Οι έμφυλες ταυτότητες και η ενοφυλία των Γνωστικών
Δημοσιεύτηκε: 09 Φεβ 2024, 14:38
Παραθέτω άρθρο του Αρχιμανδρίτη Θεόφιλου Λεμοντζή, Δρ Θεολογίας το οποίο αναλύει την σχέση των Γνωστικών ρευμάτων με το φλέγφον θέμα των ημερών μας περι έμφυλων ταυτοτήτων, γάμου ομοφυλοφίλων κτλ. Είναι μεγάλο είναι η αλήθεια, προσπάθησα να το συμπτίξω όσο μπορούσα και μπολντάρισα τα βασικότερα (δεν έχω συμπεριλάβει το τελευταίο μέρος που αφορά την Ορθόδοξη ανθρωπολογία, όποιος θέλει το βρίσκει ολόκληρο στον σύνδεσμο).
Πολύ βασική επισήμανση είναι το γεγονός πως το γνωστικό ιδεώδες για έναν άφυλο ή ερμαφρόδιτο τύπο ανθρώπου, οδηγεί ουσιαστικά στην παύση της τεκνογονίας και την (αυτο)καταστροφή του υλικού κόσμου του ανθρώπου και του ίδιου του ανθρώπου κατ'επέκταση.
Επίσης ενδιαφέρουσα-όπως και αναμενόμενη-είναι η εμπλοκή του φεμινιστού κινήματος στην πρόοδο της ανάπτυξης του ζητήματος των έμφυλων ταυτοτήτων.
https://alopsis.gr/%CE%BF%CE%B9-%CE%AD% ... B1-%CF%84/
Οι έμφυλες ταυτότητες και η ενοφυλία των Γνωστικών
(Αρχιμ. Θεόφιλος Λεμοντζής, Δρ. Θεολογίας)
Περιεχόμενα
Εισαγωγή
1.Gender και έμφυλες ταυτότητες. Η προβληματική της θεωρίας περί διαχωρισμού βιολογικού και κοινωνικού φύλου
2. Tο ανδρόγυνο θεολογικό και ανθρωπολογικό μοντέλο του Γνωστικισμού
3. Η ενοφυλία ή η αφυλία ως ο προορισμός του ανθρώπου στο θρησκευτικό σύστημα του Γνωστικισμού
4. Φύλο και οντολογία στην Ορθόδοξη Θεολογία. Κριτική της θεωρίας των έμφυλων ταυτοτήτων
Επίλογος
***
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής της διδακτορικής μου διατριβής, τη δεκαετία του ’90, με τίτλο «Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου», Θεσσαλονίκη 1998, μεταξύ των άλλων μελέτησα και το άρθρο του αειμνήστου καθηγητού της Θεολογίας Παναγιώτη Χρήστου, με τίτλο: «“Ενοφυλία το ιδεώδες των Γνωστικών”, Κληρονομία, τομ. 5. τευχ. 1, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 1-16». Εκείνη τη χρονική στιγμή, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι το συγκεκριμένο άρθρο θα ήταν τόσο επίκαιρο όσο ποτέ σήμερα, και θα μας βοηθούσε να απαντήσουμε στις ανθρωπολογικές και θεολογικές προκλήσεις που αναφύονται από την πρόσφατη εμφάνιση των διαφόρων θεωριών περί των έμφυλων ταυτοτήτων, περί διαχωρισμού ανάμεσα στο βιολογικό (sex) και το κοινωνικό φύλο (Gender), περί αποδόμησης των έμφυλων συμπεριφορών και έμφυλων ρόλων που ουσιαστικά οδηγούν σε μία οντολογική σύγχυση μεταξύ των δύο φύλων και την οικοδόμηση ενός ανδρόγυνου ανθρωπολογικού μοντέλου.
...
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι, λαμβάνοντας υπόψη τις βασικές κατευθυντήριες αρχές του άρθρου του αειμνήστου καθηγητού της Θεολογίας Παναγιώτη Χρήστου, να παρουσιάσουμε το ανθρωπολογικό μοντέλο που υποστηρίζει ο χριστιανικός Γνωστικισμός σε αντιπαράθεση με την Ορθόδοξη ανθρωπολογία και να δείξουμε ότι οι διάφορες θεωρίες περί κοινωνικού φύλου και η επιχειρούμενη αποδόμηση της διάκρισης των δύο φύλων αποτελεί ουσιαστικά αναβίωση της ανθρωπολογίας των Γνωστικών.
...
Οι Πατέρες μας αρνήθηκαν να δεχτούν το ανθρωπολογικό μοντέλο του Γνωστικισμού ο οποίος θεώρησε ότι το υλικό σώμα του ανθρώπου και η διάκριση των φύλων που υφίσταται σε αυτό, αποτελεί έργο ενός κακού Θεού, όντας μια κατάσταση πνευματικής πτώσεως του ανθρώπου. Οι Γνωστικοί πρέσβευαν ότι η αρρενοθήλεια και η ενοφυλία, μετά την απόρριψη και καταδίκη του υλικού σώματος και τη λύτρωση του πνευματικού στοιχείου, αποτελεί το ιδεώδες, ο προορισμός του ανθρώπου. Οι Πατέρες μας αρνήθηκαν να ταυτίσουν τον άνθρωπο μόνο με το πνευματικό του στοιχείο, όπως έκανε ο Γνωστικισμός, διότι αυτή η ταύτιση θα οδηγούσε στην απόρριψη του υλικού σώματος. Οι Πατέρες μας τόνισαν ότι ο άνθρωπος είναι το «συναμφότερον»[1], σώμα και ψυχή. Εάν η σύγχρονη Ορθόδοξη Θεολογία αρνείται την ιδέα της ενοφυλίας και να υιοθετήσει ένα ανδρόγυνο γνωστικό ανθρωπολογικό μοντέλο το πράττει όχι διότι αρνείται ορισμένα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία δήθεν υποστηρίζει ένας φλύαρος ουμανισμός αλλά διότι προσπαθεί να διασώσει την κατά φύσιν κατάσταση του ανθρώπου, την ακεραιότητα του ανθρωπίνου προσώπου, μια διάσταση του οποίου είναι το υλικό σώμα, έτσι όπως παρήχθη από τα χέρια του Δημιουργού, ο οποίος δημιούργησε τα πάντα καλά λίαν (Γεν. 1, 31).
