Πάμε να δούμε τη Δυτική Μακεδονία.
Αθανάσιος Καλλιανιώτης , Οι πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία 1942 - 1946
Ορισµένα είδη όπως ο καπνός, επιτάχτηκαν κατόπιν µερικής πληρωµής από τον (ολιγάριθµο) κατοχικό στρατό, όχι όµως τα γεννήµατα, ανύπαρκτα αφού οι κάτοικοι δεν είχαν ακόµη αλωνίσει.
Γεωργοί και έµποροι έκρυβαν προϊόντα, «όπως προσπορισθώσι εκ της πωλήσεως αυτών εις υψηλάς τιµάς αθέµιτον όφελος», αποφεύγοντας να δώσουν στο κράτος ακόµη κι ένα µερίδιό τους ως φορολογία. Έτσι τα είδη είχαν υπερτιµηθεί και µόνο µε αντιπραγµατισµό µπορούσε να προµηθευτεί κανείς όσα χρειαζόταν ή αν εµφάνιζε χρυσές λίρες, αφού τα ελληνικά τραπεζογραµµάτια έχαναν καθηµερινώς την αξία τους.
Ξένος σε µία άγνωστη πόλη και µάλλον ασθενής ήταν ένας 35χρονος Πειραιώτης εργάτης που βρέθηκε νεκρός έξω από ένα κρεοπωλείο της
Κοζάνης, εξ αιτίας της πείνας.

Παροµοίου είδους θάνατοι στην επαρχία είναι αδικαιολόγητοι, αν ιδωθούν µε τη
ροµαντική οπτική που υπερτονίζει τον αλτρουισµό των χωρικών. Στο Βόιο, τα Γρεβενά, την Καστοριά και τον Τσιαρτσιαµπά έχασαν τότε τη ζωή των «εκ πείνης» µία µεσήλικη γυναίκα, ένα θήλες βρέφος, ένας 44χρονος εργάτης, ένας γέρος κτίστης και δύο κτηνοτρόφοι. Επειδή όµως τόσο προπολεµικά (στα Λιβερά π.χ. των Καραγιαννίων) όσο και επί Κατοχής ή και µεταπολεµικά (στην Ασπροκκλησιά της Καστοριάς) αναφέρθηκαν θάνατοι γυναικών εξ ασιτίας, εγείρεται έντονα η υποψία ότι οι ληξίαρχοι υπερέβαλαν ως προς τα αίτια θανής προσδοκώντας την (περαιτέρω) οικονοµική προσοχή του κράτους. Σε κρατικά έγγραφα αναφέρεται ότι στο χωριό «Δρυόβουνο Εορδαίας» πέθαναν από ασιτία 48 κάτοικοι, το 6% του πληθυσµού,( βλ. ∆ορδανάς, Ευστράτιος, Αντίποινα των γερµανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία 1941 -1944, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2002 , ανέκδοτη
διδακτορική διατριβή στο τµήµα Ιστορίας Αρχαιολογίας, σ. 332. ) Κανείς όµως θάνατος από πείνα δεν προέκυψε από τη µελέτη τοπικών πηγών, π.χ. Ληξιαρχείο, άρθρα και βιβλία ή συνεντεύξεις, οπότε η αναφορά ή είναι εντελώς πλασµατική ή πρόκειται για άλλο χωριό κι όχι το ∆ρυόβουνο (Ντριάνουβου) που ανήκε στην επαρχία Βοΐου κι όχι Εορδαίας.
