Τό βιβλίο πού παρέθεσε ο Γιοχανναάνιος
μού έφερε στό μυαλό μία έρευνα τού Κακριδή
Στά χρόνια του , υπήρχαν κοινότητες πέριξ τού Μαραθώνα
πού οι παραδόσεις τους έλεγαν ότι η μάχη τού Μαραθώνα
έγινε μέ τούς Τούρκους .....
Πώς μεταφέρει καί μεταφράζει πάντως
η κάθε κοινωνία τά πράγματα
είναι άλυτο μυστήριο ......
Εχω ανοίξει καί ένα νήμα
γιά τά μανιτάρια
καί γιατί επέλεξε ο Παραμυθοποιητής
νά τά βάλει νά κατοικούν Νάνοι .....
Αλλά απάντηση δέν πήρα .................
Ταφόπλακα τού Μέλλοντος τών Παιδιών μας η Γραφειοκρατεία καί οί Συντάξεις άνω τών 400 € ....
Δουλειά δέν έχει ό Διάολος γαμάει τά Παιδιά του .... Έλληνική Λαική Σοφία
'
Μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση όταν το πρωτοδίαβασα και ακόμα και τώρα κάτι παθαίνω!
Του νεκρού αδελφού Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
— Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
— Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
— Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
— Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
— Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
— Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
— Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
— Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
— Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
— Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
— Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
— Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
— Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
— Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
— Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
— Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
— Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
.,
ΚΚΕ 6η Ολομέλεια: Κάναμε το διεθνιστικό μας καθήκον (εννοεί τον Συμμοριτοπόλεμο)
ΧΑ: Είμαστε η σπορά των ηττημένων του '45. Οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες!
ΣΚΕΠΤΙΚΟΣ έγραψε: 08 Ιούλ 2018, 20:12Νομίζω παρατηρείται καί σέ άλλους λαούς
Αυτό τό μοτίβο τής υπόσχεσης πού πρέπει νά εκπληρωθεί πάση θυσία .......
Μάλλον είναι καί τό πιό ανατριχιαστικό
γιατί όποτε τό διαβάζω η τρίχα είναι κάγκελο .......
Η συμπύκνωση πού κάνουν τά δημοτικά τραγούδια
είναι συγκλονιστική ....καί κανένας άλλος Λόγος δέν συγκρίνεται μαζί τους .....νομίζω ......
Τί τρίχα κάγγελο μου λες τώρα! Με το ζόρι κρατιέμαι να μην δακρύσω!
Άλλο ένα ψυχοπλακωτικό:
Παιδιά Μοραϊτόπουλα και σεις 'Ρουμελιωτάκια,
μα το ψωμί που φάγαμε, μα την άδερφοσύνη,
περάστε από τον τόπο μου κι' από τους εδικούς μου.
Και να μην μπήτε 'ς το χωριό με νήλιο με φεγγάρι,
ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πήτε,
και σας ακούση η μάννα μου, κ' η δόλια γη αδελφή μου.
Κι' α ρθούν και σας ρωτήσουνε, πρώτη φορά μην πήτε,
κι' α σας διπλορωτήσουνε και δεύτερη και τρίτη,
μην πήτε πως σκοτώθηκα να μην κακοκαρδίσουν,
μόν' πήτε πως παντρεύτηκα νεδώ 'ς αυτά τα μέρη,
πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα,
κι' αυτά τα λιανολίθαρα, αδέρφια και ξαδέρφια.
.
ΚΚΕ 6η Ολομέλεια: Κάναμε το διεθνιστικό μας καθήκον (εννοεί τον Συμμοριτοπόλεμο)
ΧΑ: Είμαστε η σπορά των ηττημένων του '45. Οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες!