Κατά τη διαπραγμάτευση του θέματός μας, καταρχάς θα αναφερθούμε στις διάφορες θεωρίες περί κοινωνικού φύλου (Gender) και της ριζικής διάκρισης μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου που επιχειρούν. Κατόπιν, παρουσιάζοντας το ανθρωπολογικό μοντέλο του χριστιανικού Γνωστικισμού, αλλά και στοιχεία από εξωχριστιανικά θρησκευτικά συστήματα, θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε την άμεση σύνδεση όλων αυτών με τις σύγχρονες ανθρωπολογικές προκλήσεις....
...
1. Gender και έμφυλες ταυτότητες. Η προβληματική της θεωρίας περί διαχωρισμού βιολογικού και κοινωνικού φύλου
Η λέξη φύλο προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φύω (παθητική και μέση φωνή φύομαι) που σημαίνει γεννώ και σημαίνει το καθένα από τα δυο γένη στα οποία διαιρούνται τα έμβια όντα ανάλογα με τα αναπαραγωγικά τους όργανα. Όλοι γνωρίζουμε ότι μία είναι η έννοια του φύλου το οποίο ορίζεται από την επιστήμη της Βιολογίας και διαιρείται σε αρσενικό και θηλυκό. Αυτό το φύλο με το οποίο γεννήθηκε κάποιος άνθρωπος ορίζεται από τα χρωματοσώματα τα οποία φέρει (ΧΨ για τον άνδρα και ΧΧ για τη γυναίκα) στο DNA, αλλά και εξωτερικά από τα ανατομικά χαρακτηριστικά, τα γεννητικά όργανα δηλαδή αλλά και τα άλλα ιδιαίτερα στοιχεία τα οποία φέρει. Μας διδάσκει πάλι η Βιολογία, αλλά και η κοινή εμπειρία μάς το επιβάλλει, ότι από τότε που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος, η αναπαραγωγή και η διαιώνιση του ανθρωπίνου είδους επιτυγχάνεται μόνο με τη ένωση των δύο αντιθέτων φύλων η οποία ένωση έχει ως αποτέλεσμα τη γέννηση ενός νέου ανθρώπου. Με αυτό τον τρόπο μόνο εξελίσσεται στο χρόνο η ανθρώπινη κοινωνία και δεν αφανίζεται.
Όμως τα τελευταία χρόνια, και ειδικότερα το 1955, ένας νεοζηλανδός γιατρός στο Πανεπιστήμιο Τζων Χόπκινς, ειδικευμένος στον ερμαφροδιτισμό, ο John Money εισήγαγε το όρο κοινωνικό φύλο, ο οποίος όρος αποδόθηκε στην αγγλική γλώσσα με τον όρο Gender. Ο John Money είναι αυτός που όρισε τον όρο Gender ως τη σεξουαλική συμπεριφορά που αποκτά κάποιος ανεξάρτητα από τη σωματική πραγματικότητα και τα γεννητικά όργανα που φέρει[2]. Αυτή η νέα έννοια διαχωρίστηκε από την έννοια βιολογικό φύλο η οποία αποδίδεται στην αγγλική γλώσσα με τη λέξη Sex. Ως βιολογικό φύλο (Sex) ορίστηκε το φύλο με το οποίο γεννήθηκε κάποιο άτομο και τα ανατομικά χαρακτηριστικά του, ενώ το κοινωνικό φύλο (Gender) ορίστηκε ως το σύνολο των χαρακτηριστικών που παραπέμπουν στην αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα και διαχωρίζουν τη μία κατάσταση από την άλλη. Ως κοινωνικό φύλο (Gender) ορίστηκαν όλες οι κοινωνικές συμπεριφορές και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά (στάση σώματος, τρόπος ομιλίας, τρόπος σκέψης, περπατήματος, χρήση γλώσσας, ντύσιμο, κομμώσεις) που θεωρούνται αποκλειστικά ή κυρίαρχα για το κάθε φύλο. Κοινωνικό φύλο ορίστηκε ως η κοινωνική και πολιτισμική διάκριση των ατόμων σε άνδρες και γυναίκες. Το βιολογικό φύλο (sex) ενός ατόμου είναι γενετικά καθορισμένο, ενώ το κοινωνικό φύλο (Gender) θεωρήθηκε ως πολιτισμικά και κοινωνικά κατασκευασμένο.
