Werner Beierwaltes - Διονύσιος Αρεοπαγίτης - Ένας Χριστιανός Πρόκλος;
Δημοσιεύτηκε: 16 Δεκ 2024, 01:39
Ι. Ο Λακωνικός επίλογος της εκθέσεως που οι πράξεις των Αποστόλων μας παρέδωσαν για την ομιλία του Παύλου στους Έλληνες στον Άρειο πάγο είναι η αρχή ενός τρικυμιώδους κεφαλαίου της ιστορίας των σχέσεων ανάμεσα στην νεοπλατωνική φιλοσοφία και την Χριστιανική Θεολογία. Εδώ ανήκει η σύμπραξη τους η οποία ξεκινώντας στον έκτο αιώνα, συνέχισε στον μεσαίωνα, στην αναγέννηση και στην διάρκεια του πρώτου μοντερνισμού, με την μορφή μίας παραγωγικής προσλήψεως και επανεξετάσεως, στην θρησευτικότητα του Χριστιανισμού, του στοχασμού της ύστερης αρχαιότητος.
"Ούτως ο Παύλος εξήλθεν εκ μέσου αυτών. Τινές δέ άνδρες κολληθέντες αυτώ επίστευσαν, εν οίς και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και γυνή ονόματι Δάμαρις και έτερος σύν αυτοίς". (Πράξεις 17,33).
Στην διάρκεια του Χρόνου υπήρξαν διάφορες φιγούρες οι οποίες διεκδίκησαν για τον εαυτό τους την ταυτότητα του Αρεοπαγίτη και καθεμιά απο αυτές πρότεινε μία απαίτηση πρωτοτυπίας (καταγωγής) η οποία νομιμοποιούσε και αύξαινε το κύρος του προσώπου του και των λόγων του. Όσον αφορά την αγιογραφία ο Άγιος Διονύσιος είναι ο Άγιος Θεμελιωτής της Γαλλίας, ο οποίος μετά τον θάνατό του, κρατούσε ακόμη την κεφαλή του στο χέρι του. Όσον αφορά δέ την Θεολογία ο Διονύσιος είναι ο συγγραφεύς γραπτών τα οποία απο την άποψη του περιεχομένου είναι εντυπωσιακά σύνθετα, τα οποία γράφτηκαν πιθανώς στην αρχή του έκτου αιώνος. Ο συγγραφεύς αυτός μάλιστα μέσω μίας καλά μελετημένης παρουσίασης του εαυτού του, βοήθησε όχι μόνον να ασκήσουν τα γραπτά του μία επιρροή και ένα κύρος τα οποία παρομοιάζονται με εκείνα που μπορούσαν να έχουν μερικά γραπτά που προήρχοντο απο τον κύκλο των αποστόλων, αλλά και οι αναγνώστες να είναι πεπεισμένοι αυτής της καταγωγής-όπως ακριβώς συνέβη μέχρις ότου (μετά τις αμφιβολίες τού Αβελάρδου) ο Λορέντσο Βάλλα το 1457 απέδειξε πειστικά ότι τα γραπτά του Διονυσίου ήταν ψευδοεπίγραφα. Τέλος όσον αφορά την εκκλησιαστική πολιτική, ας θυμηθούμε ότι το μοναστήρι του St. Denis κοντά στο Παρίσι, όπου είχε ταφεί ο μάρτυρας, και ίσως ο πρώτος επίσκοπος αυτής της πόλεως, ο Άγιος Διονύσιος,
διατήρησε απο το 827 τον κώδικα (codex) του έργου του Διονυσίου σαν τον πιό πολύτιμο και αριστοκρατικό θησαυρό του. Πολύ συχνά πολλοί επέμειναν σ'αυτή την τρίτη δυνατή ταυτότητα του Διονυσίου, και ο συγγραφεύς κατ'αυτούς του Corpus Areopagiticum θα ήταν ακριβώς ο "apostolus totius Galliae".
