Τα σπασμένα μας κομμάτια της καρδιάς
Δημοσιεύτηκε: 06 Μαρ 2024, 10:47
Λοιπόν , ωμά και συνοπτικά .
Εδώ κι ένα χρόνο είχα βρει ένα κοριτσάκι ( 28 εγώ τότε 23 εκείνη ) . Ήταν ουρανοκατέβατο . Εκεί που είχα την παράνοια μου με μία γυναίκα που δε με ήθελε κι έτρεχα από πίσω της , η Κ έτρεχε η ίδια από πίσω μου . Ούτε κούνησα το χέρι μου , ή οκ έκανα το follow στο ίνσταγκραμ , εκείνη μου πάτησε λάικ μου έστειλε μήνυμα και όλα μετά είναι Ιστορία . Σε δεκαπέντε ημέρες χόρευε σπαγκάτο πάνω μου μέσα στο αυτοκίνητο και σε ένα μήνα από τη γνωριμία τα φτιάξαμε .
Μέχρι τις γιορτές ήταν όλα μέλι γάλα . Ή μάλλον να το τονίσω μέχρι τον Σεπτέμβριο εγώ ναι μεν την ήθελα αλλά την είχα τόσο δεδομένη που και έψαχνα να πηδήξω αριστερά δεξιά και δεν της έδινα τη σημασία που έπρεπε . Την είχα δεδομένη για τον λόγο ότι πρώτη φορά στη ζωή μου έτρεχε κάποια από πίσω μου ! Ανεχόταν όλες τις ιδιοτροπίες μου , έβγαινα ότι ώρα ήθελα , με όποιον ήθελα , το έπαιζα βαρύμαγκας , ερχόταν στο ταξί όταν δούλευα κι έβγαζε οκτάωρο μαζί μου . Μήνες ολόκληρους δεν ήθελα να οδηγάω εκτός δουλειάς και με κουβαλούσε παντού η Κ με το αυτοκίνητο της . Μου έφερνε τσιγάρα πρωινό και καφέ στο ΠΑΤΡΙΚΟ μου που ερχόταν . Εγώ ο βλάκας ο καραγκιόζης με έλεγε να μείνουμε μαζί να βρούμε μία γκαρσονιέρα και δεν ήθελα επειδή - σε αυτήν έλεγα το οικονομικό - η πραγματικότητα είναι ότι φοβόμουν πώς θα χάσω την ελευθερία να βγαίνω ότι ώρα γουστάρω . Να σημειώσω ότι δεν βγαίνω για να βρω γκόμενα ( ασχέτως που πήγα να κάνω μερικές βλακείες αλλά τελικά δεν έκανα ποτέ ) , αλλά επειδή θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα της μικρής μας πόλης , ήμουν ένα χοντρό παιδάκι που το κορόιδευαν όλοι , και μεγαλώνοντας πήρα όλο το πακέτο σχεδόν που ήθελα , αδύνατος με ωραίο θεωρώ στυλ φίλους δουλειά και σπουδές πλέον . Κι εδώ κι ένα χρόνο και με την Κ να μου λέει για συγκατοίκηση γάμο και παιδιά στο μέλλον . Ζούσα ένα όνειρο .
Μα ήμουν ξύπνιος εκεί που το όνειρο τελειώνει .
Από τον Σεπτέμβρη που είχαμε περάσει μία κρίση και είχε νευριάσει πολύ με την αδιαφορία μου και είχα καταλάβει ότι ίσως την χάσω , άρχισα εγώ να δένομαι περισσότερο .
Δεν έκοψα τις εξόδους μου αλλά τις ελάττωσα . Μπορεί σε μερικές εξόδους να ξυπνούσε να με έβριζε και να μου έκανε σκηνή , αλλά την άλλη ημέρα με ένα καλό σεξ τα ξεχνούσαμε ( τουλάχιστον εγώ ) .