Είναι κατάδηλο βεβαίως ότι η ανώµαλη διακίνηση των ειδών πρώτης ανάγκης επιβάρυνε την υγεία, αλλά η επισήµανση του φαινοµένου λογίζεται ως απότοκη των υπερβολών της πολιτικής επικοινωνίας: σε έντυπο π.χ. του ΕΑΜ αναφέρθηκε γενικόλογα για το Σεπτέµβριο του 1942 ότι «δεκάδες πεθαίνουν οι φτωχοί χωριάτες από πείνα, γυµνοί και ξυπόλητοι περπατάνε», αλλά και τα σχετικά παραδείγµατα έλλειπαν και ο συντάκτης µάλλον δεν γνώριζε ότι ο Σεπτέµβριος ήταν ο πρώτος µήνας µετά τη συγκοµιδή, οπότε όλοι είχαν αποθηκευτικά πλεονάσµατα. Στο ορεινό χωριό του Γράµου Επταχώρι η οικονοµική πορεία των κατοίκων ήταν «ανοδική» κατά το Μεσοπόλεµο. Κατά την άνοιξη δε του 1942, περίοδο που αρκετές οικιακές αποθήκες άδειαζαν απελπιστικά, ο δικηγόρος, ταγµατάρχης του ΕΛΑΣ και ταξίαρχος του ∆ΣΕ αργότερα, Γεώργιος Γιαννούλης δήλωνε: «τώρα έχουµε σωστόν παράδεισον…υποφέρουν µονάχα οι τεµπέληδες». Η οικονοµική ευµάρεια του ορεινού χωριού προφανώς ελάχιστα άλλαξε, ακόµη κι όταν πυρπολήθηκε από τους Γερµανούς, επειδή κτυπήθηκαν µέσα στο χωριό από όλµους του ΕΛΑΣ.
Όταν από την Κοζάνη µία µέρα της Κατοχής είχε επιχειρηθεί λαθραία εξαγωγή ενός περίπου τόνου τροφίµων προς την Αθήνα, σήµαινε ότι υπήρχε πλεόνασµα αγαθών, ακόµη και στις πόλεις, κι όχι έλλειµµα. Οπότε απόψεις για ύπαρξη «µεγάλης σιτοδείας» στην πόλη ηχούν προφανώς υπερβολικά.
Από τους δηµοσίους υπαλλήλους πλήττονταν οι χαµηλόµισθοι, όχι όµως οι χωροφύλακες, ιδιαίτερα όσοι φυλούσαν γέφυρες ή διόδους, καθώς είχαν τη δυνατότητα να κατάσχουν διακινούµενα προϊόντα. Ένας Πειραιώτης έµπορος είχε φορτώσει 2,5 τόνους φασόλια από τον Βελβενδό, αλλά αναγκάστηκε να αφήσει στους χωροφύλακες των Σερβίων αρκετά κιλά σαπούνι και τη ζάχαρη, είδη περιζήτητα, που είχε φέρει µαζί του, επειδή τα τιµολόγια ήταν ελλιπή.
Άκρως σχολαστικός έλεγχος λάβαινε χώραν σε εισαγωγές από το εξωτερικό, όχι όµως κι εντός της χώρας όπου η ανεπίσηµη ροή των
εµπορευµάτων ήταν κατά πολύ αυξηµένη, παρόλο που απαγορευόταν η µεταφορά σίτου προς ανταλλαγή, πριν οι παραγωγοί δώσουν στο κράτος το
παρακράτηµα και το φόρο της δεκάτης.
Μερικοί έµποροι έκρυβαν και πωλούσαν διάφορα προϊόντα, π.χ. τη ζάχαρη, µε αυξηµένες τιµές. Ένας Πρόσφυγας από το Κηπάρι Καραγιαννίων πωλούσε τον Μάιο του 1941 νωπό βούτυρο 125 δρχ αντί 94 το κιλό και παροµοίως έπρατταν µε άλλα προϊόντα πολλοί συνάδελφοί του. Τα όρια επιβίωσης κι εµπορίου ήταν δυσδιακρίτως ελαστικά και σε πολλές περιπτώσεις δεν διακρίνονταν η «ανάγκη της επιβίωσης» από την «εκµετάλλευση της ανάγκης».
