Τα λάθη του Jared Diamond στο The World Until Yesterday
Δημοσιεύτηκε: 16 Μάιος 2024, 01:32
Είναι σίγουρο ότι ένας πολιτισμός αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα όταν βλέπεις τους πιο γνωστούς του διανοούμενους να λεηλατούν τον πολιτιστικό κατάλογο των προγόνων τους και των σύγχρονων κατωτέρων τους ψάχνοντας συμβουλές πώς να ζήσουν. Η αδιαθεσία είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη όταν η εν λόγω κουλτούρα είναι η σύγχρονη αμερικανική παραλλαγή του ορθολογισμού και της προόδου του, μια πίστη που δεν είναι γνωστή για αυτοαμφισβήτηση και νευρασθένειες. Όσο πιο βαθιά είναι η ταλαιπωρία, όσο περισσότερο φαίνεται ότι έχουμε χάσει το δρόμο μας, τόσο περισσότερο γίνεται προσπάθεια εμβάθυνσης στο χωροχρόνο για να ανακαλύψουμε πολιτισμικά μοντέλα που θα μας βοηθήσουν. Στις πιο δυνατές εκδοχές αυτής της αναζήτησης, υπάρχει είτε ένα μέρος – ένα Shangri-la – είτε ένας χρόνος, μια Χρυσή Εποχή, που υπόσχεται να επαναφέρει την πυξίδα μας στον πραγματικό βορρά. Η ανθρωπολογία και η ιστορία υπόσχονται σιωπηρά να παρέχουν τέτοια μοντέλα. Η ανθρωπολογία μπορεί να μας δείξει ριζικά διαφορετικές και ικανοποιητικές μορφές ανθρώπινης σχέσης και συνεργασίας που δεν εξαρτώνται από την πυρηνική οικογένεια ή τον κληρονομικό πλούτο. Η ιστορία μπορεί να δείξει ότι οι κοινωνικές και πολιτικές ρυθμίσεις που θεωρούμε δεδομένες είναι ένα εκ των πολλών δυνατών αποτελεσμάτων παρελθόντων ιστορικών συγκυριών.
Ο Jared Diamond, ορνιθολόγος, εξελικτικός βιολόγος και γεωγράφος, είναι περισσότερο γνωστός ως ο συγγραφέας του Guns, Germs and Steel: A Short History of Everybody for the Last 13.000 Years, μιας από τις πιο σημαντικές αφηγήσεις για το πώς οι περισσότεροι από εμάς φτάσαμε να ζούμε σε μέρη με τεράστιες συγκεντρώσεις ανθρώπων, σιτηρών και εξημερωμένων ζώων, και πώς αυτό οδήγησε στη δημιουργία του κόσμου των τεράστιων ανισοτήτων και των ανόμοιων ευκαιριών ζωής με τον οποίο καλώς ή κακώς ζούμε τώρα. Η αφήγηση του Diamond δεν ήταν μια απλή, πανηγυρική ιστορία της «ανόδου της Δύσεως», σύμφωνα με την οποία ορισμένοι λαοί και πολιτισμοί δείχνονται ουσιαστικά πιο έξυπνοι, πιο γενναίοι ή πιο λογικοί από άλλους. Αντίθετα, έδειξε τη σημασία των απρόσωπων περιβαλλοντικών δυνάμεων: φυτά και αγελαία ζώα επιδεκτικά εξημέρωσης, παθογόνα, ευνοϊκό κλίμα και γεωγραφία που όλα βοήθησαν στην άνοδο των πρώιμων κρατών στην Εύφορη Ημισέληνο και τη Μεσόγειο. Αυτά τα αρχικά πλεονεκτήματα μεγενθύνθηκαν χάρη στον διακρατικό ανταγωνισμό στο πεδίο της μεταλλουργίας για την ανάπτυξη καλύτερου οπλισμού και συσκευών πλοήγησης. Το εγχείρημα του επαινέθηκε πολύ ως μια τολμηρή και πρωτότυπη σύνθεσή και επικρίθηκε πολύ από ιστορικούς και ανθρωπολόγους ως ισοπεδωτική απλούστευση της ανθρώπινης ιστορίας μέσω της ανάδειξης μιας χούφτας περιβαλλοντικών συνθηκών. Υπήρχε, ωστόσο, ομοφωνία ότι η απλή οιονεί Δαρβινική άποψη του Diamond περί ενέργειας της φυσικής επιλογής στο ανθρώπινο επίπεδο ήταν «καλό να ληφθεί υπόψιν μας».
Ο υπότιτλος του πονήματος του περί της βαθιάς ιστορίας, «Τι μπορούμε να μάθουμε από τις παραδοσιακές κοινωνίες;», υποδηλώνει, και το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας, ότι μάλλον ταιριάζει καλύτερα στο τμήμα αυτοβοήθειας του βιβλιοπωλείου. Με τον όρο «παραδοσιακές κοινωνίες», εννοεί σε γενικές γραμμές τις κοινωνίες που ασχολούνται με την άγρα σαρκός, την μάζωξη καρπών και την μικρής κλίμακας καλλιέργεια και επιβιώνουν εντός του σύγχρονου κόσμου σε περιθωριακούς και αφιλόξενους τόπους στους οποίους εξωθήθηκαν υπό την πίεση ισχυρότερων κρατικών κοινωνιών. Αυτές βρίσκονται σκόρπιες ανά την υφήλιο αλλά ο Diamond αντλεί τα κύρια παραδείγματά του από τη Νέα Γουινέα και την Αυστραλία, όπου εντοπίζονται και τα ορνιθολογικά του ενδιαφέροντα, και επίσης από πορίσματα μελετών που πραγματεύονται τέτοιες κοινωνίες (οι Hadza και οι !Kung της Αφρικής, και οι Piraha, οι Siriono και οι Yanomamo της Λατινικής Αμερικής) και θεωρεί ότι υποστηρίζουν τις γενικές του θέσεις.
Τι θα μπορούσαν ενδεχομένως να διδάξουν αυτά τα ιστορικά απομεινάρια στους δικτυωμένους υπερμοντερνιστές κατοίκους της ιδιαίτερης πατρίδας του Diamond, στο Λος Άντζελες; Η ερώτηση δεν είναι τόσο παράλογη. Όπως μας εξηγεί, ο Homo sapiens υπάρχει εδώ και περίπου 200.000 χρόνια και βγήκε από από την Αφρική όχι πολύ πρωτύτερα από 50.000 χρόνια πριν. Τα πρώτα αποσπασματικά στοιχεία που μαρτυρούν καλλιέργειες εξημερωμένων φυτών εμφανίζονται περίπου πριν από 11.000 χρόνια και τα πρώτα σιτηριακά κρατίδια πριν από περίπου 5.000 χρόνια, αν και αρχικά ήταν ασήμαντα σε έναν παγκόσμιο πληθυσμό ίσως οκτώ εκατομμυρίων. Περισσότερο από το 97 τοις εκατό της ανθρώπινης εμπειρίας, με άλλα λόγια, βρίσκεται έξω από τα σιτοδίαιτα εθνικά κράτη που στα οποία ζούμε σχεδόν όλοι μας. «Μέχρι χθες», η διατροφή μας δεν ήταν περιορισμένη στα τρία κύρια δημητριακά που σήμερα παρέχουν το 50 έως 60 τοις εκατό της παγκόσμιας θερμιδικής πρόσληψης: ρύζι, σιτάρι και καλαμπόκι. Οι συνθήκες που θεωρούμε δεδομένες είναι, στην πραγματικότητα, ακόμη πιο πρόσφατες από ό,τι νομίζει ο Diamond. Πριν, ας πούμε, από το 1500, οι περισσότεροι πληθυσμοί είχαν ακόμα ελπίδες να ξεφύγουν από τα νύχια των κρατών και των αυτοκρατοριών, επειδή τα κράτη ήταν ακόμα σχετικά αδύναμα και, δεδομένων των χαμηλών ρυθμών αστικοποίησης και αποψίλωσης των δασών, εξακολουθούσαν να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε φυσικά προϊόντα. Υπό αυτό το πρίσμα, ο κόσμος των δημητριακών και των πολιτειών που ξέρουμε αντιπροσωπεύουν μονάχα μια στιγμούλα (0,25%) στην ιστορική περιπέτεια του ανθρώπινου είδους.
Γιατί, ρωτά ο Diamond, να μην ανατρέξουμε σε αυτό το τεράστιο ιστορικό αρχείο της ανθρώπινης εμπειρίας και να δούμε αν έχει κάτι να διδάξει στις WEIRD – «Western, educated, industrialized, rich and democratic» – κοινωνίες μας; Αυτές αν και είναι οι πιο διεξοδικά μελετημένες από τις κοινωνίες, δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικό δείγμα. Αν θέλουμε να κάνουμε γενικεύσεις για την ανθρώπινη φύση και το αρχείο της ανθρώπινης εμπειρίας, πρέπει, υποστηρίζει, να ρίξουμε πόλη μεγαλύτερο δίχτυ. Οι παραδοσιακές κοινωνίες αντιπροσωπεύουν χιλιάδες φυσικά πειράματα του πώς χτίζεται μια ανθρώπινη κοινωνία. Έχουν βρει χιλιάδες λύσεις σε ανθρώπινα προβλήματα, λύσεις διαφορετικές από αυτές που υιοθετούν οι δικές μας WEIRD σύγχρονες κοινωνίες. Θα δούμε ότι ορισμένες από αυτές τις λύσεις –για παράδειγμα, κάποιοι από τους τρόπους με τους οποίους οι παραδοσιακές κοινωνίες μεγαλώνουν τα παιδιά τους, συμπεριφέρονται στους ηλικιωμένους τους, παραμένουν υγιείς, μιλούν, περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους και επιλύουν διαφορές– μπορεί να σας φανούν, όπως μου φαίνονται και μένα, ανώτερες από τις συνήθεις πρακτικές στον Πρώτο Κόσμο.
