To φάντασμα του νεολογιωτατισμού (ο Μέσκουλας και άλλες ιστορίες)
Δημοσιεύτηκε: 29 Ιούλ 2024, 14:08
Πολύ όμορφο κείμενο - ξόδι από τον Ν. Σαραντάκο στον πρόσφατα και απροσδόκητα χαμένο Δημήτρη Φύσσα και το τελευταίο βιβλίο του Ο Μέσκουλας.
Ο Δ. Φύσσας, φιλόλογος και Αθηναιογράφος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος που έχουμε ξανασυζητήσει
https://sarantakos.wordpress.com/2024/0 ... uJ7a3Ayfmw
«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω» από την ελληνοφωνία
(Μια εκτύπωση που τη σέρνω μαζί μου έτσι, για την τιμή των όπλων. Ποτέ κανείς δε θα διαβάσει αυτό το κείμενό μου.)
«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω» από την ελληνοφωνία, το φάντασμα του νεολογιωτατισμού. Έχω βαρεθεί να διαβάζω, να βλέπω και ν’ ακούω γύρω μου λογιωτατισμό, αρχαϊσμό, καθαρεύουσα και νεοκαθαρεύουσα. Όλες οι γλωσσικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια κινούνται προς την κατεύθυνση αυτή. Πρωτεργάτες το πρώην σινάφι μου, οι κωλοφιλόλογοι (προσοχή, όχι οι γλωσσολόγοι πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) κι από κοντά δημοσιογράφοι, διορθωτές κι επιμελητές κειμένων (αυτή η μάστιγα των επιφανειακών παρατηρήσεων), παπάδες, θεολόγοι, δικαστές, συγγραφείς, πολιτικοί, κειμενογράφοι, λεξικογράφοι, ορθοφωνιστές, συντάκτες δημόσιων ανακοινώσεων σε μέσα συγκοινωνίας — τράπεζες – σούπερ μάρκετ, λογογράφοι, ποικίλοι αρχαιόφιλοι ή βυζαντινόφρονες, πολυτονιστές διάφορων προελεύσεων και αποχρώσεων, κι έπονται σκέτοι αναγνώστες ή και απλοί ομιλητές, που νομίζουν ότι κάτι κάνουν ακολουθώντας τους «μορφωμένους» ή απλά επηρεάζονται ασυναίσθητα κι ακολουθούν τη γενική τάση. Οι γενιές που μεγάλωσαν με αρχαία απ’ το νηπίαγωγείο, που λέει ο λόγος.
Το δόγμα τους, απ’ όπου εκπορεύονται όλα τ’ άλλα, έχει ως εξής: γλώσσα είναι η γραπτή γλώσσα, το γραπτό έχει μεγαλύτερη αξία από τη φωνή. Το αρχαιότροπο γραπτό, εννοείται. Αν μπορούσαν, θα καταργούσαν εντελώς τη λαλιά και θα επικοινωνούσανε μόνο γραπτά, σε όσο γίνεται παλιότερο λεξιλόγιο, με όσο γίνεται περισσότερους αρχαϊσμούς, με όσο γίνεται εντονότερη την απαρχαιωμένη ορθογραφία. Διαβάζοντας ή ακούγοντάς τους όλους αυτούς, θαρρείς σάμπως κι η ελληνική γλώσσα (γραπτή και προφορική) δεν εξελίσσεται συνέχεια, τέσσερις χιλιάδες χρόνια τώρα, αλλά παραμένει ένα κάποιο γραπτό απολίθωμα, ένα κάποιο παλιακό αλφάβητο, προς το οποίο πρέπει να συμμορφώνεται η λαλιά. Κι επειδή βέβαια δεν μπορούν να μαντρώσουν τη λαλιά, ξεσπάνε στην κακομοίρα τη γραφή, που την οριοθετούν κατά το δοκούν.
Το παραπάνω μας φέρνει στην καρδιά του θέματος: η γραφή υπάρχει από μόνη της ή για να αποτυπώνει τη λαλιά και τη σκέψη; Κατά τη γνώμη μου, η λαλιά / ομιλία / προφορικός λόγος / έκφραση σκέψεων έχει προτεραιότητα, και τα κείμενα υπάρχουν για να την αποτυπώνουν. Όχι το αντίστροφο. Οι πολυτονιστές και όλοι γενικά οι σπουδαιόφρονες αποδίδουν στα κείμενα ιδιότητες ταμπού, φετίχ ή τοτέμ – αιώνια απείραχτου μέσα στα χρόνια, άσχετα από τη γλωσσική εξέλιξη. Όμως τα κείμενα, μόλις γραφτούν, πεθαίνουν. Ενώ η λαλιά, ευτυχώς, ακριβώς επειδή δεν καταγράφεται, προχωράει συνέχεια κι εξελίσσεται.