Ποιος όμως ήταν ο λόγος που εισήχθη ο όρος κοινωνικό φύλο από τον John Money και τους ομοϊδεάτες του; Ποιος ήταν ο λόγος που έγινε αυτή η διάκριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου και υποστηρίχθηκε η άποψη ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τους παραπάνω όρους, βιολογικό και κοινωνικό φύλο δηλαδή, ως συνώνυμους; Έχουμε τη γνώμη ότι η διάκριση δεν είναι απροϋπόθετη, όπως πρέπει να ισχύει στην επιστημονική έρευνα αλλά έγινε για να υποστηριχθεί η άποψη ότι ένας άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να γεννιέται έχοντας ένα συγκεκριμένο φύλο και τα ανατομικά χαρακτηριστικά που το συνοδεύουν αλλά όμως στην κοινωνική του ζωή να συμπεριφέρεται να πράττει ως σαν να ανήκει στο αντίθετο φύλο ή να έχει μία ανδρόγυνη συμπεριφορά. Οι θιασώτες αυτής της θεωρίας θεωρούν ότι το φύλο με το οποίο γεννήθηκε ένα παιδί δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ετικέτα που δόθηκε από τους μαιευτήρες γιατρούς στο παιδί κατά τη γέννησή του εξαιτίας των εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Κατά συνέπεια, καθώς θα μεγαλώνει το παιδί μπορεί να επιλέξει το κοινωνικό φύλο που του αρμόζει, είτε σύμφωνα με το βιολογικό φύλο του είτε αντίθετα προς αυτό. Κατά συνέπεια, ένας άνθρωπος είναι δυνατόν να γεννιέται βιολογικά άντρας όμως στην κοινωνία να παρουσιάζεται ως γυναίκα και το αντίστροφο.
Οι θιασώτες των παραπάνω θεωριών υποστηρίζουν ότι όλες οι κοινωνίες αποδίδουν έμφυλους ρόλους στα μέλη τους με βάση τα ανατομικά γεννητικά γνωρίσματα με τα οποία γεννήθηκαν. Έμφυλοι ρόλοι είναι τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων ανάλογα με το φύλο στο οποίο ανήκουν. Αποτελούν έμφυλα στερεότυπα και κατά συνέπεια πρέπει να αποδομηθούν διότι δεν συνάδουν πολλές φορές με την έμφυλη ταυτότητα του κάθε μέλους της κοινωνίας. Ταυτότητα φύλου ή έμφυλη ταυτότητα (αγγλ. Gender Identity) είναι η αυτοαντίληψη ενός ανθρώπου για το φύλο του δηλαδή αν είναι άνδρας ή γυναίκα[3], η αντίληψη δηλαδή ότι ανήκει στο ανδρικό ή γυναικείο φύλο, η αντίληψη που διαμορφώνει ένα άτομο σχετικά με τον γυναικείο ή ανδρικό κοινωνικό ρόλο (Gender role) που επιλέγει να ασκεί και ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικός από το βιολογικό του φύλο. Ταυτότητα φύλου θεωρήθηκε ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίον το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Υποστηρίζουν ότι η έμφυλη ταυτότητα, η αυτοαντίληψη, δηλαδή, που σχηματίζει ένα άτομο σχετικά με τον γυναικείο ή ανδρικό κοινωνικό ρόλο, είναι κοινωνικό και πολιτισμικό κατασκεύασμα, που διαμορφώνει συγκεκριμένους και στερεοτυπικούς τρόπους συμπεριφοράς, σε συμφωνία ή διαφορά προς το βιολογικό φύλο[4]. Υποστήριξαν ότι δεν υφίσταται συνοχή μεταξύ βιολογικού φύλου, κοινωνικού φύλου και σεξουαλικότητας. Η οποιαδήποτε συνοχή που παρατηρείται δεν αποτελεί φυσικό δεδομένο αλλά οφείλεται σε μία επαναλαμβανόμενη στιλιστική επιτέλεση συγκεκριμένων πράξεων. Υποστηρίζουν ότι είναι δυνατόν ένας άντρας να έχει αντρικό βιολογικό φύλο και να είναι ετεροφυλόφιλος, ωστόσο στοιχεία της κοινωνικής συμπεριφοράς ή της έκφρασής τους να ανήκουν περισσότερο στο γυναικείο κοινωνικό φύλο και το αντίστροφο.
Με εισηγητή τον John Money ο όρος κοινωνικό φύλο (Gender) εξαπλώθηκε τη δεκαετία του ’70 και η φεμινιστική θεωρία υιοθέτησε την ιδέα της διάκρισης του βιολογικού φύλου και της κοινωνικής κατασκευής των φύλων. Άλλωστε οι καταβολές της εν λόγω θεωρίας εντοπίζονται στη διατύπωση της φεμινίστριας Simone de Beauvoir της οποίας αποδίδεται η φράση: «γυναίκα δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι». Παρότι η Simone de Beauvoir δεν χρησιμοποιεί τον όρο κοινωνικό φύλο, υπονοεί όμως ότι ένα βιολογικά καθορισμένο σώμα με συγκεκριμένα ανατομικά χαρακτηριστικά (θηλυκό), σταδιακά διαμορφώνεται και εξελίσσεται σε έμφυλο υποκείμενο (γυναίκα) [5]. Η ανθρωπολόγος Gayle Rubin προβαίνει σε μια πιο ολοκληρωμένη θεωρητικά διατύπωση της διάκρισης βιολογικού και κοινωνικού φύλου στο άρθρο της “The Traffic in Women”, υποστηρίζοντας ότι κάθε κοινωνική οργάνωση, έχει ένα ‘σύστημα βιολογικού/κοινωνικού φύλου’, μια σειρά δηλαδή από κανονιστικές αντιλήψεις, διαδικασίες και πρακτικές μέσω των οποίων το ‘βιολογικό φύλο’ και το ωμό υλικό της ανθρώπινης αναπαραγωγής μετασχηματίζεται και διαμορφώνεται μέσω της ανθρώπινης παρέμβασης σε κοινωνικό προϊόν [6].