Ο φακός μέσα από τον οποίο ο Diamond, ένας γνήσιος περιβαλλοντικός βιολόγος, βλέπει τον κόσμο προσφέρει εξαιρετικά διεισδυτική ματιά, αλλά εξακολουθούν να προκύπτουν τεράστια τυφλά σημεία. Η συζήτηση που κάνει για τις γλώσσες, για παράδειγμα, είναι παθιασμένη και πειστική, όπως θα περίμενε κανείς από έναν μελετητή το πεδίο έρευνας του οποίου στη Νέα Γουινέα φιλοξενεί περίπου χίλιες από τις επτά χιλιάδες γλώσσες της Γης. Εκτός από τους «εννέα γίγαντες» (μανταρίνι, ισπανικά, αγγλικά, αραβικά, χίντι, μπενγκάλι, πορτογαλικά, ρωσικά και ιαπωνικά), η καθεμιά τους με ομιλητές άνω των εκατό εκατομμυρίων, οι υπόλοιπες γλώσσες έχουν κατά μέσο όρο μόνο μερικές χιλιάδες ομιλητές ενώ πάρα πολλές ακόμα λιγότερους. Οι «γιγαντογλώσσες» δημιουργούν τεράστιες ζώνες μονόγλωσσων πολιτών εντός των οποίων εξοντώνονται οι δευτερεύουσες γλώσσες. Εφόσον η παραγωγή νέων γλωσσών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διασπορά και την απομόνωση, οι σύγχρονες διαδικασίες συγκέντρωσης και πολιτισμικής ομογενοποίησης στρέφονται ενάντια στην ανάπτυξη νέων γλωσσών και στην επιβίωση όσων ήδη κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Έχουν εξαφανιστεί ου μισές από τις περίπου 250 αυστραλιανές γλώσσες, το ένα τρίτο των εκατοντάδων γλωσσών των ιθαγενών της Αμερικής που μιλιόνταν εν έτει 1492 και ένα άλλο τρίτο ακόμα είναι απίθανο να βγάλει το πέρας άλλης μιας γενιάς. Η γη που νέμεται η κάθε «γιγαντιαία» γλώσσα είναι κι ένα νεκροταφείο των γλωσσών που η ίδια οδήγησε σε εξόντωση.
Η συνηθέστερη αιτία θανάτου είναι η πολιτιστική και οικονομική περικύκλωση: η γλώσσα της πλειοψηφίας κυριαρχεί τόσο στη δημόσια σφαίρα, στα μέσα ενημέρωσης, στα σχολεία και στην κυβέρνηση που η κατάκτησή της είναι ο μοναδικός δρόμος στην απασχόληση, την περίοπτη κοινωνική θέση και την πολιτιστική ιδιότητα του πολίτη. Ο Diamond κάνει μια παύση για να διερωτάται μήπως η εδραίωση των γλωσσών είναι καλό πράγμα. Εξάλλου, η εξάλειψη των γλωσσικών φραγμών συμβάλλει στην καλύτερη αμοιβαία κατανόηση. Γιατί θα προτιμούσε κανείς έναν κόσμο στον οποίο οι περιθωριακοί λαοί πρέπει να κινούνται μέσα σε μια γλωσσική ζούγκλα και καλούνται να χειριστούν πέντε ή περισσότερες ιδιώματα, όπως κάνουν οι πληροφοριοδότες του στα υψίπεδα της Νέας Γουινέας; Εδώ, ο Diamond, ως εξελικτικός βιολόγος, έχει δύο επιλογές. Θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η εξαφάνιση των γλωσσών είναι διαδικασία της φυσικής επιλογής, ακριβώς όπως οι ρατσιστές επιστήμονες στα τέλη του 19ου αιώνα ισχυρίζονταν ότι η εξόντωση καθυστερημένων φυλετικών ομάδων όπως οι Herero ήταν ένα τραγικό αλλά αναπόφευκτο αποτέλεσμα της επέκτασης ανώτερων φυλών. Αντίθετα, όμως, παίρνει μια θέση που μοιάζει με αυτή του Ε.Ο. Wilson για την εξαφάνιση των ειδών. Υποστηρίζει ότι όπως η φυσική ποικιλότητα είναι ένας θησαυρός ποικιλίας και ανθεκτικότητας, έτσι και η γλωσσική ποικιλομορφία αντιπροσωπεύει έναν πολιτισμικό θησαυρό έκφρασης, τρόπων σκέψης και κοσμοθεωρίας που, άπαξ και χαθεί, δεν επιστρέφει ποτέ.
Η λογοτεχνία, ο πολιτισμός και πολλές γνώσεις κωδικοποιούνται σε γλώσσες: μόλις χάνεται η γλώσσα χάνεται μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας, του πολιτισμού και της γνώσης ... Οι παραδοσιακοί λαοί έχουν ονόματα στην τοπική γλώσσα για εκατοντάδες είδη ζώων και φυτών γύρω τους. Αυτές οι εγκυκλοπαίδειες εθνοβιολογικών πληροφοριών εξαφανίζονται όταν εξαφανίζονται οι γλώσσες τους. Οι φυλετικοί λαοί έχουν επίσης τη δική τους προφορική λογοτεχνία και οι απώλειες αυτών των λογοτεχνιών αντιπροσωπεύουν επίσης απώλειες για την ανθρωπότητα. Είναι αναμφισβήτητο ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε αμετάκλητα ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής, γλωσσικής και αισθητικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας από τις σαρωτικές επιπτώσεις των μεγάλων κρατών και των γλωσσών τους. Αλλά τι απογοήτευση είναι, μετά από σχεδόν πεντακόσιες σελίδες προσωπικών ιστοριών, ισχυρισμών, αποσπασμάτων επιστημονικών μελετών, παρατηρήσεων, παρεκβάσεων για την εξέλιξη της θρησκείας, αναφορών για τις επιθανάτιες εμπειρίες – ο Diamond μπορεί να γίνει συναρπαστικός αφηγητής – να ακούσεις τα μαθήματα που αποκόμισε για εμάς. Μας λέει να μάθουμε περισσότερες γλώσσες. Να είμαστε πιο συναισθηματικά θερμοί και ανεκτικοί στην ανατροφή παιδιών. Να πρέπει να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στην κοινωνικοποίηση και μιλώντας πρόσωπο με πρόσωπο. Να αξιοποιήσουμε τη σοφία και τη γνώση των μεγαλύτερών μας. Να μάθουμε να αξιολογούμε τους κινδύνους του περιβαλλοντός μας ρεαλιστικότερα. Και, όσον αφορά τις καθημερινές συμβουλές για την υγεία, πρέπει να φανταστείτε τον Diamond να φοράει το λευκό του παλτό και το στηθοσκόπιο καθώς συνιστά «να μην καπνίζετε. Να ασκείστε τακτικά. Να περιορίζετε τον περιορισμό της πρόσληψης συνολικών θερμίδων, του αλκοόλ, του αλατιού και των αλμυρών τροφίμων, της ζάχαρης και των αναψυκτικών με ζάχαρη, των κορεσμένων και τρανς λιπαρών, των επεξεργασμένων τροφίμων, του βουτύρου, της κρέμας και του κόκκινου κρέατος· και να αυξήσετε την πρόσληψη φυτικών ινών, φρούτων και λαχανικών, ασβεστίου και σύνθετων υδατανθράκων. Και μην ξεχνάτε να τρώτε αργά.» Ίσως επειδή επιφυλάσσεται αναμένοντας αντίσταση σε ένα διατροφικό μοντέλο στα πρότυπα των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, μας συνιστά τη μεσογειακή διατροφή. Όσοι διάνυσαν όλη αυτή τη διαδρομή μαζί του, ξεψαχνίζοντας την ιστορία του είδους και των υψίπεδων της Νέας Γουινέας, πρέπει να περίμεναν κάτι πιο συνταρακτικό από αυτό που τους περίμενε στο τέλος του μονοπατιού.
Πώς ήταν οι πρόγονοί μας πριν από την εξημέρωση των φυτών και των ζώων, πριν από την καθιστική ζωή στα χωριά, πριν από τις πρώτες πόλεις και πολιτείες; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει ο Diamond και κοπιάζει να απαντήσει. Με αυτόν τον τρόπο, αντιμετωπίζει σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια. Μέχρι πολύ πρόσφατα, η αρχαιολογία κατέγραφε την ιστορία μας ως είδος ανάλογα με τα μπάζα (μεσίτες, μπάζα κτιρίων, ίχνη αρδευτικών καναλιών, τοίχοι, απολιθωμένα περιττώματα κ.λπ.) που αφήσαμε πίσω μας. Οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες ήταν συνήθως ευκίνητοι πληθυσμοί οπότε διασκορπούσαν ευρέως τα κυρίως βιοαποδομήσιμα υπολείμματά τους. Δεν συναντούμε συχνά τους προσωρινούς οικοτόπους τους, οι οποίοι ήταν συχνά σε σπηλιές ή δίπλα σε ποτάμια και ακτές, και η συντριπτική πλειονότητα τέτοιων τοποθεσιών έχουν χαθεί στην ιστορία. Όταν τα βρίσκουμε, ίσως μπορούν να μας πουν κάτι για τη διατροφή των κατοίκων, τους τρόπους μαγειρέματος, τον στολισμό του σώματος, τα αγαθά που αντάλλαζαν, τα όπλα, τις ασθένειες, το τοπικό κλίμα και μερικές φορές ακόμη και τις αιτίες θανάτου, αλλά όχι πολλά άλλα. Πώς να συμπεράνουμε από αυτά τα λιγοστά στοιχεία την οικογενειακή δομή και της κοινωνικής οργάνωσή τους, τα μοτίβα συνεργασίας και συγκρούσεων, πόσο μάλλον την ηθική και κοσμοθεωρία τους;
Εδώ είναι που ο Diamond κάνει το θεμελιώδες λάθος του. Φαντάζεται ότι μπορεί να βρει τον δρόμο του προς το βαθύ παρελθόν υποθέτοντας ότι οι σύγχρονες κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών είναι «οι ζωντανοί πρόγονοί μας», ότι δείχνουν πώς ήμασταν πριν ανακαλύψουμε τις καλλιέργειες, τις πόλεις και τις κυβερνήσεις Αυτή η υπόθεση βασίζεται στην αδικαιολόγητη προ-υπόθεση ότι οι σύγχρονες κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών είναι επιβιώσεις, μουσειακά εκθέματα του τρόπου με τον οποίο βάδιζε η ζωή για ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία «μέχρι χθες» – κονσερβοποιημένες προς εξέτασή μας. Στη μοναδική περίπτωση της Highland New Guinea, η οποία ήταν προφανώς απομονωμένη από το παράκτιο εμπόριο και τον έξω κόσμο μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Diamond μπορεί να συγχωρεθεί για το συμπέρασμα αυτό, αν και οι κάτοικοι της Νέας Γουινέας είχαν ακριβώς τον ίδιο χρόνο να προσαρμοστούν και να εξελιχθούν με τον homo americanus και όλως περιέργως έπεσε στα χέρια τους η γλυκοπατάτα, η οποία προέρχεται από τη Νότια Αμερική. Το συμπέρασμα της παρθένας απομόνωσης, ωστόσο, είναι εντελώς αδικαιολόγητο για σχεδόν όλες τις υπόλοιπες 35 κοινωνίες που επικαλείται. Αυτές οι κοινωνίες, τα τελευταία πέντε χιλιάδες χρόνια, έχουν βρεθεί βαθιά μπλεγμένες σε έναν κόσμο εμπορίου, κρατών και αυτοκρατοριών και τώρα απαντώνται σε ανεπιθύμητες περιθωριακές περιοχές στις οποίες έχουν ωθηθεί από πιο ισχυρές κοινωνίες. Ο ανθρωπολόγος Pierre Clastres υποστήριξε ότι οι Yanomamo και οι Siriono, δύο από τα κύρια παραδείγματα του Diamond, ήταν αρχικά εγκάθετοι καλλιεργητές που έγιναν τροφοσυλλέκτες για να ξεφύγουν από την καταναγκαστική εργασία και τις ασθένειες που συνδέονταν με τους ισπανικούς οικισμούς. Όπως σχεδόν όλες οι ομάδες που εξετάζει ο Diamond, συναλλάσσονται και αυτοί με εξωτερικά βασίλεια και κράτη (και κάνουν επιδρομές σε αυτά) για μεγάλο μέρος των τελευταίων τριών χιλιάδων ετών. Οι πεποιθήσεις και οι πρακτικές τους έχουν διαμορφωθεί από τις επαφές, τα εμπορικά αγαθά, τα ταξίδια και τις επιγαμίες. Τόσο πολύ έφτασαν να ζουν σε έναν κόσμο ισχυρών βασιλείων και πολιτειών που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει αυτές τις ίδιες τις κοινωνίες «κρατικό τετελεσμένο». Δηλαδή, η θέση τους στο τοπίο έχει σχεδιαστεί ακριβώς για να τους βοηθήσει να αποφεύγουν ή να συναλλάσσονται με μεγαλύτερες κοινωνίες. Προμηθεύουν τα δασικά και θαλάσσια προϊόντα που επιθυμούν οι αστικές κοινωνίες. Πολλές απ' αυτές τις ομάδες είναι κατά κάποιον τρόπο «αδελφοποιημένες» με γειτονικές κοινωνίες, μέσω των οποίων διαχειρίζονται το εμπόριο και τη σχέση τους με τον ευρύτερο κόσμο.
