Juno έγραψε: 27 Ιουν 2020, 23:08
Τι λες μωρε που θα διαβάσω τη βιογραφία του εγκληματία πολέμου που άρπαζε τα παιδιά από τους γονείς τους. Και θες να αγοράσω και το βιβλίο για να κάνετε πωλήσεις.
Βρε Δημητράκη στο γυναικείο, για ποιες πωλήσεις λες;
Δεν πρόκειται για εκδόσεις του ΚΚΕ. Ούτε είναι βιογραφία από τον Πέτρο Κόκκαλη. Είναι βιογραφία για τον Πέτρο Κόκκαλη από τρίτο πρόσωπο.
Σε τέτοια κείμενα είθισται να παρουσιάζονται προσωπικές επιστολές κλπ. Βγες λίγο από το ντελίριο σου και ίσως δεις ένα καινούριο κόσμο.
Juno έγραψε: 27 Ιουν 2020, 23:08
Μήπως στα απομνημονεύματα του Στάλιν υπάρχει ντοκουμέντο ότι είχε τη έγκριση του ΟΗΕ για να βάλει ανθρώπους στο Ναζινο να αλληλοκανιβαλιστούν; Για ψάξτο και πες μου.
Στα απομνημονεύματα του Στάλιν υπάρχουν ντοκουμέντα για το πώς η ρωσική πουτσα στους ιδεολογικούς σου προγόνους, μπήκε απτον λωκο και βγήκε απ' το στόμα.
Σουρωτηρι έγινε η σουφρα των ναζί, που τόσο αγάπησαν τα δικά σας αμόρφωτα χρυσαυγουλα που ακολουθείτε.
Juno έγραψε: 27 Ιουν 2020, 23:08
Πηγή για το συγκεκριμένο θα ήταν ο ίδιος ο ΟΗΕ για παράδειγμα.
Λες ο ΟΗΕ να έχει σε αρχείο στο ίντερνετ όλες τις δηλώσεις των εργαζομένων του από το 1948;
Αυτά είναι ντοκουμέντα που βρίσκονται σε Μέσα της εποχής και σε αυτά αποκτούν πρόσβαση οσοι κάνουν έρευνα.
Στο βιβλίο για τον απολογισμό της ΕΒΟΠ υπάρχουν παραπομπές στις εφημερίδες και σε άλλα βιβλία, για αυτό το επικαλέστηκα. Θα το βρω και θα το βάλω.
Προς το παρόν, ας μπουν κάποιες επώνυμες μαρτυρίες για τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών στις παιδουπόλεις αλλά και στα κέντρα φιλοξενίας των ανατολικών χωρών.
Η ζωή ενός παιδιού του εμφυλίου πολέμου στη Λ.Δ. Βουλγαρίας
Της Κωνσταντίνας Προϊκάκη του Σταύρου, από το χωριό Φυλακτό Σουφλίου
"Το Μάρτη του 1949, μια νύχτα, ήρθαν στο σπίτι μας αντάρτες του ΔΣΕ να μας πάρουν. Είπαν πως πρέπει να φύγουμε την ίδια νύχτα ‘γιατί αύριο θα είναι αργά’. Η Φρειδερίκη είχε αρχίσει το παιδομάζωμα στέλνοντας τα παιδιά των ανταρτών σε στρατόπεδα.
Έτσι φύγαμε μαζί τους για να βρεθούμε στη ΛΔ Βουλγαρίας και να τακτοποιηθούμε στον παιδικό σταθμό Μπότεφγκραντ. Όλη η διαδρομή μας ήταν το κάτι άλλο που δεν μπορώ να περιγράφω. Παντού μας περίμεναν με μουσική και τραγούδια, μας προσφέρανε λουλούδια, μας φιλούσαν με συγκίνηση και χαρά. Νιώθαμε ευτυχισμένα, νιώθαμε την αγάπη τους. Στον παιδικό σταθμό συγκεντρώθηκαν γύρω στα χίλια παιδιά από 7 μέχρι 15 χρονών. Διευθυντής του σταθμού ήταν ο σ. Μπαρούντος, η σ. Ζουμπουλιά Ερασμία και δυο κοπέλες τραυματισμένες ανταρτοπούλες ήταν οι δασκάλες μας. Το προσωπικό που φρόντιζε την περιποίησή μας ήταν Βουλγάρες.