Όλο το φθινόπωρο είχα δεθεί πολύ με την Κ και είχα αποφασίσει να στρώσω . Και μάλιστα , επειδή είχα τύψεις που την άφησα να ξενοικιάσει ένα στούντιο που είχε βρει αντί να πω βοηθάω κι εγώ ( όλα αυτά επειδή προτιμούσα να μην κοιμόμαστε μαζί κάθε βράδυ για να έχω ελευθερία να βγαίνω , αυτή καθημερινές κοιμάται από τις 1 ) και επειδή , εδώ το παραδέχομαι , η αγαπημένη μητέρα μου με ζάλισε τα αυτιά ότι αν πας εκεί σε τύλιξε πάει , αποφάσισα για κάπου προς το Πάσχα να νοικιάσω εγώ επιτέλους ένα σπίτι και να το πληρώνω ( δεν πρόλαβα ποτέ να της το πω ) .
Λοιπόν , από Σεπτέμβρη μέχρι τέλη Δεκέμβρη περνάω πολύ ωραία με την Κ και λιγότερες εξόδους . Αλλά έρχονται οι γιορτές , τελευταίες γιορτές πριν κλείσω τα τριάντα , κι έχω την τάση να τα βλέπω όλα πολύ συμβολικά . Έβγαινα σαν να μην υπάρχει αύριο . Ούτε της το έλεγα ότι θα βγω . Την άλλη ημέρα καυγά . Καυγά . Εγώ σούρα . Και να βρίζω στο τηλέφωνο . Βαριά λόγια . Είχα οικονομική πίεση και καυγάδες στο πατρικό με τους γονείς , και ξεσπούσα στην Κ . Είμαι τόσο βλαμμένος .
Παρόλα αυτά το προσπεράσαμε αν και το γυαλί ράγισε .
Πάμε κάπου μέσα του Γενάρη . Εγώ είχα το άγχος και του οικονομικού και της εξεταστικής που ήταν όλα μαζεμένα σε λίγες ημέρες . Έρχεται από το εξωτερικό ο παιδικός μου φίλος για δύο εβδομάδες . Της λέω Κ συγγνώμη αγάπη μου αλλά θα παραβγώ λίγο έχω να δω τον φίλο μου σχεδόν 2 χρόνια . Λέει εντάξει αρκεί να προσέχεις .
Πρώτη ημέρα βγαίνω γίνομαι κουρούμπελο σε ταβέρνα . Την άλλη ημέρα στις 1 το μεσημέρι έγραφα μάθημα . Με πήρε η μάνα μου ( έχουμε κάποια ιδιαίτερη σχέση , μοναχογιός ) , και με έβριζε σταμάτα να πίνεις . Μία , δύο , τρεις φορές . Της το κλείνω . Με παίρνει η Κ . Αυτή την φορά όχι για καυγά . “ Μην πιεις άλλο σε παρακαλώ αύριο γράφεις ” . Ακόμα έχω στα αυτιά μου την φωνούλα της .
Κι άρχισε από εμένα ο οχετός . “ Άντε γαμήσου , άντε στο διάολο , δεν θα μου πεις εμένα τι θα κάνω , εμένα δεν με διατάζει ούτε η μάνα μου , έγινα ταξιτζής για να μην παίρνω διαταγές , δεν θα με κάνεις ότι θέλεις , πάνε βρες κανένα φλώρο , να τον στείλεις άμα θέλει και με τη μάνα σου να καθαρίζει σπίτια ή με τον μπαμπά σου να τα βάφει , εγώ θα κάνω ότι γουστάρω , από το τίποτα ξεκίνησα θα φτάσω στην κορυφή κι όλες οι πουτάνες θα μου γλύφουν τα αρχίδια ( πουτάνες εννοούσα τους σιχαμερούς ανθρώπους ) ” .
