αφου στο λεει ο δεξιος ψαλτης που σε μπολιασε..... γιατι του πας κοντρα τωρα; επειδη δε σου πε την αληθεια απ την αρχη; και που να την ηξερε; το twiter του Αντωνη Χειροδρεπανου a.k.a τῷ «Χάει» εκαναν αντιγραφη, μεταφραση και αποδοση στα ελληνικα.... οτι τους ελεγαν, μας ελεγαν τα δικα μας ρεμαλια με υφος 1000 καρδιναλιων.....taliban έγραψε: 01 Φεβ 2022, 18:52Οι πρώτοι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, όχι όλοι βέβαια.nik_killthemall έγραψε: 01 Φεβ 2022, 18:45![]()
Εγινε. Το χαρακτηριστικό της μαζικής παράνοιας είναι πως έρχεται γρήγορα και φεύγει αργά. Εχουμε περασει στο δευτερο βημα, οποτε παρτε τον χρονο σας.
Οπως φευγουν οι "μια γριπουλα ειναι, σε κανεναν ηλικιωμενο τον εμβολιο" κλπ ετσι σιγα σιγα θα φυγουν και οι "εμβολιαστε ολη τη πανιδα" ... παράνοια είναι αμφότερα.
Οι δεύτεροι θα φύγουν γιατί από ένα σημείο και μετά τα εμβόλια θα έχουν κάνει αυτό για το οποίο φτιάχτηκαν δηλαδή να σου δίνουν την δυνατότητα να μην πεθάνεις και ΕΑΝ ταυτόχρονα ΕΑΝ κάποια στιγμή γίνει και ενδημικός ο ιός , ακόμη καλύτερα.
Μέχρι να γίνουν όλα αυτά εσύ θα μας λες για το κουρδιστό μανταρίνι και θες δεν θες θα καρφώσεις το μπόλι κάποια στιγμή![]()
ΖΗΤΩ Ο ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΣ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ ΠΟΥ ΣΩΖΕΙ ΖΩΕΣ. στο ποσοστό του ευάλωτου πληθυσμού ώστε ακόμα και με πολλές χιλιάδες κρούσματα να έχουμε λίγους θανάτους.
![]()
αν σου ελεγαν οτι πας εθελοντης σε παγκοσμιο πειραμα εμβολιασμων με αγνωστες μεχρι τωρα συνεπειες, θα πηγαινες;
ι δοντ τηινκ σο.....
ζητω ο υποχρεωτικος εμπολιασμος..... για τους αλλους....
1.
fauci. Latin
Alternative forms .fōx
Etymology . Unknown. Possibly related to Ancient Greek χᾰ́ος (kháos, “abyss, chasm”).
Pronunciation. (Classical) IPA(key): /fau̯ks/, [fäu̯ks̠]. (Ecclesiastical) IPA(key): /fau̯ks/, [fäu̯ks]
Noun. faux f (genitive faucis); third declension (rare)
singular of faucēs
Case Singular Plural
Nominative faux faucēs
Genitive faucis faucium
Dative faucī faucibus
Accusative faucem faucēs
faucīs
Ablative fauce faucibus
Vocative faux faucēs
2.
fauci. Sicilian
Etymology. From Latin falx, falcem, from Proto-Indo-European *dʰelk-, *dʰelg- (“a cutting tool”). Compare French faux and Italian falce.
Pronunciation. IPA(key): /ˈfaw.ʃɪ/, [ˈfaw.ʃɪ]
Hyphenation: fàu‧ci
Noun
fauci f (plural fauci)
(agriculture) An implement having a semicircular blade and short handle, used for cutting long grass and cereal crops.
σαν τον χαρο ο πουστης με το χειροδρεπανο για επιθετο που προκαλει παγκοσμιο χαος.. μας τρολαρει το συμπαν..... ασυστολως....
να ενα fauci