Μαζί πάει η άρνηση της πολυσημίας και της μεταφορικότητας. Προσπαθώντας να κυριολεκτούν πάντα, θέλουν να δημιουργούν μία μονάχα λέξη για κάθε αντικείμενο ή έννοια. Αν αυτό ήταν εφικτό, θα οδηγούσε στην ασυνεννοησία, γιατί μια ζωή δε θ’ αρκούσε να μάθει κανείς όλες τις λέξεις που θα πλάθανε οι σπουδαιόφρονες. Κι ακόμα, δε θα προλαβαίναμε να ξεχνάμε λέξεις, αφού οι παλιές θα ξεπερνιούνταν ενώ οι νέες θα παράγονταν με την οκά. Ταυτόχρονα, οι σπουδαιόφρονες δεν εννοούν να καταλάβουν ότι και η πολυσημία μιας λέξης είναι πάλι πλούτος, ότι η χρήση της ίδιας λέξης διαφοροποιείται ανάλογα με το γλωσσικό περιβάλλον / το ύφος / τον πομπό κλπ κλπ, ότι πάρα πολλές —ίσως οι περισσότερες- λέξεις έχουν πάρα πολλές μεταφορικές σημασίες, ενώ οι κυριολεκτικές είναι λιγότερες, ενίοτε μία και μόνη. Παράδειγμα: «μαλάκας» κατά περίπτωση είναι ο πολύ κοντινός φίλος, ο βλάκας, ο ανίκανος ή ο αυνανιζόμενος – κανείς δεν τα μπερδεύει. Όπως κανείς δεν μπερδεύει το φαγώσιμο «παξιμάδι» με το «παξιμάδι» της βίδας ή τη «γλώσσα» του παπουτσιού με τη «γλώσσα» του σώματος. Και πάει λέγοντας.
Κι από κοντά, η γκρίνια: φτωχαίνει η γλώσσα, δεν ξέρουν να μιλήσουν οι νέοι, μας κυριεύουν οι αγγλισμοί, κινδυνεύουμε από το γράψιμο σε μέιλ / κινητά / τουίτερ / φέισμπουκ (το ίνσταγκραμ τη μισογλιτώνει, ως εικονοφόρο) κλπ. Λυπάμαι που οι «μεγάλοι» ξεχνάνε ότι τα ίδια ακούγανε παλιά, όταν ήταν νέοι, από τους τότε «μεγάλους», κι όμως τα ίδια λένε αυτοί στα παιδιά και τα εγγόνια τους σήμερα. Οι ίδιες μαλακίες, 200 χρόνια τώρα. Φυσικά, όταν γκρινιάζουν για το χαμένο πλούτο της γλώσσας, εννοούν της αρχαΐζουσας.
Κι όταν τους λες πως άλλο πράμα ήταν ο «ωραίος» στ’ αρχαία κι άλλο σημαίνει σήμερα, όταν τους λες ότι σήμερα η «απόφραξη» ή το «καθόλου» σημαίνουν ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι στ’ αρχαία, και τόσα άλλα, σε κοιτάνε απλανώς. Και ξαναμιλάνε για τη δήθεν «φτώχεια» της δημοτικής και θρηνούν που χάνεται η πλουσιότερη και καλύτερη γλώσσα του κόσμου (σα να ξέρανε κι όλες τις άλλες για να μπορούν να κρίνουνε).
