Νέες κυκλοφορίες, προτάσεις για νέα ακούσματα, κριτικές
Κανόνες Δ. Συζήτησης
Στα νήματα της ενότητας που βάζετε μουσικά βίντεο, παρακαλούμε να περιοριστείτε σε 1 ή το πολύ 2 βίντεο ανά ποστ, για να μην υπερφορτώνονται οι browsers.
Ενωμενοι αδελφικα - στον κοινο αγωνα οι κομπλεξικοι ευρωγλυφτες μπουρζουαδες που απεχθανονται το λαο που τους ετυχε με τους βαρεμενους κομθουνες που απλα τον σιχαινονται προσθετοντας αλλο ενα εγκλημα στο πλουσιο ποινικο μητρωο τους
Το να γλυφουν εκει που εφτυναν ειναι κοινο χαρακτηριστικο τους
παμε γερα με Επιθεωρηση τεχνης 1956
Τα ριχνει ο δεξιοτεχνης της κλανιας μεγαλος δημοκρατης κ αθρωπιστης κ καταδικασμενος στην αφανεια Γαρδικης
Δ. Γαρδίκης, (ΕΤ, τχ. 21, Σεπτέμβριος) ελεεινολογώντας τον «καθημερινό πόλεμο της ανάσας μας απ’ την μπόχα της ρεμπετιάς», από τον «ρεμπετισμό», που δεν είναι παρά «υποταγή στη μοίρα και συμφιλίωση με το κισμέτ», και τον «κουτσαβακισμό», για να καταλήξει ότι η «σαπίλα δε θέλει χαϊδολογήματα. Φτυάρι και κάρρο. Να τι θέλει». Εδώ ο στιγματισμός είναι απροκάλυπτος, αποβλέποντας στην ολική εξαφάνιση ενός ολόκληρου πολιτισμικού μορφώματος που απάδει προς τον αριστερό «Κανόνα»/προτάγματα της ταξικής αγωνιστικότητας.
να βαλω κραουνακη που ειναι στην επικαιροτητα κ ενορχηστρωτικη κακοποιηση τραγουδιου ουσιαστικα φτυσιμο στο '' λουμπεναριο'' κ στην χαμηλη αισθητικη του - στα προχω ελιτιστικα το λενε διαφορετικη οπτικη
Αγις έγραψε: 01 Μάιος 2020, 03:02
να βαλω κραουνακη που ειναι στην επικαιροτητα κ ενορχηστρωτικη κακοποιηση τραγουδιου ουσιαστικα φτυσιμο στο '' λουμπεναριο'' κ στην χαμηλη αισθητικη του - στα προχω ελιτιστικα το λενε διαφορετικη οπτικη
ανεβαζω κ εδω την τρομερη κ φοβερη γκιοσα της μπουρζουαζιας Σπανουδη
Σε άρθρο της, με τίτλο «Μουσική του ελληνικού λαού» (Οκτώβρης του 1938), μας πληροφορεί ότι «σε κάθε υπαίθριο και υπόγειο κέντρον, σε κάθε συνοικιακό καφενείο, σε κάθε απόμερη αυλή, σε κάθε γωνιά προσφυγικού συνοικισμού, τα γραμμόφωνα απ’ το πρωί ως το βράδυ οργιάζουν. Ως τώρα κυριαρχούσε ο απαίσιος ανατολίτικος αμανές. Τώρα τελευταία έχει απαγορευθεί. Εκείνοι που έλαβαν αυτό το μέτρο, επιτέλους, είναι πραγματικά άξιοι εθνικής ευγνωμοσύνης.»