Οι σύγχρονες τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, που δεν αποτελούν ανέγγιχτα παραδείγματα του βαθέως παρελθόντος μας, είναι βυθισμένες μέχρι το σβέρκο τους στον «πολιτισμένο κόσμο». Αυτά που είναι διαθέσιμα για την επιθεώρηση του Diamond είναι, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, ακριβώς τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα, που δείχνουν πως ορισμένες κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών έχουν αποφύγει επιτυχώς την εξαφάνιση και την αφομοίωση προσαρμοζόμενες δημιουργικά στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Συνολικά, μπορεί να προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα μελέτη περί προσαρμογής, αλλά είναι άχρηστες ως μαρτυρίες του πώς ήταν οι μακρινοί πρόγονοί μας. Ακόμη και οι ονομασίες τους – Yanomamo, !Kung, Ainu – μεταφέρουν μια ψευδή αίσθηση γενεαλογικής και γενετικής συνέχειας, υποτιμώντας σε μεγάλο βαθμό τη ρευστότητα των εθνοτικών ορίων αυτών των ομάδων. Ο Diamond είναι πεπεισμένος ότι η βίαιη αντεκδίκηση είναι η πληγή των κοινωνιών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και, κατ' επέκταση, των προ-κρατικών προγόνων μας. Έχοντας επιλέξει κάποιες μάλλον πολεμοχαρείς κοινωνίες (τους Dani και Yanomamo) ως εικονογραφήσεις, και λιπαίνοντας τες με ιστορίες από τους πληροφοριοδότες του, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον Steven Pinker στο The Better Angels of Our Nature: ξέρουμε, με βάση τα όσα κάνουν ορισμένοι σύγχρονοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, ότι οι πρόγονοί μας ήταν βίαιοι και δολοφονικοί και ότι μόλις πρόσφατα (πολύ πρόσφατα σύμφωνα με τον λογαριασμό του Pinker) ειρηνεύτηκαν και εκπολιτίστηκαν από το κράτος. Η ζωή χωρίς το κράτος είναι άσχημη, βίαιη και σύντομη. Αν και δεν επικαλείται τον Hobbes άμεσα, η ζοφερή άποψή του για την ζωή χωρίς το κράτος εμποτίζει την αφήγηση του Diamond. «Πρώτον και κυριότερο, ένα θεμελιώδες πρόβλημα σχεδόν όλων των κοινωνιών μικρής κλίμακας είναι ότι, επειδή δεν διαθέτουν κεντρική πολιτική εξουσία που να ασκεί το μονοπώλιο της βίας, δεν είναι σε θέση να αποτρέψουν τα απείθαρχα μέλη από το να τραυματίσουν άλλα μέλη και επίσης δεν μπορούν να αποτρέψουν θιγμένα μέλη από το να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να επιδιώξουν να επιτύχουν τους στόχους τους με τη βία. Αλλά η βία προκαλεί αντιβία».
Σε ένα απόσπασμα που ανακεφαλαιώνει τον μύθο του κοινωνικού συμβολαίου, ο Diamond υπονοεί ότι τα υποκείμενα συμφώνησαν οικειοθελώς να ιδρύσουν μια κυρίαρχη εξουσία που θα εγγυάται την ειρήνη και την τάξη περιορίζοντας τις βίαιες και εκδικητικές έξεις τους . Η διατήρηση της ειρήνης μέσα σε μια κοινωνία είναι μια από τις σημαντικότερες υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει ένα κράτος. Αυτή η υπηρεσία εξηγεί κατά μεγάλο μέρος το προφανές παράδοξο ότι, από την άνοδο των πρώτων κρατικών κυβερνήσεων στην Εύφορη Ημισέληνο πριν από περίπου 5400 χρόνια, οι άνθρωποι λίγο πολύ πρόθυμα (όχι μόνο υπό πίεση) παρέδιδαν ορισμένες από τις ατομικές τους ελευθερίες, αποδεχόντουσαν την εξουσία των κρατικών κυβερνήσεων, πλήρωναν φόρους και υποστήριζαν τον τρυφηλό ατομικό τρόπο ζωής των ηγετών και αξιωματούχων του κράτους τους. Αυτό το αφήγημα προσκρούει πάνω σε δύο θανάσιμες για αυτό αντιρρήσεις. Πρώτον, είναι τεράστιο λογικό άλμα να υποστηρίζει κάνεις ότι το κράτος, περιορίζοντας την «ιδιωτική» βία, μειώνει την βία ως σύνολο. Όπως τόνισε ο Norbert Elias πριν από περισσότερο από μισό αιώνα στο The Civilizing Process, αυτό που κάνει το κράτος είναι να συγκεντρώνει και να μονοπωλεί τη βία στα χέρια του, γεγονός που ο Diamond καλά θα έκανε να θυμηθεί γιατί ο ίδιος προέρχεται όχι μόνο από ένα έθνος που έχει ξεκινήσει ένα κάρο πολέμους τον τελευταίο καιρό αλλά και από μια πολιτεία (Καλιφόρνια) που ο έγκλειστος στις φυλακές πληθυσμός είναι περίπου 120.000 –και μάλιστα οι περισσότεροι από τους κρατούμενους είναι παραβάτες που κρατούνται για εγκλήματα που δεν ενέχουν καμία βία –.
Δεύτερον, ο μύθος του Hobbes έχει τουλάχιστον ονομαστικά συμβασιούχους ίσων δικαιωμάτων που συμφωνούν να δημιουργήσουν ένα κράτος για την αμοιβαία ασφάλειά τους. Αυτό είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι όλα τα αρχαία κράτη ανεξαιρέτως ήταν κράτη στηριζόμενα στη δουλοκτησία. Το ποσοστό των σκλάβων σπάνια έπεφτε κάτω από το 30 τοις εκατό του πληθυσμού στις πρώτες πολιτείες, φτάνοντας το 50 τοις εκατό στην πρώιμη Νοτιοανατολικής Ασία (και στην Αθήνα και τη Σπάρτη έφτανε έως και 70 και 86 τοις εκατό). Αιχμάλωτοι πολέμου, κατακτημένοι λαοί, σκλάβοι που πουλήθηκαν από δουλέμπορους επιδρομείς και εμπόρους, δουλοπάροικους, εγκληματίες και τεχνίτες υπό αιχμαλωσία– όλοι αυτοί οι άνθρωποι κρατούνταν ακούσια, όπως επιβεβαιώνει η συχνότητα κρατικής κατάρρευσης, η εξέγερσεων και φυγών. Ως θεωρία ή ως ιστορική περιγραφή του σχηματισμού κράτους, το αφήγημα του Diamond δεν έχει νόημα.
Ο αχυράνθρωπος που βάζει στο στόχαστρο ο Diamond είναι η ιδέα των σύγχρονων κυνηγοτροφοσυλλεκτικών κοινωνιών ως οάσεις ειρήνης, συνεργασίας και τάξης. Μα εννοείται πως δεν είναι. Το ερώτημα είναι πόσο βίαιοι είναι σε σύγκριση με τις κρατικές κοινωνίες και ποιες είναι οι αιτίες της βίας που όντως υπάρχει. Πάρα τα όσα υπαινίσσεται ο Diamond, μπορεί να υποστηριχτεί μια σχετικά χαλαρή σχέση τους με τη βία και μια σωματική ευεξία σε σύγκριση με τους λαούς των πρώιμων αγροτικών κρατών. Οι μη κρατικοί λαοί έχουν πολλές τεχνικές για την αποφυγή της αιματοχυσίας και των δολοφονιών εκδίκησης: καταβολή αποζημίωσης ή Weregild, διευθετημένες ανακωχές («θάψιμο του πέλεκυ»), συμμαχίες γάμου, φυγή στα ανοιχτά σύνορα, εκδίωξη ή παράδοση ενός ένοχου που ξεκίνησε το πρόβλημα. Ο Diamond δεν φαίνεται να εκτιμά τις ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν από ομοφύλους για να συγκρατήσουν όποιον σκέφτεται μια επιπόλαια και βίαιη πράξη που θα τους εκθέσει όλους σε κίνδυνο. Αυτές οι πρακτικές εξετάζονται προσεκτικά από πολλούς από τους εθνογράφους που έχουν πραγματοποιήσει εντατική επιτόπια εργασία στα Highlands της Νέας Γουινέας (για παράδειγμα από τον Edward L. Schieffelin στο The Sorrow of the Lonely and the Burning of the Dancers, τη Marilyn Strathern στο Women in Between και το έργο του Strathern και της Pamela Stewart για την αποζημίωση), αλλά δεν επηρεάζουν τη μονοδιάστατη άποψη του Diamond για την επιθυμία για εκδίκηση.