Η κατεξοχήν υπέρμαχη της Gender αντίληψης, η οποία ώθησε τη θεωρία στα άκρα, ήταν η Αμερικανίδα Judith Butler η οποία στο βιβλίο της «Gender Trouble» (Μπελάδες του φύλου) υποστήριξε ότι το αρσενικό και το θηλυκό είναι εξ ολοκλήρου κοινωνικές κατασκευές [7]. Αυτό σημαίνει ότι οι κατηγορίες άντρας και γυναίκα, είναι κατασκευασμένες και ότι αποτελεί πλάνη το γεγονός ότι οι κοινωνίες μας τις δέχονται ως δεδομένες. Σύμφωνα με την Butler, η αντιστοίχιση του «βιολογικού» στο «κοινωνικό» φύλο, δηλαδή η ταυτότητα «άνδρας-γυναίκα» είναι αφύσικη και δεν πρέπει να υφίσταται. Άρα δεν έχει καμιά σημασία το σώμα (ανδρικό ή γυναικείο) στην έμφυλη ταυτότητα. Τα πάντα είναι ζήτημα πολιτισμικής ερμηνείας και εξουσιαστικής λειτουργίας. Η Butler αμφισβητούσε την έως τώρα παραδοχή ότι ανεξάρτητα από την πολιτισμική διεργασία η ύπαρξη βιολογικού φύλου είναι αντικειμενική, όπως και αντικειμενική είναι η δημιουργία του κοινωνικού φύλου, ως αποτέλεσμα της παιδαγωγικής κοινωνικής λειτουργίας επί του βιολογικού φύλου. Αρνούμενη τη διαδοχικότητα των σταδίων: «βιολογικό φύλο, κοινωνικό φύλο και σεξουαλική επιθυμία», αποκόπτει ριζικά την έμφυλη ταυτότητα από τη βιολογική πραγματικότητα. Η Butler υποστηρίζει ότι η κοινωνικά κατασκευασμένη έμφυλη ταυτότητα (άνδρας/γυναίκα) είναι «αφύσικη», και συνεπώς δεν είναι απαραίτητο να ανταποκρίνεται στο αντίστοιχο ανατομικά καθορισμένο σώμα (αρσενικό/θηλυκό)[8]. Υποστήριξε ότι η «ενσώματη ζωή», δηλαδή εάν ένα σώμα είναι τελικά άνδρας ή γυναίκα, είναι ένα υλικό φαινόμενο αντίστοιχο με τα όσα παράγει καθημερινά η κοινωνία[9] δηλαδή οι σημαντικότερες διαφορές ανάμεσα στα φύλα (πέρα από τα σεξουαλικά όργανα) είναι κοινωνικές και όχι «φυσικές», ότι η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα δεν είναι βιολογικά θέσφατα, αλλά προϊόντα κοινωνικής εκπαίδευσης, προϊόντα μίμησης συμπεριφορών και κοινωνικών ρόλων ή στερεότυπων και ότι τα αρσενικά και θηλυκά άτομα γίνονται άντρες ή γυναίκες αντιγράφοντας τις συμπεριφορές γύρω τους. Έτσι καταλήγει η Judith Butler ότι άλλο είναι το κοινωνικό φύλο, άλλο το βιολογικό φύλο, άλλο άντρας, άλλο αρσενικό, άλλο γυναίκα, άλλο θηλυκό. Ουσιαστικά αμφισβητεί, ως μια «κανονιστική μυθοπλασία» των σύγχρονων κοινωνιών, την αναγκαιότητα μιας αποκλειστικά διπολικής έμφυλης ανθρώπινης ταυτότητας, η οποία προκαθορίζεται και περιορίζεται, από τους βιολογικούς-υλικούς όρους της ύπαρξής της. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει η Butler, κάθε έμφυλη ταυτότητα είναι μια ανθρώπινη κοινωνική κατασκευή, που ποτέ δεν εξαντλείται στις βιολογικές-υλικές προϋποθέσεις της, ούτε βέβαια στα κοινωνικά ιδεολογήματα σχετικά με το ανθρώπινο φύλο. Σε τελική ανάλυση η Judith Butler υπερβαίνει το σχήμα της «αναγκαστικής τάξης» (compulsory order), ότι δηλαδή ένας άνθρωπος που γεννιέται με γυναικεία γεννητικά όργανα αναγκαστικά πρέπει να συμπεριφέρεται ως γυναίκα κοινωνικά και σεξουαλικά και το αντίστροφο, θεωρώντας ότι η κατασκευή του φύλου γίνεται μέσω του «πράττειν» και όχι του «είναι», δηλαδή όχι μέσα από το βιολογικό υλικό που φέρει κάποιος αλλά μέσα από τον τρόπο που εμφανίζεται μέσα στην κοινωνία, δηλαδή ως άντρας ή γυναίκα και η οποία εξαρτάται από αυτό που πιστεύει ότι είναι, άντρας ή γυναίκα, και το οποίο μπορεί να συμφωνεί ή μπορεί να μην συμφωνεί με τα ανατομικά γεννητικά χαρακτηριστικά του[10].
Συμπερασματικά, η Judith Butler, η Gayle Rubin, και αυτοί που αποδέχονται τις απόψεις τους, θεωρούν ότι οι έμφυλοι ρόλοι επιβάλλονται από την κοινωνία στο κάθε άτομο εξαιτίας των γεννητικών οργάνων που φέρει κατά τη γέννησή του. Υποστηρίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο όμως καταπατάται, παρεμποδίζεται η φυσιολογική εκδήλωση του κοινωνικού φύλου και περιορίζεται αδίκως και εσφαλμένως ένα άτομο από την έκφραση της αληθινής ταυτότητας του φύλου, της έμφυλής του ταυτότητας η οποία δεν είναι ανάγκη να ταυτίζεται με το βιολογικό του φύλο, δηλαδή κάποιος να έχει ένα ορισμένο βιολογικό φύλο και να φανερώνεται μέσα στις κοινωνικές του σχέσεις ως άτομο του αντίθετου φύλου.