Η πρόθεση μου σε τούτη την διατριβή, δέν είναι να χαράξω την ιστορία των προσπαθειών ταυτοποιήσεως, οι οποίες έγιναν ώς επί το πλείστον με γνώση και πίστη. Επειδή το θέμα του αληθινού συγγραφέως δέν έχει λυθεί ακόμη και ίσως και στο μέλλον επινοηθούν νέες υποθέσεις, επιθυμώ-εναντίον ακόμη και κάθε ιστορικής λογικής-να αποφύγω το "ψευτο" και να αποδώσω στον "Διονύσιο" εκείνη την μοναδική ταυτότητα η οποία αναδύεται απο τα περιεχόμενα των γραπτών του και είναι πιστοποιημένη απο την αξιολόγηση των γραπτών του, όπως μας την προσφέρουν ο Eriugena, ο Ακινάτης, ο Μποναβεντούρα και ο Cusano : Theologorum maximus, Culmen theologiae.
Οφείλουμε στον Διονύσιο τέσσερα μεγάλα γραπτά και μερικές επιστολές γύρω απο κεντρικά Θεολογικά ερωτήματα. Αυτά τα κείμενα παρακολουθούμε σεβόμενοι την βασική κίνηση του στοχασμού του και ακολουθώντας επίσης και την χρονολογία της συγγραφής των, ξεκινώντας απο την προσπάθεια να ορισθεί ο υπερβατικός Θεός ο οποίος είναι επέκεινα του Είναι, για να επιστρέψουμε στην συνέχεια, απο τον ξεδιπλούμενο κόσμο της δημιουργίας, απο την κοινότητα η οποία έχει δομή ιεραρχική, όπως και απο τις μορφές ζωής που κάθε φορά οικειοποιήθηκε ο άνθρωπος, στο Θείο θεμέλιο: Περί Θείων ονομάτων, περί ουράνιας Ιεραρχίας, περί Εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της Μυστικής Θεολογίας.
Όλα αυτά τα έργα και πολλά άλλα ακόμη τα οποία γνωρίζουμε μόνον μέσω των υπαινιγμών του Διονυσίου-για παράδειγμα η Συμβολική Θεολογία-χαρακτηρίζονται απο μία φόρμα σκέψης και μία διαλογική δομή τόσο ξεχωριστές, απο βασικές εννοιολογήσεις και μορφή γλώσσας, οι οποίες ανήκουν χωρίς αμφιβολία σ'έναν μόνον συγγραφέα. Όλα αυτά τα στοιχεία δέν προέρχονται απο την Χριστιανική γραμματεία της εποχής ούτε και συνδέονται άμεσα με αυτή. Παρ'όλα αυτά ακόμη και τοποθετημένα στο πλαίσιο της εποχής τους και πάλι δέν μοιάζουν ούτε πρωτότυπα ούτε αυτόνομα. Αντιθέτως εξακριβώνουμε την πιό στενή τους σχέση με την φιλοσοφία της εποχής τους. Μ'εκείνη την μορφή του νεοπλατωνισμού, δηλαδή την οποία επεξεργάστηκε με τον πιό χαρακτηριστικό τρόπο, τόσο ώς πρός το περιεχόμενο όσο και ώς πρός τις γλωσσικές φόρμες, ο Πρόκλος.
Αυτός ο Νεοπλατωνισμός είναι το τελικό στάδιο της επεξεργασίας εκείνων των θεμάτων και εκείνων των εννοιών, εκείνων των μορφών σκέψης και εκείνων των θεωρητικών δυνάμεων που διατυπώθηκαν καταρχάς και κατάγονται απο τον Πλωτίνο, και οι οποίες αναγνωρίζουν στην πραγματικότητα ένα όλον συναφές και συμφυές. Ο Πρόκλος κατέστησε την ιδέα του, μίας απολύτου ενότητος η οποία έπλεξε το όλον και η οποία είναι, καθόσον το ίδιο το Ένα, την καθολική καταγωγή τού όλου, και ακόμη μία άχρονη διάσταση της σκέψης, του νού, και τέλος μίας στοχαστικής δυνάμεως η οποία είναι παρούσα στον κόσμο και στον άνθρωπο, την αρχή της φιλοσοφίας του.
