Τό ζήτημα τῆς ὀρθότητας τῆς Μικρασιατικῆς Ἐκστρατείας
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Ταχόπουλου, Όψεις εθνοαποδόμησης στην Ελλάδα (2009) που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
https://ardin-rixi.gr/archives/246102
Εἰδικότερα, ὡς πρός τό θέμα τῆς Μικρασιατικῆς Ἐκστρατείας (1919-1922) ὑποστηριζόταν καί ὑποστηρίζεται συχνά ὅτι αὐτή ἦταν ἰμπεριαλιστική . Ὅσοι ἀσπάζονται τήν ἄποψη αὐτή ἐπαναλαμβάνουν δίχως δεύτερη σκέψη τή λανθασμένη ἀντίληψη τοῦ ΣΕΚΕ γιά τόν κεμαλισμό – χωρίς ὅλα αὐτά νά συνεπάγονται τήν ἀθώωση τῶν κύριων ἐνόχων, τῶν κυβερνήσεων μεταξύ 11/1920 – 8/1922.Ἔτσι, πρόσφατα στό βιβλίο τοῦ Τ. Κωστόπουλου (Τ.Κ. στό ἐξῆς)
Πόλεμος καί ἐθνοκάθαρση ὑποστηρίχθηκε ὅτι μπορεῖ μέν νά ὑπῆρχαν ἑκατοντάδες χιλιάδες Ἕλληνες στή Μ. Ἀσία, ἀλλά αὐτή κατοικοῦνταν ἀπό Τούρκους στή συντριπτική πλειονότητα τῶν κατοίκων της, ὁπότε ἡ Ἑλλάδα δέν εἶχε δικαιώματα στή Μ. Ἀσία , συνεπῶς τό ἐγχείρημα τῆς ἐκστρατείας 1919-1922 ἦταν «καθαρά τυχοδιωκτικό», «σέ μεγάλο βαθμό παράλογο», καί ὁ χαρακτήρας της ἦταν «ἀποικιακός ἤ ἐν πάσῃ περιπτώσει καθαρά ἰμπεριαλιστικός».
Ὁ συγγραφέας ἐπιστρατεύει ἀκόμη καί τόν Μεταξᾶ, γιά νά πειστοῦν οἱ ἀναγνῶστες του ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἰωνίας ἦταν ἰμπεριαλιστική πράξη καί/ἤ ὅτι ἤμασταν, σέ τελική ἀνάλυση, τά κορόιδα τῶν Ἄγγλων πετρελαιάδων. Μέ τήν ἴδια ἀκαταμάχητη λογική, ἡ ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους χάρη στή ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου δέν ἔπρεπε νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τούς Ἕλληνες (δηλ. θά ἔπρεπε νά ξαναδηλώσουν ὑποταγή ἀντί νά δεχθοῦν τήν «ψευδοανεξαρτησία»), ἀφοῦ βασίστηκε σέ ἐνδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις καί ἰμπεριαλιστικές ἐπεμβάσεις στήν Τουρκία (Τουρκία στά 1820 ἦταν καί ὁ Μωριάς, στά 1860 ἡ Θεσσαλία, στά 1918 ἡ Ἰωνία). Ὁ Μεταξᾶς μάλιστα ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Τοῦρκοι πολεμοῦσαν «ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀνεξαρτησίας των, ἀκριβῶς διά τά πράγματα ὑπέρ τῶν ὁποίων ἠγωνίσθημεν καί ἡμεῖς κατ’ αὐτῶν» . Μεταξᾶς – Κωστόπουλος, μιά φωνή, μιά γροθιά; Φυσικά, ὁ Κωστόπουλος θά θεωροῦσε ἄδικο νά ἀποκαλεῖται μεταξικός ἐπειδή ἀσπάζεται τίς ἴδιες ἀπόψεις μέ τόν Μεταξᾶ γιά τή μικρασιατική ἐκστρατεία, αὐτό ὅμως δέν ἀποτρέπει τόν Ἰό ἀπό τό νά ταυτίζει ἐμμέσως ὅσους ἔχουν κοινές ἀπόψεις σέ ἕνα θέμα ἀλλά διαφωνοῦν στά ὑπόλοιπα, μέσῳ τῆς λογικῆς τοῦ τύπου «ἄν ὁ Α καί ὁ Β συμφωνοῦν στό χ θέμα, εἶναι ὁμοϊδεάτες» καί «ἄν ὁ Α συμφωνεῖ ἐν μέρει με τόν Β καί ὁ Β εἶναι ὁμοϊδεάτης τοῦ Γ, τότε ὁ Α εἶναι ὁμοϊδεάτης τοῦ Γ».