Σε συνέχεια του θέματος με τη Γοργόνα Μέδουσα και με το θέμα των φιδιών που θίχτηκε στο νήμα του Δράκου, παραθέτω τις παρακάτω εικόνες:
H Aθηνά εκτός από το κεφάλι της Μέδουσας στην ασπίδα της, το φέρει και ως σύμβολο στην αιγίδα της. Ουσιαστικώς, είναι εφαρμογή του πανάρχαιου συμβολισμού αφομοίωσης/ενσωμάτωσης των δυνάμεων του αντιπάλου. Το ίδιο κεφάλι (Γοργόνειο) φέρει και ο Αλέξανδρος, όπως και ο Αδριανός (αν και Ρωμαίος) ως αποτροπαϊκά σύμβολα, δηλαδή ως στοιχεία εκφοβισμού του αντιπάλου και προστασίας του φέροντος. Η Μέδουσα υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά και διαχρονικά αποτροπαϊκά προσωπεία.
Ο Αλέξανδρος χρησιμοποιεί την τρομερή ματιά της Γοργόνας ως ασπίδα και άμεσο διάμεσο με την Αθηνά όπως ο ήρωας του ο Αχιλλέας. Το χρυσό κεφάλι της Μέδουσας που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου (με ευγενή και όχι τερατώδη χαρακτηριστικά) αποδεικνύει ότι όντως υπήρχε πλήρης ταύτιση με τις συνήθειες των Ελλήνων. Ίσως από αυτό να προέκυψε και ο μεταγενέστερος μύθος της αδελφής του Αλέξανδρου που ήπιε κατά λάθος το αθάνατο νερό (άλλη μια προσομοίωση με τον Αχιλλέα) που προόριζε για τον αδελφό της και από τον καημό της έπεσε στη θάλασσα και έγινε Γοργόνα, ρωτώντας αν ζει ο Αλέξανδρος.
Κάτι που αξίζει να σημειωθεί στα ανωτέρω, είναι ότι είναι χιλίων και πλέον χρόνων παλιά, και παρόλα αυτά, την γλώσσα τους την καταλαβαίνει απόλυτα ένας σύγχρονος Έλληνας.
billy huge έγραψε: 08 Ιούλ 2018, 20:43Κάτι που αξίζει να σημειωθεί στα ανωτέρω, είναι ότι είναι χιλίων και πλέον χρόνων παλιά, και παρόλα αυτά, την γλώσσα τους την καταλαβαίνει απόλυτα ένας σύγχρονος Έλληνας.
Κατά τα λοιπά, οι διάφοροι εισβολείς εξολόθρευσαν τους αρχαίους, αλλά μετά το μετάνιωσαν και αποφάσισαν να μάθουν την γλώσσα των εξολοθρευμένων, εγκαταλείποντας τις δικές τους!
.
ΚΚΕ 6η Ολομέλεια: Κάναμε το διεθνιστικό μας καθήκον (εννοεί τον Συμμοριτοπόλεμο)
ΧΑ: Είμαστε η σπορά των ηττημένων του '45. Οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες!
ΣΚΕΠΤΙΚΟΣ έγραψε: 08 Ιούλ 2018, 20:12Νομίζω παρατηρείται καί σέ άλλους λαούς
Αυτό τό μοτίβο τής υπόσχεσης πού πρέπει νά εκπληρωθεί πάση θυσία .......
Μάλλον είναι καί τό πιό ανατριχιαστικό
γιατί όποτε τό διαβάζω η τρίχα είναι κάγκελο .......
Η συμπύκνωση πού κάνουν τά δημοτικά τραγούδια
είναι συγκλονιστική ....καί κανένας άλλος Λόγος δέν συγκρίνεται μαζί τους .....νομίζω ......
Τί τρίχα κάγγελο μου λες τώρα! Με το ζόρι κρατιέμαι να μην δακρύσω!
Άλλο ένα ψυχοπλακωτικό:
Παιδιά Μοραϊτόπουλα και σεις 'Ρουμελιωτάκια,
μα το ψωμί που φάγαμε, μα την άδερφοσύνη,
περάστε από τον τόπο μου κι' από τους εδικούς μου.