Τροποποίησε όμως-ακολουθώντας σ'αυτό κυρίως, το παράδειγμα του Ιάμβλιχου και του δασκάλου του του Συριανού-την θεμελιώδη δομή της πραγματικότητος τού Πλωτίνου και το κατόρθωσε ερμηνεύοντας τους βαθμούς τού όντος μετά το πηγαίο Ένα, ανατρέχοντας σε Τριαδικές σχέσεις ώς επί το πλείστον. Εισάγει μεσότητες που συνδέουν εσωτερικά το ένα με το άλλο τα ξεχωριστά πλαίσια του πραγματικού, ξεκινώντας απο το απόλυτο Ένα μέχρι την ύλη. Στο αιτιατό ξεδίπλωμα της πολλαπλότητος απο το Ένα, αντιστοιχεί η σχετική επανασύνδεση-λογική και οντολογική-των ξεχωριστών διαστάσεων στην καταγωγή, έτσι το είναι που έρχεται μετά το Ένα βλέπει εξασφαλισμένη την φύση μίας κυκλικής ενότητος, διαφοροποιημένης καθαυτής, ενός όλου. Η πρώτη μορφή τής διαφοροποιήσεως των πολλών, αρχής γενόμενης απο το Ένα είναι οι λεγόμενες "Ενάδες", τα πρώτα "φαινόμενα" του Ενός του ίδιου τα οποία κυριαρχούνται απο την ίδια την Ενότητα: μία πολλαπλότης-ενότης η οποία ενεργεί μεσολαβώντας τήν πολλαπλότητα με την στενή έννοια, εννοημένη σαν διάφορες ταυτότητες ξεχωριστές μεταξύ τους! Όσα είχαν υπολογιστεί στον Πλωτίνο σαν μία συνυπάρχουσα και εξίσου καταγωγική ενέργεια στην πρώτη διάσταση μετά το Ένα, στο πνεύμα, εμφανίζονται στον Πρόκλο σαν ένα αυτόνομο ζεύγος αρχών: αυτές είναι το πέρας και το άπειρο (το αόριστο), χάρη στην ενέργεια, αμοιβαίως επηρεαζόμενη, των οποίων καθορίζονται το Είναι στην πρώτη και πρωτογενή του σημασία-και ξεκινώντας απο αυτό-η ζωή και το πνεύμα (ο στοχασμός) σαν οντότητες μ'ένα δικό τους οντολογικό καθεστώς. Ενώ ο Πλωτίνος στοχάστηκε "Είναι-ζωή- στοχασμός", ξεκινώντας απο τον Παρμενίδη, απο τον Σοφιστή του Πλάτωνος και απο την αριστοτελική Θεολογία, σαν μία καθαρή ταυτότητα ή σαν μία καθαυτή μοναδική σύνθεση της αντιλήψεως, ο Πρόκλος δίνει περισσότερο χώρο, σε συμφωνία μέ την δική του σύλληψη της μεσολαβήσεως, στην ετερότητα και στην ιεραρχική διαβάθμιση, αλλά επανενώνει τις αναφερόμενες διαστάσεις-και εκείνες που αναπτύσσονται περαιτέρω με τριαδικό τρόπο-σε μία δυναμική ταυτότητα: σε μία ενότητα η οποία καθορίζεται απο πολλαπλές διασυνδέσεις.
