αχαίFος - ακαίFος
Α. Τα γνωστά...ΙΕ
Β. Τα άγνωστα...ΠΠΙΕ1. αχ+αιος < achaeo > aqueo < aqua < *akʷā > ακγουα < αχα > υδωρ > υδατινος, ποταμισιος ;
2. αχ+αίος < αχ < ἀχέω, αχεύω = αχέFo > ηχώ = παράγω ήχω > ιαχή = ο μιλούντας...
Αχαιός = ο μιλούντας πίθηξ
το ποτάμι παράγει ήχο και ηχεί άνευ σταματημού, αλλά είναι ύδωρ και όχι αχ.
ποτα+μοί = πότιμο ύδωρ μοι = το πόσιμο νερό μου/μας.
Στα ποτάμια πίναν το νερό όταν έφτιαχναν τις λέξεις. Ή άνοιγαν την βρύση;![]()
Όσον αφόρα το Αχελώος έιναι ο φυσικά ο Ηχόρωος ποταμός και όχι ο νερουλός ποταμός γιατί είναι για γέλια...
Φυσικά το ποτάμι αχει > ηχεί. Γι' αυτό και ήταν πολλά ποτάμια βαφτισμένα με την ίδια γλώσσα πω δείχνει και την συγγένεια τσι μεθόδου ονοματοδοσίας στα φυσικά φαινόμενα σε απομακρυσμένα μέρη όπου υπήρχε Αχελώος / Ηχορώος ποταμός=πόσιμος.
Αλλά όσο αχος είναι το ποτάμι, αλλό τόσο αχος είναι και η νότα λα που αχει στους 440 Hz (κύκλους ανά δευτερόλεπτο).
και ο αστυνόμος είναι μπουζούκι αν το ποτάμι είναι άχος.
ταχαλαταχαλασαίες συναρμολογήσεις
Γ.1. αχ+αιος < χ=γ > αγ+αιος < αγεFος < αγω + Fω < αγω + βιον > οι αγαδες άλλων = ΠΙΕ γεωργοί που άγουν του αγροτικού κόσμου/"πολιτισμού"![]()
2. αχ+αιος < achaean > achivus
Achivus = Achaean
achivus > achieve > φέρνω σε πέρας > καταφερτζίδες > ατσίδες/ατσίβες = αχαιοί![]()
Μυκηναΐκα Ελληνικά 𐀀𐀏𐀹𐀊𐀆 (a-ka-wi-ja-de, ακαγουιγιαδη > ακαγιάδα > αχαγιάδα), Hittite 𒄴𒄭𒅀𒉿𒀀 (Aḫḫiyawā, αχχιγιαβα). Beekes reconstructs Pre-Greek *Akayʷa - Ακαγιαγουα
τυχαίο;
latin > español. ακαγιάγουα = ακά άι άγουα = acá hay agua = εδώ έχει/υπάρχει νερό
ακά = εδώ
άι = έχει/υπάρχει
άγουα = αχος/ποταμιο νερο να πιεις
Ακά εί άFος = Α-κα-ει-για-Fo > α-κα-wi-jα-δο > a-ka-wi-ja-de < 𐀀𐀏𐀹𐀊𐀆
Pontic. αδακά (adaká, “over here”) > ω/α + δε/δα + ακά = έτσι εδώ![]()
υποψία, Ϙ κοππα = π; οιο, ως, ου > απάντηση στο Ϙ (κιου;=που;) = AϘA = σε σημείο που ειμαι, ΕϘΙ = σε σημειο που ειμουν = εκει.
Στην ερωτηση Ϙui = Ϙοιό = πχίο = Ποιό; η απάντηση είναι αϘαείνο = ακείνο (εδώ είναι), εϘιείνο = εκείνο (εκεί είναι)
. Ϙως όδε = κάπως έτσι...
ὧδε: Αττ. ὡδί, δεικτικό επίρρ. του ὅδε·
I. 1. λέγεται για τρόπο, κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι, τοιουτοτρόπως, και (πιο εμφατικά και με ερωτηματική σημασία) τόσο πολύ, τόσο υπερβολικά, σε Όμηρ. κ.λπ.· το ὧδε συνάπτεται με το ὡς, τόσο... όσο..., στον Όμηρ.· ακολουθ. επίσης από αναφορ., τίς ὧδε τλησικάρδιος, ὅτῳ...; σε Αισχύλ.· ὧδέ πως, με κάποιον τρόπο, έτσι, σε Ξεν. κ.λπ.
2. λέγεται για καταστάσεις, πρόμολ' ὧδε, έλα εδώ όπως είσαι, αμέσως, σε Όμηρ.
From Byzantine Greek ἐδῶ (edô), from a metathetic variant of Ancient Greek ὅδε (hóde) or ὧδε (hôde).Compare Greek εδώ (edó).
Αχαΐα σε ΠΠΙΕ = εδώ έχει ποτάμια...
𐀀𐀏𐀹𐀊𐀆 a-ka-wi-ja-de, αχαγιάδη
Hittite 𒄴𒄭𒅀𒉿𒀀 (Aḫḫiyawā, αχχιγιαβα)
Αχαιοί = Ηχορωοποταμίσιοι = Αχελωοποταμοχωριάτες
Γεγονότα
Όπου Αχαιοί και Ηχόρωα Ποτάμια Ύδατα...
Περσικά - Περθικά - Παρθικά - Υπερόπτικα - Χαχανίστικα
ΥΓ. Bonus. Καϊάφας < αϘά άι άFα = ακά εί άγουα = εδώ 'χει ποτάμι που ηχεί.From Old Persian 𐏃𐎧𐎠𐎶𐎴𐎡𐏁 (h-x-a-m-n-i-š /Haxāmaniš/, literally “having the mind of someone allegiant”)[1], from *haxā- χαχαχαχαχαχαχαχαχαμένης.![]()
Πέρθω = Πορθώ («ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν», Ομ. Οδ)
Πέρσης = Πορθητής
έπαρση < ε+π+αίρω < υψώνω, σηκώνω («ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, κεφαλὴν ἐπαείρας», Ομ. Ιλ.)
έμεινα συν επαρμενος....![]()
βεβαια αυτα με τον περση δε ειν φετος ουτε προπερσι, ουτε αντιπροπερσι....![]()
Αχαιμένης . ο Αχαιός που μένει, αντέχει < menes < egyptian (he who endures);
Αχαιμένης . ο Αχαιός με μένος < Ο κολλημένος Αχαιός < μενος < μανια < εμμονη < μενει στο κολλημα και με υπεροψια και επαρση has the mind of someone allegiant; ή ο κολλημένος υπερόπτης που εχει μανια με τους Αχαιους;![]()
𐏃𐎧𐎠𐎶𐎴𐎡𐏁 > Haxāmaniš = χα ξα μανης = χει με ξα μανια = εχει με τα ξαδερφια, τους αχαιους, μανια....![]()
ΠΠΙΕ
ΥΓ. δεν εχει Γιμπουτίστες το φορουμ;.... αντίλογος στην τρέλα...