Από την άλλη πλευρά του, όταν πρόκειται για τη βία στα πρώιμα αγροτικά κράτη, πρέπει κανείς να σταθμίσει την εξέγερση, τον πόλεμο και τη συστηματική βία κατά των σκλάβων και των γυναικών (κατά κανόνα, τα αγροτικά κράτη δημιούργησαν παντού πατριαρχικά ιδιοκτησιακά καθεστώτα που μείωσαν το καθεστώς και την ελευθερία των γυναικών) ενάντια στις «φυλετικές συγκρούσεις». Γνωρίζουμε επίσης, και το υπογραμμίζει ο Diamond, ότι οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες ακόμη και σήμερα έχουν πιο υγιεινές δίαιτες και πολύ λιγότερες μεταδοτικές ασθένειες. Πιστεύοντας, παρά τα στοιχεία, ότι οι κυνηγοί και οι συλλέκτες ζουν με τον καθημερινό φόβο της λιμοκτονίας, παραλείπει να σημειώσει ότι επίσης εργάζονται πολύ λιγότερο σκληρά και έτσι έχουν πολύ περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Ο Marshall Sahlins αποκάλεσε τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, ακόμη και όταν σπρωγμένοι στα πιο ανεπιθύμητα περιβάλλοντα της γης, «the original fluent society». Είναι γελοίο να φανταστεί κανείς ότι οι πρωτόγονοι του Diamond παραιτούνται αυτοβούλως από τη φυσική τους ελευθερία, την ποικίλη διατροφή τους, την ισότιμη κοινωνική τους δομή, τη σχετική ελευθερία τους από πείνα, μεγάλους κρατικούς πολέμους, φόρους και συστηματική υποταγή για να λάβουν ως αντάλλαγμα αυτό που ο Diamond φαντάζεται ως «η ειρήνη του βασιλιά». Διαβάζοντας την αφήγηση του μπορεί κανείς να αποκομίσει την εντύπωση οι κυνηγοί και οι συλλέκτες καλούνταν να επιλέξουν μεταξύ της δικής τους κοινωνίας και μιας κοινωνίας σαν το σύγχρονο κράτους πρόνοιας της Δανίας. Στην πραγματικότητα, η επιλογή τους ήταν να παραδόσουν ό,τι είχαν με αντάλλαγμα την υποταγή τους στο πρώιμο αγροτικό κράτος.
Ανεξάρτητα από το πώς ορίζει κανείς τη βία και τον πόλεμο στις υπάρχουσες κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, το μεγαλύτερο μέρος τους μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι αποτέλεσμα των κινδύνων και των ευκαιριών που αντιπροσωπεύει ένας κόσμος κρατών. Ο πόλεμος μεταξύ των Yanomamo έγινε με σκοπό την άσκηση μονοπωλίου στα βασικά εμπορεύματα επί των εμπορικών αξόνων καθ' οδόν προς τα κέντρα αγορών (βλ., για παράδειγμα, το Yanomami Warfare του R. Brian Ferguson: A Political History, ένα ισχυρό αντίδοτο στην ψευδοεπιστημονική αφήγηση του Napoleon Chagnon στην οποία ο Diamond βασίζεται κατά κύριο λόγο). Μεγάλο μέρος της σύγκρουσης μεταξύ των κελτικών και των γερμανικών λαών στις παρυφές της Αυτοκρατορικής Ρώμης ήταν ουσιαστικά εμπορικός πόλεμος καθώς οι αντίπαλες ομάδες προσπαθούσαν να αποκτήσουν προνομιακή πρόσβαση στις ρωμαϊκές αγορές. Ο άνευ προηγουμένου πλούτος που προκάλεσε το εμπόριο ελεφαντόδοντου στα τέλη του 19ου αιώνα πυροδότησε εκατοντάδες πολέμους μεταξύ Αφρικανών επειδή γι αυτούς οι χαυλιόδοντες ήταν το νόμισμα που αγόραζε μουσκέτα, ισχύ και πρόσβαση στο εμπόριο. Όπως πιστεύουμε σήμερα το Borneo/Kalimantan κατοικήθηκε για πρώτη φορά πριν από περισσότερο από μια χιλιετία, από Αυστρονήσιους που βρήκαν τον τόπο ιδανικό για την μάζωξη αγαθών πολυτελείας που ζητούσε η κινεζική αγορά: φτερά, ξύλο καμφοράς, κέλυφος χελώνας, πέτρες bezoar, βουκεροτίδες (είδη πτηνών), κερατίνη ρινόκερου και βρώσιμες φωλιές πουλιών (ναι υπάρχει). Βρίσκονταν εκεί για εμπόριο, και αυτό σήμαινε σύγκρουση για τις πιο λυσιτελείς τοποθεσίες για άγρα αγαθών και διάθεση τους στην αγορά. Θα ήταν αδύνατο να κατανοήσουμε τον διαφυλετικό πόλεμο στην Βόρεια Αμερική της αποικιακής εποχής χωρίς να λάβουμε υπόψη τον ανταγωνισμό για τα κέρδη από το εμπόριο γούνας που επέτρεπε στους νικητές να αγοράσουν πυροβόλα όπλα και συμμάχους και να νικήσουν τους αντιπάλους τους.
Στον κόσμο των κρατών, των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και των νομάδων, το πιο πολύτιμο εμπόρευμα ήταν ένα: οι άνθρωποι, επίσης γνωστοί ως σκλάβοι. Αυτό που χρειάζονταν πάνω από όλα τα αγροτικά κράτη ήταν ανθρώπινο δυναμικό για να καλλιεργούνται τα χωράφια τους, να χτίζονται τα μνημεία τους, να επανδρώνονται οι στρατιές τους και να γεννήσουν και να εκθρέψουν τα παιδιά τους. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι επιδημιολογικές συνθήκες στις πόλεις ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα τόσο δεινές που αυτές μπορούσαν να αναπτυχθούν μόνο με την προσθήκη νέων πληθυσμών από τις ενδοχώρες πέριξ τους. Το έκαναν αυτό με δύο τρόπους. Πρώτον με την άγρα αιχμαλώτων σε πολέμους: τα περισσότερα χρονικά του πρώιμου κράτους της Νοτιοανατολικής Ασίας μετρούν την επιτυχία ενός πολέμου βάσει του αριθμού των αιχμαλώτων που οδηγήθηκαν αγεληδόν στην πρωτεύουσα και εγκαταστάθηκαν εκεί. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες ίσως σκότωναν τους άνδρες μιας ηττημένης πόλης και καίγανε τις σοδειές της, αλλά οπωσδήποτε έφερναν πίσω τις γυναίκες και τα παιδιά ως σκλάβους. Δεύτερον τους αγόραζαν στα σκλαβοπάζαρα: ένα καραβάνι δουλέμπορων ήταν παρόν σε κάθε ρωμαϊκό πόλεμο περιμαζεύοντας τους δούλους που αναπόφευκτα παρήγαγε.
Είναι γεγονός ότι η δουλεία ήταν στο επίκεντρο της συγκρότησης κράτους. Είναι αδύνατο να υπερβάλλουμε ως προς τις τεράστιες επιπτώσεις της κρατικά επιχορηγούμενης εμπορευματοποίησης ανθρώπων για κατά τόπους κοινωνίες ιθαγενών. Οι πόλεμοι μεταξύ κρατών είχαν τον χαρακτήρα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε booty capitalism, όπου το κύριο έπαθλο ήταν το trafficking ανθρώπων. Το δουλεμπόριο στη συνέχεια μεταμόρφωσε εντελώς τη μη κρατική «φυλετική ζώνη». Ορισμένες ομάδες ειδικεύονταν σε επιδρομές σκλάβων, οργανώνοντας αποστολές ενάντια σε πιο αδύναμες και πιο απομονωμένες ομάδες και στη συνέχεια πουλώντας τις σε μεσάζοντες ή απευθείας σε σκλαβοπάζαρα. Τα πιο ηλικιωμένα μέλη ομάδων ορεινών περιοχών στο Λάος, την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία και τη Βιρμανία μπορούν ακόμα να διηγηθούν τις αναμνήσεις των γονιών και των παππούδων τους για τις σκλαβοεπιδρομές. Τα οχυρωμένα χωριά στην κορυφή ενός λόφου, με ακανθώδεις, στροφές και κρυφές προσεγγίσεις που βρήκαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι άποικοι σε μέρη της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Αφρικής ήταν σε μεγάλο βαθμό απάντηση στο δουλεμπόριο.
Υπάρχει αρκετή βία στον κόσμο των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, αν και αυτή δεν πρόκειται να διαφωτιστεί με την καταφυγή σε στατιστικές συγκρίσεις μεταξύ των ποσοστών θνησιμότητας ενός μικροσκοπικού φυλετικού πολέμου στο Καλιμαντάν και της μάχης του Σομ ή του
ολοκαυτώματος. Αυτή η βία, ωστόσο, αποτελεί σχεδόν εξ ολοκλήρου κρατικό παράγωγο. Απλώς δεν γίνεται να κατανοηθεί ιστορικά από το 4000 π.Χ. και εκείθεν εκτός του πλαισίου της όρεξης των κρατών για εμπορικά αγαθά, σκλάβους και πολύτιμα μεταλλεύματα, όπως η σύγχρονη απειλή για τις απομακρυσμένες αυτόχθονες ομάδες δεν μπορεί να γίνει κατανοητή εκτός του πλαισίου της όρεξης του καπιταλισμού και του σύγχρονου κράτους για σπάνια ορυκτά, υδροηλεκτρικές τοποθεσίες, καλλιέργειες φυτειών και ξυλεία στα εδάφη των λαών αυτών. Η Παπούα Νέα Γουινέα είναι σήμερα η σκηνή μιας ιδιαίτερα βίαιης κούρσας για ορυκτά που υποκινείται από τα κράτη και τις ένοπλες ομάδες που μισθώνουν και, όπως δείχνει το Mining Capitalism του Stuart Kirsch, η πολιτική των ιθαγενών της μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σε αυτό το πλαίσιο. Η ζωή του σύγχρονου κυνηγού-τροφοσυλλέκτη μπορεί να μας πει πολλά για τον κόσμο των κρατών και των αυτοκρατοριών, αλλά δεν μπορεί να μας πει απολύτως τίποτα για την προϊστορία μας. Δεν έχουμε ουσιαστικά καμία αξιόπιστη απόδειξη για τον κόσμο μέχρι χθες και, μέχρι να έχουμε, η μόνη υπερασπιστή διανοητική θέση είναι να σιωπήσουμε.