Και να μην μπήτε 'ς το χωριό με νήλιο με φεγγάρι,
ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πήτε,
και σας ακούση η μάννα μου, κ' η δόλια γη αδελφή μου.
Κι' α ρθούν και σας ρωτήσουνε, πρώτη φορά μην πήτε,
κι' α σας διπλορωτήσουνε και δεύτερη και τρίτη,
μην πήτε πως σκοτώθηκα να μην κακοκαρδίσουν,
μόν' πήτε πως παντρεύτηκα νεδώ 'ς αυτά τα μέρη,
πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα,
κι' αυτά τα λιανολίθαρα, αδέρφια και ξαδέρφια.
.
Aυτό είναι ένα πολύ κοινό μοτίβο στα δημοτικά τραγούδια των περισσότερων βαλκανικών λαών: το παλικάρι (κλέφτης/χαϊντούκος κ.τ.λ) που σκοτώνεται σε μάχη (συνήθως με Τούρκους) και παρακαλεί τους συντρόφους του όταν περνούν απ' το χωριό να μην κάνουν θόρυβο για να μην τους ακούσει η μάνα του κι αρχίσει να τους ρωτάει, κι αν τυχόν συμβεί κάτι τέτοιο να της πουν ότι παντρεύτηκε μακριά στα ξένα κ.τ.λ.
Μοιρίδιοι κλωστῆρες, πανάφυκτον ἀνάγκῃ ζεῦγμ’ ἐπὶ δυστήνοις παισὶ βροτῶν θέμενοι, ἠγάγετο με ποτέ ἱμερτοῦ πρὸς φάος ἠελίου.
Την κεφαλή της Γοργόνας Μέδουσας τη συναντάμε σε πολλές μορφές αποτροπαϊκών συμβόλων, τόσο σε ασπίδες ή περικνημίδες όσο και σε μετώπες ναών, μωσαϊκά σε εισόδους ναών κλπ
Η πιο γνωστή μορφή είναι αυτή:
Στις περισσότερες υπάρχει το στοιχείο των ορθάνοιχτων ματιών και της βγαλμένης γλώσσας (κοροϊδία και εκφοβισμός του εχθρού) αλλά ενδιαφέρον είναι το στοιχείο των δύο περιπλεγμένων φιδιών που υπάρχει σε πολλές αποδόσεις και παραπέμπει ευθέως στο κηρύκειο του Ερμή, που έδωσε στον Περσέα τα φτερωτά σανδάλια του. Μετά τον αποκεφαλισμό από το αίμα της Μέδουσας γεννήθηκε ο Χρυσάωρ και το φτερωτό άλογο ο Πήγασος. Και λέγεται ότι η Αθηνά πρόσφερε στον Ασκληπιό δύο φιάλες με αίμα της Μέδουσας από την δεξιά και αριστερή φλέβα αντίστοιχα. Το αίμα από την δεξιά ήταν φάρμακο και από την δεξιά φαρμάκι. Το μοτίβο θάνατος/αναγέννηση, καλό/κακό, σύμμαχος/αντίπαλος σε πλήρη ισορροπία παίρνει την πλήρη μορφή στο κηρυκείο του Ερμή που λειτουργεί και ως ψυχοπομπός διάμεσος μεταξύ ανθρώπων και θεών. Και δεν είναι τυχαίο το ότι αυτό κατέληξε ως ιατρικό διεθνές σύμβολο (ίσως γιατί παραπέμπει και στο dna) και όχι το φίδι της ράβδου του Ασκληπιού που παραπέμπει περισσότερο στον "οικουρό όφι" της Αθηνάς.
Σε κάθε περίπτωση, τα φίδια στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ιερά ζώα και άμεσα συνδεδεμένα με το διφυές γένος των Ερεχθειδών του Κέκροπα.
Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι αν προσέξει κάποιος τα φίδια που υπάρχουν στη Μέδουσα της πρώτης εικόνας (από το ναό της Άρτεμης στην Κέρκυρα) θα δει μεγάλη ομοιότητα όχι μόνον με το κηρύκειο αλλά και με την ποιμαντορική ράβδο.
Χαιρετίζω κι εγώ το νήμα και κάνω μια μικρή συνεισφορά -ανταπάντηση ως χιντ στον νηματοθέτη τουτουνού του νήματος και στο ΟΡ περι Δράκοντος στην Κρητη (βέβαια συγχωνεύτηκαν οπότε είμαι κάπως περισσότερο εντός θέματος σχετικά με ό,τι έχει λεχθεί μέχρι τώρα περι του ρόλου του φιδόμορφου γενικότερα στις δυο παραδόσεις Ανατολικομογγολίας-Ελληνικόδυτικοχριστιανισμού )
Μουσικήδιασκευή/επανεκτέλεση ριζίτικου:
Εξόρισέ με η μοίρα μου σε δάση δασωμένα κάτω στη μαύρη θάλασσα στο μαύρο καλαμιώνα,
εκειά που δυα ΄ναι τα θεριά κι είναι κατοικημένα
κι είναι τ’ αρκούδια μαλλιαρά τα φίδια φωλεμένα.
Εκτέλεση, Ψαρογιώργης και Huun Hur Tu σε διασκευή Ross Daly
δίσκος: White Dragon
Για την σχέση του δράκοντα με το νερό που αναφέρθηκε, νομίζω έχουμε και τα γνωστά τοπωνύμια ανα την Ελλάδα: Δραγονέρα/Δρακουνέρα
Επίσης, άλλο σχετικό με δράκοντες: τα γνωστά Δρακόσπιτα, τα οποία όμως χτίζονταν οχι σε πηγές νερού αλλά ως κτίσματα από ογκόλιθους σε βραχώδεις και απόκρημνες περιοχές. http://www.mixanitouxronou.gr/to-mistir ... iliades-c/
Επίσης από το ίδιο άρθρο:
Η λέξη Δράκος έχει τη ρίζα της από τη ρήμα «δέρκομαι» που σημαίνει εκείνον που έχει οξύ και διαπεραστικό βλέμμα. Ακόμα σημαίνει εκείνον που καταπλήσσει με το βλέμμα του. Τέτοιο βλέμμα αλλά και υπερβολική δύναμη είχαν οι Δράκοι κατά τη λαϊκή παράδοση....
Περισσότερες πληροφορίες αν γνωρίζει κάποιος για τα παραπάνω ας μας παραθέσει
για την ράβδο του Ασκληπιού που αναφέρθηκε παραπάνω, αντιγράφω απο το νετ:
το περιτυλιγμένο φίδι γύρω από την ράβδο του Ασκληπιού συμβολίζει την τιθασευμένη ψυχική παρέκκλιση και γίνεται με αυτή τη μορφή έμβλημα της πνευματικότητας
επίσης από άλλο σαιτ περι κηρυκείου του Ερμή και σύνδεσής του με την ιατρική:
Συνήθως το κηρύκειο απεικονίζεται με δυο φίδια τυλιγμένα γύρω του, τα κεφάλια των οποίων κοιτάζονται αντικριστά πάνω από την κορυφή του. Αργότερα, στις απεικονίσεις του πάνω σε λευκές ληκύθους του 5ου αιώνα το μαγικό κηρύκειον του Ερμή εμφανίζεται στολισμένο με κορδέλες η άνθη λωτού, σύμβολα ικεσίας και λησμονιάς, καθώς ο θεός παρουσιάζεται να οδηγεί τις ψυχές των νεκρών στον Αδη. δυο σύμβολα είναι διαφορετικά, αν και σήμερα, ειδικά στις ΗΠΑ, το κηρύκειο κατέληξε να αποτελεί σύμβολο των γιατρών, ίσως εξαιτίας της άγνοιας η της σύγχυσης του Έλληνα Ερμή με τον Αιγύπτιο Ερμή Τρισμέγιστο και την αλχημεία από το Μεσαίωνα και μετά.