Κι όμως η δημοτική έχει πλάσει και πλάθει και διευρύνει συνέχεια εκφραστικότατες λέξεις και φράσεις και νοήματα από ελληνικές και ξένες και μικτές ρίζες: βραδάκι, καπνομάγαζο, ξερόλας, ξεροπήγαδο, ξεμυαλίζομαι, πλαγιάζω, πουτσοσκάμπιλο, καραμπόλα, σκουντάω, μια τρύπα στο νερό, σκοτούρα, από σπόντα, σαμπιέρος/χριστόψαρο, φαρμακομούνα, τσίπης, πεταμένα λεφτά, αβγοτάραχο, αποσπερίτης, πάω χαμένος, σκοτούρα, σκαλοπάτι, λουλουδού, στα πράσα, κιόλας, κατάσαρκα, άνοιξη, γκόμενα, καψάλα, μπαστακώνομαι, καρεκλάς, αδερφή, μουνοθύελλα, κολλητάρι, περήφανος στ’ αφτιά, λαμπόγυαλο, μπακαλόγατος, αραχτός, παλιόσπιτο, κουμπότρυπα, σπάσαν τα νερά, Γαρ(ο)ύφαλλος, καντηλανάφτης, κολλητός, ντόρτια, σκαλοπάτι, κωλοφαρδία, κουμαρτζής, τζέρτζελο, κούραση, ξώφαλτσος, ροκάς, άγγιχτος, σκοτωμός, συριζαίος, ντοματόζουμο, νερουλός, σάψαλο, καλτσοπάπουτσα, καλοκαιρινός, τζογαδόρος, μαλακία, σαλτάρω, πέραση, πρασινοφρουρός, χάρβαλο, ταγκάρω, σαββατογεννημένος, χασοδίκης, εγκαταλειμμένος, μελάτος, αραχτός, τζώρας, ρωμιοσύνη, γλεντάω, μπουρί, γαμάτος, παρλάρω, χασαποταβέρνα, καυλόσπυρο, ευρωλιγούρης, ταΐζω, φιλότιμο, μιλφάς, καβαντζάρω, μπινελίκι(α), στο κάτω κάτω (της γραφής), κωλόμπαρο, χαμόγελο, πλακομούνι, περπατημένος, αλογομούρης, ποστάρω, δεν υπάρχει, γυρισμός, πουτσαράς, ανατριχίλα, ψωλοβρόντης, άμπαλος, φρικιό, αταχτοποίητος, σπανακόπιτα, καπάκια, λουλουδοπόλεμος, (πιασο)κωλάδικο, μαναβάκι, συντροφιά, χωνάκι, άπαπα, (χτυπάω) ταβάνι, μάτι, μουσταλευριά, εξάστερος, νεροτσουλήθρα, δεν τρέχει τίποτα, αντριλίκι, ρετιρέ, ποστάρω, μπιροκοιλιά, χαλαρώνω, λολ, σκεπάσματα, τα πάντα όλα, σπασαρχίδης, ανήμπορος, ρημάδι, άπαιχτος, κωλάντερο, ταξιτζού, άκου να δεις, βιτριολικός, της πουτάνας (το κάγκελο), προβατίνα, βροχερός, ξενερώνω, κυριλέ, σεκιουριτάς, χεβιμεταλού, ντροπιαστικός, μπάμια, μοδίστρα, μου τη δίνει, πατωματζής, βασιλοχουντικός, φίλελέ, περασιά, μπλοκάκιας, ξέπλυμα, και καλά, ψωμομάχαιρο, (πολιτικο)κορεκτίλα, λαμπόγυαλο, (ν)τζιβιτζιλίκι, σάμπως, φορτώνω στον κόκορα, σκεπάσματα, κάνω πέρα, πεθαμένος, μπακαλιαράκια, κουραδοκόφτης, παντελονάς, τρενάρω, ερχομός, ξάπλα, στο κόκκινο, μπασμένος, λούγκρα, λες και, αναποστάρω, μπουρδελότσαρκα, Χρυσούλα, φασώνω, αμολάω, νεκροθάφτης, κορακοφωλιά, σούσουρο, γρηγορόσημο, σφαλίζω, τραμπαλίζομαι, γραμμένος, γαλαζόπετρα, παίρνω ανάποδες, παίρνω τον αέρα, στα πεταχτά, Κάρεν, κυριλέ, σαλιάρα, κοφτός, μπαρότσαρκα, το ’χω, σανιδώνω, ντομπροσύνη, καψούλι, ντουφέκι, ξεχασμένος, ανθρώπινη χημεία, μπουτίκ φρούτων, κωλόπαιδο, Κρυστάλλω, μπλοκάρω, κοπάνα, τραγόπαπας, σπιταρόνα, στο τσακ, παγωτατζής, καμάκι, κουτόφραγκος, μιας και, αριστερόμετρο, πετραχήλι, κεκές, Μητσάρας, προβολατζής, φρικάρω – και πολλά πολλά άλλα που όλοι (και οι σπουδαιόφρονες) τα λένε, μα αρνιούνται να τα γράψουνε.
Δέχονται δηλαδή τους λόγιους εμπλουτισμούς της γλώσσας (αρχαία παράδοση, θρησκευτικά κείμενα, επιστήμη, έντυπη δημοσιογραφία κλπ), και σωστά, όχι όμως τους μη λόγιους.