Η Σπανούδη δηλώνει στην «Πρωία» (1932) ικανοποιημένη που «το υπουργείο Πρωτευούσης και Παιδείας, φροντίζει ώστε στο ραδιόφωνο να παίζονται συναυλίες κλασικής μουσικής.» Σύμφωνα με τη μουσικοκριτικό, «άριες ιταλικών μελοδραμάτων, μουσική μπαλέτου και γενικά κλασική μουσική υπερσιτίζουν τις αστικές τάξεις. Όμως ο πολύς κοσμάκης υποσιτίζεται, επειδή τρέφεται με ανατολίτικους ήχους και λαϊκά τραγούδια.» Η Σπανούδη ζητά να απαγορευτούν τα «ακατανόμαστα τουρκόφωνα, ταπεινά, χυδαία και γαιώδη, που χαμοσέρνουν την τέχνη των ήχων στα βρωμερότερα επίπεδα της μουσικής ρυπαρογραφίας και αποτελούν ως σήμερα το άπαντον των μουσικών απολαύσεων του ελληνικού λαού. Όλα αυτά τα απομεινάρια της σκλαβιάς και του χαμού», μαζί με τα άλλα ρεμπέτικα, συναποτελούν ένα ρεύμα δυσώδους μουσικού οχετού, μέσα στον οποίο σέρνεται ανερμάτιστος ο ελληνικός λαός.»
Η υψηλη διανοηση - κατα Μπερια - τα ειχε καταλαβει ολα
(Σεφέρης, χειρόγραφο Σεπ. (19)41, σχολιάζει μία από δύο απόπειρες δολοφονίας του Βενιζέλου, αυτήν από τον ληστή Καραθανάση):
…Η ίδια η κυβέρνηση παρουσιαζόταν συνεργός της δολοφονίας, σαν ένας κοινός ρεμπέτης. …
Η λέξη ρεμπέτης, λοιπόν, είχε περάσει στην ελίτ των λογοτεχνών μας, με την έννοια βεβαίως που της δίνει ο Σεφέρης.
Αγις έγραψε: 01 Μάιος 2020, 03:13
ανεβαζω κ εδω την τρομερη κ φοβερη γκιοσα της μπουρζουαζιας Σπανουδη
Σε άρθρο της, με τίτλο «Μουσική του ελληνικού λαού» (Οκτώβρης του 1938), μας πληροφορεί ότι «σε κάθε υπαίθριο και υπόγειο κέντρον, σε κάθε συνοικιακό καφενείο, σε κάθε απόμερη αυλή, σε κάθε γωνιά προσφυγικού συνοικισμού, τα γραμμόφωνα απ’ το πρωί ως το βράδυ οργιάζουν. Ως τώρα κυριαρχούσε ο απαίσιος ανατολίτικος αμανές. Τώρα τελευταία έχει απαγορευθεί. Εκείνοι που έλαβαν αυτό το μέτρο, επιτέλους, είναι πραγματικά άξιοι εθνικής ευγνωμοσύνης.»
Η Σπανούδη δηλώνει στην «Πρωία» (1932) ικανοποιημένη που «το υπουργείο Πρωτευούσης και Παιδείας, φροντίζει ώστε στο ραδιόφωνο να παίζονται συναυλίες κλασικής μουσικής.» Σύμφωνα με τη μουσικοκριτικό, «άριες ιταλικών μελοδραμάτων, μουσική μπαλέτου και γενικά κλασική μουσική υπερσιτίζουν τις αστικές τάξεις. Όμως ο πολύς κοσμάκης υποσιτίζεται, επειδή τρέφεται με ανατολίτικους ήχους και λαϊκά τραγούδια.» Η Σπανούδη ζητά να απαγορευτούν τα «ακατανόμαστα τουρκόφωνα, ταπεινά, χυδαία και γαιώδη, που χαμοσέρνουν την τέχνη των ήχων στα βρωμερότερα επίπεδα της μουσικής ρυπαρογραφίας και αποτελούν ως σήμερα το άπαντον των μουσικών απολαύσεων του ελληνικού λαού. Όλα αυτά τα απομεινάρια της σκλαβιάς και του χαμού», μαζί με τα άλλα ρεμπέτικα, συναποτελούν ένα ρεύμα δυσώδους μουσικού οχετού, μέσα στον οποίο σέρνεται ανερμάτιστος ο ελληνικός λαός.»
Κι ο Μάθεσης ο τρελάκιας δεν γούσταρε τα μικρασιάτικα.
