Το σύνδρομο ιδρυματοποίησης
Δημοσιεύτηκε: 17 Μάιος 2024, 12:33
Περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας σε θεσμούς και ιδρύματα: από την οικογένεια στο σχολείο, στον στρατό, στην επιχείρηση. Αυτά τα ιδρύματα διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες μας, την προσωπικότητά μας και τις ρουτίνες μας. Αναγνωρίζοντας ότι αυτοί οι θεσμοί είναι ποικιλόμορφοι και όχι κάτι στατικό, μπορούμε ωστόσο να πούμε κάτι χονδρικά για τις συσσωρευτικές επιπτώσεις τέτοιων θεσμών στην ατομική διαμόρφωσή μας;
Φυσικά και μπορούμε. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι από τότε που η βιομηχανική επανάσταση έθεσε σε κίνηση μια διαδικασία αδιάκοπης αστικοποίησης, ένα συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο του παγκόσμιου πληθυσμού χάνει κάθε ιδιοκτησία και καταλήγει να εξαρτάται από μεγάλους, ιεραρχικούς οργανισμούς για την επιβίωσή του. Το νοικοκυριό του μικροαγρότη-χωρικού ή του καταστηματάρχη μπορεί να χαρακτηρίζονταν από ένδεια και ανασφάλεια ανάλογη του προλετάριου. αλλά ήταν σαφώς λιγότερο υποκείμενο σε καθημερινή, άμεση πειθάρχηση εκ μέρους διευθυντών, προϊσταμένων και εργοδηγών. Ακόμη και ο ενοικιαστής αγρότης που είχε να λογαριάζει με τις αυθαιρεσίες του αφεντικού του, ή ο μικροϊδιοκτήτης, βαθιά χρεωμένος σε τράπεζες και τοκογλύφους, είχε τον έλεγχο της εργάσιμης ημέρας του: πότε να φυτέψει, πώς να καλλιεργήσει, πότε να θερίσει και να πουλήσει κ.λπ. Συγκρίνετέ το αυτό με τον εργάτη ενός εργοστασίου που είναι στο πόδι από τις 8 π.μ. έως τις 5 μ.μ., προσδεμένος στον ρυθμό των μηχανημάτων και υπό στενή προσωπική επιτήρηση ή ηλεκτρονική παρακολούθηση.
Ακόμη και στους κλάδους των υπηρεσιών, ο βηματισμός, διαρυθμισμός και η επιτήρηση της εργασίας ξεπερνούν κατά πολύ αυτά που βίωνε ο ανεξάρτητος καταστηματάρχης στο κομμάτι της λεπτομερούς επίβλεψης. Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να παρατηρήσετε είναι ότι αυτοί οι θεσμοί είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, βαθιά ιεραρχικοί και, τυπικά, αυταρχικοί. Η εκπαίδευση, θα έλεγε κανείς, στα ήθη της ιεραρχίας ξεκινά, τόσο στις αγροτικές όσο και στις βιομηχανικές κοινωνίες, από την πατριαρχική οικογένεια. Μπορεί οι οικογενειακές δομές στις οποίες τα παιδιά, οι γυναίκες και οι υπηρέτες κάποτε αντιμετωπίζονταν ουσιαστικά ως ιδιόκτητα αγαθά να έχουν γίνει λιγότερο αυταρχικές, όμως παρόλα αυτά η πατριαρχική οικογένεια εξακολουθεί να ευδοκιμεί και δεν θα μπορούσε να την θεωρήσει κάνεις ιδανικό πεδίο εκπαίδευσης των αρετών της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας πλην ίσως για τον άνδρα αρχηγό του νοικοκυριού. Η πατριαρχική οικογένεια ιστορικά αποτελούσε μάλλον εκπαίδευση στην υποτέλεια για τα περισσότερά της μέλη και ένα πεδίο εκπαίδευσης στον αυταρχισμό για τους άνδρες αρχηγούς του νοικοκυριού και τους υπό εκπαίδευση γιους τους.