Τα περισσότερα παιδιά ήταν αγράμματα, λίγα είχαν τελειώσει την Β’ τάξη. Μας χωρίσανε σε τάξεις (Α’ — Στ’), σύμφωνα με την ηλικία μας και αμέσως άρχισαν τα μαθήματα. Στη μάθηση βοηθούσαν όσα παιδιά είχαν τελειώσει κάποιες τάξεις. Έτσι, μέχρι το τέλος του 1948 μπορώ να πω πως τα παιδιά είχαν μάθει να γράφουν και να διαβάζουν και λίγα από γεωγραφία και ιστορία της πατρίδας μας. Ωστόσο, υπήρχε έλλειψη από διδασκαλικό προσωπικό, γι’ αυτό ο Σύλλογος των Πολιτικών Προσφύγων και η ΕΒΟΠ έστειλαν σε δίμηνο παιδαγωγικό φροντιστήριο που έγινε στον παιδικό σταθμό Κάρλοβο, κατάλληλους συντρόφους. Μαζί τους στάλθηκα κι εγώ. Αφού τελειώσαμε με επιτυχία, διοριστήκαμε σε διάφορους παιδικούς σταθμούς.
Εγώ, η Κωνσταντίνα Προϊκάκη απ’ το Φυλακτό, η Πηνελόπη Μιχαηλίδου (σημ. Κ: μετά η Πηνελόπη ήρθε στην Τσεχοσλοβακία) από τη Νότια, η Μαίρη Δουρούλα απ’ τη Χρυσούπολη, η Χρυσούλα Τοπαλίδου απ’ τη Μάνη διοριστήκαμε στον παιδικό σταθμό Παντσερέβο-Γιάγκοντα. Παραδίδαμε όλα τα μαθήματα. Το χειμώνα διδάσκαμε και το καλοκαίρι πηγαίναμε σε φροντιστήρια για να προετοιμαστούμε για την επόμενη χρονιά. Δουλέψαμε έτσι πέντε χρόνια.
Από το 1951, όταν φάνηκε πια ότι ελπίδα για επαναπατρισμό δεν υπήρχε, περάσαμε στα βουλγαρικά σχολεία. Η μάθησή μας γινόταν στα βουλγαρικά, χωρίς βέβαια να σταματήσουμε τα ελληνικά που είχαν συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα των σχολείων. Στο μεταξύ πολλά παιδιά φύγανε για τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες όπου ήταν οι γονείς τους. Έτσι λιγοστέψαμε και οι δάσκαλοι περίσσευαν.
Το 1953 μπήκα σε Γυμνάσιο στη Φιλιππούπολη (Πλόβντιφ) και το 1957 στο Πανεπιστήμιο Ιατρικής για ειδικότητα φαρμακοποιού. Το 1962 με την αποφοίτησή μου, διορίστηκα σε φαρμακείο στη Σόφια και αργότερα ανέλαβα καθήκοντα διευθυντή όπου εργάσθηκα ως την 1.1.1991 που βγήκα σε σύνταξη. Μπορώ να πω πως την ίδια διαδρομή είχαν στη ζωή τους και τ’ άλλα παιδιά που βρέθηκαν στους παιδικούς σταθμούς της Βουλγαρίας.
Σε μία συνάντησή μας, μετά από 25 χρόνια δε γνωρίζαμε πια ο ένας τον άλλον. Δεν ήμασταν τώρα εκείνα τ’ αγράμματα και ζαρωμένα παιδάκια. Τώρα, ήμασταν μορφωμένοι. Όσοι δεν πήγαν σε πανεπιστήμια, τελείωσαν τεχνικές σχολές. Κανείς μας δεν έμεινε αγράμματος».