Πολύ βασική επισήμανση είναι το γεγονός πως το γνωστικό ιδεώδες για έναν άφυλο ή ερμαφρόδιτο τύπο ανθρώπου, οδηγεί ουσιαστικά στην παύση της τεκνογονίας και την (αυτο)καταστροφή του υλικού κόσμου του ανθρώπου και του ίδιου του ανθρώπου κατ'επέκταση.
Επίσης ενδιαφέρουσα-όπως και αναμενόμενη-είναι η εμπλοκή του φεμινιστού κινήματος στην πρόοδο της ανάπτυξης του ζητήματος των έμφυλων ταυτοτήτων.
https://alopsis.gr/%CE%BF%CE%B9-%CE%AD% ... B1-%CF%84/
Οι έμφυλες ταυτότητες και η ενοφυλία των Γνωστικών
(Αρχιμ. Θεόφιλος Λεμοντζής, Δρ. Θεολογίας)
Περιεχόμενα
Εισαγωγή
1.Gender και έμφυλες ταυτότητες. Η προβληματική της θεωρίας περί διαχωρισμού βιολογικού και κοινωνικού φύλου
2. Tο ανδρόγυνο θεολογικό και ανθρωπολογικό μοντέλο του Γνωστικισμού
3. Η ενοφυλία ή η αφυλία ως ο προορισμός του ανθρώπου στο θρησκευτικό σύστημα του Γνωστικισμού
4. Φύλο και οντολογία στην Ορθόδοξη Θεολογία. Κριτική της θεωρίας των έμφυλων ταυτοτήτων
Επίλογος
***
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής της διδακτορικής μου διατριβής, τη δεκαετία του ’90, με τίτλο «Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου», Θεσσαλονίκη 1998, μεταξύ των άλλων μελέτησα και το άρθρο του αειμνήστου καθηγητού της Θεολογίας Παναγιώτη Χρήστου, με τίτλο: «“Ενοφυλία το ιδεώδες των Γνωστικών”, Κληρονομία, τομ. 5. τευχ. 1, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 1-16». Εκείνη τη χρονική στιγμή, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι το συγκεκριμένο άρθρο θα ήταν τόσο επίκαιρο όσο ποτέ σήμερα, και θα μας βοηθούσε να απαντήσουμε στις ανθρωπολογικές και θεολογικές προκλήσεις που αναφύονται από την πρόσφατη εμφάνιση των διαφόρων θεωριών περί των έμφυλων ταυτοτήτων, περί διαχωρισμού ανάμεσα στο βιολογικό (sex) και το κοινωνικό φύλο (Gender), περί αποδόμησης των έμφυλων συμπεριφορών και έμφυλων ρόλων που ουσιαστικά οδηγούν σε μία οντολογική σύγχυση μεταξύ των δύο φύλων και την οικοδόμηση ενός ανδρόγυνου ανθρωπολογικού μοντέλου.
...
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι, λαμβάνοντας υπόψη τις βασικές κατευθυντήριες αρχές του άρθρου του αειμνήστου καθηγητού της Θεολογίας Παναγιώτη Χρήστου, να παρουσιάσουμε το ανθρωπολογικό μοντέλο που υποστηρίζει ο χριστιανικός Γνωστικισμός σε αντιπαράθεση με την Ορθόδοξη ανθρωπολογία και να δείξουμε ότι οι διάφορες θεωρίες περί κοινωνικού φύλου και η επιχειρούμενη αποδόμηση της διάκρισης των δύο φύλων αποτελεί ουσιαστικά αναβίωση της ανθρωπολογίας των Γνωστικών.
...
Οι Πατέρες μας αρνήθηκαν να δεχτούν το ανθρωπολογικό μοντέλο του Γνωστικισμού ο οποίος θεώρησε ότι το υλικό σώμα του ανθρώπου και η διάκριση των φύλων που υφίσταται σε αυτό, αποτελεί έργο ενός κακού Θεού, όντας μια κατάσταση πνευματικής πτώσεως του ανθρώπου. Οι Γνωστικοί πρέσβευαν ότι η αρρενοθήλεια και η ενοφυλία, μετά την απόρριψη και καταδίκη του υλικού σώματος και τη λύτρωση του πνευματικού στοιχείου, αποτελεί το ιδεώδες, ο προορισμός του ανθρώπου. Οι Πατέρες μας αρνήθηκαν να ταυτίσουν τον άνθρωπο μόνο με το πνευματικό του στοιχείο, όπως έκανε ο Γνωστικισμός, διότι αυτή η ταύτιση θα οδηγούσε στην απόρριψη του υλικού σώματος. Οι Πατέρες μας τόνισαν ότι ο άνθρωπος είναι το «συναμφότερον»[1], σώμα και ψυχή. Εάν η σύγχρονη Ορθόδοξη Θεολογία αρνείται την ιδέα της ενοφυλίας και να υιοθετήσει ένα ανδρόγυνο γνωστικό ανθρωπολογικό μοντέλο το πράττει όχι διότι αρνείται ορισμένα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία δήθεν υποστηρίζει ένας φλύαρος ουμανισμός αλλά διότι προσπαθεί να διασώσει την κατά φύσιν κατάσταση του ανθρώπου, την ακεραιότητα του ανθρωπίνου προσώπου, μια διάσταση του οποίου είναι το υλικό σώμα, έτσι όπως παρήχθη από τα χέρια του Δημιουργού, ο οποίος δημιούργησε τα πάντα καλά λίαν (Γεν. 1, 31).
