μαντράχαλος
μαντράχαλος ο [mandráxalos] Ο20 & μαντραχαλάς o [mandraxalás] Ο1 : 1. έφηβος ή νέος άντρας πολύ μεγαλόσωμος· (πρβ. μαγκλαράς): Tο έβαλαν στα πόδια μόλις είδαν το φύλακα, ένα μαντράχαλο πάνω από δύο μέτρα. 2. (μειωτ., επέκτ.) γι΄ αυτόν που η ηλικία του είναι μεγάλη σε σχέση με κάποια αντίδραση, ενέργεια, συμπεριφορά του κτλ.: Είναι είκοσι χρονών μαντράχαλος, αλλά δε θέλει να δουλέψει.
[ίσως μάντρα + χαλ(ί) -ος, χαλί: `διχαλωτό ξύλο για κρέμασμα αντικειμένων΄ < αρχ. (δωρ. διάλ.) χαλ(ά) (κοινό χηλή) `οπλή αλόγου΄ -ί(ον)· μαντράχαλ(ος) -άς]
(ειρωνικά για πρόσ.) πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς, μαγκλαράς.
_______________
Μάντρα [ Krahe Festgabe Bulle 205 f. reminds of Illyrian names, e.g. Mandarium, -ia (Calabria), from Illyr. mand- small horse. ]
+
χηλή η [xilí] Ο29 : α.το νύχι ορισμένων μηρυκαστικών, π.χ. του προβάτου, του βοδιού κτλ., που στο τελικό τμήμα του είναι χωρισμένο στα δύο. β. οπλή αλόγου. [λόγ. < αρχ. χηλή]
=
Μάντρα-χαλάς = μικρό άλογο με χηλή (νύχι, οπλή διχαλωτή) = ο νεαρός επιβήτορας...
είκοσι χρονών μαντράχαλος και παίζει ακόμα ufo...
άλλος ο Μαντράχαλος και άλλος ο Κρεμανταλάς και μένει ο Μαγκλαράς σε άλλο νήμα...
!!! DEVELOPMENT MODE !!!
Μαντράχαλος;
- taxalata xalasa
- Δημοσιεύσεις: 20638
- Εγγραφή: 27 Αύγ 2021, 20:52
Μαντράχαλος;
Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.