Αγις έγραψε: 01 Μάιος 2020, 03:13
ανεβαζω κ εδω την τρομερη κ φοβερη γκιοσα της μπουρζουαζιας Σπανουδη
Σε άρθρο της, με τίτλο «Μουσική του ελληνικού λαού» (Οκτώβρης του 1938), μας πληροφορεί ότι «σε κάθε υπαίθριο και υπόγειο κέντρον, σε κάθε συνοικιακό καφενείο, σε κάθε απόμερη αυλή, σε κάθε γωνιά προσφυγικού συνοικισμού, τα γραμμόφωνα απ’ το πρωί ως το βράδυ οργιάζουν. Ως τώρα κυριαρχούσε ο απαίσιος ανατολίτικος αμανές. Τώρα τελευταία έχει απαγορευθεί. Εκείνοι που έλαβαν αυτό το μέτρο, επιτέλους, είναι πραγματικά άξιοι εθνικής ευγνωμοσύνης.»
Η Σπανούδη δηλώνει στην «Πρωία» (1932) ικανοποιημένη που «το υπουργείο Πρωτευούσης και Παιδείας, φροντίζει ώστε στο ραδιόφωνο να παίζονται συναυλίες κλασικής μουσικής.» Σύμφωνα με τη μουσικοκριτικό, «άριες ιταλικών μελοδραμάτων, μουσική μπαλέτου και γενικά κλασική μουσική υπερσιτίζουν τις αστικές τάξεις. Όμως ο πολύς κοσμάκης υποσιτίζεται, επειδή τρέφεται με ανατολίτικους ήχους και λαϊκά τραγούδια.» Η Σπανούδη ζητά να απαγορευτούν τα «ακατανόμαστα τουρκόφωνα, ταπεινά, χυδαία και γαιώδη, που χαμοσέρνουν την τέχνη των ήχων στα βρωμερότερα επίπεδα της μουσικής ρυπαρογραφίας και αποτελούν ως σήμερα το άπαντον των μουσικών απολαύσεων του ελληνικού λαού. Όλα αυτά τα απομεινάρια της σκλαβιάς και του χαμού», μαζί με τα άλλα ρεμπέτικα, συναποτελούν ένα ρεύμα δυσώδους μουσικού οχετού, μέσα στον οποίο σέρνεται ανερμάτιστος ο ελληνικός λαός.»
Κι ο Μάθεσης ο τρελάκιας δεν γούσταρε τα μικρασιάτικα.
οι πειραιωτες γενικα δεν ηθελαν ουτια και κανονακια+ νωχελικο πολυπλοκα μακαμιστικο παιξιμο - θυμησου τον τρομερο μανε του Παγιουμτζη με μπουζουκια Βαμβακαρη κ Περιστερη
εδω η γκιοσα τα ριχνει στους μανεδες - παγιο αιτημα των κομπλεξικων αστων η απαγορευση -την εκανε ο μεταξας
αιτιολογια αυτη που γραφει η κυρατσα - ειναι απαισιος κ ανατολιτικος
ο κεμαλ την ιδα εποχη τους απαγορευσε σαν Ελληνικους
Όταν η πολιτική εξουσία απαγορεύει τη λαϊκή μουσική, τον πολιτισμό, τον αυθεντικό τρόπο ζωής, πάντα γελοιοποιείται από την ίδια τη ζωή.
Πανέμορφη μικρού μήκους ταινία του Σινάν Τσετίν.
Τα γεγονότα υποτίθεται συμβαίνουν σε ένα χωριό της Ανατολίας στις 2 Νοεμβρίου του 1934.
Έμμεσα αναφέρεται στην απαγόρευση της Κουρδικής γλώσσας και μουσικής από το σύγχρονο Τουρκικό κράτος,
Όπως λέει ο ίδιος: «Εκείνα τα χρόνια η Κυβέρνηση της Τουρκικής Δημοκρατίας απαγόρευε να ακούγεται στο ραδιόφωνο η τουρκική μουσική. Σκοπός της ήταν η διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής. Η νεοσύστατη Δημοκρατία επεδίωκε να εδραιωθεί η δυτική κουλτούρα εις βάρος της τοπικής παραδοσιακής κουλτούρας».