Ο Jared Diamond, ορνιθολόγος, εξελικτικός βιολόγος και γεωγράφος, είναι περισσότερο γνωστός ως ο συγγραφέας του Guns, Germs and Steel: A Short History of Everybody for the Last 13.000 Years, μιας από τις πιο σημαντικές αφηγήσεις για το πώς οι περισσότεροι από εμάς φτάσαμε να ζούμε σε μέρη με τεράστιες συγκεντρώσεις ανθρώπων, σιτηρών και εξημερωμένων ζώων, και πώς αυτό οδήγησε στη δημιουργία του κόσμου των τεράστιων ανισοτήτων και των ανόμοιων ευκαιριών ζωής με τον οποίο καλώς ή κακώς ζούμε τώρα. Η αφήγηση του Diamond δεν ήταν μια απλή, πανηγυρική ιστορία της «ανόδου της Δύσεως», σύμφωνα με την οποία ορισμένοι λαοί και πολιτισμοί δείχνονται ουσιαστικά πιο έξυπνοι, πιο γενναίοι ή πιο λογικοί από άλλους. Αντίθετα, έδειξε τη σημασία των απρόσωπων περιβαλλοντικών δυνάμεων: φυτά και αγελαία ζώα επιδεκτικά εξημέρωσης, παθογόνα, ευνοϊκό κλίμα και γεωγραφία που όλα βοήθησαν στην άνοδο των πρώιμων κρατών στην Εύφορη Ημισέληνο και τη Μεσόγειο. Αυτά τα αρχικά πλεονεκτήματα μεγενθύνθηκαν χάρη στον διακρατικό ανταγωνισμό στο πεδίο της μεταλλουργίας για την ανάπτυξη καλύτερου οπλισμού και συσκευών πλοήγησης. Το εγχείρημα του επαινέθηκε πολύ ως μια τολμηρή και πρωτότυπη σύνθεσή και επικρίθηκε πολύ από ιστορικούς και ανθρωπολόγους ως ισοπεδωτική απλούστευση της ανθρώπινης ιστορίας μέσω της ανάδειξης μιας χούφτας περιβαλλοντικών συνθηκών. Υπήρχε, ωστόσο, ομοφωνία ότι η απλή οιονεί Δαρβινική άποψη του Diamond περί ενέργειας της φυσικής επιλογής στο ανθρώπινο επίπεδο ήταν «καλό να ληφθεί υπόψιν μας».
Ο υπότιτλος του πονήματος του περί της βαθιάς ιστορίας, «Τι μπορούμε να μάθουμε από τις παραδοσιακές κοινωνίες;», υποδηλώνει, και το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας, ότι μάλλον ταιριάζει καλύτερα στο τμήμα αυτοβοήθειας του βιβλιοπωλείου. Με τον όρο «παραδοσιακές κοινωνίες», εννοεί σε γενικές γραμμές τις κοινωνίες που ασχολούνται με την άγρα σαρκός, την μάζωξη καρπών και την μικρής κλίμακας καλλιέργεια και επιβιώνουν εντός του σύγχρονου κόσμου σε περιθωριακούς και αφιλόξενους τόπους στους οποίους εξωθήθηκαν υπό την πίεση ισχυρότερων κρατικών κοινωνιών. Αυτές βρίσκονται σκόρπιες ανά την υφήλιο αλλά ο Diamond αντλεί τα κύρια παραδείγματά του από τη Νέα Γουινέα και την Αυστραλία, όπου εντοπίζονται και τα ορνιθολογικά του ενδιαφέροντα, και επίσης από πορίσματα μελετών που πραγματεύονται τέτοιες κοινωνίες (οι Hadza και οι !Kung της Αφρικής, και οι Piraha, οι Siriono και οι Yanomamo της Λατινικής Αμερικής) και θεωρεί ότι υποστηρίζουν τις γενικές του θέσεις.
Τι θα μπορούσαν ενδεχομένως να διδάξουν αυτά τα ιστορικά απομεινάρια στους δικτυωμένους υπερμοντερνιστές κατοίκους της ιδιαίτερης πατρίδας του Diamond, στο Λος Άντζελες; Η ερώτηση δεν είναι τόσο παράλογη. Όπως μας εξηγεί, ο Homo sapiens υπάρχει εδώ και περίπου 200.000 χρόνια και βγήκε από από την Αφρική όχι πολύ πρωτύτερα από 50.000 χρόνια πριν. Τα πρώτα αποσπασματικά στοιχεία που μαρτυρούν καλλιέργειες εξημερωμένων φυτών εμφανίζονται περίπου πριν από 11.000 χρόνια και τα πρώτα σιτηριακά κρατίδια πριν από περίπου 5.000 χρόνια, αν και αρχικά ήταν ασήμαντα σε έναν παγκόσμιο πληθυσμό ίσως οκτώ εκατομμυρίων. Περισσότερο από το 97 τοις εκατό της ανθρώπινης εμπειρίας, με άλλα λόγια, βρίσκεται έξω από τα σιτοδίαιτα εθνικά κράτη που στα οποία ζούμε σχεδόν όλοι μας. «Μέχρι χθες», η διατροφή μας δεν ήταν περιορισμένη στα τρία κύρια δημητριακά που σήμερα παρέχουν το 50 έως 60 τοις εκατό της παγκόσμιας θερμιδικής πρόσληψης: ρύζι, σιτάρι και καλαμπόκι. Οι συνθήκες που θεωρούμε δεδομένες είναι, στην πραγματικότητα, ακόμη πιο πρόσφατες από ό,τι νομίζει ο Diamond. Πριν, ας πούμε, από το 1500, οι περισσότεροι πληθυσμοί είχαν ακόμα ελπίδες να ξεφύγουν από τα νύχια των κρατών και των αυτοκρατοριών, επειδή τα κράτη ήταν ακόμα σχετικά αδύναμα και, δεδομένων των χαμηλών ρυθμών αστικοποίησης και αποψίλωσης των δασών, εξακολουθούσαν να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε φυσικά προϊόντα. Υπό αυτό το πρίσμα, ο κόσμος των δημητριακών και των πολιτειών που ξέρουμε αντιπροσωπεύουν μονάχα μια στιγμούλα (0,25%) στην ιστορική περιπέτεια του ανθρώπινου είδους.
Γιατί, ρωτά ο Diamond, να μην ανατρέξουμε σε αυτό το τεράστιο ιστορικό αρχείο της ανθρώπινης εμπειρίας και να δούμε αν έχει κάτι να διδάξει στις WEIRD – «Western, educated, industrialized, rich and democratic» – κοινωνίες μας; Αυτές αν και είναι οι πιο διεξοδικά μελετημένες από τις κοινωνίες, δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικό δείγμα. Αν θέλουμε να κάνουμε γενικεύσεις για την ανθρώπινη φύση και το αρχείο της ανθρώπινης εμπειρίας, πρέπει, υποστηρίζει, να ρίξουμε πόλη μεγαλύτερο δίχτυ. Οι παραδοσιακές κοινωνίες αντιπροσωπεύουν χιλιάδες φυσικά πειράματα του πώς χτίζεται μια ανθρώπινη κοινωνία. Έχουν βρει χιλιάδες λύσεις σε ανθρώπινα προβλήματα, λύσεις διαφορετικές από αυτές που υιοθετούν οι δικές μας WEIRD σύγχρονες κοινωνίες. Θα δούμε ότι ορισμένες από αυτές τις λύσεις –για παράδειγμα, κάποιοι από τους τρόπους με τους οποίους οι παραδοσιακές κοινωνίες μεγαλώνουν τα παιδιά τους, συμπεριφέρονται στους ηλικιωμένους τους, παραμένουν υγιείς, μιλούν, περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους και επιλύουν διαφορές– μπορεί να σας φανούν, όπως μου φαίνονται και μένα, ανώτερες από τις συνήθεις πρακτικές στον Πρώτο Κόσμο.
Ο φακός μέσα από τον οποίο ο Diamond, ένας γνήσιος περιβαλλοντικός βιολόγος, βλέπει τον κόσμο προσφέρει εξαιρετικά διεισδυτική ματιά, αλλά εξακολουθούν να προκύπτουν τεράστια τυφλά σημεία. Η συζήτηση που κάνει για τις γλώσσες, για παράδειγμα, είναι παθιασμένη και πειστική, όπως θα περίμενε κανείς από έναν μελετητή το πεδίο έρευνας του οποίου στη Νέα Γουινέα φιλοξενεί περίπου χίλιες από τις επτά χιλιάδες γλώσσες της Γης. Εκτός από τους «εννέα γίγαντες» (μανταρίνι, ισπανικά, αγγλικά, αραβικά, χίντι, μπενγκάλι, πορτογαλικά, ρωσικά και ιαπωνικά), η καθεμιά τους με ομιλητές άνω των εκατό εκατομμυρίων, οι υπόλοιπες γλώσσες έχουν κατά μέσο όρο μόνο μερικές χιλιάδες ομιλητές ενώ πάρα πολλές ακόμα λιγότερους. Οι «γιγαντογλώσσες» δημιουργούν τεράστιες ζώνες μονόγλωσσων πολιτών εντός των οποίων εξοντώνονται οι δευτερεύουσες γλώσσες. Εφόσον η παραγωγή νέων γλωσσών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διασπορά και την απομόνωση, οι σύγχρονες διαδικασίες συγκέντρωσης και πολιτισμικής ομογενοποίησης στρέφονται ενάντια στην ανάπτυξη νέων γλωσσών και στην επιβίωση όσων ήδη κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Έχουν εξαφανιστεί ου μισές από τις περίπου 250 αυστραλιανές γλώσσες, το ένα τρίτο των εκατοντάδων γλωσσών των ιθαγενών της Αμερικής που μιλιόνταν εν έτει 1492 και ένα άλλο τρίτο ακόμα είναι απίθανο να βγάλει το πέρας άλλης μιας γενιάς. Η γη που νέμεται η κάθε «γιγαντιαία» γλώσσα είναι κι ένα νεκροταφείο των γλωσσών που η ίδια οδήγησε σε εξόντωση.