Λεπτομερέστερα, οι σπουδαιόφρονες, κινούμενοι πάντα προς τη συντηρητική (με την πρωταρχική σημασία: συντηρώ) γλωσσική κατεύθυνση, κάνουν ή αποφεύγουν, ενδεικτικά, και τα εξής:
Μαθαίνουν τα παιδιά τους να δηλώνουν Κωνσταντίνος (από δω αρχίσανε όλα, τονίζοντας μάλιστα και τα πολλά ν, τρομάρα τους), Πηνελόπη, Ιωάννης, Άρτεμις, Ευφροσύνη, Βασίλειος, Ευάγγελος, Αλέξανδρος, Επαμεινώνδας, Δημήτριος, σα να χάθηκαν από την κοινωνία μας ο Κώστας, ο Ντίνος, η Φρόσω, η Εύη, η Έφη, ο Γιάννης, η Άρτεμη, η Πόπη, ο Βαγγέλης, ο Τάκης, η Ρούλα, ο Βασίλης – άσε που τους μαθαίνουν να κλίνουνε τις γενικές του Ιωάννου, του Ζαχαρίου, του Επαμεινώνδου, του Δημητρίου, της Αρτέμιδος, της Λητούς, της Ερατούς, της Σαπφούς, της Παραφλούς (οκέι, αυτό το τελευταίο δεν το ’χω ακούσει ακόμα, αλλά δεν απέχει κιόλας).
Προχωράνε σε αναβίωση μισοπεθαμένων λέξεων, εκφράσεων, σύνταξης, πάντα εννοείται προς το πιο σοφολογιωτατίστικο κλπ. Λένε και γράφουν: ωρολόγι, ξηρός, πτηνό, εκστομίζω, παρακαλείσθε, εκριζώνω, μεταβαίνω, εκφόρτωση, εισέρχομαι, ωθώ, τροχοπεδώ, παντοπώλης, εξέρχομαι, δύναμαι, λέγω, εκβράζω, αποστέλλω, ημέρα, παραγγέλλω, όπως προσέλθει, άρτος, έλαιον, ύδωρ, αποβιώνω, λέμβος, εβδομάδα, οικία, εκ νέου, εκ του σύνεγγυς, εκατοστάρικο, υπόδημα κλπ αντί ρολόι, ξερός, πουλί, ξεστομίζω, ξεριζώνω, πάει, ξεφόρτωμα, μπαίνω, φρενάρω, μπακάλης, βγαίνω, σπρώχνω, μπορώ, πάω, στέλνω, μέρα, παραγγέλνω, να ’ρθει, σας παρακαλώ, ψωμί, λάδι, νερό, πεθαίνω, ξεβράζω, βάρκα, βδομάδα, σπίτι, ξανά, λέω, από κοντά, κατοστάρικο, παπούτσι κλπ. (Και πώς θα πείτε το «μπαινοβγαίνω»; Εισερχεξέρχομαι;)
Αναπτύσσουνε μίσος προς τη χρειαζούμενη απόστροφο, προτιμώντας τη χασμωδία: σε εσάς, σε εμάς, σε εκείνον, το όνειρο, σε αυτό, από όσους, για αυτό κλπ, αντί σ’ εσάς / σε σας, σ’ εμάς / σε μας, σ’ αυτό, απ’ όλους, γι’ αυτό κλπ.
Ταυτόχρονα, βάζουν αποστρόφους στο εξ, εκ, εν, παρόλο που δεν έχει φαγωθεί κανένα φωνήεν εκεί, επειδή «είναι πιο όμορφο έτσι», ή επιμένουν στα πλεονασματικά διαλυτικά: μυϊκός, επιπλοποιΐα κλπ.
Τους ενοχλεί το «κι», προσπαθούν να βάζουνε πάντα στη θέση του το «και». Π.χ. Το αρχαίο και γνωστό μυθιστόρημα Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος καταγράφεται πολλές φορές ως «Ο κηπουρός και ο καιροσκόπος», ακόμα και σε ρεπορτάζ από βιβλιοπαρουσιάσεις του, ακόμα κι από κριτικούς που υποτίθεται ότι το διάβασαν για να το παρουσιάσουν.
Βάζουν τελικό ν παντού, σε θηλυκά κι αρσενικά, άσχετα από τις ηχητικές ροπές της γλώσσας: την νονά, τον νέο, μην βιάζεσαι, δεν γράφω, έναν ναύτη, κάποιον σύντροφο, τον Νίκο, τον Δημήτρη κλπ.
Ταυτόχρονα, προσπαθούν ν’ αγνοήσουν ότι το τελικό και/ή ευφωνικό ν, όταν εμφανίζεται απρόσκλητο κι αβίαστα στη λαλιά, αλλάζει ελαφρά την προφορά των λέξεων. Γράφουνε λοιπόν και προσπαθούν και να πουν τηnpόρτα, τοnxένο, τοnpsάλτη, τηntράπεζα, δεntο ξέρεις, τηnkαρέκλα, θαtο βρεις κλπ, ώστε να μην πουν τη μπόρτα, το γκζένο, το μπζάλτη, τη ντράπεζα, δε ντο ξέρεις, τη γκαρέκλα, θα ντο βρεις κλπ (που όμως ακριβώς έτσι ακούγονται).