Καί βέβαια, οἱ ἀπογραφές πού παρουσιάζουν (τοῦ Βενιζέλου, τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, ὀθωμανικές κ.ἄ.) ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ὑπερτεροῦν πληθυσμιακά. Πάντως, στό σαντζάκι τῆς Σμύρνης, γιά τό ὁποῖο δόθηκε ἡ ἐντολή στήν Ἑλλάδα, οἱ Ἕλληνες, σύμφωνα μέ τή στατιστική τοῦ Πατριαρχείου, ἀποτελοῦσαν τήν πλειονότητα [449.044 σέ σύνολο 754.046, δηλ. 59,55%, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι ἀνέρχονταν σέ 219.494 ἤ 29% ].
Ὡστόσο, ὑπάρχει ἡ μελέτη τοῦ Γ. Σκαλιέρη (
Λαοί καί φυλαί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, 1922 – ἐπανέκδ. ἐκδ. Ρῆσος, Ἀθήνα 1991), ὅπου ναί μέν ὁ τελευταῖος προσπαθεῖ
λανθασμένα νά διαχωρίσει τούς τουρκόφωνους μικρασιάτες μουσουλμάνους ἀπό τούς Τούρκους Ὀσμανούς, ὡστόσο οἱ ἀριθμοί πού δίνει ἀποδεικνύουν ὅτι κάθε ἄλλο παρά καθαρά τουρκική μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ἡ Τουρκία: Στά μικρασιατικά, ἀρμενικά καί κουρδικά βιλαέτια τῆς σημερινῆς ἀσιατικῆς Τουρκίας, στά 1912, κατοικοῦσαν 12,5 ἑκατομμύρια, ἀπό τά ὁποῖα οἱ Τοῦρκοι ἦταν 6,94 ἐκ. (55,46%), ἐνῶ οἱ Ἕλληνες (2,69 ἐκ. ἤ 21,5%), οἱ Κοῦρδοι, οἱ Ἀρμένιοι, Νεστοριανοί κ.ἄ. ἦταν συνολικά 5,4 ἐκ. (43,16%). Πολλοί θά ἀμφισβητοῦσαν τούς ἀριθμούς αὐτούς ὡς διογκωμένους ἐξεπίτηδες. Ὁ Σκαλιέρης ἀπαντᾶ προκαταβολικά ὅτι οἱ ἀριθμοί πού δίνει εἶναι πλήρως συμβατοί μέ τούς ἀριθμούς πού δίνουν ἄλλοι ξένοι ἐρευνητές, ἀκόμη καί Τοῦρκοι:
Ὁ Malte – Brun ἐν τῇ Παγκοσμίῳ Γεωγραφίᾳ (Geographie Universelle, tom. V, p. 41-40, 1875) αὑτοῦ γράφει: «Ἡ Μικρά Ἀσία ἔχει 8-9 ἑκατομμύρια κατοίκων, ἐξ ὧν 5.000.000 εἶναι Μουσουλμάνοι, τῶν ἄλλων ὄντων Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων». […] Ὁ M. Ph. Le Bas ἐν τῇ «Μικρᾷ Ἀσίᾳ» αὑτοῦ (Asie-Mineure, p. 6-7, 1878) λέγει: «Οἱ Ἕλληνες, οἱ Ἀρμένιοι καί οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀνέρχονται εἰς τρία ἑκατομμύρια, τῶν Μουσουλμάνων ἀνερχομένων εἰς πέντε. Ἐκ τῶν πέντε ἑκατομμυρίων Μουσουλμάνων δέον ν’ ἀφαιρεθῶσιν οἱ ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ Κοῦρδοι καί τά νομαδικά φῦλα τά ὡς Τουρκομανικά συνήθως φερόμενα. Ἀφαιρουμένων αὐτῶν, οἱ Τοῦρκοι οὐδ’ εἰς τέσσαρα ἑκατομμύρια φθάνουσιν». […] Γάλλος ἀνώτερος ἀξιωματικός, ὁ L. Lamouche, ἐπί ἐπισήμῳ ἀποστολῇ ἐπισκεφθείς τήν Τουρκίαν, γράφει τῷ 1896 ἐν ἔργῳ αὑτοῦ περί τοῦ Στρατιωτικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Τουρκίας (L’ Organisation Militaire de l’ Empire Ottoman): «Οἱ Τοῦρκοι[…] δέν ἀποτελοῦσι τήν πλειονοψηφίαν, ὡς μή ὑπερβαίνοντες τά 38/100 τοῦ πληθυσμοῦ τῆς χώρας». […] Καί τελευταίως, τῷ 1915, ὁ ἐν Παρισίοις ἰατρός Ρεφήκ Νεβζάτ Βέης, γράψας περί Ὀθωμανικῆς Ὁμοσπονδίας (La Federation Ottomane), ἐπάγεται ὅτι οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Ἐξοθωμανισθέντες μόλις ἀνέρχονται καθ’ ἅπασαν τήν Ἀσιατικήν Τουρκίαν εἰς 44,8% ἔναντι 54,3% μή Τούρκων .
Ἐπίσης, γράφει τά ἑξῆς σημαντικά: «Τῷ 1912, περί τάς ἀρχάς αὐτοῦ ὁ “Πολιτικός Συνταγματικός Ἑλληνικός Σύνδεσμος τῆς Κωνσταντινουπόλεως” προῆλθεν […] εἰς συμφωνίαν, ἐπί ταῖς ἐπικειμέναις ἐκλογαῖς, μετά τῶν Φιλελευθέρων Ὀθωμανῶν, […] ἐν τῷ πρωτοκόλλῳ τῆς συμφωνίας ταύτης ἀνεγνωρίσθησαν ἡμῖν […] 23 [ἕδρες] ἐν τῇ Ἠπειρωτικῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ, ἐξ οὗ προκύπτει, ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἀνεγνώρισαν Ἑλληνικόν πληθυσμόν ἐν τῇ Ἠπειρωτικῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ 2.300.000 […] οἱ Φιλελεύθεροι Τοῦρκοι προῆλθον εἰς δήλωσιν ἐπίσημον, ὑπογεγραμμένην, ἐν ᾗ ρητῶς ἐβεβαίουν, ὅτι, ὡς ρυθμισθῶσι τά πράγματα καί καταπαύση ἡ ἀντίδρασις τοῦ Κομιτάτου “Ἑνώσεως καί Προόδου”, θἀναγνωρισθῶσι καί ἄλλαι ἕδραι ἡμῖν» .