Όταν η εμπειρία της υποτέλειας μέσα στην οικογένεια ενισχύεται από μια ενήλικη επαγγελματική ζωή που διαβιεί κι αυτή σε αυταρχικά περιβάλλοντα που περικόπτουν την αυτονομία και την ανεξαρτησία των εργαζομένων, οι συνέπειες είναι λυπηρές. Δυσοίωνη διαγράφεται και η ιδιότητα κάποιου ως πολίτη μιας δημοκρατίας όταν ο ίδιος αυτός άνθρωπος καλείται να περάσει όλη την ζωή του σε μεγάλο βαθμό φερόμενος υποτακτικά. Είναι άραγε λογικό να περιμένουμε από κάποιον ο οποίος απ' την ώρα που ξυπνάει μέχρι την ώρα που πέφτει για ύπνο κάνει υποτελή ζωή και που έχει αποκτήσει τις συνήθειες της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης σε αυταρχικά περιβάλλοντα, να μετατραπεί ξαφνικά εντός μιας λαϊκής συνέλευσης, σε θαρραλέο, ανεξάρτητο, ριψοκίνδυνο πρότυπο ατομικής ανεξαρτησίας; Πώς μεταβαίνει κανείς απευθείας από την δικτατορία της ιδιωτικής σφαίρας στην πρακτική της δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη στην δημόσια σφαίρα; Χωρίς αμφιβολία τα αυταρχικά θεσμίσματα αφήνουν στις προσωπικότητες ισχυρά αποτυπώματα. Ως γνωστόν τα πειράματα του Stanley Milgram έδειξαν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν διατεθημένοι να χορηγήσουν αυτό που είχαν πληροφορηθεί ότι ήταν ισχυρό, ακόμη και ενδεχομένως απειλητικό για τη ζωή ηλεκτροσόκ σε πειραματόζωα, μόνο και μόνο επειδή οι αρχές με τα λευκά παλτά τους υπεδείκνυαν να το κάνουν. Ο Philip Zimbardo έδειξε επίσης ότι υποκείμενα που έπαιζαν τον ρόλο δεσμοφυλάκων σε πειράματα έκαναν τόσο εύκολα κατάχρηση της εξουσίας τους που έπρεπε να ακυρωθούν πριν πάθει κανένας κάτι σοβαρό.
Γενικότερα, πολιτικοί φιλόσοφοι τόσο διαφορετικοί όσο ο Étienne de La Boétie και ο Jean-Jacques Rousseau ανησυχούσαν βαθιά για τις πολιτικές συνέπειες της ιεραρχίας και της αυτοκρατορίας. Πίστευαν ότι τέτοιες ρυθμίσεις δημιουργούσαν προσωπικότητες υποτελών και όχι πολιτών. Οι υποτελείς μάθαιναν το σέβας. Ήταν επιδέξιοι στο να κολακεύουν τους ανωτέρους τους και να φορούν έναν αέρα δουλοπρέπειας, και σπάνια να αποτολμούν μια ανεξάρτητη γνώμη, πόσο μάλλον μια αμφιλεγόμενη. Η γενική τους συμπεριφορά είχε την δυσωδία του φόβου. Ενώ μπορεί να είχαν δικές τους απόψεις, ακόμη και ανατρεπτικές, κράτησαν τέτοιες απόψεις για τον εαυτό τους, αποφεύγοντας δημόσιες πράξεις ανεξάρτητης κρίσης και ηθικής κατεύθυνσης.