Αγις έγραψε: 01 Μάιος 2020, 03:52
Όταν η πολιτική εξουσία απαγορεύει τη λαϊκή μουσική, τον πολιτισμό, τον αυθεντικό τρόπο ζωής, πάντα γελοιοποιείται από την ίδια τη ζωή.
Πανέμορφη μικρού μήκους ταινία του Σινάν Τσετίν.
Τα γεγονότα υποτίθεται συμβαίνουν σε ένα χωριό της Ανατολίας στις 2 Νοεμβρίου του 1934.
Έμμεσα αναφέρεται στην απαγόρευση της Κουρδικής γλώσσας και μουσικής από το σύγχρονο Τουρκικό κράτος,
Όπως λέει ο ίδιος: «Εκείνα τα χρόνια η Κυβέρνηση της Τουρκικής Δημοκρατίας απαγόρευε να ακούγεται στο ραδιόφωνο η τουρκική μουσική. Σκοπός της ήταν η διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής. Η νεοσύστατη Δημοκρατία επεδίωκε να εδραιωθεί η δυτική κουλτούρα εις βάρος της τοπικής παραδοσιακής κουλτούρας».
1946-1949: Μέσα σε ένα εμφυλιακό κλίμα άγριο, ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο είναι απεξαρχής εν πολλοίς αρνητικός. Οι εξαιρέσεις (κυρίως ο Ανωγειανάκης, 1946-1947 και, σε μικρότερο βαθμό, ο Πολίτης, 1947, και ο παλίμβουλος Θεοδωράκης, 1949) δεν ανατρέπουν την κυρίαρχη απαξιωτική στερεοτυποποίηση: το ρεμπέτικο κατάγεται από το περιθώριο και τον υπόκοσμο, παράγει τραγούδια χασικλίδικα, ανήθικα, πεσιμιστικά και φυγής, και δεν μπορεί να εκφράζουν το υγιές τμήμα του λαού αλλά μόνο τα αντιδραστικότερα πολιτικά μορφώματα.
1950-1959 Η κυρίαρχη ρητορική δεν θα επηρεαστεί σχεδόν καθόλου τη δεκαετία αυτή (Αυγή, Επιθεώρηση Τέχνης, Κοινωνιολογική Έρευνα). Το μοναδικό αντίπαλο δέος (Σοφούλης, 1956) δεν διαφοροποιεί την κυρίαρχη στιγματιστική αναπαράσταση, με εξαίρεση μια τάση αποδοχής της μορφολογίας μόνο του ρεμπέτικου. Υπερτονίζεται το παθητικό και αντιαγωνιστικό πνεύμα του ρεμπέτικου, που εκφυλίζει και αποναρκώνει το υγιές τμήμα του λαού.
1960-61: Η κυρίαρχη στερεοτυποποίηση δοκιμάζεται αυτή την εποχή με αφορμή το εγχείρημα Θεοδωράκη (Επιτάφιος), οπότε και αρχίζουν σχετικές συζητήσεις στην Αυγή, στην Επιθεώρηση Τέχνης και αλλού (Το Αύριο, Έρευνα, Καινούρια Εποχή). Μνημονεύσιμες βέβαια είναι οι παρεμβάσεις του Θεοδωράκη και του Ανωγειανάκη (1961), κατά δεύτερο λόγο της Έλλης Παπαδημητρίου (1961), και σε μικρότερο βαθμό του μετεωριζόμενου Τάσου Βουρνά (1961). Οι απόψεις αυτές πλήττουν εν τινι μέτρω την κυρίαρχη ρητορική για το ρεμπέτικο, προς την κατεύθυνση μιας νηφαλιότερης επαναπροσέγγισής του.