Συνεπῶς, οἱ ἀριθμοί τοῦ Σκαλιέρη γιά Ἕλληνες καί Τούρκους στή Μ. Ἀσία δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐξωφρενικῶν ἐθνικιστικῶν ἀντιλήψεων. Γιά τόν Τ.Κ. εἶναι προφανές ὅτι, ἐπειδή οἱ Τοῦρκοι (μαζί μέ τούς «τουρκόφωνους μουσουλμάνους» -Οἱ «ἀντιεθνικιστές» δέν συμφωνοῦν μέ τόν, προφανῶς παράλογο, διαχωρισμό τῶν τουρκόφωνων μικρασιατῶν μουσουλμάνων ἀπό τούς «Τούρκους», ἀλλά εἶναι προθυμότατοι νά ὑποστηρίξουν τέτοιον ἀντίστοιχο διαχωρισμό μεταξύ λ.χ. «ἑλληνόφωνων Ἀλβανῶν» [=Βορειοηπειρωτῶν] ἤ τῶν «ἁπλῶς ἑλληνόφωνων Κυπρίων» καί τῶν «Ἑλλήνων». ) ἦταν ἡ πλειονότητα τῶν κατοίκων τῆς Μ. Ἀσίας, ἡ τελευταία ἀνῆκε ὁλόκληρη σέ αὐτούς καί συνεπῶς ἦταν ἄδικες ἤ ἐπεκτατικές οἱ προσπάθειες τόσο γειτονικῶν κρατῶν (Ἑλλάδα) νά ἀποσπάσουν τμήματα τῆς Μ. Ἀσίας στά ὁποῖα κατοικοῦσαν ὁμοεθνεῖς τους, ὅσο καί λαῶν τῆς Μ. Ἀσίας (Ἀρμένιοι, Κοῦρδοι) νά ἀποσπαστοῦν ἀπό τήν Τουρκία – Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία.
Ὡστόσο, ὑπάρχει τό ἀντίστοιχο παράδειγμα τῆς
Αὐστροουγγαρία: Παρ’ ὅλο πού ἦταν μικρότερη σέ ἔκταση ἀπό τή σημερινή Τουρκία (676 χλδ τετραγωνικά χιλιόμετρα ἔναντι 770 χλδ τῆς σημερινῆς ἀσιατικῆς Τουρκίας), κανείς δέν διανοήθηκε νά θεωρήσει τήν Αὐστροουγγαρία ὡς ἑνιαῖο καί ἀδιάσπαστο ἔδαφος καί ἑνότητα (ὅπως κατ’ οὐσίαν θεωρεῖ ὁ Τ.Κ. τήν ἀσιατική Τουρκία τοῦ 1918) προκειμένου αὐτή νά μή διαλυθεῖ. Παρομοίως, παρ’ ὅλο πού Αὐστριακοί καί Οὖγγροι ἀποτελοῦσαν τήν ἰσχυρή πλειονότητα (61% στό Οὐγγρικό Βασίλειο), κανείς δέν διανοήθηκε νά μή διαλυθεῖ ἡ Αὐστροουγγρική Αὐτοκρατορία και τό Οὐγγρικό Βασίλειο πρός ὄφελος τῶν ὑπόλοιπων ἐθνῶν.
Ἀλλά καί ἡ
Ρωσική Αὐτοκρατορία διαλύθηκε στά 1917 καί τά διάφορα ἔθνη ἀνεξαρτητοποιήθηκαν παρ’ ὅλο πού τό ρωσικό ἔθνος ἦταν πληθυσμιακά καί ἀπό κάθε ἄλλη ἄποψη κυρίαρχο στήν πολιτική-γεωγραφική ἑνότητα τῆς ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτό πού ἴσχυε λοιπόν γιά τήν Αὐστροουγγαρία καί στή Ρωσική Αὐτοκρατορία ἔπρεπε νά ἰσχύσει γιά τά μικρασιατικά, ἀρμενικά καί κουρδικά ἐδάφη τῆς σημερινῆς Τουρκίας.