Στις 15 Μάρτη 1948, 270 παιδιά απ’ το χωριό Λευκίμμη και 21 παιδιά απ’ το χωριό Τριφύλλι του Νομού Έβρου, ηλικίας κάτω από 13 χρόνων, ξεκίνησαν να περάσουν τα ελληνοβουλγάρικα σύνορα. Ανάμεσά τους κι ο Μιλτιάδης Μητηλέστης, ο μόνος μεγάλος. Ήταν 15 χρόνων…
Ξεκινήσαμε την 1η του Μάρτη απ’ το χωριό Λευκίμμη με 15 βοϊδάμαξες και 23 γαϊδούρια, όλα καταφορτωμένα παιδιά. Ήταν μια ηρωική πορεία παιδιών, που πεινούσαν και τρέμανε από φόβο. Ήταν παιδιά που δεν είχαν πια πατεράδες. Παιδιά μαχητών του ΔΣΕ. Οι μανάδες τους τα φέρναν στην αγκαλιά τους ή τα παρέδιναν στους παππούδες που περίμεναν με τις βοϊδάμαξες έξω απ’ το χωριό. Κλαίγαν οι μανάδες, κλαίγαν τα παιδάκια, κλαίγαν και οι παππούδες που τα παραλάβαιναν. Οι μόνοι που βοηθούσαν στην τραγωδία αυτή, ήμασταν 4-5 παιδιά μεγαλύτερα, όπως ο Δαμιανός, ο Ψημένος, ο Σταύρος, ο Βαγγέλης, ο Στάθης, όλοι πλησίον της ηλικίας μου.
Όπως είπα, μαζί ας ήταν και 21 παιδιά απ’ το χωριό Τριφύλλι. Η Μυρσίνη Βρανίδου ήταν η πιο μεγάλη 14 χρόνων. Αυτή ήταν η μάνα τους, η δασκάλα τους, η συνοδός των 21 παιδιών.
…Κανένας δεν μας άρπαξε απ’ την αγκάλη της μάνας μας, αλλά η μάνα μας έφερε στην αγκάλη της ή μας κρατούσε απ’ το χέρι και μας παρέδωσε στους παππούδες. Στον γέρο-Καμίλα Κώστα, στον Μπάνγκο Παναγιώτη, στον Βεγκλεκτσή Απόστολο, στον Γιούζμπαση Γεώργιο και άλλους, που δεν τους θυμάμαι. Αυτοί μας ονόμασαν υπεύθυνους της αποστολής, αυτής της ηρωικής παιδικής πορείας.
…Η φάλαγγά μας ήταν μεγάλη και βαδίζαμε αρκετά γρήγορα. Την νύχτα ξεκουραζόμασταν. Την πρώτη στάση την κάναμε στο Τσκούργιαρη (Βερίνη). Εδώ συναντήσαμε το τάγμα του Μεσσηνέζη που μας τακτοποίησε όλους σε σπίτια…
…Βαδίζαμε ακόμη μια μέρα, τη νύχτα αργά φτάσαμε στους πρόποδες του βουνού Μουκαντέδες. Εδώ ανάψαμε φωτιές και ξημερώσαμε. Κοιμηθήκαμε όπως μπορέσαμε ο καθένας. Εμείς οι μεγαλύτεροι φυλάγαμε τα μικρά να μη ξεσκεπαστούν και κρυώσουνε. Εδώ βρήκαμε και δύο στρατιώτες σκοτωμένους, δύο σκελετούς, τους γνωρίσαμε απ’ την κορώνα τους και τα όπλα τους. Πήραμε τα όπλα και τις σφαίρες τους και την άλλη μέρα τα παραδώσαμε σ’ ένα μικρό αντάρτη που συναντήσαμε στο Μικρό Δέριο…
…Πέρασαν 14 μερόνυχτα.
