Το Τραγούδι του Χαϊουάθα
Δημοσιεύτηκε: 13 Απρ 2018, 23:32
Θα επιχειρήσω εδώ να μεταφέρω κομμάτια από το μακρύ ποίημα Το Τραγούδι του Χαϊουάθα, του Λονγκφέλοου, που μετάφρασα πριν μερικά χρόνια. Η μετάφραση είναι ελεύθερη. Πολύ ελεύθερη.
Η Αναχώρηση του Χαϊουάθα
Στις ακτές της Γκιτσιγκάμι,
της λαμπρής, πελώριας λίμνης,
στης σκηνής του το κατώφλι,
στη γλυκιά του θέρους φέξη,
όρθιος στέκει ο Χαϊουάθα.
Όλη η γη νεαρή μπροστά του,
το ολόδροσο τοπίο
και το πρώτο φως του ήλιου.
Δυτικά, στο δίπλα δάσος,
πέρασε σμάρια χρυσά, τον Άμο,
πέρασε μέλισσες, μελοποιήτρες,
τραγουδώντας στη λιακάδα.
Φωτεινοί οι ουρανοί προβάλαν,
ακυμάτιστη η λίμνη εμπρός του,
απ' τα σπλάχνα της πηδά η μουρούνα
κι όλο αστράφτει στη λιακάδα.
Πέρα απλώνεται το δάσος,
στα νερά καθρεφτισμένο,
κάθε δέντρο κι η σκιά του,
στα νερά ζωγραφισμένο.
Απ' το βλέμμα του Χαϊουάθα,
έφυγε κάθε ίχνος θλίψης,
σαν αχλή απ' τα νερά,
σαν ομίχλη απ' το λιβάδι.
Με χαμόγελο άγριας χαράς,
με ματιά αγαλλίασης, θριάμβου,
σαν αυτόν που σ' οπτασία,
βλέπει ό,τι τον προσμένει, στα μελλούμενα γραμμένο.
Όρθιος στέκει ο Χαϊουάθα και εκεί πέρα περιμένει.
Τα δυο χέρια του στον ήλιο υψώνει,
με παλάμες απλωμένες
κι απ' το άνοιγμά τους μέσα
λούζεται με ηλιόφως όλος,
τους γυμνούς του ώμους κηλιδώνει,
όπως την βελανιδιά, σαν πέφτει,
μέσα απ' τις σχισμές των φύλλων.
Στα νερά επιπλέει, πετά,
κάτι στο θάμπος, πέρα μακριά,
κάτι στην πρωινή ομίχλη
ξεπροβάλλει απ' τα νερά.
Τώρα μοιάζει να επιπλέει, τώρα μοιάζει να πετά,
έρχεται κοντά, κοντά, κοντά.
Να 'ναι ο Σάινγκεμπις, ο δύτης;
Ή ο Σάντα, ο πελεκάνος;
Ή ο ερωδιός, Σου-σού-γκα;
Ή η λευκή χήνα, η Σάντα;
Τα νερά στάζουν και λάμπουν
από τα φτερά, τον λείο λαιμό της.
Μήτε χήνα ήταν μήτε και δύτης
μήτε ερωδιός και πελεκάνος,
στα νερά επιπλέει, πετά,
μέσ' απ' την πρωινή, που λάμπει, ομίχλη.
Ένα ξύλινο κανό ήτανε, με δυο κουπιά,
στα νερά βουλιάζει κι από μέσα ξεπηδά,
στάζει, αστράφτει στη λιακάδα
και στο κέντρο μια φιγούρα.
Η Αναχώρηση του Χαϊουάθα
Στις ακτές της Γκιτσιγκάμι,
της λαμπρής, πελώριας λίμνης,
στης σκηνής του το κατώφλι,
στη γλυκιά του θέρους φέξη,
όρθιος στέκει ο Χαϊουάθα.
Όλη η γη νεαρή μπροστά του,
το ολόδροσο τοπίο
και το πρώτο φως του ήλιου.
Δυτικά, στο δίπλα δάσος,
πέρασε σμάρια χρυσά, τον Άμο,
πέρασε μέλισσες, μελοποιήτρες,
τραγουδώντας στη λιακάδα.
Φωτεινοί οι ουρανοί προβάλαν,
ακυμάτιστη η λίμνη εμπρός του,
απ' τα σπλάχνα της πηδά η μουρούνα
κι όλο αστράφτει στη λιακάδα.
Πέρα απλώνεται το δάσος,
στα νερά καθρεφτισμένο,
κάθε δέντρο κι η σκιά του,
στα νερά ζωγραφισμένο.
Απ' το βλέμμα του Χαϊουάθα,
έφυγε κάθε ίχνος θλίψης,
σαν αχλή απ' τα νερά,
σαν ομίχλη απ' το λιβάδι.
Με χαμόγελο άγριας χαράς,
με ματιά αγαλλίασης, θριάμβου,
σαν αυτόν που σ' οπτασία,
βλέπει ό,τι τον προσμένει, στα μελλούμενα γραμμένο.
Όρθιος στέκει ο Χαϊουάθα και εκεί πέρα περιμένει.
Τα δυο χέρια του στον ήλιο υψώνει,
με παλάμες απλωμένες
κι απ' το άνοιγμά τους μέσα
λούζεται με ηλιόφως όλος,
τους γυμνούς του ώμους κηλιδώνει,
όπως την βελανιδιά, σαν πέφτει,
μέσα απ' τις σχισμές των φύλλων.
Στα νερά επιπλέει, πετά,
κάτι στο θάμπος, πέρα μακριά,
κάτι στην πρωινή ομίχλη
ξεπροβάλλει απ' τα νερά.
Τώρα μοιάζει να επιπλέει, τώρα μοιάζει να πετά,
έρχεται κοντά, κοντά, κοντά.
Να 'ναι ο Σάινγκεμπις, ο δύτης;
Ή ο Σάντα, ο πελεκάνος;
Ή ο ερωδιός, Σου-σού-γκα;
Ή η λευκή χήνα, η Σάντα;
Τα νερά στάζουν και λάμπουν
από τα φτερά, τον λείο λαιμό της.
Μήτε χήνα ήταν μήτε και δύτης
μήτε ερωδιός και πελεκάνος,
στα νερά επιπλέει, πετά,
μέσ' απ' την πρωινή, που λάμπει, ομίχλη.
Ένα ξύλινο κανό ήτανε, με δυο κουπιά,
στα νερά βουλιάζει κι από μέσα ξεπηδά,
στάζει, αστράφτει στη λιακάδα
και στο κέντρο μια φιγούρα.
