Σκαρταδος 4 έγραψε: 13 Οκτ 2022, 01:36
nik_killthemall έγραψε: 12 Οκτ 2022, 21:50
3)
Το υπόστρωμα της Ρουμάνικης είναι μια σειρά 100 περίπου λέξεων οι οποίες δεν αποτελούν δάνεια από κάποια γνωστή γλώσσα με την οποία η Ρουμανική ήρθε σε επάφή και, κατά συνέπεια, θεωρούνται γλωσσικά κατάλοιπα της γλώσσας που μιλούσαν οι πρόγονοι των Ρουμάνων πριν εκλατινιστούν. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι όλες σχεδόν οι λέξεις του υποστρώματος αυτού υπάρχουν και στην Αλβανική.
H λίστα των συγγενικών λέξεων είναι πραγματικά πολύ μεγάλη μιας και σχεδόν όλοι οι 100 ρουμανικοί υποστρωματικοί όροι έχουν αλβανικό ανάλογο λ.χ. buză, codru, ghimpe, urdă, strungă, mânz, zgardă, vatră, țeapă, gard, barză, murg, brad, pârâu, băl, abur, țarc κλπ
Παραδείγμα : - PAlb. *bud-yā > *budzə «χείλος» > βλαχικό budzã ~ ρουμανικό buză ~ αλβ. buzë
Θα σε πω ένα μυστικό,μην καταπίνεις αμασητά αυτά που διαβάζεις δεξιά αριστερά,κυρίως από ανθρώπους που θέλουν να επιβάλουν την άποψη τους για δικούς τους λόγους ο καθένας
Λες λοιπόν πως αυτές οι λέξεις δεν αποτελούν δάνειο από κάποια γνωστή γλώσσα
Για να δούμε κάποιες από αυτές,όχι όλες βέβαια
Codru
Aromanian
Edit
Alternative forms
coduru
Etymology
Edit
From Vulgar Latin root *codrum, from *quodrum, from Latin quadrum. Compare Romanian codru.
https://en.m.wiktionary.org/wiki/codru
Aρα προέρχεται από την λατινική και όχι φυσικά από κάποια άγνωστη γλώσσα
Ας δούμε την pârâu
Etymology
Edit
Uncertain. Influenced by râu (“river”), compare Megleno-Romanian păroi. Possibly from a Slavic language (compare Bulgarian порой (poroj)). Alternative theories suggest Albanian përrua, Thracian *parau(t) and Greek *παρροή (*parroḯ), from παραρροή (pararroḯ).[1]
https://en.m.wiktionary.org/wiki/p%C3%A2r%C3%A2u
Άρα πολύ πιθανόν η λέξη να είναι σλαβικό δάνειο,ακόμα όμως και ελληνικό
Ας πάρουμε ακόμα μια που έφερες την băl
From Old Church Slavonic бѣлъ (bělŭ), from Proto-Slavic *bělъ (“white”). Alternatively, from Albanian balë.[1]
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες
Για το codru έχεις δίκιο, για το pârâu οχι ενω για το urdă το wiktionary το προσπερνάς ενώ γραφει
Romanian
Etymology
Origin unknown. Possibly a Dacian substratum word, akin to Albanian urdhë, or more likely derived/borrowed from it
Επίσης :
- PAlb. *bud-yā > *budzə «χείλος» > βλαχικό budzã ~ ρουμανικό buză ~ αλβ. buzë
- IE *bherHg’- > PAlb *bardza = «λευκός, φωτεινός» > βλαχικό bardzu = «λευκός» (για ζώα), ρουμανικό barză = «πελεκάνος» (= «λευκό πτηνό») και αλβ. bardhë = «λευκός»
- ΙΕ *mendyos = «άλογο» (λ.χ. μεσσαπικό Iuppiter Menzanas = Ἵππιος) > PAlb. *mendza > βλαχικό mãndzu , ρουμανικό mânz και αλβανικό mëz.
- IE *k’er(H)- «πλέκω» > *k’r.H-yoh2 > PAlb *tsurja > αλβ. thur , με παράγωγο τον όρο:
- IE *k’or(H)-kos > PAlb *tsarka = «πλέγμα» (πρόχειρος φράκτης που γίνεται με «πλέξιμο» κλαδιών, για τον περιορισμό των νεαρών ζώων) > ρουμανικό țarc και αλβανικό thark.
- IE *n.bh-ulos > PAlb *abula «ατμός» > βλαχικό και ρουμανικό abur και αλβανικό avull
- η λέξη για την πάπια. Οι Ρουμάνοι λένε rață (/ratsă/) και οι αλβανοί rosë.
- ghiuj : Romanian
Etymology
From Albanian gjysh, from Proto-Albanian *sūša, from earlier *sūsa.
- bukur : Albanian
Etymology The Proto-Albanian root probably had a cognate in Dacian.
- moshë : rom Proto-Albanian *mātusā, from *māti (“time”) (modern mot). Possibly lent Romanian moș (“grandfather”) after the changes of *-t(u)š- to *-š-
εν ολιγοις εστιασες στην εξαιρεση και οχι στην πλειοψηφεια.
Πούστρα Αλέξανδρε Μαυροκορδάτε σκατά στο τάφο σου και τη ψυχή σου καριόλη τουρκόσπορε.