…Την άλλη μέρα, 15 Μάρτη, συνοδεία του μαχητή του ΔΣΕ Νεραντζάκη, κοντά στο βραδάκι, φθάσαμε στα ελληνοβουλγάρικα σύνορα. Μας περίλαβαν βούλγαροι στρατιώτες και άνθρωποι του Βουλγαρικού Ερυθρού Σταυρού. Μας υποδέχτηκαν με ελληνική μουσική, τραγουδήσαμε και χορέψαμε μαζί τους, ώσπου ήρθαν και μας πήραν με μια αμαξοστοιχία και κατά τα μεσάνυχτα 15 προς 16 Μαρτίου, με αυτοκίνητα μας πήραν και τα ξημερώματα μας κατέβασαν στο χωριό Ουρτάκιο. Εδώ μας δώσαν και φάγαμε τσάι και μαρμελάδα το πρωί και πολύ καλή φασολάδα το μεσημέρι. Αφού βάλαν τα ρούχα μας σε κλίβανο, ένα μηχάνημα ή καζάνι με ατμό, κάναμε και ζεστό μπάνιο. Με λίγα λόγια ξεψειριάσαμε λίγο. Μας ανεβάσανε για πρώτη φορά σε μεγάλα επιβατικά αυτοκίνητα, λέγαν πως λέγονταν λεωφορεία. Έξι λεωφορεία μας πήραν και μας κατέβασαν στη Φιλιππούπολη. Εδώ φτάσαμε πρωί και μας πήγαν, μας φίλεψαν σ’ ένα μεγάλο εστιατόριο. Για πρώτη φορά χορτάσαμε γλυκό τσάι, μπόλικο ζεστό ψωμί και άφθονο πρόβειο τυρί…
…Από δω ανεβήκαμε σε ειδική αμαξοστοιχία, που μας κατέβασε στον Παιδικό Σταθμό Μπάνκες, μια πολύ όμορφη λουτρόπολη με πολύ ωραία βασιλικά κτίρια. Όταν φτάσαμε εδώ μαζί μας φέραμε και τις ψείρες και την ψώρα και τις αρρώστιες. Γι’ αυτό μας περίλαβαν γιατροί και νοσοκόμες αδερφές, μας κούρεψαν, μας κάναν μπάνιο και μας άλλαξαν. Μας δώσαν καινούργια ρούχα. Εσώρουχα, κάλτσες, παπούτσια, πουλόβερ, πανταλόνι, σακάκι και παλτό. Τα κορίτσια ανάλογη κοριτσίστικη ενδυμασία. Όλοι είχαμε φτάσει σχεδόν ξυπόλητοι και με παλιά ρούχα. Ένα μόνο να σας αναφέρω.
Όταν μπήκαμε στο πολύ ζεστό νερό της λουτροπισίνας, όσο ζεσταινόταν το νερό φούσκωναν οι ψείρες και βγαίναν στην επιφάνεια της πισίνας. Αλλά όταν βγήκαμε από το νερό αλλάξαμε τα ρούχα μας και είμασταν ολοκάθαροι. Έτσι μας τακτοποίησαν σε δωμάτια και κρεβάτια με ολόλευκα σεντόνια και μαξιλάρια, από δύο κουβέρτες και τα καλοριφέρ καταζέσταιναν τα δωμάτιά μας…
…Αρχίσαμε μια νέα ζωή, που ούτε καν την ονειρευόμαστε…»
Πηγή: Δημήτρης Σέρβος, "Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια"
Τι βλεπουμε εδώ; Κοινές εικόνες και μνήμες. Παιδιά που έφυγαν μισοπεθαμενα από μια άγονη χώρα, που τα είχε αφήσει αβοηθητα στο έλεος της καταστροφής. Νηστικά, αρρωστιαρικα, χωρίς τα στοιχειωδη. Αγράμματα και φοβισμένα.
Οι ίδιες οι μάνες τους τα ξεπροβοδισαν με ζέση, ελπίζοντας να έχουν μια καλύτερη ζωή. Και πράγματι, τη βρήκαν.
Ας δούμε τώρα και τι συνέβαινε στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης.
Μια πτυχή της άθλιας κατάστασης που επικρατούσε στις λεγόμενες «παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης, όπου τα παιδιά εκτός των άλλων δεχόντουσαν κάθε ώρα της μέρας πλύση εγκεφάλου με οχετούς αντικομουνισμού, είδε το φως της δημοσιότητας τον Αύγουστο του 1950, όταν η εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος» δημοσίευσε επιστολή που υπέγραφαν 25 νέα παιδιά, καταγγέλλοντας τις εφιαλτικές μέρες που έζησαν στην «παιδούπολη» της Φρειδερίκης στη Κηφισιά, από τους δεσμοφύλακές τους. Να σημειωθεί ότι για τη δημοσίευση της επιστολής, ο διευθυντής της εφημερίδας, δημοσιογράφος Ρίτσης, δέχτηκε στη συνέχεια τις «συνέπειες του νόμου»…
Κύριε Διευθυντά,
Σας παρακαλούμε να δημοσιεύσετε την επιστολή μας αυτή που είναι μια έκκληση συγγνώμης προς τον Ελληνικό Λαό που εμείς τα ανήλικα παιδιά του τον αποκηρύξαμε κάτω από συνθήκες ενός ανείπωτου μαρτυρίου στο «Αναμορφωτήριο» της Κηφισίας και σύγκαιρα ένας όρκος απέραντης πίστης στα ιδανικά της λευτεριάς, της αλήθειας και του δίκιου. Και ακόμα είναι μια καταγγελία: Ένα αμείλικτο κατηγορώ για τους δήμιους που εμπνεύσθηκαν, οργάνωσαν και εξετέλεσαν το τρομερό έγκλημα του αφανισμού, της ψυχικής εξουθένωσης και της σωματικής και ηθικής καταστροφής χιλιάδων παιδιών της Ελλάδας, έγκλημα που θα στιγματίσει την ανθρώπινη ιστορία. Ας κρίνει ο Ελληνικός λαός και η παγκόσμια κοινή γνώμη αν είναι δυνατόν ποτέ ανθρώπινος νους να φανταστεί μια τέτοια περίπτωση εγκληματικού σαδισμού και ψυχικής διαστρέβλωσης, αν είναι δυνατόν τα τέρατα αυτά να φέρουν τον τίτλο του ανθρώπου και να εξακολουθούν να είναι μέλη μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Δήμιοι και βασανιστές επαγγελματίες, δολοφόνοι και σαδιστές πωρωμένοι που μαθήτευσαν στα σχολεία της Γκεστάπο και των Ες-Ες, ρίχθηκαν πάνω στα παιδικά μας κορμιά για να κορέσουν τα βρωμερά τους ένστικτα. Μα… ας μιλήσουν τα γεγονότα.