Ο Δ. Φύσσας, φιλόλογος και Αθηναιογράφος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος που έχουμε ξανασυζητήσει
https://sarantakos.wordpress.com/2024/0 ... uJ7a3Ayfmw
«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω» από την ελληνοφωνία
(Μια εκτύπωση που τη σέρνω μαζί μου έτσι, για την τιμή των όπλων. Ποτέ κανείς δε θα διαβάσει αυτό το κείμενό μου.)
«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω» από την ελληνοφωνία, το φάντασμα του νεολογιωτατισμού. Έχω βαρεθεί να διαβάζω, να βλέπω και ν’ ακούω γύρω μου λογιωτατισμό, αρχαϊσμό, καθαρεύουσα και νεοκαθαρεύουσα. Όλες οι γλωσσικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια κινούνται προς την κατεύθυνση αυτή. Πρωτεργάτες το πρώην σινάφι μου, οι κωλοφιλόλογοι (προσοχή, όχι οι γλωσσολόγοι πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) κι από κοντά δημοσιογράφοι, διορθωτές κι επιμελητές κειμένων (αυτή η μάστιγα των επιφανειακών παρατηρήσεων), παπάδες, θεολόγοι, δικαστές, συγγραφείς, πολιτικοί, κειμενογράφοι, λεξικογράφοι, ορθοφωνιστές, συντάκτες δημόσιων ανακοινώσεων σε μέσα συγκοινωνίας — τράπεζες – σούπερ μάρκετ, λογογράφοι, ποικίλοι αρχαιόφιλοι ή βυζαντινόφρονες, πολυτονιστές διάφορων προελεύσεων και αποχρώσεων, κι έπονται σκέτοι αναγνώστες ή και απλοί ομιλητές, που νομίζουν ότι κάτι κάνουν ακολουθώντας τους «μορφωμένους» ή απλά επηρεάζονται ασυναίσθητα κι ακολουθούν τη γενική τάση. Οι γενιές που μεγάλωσαν με αρχαία απ’ το νηπίαγωγείο, που λέει ο λόγος.
Το δόγμα τους, απ’ όπου εκπορεύονται όλα τ’ άλλα, έχει ως εξής: γλώσσα είναι η γραπτή γλώσσα, το γραπτό έχει μεγαλύτερη αξία από τη φωνή. Το αρχαιότροπο γραπτό, εννοείται. Αν μπορούσαν, θα καταργούσαν εντελώς τη λαλιά και θα επικοινωνούσανε μόνο γραπτά, σε όσο γίνεται παλιότερο λεξιλόγιο, με όσο γίνεται περισσότερους αρχαϊσμούς, με όσο γίνεται εντονότερη την απαρχαιωμένη ορθογραφία. Διαβάζοντας ή ακούγοντάς τους όλους αυτούς, θαρρείς σάμπως κι η ελληνική γλώσσα (γραπτή και προφορική) δεν εξελίσσεται συνέχεια, τέσσερις χιλιάδες χρόνια τώρα, αλλά παραμένει ένα κάποιο γραπτό απολίθωμα, ένα κάποιο παλιακό αλφάβητο, προς το οποίο πρέπει να συμμορφώνεται η λαλιά. Κι επειδή βέβαια δεν μπορούν να μαντρώσουν τη λαλιά, ξεσπάνε στην κακομοίρα τη γραφή, που την οριοθετούν κατά το δοκούν.
Το παραπάνω μας φέρνει στην καρδιά του θέματος: η γραφή υπάρχει από μόνη της ή για να αποτυπώνει τη λαλιά και τη σκέψη; Κατά τη γνώμη μου, η λαλιά / ομιλία / προφορικός λόγος / έκφραση σκέψεων έχει προτεραιότητα, και τα κείμενα υπάρχουν για να την αποτυπώνουν. Όχι το αντίστροφο. Οι πολυτονιστές και όλοι γενικά οι σπουδαιόφρονες αποδίδουν στα κείμενα ιδιότητες ταμπού, φετίχ ή τοτέμ – αιώνια απείραχτου μέσα στα χρόνια, άσχετα από τη γλωσσική εξέλιξη. Όμως τα κείμενα, μόλις γραφτούν, πεθαίνουν. Ενώ η λαλιά, ευτυχώς, ακριβώς επειδή δεν καταγράφεται, προχωράει συνέχεια κι εξελίσσεται.
