Η πολύκροτη ζωή του Αλέξανδρου Ιόλα και η πολυτελής βίλα του στην Αγ. Παρασκευή που λεηλατήθηκε.
Το σκάνδαλο που συγκλόνισε την κοσμική Αθήνα και η άρνηση του Δημοσίου να δεχθεί τη δωρεά του κοσμοπολίτη.

Πόσοι μπορούν να πουν πώς έζησαν τη ζωή τους όπως την ονειρεύονταν από μικρά παιδιά; Πόσοι πώς έκαναν όλα αυτά που ήθελαν; Πόσοι πώς έζησαν την απόλυτη καταξίωση; Πόσοι την άνοδο και πόσοι την τρομακτική πτώση; Αυτή που αφήνει ένα τεράστιο κενό μέσα σου; Ένα δυσθεώρητο «γιατί»;
Πολλοί λίγοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που κατάφεραν να ζήσουν όλα τα παραπάνω. Για τους περισσότερους θα χρειάζονταν τέσσερις και πέντε ζωές για να καταφέρουν να βιώσουν έστω και τα μισά.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας τα κατάφερε όλα. Ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια μικρό παιδί με όνειρα διπλάσια από το μπόι του για να κατακτήσει τον κόσμο. Τα περισσότερα από αυτά που ονειρευόταν, τα έκανε πραγματικότητα. Ξεκίνησε από το μηδέν, έφτασε στην κορυφή και από εκεί ακολούθησε το αντίστροφο δρομολόγιο που έκανε το τέλος του να είναι πικρό, γεμάτο πόνο και θλίψη.
Το τελευταίο διάστημα με αφορμή την απόφαση της πολιτείας για μετατροπή της βίλας του στην Αγία Παρασκευή σε κέντρο πολιτισμού, άνοιξε και πάλι η κουβέντα για τη πολυδιάστατη και γεμάτη μυστήρια αλλά και αίγλη ζωή του. Ποιος ήταν πραγματικά ο Αλέξανδρος Ιόλας;
Ο πιτσιρικάς που είχε όνειρα μεγαλύτερα από το μπόι του.

Συνηθίζεται στα περισσότερα αφιερώματα όπως το συγκεκριμένο όταν γίνεται αναφορά στα παιδικά χρόνια του ήρωα να γίνεται λόγος για δύσκολες εποχές που τον πείσμωσαν κλπ κλπ.
Στην περίπτωση του Αλέξανδρου Ιόλα, όμως, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Γεννήθηκε ανήμερα της 25ης Μαρτίου του 1907 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Γόνος εύπορης οικογένειας βαμβακεμπόρων είχε ότι μπορεί να θελήσει ένα παιδί.
Από μικρός, ωστόσο, δεν έδειξε την παραμικρή διάθεση να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση. Του άρεσε η τέχνη. Οτιδήποτε είχε σχέση με αυτή. Παίρνει γρήγορα τις αποφάσεις του και πριν καν κλείσει τα 20 του χρόνια, με μοναδικό εφόδιο 10 χρυσές λίρες και τρεις συστατικές επιστολές του Κωνσταντίνου Καβάφη που είχαν σαν αποδέκτες τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Μητρόπουλο, φεύγει για την Αθήνα. Η γιαγιά του σε μια συμβουλή που αν της δώσουμε τη διάσταση της προφητείας θα επιβεβαιωθεί με τρόπο ανατριχιαστικό μερικά χρόνια αργότερα του λέει: «Πήγαινε στη Γερμανία ή στην Ιταλία. Ποτέ μην πας στην Ελλάδα»…
Το ταξίδι του Κωνσταντίνου Κουτσούδη (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) προς μια κοσμοπολίτικη ζωή είχε μόλις ξεκινήσει.
Μια ζωή γεμάτη λάμψη και επιτυχίες.

Στην Αθήνα έμεινε μόνο για τέσσερα χρόνια. Στη συνέχεια φεύγει για το Βερολίνο (1931) αφού πρώτα έχει κάνει μια μικρή στάση στην Ιταλία. Στη Γερμανία αφιερώνεται στην τέχνη του χορού, αλλά μένει μόνο για τρία χρόνια. Εξαιτίας της ανόδου του ναζισμού την εγκαταλείπει και φεύγει για το Παρίσι. Έρχεται σε επαφή με μεγάλες μορφές της τέχνης, αλλά και με διακεκριμένους εικαστικούς.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘30 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και Γίνεται κορυφαίος χορευτής στη νεοσύστατη «Ballet Theatre Company» και αργότερα αναλαμβάνει τη διεύθυνση των μπαλέτων του «Μαρκησίου de Cuevas».
Η αγάπη του για τα έργα τέχνης ξεκίνησε το 1931 όταν περνώντας έξω από μια γκαλερί, είδε και… ερωτεύτηκε έναν πίνακα του Ντε Κίρικο. Μπήκε μέσα, έδωσε μια γενναία προκαταβολή και χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να τον ξεπληρώσει.

Το 1940 συνδέθηκε με τη Θεοδώρα Ρούσβελτ, εγγονή του Προέδρου των ΗΠΑ, η οποία ήταν εκείνη που τον «βάφτισε» Αλέξανδρο Ιόλα. Το 1944 μετά από ένα πέρασμα από τη Βραζιλία και επικαλούμενος ένα τραύμα στο πόδι εγκατέλειψε για πάντα τον χορό, προκειμένου να στραφεί στην άλλη μεγάλη αγάπη του. Με τη βοήθεια της φίλης του δούκισσας Μαρία ντε Γκραμόν άνοιξε το 1946 την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη.
Από εκεί και πέρα υπάρχει μόνο η άνοδος. Οτιδήποτε είχε σχέση με τέχνη και Νέα Υόρκη έφερε την υπογραφή του Ιόλα. Είναι αυτός που κάνει συμφωνία και ευρωπαίοι σουρεαλιστές στέλνουν τα έργα τους σε γκαλερί των ΗΠΑ. Είναι αυτός που ανακαλύπτει το σπουδαίο ταλέντο του Άντι Γουόρχολ και αλλάζει ουσιαστικά τη ροή των πραγμάτων στο ποπ αρτ κίνημα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Δημιουργεί το τεράστιο δίκτυο των Alexandre Iolas Galleries σε Ευρώπη και ΗΠΑ και μέσα από αυτές προσπαθεί και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνει να επιβάλει Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Γκίκας, ο Μόραλης και ο Τσαρούχης στο εξωτερικό.
Τη δεκαετία του 1960 ο Ιόλας έχει «χτυπήσει» ήδη κορυφή. Είναι διάσημος και έχει γνωριμίες που του επέτρεπαν να κάνει τα πάντα. Αποφασίζει να περνάει πλέον όλο και περισσότερο χρόνο στην Αθήνα. Ξεχνάει τη συμβουλή-προφητεία της γιαγιάς του, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή.

Βρίσκει ένα χωράφι μέσα σε κάτι αμπελώνες στην Αγία Παρασκευή και αρχίζει να χτίζει σταδιακά αυτό που σήμερα ξέρουμε ως βίλα Ιόλα. Αρχικά 1-2 δωμάτια για να μεταφέρει κάποια έργα από το εξωτερικό και σιγά σιγά όλο το μέγαρο.
Στενός φίλος του Κ. Καραμανλή, της Μερκούρη, του Κακογιάνη, του Τάχτση. Δεν έκρυψε ποτέ πως ήταν ομοφυλόφιλος και δεν δίσταζε ανοιχτά να λέει πως «οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι εραστές».


































