Από τις αρχές του 1948 η διεύθυνση του Αναμορφωτηρίου εγκαινίασε την πολιτική του αφανισμού με τη μέθοδο της πείνας. Σάπιες σαρδέλες, λαχανίδες, πατάτες νερόβραστες και όσπρια σκουληκιασμένα και τσάι με σταφιδίνη, ήταν το καθημερινό μας συσσίτιο. Μέρα με τη μέρα η ζωή μας γινόταν αφόρητη. Στις αρχές του Ιούνη περνάμε καινούρια φάση. Με επικεφαλής τον διευθυντή Μουζάκη, τους φύλακες Σκιζά, Ξυδέα, Βάλι, Νικήτα, Σιώρη, Κατσαμπούλα, Γούλα κλπ. και τους χίτες ποινικούς Λεμπέση, Σιγούρο, Καρδαμίτση, Χαλκιά, Λιβέρη, Σιγάλα και άλλους, μας συγκεντρώνουν στο προαύλιο, κάνουν κλοιό γύρω μας και με αφορμή ότι δήθεν δεν πήραμε το τσάι με σταφιδίνη, πέφτουν πάνω μας με κτηνώδικους αλαλαγμούς χτυπώντας αλύπητα με γκλομπς στο σωρό. Μια ώρα κράτησε το μακελειό και κάθε λεπτό της ένα κορμί έπεφτε ματωμένο, ενώ πάνω του συνέχιζε ο χορός των κανιβάλων με τις αρβύλες και τα ρόπαλα…
Άγρια βογγητά, πνιγμένες φωνές των δεκαπεντάχρονων αγοριών, ξέψυχες επικλήσεις των λαβωμένων ζεστό το παιδικό αίμα που έτρεχε στη γη δεν στάθηκε μπορετό να κρατήσει το δολοφόνο χέρι των μεθυσμένων φονιάδων. Προσωπικά ο διευθυντής Μουζάκης κτυπά τον Βασίλη Βαλσαμίδη, τον ρίχνει αναίσθητο με ματωμένο πρόσωπο, ενώ σε λίγο χώνει το γκλομπ στο στόμα του Λ. Ανεστόπουλου τόσο δυνατά που του σπάει τα δόντια. Φωνάζει το φύλακα Σχίζα να κτυπά με το ρόπαλο και όχι με τις γροθιές. Αυτός γελώντας σαρδωνικά, γονατισμένος πάνω από το κουφάρι του νεαρού Παπαδημητρίου, του απαντά ότι θέλει να μάθει μποξ, ενώ του δείχνει τις γροθιές του που είναι κόκκινες από το αίμα. Ο Παπαδημητρίου έκανε συνεχείς αιμοπτύσεις κατοπινά και κουφάθηκε. Ξετρελαμένα από τον πανικό τρέχουμε κάπου να κουρνιάσουμε, να ξεφύγουμε το μακελειό, μα παντού μάς βρίσκει η μανία του φονιά. Χιλιοματωμένους μας ρίχνουνε με κλωτσιές στο τσιμέντο της αυλής. Πάνω από τη σκάλα της βεράντας οι διάδρομοι γεμίζουν λιπόθυμα κορμιά. Τραβώντας από τα πόδια, ενώ σε κάθε σκαλοπάτι χτυπώντας το αναίσθητο ματωμένο κεφάλι μας, μας κατεβάζουν στα πειθαρχεία.