Μαζί πάει η άρνηση της πολυσημίας και της μεταφορικότητας. Προσπαθώντας να κυριολεκτούν πάντα, θέλουν να δημιουργούν μία μονάχα λέξη για κάθε αντικείμενο ή έννοια. Αν αυτό ήταν εφικτό, θα οδηγούσε στην ασυνεννοησία, γιατί μια ζωή δε θ’ αρκούσε να μάθει κανείς όλες τις λέξεις που θα πλάθανε οι σπουδαιόφρονες. Κι ακόμα, δε θα προλαβαίναμε να ξεχνάμε λέξεις, αφού οι παλιές θα ξεπερνιούνταν ενώ οι νέες θα παράγονταν με την οκά. Ταυτόχρονα, οι σπουδαιόφρονες δεν εννοούν να καταλάβουν ότι και η πολυσημία μιας λέξης είναι πάλι πλούτος, ότι η χρήση της ίδιας λέξης διαφοροποιείται ανάλογα με το γλωσσικό περιβάλλον / το ύφος / τον πομπό κλπ κλπ, ότι πάρα πολλές —ίσως οι περισσότερες- λέξεις έχουν πάρα πολλές μεταφορικές σημασίες, ενώ οι κυριολεκτικές είναι λιγότερες, ενίοτε μία και μόνη. Παράδειγμα: «μαλάκας» κατά περίπτωση είναι ο πολύ κοντινός φίλος, ο βλάκας, ο ανίκανος ή ο αυνανιζόμενος – κανείς δεν τα μπερδεύει. Όπως κανείς δεν μπερδεύει το φαγώσιμο «παξιμάδι» με το «παξιμάδι» της βίδας ή τη «γλώσσα» του παπουτσιού με τη «γλώσσα» του σώματος. Και πάει λέγοντας.
Κι από κοντά, η γκρίνια: φτωχαίνει η γλώσσα, δεν ξέρουν να μιλήσουν οι νέοι, μας κυριεύουν οι αγγλισμοί, κινδυνεύουμε από το γράψιμο σε μέιλ / κινητά / τουίτερ / φέισμπουκ (το ίνσταγκραμ τη μισογλιτώνει, ως εικονοφόρο) κλπ. Λυπάμαι που οι «μεγάλοι» ξεχνάνε ότι τα ίδια ακούγανε παλιά, όταν ήταν νέοι, από τους τότε «μεγάλους», κι όμως τα ίδια λένε αυτοί στα παιδιά και τα εγγόνια τους σήμερα. Οι ίδιες μαλακίες, 200 χρόνια τώρα. Φυσικά, όταν γκρινιάζουν για το χαμένο πλούτο της γλώσσας, εννοούν της αρχαΐζουσας.
Κι όταν τους λες πως άλλο πράμα ήταν ο «ωραίος» στ’ αρχαία κι άλλο σημαίνει σήμερα, όταν τους λες ότι σήμερα η «απόφραξη» ή το «καθόλου» σημαίνουν ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι στ’ αρχαία, και τόσα άλλα, σε κοιτάνε απλανώς. Και ξαναμιλάνε για τη δήθεν «φτώχεια» της δημοτικής και θρηνούν που χάνεται η πλουσιότερη και καλύτερη γλώσσα του κόσμου (σα να ξέρανε κι όλες τις άλλες για να μπορούν να κρίνουνε).