Ένας παντοπώλης της Αιανής είχε αθωωθεί για την κατοχή δύο δοχείων µε βούτυρο και τυρί κι ενός βαρελιού µε ελιές το καλοκαίρι του 1941, επειδή είχε 15µελή οικογένεια, αλλά ίσως θα είχε καταδικαστεί, αν δεν τον υποστήριζε ο πρώην κοινοτάρχης. Είναι πράγµατι άξιες θαυµασµού κι εκθειάζονται ως σήµερα οι «ασταµάτητες» µακρινές πορείες που διέπρατταν, κάποτε κατά ολόκληρα καραβάνια -«νέες συλλογικότητες»- οι χωρικοί της Μακεδονίας, µέχρι το Ιόνιο Πέλαγος, την Αλβανία, τον κάµπο της Φλώρινας ή «τα χωριά της Σερβίας» για την εµπορία ή ανταλλαγή λαδιού µε δηµητριακά κι άλλα είδη.
Όλα τα ταξίδια, ιδιαίτερα όσα διεξάγονταν περισσότερο από µία φορά δεν είχαν προφανώς στόχο µόνον τον κορεσµό της πείνας, αφού απόθεταν ικανές ποσότητες τροφίµων, αλλά και τον πλουτισµό. Όταν π.χ. χωρικοί του Βοΐου αγόραζαν µε αντίτιµο τα τιµαλφή λάδι από τη Θεσπρωτία, και το αντάλλασσαν µε σιτάρι και καλαµπόκι στην Πτολεµαΐδα, δροµολόγιο που διαρκούσε περισσότερο από µία εβδοµάδα, ήταν φανερό ότι δεν παρακινούνταν µόνο από την πείνα. Γιατί να µην αγόραζαν κατευθείαν το σιτάρι από τα πεδινά, αφού ο χρυσός είχε σταθερή αξία, κι εξέθεταν εαυτόν και υποζύγια σε επίπονες πορείες κατά τη διάρκεια των οποίων αγωνιούσαν αποφεύγοντας µαεστρικά τις «οικονοµικές» ενέδρες χωροφυλάκων, Ιταλών καραµπινιέρων και γερµανικών επισταθµιών; Επειδή προφανώς ο µόχθος ανταµειβόταν µε το παραπάνω.
Από τις διαθέσιµες περιπτώσεις φαίνεται ότι το πρόβληµα είχε εκταθεί σε όλες τις γλωσσικές κοινότητες και το κράτος µοίραζε την ευθύνη χωρίς εύνοιες και προκαταλήψεις. Έχει γραφεί ότι «το Ανώτερον Αγορανοµικόν ∆ικαστήριον θύµιζε το Επαναστατικόν ∆ικαστήριον της Τροµοκρατίας την εποχή του Ροβεσπιέρου», αλλά η υπερβολή δεν έγκειται τόσο στις ποινές όσο στην έκταση και την ένταση των παραβάσεων. Επρόκειτο για µία από τις επιπολάζουσες υπερβολές που έλαβαν χώραν επί Κατοχής στην περιοχή, αλλά και που διαδίδονται ως επισυµβούσες πραγµατικότητες µε την άκριτη επανάληψή τους ως σήµερα.
...
Στην αρχή της Κατοχής όπως συνέβαινε σε όλες τις παρόµοιες περιόδους η οικονοµία της αγοράς κλονίστηκε από τις καταστροφές του οδικού δικτύου, την έλλειψη ζώων, την αλλαγή των εξουσιαστικών ισορροπιών αλλά κυρίως εξ αιτίας της ενστικτώδους ή εκ του καιρού επίκτητης απληστίας των παραγωγών, την οποία καλούνταν να δαµάσουν τα όργανα του κράτους. Συνηθισµένοι όµως οι κάτοικοι στη λιτή ζωή και γνώστες της κλειστής οικονοµίας διήλθαν χωρίς απώλειες τη σιτοδεία που είχε απλωθεί στη χώρα, τροφοδοτώντας όχι µόνο απόρους των πόλεων που προσήλθαν στα πεδινά, αλλά και Πρόσφυγες διωκόµενους από τους Βουλγάρους στην Ανατολική Μακεδονία.