Η σκέψη, η οποία συλλαμβάνεται φιλοσοφικά, μίας ακριβούς διαφοροποιήσεως των βαθμών της εντάσεως, της ενώσεως και του Είναι, για τον Πρόκλο-ο οποίος επανασυνδέεται μ'αυτό στον μετα-Πλωτινικό νεοπλατωνισμό-είναι η προϋπόθεση μίας καθολικής Θεολογικοποιήσεως της πραγματικότητος στην ολότητα της. Κάθε βαθμός του Είναι στο εσωτερικό του Όλου είναι ταυτόσημο με έναν Θεό συγκεκριμένο κάθε φορά, ο οποίος ονομάζεται με ένα μυθολογικό επίθετο. Μ'αυτόν τον τρόπο ο Πρόκλος επαναφέρει την θρησκευτική παράδοση των Ελλήνων με συστηματικό τρόπο στην φιλοσοφική έννοια. Απαιτεί λοιπόν, σχεδόν παράλογα, απο το ένα μέρος μία απομυθοποίηση του μύθου, καθότι τον μεταλλάσσει σε μία λειτουργία της εννοιολογικής σκέψης η οποία τείνει στην μεταφορά και την αλληγορία, και απο το άλλο ενθαρρύνει και μία επαναμυθοποίηση της σκέψης, καθότι αυτή πρέπει να διατηρήσει τον μύθο σαν μία δική του "έκφραση". Η "μυθολογία της νοήσεως" η οποία δημιουργείται θα μπορούσε να ερμηνευθεί και σαν ένα μέσο που στοχεύει στην αυτοβεβαίωση τής ελληνικής θρησκείας απέναντι στην Χριστιανική Θεολογία. Και πράγματι αντλεί την έμπνευσή της και καθοδηγείται απο μία Θεολογική αυθεντία η οποία προσλαμβάνεται σαν "αποκάλυψη"-όπως είναι για παράδειγμα η μορφή των Χαλδαϊκών λόγων ή των ορφικών ύμνων.
Εάν επιθυμούμε να υπολογίσουμε τον Πρόκλο, τον "συστηματοποιό" της νεοπλατωνικής σκέψης, αυτή η ερμηνεία θα αναφερόταν τότε τόσο στο αρθρωμένο σχέδιο μίας σχεσιακής ολότητος η οποία δίνεται μέσα στο ίδιο το Ένα και για το Ένα, όσο και στο πλησίασμα, την εννοιολογική πλατωνική-νεοπλατωνική ανάπτυξη σ'εκείνη την θρησκευτική παράδοση που πίστευε ότι προερχόταν απο μία αρχαία "αποκάλυψη"
συνεχεια
"Ούτως ο Παύλος εξήλθεν εκ μέσου αυτών. Τινές δέ άνδρες κολληθέντες αυτώ επίστευσαν, εν οίς και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και γυνή ονόματι Δάμαρις και έτερος σύν αυτοίς". (Πράξεις 17,33).