Κατά τη διαπραγμάτευση του θέματός μας, καταρχάς θα αναφερθούμε στις διάφορες θεωρίες περί κοινωνικού φύλου (Gender) και της ριζικής διάκρισης μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου που επιχειρούν. Κατόπιν, παρουσιάζοντας το ανθρωπολογικό μοντέλο του χριστιανικού Γνωστικισμού, αλλά και στοιχεία από εξωχριστιανικά θρησκευτικά συστήματα, θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε την άμεση σύνδεση όλων αυτών με τις σύγχρονες ανθρωπολογικές προκλήσεις....
...
1. Gender και έμφυλες ταυτότητες. Η προβληματική της θεωρίας περί διαχωρισμού βιολογικού και κοινωνικού φύλου
Η λέξη φύλο προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φύω (παθητική και μέση φωνή φύομαι) που σημαίνει γεννώ και σημαίνει το καθένα από τα δυο γένη στα οποία διαιρούνται τα έμβια όντα ανάλογα με τα αναπαραγωγικά τους όργανα. Όλοι γνωρίζουμε ότι μία είναι η έννοια του φύλου το οποίο ορίζεται από την επιστήμη της Βιολογίας και διαιρείται σε αρσενικό και θηλυκό. Αυτό το φύλο με το οποίο γεννήθηκε κάποιος άνθρωπος ορίζεται από τα χρωματοσώματα τα οποία φέρει (ΧΨ για τον άνδρα και ΧΧ για τη γυναίκα) στο DNA, αλλά και εξωτερικά από τα ανατομικά χαρακτηριστικά, τα γεννητικά όργανα δηλαδή αλλά και τα άλλα ιδιαίτερα στοιχεία τα οποία φέρει. Μας διδάσκει πάλι η Βιολογία, αλλά και η κοινή εμπειρία μάς το επιβάλλει, ότι από τότε που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος, η αναπαραγωγή και η διαιώνιση του ανθρωπίνου είδους επιτυγχάνεται μόνο με τη ένωση των δύο αντιθέτων φύλων η οποία ένωση έχει ως αποτέλεσμα τη γέννηση ενός νέου ανθρώπου. Με αυτό τον τρόπο μόνο εξελίσσεται στο χρόνο η ανθρώπινη κοινωνία και δεν αφανίζεται.
Όμως τα τελευταία χρόνια, και ειδικότερα το 1955, ένας νεοζηλανδός γιατρός στο Πανεπιστήμιο Τζων Χόπκινς, ειδικευμένος στον ερμαφροδιτισμό, ο John Money εισήγαγε το όρο κοινωνικό φύλο, ο οποίος όρος αποδόθηκε στην αγγλική γλώσσα με τον όρο Gender. Ο John Money είναι αυτός που όρισε τον όρο Gender ως τη σεξουαλική συμπεριφορά που αποκτά κάποιος ανεξάρτητα από τη σωματική πραγματικότητα και τα γεννητικά όργανα που φέρει[2]. Αυτή η νέα έννοια διαχωρίστηκε από την έννοια βιολογικό φύλο η οποία αποδίδεται στην αγγλική γλώσσα με τη λέξη Sex. Ως βιολογικό φύλο (Sex) ορίστηκε το φύλο με το οποίο γεννήθηκε κάποιο άτομο και τα ανατομικά χαρακτηριστικά του, ενώ το κοινωνικό φύλο (Gender) ορίστηκε ως το σύνολο των χαρακτηριστικών που παραπέμπουν στην αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα και διαχωρίζουν τη μία κατάσταση από την άλλη. Ως κοινωνικό φύλο (Gender) ορίστηκαν όλες οι κοινωνικές συμπεριφορές και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά (στάση σώματος, τρόπος ομιλίας, τρόπος σκέψης, περπατήματος, χρήση γλώσσας, ντύσιμο, κομμώσεις) που θεωρούνται αποκλειστικά ή κυρίαρχα για το κάθε φύλο. Κοινωνικό φύλο ορίστηκε ως η κοινωνική και πολιτισμική διάκριση των ατόμων σε άνδρες και γυναίκες. Το βιολογικό φύλο (sex) ενός ατόμου είναι γενετικά καθορισμένο, ενώ το κοινωνικό φύλο (Gender) θεωρήθηκε ως πολιτισμικά και κοινωνικά κατασκευασμένο.
Ποιος όμως ήταν ο λόγος που εισήχθη ο όρος κοινωνικό φύλο από τον John Money και τους ομοϊδεάτες του; Ποιος ήταν ο λόγος που έγινε αυτή η διάκριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου και υποστηρίχθηκε η άποψη ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τους παραπάνω όρους, βιολογικό και κοινωνικό φύλο δηλαδή, ως συνώνυμους; Έχουμε τη γνώμη ότι η διάκριση δεν είναι απροϋπόθετη, όπως πρέπει να ισχύει στην επιστημονική έρευνα αλλά έγινε για να υποστηριχθεί η άποψη ότι ένας άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να γεννιέται έχοντας ένα συγκεκριμένο φύλο και τα ανατομικά χαρακτηριστικά που το συνοδεύουν αλλά όμως στην κοινωνική του ζωή να συμπεριφέρεται να πράττει ως σαν να ανήκει στο αντίθετο φύλο ή να έχει μία ανδρόγυνη συμπεριφορά. Οι θιασώτες αυτής της θεωρίας θεωρούν ότι το φύλο με το οποίο γεννήθηκε ένα παιδί δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ετικέτα που δόθηκε από τους μαιευτήρες γιατρούς στο παιδί κατά τη γέννησή του εξαιτίας των εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Κατά συνέπεια, καθώς θα μεγαλώνει το παιδί μπορεί να επιλέξει το κοινωνικό φύλο που του αρμόζει, είτε σύμφωνα με το βιολογικό φύλο του είτε αντίθετα προς αυτό. Κατά συνέπεια, ένας άνθρωπος είναι δυνατόν να γεννιέται βιολογικά άντρας όμως στην κοινωνία να παρουσιάζεται ως γυναίκα και το αντίστροφο.