Στις πιο σοβαρές μορφές «ιδρυματοποίησης» (ο ίδιος ο όρος είναι ενδεικτικός γιατί ίδρυμα και θεσμός είναι το ίδιο πράγμα=institution), όπως τις φυλακές, τα ψυχιατρεία, τα ορφανοτροφεία, τα φτωχοκομεία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα γηροκομεία, εμφανίζεται μια διαταραχή προσωπικότητας που ονομάζεται «σύνδρομο ιδρυματοποίησης». Πρόκειται για άμεσο αποτέλεσμα του μακροπρόθεσμου ιδρυματισμού. Όσοι πάσχουν από αυτό γίνονται απαθείς, δεν παίρνουν καμία πρωτοβουλία, παρουσιάζουν γενική απώλεια ενδιαφέροντος για το περιβάλλον τους, δεν κάνουν σχέδια και δεν έχουν αυθορμητισμό. Επειδή είναι συνεργάσιμοι και δεν προκαλούν προβλήματα, τα υποκείμενα αυτά αντιμετωπίζονται πολλές φορές από ευνοϊκά από τους υπεύθυνους, καθώς δείχνουν ότι έχουν προσαρμοστεί ομαλά στις ιδρυματικές συνθήκες. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να εμφανίζουν παλιμπαιδισμό με. νηπιακή στάση και βάδιση (στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, τέτοιοι κρατούμενοι, κοντά στο θάνατο από τη στέρηση, αποκαλούνταν από τους άλλους κρατούμενους «Musselmänner») και να γίνουν αποτραβηγμένοι και απρόσιτοι. Αυτά είναι θεσμικά αποτελέσματα που παράγονται από την απώλεια επαφής με τον έξω κόσμο, την απώλεια φίλων και περιουσιακών στοιχείων και τη φύση της εξουσίας του ιδρυματικού προσωπικού πάνω τους.
Το ερώτημα που θέλω να θέσω είναι το εξής: Είναι τα αυταρχικά και ιεραρχικά χαρακτηριστικά των περισσότερων σύγχρονων θεσμών της ζωής - της οικογένειας, του σχολείου, του εργοστασίου, του γραφείου, του εργοταξίου - τέτοια που προκαλούν μια ήπια μορφή του ιδρυματικού συνδρόμου; Στο ένα άκρο του συνεχούς των ιδρυμάτων μπορεί κανείς να τοποθετήσει το σύνολο των θεσμών που συνήθως καταστρέφουν την αυτονομία και την πρωτοβουλία των υποκειμένων τους. Στο άλλο άκρο του συνεχούς βρίσκεται, ίσως, κάποια ιδανική εκδοχή δημοκρατίας που αποτελείται από ανθρώπους ανεξάρτητους, αυτοδύναμους, που σέβονται τον εαυτό τους, είτε γαιοκτήμονες, είτε διαχειριστές των δικών τους μικρών επιχειρήσεων, υπόλογους μόνο στον εαυτό τους, χωρίς χρέη και γενικότερα χωρίς θεσμικό λόγο δουλοπρέπειας ή αυτοϋποτίμησης. Τέτοιοι ανεξάρτητοι άνθρωποι, πίστευε ο Jefferson, ήταν η βάση μιας δυναμικής και ανεξάρτητης δημόσιας σφαίρας όπου οι πολίτες μπορούσαν να λένε τη γνώμη τους χωρίς φόβο και ταπεινοφροσύνες. Κάπου ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους βρίσκεται η σύγχρονη κατάσταση των περισσότερων πολιτών των δυτικών δημοκρατιών: μια σχετικά ανοιχτή δημόσια σφαίρα συνυπάρχει με μια καθημερινή θεσμική εμπειρία που βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό σε αντίφαση με τις αρχές και το πνεύμα της δημόσιας σφαίρας αφού ενθαρρύνει και συχνά ανταμείβει τον διακριτικό βηματισμό, το σέβας, την δουλοπρέπεια και την συμμόρφωση. Έτσι παράγεται μια μορφή νεύρωσης που εξαλείφει τη ζωτικότητα του πολιτικού διαλόγου. Και, γενικότερα, τα συσσωρευτικά αποτελέσματα της ζωής μέσα στην πατριαρχική οικογένεια, το κράτος και άλλους ιεραρχικούς θεσμούς παράγουν ένα παθητικό υποκείμενο που δεν έχει την αυθόρμητη ικανότητα για αμοιβαιότητα που επαινείται τόσο από τους αναρχικούς όσο και από τους φιλελεύθερους δημοκρατικούς διανοητές. Εάν συμβεί αυτό, τότε ένα επείγον καθήκον της δημόσιας πολιτικής είναι να προωθήσει θεσμούς που διευρύνουν την ανεξαρτησία, την αυτονομία και τις ικανότητες των πολιτών. Πώς είναι δυνατόν να προσαρμοστεί ο θεσμικός κόσμος της ζωής των πολιτών έτσι ώστε να συνάδει περισσότερο με την ικανότητα για δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη; Η απάντηση βρίσκεται μόνον εντός του αναρχικού κινήματος ως του μόνου διατεθειμένου να εφαρμόσει την δημοκρατία στην ονομαστική της αξία: εκθεμελίωση τώρα κάθε θεσμού, κάθε ιδρύματος, κάθε πρακτικής και κάθε νοοτροπίας που απαιτεί τυφλή υπακοή.