Οἱ ἰσχυρισμοί περί δικαιωματικά τουρκικῆς, στά 1918, στό σύνολό της Μικρᾶς Ἀσίας δέν εὐσταθοῦν. Ἄν ὁ Τ.Κ. ὑποστηρίζει ὅτι ἡ πλειονότητα τοῦ μικρασιατικοῦ πληθυσμοῦ ἦταν Τοῦρκοι καί γι’ αὐτό ἡ ἀπόσπαση τμημάτων τῆς Μ. Ἀσίας ἦταν σοβινιστική πράξη καί –ταυτόχρονα– ὑποστηρίζει (ὡς Ἰός τῆς Ἐλευθεροτυπίας) ὅτι ἡ ἑλληνοκυπριακή «κοινότητα» (ὄχι «πλειονότητα» – ἡ ἀπαγορευμένη λέξη) πρέπει νά δεχθεῖ τήν «ἰδέα τῆς ἰσότιμης συμβίωσης μέ τήν ἀπέναντι κοινότητα» (τήν τουρκοκυπριακή μειονότητα), αὐτό βέβαια ὀφείλεται στό ὅτι θέλει νά παραμείνει συνεπής μέ τήν ἀρχή ὅτι ἡ πλειονότητα ἔχει δικαίωμα νά ἀποφασίζει γιά τήν κυριότητα τοῦ ἐδάφους ὅπου ζεῖ. Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω ἀρχή τοῦ Ἰοῦ ἡ μικρασιατική τουρκική πλειονότητα τοῦ 55% (στά 1912) εἶχε δικαίωμα στό 100% τοῦ μικρασιατικοῦ ἐδάφους (= εἶναι αὐτονόητα σοβινιστικό τό ὅτι τότε γινόταν λόγος γιά ἀπόσπαση μικρασιατικῶν ἐδαφῶν), χωρίς νά ἔπρεπε νά δεχθεῖ τήν «ἰδέα τῆς ἰσότιμης συμβίωσης» μέ τό 44% τῶν Ἑλλήνων, Κούρδων, Ἀρμενίων Μικρασιατῶν, ἀλλά ἡ κυπριακή ἑλληνική πλειονότητα τοῦ 82% δέν ἔχει δικαίωμα στό 100% τοῦ κυπριακοῦ ἐδάφους (ἤτοι: τῆς ἀπαγορεύεται νά θεωρεῖ δικό της ἔδαφος ὅλο τό νησί - Στήν ἐναντίωσή τους στό δημοκρατικό δικαίωμα γιά αὐτοδιάθεση-Ἕνωση τῶν Κυπρίων οἱ πολέμιοί του συγχέουν πρακτικές καί στόχους. Τό ὅτι ὁ Γρίβας ἦταν Χίτης καί ὅτι ὁρισμένοι τῆς ΕΟΚΑ (Α΄ καί Β΄) φέρθηκαν τό ’60 καί ’70 ἀπάνθρωπα σέ ὁρισμένους Τουρκοκύπριους ἤ τό ὅτι ἡ χούντα ἔφερε τήν καταστροφή τοῦ 1974 στό ὄνομα τῆς Ἕνωσης (ἤ μᾶλλον τῆς διπλῆς Ἕνωσης) δέν συνεπάγεται ὅτι ἡ Ἕνωση τῆς Κύπρου μέ τήν Ἑλλάδα ἦταν καθεαυτό ἄδικο, ἀνέφικτο καί ἀντιδραστικό αἴτημα. Μέ τήν ἴδια «λογική» ἡ Γαλλική καί ἡ Ρωσική Ἐπανάσταση θά ἦταν ἀπαράδεκτες γιατί συνέβησαν ἡ Τρομοκρατία καί ἡ ἐκτέλεση τῆς οἰκογένειας τοῦ Τσάρου ἀντίστοιχα.) καί πρέπει νά δεχθεῖ τήν πολιτικά ἰσότιμη συμβίωση μέ τό 18% τῶν Τουρκοκυπρίων. Ἄλλωστε, ὁ Ἰός γράφει ὅτι ἡ τουρκική εἰσβολή τοῦ 1974 «ἔδωσε στούς Τουρκοκύπριους μιά πατρίδα» .