Οι θιασώτες των παραπάνω θεωριών υποστηρίζουν ότι όλες οι κοινωνίες αποδίδουν έμφυλους ρόλους στα μέλη τους με βάση τα ανατομικά γεννητικά γνωρίσματα με τα οποία γεννήθηκαν. Έμφυλοι ρόλοι είναι τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων ανάλογα με το φύλο στο οποίο ανήκουν. Αποτελούν έμφυλα στερεότυπα και κατά συνέπεια πρέπει να αποδομηθούν διότι δεν συνάδουν πολλές φορές με την έμφυλη ταυτότητα του κάθε μέλους της κοινωνίας. Ταυτότητα φύλου ή έμφυλη ταυτότητα (αγγλ. Gender Identity) είναι η αυτοαντίληψη ενός ανθρώπου για το φύλο του δηλαδή αν είναι άνδρας ή γυναίκα[3], η αντίληψη δηλαδή ότι ανήκει στο ανδρικό ή γυναικείο φύλο, η αντίληψη που διαμορφώνει ένα άτομο σχετικά με τον γυναικείο ή ανδρικό κοινωνικό ρόλο (Gender role) που επιλέγει να ασκεί και ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικός από το βιολογικό του φύλο. Ταυτότητα φύλου θεωρήθηκε ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίον το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Υποστηρίζουν ότι η έμφυλη ταυτότητα, η αυτοαντίληψη, δηλαδή, που σχηματίζει ένα άτομο σχετικά με τον γυναικείο ή ανδρικό κοινωνικό ρόλο, είναι κοινωνικό και πολιτισμικό κατασκεύασμα, που διαμορφώνει συγκεκριμένους και στερεοτυπικούς τρόπους συμπεριφοράς, σε συμφωνία ή διαφορά προς το βιολογικό φύλο[4]. Υποστήριξαν ότι δεν υφίσταται συνοχή μεταξύ βιολογικού φύλου, κοινωνικού φύλου και σεξουαλικότητας. Η οποιαδήποτε συνοχή που παρατηρείται δεν αποτελεί φυσικό δεδομένο αλλά οφείλεται σε μία επαναλαμβανόμενη στιλιστική επιτέλεση συγκεκριμένων πράξεων. Υποστηρίζουν ότι είναι δυνατόν ένας άντρας να έχει αντρικό βιολογικό φύλο και να είναι ετεροφυλόφιλος, ωστόσο στοιχεία της κοινωνικής συμπεριφοράς ή της έκφρασής τους να ανήκουν περισσότερο στο γυναικείο κοινωνικό φύλο και το αντίστροφο.
Με εισηγητή τον John Money ο όρος κοινωνικό φύλο (Gender) εξαπλώθηκε τη δεκαετία του ’70 και η φεμινιστική θεωρία υιοθέτησε την ιδέα της διάκρισης του βιολογικού φύλου και της κοινωνικής κατασκευής των φύλων. Άλλωστε οι καταβολές της εν λόγω θεωρίας εντοπίζονται στη διατύπωση της φεμινίστριας Simone de Beauvoir της οποίας αποδίδεται η φράση: «γυναίκα δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι». Παρότι η Simone de Beauvoir δεν χρησιμοποιεί τον όρο κοινωνικό φύλο, υπονοεί όμως ότι ένα βιολογικά καθορισμένο σώμα με συγκεκριμένα ανατομικά χαρακτηριστικά (θηλυκό), σταδιακά διαμορφώνεται και εξελίσσεται σε έμφυλο υποκείμενο (γυναίκα) [5]. Η ανθρωπολόγος Gayle Rubin προβαίνει σε μια πιο ολοκληρωμένη θεωρητικά διατύπωση της διάκρισης βιολογικού και κοινωνικού φύλου στο άρθρο της “The Traffic in Women”, υποστηρίζοντας ότι κάθε κοινωνική οργάνωση, έχει ένα ‘σύστημα βιολογικού/κοινωνικού φύλου’, μια σειρά δηλαδή από κανονιστικές αντιλήψεις, διαδικασίες και πρακτικές μέσω των οποίων το ‘βιολογικό φύλο’ και το ωμό υλικό της ανθρώπινης αναπαραγωγής μετασχηματίζεται και διαμορφώνεται μέσω της ανθρώπινης παρέμβασης σε κοινωνικό προϊόν [6].