Κι όμως η δημοτική έχει πλάσει και πλάθει και διευρύνει συνέχεια εκφραστικότατες λέξεις και φράσεις και νοήματα από ελληνικές και ξένες και μικτές ρίζες: βραδάκι, καπνομάγαζο, ξερόλας, ξεροπήγαδο, ξεμυαλίζομαι, πλαγιάζω, πουτσοσκάμπιλο, καραμπόλα, σκουντάω, μια τρύπα στο νερό, σκοτούρα, από σπόντα, σαμπιέρος/χριστόψαρο, φαρμακομούνα, τσίπης, πεταμένα λεφτά, αβγοτάραχο, αποσπερίτης, πάω χαμένος, σκοτούρα, σκαλοπάτι, λουλουδού, στα πράσα, κιόλας, κατάσαρκα, άνοιξη, γκόμενα, καψάλα, μπαστακώνομαι, καρεκλάς, αδερφή, μουνοθύελλα, κολλητάρι, περήφανος στ’ αφτιά, λαμπόγυαλο, μπακαλόγατος, αραχτός, παλιόσπιτο, κουμπότρυπα, σπάσαν τα νερά, Γαρ(ο)ύφαλλος, καντηλανάφτης, κολλητός, ντόρτια, σκαλοπάτι, κωλοφαρδία, κουμαρτζής, τζέρτζελο, κούραση, ξώφαλτσος, ροκάς, άγγιχτος, σκοτωμός, συριζαίος, ντοματόζουμο, νερουλός, σάψαλο, καλτσοπάπουτσα, καλοκαιρινός, τζογαδόρος, μαλακία, σαλτάρω, πέραση, πρασινοφρουρός, χάρβαλο, ταγκάρω, σαββατογεννημένος, χασοδίκης, εγκαταλειμμένος, μελάτος, αραχτός, τζώρας, ρωμιοσύνη, γλεντάω, μπουρί, γαμάτος, παρλάρω, χασαποταβέρνα, καυλόσπυρο, ευρωλιγούρης, ταΐζω, φιλότιμο, μιλφάς, καβαντζάρω, μπινελίκι(α), στο κάτω κάτω (της γραφής), κωλόμπαρο, χαμόγελο, πλακομούνι, περπατημένος, αλογομούρης, ποστάρω, δεν υπάρχει, γυρισμός, πουτσαράς, ανατριχίλα, ψωλοβρόντης, άμπαλος, φρικιό, αταχτοποίητος, σπανακόπιτα, καπάκια, λουλουδοπόλεμος, (πιασο)κωλάδικο, μαναβάκι, συντροφιά, χωνάκι, άπαπα, (χτυπάω) ταβάνι, μάτι, μουσταλευριά, εξάστερος, νεροτσουλήθρα, δεν τρέχει τίποτα, αντριλίκι, ρετιρέ, ποστάρω, μπιροκοιλιά, χαλαρώνω, λολ, σκεπάσματα, τα πάντα όλα, σπασαρχίδης, ανήμπορος, ρημάδι, άπαιχτος, κωλάντερο, ταξιτζού, άκου να δεις, βιτριολικός, της πουτάνας (το κάγκελο), προβατίνα, βροχερός, ξενερώνω, κυριλέ, σεκιουριτάς, χεβιμεταλού, ντροπιαστικός, μπάμια, μοδίστρα, μου τη δίνει, πατωματζής, βασιλοχουντικός, φίλελέ, περασιά, μπλοκάκιας, ξέπλυμα, και καλά, ψωμομάχαιρο, (πολιτικο)κορεκτίλα, λαμπόγυαλο, (ν)τζιβιτζιλίκι, σάμπως, φορτώνω στον κόκορα, σκεπάσματα, κάνω πέρα, πεθαμένος, μπακαλιαράκια, κουραδοκόφτης, παντελονάς, τρενάρω, ερχομός, ξάπλα, στο κόκκινο, μπασμένος, λούγκρα, λες και, αναποστάρω, μπουρδελότσαρκα, Χρυσούλα, φασώνω, αμολάω, νεκροθάφτης, κορακοφωλιά, σούσουρο, γρηγορόσημο, σφαλίζω, τραμπαλίζομαι, γραμμένος, γαλαζόπετρα, παίρνω ανάποδες, παίρνω τον αέρα, στα πεταχτά, Κάρεν, κυριλέ, σαλιάρα, κοφτός, μπαρότσαρκα, το ’χω, σανιδώνω, ντομπροσύνη, καψούλι, ντουφέκι, ξεχασμένος, ανθρώπινη χημεία, μπουτίκ φρούτων, κωλόπαιδο, Κρυστάλλω, μπλοκάρω, κοπάνα, τραγόπαπας, σπιταρόνα, στο τσακ, παγωτατζής, καμάκι, κουτόφραγκος, μιας και, αριστερόμετρο, πετραχήλι, κεκές, Μητσάρας, προβολατζής, φρικάρω – και πολλά πολλά άλλα που όλοι (και οι σπουδαιόφρονες) τα λένε, μα αρνιούνται να τα γράψουνε.
Δέχονται δηλαδή τους λόγιους εμπλουτισμούς της γλώσσας (αρχαία παράδοση, θρησκευτικά κείμενα, επιστήμη, έντυπη δημοσιογραφία κλπ), και σωστά, όχι όμως τους μη λόγιους.