Ἔτσι, τό 18% τῶν Κυπρίων δικαιοῦτο μιά πατρίδα (ἔστω γιά νά προστατευθεῖ ἀπό τούς ἀκραίους Ἕλληνες καί Ε/Κ), ἐνῶ τό 44% τῶν Μικρασιατῶν δέν εἶχε τέτοιο ἀντίστοιχο δικαίωμα, ἔχοντας περάσει (Ἕλληνες κι Ἀρμένιοι) πολύ χειρότερα. Τό 18% τῶν Κυπρίων εἶναι μιά «κοινότητα» πού δικαιοῦται ἰσότητα μεταχείρισης, ἀλλά τό 44% τῶν Μικρασιατῶν δέν εἶχε στά 1918 δικαίωμα δημιουργίας «δικῆς του πατρίδας» ἤ πολιτικῆς ἐξίσωσης μέ τήν τουρκική μικρασιατική «κοινότητα». Σύμφωνα μέ τίς πατριαρχικές ἀπογραφές, οἱ Ἕλληνες ἀνέρχονταν σέ 18,4% τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μ. Ἀσίας (21% κατά τόν Σκαλιέρη), διεκδικοῦσαν ὅμως μόνον τό 5% τοῦ ἐδάφους της (σαντζάκι Σμύρνης), ἀπαίτηση ἰμπεριαλιστική κατά τούς «ἀντιεθνικιστές», ἐνῶ σήμερα οἱ «ἀντιεθνικιστές» πού ζητοῦν νά ἀντιμετωπίζεται ὡς πολιτικά «ἰσότιμη κοινότητα» ἡ τουρκοκυπριακή μειονότητα ἀποδέχονται ὡς προφανέστατα λογικό, τό 18% τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Κύπρου, οἱ Τουρκοκύπριοι, νά ἀπαιτεῖ τό 25% ἤ 30% τοῦ κυπριακοῦ ἐδάφους (ὡς ὁμόσπονδο κρατίδιο - Προφανῶς, εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ (δίκαιη) πολιτική κ.λπ. ἰσότητα ἑνός Τουρκοκύπριου κι ἑνός Ἑλληνοκύπριου καί ἐντελῶς ἄλλο ἡ (ἄδικη) πολιτική ἰσότητα τοῦ 18% μέ τό 82%.). Οὔτε τούς ἀπασχολεῖ ὅτι οἱ Τουρκοκύπριοι δέν ἀποτελοῦσαν πρίν τό 1974 ἤ τό 1967 τήν πλειονότητα σέ καμμία ἀπό τίς «ἐπαρχίες» τῆς Κύπρου –ἀκριβῶς ὅπως οἱ Ἕλληνες στή Μ. Ἀσία κατά τόν Τ.Κ.–, ἡ ὁποία, ὅπως καί ἡ Μ. Ἀσία, εἶναι ἐξίσου «ἑνιαῖος γεωγραφικός χῶρος» -Φυσικά, ἡ Κύπρος, ὡς ἐδαφικά πολύ μικρότερη τῆς Ἀνατολίας, συνιστᾶ κατά πολύ περισσότερο ἕναν «ἑνιαῖο γεωγραφικό χῶρο» σέ σχέση μέ τόν τεράστιο χῶρο τῆς ἀσιατικῆς Τουρκίας, γεγονός πού εἶναι εἰς βάρος τοῦ σκεπτικοῦ τῶν «ἀντιεθνικιστῶν»- · ὡστόσο, παραβλέπονται οἱ ὁμοιότητες αὐτές μέ τή θέση, στή μία περίπτωση, ὅτι ἡ κατοχή ἐδαφῶν ὅπου τό ἑλληνικό στοιχεῖο (σύμφωνα μέ αὐτούς) μειοψηφοῦσε ἦταν ἠθικά λανθασμένη, ἐνῶ στήν ἄλλη περίπτωση ὅτι τό τουρκοκυπριακό στοιχεῖο ἔχει δικαίωμα πολιτικῆς ἰσότητας (ἀντιμετώπισης ὡς κοινότητας) καί κατοχῆς ἐδαφῶν στά ὁποῖα δέν ἀποτελοῦσε τήν πλειονότητα.