Η συνηθέστερη αιτία θανάτου είναι η πολιτιστική και οικονομική περικύκλωση: η γλώσσα της πλειοψηφίας κυριαρχεί τόσο στη δημόσια σφαίρα, στα μέσα ενημέρωσης, στα σχολεία και στην κυβέρνηση που η κατάκτησή της είναι ο μοναδικός δρόμος στην απασχόληση, την περίοπτη κοινωνική θέση και την πολιτιστική ιδιότητα του πολίτη. Ο Diamond κάνει μια παύση για να διερωτάται μήπως η εδραίωση των γλωσσών είναι καλό πράγμα. Εξάλλου, η εξάλειψη των γλωσσικών φραγμών συμβάλλει στην καλύτερη αμοιβαία κατανόηση. Γιατί θα προτιμούσε κανείς έναν κόσμο στον οποίο οι περιθωριακοί λαοί πρέπει να κινούνται μέσα σε μια γλωσσική ζούγκλα και καλούνται να χειριστούν πέντε ή περισσότερες ιδιώματα, όπως κάνουν οι πληροφοριοδότες του στα υψίπεδα της Νέας Γουινέας; Εδώ, ο Diamond, ως εξελικτικός βιολόγος, έχει δύο επιλογές. Θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η εξαφάνιση των γλωσσών είναι διαδικασία της φυσικής επιλογής, ακριβώς όπως οι ρατσιστές επιστήμονες στα τέλη του 19ου αιώνα ισχυρίζονταν ότι η εξόντωση καθυστερημένων φυλετικών ομάδων όπως οι Herero ήταν ένα τραγικό αλλά αναπόφευκτο αποτέλεσμα της επέκτασης ανώτερων φυλών. Αντίθετα, όμως, παίρνει μια θέση που μοιάζει με αυτή του Ε.Ο. Wilson για την εξαφάνιση των ειδών. Υποστηρίζει ότι όπως η φυσική ποικιλότητα είναι ένας θησαυρός ποικιλίας και ανθεκτικότητας, έτσι και η γλωσσική ποικιλομορφία αντιπροσωπεύει έναν πολιτισμικό θησαυρό έκφρασης, τρόπων σκέψης και κοσμοθεωρίας που, άπαξ και χαθεί, δεν επιστρέφει ποτέ.
Η λογοτεχνία, ο πολιτισμός και πολλές γνώσεις κωδικοποιούνται σε γλώσσες: μόλις χάνεται η γλώσσα χάνεται μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας, του πολιτισμού και της γνώσης ... Οι παραδοσιακοί λαοί έχουν ονόματα στην τοπική γλώσσα για εκατοντάδες είδη ζώων και φυτών γύρω τους. Αυτές οι εγκυκλοπαίδειες εθνοβιολογικών πληροφοριών εξαφανίζονται όταν εξαφανίζονται οι γλώσσες τους. Οι φυλετικοί λαοί έχουν επίσης τη δική τους προφορική λογοτεχνία και οι απώλειες αυτών των λογοτεχνιών αντιπροσωπεύουν επίσης απώλειες για την ανθρωπότητα. Είναι αναμφισβήτητο ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε αμετάκλητα ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής, γλωσσικής και αισθητικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας από τις σαρωτικές επιπτώσεις των μεγάλων κρατών και των γλωσσών τους. Αλλά τι απογοήτευση είναι, μετά από σχεδόν πεντακόσιες σελίδες προσωπικών ιστοριών, ισχυρισμών, αποσπασμάτων επιστημονικών μελετών, παρατηρήσεων, παρεκβάσεων για την εξέλιξη της θρησκείας, αναφορών για τις επιθανάτιες εμπειρίες – ο Diamond μπορεί να γίνει συναρπαστικός αφηγητής – να ακούσεις τα μαθήματα που αποκόμισε για εμάς. Μας λέει να μάθουμε περισσότερες γλώσσες. Να είμαστε πιο συναισθηματικά θερμοί και ανεκτικοί στην ανατροφή παιδιών. Να πρέπει να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στην κοινωνικοποίηση και μιλώντας πρόσωπο με πρόσωπο. Να αξιοποιήσουμε τη σοφία και τη γνώση των μεγαλύτερών μας. Να μάθουμε να αξιολογούμε τους κινδύνους του περιβαλλοντός μας ρεαλιστικότερα. Και, όσον αφορά τις καθημερινές συμβουλές για την υγεία, πρέπει να φανταστείτε τον Diamond να φοράει το λευκό του παλτό και το στηθοσκόπιο καθώς συνιστά «να μην καπνίζετε. Να ασκείστε τακτικά. Να περιορίζετε τον περιορισμό της πρόσληψης συνολικών θερμίδων, του αλκοόλ, του αλατιού και των αλμυρών τροφίμων, της ζάχαρης και των αναψυκτικών με ζάχαρη, των κορεσμένων και τρανς λιπαρών, των επεξεργασμένων τροφίμων, του βουτύρου, της κρέμας και του κόκκινου κρέατος· και να αυξήσετε την πρόσληψη φυτικών ινών, φρούτων και λαχανικών, ασβεστίου και σύνθετων υδατανθράκων. Και μην ξεχνάτε να τρώτε αργά.» Ίσως επειδή επιφυλάσσεται αναμένοντας αντίσταση σε ένα διατροφικό μοντέλο στα πρότυπα των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, μας συνιστά τη μεσογειακή διατροφή. Όσοι διάνυσαν όλη αυτή τη διαδρομή μαζί του, ξεψαχνίζοντας την ιστορία του είδους και των υψίπεδων της Νέας Γουινέας, πρέπει να περίμεναν κάτι πιο συνταρακτικό από αυτό που τους περίμενε στο τέλος του μονοπατιού.
Πώς ήταν οι πρόγονοί μας πριν από την εξημέρωση των φυτών και των ζώων, πριν από την καθιστική ζωή στα χωριά, πριν από τις πρώτες πόλεις και πολιτείες; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει ο Diamond και κοπιάζει να απαντήσει. Με αυτόν τον τρόπο, αντιμετωπίζει σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια. Μέχρι πολύ πρόσφατα, η αρχαιολογία κατέγραφε την ιστορία μας ως είδος ανάλογα με τα μπάζα (μεσίτες, μπάζα κτιρίων, ίχνη αρδευτικών καναλιών, τοίχοι, απολιθωμένα περιττώματα κ.λπ.) που αφήσαμε πίσω μας. Οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες ήταν συνήθως ευκίνητοι πληθυσμοί οπότε διασκορπούσαν ευρέως τα κυρίως βιοαποδομήσιμα υπολείμματά τους. Δεν συναντούμε συχνά τους προσωρινούς οικοτόπους τους, οι οποίοι ήταν συχνά σε σπηλιές ή δίπλα σε ποτάμια και ακτές, και η συντριπτική πλειονότητα τέτοιων τοποθεσιών έχουν χαθεί στην ιστορία. Όταν τα βρίσκουμε, ίσως μπορούν να μας πουν κάτι για τη διατροφή των κατοίκων, τους τρόπους μαγειρέματος, τον στολισμό του σώματος, τα αγαθά που αντάλλαζαν, τα όπλα, τις ασθένειες, το τοπικό κλίμα και μερικές φορές ακόμη και τις αιτίες θανάτου, αλλά όχι πολλά άλλα. Πώς να συμπεράνουμε από αυτά τα λιγοστά στοιχεία την οικογενειακή δομή και της κοινωνικής οργάνωσή τους, τα μοτίβα συνεργασίας και συγκρούσεων, πόσο μάλλον την ηθική και κοσμοθεωρία τους;
Εδώ είναι που ο Diamond κάνει το θεμελιώδες λάθος του. Φαντάζεται ότι μπορεί να βρει τον δρόμο του προς το βαθύ παρελθόν υποθέτοντας ότι οι σύγχρονες κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών είναι «οι ζωντανοί πρόγονοί μας», ότι δείχνουν πώς ήμασταν πριν ανακαλύψουμε τις καλλιέργειες, τις πόλεις και τις κυβερνήσεις Αυτή η υπόθεση βασίζεται στην αδικαιολόγητη προ-υπόθεση ότι οι σύγχρονες κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών είναι επιβιώσεις, μουσειακά εκθέματα του τρόπου με τον οποίο βάδιζε η ζωή για ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία «μέχρι χθες» – κονσερβοποιημένες προς εξέτασή μας. Στη μοναδική περίπτωση της Highland New Guinea, η οποία ήταν προφανώς απομονωμένη από το παράκτιο εμπόριο και τον έξω κόσμο μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Diamond μπορεί να συγχωρεθεί για το συμπέρασμα αυτό, αν και οι κάτοικοι της Νέας Γουινέας είχαν ακριβώς τον ίδιο χρόνο να προσαρμοστούν και να εξελιχθούν με τον homo americanus και όλως περιέργως έπεσε στα χέρια τους η γλυκοπατάτα, η οποία προέρχεται από τη Νότια Αμερική. Το συμπέρασμα της παρθένας απομόνωσης, ωστόσο, είναι εντελώς αδικαιολόγητο για σχεδόν όλες τις υπόλοιπες 35 κοινωνίες που επικαλείται. Αυτές οι κοινωνίες, τα τελευταία πέντε χιλιάδες χρόνια, έχουν βρεθεί βαθιά μπλεγμένες σε έναν κόσμο εμπορίου, κρατών και αυτοκρατοριών και τώρα απαντώνται σε ανεπιθύμητες περιθωριακές περιοχές στις οποίες έχουν ωθηθεί από πιο ισχυρές κοινωνίες. Ο ανθρωπολόγος Pierre Clastres υποστήριξε ότι οι Yanomamo και οι Siriono, δύο από τα κύρια παραδείγματα του Diamond, ήταν αρχικά εγκάθετοι καλλιεργητές που έγιναν τροφοσυλλέκτες για να ξεφύγουν από την καταναγκαστική εργασία και τις ασθένειες που συνδέονταν με τους ισπανικούς οικισμούς. Όπως σχεδόν όλες οι ομάδες που εξετάζει ο Diamond, συναλλάσσονται και αυτοί με εξωτερικά βασίλεια και κράτη (και κάνουν επιδρομές σε αυτά) για μεγάλο μέρος των τελευταίων τριών χιλιάδων ετών. Οι πεποιθήσεις και οι πρακτικές τους έχουν διαμορφωθεί από τις επαφές, τα εμπορικά αγαθά, τα ταξίδια και τις επιγαμίες. Τόσο πολύ έφτασαν να ζουν σε έναν κόσμο ισχυρών βασιλείων και πολιτειών που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει αυτές τις ίδιες τις κοινωνίες «κρατικό τετελεσμένο». Δηλαδή, η θέση τους στο τοπίο έχει σχεδιαστεί ακριβώς για να τους βοηθήσει να αποφεύγουν ή να συναλλάσσονται με μεγαλύτερες κοινωνίες. Προμηθεύουν τα δασικά και θαλάσσια προϊόντα που επιθυμούν οι αστικές κοινωνίες. Πολλές απ' αυτές τις ομάδες είναι κατά κάποιον τρόπο «αδελφοποιημένες» με γειτονικές κοινωνίες, μέσω των οποίων διαχειρίζονται το εμπόριο και τη σχέση τους με τον ευρύτερο κόσμο.