1970: Αξιοπρόσεκτο μεσοδιάστημα αποτελεί η συζήτηση των πολιτικών κρατουμένων της Ανανεωτικής Αριστεράς. Πρόκειται για πρόοδο όσον αφορά την κατανόηση των ρεμπέτικων, ιδίως από τον «ανεπίσημο» και άτυπο αριστερό λόγο. Διαπιστώνεται μια μέριμνα αυτοκριτικής και αναστοχαστικής διάθεσης, μια στροφή στη γενικότερη προσέγγιση του είδους. Παραπλέοντας την «επίσημη» ρητορική, η πλειονότητα των σχολιαστών θεωρεί το ρεμπέτικο ως αυθεντικό λαϊκό πολιτισμικό μόρφωμα και ευαίσθητο παλμογράφο της κοινωνικής πραγματικότητας.
1974-78: Στον πρώτο καιρό της Μεταπολίτευσης καταγράφονται ενδιαφέρουσες ζυμώσεις (αναστοχαστικής ιδίως υφής) διαταράσσοντας έτι περαιτέρω την κυρίαρχη στερεοτυποποίηση του ρεμπέτικου, χωρίς και να κλονίζουν τις βεβαιότητες των «σκληροπυρηνικών»: παρά τη διάχυτη αποδοχή του, από μουσική κυρίως άποψη, το ρεμπέτικο βαρύνεται τελεσίδικα με την τοξικοφιλική και πεσιμιστική συνιστώσα του, που το κατέστησαν υποχείριο ιδεολογικών διαχειρίσεων από την εντόπια και μη «αντίδραση» με στόχο την παθητικοποίηση/αποπροσανατολισμό του λαού.
1980-1990: εποχή γενικής αποδοχής, εμπορευματικής, κυρίως, αναβίωσης και μαζικής κατανάλωσης του ρεμπέτικου. Η σκληροπυρηνική «γραμμή» υποχωρεί αρκετά, χωρίς και να εκλείπει, ενώ αναζητείται στο Τσιτσανικό «παράδειγμα» ένας αποδεκτός ιδεότυπος του λαϊκού τραγουδιού: με τον τρόπο αυτό η αριστερή ρητορική παραπλέει το ακανθώδες πρόβλημα της χασισικής εκδοχής/εποχής του ρεμπέτικου, θεωρώντας ότι το πραγματικό λαϊκό τραγούδι είναι μόνο το μετα-χασικλίδικο.
Τα δύο εσωτερικά «στρατόπεδα»
Το ένα εστίασε απαξιωτικά και στιγματιστικά, κατ’ επίκληση του περιεχομένου (χασικλιδισμός, πεσιμισμός, παρακμή και πολιτική αντιδραστικότητα), παρά την μερική αποδοχή των μορφολογικών αρετών του. Το άλλο στρατόπεδο εστίασε στη μελορυθμική αυταξία του είδους, το είδε ως αυθεντικό λαϊκό πολιτισμικό μόρφωμα, που, παρά ή ακόμα και χάρη στην τοξικοφιλική/πεσιμιστική συνιστώσα του, κατέγραψε διαχρονικά κάθε φάση της νεοελληνική κοινωνικής πραγματικότητας.
Το «κυρίαρχο» στρατόπεδο έμελλε να στερεοτυποποιηθεί και να διαχυθεί στην τρέχουσα αριστερή συνείδηση, βλέποντας στο ρεμπέτικο ένα συμβολικό μίασμα και έναν πολιτισμικό δούρειο ίππο στο εσωτερικό του λαού. Οι περιθωριακές συνδηλώσεις του είδους αποτέλεσαν εμπράγματο κίνδυνο αποπροσανατολισμού, παθητικοποίησης και «νάρκωσης» του λαού, καθώς υπονομεύονταν τα προτάγματα της αισιοδοξίας, της αγωνιστικότητας, της συλλογικότητας, της ταξικής συνειδητοποίησης κ.λπ. Ο λαός έπρεπε να «προστατευθεί», άνωθεν και έξωθεν, από την πλευρά εκείνη του εαυτού του την ευεπίφορη στα πλήγματα της ψευδούς συνείδησης (ένας φορέας της οποίας τότε εθεωρείτο το ρεμπέτικο). Το προβληματικό πολιτισμικό μόρφωμα ανατέμνεται επιλεκτικά σε επιμέρους φέτες και ό,τι δεν συνάδει στο κυρίαρχο αξιακό σύστημα παθολογικοποιείται και καταχωρίζεται στο πεδίο της ιδεολογικοπολιτισμικής παρέκκλισης. Το λαϊκό τραγούδι οφείλει να είναι ομογενοποιημένο, μονοσημασιολογημένο και αποκαθαρμένο από περιθωριακές και αντιαγωνιστικές συνδηλώσεις.