Στην διάρκεια του Χρόνου υπήρξαν διάφορες φιγούρες οι οποίες διεκδίκησαν για τον εαυτό τους την ταυτότητα του Αρεοπαγίτη και καθεμιά απο αυτές πρότεινε μία απαίτηση πρωτοτυπίας (καταγωγής) η οποία νομιμοποιούσε και αύξαινε το κύρος του προσώπου του και των λόγων του. Όσον αφορά την αγιογραφία ο Άγιος Διονύσιος είναι ο Άγιος Θεμελιωτής της Γαλλίας, ο οποίος μετά τον θάνατό του, κρατούσε ακόμη την κεφαλή του στο χέρι του. Όσον αφορά δέ την Θεολογία ο Διονύσιος είναι ο συγγραφεύς γραπτών τα οποία απο την άποψη του περιεχομένου είναι εντυπωσιακά σύνθετα, τα οποία γράφτηκαν πιθανώς στην αρχή του έκτου αιώνος. Ο συγγραφεύς αυτός μάλιστα μέσω μίας καλά μελετημένης παρουσίασης του εαυτού του, βοήθησε όχι μόνον να ασκήσουν τα γραπτά του μία επιρροή και ένα κύρος τα οποία παρομοιάζονται με εκείνα που μπορούσαν να έχουν μερικά γραπτά που προήρχοντο απο τον κύκλο των αποστόλων, αλλά και οι αναγνώστες να είναι πεπεισμένοι αυτής της καταγωγής-όπως ακριβώς συνέβη μέχρις ότου (μετά τις αμφιβολίες τού Αβελάρδου) ο Λορέντσο Βάλλα το 1457 απέδειξε πειστικά ότι τα γραπτά του Διονυσίου ήταν ψευδοεπίγραφα. Τέλος όσον αφορά την εκκλησιαστική πολιτική, ας θυμηθούμε ότι το μοναστήρι του St. Denis κοντά στο Παρίσι, όπου είχε ταφεί ο μάρτυρας, και ίσως ο πρώτος επίσκοπος αυτής της πόλεως, ο Άγιος Διονύσιος,
διατήρησε απο το 827 τον κώδικα (codex) του έργου του Διονυσίου σαν τον πιό πολύτιμο και αριστοκρατικό θησαυρό του. Πολύ συχνά πολλοί επέμειναν σ'αυτή την τρίτη δυνατή ταυτότητα του Διονυσίου, και ο συγγραφεύς κατ'αυτούς του Corpus Areopagiticum θα ήταν ακριβώς ο "apostolus totius Galliae".
Η πρόθεση μου σε τούτη την διατριβή, δέν είναι να χαράξω την ιστορία των προσπαθειών ταυτοποιήσεως, οι οποίες έγιναν ώς επί το πλείστον με γνώση και πίστη. Επειδή το θέμα του αληθινού συγγραφέως δέν έχει λυθεί ακόμη και ίσως και στο μέλλον επινοηθούν νέες υποθέσεις, επιθυμώ-εναντίον ακόμη και κάθε ιστορικής λογικής-να αποφύγω το "ψευτο" και να αποδώσω στον "Διονύσιο" εκείνη την μοναδική ταυτότητα η οποία αναδύεται απο τα περιεχόμενα των γραπτών του και είναι πιστοποιημένη απο την αξιολόγηση των γραπτών του, όπως μας την προσφέρουν ο Eriugena, ο Ακινάτης, ο Μποναβεντούρα και ο Cusano : Theologorum maximus, Culmen theologiae.
Οφείλουμε στον Διονύσιο τέσσερα μεγάλα γραπτά και μερικές επιστολές γύρω απο κεντρικά Θεολογικά ερωτήματα. Αυτά τα κείμενα παρακολουθούμε σεβόμενοι την βασική κίνηση του στοχασμού του και ακολουθώντας επίσης και την χρονολογία της συγγραφής των, ξεκινώντας απο την προσπάθεια να ορισθεί ο υπερβατικός Θεός ο οποίος είναι επέκεινα του Είναι, για να επιστρέψουμε στην συνέχεια, απο τον ξεδιπλούμενο κόσμο της δημιουργίας, απο την κοινότητα η οποία έχει δομή ιεραρχική, όπως και απο τις μορφές ζωής που κάθε φορά οικειοποιήθηκε ο άνθρωπος, στο Θείο θεμέλιο: Περί Θείων ονομάτων, περί ουράνιας Ιεραρχίας, περί Εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της Μυστικής Θεολογίας.