Οι σύγχρονες τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, που δεν αποτελούν ανέγγιχτα παραδείγματα του βαθέως παρελθόντος μας, είναι βυθισμένες μέχρι το σβέρκο τους στον «πολιτισμένο κόσμο». Αυτά που είναι διαθέσιμα για την επιθεώρηση του Diamond είναι, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, ακριβώς τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα, που δείχνουν πως ορισμένες κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών έχουν αποφύγει επιτυχώς την εξαφάνιση και την αφομοίωση προσαρμοζόμενες δημιουργικά στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Συνολικά, μπορεί να προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα μελέτη περί προσαρμογής, αλλά είναι άχρηστες ως μαρτυρίες του πώς ήταν οι μακρινοί πρόγονοί μας. Ακόμη και οι ονομασίες τους – Yanomamo, !Kung, Ainu – μεταφέρουν μια ψευδή αίσθηση γενεαλογικής και γενετικής συνέχειας, υποτιμώντας σε μεγάλο βαθμό τη ρευστότητα των εθνοτικών ορίων αυτών των ομάδων. Ο Diamond είναι πεπεισμένος ότι η βίαιη αντεκδίκηση είναι η πληγή των κοινωνιών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και, κατ' επέκταση, των προ-κρατικών προγόνων μας. Έχοντας επιλέξει κάποιες μάλλον πολεμοχαρείς κοινωνίες (τους Dani και Yanomamo) ως εικονογραφήσεις, και λιπαίνοντας τες με ιστορίες από τους πληροφοριοδότες του, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον Steven Pinker στο The Better Angels of Our Nature: ξέρουμε, με βάση τα όσα κάνουν ορισμένοι σύγχρονοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, ότι οι πρόγονοί μας ήταν βίαιοι και δολοφονικοί και ότι μόλις πρόσφατα (πολύ πρόσφατα σύμφωνα με τον λογαριασμό του Pinker) ειρηνεύτηκαν και εκπολιτίστηκαν από το κράτος. Η ζωή χωρίς το κράτος είναι άσχημη, βίαιη και σύντομη. Αν και δεν επικαλείται τον Hobbes άμεσα, η ζοφερή άποψή του για την ζωή χωρίς το κράτος εμποτίζει την αφήγηση του Diamond. «Πρώτον και κυριότερο, ένα θεμελιώδες πρόβλημα σχεδόν όλων των κοινωνιών μικρής κλίμακας είναι ότι, επειδή δεν διαθέτουν κεντρική πολιτική εξουσία που να ασκεί το μονοπώλιο της βίας, δεν είναι σε θέση να αποτρέψουν τα απείθαρχα μέλη από το να τραυματίσουν άλλα μέλη και επίσης δεν μπορούν να αποτρέψουν θιγμένα μέλη από το να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να επιδιώξουν να επιτύχουν τους στόχους τους με τη βία. Αλλά η βία προκαλεί αντιβία».
Σε ένα απόσπασμα που ανακεφαλαιώνει τον μύθο του κοινωνικού συμβολαίου, ο Diamond υπονοεί ότι τα υποκείμενα συμφώνησαν οικειοθελώς να ιδρύσουν μια κυρίαρχη εξουσία που θα εγγυάται την ειρήνη και την τάξη περιορίζοντας τις βίαιες και εκδικητικές έξεις τους . Η διατήρηση της ειρήνης μέσα σε μια κοινωνία είναι μια από τις σημαντικότερες υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει ένα κράτος. Αυτή η υπηρεσία εξηγεί κατά μεγάλο μέρος το προφανές παράδοξο ότι, από την άνοδο των πρώτων κρατικών κυβερνήσεων στην Εύφορη Ημισέληνο πριν από περίπου 5400 χρόνια, οι άνθρωποι λίγο πολύ πρόθυμα (όχι μόνο υπό πίεση) παρέδιδαν ορισμένες από τις ατομικές τους ελευθερίες, αποδεχόντουσαν την εξουσία των κρατικών κυβερνήσεων, πλήρωναν φόρους και υποστήριζαν τον τρυφηλό ατομικό τρόπο ζωής των ηγετών και αξιωματούχων του κράτους τους. Αυτό το αφήγημα προσκρούει πάνω σε δύο θανάσιμες για αυτό αντιρρήσεις. Πρώτον, είναι τεράστιο λογικό άλμα να υποστηρίζει κάνεις ότι το κράτος, περιορίζοντας την «ιδιωτική» βία, μειώνει την βία ως σύνολο. Όπως τόνισε ο Norbert Elias πριν από περισσότερο από μισό αιώνα στο The Civilizing Process, αυτό που κάνει το κράτος είναι να συγκεντρώνει και να μονοπωλεί τη βία στα χέρια του, γεγονός που ο Diamond καλά θα έκανε να θυμηθεί γιατί ο ίδιος προέρχεται όχι μόνο από ένα έθνος που έχει ξεκινήσει ένα κάρο πολέμους τον τελευταίο καιρό αλλά και από μια πολιτεία (Καλιφόρνια) που ο έγκλειστος στις φυλακές πληθυσμός είναι περίπου 120.000 –και μάλιστα οι περισσότεροι από τους κρατούμενους είναι παραβάτες που κρατούνται για εγκλήματα που δεν ενέχουν καμία βία –.
Δεύτερον, ο μύθος του Hobbes έχει τουλάχιστον ονομαστικά συμβασιούχους ίσων δικαιωμάτων που συμφωνούν να δημιουργήσουν ένα κράτος για την αμοιβαία ασφάλειά τους. Αυτό είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι όλα τα αρχαία κράτη ανεξαιρέτως ήταν κράτη στηριζόμενα στη δουλοκτησία. Το ποσοστό των σκλάβων σπάνια έπεφτε κάτω από το 30 τοις εκατό του πληθυσμού στις πρώτες πολιτείες, φτάνοντας το 50 τοις εκατό στην πρώιμη Νοτιοανατολικής Ασία (και στην Αθήνα και τη Σπάρτη έφτανε έως και 70 και 86 τοις εκατό). Αιχμάλωτοι πολέμου, κατακτημένοι λαοί, σκλάβοι που πουλήθηκαν από δουλέμπορους επιδρομείς και εμπόρους, δουλοπάροικους, εγκληματίες και τεχνίτες υπό αιχμαλωσία– όλοι αυτοί οι άνθρωποι κρατούνταν ακούσια, όπως επιβεβαιώνει η συχνότητα κρατικής κατάρρευσης, η εξέγερσεων και φυγών. Ως θεωρία ή ως ιστορική περιγραφή του σχηματισμού κράτους, το αφήγημα του Diamond δεν έχει νόημα.
Ο αχυράνθρωπος που βάζει στο στόχαστρο ο Diamond είναι η ιδέα των σύγχρονων κυνηγοτροφοσυλλεκτικών κοινωνιών ως οάσεις ειρήνης, συνεργασίας και τάξης. Μα εννοείται πως δεν είναι. Το ερώτημα είναι πόσο βίαιοι είναι σε σύγκριση με τις κρατικές κοινωνίες και ποιες είναι οι αιτίες της βίας που όντως υπάρχει. Πάρα τα όσα υπαινίσσεται ο Diamond, μπορεί να υποστηριχτεί μια σχετικά χαλαρή σχέση τους με τη βία και μια σωματική ευεξία σε σύγκριση με τους λαούς των πρώιμων αγροτικών κρατών. Οι μη κρατικοί λαοί έχουν πολλές τεχνικές για την αποφυγή της αιματοχυσίας και των δολοφονιών εκδίκησης: καταβολή αποζημίωσης ή Weregild, διευθετημένες ανακωχές («θάψιμο του πέλεκυ»), συμμαχίες γάμου, φυγή στα ανοιχτά σύνορα, εκδίωξη ή παράδοση ενός ένοχου που ξεκίνησε το πρόβλημα. Ο Diamond δεν φαίνεται να εκτιμά τις ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν από ομοφύλους για να συγκρατήσουν όποιον σκέφτεται μια επιπόλαια και βίαιη πράξη που θα τους εκθέσει όλους σε κίνδυνο. Αυτές οι πρακτικές εξετάζονται προσεκτικά από πολλούς από τους εθνογράφους που έχουν πραγματοποιήσει εντατική επιτόπια εργασία στα Highlands της Νέας Γουινέας (για παράδειγμα από τον Edward L. Schieffelin στο The Sorrow of the Lonely and the Burning of the Dancers, τη Marilyn Strathern στο Women in Between και το έργο του Strathern και της Pamela Stewart για την αποζημίωση), αλλά δεν επηρεάζουν τη μονοδιάστατη άποψη του Diamond για την επιθυμία για εκδίκηση.