Την κεφαλή της Γοργόνας Μέδουσας τη συναντάμε σε πολλές μορφές αποτροπαϊκών συμβόλων, τόσο σε ασπίδες ή περικνημίδες όσο και σε μετώπες ναών, μωσαϊκά σε εισόδους ναών κλπ
Η πιο γνωστή μορφή είναι αυτή:
Στις περισσότερες υπάρχει το στοιχείο των ορθάνοιχτων ματιών και της βγαλμένης γλώσσας (κοροϊδία και εκφοβισμός του εχθρού)
Λοιπό, τα τελευταία χρόνια παρατηρώ μια αύξηση της τάσης ανθρώπων να φωτογραφίζονται με επιδεικτικά την γλώσσα έξω, η συγκεκριμένη φωτό με ανατριχιάζει την παρακάτω πάντα την αισθανόμουν ολίγον τι δαιμονική γυναίκα (εντάξει, πες καμπαλίστρια)
Έχει πολύ ενδιαφέρον το ότι στα περισσότερα δημοτικά τραγούδια ο θάνατος (Χάρος) και ο κόσμος μετάβασης έχουν ως κύριο σημείο αναφοράς τον αρχαιοελληνικό Άδη, τον κάτω κόσμο και όχι τον ουράνιο χριστιανικό Παράδεισο.
Οι πεθαμένοι έχουν πλήρη επίγνωση της "κατάστασης" τους και αναζητούν μονίμως σημεία πρόσβασης με τον πάνω κόσμο, όπως ακριβώς οι φιγούρες στα έπη και τους μύθους.
Κάτου 'ς τα Τάρταρα της γης, τα κρυοπαγωμένα,
μοιρολογούν οι λυγεραίς και κλαιν τα παλληκάρια.
"Τάχα να στέκη ο ουρανός, να στέκει ο Απάνου κόσμος,
να στέκουν τα χοροστασιά, σαν που ήτανε και πάντα,
να λειτουργειώνται οι εκκλησιαίς, να ψέλνουν οι παπάδες;"
---------
Τώρα 'ς τον αποχωρισμό τρεις ποταμούς διαβαίνω,
ο ένας χωρίζει αντρόγενα, κι' ο άλλος χωρίζει αδέρφια,
κι' ο τρίτος ο φαρμακερός τη μάνν' απ' τα παιδιά της.
---------
Για πες μου, τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δε βαρούνε,
ευτού συδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κ' οι νιοι ξαρμάτωτοι, κ' οι νιαις ξεστολισμέναις,
και των μαννάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα.
--------
Παρακαλώ σε, μάννα μου, μια χάρη να μου κάμης,
ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνης μοιρολόγι,
γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.
Κρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι' άκουσα τη φωνοϋλα σου κ' εσπάραξε η καρδιά μου,
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη,
και στάζει η στάλα του κεριού μέσ' 'ς τους αποθαμένους,
καίει των νυφάδων τα χρυσά, του νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο Χάρος με τα με, 'ς τη μαύρη γης με ρήχνει,
το στόμα μ' αίμα γιόμισε, ταχεϊλι μου φαρμάκι.
Η ΛΥΓΕΡΗ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Καλά τό χουνε τα βουνά, καλόμοιρ' ειν' οι κάμποι,
που Χάρο δεν παντέχουνε, Χάρο δεν καρτερούνε,
το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια.
Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη.
Ο ένας να βγη την άνοιξη, κι' ο άλλος το καλοκαίρι,
κι' ο τρίτος το χινόπωρο, οπού είναι τα σταφύλια.
Μια κόρη τους παρακαλεί, τα χέρια σταυρωμένα.
