οπλίτες της Κάτω Κώμης και των προσφυγικών χωριών Σπάρτου και Σταυρωτής αποσύρθηκαν στο Βαθύλακκο. Οι άμαχοι που έμειναν στα χωριά της πεδινής ζώνης ΝΔ του δρόμου Κοζάνης –Σερβίων και ΒΑ του όρους Μπούρινος έμελλε να δοκιμαστούν περισσότερο από όλα, εφ’ όσον
δέχονταν επισκέψεις και επιδρομές του ΕΛΑΣ τη νύχτα και του Ελληνικού Εθελοντικού Στρατού (ΕΕΣ), όπως ονομάστηκαν λίγο αργότερα οι αντικομουνιστές οπλίτες.
πίνακας 1: αριθμός εκτελεσθέντων από τις οργανώσεις που αναφέρονται αριστερά. Αριθμούνται μόνο αυτοί που κατάγονταν από τον Τσιαρτσιαμπά κι εκτελέστηκαν στον Τσιαρτσιαμπά. Ο τεράστιος τελευταίος αριθμός οφείλεται στην επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον των οπλισμένων αντιεαμικών χωριών το Νοέμβρη του 1944, ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν ποιοι εκτελέστηκαν πραγματικά και ποιοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών, γι αυτό ο αριθμός δίνεται με επιφύλαξη.
Περισσότερο από όλους θα πλήττονταν η Κάτω Κώμη, το Σπάρτο και η Καισαρειά, όχι μόνο επειδή είχαν δεχτεί να εξοπλιστούν αλλά διότι κείτονταν στη μέση του δρόμου που συνέδεε το Βαθύλακκο και τα άλλα χωριά του ΕΕΣ με την ανταρτοκρατούμενη περιοχή των Βεντζίων. Μια επιδρομή των οπλισμένων αντικομουνιστών στις 20 Φλεβάρη του 1944 στην Κάτω Κώμη απέφερε την εκτέλεση του κοινοτικού γραμματέα, που προφανώς είχε θεωρηθεί υπαίτιος της επίθεσης του ΕΛΑΣ στο ίδιο χωριό. Οχτώ κάτοικοι μόνο της Κάτω Κώμης είχαν φονευθεί εξ αιτίας συγκρούσεων ή εκτελέσεων πριν από τα μισά του Μάρτη 1944, πράγμα που έδειχνε ότι και ο ΕΛΑΣ και οι ένοπλοι αντίπαλοί του δεν δίσταζαν να φτάσουν ως το θάνατο, για να επεκτείνουν τις ζώνες κυριαρχίας των.
Περισσότερο κίνδυνο διέτρεχε η επίσημη ηγεσία των χωριών της διαφιλονικούμενης ζώνης, κοινοτική εξουσία, αγροφύλακες, ιερείς, εκκλησιαστικοί επίτροποι είτε η ανεπίσημη του ΕΑΜ, η οποία λειτουργούσε παράλληλα με την κρατική. Όταν ο πρόεδρος του Κρόκου εκτελέστηκε από τη Διμοιρία μέσα στην πλατεία του χωριού του στις 28 Μάη του 1944, το γεγονός αιτιολογήθηκε ότι ο εν λόγω κοινοτάρχης ήταν υπαίτιος για τη σύλληψη και τον τουφεκισμό ενός δασκάλου του ιδίου χωριού από τους Γερμανούς. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου ανήκαν βέβαια και οι συγγενείς των κάθε είδους οπλοφόρων, ιδιαίτερα στα χωριά που είχαν διχαστεί, γιατί
εύκολα κατηγορούνταν κανείς ως «Βούλγαρος» και «κομμουνιστής» ή ως «γκεσταπίτης» και «προδότης», καθώς οι σχέσεις μεταξύ των χωρικών παρά τη φαινομενική ηρεμία, ποτέ δεν ήταν ήρεμες, ακόμα και στο παρελθόν. Αδικαιολόγητη ως προς τις αιτίες της παραμένει πάντως η δολοφονία ενός Κοζανίτη φοιτητή το Μάρτη του 1944 μέσα στο χωριό Σπάρτο από ένοπλους αντικομουνιστές, εκτός αν δεχτούμε ότι
έγινε για να παρθεί το καινούργιο παλτό που φορούσε ο ατυχής νέος!
Αν υπήρχαν αποδείξεις κατηγορίας εναντίον όσων εκτελούνταν, τις γνώριζαν μόνον οι αξιωματούχοι του 1/27 τάγματος του ΕΛΑΣ ή η ΠΕ Κοζάνης του ΚΚΕ. Φυσικοί αυτουργοί των εκτελέσεων δεν ήταν όλοι οι αντάρτες της Διμοιρίας ή του 1/27 τάγματος του ΕΛΑΣ αλλά μόνον όσοι από αυτούς που είχαν
τόλμη, έντονο πολιτικό φανατισμό ή ροπή προς την αγριότητα. Ένας μόνο πυροβολούσε μέσα στη νύχτα, ενώ οι υπόλοιποι ή κοίταζαν από μακριά ή μάθαιναν το γεγονός αφού τελείωνε η επιχείρηση, στην οποία πάντα ακολουθούσε κι ο εφεδρικός ΕΛΑΣ των χωριών, οι ένοπλοι πολίτες δηλαδή που επιστρατεύονταν, όταν υπήρχε ανάγκη. Κύριο καθήκον ήταν και η απαλλοτρίωση των μαστοφόρων ζώων και των περιουσιών των θυμάτων, πριν καούν τα σπίτια τους. Το Εφεδρικό αύξαινε τον αριθμό των ανταρτών, ώστε να μεγαλοποιούνται οι φήμες της επόμενης μέρας, αλλά και έστηνε ενισχυτικές ενέδρες. Την επομένη των εκτελέσεων ακολουθούσε σχεδόν πάντα η αντεκδίκηση της αντίπαλης πλευράς και ο
θάνατος ξεχρεώνονταν με θάνατο, αυξάνοντας τα συναισθήματα της πόλωσης και του φόβου, διασπώντας τη λογική και την ηρεμία που επιθυμούσε το κράτος και ο κατακτητής. Κι επειδή το κράτος του φόβου στην ύπαιθρο ήταν εκείνους τους καιρούς ανώτερο του κράτους της ηρεμίας, οι αντάρτες έδειχναν να υπερισχύουν της Ελληνικής Πολιτείας και των Γερμανών.
συνεχίζεται ...