Αν η αναρχία φέρνει τάξη τότε τι κάνει η εξουσία; Διαταράσσει. Το φαινόμενο του συνδρόμου της ιδρυματοποίησης αποδεικνύει ότι δεν μπορείς να να είσαι ψυχικά εύρωστος και υποταγμένος. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι πολλές ψυχικές αρρώστιες εμφανίζουν συμπτώματα που παραπέμπουν σε 'μανία με την τάξη'. Όταν κάποιος πάσχει από την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και θέλει π.χ. να πλένει τα χέρια του συνέχεια τι εμφανίζει; Μανία με την τάξη. Όταν ένας διπολικός ή αυτιστικός θέλει σώνει και καλά να βάζει τα αντικείμενα σε μια σειρά τι εμφανίζει; Μανία με την τάξη.
Είναι τυχαίο ότι οι ψυχολογία των εξτρεμιστών παντός είδους χαρακτηρίζεται από ένα δίπολο έντονης συντηρητικής προσκόλλησης στο δεδομένο περιβάλλον και άρνησης επεξεργασίας νέων εμπειρικών δεδομένων καθώς και μια παιδική παρορμητικότητα; (βλέπε την συμπεριφορά ορισμένων σούργελων στη βουλή: ακροδεξιών, πολάκηδων κτλ.) Ένα αντίστοιχο σύμπλεγμα παρουσιάζουν και όσοι πάσχουν από το σύνδρομο ιδρυματοποίησης.
The study also maps the psychological signatures that underpin fierce political conservatism, as well as “dogmatism”: people who have a fixed worldview and are resistant to evidence.
Psychologists found that conservatism is linked to cognitive “caution”: slow-and-accurate unconscious decision-making, compared to the fast-and-imprecise “perceptual strategies” found in more liberal minds.
Brains of dogmatic people are slower to process perceptual evidence, but they are more impulsive personality-wise. The mental signature for extremism across the board is a blend of conservative and dogmatic psychologies.
Φυσικά και μπορούμε. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι από τότε που η βιομηχανική επανάσταση έθεσε σε κίνηση μια διαδικασία αδιάκοπης αστικοποίησης, ένα συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο του παγκόσμιου πληθυσμού χάνει κάθε ιδιοκτησία και καταλήγει να εξαρτάται από μεγάλους, ιεραρχικούς οργανισμούς για την επιβίωσή του. Το νοικοκυριό του μικροαγρότη-χωρικού ή του καταστηματάρχη μπορεί να χαρακτηρίζονταν από ένδεια και ανασφάλεια ανάλογη του προλετάριου. αλλά ήταν σαφώς λιγότερο υποκείμενο σε καθημερινή, άμεση πειθάρχηση εκ μέρους διευθυντών, προϊσταμένων και εργοδηγών. Ακόμη και ο ενοικιαστής αγρότης που είχε να λογαριάζει με τις αυθαιρεσίες του αφεντικού του, ή ο μικροϊδιοκτήτης, βαθιά χρεωμένος σε τράπεζες και τοκογλύφους, είχε τον έλεγχο της εργάσιμης ημέρας του: πότε να φυτέψει, πώς να καλλιεργήσει, πότε να θερίσει και να πουλήσει κ.λπ. Συγκρίνετέ το αυτό με τον εργάτη ενός εργοστασίου που είναι στο πόδι από τις 8 π.μ. έως τις 5 μ.μ., προσδεμένος στον ρυθμό των μηχανημάτων και υπό στενή προσωπική επιτήρηση ή ηλεκτρονική παρακολούθηση.