Λεπτομερέστερα, οι σπουδαιόφρονες, κινούμενοι πάντα προς τη συντηρητική (με την πρωταρχική σημασία: συντηρώ) γλωσσική κατεύθυνση, κάνουν ή αποφεύγουν, ενδεικτικά, και τα εξής:
Μαθαίνουν τα παιδιά τους να δηλώνουν Κωνσταντίνος (από δω αρχίσανε όλα, τονίζοντας μάλιστα και τα πολλά ν, τρομάρα τους), Πηνελόπη, Ιωάννης, Άρτεμις, Ευφροσύνη, Βασίλειος, Ευάγγελος, Αλέξανδρος, Επαμεινώνδας, Δημήτριος, σα να χάθηκαν από την κοινωνία μας ο Κώστας, ο Ντίνος, η Φρόσω, η Εύη, η Έφη, ο Γιάννης, η Άρτεμη, η Πόπη, ο Βαγγέλης, ο Τάκης, η Ρούλα, ο Βασίλης – άσε που τους μαθαίνουν να κλίνουνε τις γενικές του Ιωάννου, του Ζαχαρίου, του Επαμεινώνδου, του Δημητρίου, της Αρτέμιδος, της Λητούς, της Ερατούς, της Σαπφούς, της Παραφλούς (οκέι, αυτό το τελευταίο δεν το ’χω ακούσει ακόμα, αλλά δεν απέχει κιόλας).
Προχωράνε σε αναβίωση μισοπεθαμένων λέξεων, εκφράσεων, σύνταξης, πάντα εννοείται προς το πιο σοφολογιωτατίστικο κλπ. Λένε και γράφουν: ωρολόγι, ξηρός, πτηνό, εκστομίζω, παρακαλείσθε, εκριζώνω, μεταβαίνω, εκφόρτωση, εισέρχομαι, ωθώ, τροχοπεδώ, παντοπώλης, εξέρχομαι, δύναμαι, λέγω, εκβράζω, αποστέλλω, ημέρα, παραγγέλλω, όπως προσέλθει, άρτος, έλαιον, ύδωρ, αποβιώνω, λέμβος, εβδομάδα, οικία, εκ νέου, εκ του σύνεγγυς, εκατοστάρικο, υπόδημα κλπ αντί ρολόι, ξερός, πουλί, ξεστομίζω, ξεριζώνω, πάει, ξεφόρτωμα, μπαίνω, φρενάρω, μπακάλης, βγαίνω, σπρώχνω, μπορώ, πάω, στέλνω, μέρα, παραγγέλνω, να ’ρθει, σας παρακαλώ, ψωμί, λάδι, νερό, πεθαίνω, ξεβράζω, βάρκα, βδομάδα, σπίτι, ξανά, λέω, από κοντά, κατοστάρικο, παπούτσι κλπ. (Και πώς θα πείτε το «μπαινοβγαίνω»; Εισερχεξέρχομαι;)
Αναπτύσσουνε μίσος προς τη χρειαζούμενη απόστροφο, προτιμώντας τη χασμωδία: σε εσάς, σε εμάς, σε εκείνον, το όνειρο, σε αυτό, από όσους, για αυτό κλπ, αντί σ’ εσάς / σε σας, σ’ εμάς / σε μας, σ’ αυτό, απ’ όλους, γι’ αυτό κλπ.
Ταυτόχρονα, βάζουν αποστρόφους στο εξ, εκ, εν, παρόλο που δεν έχει φαγωθεί κανένα φωνήεν εκεί, επειδή «είναι πιο όμορφο έτσι», ή επιμένουν στα πλεονασματικά διαλυτικά: μυϊκός, επιπλοποιΐα κλπ.
Τους ενοχλεί το «κι», προσπαθούν να βάζουνε πάντα στη θέση του το «και». Π.χ. Το αρχαίο και γνωστό μυθιστόρημα Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος καταγράφεται πολλές φορές ως «Ο κηπουρός και ο καιροσκόπος», ακόμα και σε ρεπορτάζ από βιβλιοπαρουσιάσεις του, ακόμα κι από κριτικούς που υποτίθεται ότι το διάβασαν για να το παρουσιάσουν.
Βάζουν τελικό ν παντού, σε θηλυκά κι αρσενικά, άσχετα από τις ηχητικές ροπές της γλώσσας: την νονά, τον νέο, μην βιάζεσαι, δεν γράφω, έναν ναύτη, κάποιον σύντροφο, τον Νίκο, τον Δημήτρη κλπ.
Ταυτόχρονα, προσπαθούν ν’ αγνοήσουν ότι το τελικό και/ή ευφωνικό ν, όταν εμφανίζεται απρόσκλητο κι αβίαστα στη λαλιά, αλλάζει ελαφρά την προφορά των λέξεων. Γράφουνε λοιπόν και προσπαθούν και να πουν τηnpόρτα, τοnxένο, τοnpsάλτη, τηntράπεζα, δεntο ξέρεις, τηnkαρέκλα, θαtο βρεις κλπ, ώστε να μην πουν τη μπόρτα, το γκζένο, το μπζάλτη, τη ντράπεζα, δε ντο ξέρεις, τη γκαρέκλα, θα ντο βρεις κλπ (που όμως ακριβώς έτσι ακούγονται).