Κλάμα . Αυτό ήταν λέει χωρίζουμε . Πήρε το κινητό μου τηλέφωνο ο φίλος μου και την ηρέμησε . Την άλλη ημέρα ξεσούρωσα , ζητούσα συγγνώμη λέω τι να κάνω θέλεις να κόψω τη γλώσσα μου ; Τέλος πάντων είχε φανεί να με συγχωρεί . Αλλά …
( συνεχίζεται )
Εδώ κι ένα χρόνο είχα βρει ένα κοριτσάκι ( 28 εγώ τότε 23 εκείνη ) . Ήταν ουρανοκατέβατο . Εκεί που είχα την παράνοια μου με μία γυναίκα που δε με ήθελε κι έτρεχα από πίσω της , η Κ έτρεχε η ίδια από πίσω μου . Ούτε κούνησα το χέρι μου , ή οκ έκανα το follow στο ίνσταγκραμ , εκείνη μου πάτησε λάικ μου έστειλε μήνυμα και όλα μετά είναι Ιστορία . Σε δεκαπέντε ημέρες χόρευε σπαγκάτο πάνω μου μέσα στο αυτοκίνητο και σε ένα μήνα από τη γνωριμία τα φτιάξαμε .
Μέχρι τις γιορτές ήταν όλα μέλι γάλα . Ή μάλλον να το τονίσω μέχρι τον Σεπτέμβριο εγώ ναι μεν την ήθελα αλλά την είχα τόσο δεδομένη που και έψαχνα να πηδήξω αριστερά δεξιά και δεν της έδινα τη σημασία που έπρεπε . Την είχα δεδομένη για τον λόγο ότι πρώτη φορά στη ζωή μου έτρεχε κάποια από πίσω μου ! Ανεχόταν όλες τις ιδιοτροπίες μου , έβγαινα ότι ώρα ήθελα , με όποιον ήθελα , το έπαιζα βαρύμαγκας , ερχόταν στο ταξί όταν δούλευα κι έβγαζε οκτάωρο μαζί μου . Μήνες ολόκληρους δεν ήθελα να οδηγάω εκτός δουλειάς και με κουβαλούσε παντού η Κ με το αυτοκίνητο της . Μου έφερνε τσιγάρα πρωινό και καφέ στο ΠΑΤΡΙΚΟ μου που ερχόταν . Εγώ ο βλάκας ο καραγκιόζης με έλεγε να μείνουμε μαζί να βρούμε μία γκαρσονιέρα και δεν ήθελα επειδή - σε αυτήν έλεγα το οικονομικό - η πραγματικότητα είναι ότι φοβόμουν πώς θα χάσω την ελευθερία να βγαίνω ότι ώρα γουστάρω . Να σημειώσω ότι δεν βγαίνω για να βρω γκόμενα ( ασχέτως που πήγα να κάνω μερικές βλακείες αλλά τελικά δεν έκανα ποτέ ) , αλλά επειδή θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα της μικρής μας πόλης , ήμουν ένα χοντρό παιδάκι που το κορόιδευαν όλοι , και μεγαλώνοντας πήρα όλο το πακέτο σχεδόν που ήθελα , αδύνατος με ωραίο θεωρώ στυλ φίλους δουλειά και σπουδές πλέον . Κι εδώ κι ένα χρόνο και με την Κ να μου λέει για συγκατοίκηση γάμο και παιδιά στο μέλλον . Ζούσα ένα όνειρο .
Μα ήμουν ξύπνιος εκεί που το όνειρο τελειώνει .
Από τον Σεπτέμβρη που είχαμε περάσει μία κρίση και είχε νευριάσει πολύ με την αδιαφορία μου και είχα καταλάβει ότι ίσως την χάσω , άρχισα εγώ να δένομαι περισσότερο .
Δεν έκοψα τις εξόδους μου αλλά τις ελάττωσα . Μπορεί σε μερικές εξόδους να ξυπνούσε να με έβριζε και να μου έκανε σκηνή , αλλά την άλλη ημέρα με ένα καλό σεξ τα ξεχνούσαμε ( τουλάχιστον εγώ ) .