Το άλλο πρωί με ανοιχτές πληγές και μισοπεθαμένους, ο διευθυντής με τον αρχιφύλακα Ρήγα μας υποχρέωσαν με την απειλή του γκλομπ να κάνουμε μια ώρα το «σηκωθείτε- καθήστε». Από δω και πέρα κάθε στιγμή, κάθε λεπτό είναι μια ματωμένη σελίδα οργιαστικού εγκλήματος και απίθανου βασανισμού. Ο σκοπός τους ξεκάθαρος: να κάνουμε δήλωση. Χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα, από την ψυχολογική βία των βασανισμών, την απειλή της εξόντωσης, με τρόπους αφάνταστα κτηνώδικους, το ηθικό κουρέλιασμα με τον αισχρό βιασμό του κορμιού και της ψυχής, με τελικό σκοπό τη δημιουργία του ομαδικού πανικού και του διαρκούς ψυχικού άγχους που θα μας μετέτρεπε σε κουρέλια, σωματικά και ηθικά, ένα άβουλο και ασυνείδητο κοπάδι πανικόβλητων ζώων, χωρίς καμιά αρχή και κανένα ανθρώπινο γνώρισμα, για να μας ρίξουν κατοπινά στο βούρκο της διαφθοράς και της ατίμωσης με πρώτο σκαλοπάτι την ντροπιασμένη δήλωση. Οποιαδήποτε ώρα της νύχτας άνοιγαν τους θαλάμους και έπαιρναν όσους και όποιους θέλανε. Απ’ την πόρτα και σ’ όλο το μήκος του διαδρόμου παραταγμένοι οι Χίτες, ποινικοί και οι φύλακες παίζανε το αγαπημένο τους παιχνίδι – όπως λέγανε- το «Μπαλόνι». Με κλωτσιές στην κοιλιά, γροθιές και γκλομπς, ο καθένας φρόντιζε να μεταβιβάζει το «Μπαλόνι» που ήταν το ματωμένο κορμί μας στον επόμενο βασανιστή για να συνεχιστεί ως τον τελευταίο στην πόρτα του διευθυντή, που όμως σπάνια φτάναμε, αφού στο μεταξύ είχαμε πέσει αναίσθητοι. Σ’ έναν κουβά με βρωμιές βουτούσαν το κεφάλι μας για να μας μπάσουν στο γραφείο. Ο Μουζάκης μάς έδειχνε το χαρτί της δήλωσης. Στην άρνησή μας, καινούριος κατακλυσμός από χτυπήματα επακολουθούσε, στο διάδρομο παιζόταν πάλι το “Μπαλόνι” για να καταλήξουμε τελικά στα πειθαρχεία, όπου είχαν στήσει το στρατηγείο τους οι άσοι τους, βασανιστές Λεμπέσης, Λιβέρης, Σιγούρος κλπ., ποινικοί χίτες, με την καθοδήγηση και παρουσία του υπαρχιφύλακα Ρήγα, των φυλάκων Νικήτα, Σιώρη και άλλων. Το όργιο έφτανε στο κατακόρυφο. Δεμένους στη φάλαγγα, μας χτυπούσαν με τη σειρά με βάρδιες, με ρόπαλα, με συρματόσχοινα και με κάλτσες γεμάτες τσιμέντο. Στο στόμα μάς έχωναν σφουγγαρόπανα για να μη φωνάζουμε και κομμάτια σαπούνι που έπρεπε να τα φάμε σε ορισμένα λεπτά. Μας γύμνωναν και μας έκαιγαν τα γεννητικά όργανα με τσιγάρα και κάρβουνα. Έχωναν μέσα στο αποχετευτικό έντερο γκλομπς και αναμμένα τσιγάρα. Ολόκληρες νύχτες κρατούσε το μαρτύριο. Γυμνούς, αναίσθητους με χιλιοματωμένα και σπαραγμένα κορμιά μάς πέταγαν κατοπινά στα πειθαρχεία ή μας ξάπλωναν μισοπεθαμένους στους διαδρόμους ως το πρωί για να μας δουν οι άλλοι όταν θα βγουν από τους θαλάμους με σκοπό να ασκήσουν ψυχολογική πίεση και να τους τρομοκρατήσουν. Στους θαλάμους οι χίτες βασανιστές που σκόπιμα είχε βάλει η διεύθυνση μας ξυπνούσαν οποιαδήποτε ώρα της νύχτας, μας υποχρέωναν να τραγουδάμε χίτικα τραγούδια, ξεσκίζοντας τα μάγουλά μας και το λαιμό μας με γυαλιά, πιρούνια κ.α. Μας χτυπούσαν με σανίδες και μας ξεγύμνωναν για να κάνουν πραγματογνωμοσύνη, όπως έλεγαν, αν είμαστε κορίτσια ή αγόρια. Στο τέλος κάπνιζαν χασίς κι έπαιρναν τους μικρότερους για να «κοιμηθούνε» μαζί τους.