Γϊα πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνου κόσμου.
-Δεν ημπορούμε, λυγερή, δεν ημπορούμε, κόρη.
Βροντομαχούν τα ρούχα σου κι' αστράφτουν τα μαλλιά σου,
χτυπάει το φελλοκάλιγο και μας ακούει ό Χάρος.
-Μα γω τα ρούχα βγάνω τα και δένω τα μαλλιά μου,
κι' αυτό το φελλοκάλιγο μέσ' 'ς τη φωτιά το ρηχνω.
Πάρτε με, αντρειωμένοι μου, να βγω 'ς τον Πάνω κόσμο,
να πάω να ιδώ τη μάννα μου ως χλίβεται για μένα.
-Κόρη μου, εσένα η μάννα σου 'ς τη ροϋγα κουβεντιάζει.
-Να ιδώ και τον πατέρα μου πως χλίβεται για μένα.
-Κόρη μου, κι' ο πατέρας σου 'ς το καπελειό ειν' και πίνει.
-Να πάω να ιδώ ταδέρφια μου πως χλίβονται για μένα.
-Κόρη μου, εσέν' ταδέρφια σου ριχτούνε το λιθάρι.
-Να ιδώ και τα ξαδέρφια μου πως χλίβονται για μένα.
-Κόρη μου, τα ξαδέρφια σου μέσ' 'ς το χορό χορεύουν."
Κ' η κόρη ναναστέναξε βαθιά 'ς τον Κάτω κόσμο,
κι' ανάψανε τα καπελειά, κ' εκάησαν οι ρούγαις,
εκάη και το λιθόρεμα, πόρριχταν το λιθάρι,
εκάη κ' η δίπλη του χορού, π' εχόρευε η γενιά της.
ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Ν. Πολίτης
Και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον θάνατο των πολεμιστών.
-------
Ταντρειωμένου τάρματα δεν πρέπει να πουλειώνται,
μον' πρέπει τους 'ς την εκκλησιά κ' εκεί να λειτουργειώνται,
πρέπει να κρέμωνται ψηλά 'ς αραχνιασμένο πύργο,
να τρώη η σκουριά το σίδερο κ' ή γη τον αντρειωμένο.
-------
ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟ ΚΙΒΟΥΡΙ
Ο ήλιος εβασίλευε κι' ο Δήμος παραγγέλνει:
Σύρτε, παιδιά μου, 'ς το νερό, ψωμί να φάτ' απόψε,
και συ Λαμπράκη μ' ανιψιέ, έλα κάτσε κοντά μου,
να σου χαρίσω τ' άρματα, να γένης καπετάνος.
Παιδιά μου μη μ' αφήνετε 'ς τον έρημο τον τόπο,
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς την κρύα βρύση,
που ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήση,
για να του πω τα κρίματα, όσά χω καμωμένα
δώδεκα χρόνια άρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.
Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκειάστε μ' ωριό κιβούρι
να ναι πλατύ για τάρματα, μακρύ για το κοντάρι.
Και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι,
να μπαίνη ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,
να μπανοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφαις, να με καλημεράνε.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σείετ’ ο απάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τονε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αιτό, τση γης τον αντρειωμένο.
σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιό δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
χαρά κι’ αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
στο βίτσιμα 'πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια.
ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει,
κι ελάβωσε του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.
πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους.
νάρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, νάρθει κι γιος του Δράκου,
νάρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.
κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.
"σαν τι να σ’ ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;"
"φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,
συχάσατε, καθίσατε, κι εγω σας αφηγιέμαι.
της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουν,
κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρείς οργιές κοντάρι.
βουνά καί κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
και τόσα χρόνια πούζησα δω στον απάνω κόσμο,
κανέναν δεν φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
τώρα είδα έναν ξυπόλητο καὶ λαμπροφορεμένο,
πούχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του".
Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,
κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.