Όλο το φθινόπωρο είχα δεθεί πολύ με την Κ και είχα αποφασίσει να στρώσω . Και μάλιστα , επειδή είχα τύψεις που την άφησα να ξενοικιάσει ένα στούντιο που είχε βρει αντί να πω βοηθάω κι εγώ ( όλα αυτά επειδή προτιμούσα να μην κοιμόμαστε μαζί κάθε βράδυ για να έχω ελευθερία να βγαίνω , αυτή καθημερινές κοιμάται από τις 1 ) και επειδή , εδώ το παραδέχομαι , η αγαπημένη μητέρα μου με ζάλισε τα αυτιά ότι αν πας εκεί σε τύλιξε πάει , αποφάσισα για κάπου προς το Πάσχα να νοικιάσω εγώ επιτέλους ένα σπίτι και να το πληρώνω ( δεν πρόλαβα ποτέ να της το πω ) .
Λοιπόν , από Σεπτέμβρη μέχρι τέλη Δεκέμβρη περνάω πολύ ωραία με την Κ και λιγότερες εξόδους . Αλλά έρχονται οι γιορτές , τελευταίες γιορτές πριν κλείσω τα τριάντα , κι έχω την τάση να τα βλέπω όλα πολύ συμβολικά . Έβγαινα σαν να μην υπάρχει αύριο . Ούτε της το έλεγα ότι θα βγω . Την άλλη ημέρα καυγά . Καυγά . Εγώ σούρα . Και να βρίζω στο τηλέφωνο . Βαριά λόγια . Είχα οικονομική πίεση και καυγάδες στο πατρικό με τους γονείς , και ξεσπούσα στην Κ . Είμαι τόσο βλαμμένος .
Παρόλα αυτά το προσπεράσαμε αν και το γυαλί ράγισε .
Πάμε κάπου μέσα του Γενάρη . Εγώ είχα το άγχος και του οικονομικού και της εξεταστικής που ήταν όλα μαζεμένα σε λίγες ημέρες . Έρχεται από το εξωτερικό ο παιδικός μου φίλος για δύο εβδομάδες . Της λέω Κ συγγνώμη αγάπη μου αλλά θα παραβγώ λίγο έχω να δω τον φίλο μου σχεδόν 2 χρόνια . Λέει εντάξει αρκεί να προσέχεις .
Πρώτη ημέρα βγαίνω γίνομαι κουρούμπελο σε ταβέρνα . Την άλλη ημέρα στις 1 το μεσημέρι έγραφα μάθημα . Με πήρε η μάνα μου ( έχουμε κάποια ιδιαίτερη σχέση , μοναχογιός ) , και με έβριζε σταμάτα να πίνεις . Μία , δύο , τρεις φορές . Της το κλείνω . Με παίρνει η Κ . Αυτή την φορά όχι για καυγά . “ Μην πιεις άλλο σε παρακαλώ αύριο γράφεις ” . Ακόμα έχω στα αυτιά μου την φωνούλα της .
Κι άρχισε από εμένα ο οχετός . “ Άντε γαμήσου , άντε στο διάολο , δεν θα μου πεις εμένα τι θα κάνω , εμένα δεν με διατάζει ούτε η μάνα μου , έγινα ταξιτζής για να μην παίρνω διαταγές , δεν θα με κάνεις ότι θέλεις , πάνε βρες κανένα φλώρο , να τον στείλεις άμα θέλει και με τη μάνα σου να καθαρίζει σπίτια ή με τον μπαμπά σου να τα βάφει , εγώ θα κάνω ότι γουστάρω , από το τίποτα ξεκίνησα θα φτάσω στην κορυφή κι όλες οι πουτάνες θα μου γλύφουν τα αρχίδια ( πουτάνες εννοούσα τους σιχαμερούς ανθρώπους ) ” .
Κλάμα . Αυτό ήταν λέει χωρίζουμε . Πήρε το κινητό μου τηλέφωνο ο φίλος μου και την ηρέμησε . Την άλλη ημέρα ξεσούρωσα , ζητούσα συγγνώμη λέω τι να κάνω θέλεις να κόψω τη γλώσσα μου ; Τέλος πάντων είχε φανεί να με συγχωρεί . Αλλά …
( συνεχίζεται )