Από την άλλη πλευρά του, όταν πρόκειται για τη βία στα πρώιμα αγροτικά κράτη, πρέπει κανείς να σταθμίσει την εξέγερση, τον πόλεμο και τη συστηματική βία κατά των σκλάβων και των γυναικών (κατά κανόνα, τα αγροτικά κράτη δημιούργησαν παντού πατριαρχικά ιδιοκτησιακά καθεστώτα που μείωσαν το καθεστώς και την ελευθερία των γυναικών) ενάντια στις «φυλετικές συγκρούσεις». Γνωρίζουμε επίσης, και το υπογραμμίζει ο Diamond, ότι οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες ακόμη και σήμερα έχουν πιο υγιεινές δίαιτες και πολύ λιγότερες μεταδοτικές ασθένειες. Πιστεύοντας, παρά τα στοιχεία, ότι οι κυνηγοί και οι συλλέκτες ζουν με τον καθημερινό φόβο της λιμοκτονίας, παραλείπει να σημειώσει ότι επίσης εργάζονται πολύ λιγότερο σκληρά και έτσι έχουν πολύ περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Ο Marshall Sahlins αποκάλεσε τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, ακόμη και όταν σπρωγμένοι στα πιο ανεπιθύμητα περιβάλλοντα της γης, «the original fluent society». Είναι γελοίο να φανταστεί κανείς ότι οι πρωτόγονοι του Diamond παραιτούνται αυτοβούλως από τη φυσική τους ελευθερία, την ποικίλη διατροφή τους, την ισότιμη κοινωνική τους δομή, τη σχετική ελευθερία τους από πείνα, μεγάλους κρατικούς πολέμους, φόρους και συστηματική υποταγή για να λάβουν ως αντάλλαγμα αυτό που ο Diamond φαντάζεται ως «η ειρήνη του βασιλιά». Διαβάζοντας την αφήγηση του μπορεί κανείς να αποκομίσει την εντύπωση οι κυνηγοί και οι συλλέκτες καλούνταν να επιλέξουν μεταξύ της δικής τους κοινωνίας και μιας κοινωνίας σαν το σύγχρονο κράτους πρόνοιας της Δανίας. Στην πραγματικότητα, η επιλογή τους ήταν να παραδόσουν ό,τι είχαν με αντάλλαγμα την υποταγή τους στο πρώιμο αγροτικό κράτος.
Ανεξάρτητα από το πώς ορίζει κανείς τη βία και τον πόλεμο στις υπάρχουσες κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, το μεγαλύτερο μέρος τους μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι αποτέλεσμα των κινδύνων και των ευκαιριών που αντιπροσωπεύει ένας κόσμος κρατών. Ο πόλεμος μεταξύ των Yanomamo έγινε με σκοπό την άσκηση μονοπωλίου στα βασικά εμπορεύματα επί των εμπορικών αξόνων καθ' οδόν προς τα κέντρα αγορών (βλ., για παράδειγμα, το Yanomami Warfare του R. Brian Ferguson: A Political History, ένα ισχυρό αντίδοτο στην ψευδοεπιστημονική αφήγηση του Napoleon Chagnon στην οποία ο Diamond βασίζεται κατά κύριο λόγο). Μεγάλο μέρος της σύγκρουσης μεταξύ των κελτικών και των γερμανικών λαών στις παρυφές της Αυτοκρατορικής Ρώμης ήταν ουσιαστικά εμπορικός πόλεμος καθώς οι αντίπαλες ομάδες προσπαθούσαν να αποκτήσουν προνομιακή πρόσβαση στις ρωμαϊκές αγορές. Ο άνευ προηγουμένου πλούτος που προκάλεσε το εμπόριο ελεφαντόδοντου στα τέλη του 19ου αιώνα πυροδότησε εκατοντάδες πολέμους μεταξύ Αφρικανών επειδή γι αυτούς οι χαυλιόδοντες ήταν το νόμισμα που αγόραζε μουσκέτα, ισχύ και πρόσβαση στο εμπόριο. Όπως πιστεύουμε σήμερα το Borneo/Kalimantan κατοικήθηκε για πρώτη φορά πριν από περισσότερο από μια χιλιετία, από Αυστρονήσιους που βρήκαν τον τόπο ιδανικό για την μάζωξη αγαθών πολυτελείας που ζητούσε η κινεζική αγορά: φτερά, ξύλο καμφοράς, κέλυφος χελώνας, πέτρες bezoar, βουκεροτίδες (είδη πτηνών), κερατίνη ρινόκερου και βρώσιμες φωλιές πουλιών (ναι υπάρχει). Βρίσκονταν εκεί για εμπόριο, και αυτό σήμαινε σύγκρουση για τις πιο λυσιτελείς τοποθεσίες για άγρα αγαθών και διάθεση τους στην αγορά. Θα ήταν αδύνατο να κατανοήσουμε τον διαφυλετικό πόλεμο στην Βόρεια Αμερική της αποικιακής εποχής χωρίς να λάβουμε υπόψη τον ανταγωνισμό για τα κέρδη από το εμπόριο γούνας που επέτρεπε στους νικητές να αγοράσουν πυροβόλα όπλα και συμμάχους και να νικήσουν τους αντιπάλους τους.
Στον κόσμο των κρατών, των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και των νομάδων, το πιο πολύτιμο εμπόρευμα ήταν ένα: οι άνθρωποι, επίσης γνωστοί ως σκλάβοι. Αυτό που χρειάζονταν πάνω από όλα τα αγροτικά κράτη ήταν ανθρώπινο δυναμικό για να καλλιεργούνται τα χωράφια τους, να χτίζονται τα μνημεία τους, να επανδρώνονται οι στρατιές τους και να γεννήσουν και να εκθρέψουν τα παιδιά τους. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι επιδημιολογικές συνθήκες στις πόλεις ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα τόσο δεινές που αυτές μπορούσαν να αναπτυχθούν μόνο με την προσθήκη νέων πληθυσμών από τις ενδοχώρες πέριξ τους. Το έκαναν αυτό με δύο τρόπους. Πρώτον με την άγρα αιχμαλώτων σε πολέμους: τα περισσότερα χρονικά του πρώιμου κράτους της Νοτιοανατολικής Ασίας μετρούν την επιτυχία ενός πολέμου βάσει του αριθμού των αιχμαλώτων που οδηγήθηκαν αγεληδόν στην πρωτεύουσα και εγκαταστάθηκαν εκεί. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες ίσως σκότωναν τους άνδρες μιας ηττημένης πόλης και καίγανε τις σοδειές της, αλλά οπωσδήποτε έφερναν πίσω τις γυναίκες και τα παιδιά ως σκλάβους. Δεύτερον τους αγόραζαν στα σκλαβοπάζαρα: ένα καραβάνι δουλέμπορων ήταν παρόν σε κάθε ρωμαϊκό πόλεμο περιμαζεύοντας τους δούλους που αναπόφευκτα παρήγαγε.
Είναι γεγονός ότι η δουλεία ήταν στο επίκεντρο της συγκρότησης κράτους. Είναι αδύνατο να υπερβάλλουμε ως προς τις τεράστιες επιπτώσεις της κρατικά επιχορηγούμενης εμπορευματοποίησης ανθρώπων για κατά τόπους κοινωνίες ιθαγενών. Οι πόλεμοι μεταξύ κρατών είχαν τον χαρακτήρα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε booty capitalism, όπου το κύριο έπαθλο ήταν το trafficking ανθρώπων. Το δουλεμπόριο στη συνέχεια μεταμόρφωσε εντελώς τη μη κρατική «φυλετική ζώνη». Ορισμένες ομάδες ειδικεύονταν σε επιδρομές σκλάβων, οργανώνοντας αποστολές ενάντια σε πιο αδύναμες και πιο απομονωμένες ομάδες και στη συνέχεια πουλώντας τις σε μεσάζοντες ή απευθείας σε σκλαβοπάζαρα. Τα πιο ηλικιωμένα μέλη ομάδων ορεινών περιοχών στο Λάος, την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία και τη Βιρμανία μπορούν ακόμα να διηγηθούν τις αναμνήσεις των γονιών και των παππούδων τους για τις σκλαβοεπιδρομές. Τα οχυρωμένα χωριά στην κορυφή ενός λόφου, με ακανθώδεις, στροφές και κρυφές προσεγγίσεις που βρήκαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι άποικοι σε μέρη της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Αφρικής ήταν σε μεγάλο βαθμό απάντηση στο δουλεμπόριο.
Υπάρχει αρκετή βία στον κόσμο των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, αν και αυτή δεν πρόκειται να διαφωτιστεί με την καταφυγή σε στατιστικές συγκρίσεις μεταξύ των ποσοστών θνησιμότητας ενός μικροσκοπικού φυλετικού πολέμου στο Καλιμαντάν και της μάχης του Σομ ή του
ολοκαυτώματος. Αυτή η βία, ωστόσο, αποτελεί σχεδόν εξ ολοκλήρου κρατικό παράγωγο. Απλώς δεν γίνεται να κατανοηθεί ιστορικά από το 4000 π.Χ. και εκείθεν εκτός του πλαισίου της όρεξης των κρατών για εμπορικά αγαθά, σκλάβους και πολύτιμα μεταλλεύματα, όπως η σύγχρονη απειλή για τις απομακρυσμένες αυτόχθονες ομάδες δεν μπορεί να γίνει κατανοητή εκτός του πλαισίου της όρεξης του καπιταλισμού και του σύγχρονου κράτους για σπάνια ορυκτά, υδροηλεκτρικές τοποθεσίες, καλλιέργειες φυτειών και ξυλεία στα εδάφη των λαών αυτών. Η Παπούα Νέα Γουινέα είναι σήμερα η σκηνή μιας ιδιαίτερα βίαιης κούρσας για ορυκτά που υποκινείται από τα κράτη και τις ένοπλες ομάδες που μισθώνουν και, όπως δείχνει το Mining Capitalism του Stuart Kirsch, η πολιτική των ιθαγενών της μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σε αυτό το πλαίσιο. Η ζωή του σύγχρονου κυνηγού-τροφοσυλλέκτη μπορεί να μας πει πολλά για τον κόσμο των κρατών και των αυτοκρατοριών, αλλά δεν μπορεί να μας πει απολύτως τίποτα για την προϊστορία μας. Δεν έχουμε ουσιαστικά καμία αξιόπιστη απόδειξη για τον κόσμο μέχρι χθες και, μέχρι να έχουμε, η μόνη υπερασπιστή διανοητική θέση είναι να σιωπήσουμε.