Σημαντική βέβαια ἐπίδραση στίς κρίσεις γιά τήν ὀρθότητα τῆς κατάληψης τῆς Ἰωνίας στά 1919 ἔχει ἡ λανθασμένη ταύτιση καί διασύνδεση μεταξύ τῆς κατοχῆς τῆς ζώνης τῶν Σεβρῶν καί τῆς ἀπροετοίμαστης καί δίχως βοήθεια ἐκστρατείας ὥς τήν Ἄγκυρα. Ὅμως, τό πρῶτο δέν συνεπάγεται ἀπαραιτήτως τό δεύτερο καί ἡ μικρασιατική ἥττα δέν ἦταν ἀναπόφευκτη: Ἔτσι, π.χ. ὁ σώφρονας περιορισμός στά ἰωνικά ἐδάφη

, ὅπου οἱ Ἕλληνες κυριαρχοῦσαν, μαζί μέ τήν ὀχύρωση τῆς περιοχῆς καί τή φύλαξή της ἀπό ἰωνικά καί ἑλλαδικά στρατεύματα, ἴσως τή δημιουργία δεύτερου μετώπου στόν Πόντο συνεπικουρούμενου ἀπό ντόπιους ἀντάρτες, τήν κυριαρχία στήν Προποντίδα, καί μια-δυο ἀποτυχημένες προσπάθειες τῶν Κεμαλικῶν γιά κατάληψη τῆς ζώνης τῶν Σεβρῶν, θά ἔπειθαν τόν Κεμάλ γιά τό τετελεσμένο τῆς ἑλληνικῆς παρουσίας στήν Ἰωνία .
Ἡ ἰσορροπία δυνάμεων κατά τήν ἐποχή τῆς ὑπογραφῆς τῆς Συνθήκης τῶν Σεβρῶν ἦταν κατά πολύ διαφορετική αὐτῆς μετά τόν Νοέμβριο τοῦ 1920. Ὁ Κ. Χατζηαντωνίου (
Μικρά Ἀσία, ὁ ἀπελευθερωτικός ἀγώνας 1919-1922, ἐκδ. Πελασγός, σ. 116) γράφει: «Ἡ Ἑλλάδα, ἐνεργώντας καί ὑπογράφοντας ὡς σύμμαχος τῶν Δυνάμεων, δέν ἀναλάμβανε μόνη (ὅπως θά συμβεῖ μετά τόν Νοέμβριο τοῦ 1920) τήν ἐπιβολή τῆς συνθήκης [τῶν Σεβρῶν]. Ἡ Ἀγγλία, ὡς ὁ στενότερος σύμμαχος τῆς χώρας, τόσο διά τοῦ φιλελεύθερου Λ. Τζώρτζ ὅσο καί διά τοῦ συντηρητικοῦ Κῶρζον, δήλωνε πώς σέ κάθε δίκαια αἴτηση τῆς Ἑλλάδας θά βρίσκεται παρά τό πλευρό της μή λησμονώντας τήν ἑλληνική προσφορά στόν συμμαχικό ἀγώνα. Ἡ Γαλλία εἶχε ἀρχίσει νά συμπράττει. Ὁ πληρεξούσιος (ἀργότερα πρωθυπουργός) Ταρντιέ συμμετεῖχε στή σύνταξη τῆς συνθήκης καί ὁ στρατηγός Φός ὑπεδείκνυε σχέδια ἐκστρατείας μικρασιατικῆς καί ἔστελλε στό ἑλληνικό στρατηγεῖο τόν ὑπαρχηγό τοῦ Ἐπιτελείου του Ζώρζ. Ἡ Ἰταλία εἶχε παύσει νά ἀντιδρᾶ φανερά. Ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία σπαρασσόταν ἀπό τόν ἐμφύλιο κεμαλικῶν – σουλτανικῶν. Ὁ ἑλληνικός στρατός ὑπερεῖχε τοῦ τουρκικοῦ τόσο σέ ἠθικό ὅσο καί σέ πολεμικό ὑλικό καί ἀριθμητικές δυνάμεις. Παράλληλα, ὑπῆρχε τό ἄρθρο 36, πού ὅριζε ὅτι, ἄν οἱ Τοῦρκοι συνέχιζαν νά ἀντιδροῦν, οἱ Σύμμαχοι θά μποροῦσαν νά ἀποσπάσουν καί τήν Κωνσταντινούπολη. Μέ τή διπλωματική ἰδιοφυΐα

τοῦ Βενιζέλου στό ἐθνικό τιμόνι καί μετά τήν ἀποφράδα 1η Νοεμβρίου, ποιός ἀμφιβάλλει ὅτι ἡ Ἑλλάς θά εἶχε ἐπιτύχει νά διασώσει τά μείζονα τουλάχιστον, ἄν ὄχι ὅλα, ἐπιτεύγματα τῶν Σεβρῶν;»
Τέλος, ὡς πρός τό δικαίωμα κάποιων αὐθεντικῶν ἐκφραστῶν τῆς ἀριστεροσύνης νά χαρακτηρίζουν ἐθνικόφρονες ὅσους ἔχουν ἄλλη ἄποψη γιά τή μικρασιατική ἐκστρατεία εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Μεταξᾶς δέν τήν ἤθελε *, ἐνῶ ἡ Ρ. Λούξεμπουργκ καί ὁ Γ. Σκληρός ὑποστήριζαν τήν αὐτοδιάθεση τῶν χριστιανῶν τῆς Μ. Ἀσίας (βλ. καί τή θέση τοῦ Κων/νου Δεσποτόπουλου)
_______________________
* Αὐτή ἦταν ἡ τελική καί ἡ κύρια θέση του. Ἀρχικά ὅμως, πρίν τόν Α’ Π.Π., τόν Ἰούνιο τοῦ 1914 εἶχε παρουσιάσει, ὡς ὑπαρχηγός τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου, ἐκτενές ὑπόμνημα στόν πρωθυπουργό Βενιζέλο γιά ἄμεση ἐνέργεια ἐναντίον τῆς Τουρκίας. Ἕναν χρόνο ἀργότερα, μεσοῦντος τοῦ Α’ Π.Π., ἔλεγε στόν Βενιζέλο τά ἀκριβῶς ἀντίθετα, ὅτι τέτοιο ἐγχείρημα ἦταν πέραν τῶν ἑλληνικῶν δυνατοτήτων (Κ. Φωτιάδη, Ἡ γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, Ἵδρυμα τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων γιά τόν Κοινοβουλευτισμό καί τή Δημοκρατία, σσ. 124, 260). Καί ἐνῶ ἀργότερα (ΙΕΕ, τ. ΙΕ’, σ. 159), στά 1919 εἶχε ἐπικροτήσει τήν ἀπόβαση στή Σμύρνη τόν 5/1919, καί εἶχε ταχθεῖ κατά τῆς σύμπτυξης τοῦ μετώπου τόν μεθεπόμενο Μάιο, μετά ἐπανῆλθε στίς θέσεις του κατά τῆς ἐκστρατείας. Μέ τέτοια σταθερότητα ἀπόψεων, πῶς νά μήν ἔνοιωθε «δικαιωμένος» γιά τήν ὀρθότητά τους, μετά τήν Καταστροφή, ὁ ἡγέτης τῆς ἑλληνικῆς Ἀκροδεξιᾶς;