Όλα αυτά τα έργα και πολλά άλλα ακόμη τα οποία γνωρίζουμε μόνον μέσω των υπαινιγμών του Διονυσίου-για παράδειγμα η Συμβολική Θεολογία-χαρακτηρίζονται απο μία φόρμα σκέψης και μία διαλογική δομή τόσο ξεχωριστές, απο βασικές εννοιολογήσεις και μορφή γλώσσας, οι οποίες ανήκουν χωρίς αμφιβολία σ'έναν μόνον συγγραφέα. Όλα αυτά τα στοιχεία δέν προέρχονται απο την Χριστιανική γραμματεία της εποχής ούτε και συνδέονται άμεσα με αυτή. Παρ'όλα αυτά ακόμη και τοποθετημένα στο πλαίσιο της εποχής τους και πάλι δέν μοιάζουν ούτε πρωτότυπα ούτε αυτόνομα. Αντιθέτως εξακριβώνουμε την πιό στενή τους σχέση με την φιλοσοφία της εποχής τους. Μ'εκείνη την μορφή του νεοπλατωνισμού, δηλαδή την οποία επεξεργάστηκε με τον πιό χαρακτηριστικό τρόπο, τόσο ώς πρός το περιεχόμενο όσο και ώς πρός τις γλωσσικές φόρμες, ο Πρόκλος.
Αυτός ο Νεοπλατωνισμός είναι το τελικό στάδιο της επεξεργασίας εκείνων των θεμάτων και εκείνων των εννοιών, εκείνων των μορφών σκέψης και εκείνων των θεωρητικών δυνάμεων που διατυπώθηκαν καταρχάς και κατάγονται απο τον Πλωτίνο, και οι οποίες αναγνωρίζουν στην πραγματικότητα ένα όλον συναφές και συμφυές. Ο Πρόκλος κατέστησε την ιδέα του, μίας απολύτου ενότητος η οποία έπλεξε το όλον και η οποία είναι, καθόσον το ίδιο το Ένα, την καθολική καταγωγή τού όλου, και ακόμη μία άχρονη διάσταση της σκέψης, του νού, και τέλος μίας στοχαστικής δυνάμεως η οποία είναι παρούσα στον κόσμο και στον άνθρωπο, την αρχή της φιλοσοφίας του.
Τροποποίησε όμως-ακολουθώντας σ'αυτό κυρίως, το παράδειγμα του Ιάμβλιχου και του δασκάλου του του Συριανού-την θεμελιώδη δομή της πραγματικότητος τού Πλωτίνου και το κατόρθωσε ερμηνεύοντας τους βαθμούς τού όντος μετά το πηγαίο Ένα, ανατρέχοντας σε Τριαδικές σχέσεις ώς επί το πλείστον. Εισάγει μεσότητες που συνδέουν εσωτερικά το ένα με το άλλο τα ξεχωριστά πλαίσια του πραγματικού, ξεκινώντας απο το απόλυτο Ένα μέχρι την ύλη. Στο αιτιατό ξεδίπλωμα της πολλαπλότητος απο το Ένα, αντιστοιχεί η σχετική επανασύνδεση-λογική και οντολογική-των ξεχωριστών διαστάσεων στην καταγωγή, έτσι το είναι που έρχεται μετά το Ένα βλέπει εξασφαλισμένη την φύση μίας κυκλικής ενότητος, διαφοροποιημένης καθαυτής, ενός όλου. Η πρώτη μορφή τής διαφοροποιήσεως των πολλών, αρχής γενόμενης απο το Ένα είναι οι λεγόμενες "Ενάδες", τα πρώτα "φαινόμενα" του Ενός του ίδιου τα οποία κυριαρχούνται απο την ίδια την Ενότητα: μία πολλαπλότης-ενότης η οποία ενεργεί μεσολαβώντας τήν πολλαπλότητα με την στενή έννοια, εννοημένη σαν διάφορες ταυτότητες ξεχωριστές μεταξύ τους! Όσα είχαν υπολογιστεί στον Πλωτίνο σαν μία συνυπάρχουσα και εξίσου καταγωγική ενέργεια στην