Αξίζει να επισημανθεί ότι αρκετά από τα επιμέρους κατηγορήματα (χασικλιδισμός, περιθωριακότητα, ανηθικότητα) που επεσύναψε στο είδος η κυρίαρχη ρητορική, τα επικαλούνταν και οι πιο ποικίλοι πολέμιοί του. Και αν κάποτε η συμπεριφορά του κράτους άλλαξε, αν κάποτε η αντιμετώπιση των αστικών κύκλων μεταβλήθηκε (αν δεν πρόλαβαν να το «αγκαλιάσουν» πρώτοι και να διασπείρουν τη δική τους αφήγηση), η σκληροπυρηνική αριστερή ρητορική έμεινε «παγωμένη» στην ίδια χρονική στιγμή: το «πορτρέτο» που ξεκίνησε να φιλοτεχνεί ο Γ. Σταύρου το 1946 παρέμεινε σχεδόν αμετάλλακτο στη διαχρονία, ανανεούμενο με αναμνηστικές δόσεις απαξίας. Στους φορείς της ρητορικής αυτής, τα ρεμπέτικα ήταν πάντα γεννήματα του «θλιβερού υποκόσμου» και του «λούμπεν προλεταριάτου», των «άρρωστων και αντικοινωνικών στοιχείων». Ήταν η «μουσική αργκώ» που έψαλαν τα «ωδικά μαστούρια», ήταν τα «ψυχοφθόρα άσματα» «φυγής» που καλλιέργησαν την «αποθάρρυνση, τη μοιρολατρία και την κατάπτωση», ήταν οι ύμνοι του «μαυραγορίτη και του σαλταδόρου». Εάν μέσα στη διαχρονία η σκληροπυρηνική φωνή έπαψε σιγά σιγά να ακούγεται, δεν ήταν γιατί αναδιπλώθηκε αναστοχαστικά, αλλά γιατί κατακαλύφθηκε από τον ορυμαγδό της προϊούσας δημοφιλίας και μαζικής κατανάλωσης του είδους.
Το έλασσον στρατόπεδο (Ανωγειανάκης, Έλλη Παπαδημητρίου κλπ) αντιλήφθηκε ότι το ρεμπέτικο (παρά την ακανθώδη χασισική εκδοχή του και τη συνοδό αμηχανία) είναι κυρίως μουσικό φαινόμενο, «γνήσια μορφή λαϊκής μουσικής». Αν και αντέταξε, έγκαιρα και έγκυρα (ιδίως διά του Ανωγειανάκη), τη δική του αφήγηση για το είδος, δεν κατόρθωσε να αποτελέσει υπολογίσιμο αντίπαλο δέος, καθώς η οξύτητα, η ισχύς και η συμπάγεια των πολιτικοϊδεολογικών προταγμάτων κατακάλυπταν τις «άλλότριες» φωνές. Ωστόσο, οι «αιρετικές» αυτές φωνές επιβίωσαν στα κράσπεδα του κυρίαρχου αξιακού συστήματος και, όταν η διαχρονική εξέλιξη του ρεμπέτικου και της σύνολης πρόσληψής του από την κοινωνία δημιούργησε ευνοϊκότερες συγκυρίες αναπροσέγγισής του, φάνηκε πόσο εγγύτερα είχαν τοποθετηθεί στον αυθεντικό πυρήνα της λαϊκής αισθητικής και ιδίως στην πραγματικότητα του ρεμπέτικου.
Από την αποπλανητική έλξη στον σημειωτικό τυχοδιωκτισμό μια αμφίκρημνη παλινδρομία