Στο προαύλιο χρησιμοποιούσαν το λιντσάρισμα. Βογκούσε η φυλακή απ’ άκρη σ’ άκρη από τον σπαραγμό και την οδύνη εκατοντάδων παιδιών. Μας έδεναν στα συρματοπλέγματα ολόκληρη μέρα μέσα στο αυγουστιάτικο λιοπύρι και τη νύχτα μάς έκλειναν στο μπουντρούμι με μοναδική τροφή σαρδέλες χωρίς νερό… Μας έραβαν ταινίες στην πλάτη και το στήθος που από τη μια μεριά έγραφαν τα ονόματά μας αλλαγμένα με κατάληξη σλαβική, λ. χ. Τερλιμπάκος – Τερλιμπακόφ, Παρράς – Παρόφσκι, Μαλιάγκας – Μαλιγκόφ, Μάντζος – Μαντζόφ και από την άλλη τη λέξη “Βούλγαρος”, με την υποχρέωση να τη φοράμε και στον ύπνο μας ακόμα. Μας διοχέτευαν ηλεκτρικό ρεύμα για να μας παραλύουν το νευρικό σύστημα. Μας υποχρέωναν ύστερα απ’ αυτή την τρομερή κατάσταση και τη φοβερή εξάντληση να δίνουμε 450 γραμμάρια αίμα κάθε φορά για το μέτωπο. Ζωντανά πτώματα μας έσερναν στα κρεββάτια της αφαίμαξης και μας μυζούσαν τις λίγες σταγόνες ζωής που μας είχαν αφήσει. Μια χαρακτηριστική περίπτωση σε αναρίθμητες άλλες, Για το 17χρονο αγόρι Α. Παπαγιάννη, τραυματία από το βόλι του Σούρλα και σκελετωμένο από τα βασανιστήρια, οι γιατροί του Ερυθρού Σταυρού είπαν να μην του πάρουν. Ο διευθυντής Μουζάκης τον έσφιξε ο ίδιος στο κρεββάτι και έδωσε διαταγή να γίνει η αφαίμαξη γιατί είναι «Βούλγαρος» και όταν λιποθύμησε είπε γελώντας: «Πάρτε τον και δώστε του ένα κύπελλο γάλα, να συνέλθει, τόσο αξίζει το αίμα του».