Η κατεξοχήν υπέρμαχη της Gender αντίληψης, η οποία ώθησε τη θεωρία στα άκρα, ήταν η Αμερικανίδα Judith Butler η οποία στο βιβλίο της «Gender Trouble» (Μπελάδες του φύλου) υποστήριξε ότι το αρσενικό και το θηλυκό είναι εξ ολοκλήρου κοινωνικές κατασκευές [7]. Αυτό σημαίνει ότι οι κατηγορίες άντρας και γυναίκα, είναι κατασκευασμένες και ότι αποτελεί πλάνη το γεγονός ότι οι κοινωνίες μας τις δέχονται ως δεδομένες. Σύμφωνα με την Butler, η αντιστοίχιση του «βιολογικού» στο «κοινωνικό» φύλο, δηλαδή η ταυτότητα «άνδρας-γυναίκα» είναι αφύσικη και δεν πρέπει να υφίσταται. Άρα δεν έχει καμιά σημασία το σώμα (ανδρικό ή γυναικείο) στην έμφυλη ταυτότητα. Τα πάντα είναι ζήτημα πολιτισμικής ερμηνείας και εξουσιαστικής λειτουργίας. Η Butler αμφισβητούσε την έως τώρα παραδοχή ότι ανεξάρτητα από την πολιτισμική διεργασία η ύπαρξη βιολογικού φύλου είναι αντικειμενική, όπως και αντικειμενική είναι η δημιουργία του κοινωνικού φύλου, ως αποτέλεσμα της παιδαγωγικής κοινωνικής λειτουργίας επί του βιολογικού φύλου. Αρνούμενη τη διαδοχικότητα των σταδίων: «βιολογικό φύλο, κοινωνικό φύλο και σεξουαλική επιθυμία», αποκόπτει ριζικά την έμφυλη ταυτότητα από τη βιολογική πραγματικότητα. Η Butler υποστηρίζει ότι η κοινωνικά κατασκευασμένη έμφυλη ταυτότητα (άνδρας/γυναίκα) είναι «αφύσικη», και συνεπώς δεν είναι απαραίτητο να ανταποκρίνεται στο αντίστοιχο ανατομικά καθορισμένο σώμα (αρσενικό/θηλυκό)[8]. Υποστήριξε ότι η «ενσώματη ζωή», δηλαδή εάν ένα σώμα είναι τελικά άνδρας ή γυναίκα, είναι ένα υλικό φαινόμενο αντίστοιχο με τα όσα παράγει καθημερινά η κοινωνία[9] δηλαδή οι σημαντικότερες διαφορές ανάμεσα στα φύλα (πέρα από τα σεξουαλικά όργανα) είναι κοινωνικές και όχι «φυσικές», ότι η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα δεν είναι βιολογικά θέσφατα, αλλά προϊόντα κοινωνικής εκπαίδευσης, προϊόντα μίμησης συμπεριφορών και κοινωνικών ρόλων ή στερεότυπων και ότι τα αρσενικά και θηλυκά άτομα γίνονται άντρες ή γυναίκες αντιγράφοντας τις συμπεριφορές γύρω τους. Έτσι καταλήγει η Judith Butler ότι άλλο είναι το κοινωνικό φύλο, άλλο το βιολογικό φύλο, άλλο άντρας, άλλο αρσενικό, άλλο γυναίκα, άλλο θηλυκό. Ουσιαστικά αμφισβητεί, ως μια «κανονιστική μυθοπλασία» των σύγχρονων κοινωνιών, την αναγκαιότητα μιας αποκλειστικά διπολικής έμφυλης ανθρώπινης ταυτότητας, η οποία προκαθορίζεται και περιορίζεται, από τους βιολογικούς-υλικούς όρους της ύπαρξής της. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει η Butler, κάθε έμφυλη ταυτότητα είναι μια ανθρώπινη κοινωνική κατασκευή, που ποτέ δεν εξαντλείται στις βιολογικές-υλικές προϋποθέσεις της, ούτε βέβαια στα κοινωνικά ιδεολογήματα σχετικά με το ανθρώπινο φύλο. Σε τελική ανάλυση η Judith Butler υπερβαίνει το σχήμα της «αναγκαστικής τάξης» (compulsory order), ότι δηλαδή ένας άνθρωπος που γεννιέται με γυναικεία γεννητικά όργανα αναγκαστικά πρέπει να συμπεριφέρεται ως γυναίκα κοινωνικά και σεξουαλικά και το αντίστροφο, θεωρώντας ότι η κατασκευή του φύλου γίνεται μέσω του «πράττειν» και όχι του «είναι», δηλαδή όχι μέσα από το βιολογικό υλικό που φέρει κάποιος αλλά μέσα από τον τρόπο που εμφανίζεται μέσα στην κοινωνία, δηλαδή ως άντρας ή γυναίκα και η οποία εξαρτάται από αυτό που πιστεύει ότι είναι, άντρας ή γυναίκα, και το οποίο μπορεί να συμφωνεί ή μπορεί να μην συμφωνεί με τα ανατομικά γεννητικά χαρακτηριστικά του[10].
Συμπερασματικά, η Judith Butler, η Gayle Rubin, και αυτοί που αποδέχονται τις απόψεις τους, θεωρούν ότι οι έμφυλοι ρόλοι επιβάλλονται από την κοινωνία στο κάθε άτομο εξαιτίας των γεννητικών οργάνων που φέρει κατά τη γέννησή του. Υποστηρίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο όμως καταπατάται, παρεμποδίζεται η φυσιολογική εκδήλωση του κοινωνικού φύλου και περιορίζεται αδίκως και εσφαλμένως ένα άτομο από την έκφραση της αληθινής ταυτότητας του φύλου, της έμφυλής του ταυτότητας η οποία δεν είναι ανάγκη να ταυτίζεται με το βιολογικό του φύλο, δηλαδή κάποιος να έχει ένα ορισμένο βιολογικό φύλο και να φανερώνεται μέσα στις κοινωνικές του σχέσεις ως άτομο του αντίθετου φύλου.