πρώτη διάσταση μετά το Ένα, στο πνεύμα, εμφανίζονται στον Πρόκλο σαν ένα αυτόνομο ζεύγος αρχών: αυτές είναι το πέρας και το άπειρο (το αόριστο), χάρη στην ενέργεια, αμοιβαίως επηρεαζόμενη, των οποίων καθορίζονται το Είναι στην πρώτη και πρωτογενή του σημασία-και ξεκινώντας απο αυτό-η ζωή και το πνεύμα (ο στοχασμός) σαν οντότητες μ'ένα δικό τους οντολογικό καθεστώς. Ενώ ο Πλωτίνος στοχάστηκε "Είναι-ζωή- στοχασμός", ξεκινώντας απο τον Παρμενίδη, απο τον Σοφιστή του Πλάτωνος και απο την αριστοτελική Θεολογία, σαν μία καθαρή ταυτότητα ή σαν μία καθαυτή μοναδική σύνθεση της αντιλήψεως, ο Πρόκλος δίνει περισσότερο χώρο, σε συμφωνία μέ την δική του σύλληψη της μεσολαβήσεως, στην ετερότητα και στην ιεραρχική διαβάθμιση, αλλά επανενώνει τις αναφερόμενες διαστάσεις-και εκείνες που αναπτύσσονται περαιτέρω με τριαδικό τρόπο-σε μία δυναμική ταυτότητα: σε μία ενότητα η οποία καθορίζεται απο πολλαπλές διασυνδέσεις.
Η σκέψη, η οποία συλλαμβάνεται φιλοσοφικά, μίας ακριβούς διαφοροποιήσεως των βαθμών της εντάσεως, της ενώσεως και του Είναι, για τον Πρόκλο-ο οποίος επανασυνδέεται μ'αυτό στον μετα-Πλωτινικό νεοπλατωνισμό-είναι η προϋπόθεση μίας καθολικής Θεολογικοποιήσεως της πραγματικότητος στην ολότητα της. Κάθε βαθμός του Είναι στο εσωτερικό του Όλου είναι ταυτόσημο με έναν Θεό συγκεκριμένο κάθε φορά, ο οποίος ονομάζεται με ένα μυθολογικό επίθετο. Μ'αυτόν τον τρόπο ο Πρόκλος επαναφέρει την θρησκευτική παράδοση των Ελλήνων με συστηματικό τρόπο στην φιλοσοφική έννοια. Απαιτεί λοιπόν, σχεδόν παράλογα, απο το ένα μέρος μία απομυθοποίηση του μύθου, καθότι τον μεταλλάσσει σε μία λειτουργία της εννοιολογικής σκέψης η οποία τείνει στην μεταφορά και την αλληγορία, και απο το άλλο ενθαρρύνει και μία επαναμυθοποίηση της σκέψης, καθότι αυτή πρέπει να διατηρήσει τον μύθο σαν μία δική του "έκφραση". Η "μυθολογία της νοήσεως" η οποία δημιουργείται θα μπορούσε να ερμηνευθεί και σαν ένα μέσο που στοχεύει στην αυτοβεβαίωση τής ελληνικής θρησκείας απέναντι στην Χριστιανική Θεολογία. Και πράγματι αντλεί την έμπνευσή της και καθοδηγείται απο μία Θεολογική αυθεντία η οποία προσλαμβάνεται σαν "αποκάλυψη"-όπως είναι για παράδειγμα η μορφή των Χαλδαϊκών λόγων ή των ορφικών ύμνων.
Εάν επιθυμούμε να υπολογίσουμε τον Πρόκλο, τον "συστηματοποιό" της νεοπλατωνικής σκέψης, αυτή η ερμηνεία θα αναφερόταν τότε τόσο στο αρθρωμένο σχέδιο μίας σχεσιακής ολότητος η οποία δίνεται μέσα στο ίδιο το Ένα και για το Ένα, όσο και στο πλησίασμα, την εννοιολογική πλατωνική-νεοπλατωνική ανάπτυξη σ'εκείνη την θρησκευτική παράδοση που πίστευε ότι προερχόταν απο μία αρχαία "αποκάλυψη"
συνεχεια

.