Μα τα κτήνη εκτός απ’ όλα αυτά χρησιμοποίησαν και τη μέθοδο του ανήθικου βιασμού και της ασέλγειας, για να μας κουρελιάσουν το ηθικό, να μας αφαιρέσουν κάθε ανθρώπινη σκέψη, πράγμα που θα τους διευκόλυνε στον σκοπό τους, να μας λυγίσουν και ακόμα για να ικανοποιούν το διαστρεβλωμένο σεξουαλισμό τους. Οι αποθήκες, τα μαγειρεία, το μπάνιο, τα πειθαρχεία μα και οι θάλαμοι ακόμα, είχαν μετατραπεί σε χαρέμια από τους χίτες βασανιστές Λεμπέση, Καρδαμίτσα, Σγούρα κλπ., από τον υπαρχιφύλακα Ρήγα και τους φύλακες Σχίζα και Βάλλις που οργάνωναν την όλη κίνηση. Με την απειλή του βασανισμού και την τρομοκρατία έπαιρναν από τους θαλάμους τη νύχτα αγόρια μικρά και μεγάλα, διαλέγοντας τα ομορφότερα και τα βίαζαν ομαδικά. Ήταν τέτοιο το όργιο της ασέλγειας ώστε μέσα σε μια νύχτα το 14χρονο παιδί Καλύβα Κωνσταντίνο από τη Ρούμελη, έπαθε ακατάσχετη αιμορραγία και έξοδο του εντέρου. Οι φύλακες Σχίζας και Βάλλις πιάστηκαν και αναφέρθηκαν στην διεύθυνση του αναμορφωτηρίου χωρίς καμιά συνέπεια. Ο υπαρχιφύλακας Πασσαδάκης συνέλαβε επ’ αυτοφώρω τον χίτη βασανιστή Καρδαμίτσα χωρίς να του γίνει παρατήρηση. Ήταν τόση η κυριαρχία των δημίων στην φυλακή σαν όργανα του Μουζάκη, που τελικά ο βιαστής κατηγόρησε τον υπαρχιφύλακα σαν αριστερό και συκοφάντη. Σ’ άλλη περίπτωση κατηγόρησε και έστειλαν στο στρατοδικείο τον δάσκαλο της φυλακής. Κυνήγησαν στο προαύλιο έναν ιεροκήρυκα γιατί είπε πως τα χίτικα τραγούδια δεν ήταν εθνικά και θρησκευτικά. Και όταν κάτω από τις συνθήκες αυτές αρχίσαμε να υπογράφουμε την άτιμη δήλωση, τότε μας έσπρωχναν πάλι με το ξύλο και την απειλή να κτυπήσουμε εκείνους που δεν είχαν λυγίσει ακόμα για να μας φτιάξουν και μας δήμιους και βασανιστές, που σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσαμε πια να ζητήσουμε και να πάρουμε τη συγνώμη του λαού μας.
Και το μαρτύριο εξακολουθούσε και όλα αυτά για να κάνουμε δήλωση, να αναμορφωθούμε και να γίνουμε τίμιοι «Εθνικόφρονες» Έλληνες!!! Με το βασανισμό, τη διαφθορά, με το χασίς και το έγκλημα και την ασέλγεια!!! Κάθε έννοια πολιτισμού καταρρακώθηκε, κάθε αντίληψη ανθρωπιάς και ηθικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας γκρεμίστηκε μέσα στην άγρια και πρωτόγονη ζούγκλα του αναμορφωτηρίου της Κηφισιάς. Σ’ όλα τα σανατόρια, τις φυλακές και τα ψυχιατρεία της χώρας ζωντανοί μάρτυρες ενός φρικιαστικού ματωμένου οργίου, που μπροστά στο μέγεθος της εγκληματικότητάς του ωχριούν η Ιερή Εξέταση και η Μέρλιν, υψώνουν αντάμα με τη δική μας ραγισμένη φωνή της ποδοπατημένης και προπυλακισμένης ζωής που σπάραξαν τα αγρίμια του ολέθρου. Και τώρα με βουρκωμένα τα μάτια της ψυχής έχοντας απόλυτη επίγνωση της ευθύνης μας σαν νέων ανθρώπων απλώνουμε το χέρι στον Ελληνικό Λαό, τον βασανισμένο λαό μας, ζητώντας την συγγνώμην του. Απλώνουμε το χέρι για να δώσουμε ακόμα τον μεγάλο μας όρκο της πεισματάρικης προσήλωσής μας στα ιδανικά της αλήθειας, της Δημοκρατίας και της Ειρήνης. Κάνοντας γνωστά και καταγγέλοντας σ’ ολόκληρη της δημοκρατική ανθρωπότητα το αφάνταστο και ανήκουστο έγκλημα που έγινε σε βάρος μας απ’ τα τέρατα του ελληνικού νεοφασισμού, διακηρύσσουμε πως δεν αναγνωρίζουμε ούτε θ’ αναγνωρίσουμε ποτέ την ντροπιασμένη δήλωση μετανοίας που μας απέσπασαν κάτω από συνθήκες τρομοκρατικής, σωματικής και ψυχικής βίας.
Σάπιο φαγητό, καθημερινοί ξυλοδαρμοί και συνεχή μαρτύρια, που αν τα περνούσε χριστιανός θα είχε αγιάσει.
Βιασμοί και καψόνια, κακοποίηση άνευ προηγουμένου. Αυτά πρόσφερε το αστικό κράτος της εποχής στα παιδιά του.