Ακόμη και στους κλάδους των υπηρεσιών, ο βηματισμός, διαρυθμισμός και η επιτήρηση της εργασίας ξεπερνούν κατά πολύ αυτά που βίωνε ο ανεξάρτητος καταστηματάρχης στο κομμάτι της λεπτομερούς επίβλεψης. Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να παρατηρήσετε είναι ότι αυτοί οι θεσμοί είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, βαθιά ιεραρχικοί και, τυπικά, αυταρχικοί. Η εκπαίδευση, θα έλεγε κανείς, στα ήθη της ιεραρχίας ξεκινά, τόσο στις αγροτικές όσο και στις βιομηχανικές κοινωνίες, από την πατριαρχική οικογένεια. Μπορεί οι οικογενειακές δομές στις οποίες τα παιδιά, οι γυναίκες και οι υπηρέτες κάποτε αντιμετωπίζονταν ουσιαστικά ως ιδιόκτητα αγαθά να έχουν γίνει λιγότερο αυταρχικές, όμως παρόλα αυτά η πατριαρχική οικογένεια εξακολουθεί να ευδοκιμεί και δεν θα μπορούσε να την θεωρήσει κάνεις ιδανικό πεδίο εκπαίδευσης των αρετών της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας πλην ίσως για τον άνδρα αρχηγό του νοικοκυριού. Η πατριαρχική οικογένεια ιστορικά αποτελούσε μάλλον εκπαίδευση στην υποτέλεια για τα περισσότερά της μέλη και ένα πεδίο εκπαίδευσης στον αυταρχισμό για τους άνδρες αρχηγούς του νοικοκυριού και τους υπό εκπαίδευση γιους τους.
Όταν η εμπειρία της υποτέλειας μέσα στην οικογένεια ενισχύεται από μια ενήλικη επαγγελματική ζωή που διαβιεί κι αυτή σε αυταρχικά περιβάλλοντα που περικόπτουν την αυτονομία και την ανεξαρτησία των εργαζομένων, οι συνέπειες είναι λυπηρές. Δυσοίωνη διαγράφεται και η ιδιότητα κάποιου ως πολίτη μιας δημοκρατίας όταν ο ίδιος αυτός άνθρωπος καλείται να περάσει όλη την ζωή του σε μεγάλο βαθμό φερόμενος υποτακτικά. Είναι άραγε λογικό να περιμένουμε από κάποιον ο οποίος απ' την ώρα που ξυπνάει μέχρι την ώρα που πέφτει για ύπνο κάνει υποτελή ζωή και που έχει αποκτήσει τις συνήθειες της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης σε αυταρχικά περιβάλλοντα, να μετατραπεί ξαφνικά εντός μιας λαϊκής συνέλευσης, σε θαρραλέο, ανεξάρτητο, ριψοκίνδυνο πρότυπο ατομικής ανεξαρτησίας; Πώς μεταβαίνει κανείς απευθείας από την δικτατορία της ιδιωτικής σφαίρας στην πρακτική της δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη στην δημόσια σφαίρα; Χωρίς αμφιβολία τα αυταρχικά θεσμίσματα αφήνουν στις προσωπικότητες ισχυρά αποτυπώματα. Ως γνωστόν τα πειράματα του Stanley Milgram έδειξαν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν διατεθημένοι να χορηγήσουν αυτό που είχαν πληροφορηθεί ότι ήταν ισχυρό, ακόμη και ενδεχομένως απειλητικό για τη ζωή ηλεκτροσόκ σε πειραματόζωα, μόνο και μόνο επειδή οι αρχές με τα λευκά παλτά τους υπεδείκνυαν να το κάνουν. Ο Philip Zimbardo έδειξε επίσης ότι υποκείμενα που έπαιζαν τον ρόλο δεσμοφυλάκων σε πειράματα έκαναν τόσο εύκολα κατάχρηση της εξουσίας τους που έπρεπε να ακυρωθούν πριν πάθει κανένας κάτι σοβαρό.
Γενικότερα, πολιτικοί φιλόσοφοι τόσο διαφορετικοί όσο ο Étienne de La Boétie και ο Jean-Jacques Rousseau ανησυχούσαν βαθιά για τις πολιτικές συνέπειες της ιεραρχίας και της αυτοκρατορίας. Πίστευαν ότι τέτοιες ρυθμίσεις δημιουργούσαν προσωπικότητες υποτελών και όχι πολιτών. Οι υποτελείς μάθαιναν το σέβας. Ήταν επιδέξιοι στο να κολακεύουν τους ανωτέρους τους και να φορούν έναν αέρα δουλοπρέπειας, και σπάνια να αποτολμούν μια ανεξάρτητη γνώμη, πόσο μάλλον μια αμφιλεγόμενη. Η γενική τους συμπεριφορά είχε την δυσωδία του φόβου. Ενώ μπορεί να είχαν δικές τους απόψεις, ακόμη και ανατρεπτικές, κράτησαν τέτοιες απόψεις για τον εαυτό τους, αποφεύγοντας δημόσιες πράξεις ανεξάρτητης κρίσης και ηθικής κατεύθυνσης.
Στις πιο σοβαρές μορφές «ιδρυματοποίησης» (ο ίδιος ο όρος είναι ενδεικτικός γιατί ίδρυμα και θεσμός είναι το ίδιο πράγμα=institution), όπως τις φυλακές, τα ψυχιατρεία, τα ορφανοτροφεία, τα φτωχοκομεία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα γηροκομεία, εμφανίζεται μια διαταραχή προσωπικότητας που ονομάζεται «σύνδρομο ιδρυματοποίησης». Πρόκειται για άμεσο αποτέλεσμα του μακροπρόθεσμου ιδρυματισμού. Όσοι πάσχουν από αυτό γίνονται απαθείς, δεν παίρνουν καμία πρωτοβουλία, παρουσιάζουν γενική απώλεια ενδιαφέροντος για το περιβάλλον τους, δεν κάνουν σχέδια και δεν έχουν αυθορμητισμό. Επειδή είναι συνεργάσιμοι και δεν προκαλούν προβλήματα, τα υποκείμενα αυτά αντιμετωπίζονται πολλές φορές από ευνοϊκά από τους υπεύθυνους, καθώς δείχνουν ότι έχουν προσαρμοστεί ομαλά στις ιδρυματικές συνθήκες. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να εμφανίζουν παλιμπαιδισμό με. νηπιακή στάση και βάδιση (στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, τέτοιοι κρατούμενοι, κοντά στο θάνατο από τη στέρηση, αποκαλούνταν από τους άλλους κρατούμενους «Musselmänner») και να γίνουν αποτραβηγμένοι και απρόσιτοι. Αυτά είναι θεσμικά αποτελέσματα που παράγονται από την απώλεια επαφής με τον έξω κόσμο, την απώλεια φίλων και περιουσιακών στοιχείων και τη φύση της εξουσίας του ιδρυματικού προσωπικού πάνω τους.
Το ερώτημα που θέλω να θέσω είναι το εξής: Είναι τα αυταρχικά και ιεραρχικά χαρακτηριστικά των περισσότερων σύγχρονων θεσμών της ζωής - της οικογένειας, του σχολείου, του εργοστασίου, του γραφείου, του εργοταξίου - τέτοια που προκαλούν μια ήπια μορφή του ιδρυματικού συνδρόμου; Στο ένα άκρο του συνεχούς των ιδρυμάτων μπορεί κανείς να τοποθετήσει το σύνολο των θεσμών που συνήθως καταστρέφουν την αυτονομία και την πρωτοβουλία των υποκειμένων τους. Στο άλλο άκρο του συνεχούς βρίσκεται, ίσως, κάποια ιδανική εκδοχή δημοκρατίας που αποτελείται από ανθρώπους ανεξάρτητους, αυτοδύναμους, που σέβονται τον εαυτό τους, είτε γαιοκτήμονες, είτε διαχειριστές των δικών τους μικρών επιχειρήσεων, υπόλογους μόνο στον εαυτό τους, χωρίς χρέη και γενικότερα χωρίς θεσμικό λόγο δουλοπρέπειας ή αυτοϋποτίμησης. Τέτοιοι ανεξάρτητοι άνθρωποι, πίστευε ο Jefferson, ήταν η βάση μιας δυναμικής και ανεξάρτητης δημόσιας σφαίρας όπου οι πολίτες μπορούσαν να λένε τη γνώμη τους χωρίς φόβο και ταπεινοφροσύνες. Κάπου ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους βρίσκεται η σύγχρονη κατάσταση των περισσότερων πολιτών των δυτικών δημοκρατιών: μια σχετικά ανοιχτή δημόσια σφαίρα συνυπάρχει με μια καθημερινή θεσμική εμπειρία που βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό σε αντίφαση με τις αρχές και το πνεύμα της δημόσιας σφαίρας αφού ενθαρρύνει και συχνά ανταμείβει τον διακριτικό βηματισμό, το σέβας, την δουλοπρέπεια και την συμμόρφωση. Έτσι παράγεται μια μορφή νεύρωσης που εξαλείφει τη ζωτικότητα του πολιτικού διαλόγου. Και, γενικότερα, τα συσσωρευτικά αποτελέσματα της ζωής μέσα στην πατριαρχική οικογένεια, το κράτος και άλλους ιεραρχικούς θεσμούς παράγουν ένα παθητικό υποκείμενο που δεν έχει την αυθόρμητη ικανότητα για αμοιβαιότητα που επαινείται τόσο από τους αναρχικούς όσο και από τους φιλελεύθερους δημοκρατικούς διανοητές. Εάν συμβεί αυτό, τότε ένα επείγον καθήκον της δημόσιας πολιτικής είναι να προωθήσει θεσμούς που διευρύνουν την ανεξαρτησία, την αυτονομία και τις ικανότητες των πολιτών. Πώς είναι δυνατόν να προσαρμοστεί ο θεσμικός κόσμος της ζωής των πολιτών έτσι ώστε να συνάδει περισσότερο με την ικανότητα για δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη; Η απάντηση βρίσκεται μόνον εντός του αναρχικού κινήματος ως του μόνου διατεθειμένου να εφαρμόσει την δημοκρατία στην ονομαστική της αξία: εκθεμελίωση τώρα κάθε θεσμού, κάθε ιδρύματος, κάθε πρακτικής και κάθε νοοτροπίας που απαιτεί τυφλή υπακοή.
Αν η αναρχία φέρνει τάξη τότε τι κάνει η εξουσία; Διαταράσσει. Το φαινόμενο του συνδρόμου της ιδρυματοποίησης αποδεικνύει ότι δεν μπορείς να να είσαι ψυχικά εύρωστος και υποταγμένος. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι πολλές ψυχικές αρρώστιες εμφανίζουν συμπτώματα που παραπέμπουν σε 'μανία με την τάξη'. Όταν κάποιος πάσχει από την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και θέλει π.χ. να πλένει τα χέρια του συνέχεια τι εμφανίζει; Μανία με την τάξη. Όταν ένας διπολικός ή αυτιστικός θέλει σώνει και καλά να βάζει τα αντικείμενα σε μια σειρά τι εμφανίζει; Μανία με την τάξη.
Είναι τυχαίο ότι οι ψυχολογία των εξτρεμιστών παντός είδους χαρακτηρίζεται από ένα δίπολο έντονης συντηρητικής προσκόλλησης στο δεδομένο περιβάλλον και άρνησης επεξεργασίας νέων εμπειρικών δεδομένων καθώς και μια παιδική παρορμητικότητα; (βλέπε την συμπεριφορά ορισμένων σούργελων στη βουλή: ακροδεξιών, πολάκηδων κτλ.) Ένα αντίστοιχο σύμπλεγμα παρουσιάζουν και όσοι πάσχουν από το σύνδρομο ιδρυματοποίησης.
The study also maps the psychological signatures that underpin fierce political conservatism, as well as “dogmatism”: people who have a fixed worldview and are resistant to evidence.
Psychologists found that conservatism is linked to cognitive “caution”: slow-and-accurate unconscious decision-making, compared to the fast-and-imprecise “perceptual strategies” found in more liberal minds.
Brains of dogmatic people are slower to process perceptual evidence, but they are more impulsive personality-wise. The mental signature for extremism across the board is a blend of conservative and dogmatic psychologies.