Ο ηρωϊκός τοκογλύφος Νικολής Ταμπακόπουλος και η ληστεία της Χελωνοσπηλίας
Δημοσιεύτηκε: 11 Ιαν 2024, 22:06
Ο Νικόλαος Ταμπακόπουλος, επιφανής ανά τον Μοριά σαράφης (τραπεζίτης, τοκογλύφος) από την Βυτίνα, δάνειζε με υπέρογκα ποσά τους Τούρκους αξιωματούχους και τους προκρίτους της επαρχίας Καλαβρύτων, Ασημάκη Ζαΐμη και Ασημάκη Φωτήλα. Στα μέσα του Μάρτη του 1821, ο Ταμπακόπουλος, αφού είχαν υποπέσει στην αντίληψή του σοβαρές πληροφορίες περί της επικείμενης επανάστασης[1], αποφάσισε να μεταβεί έγκαιρα στην επαρχία των Καλαβρύτων, με σκοπό να μαζέψει όσα περισσότερα χρήματα και ομολογίες από τους δανειολήπτες του. Μαζί του πήγε και ο Λαλιώτης Τουρκαλβανός Σεϊδής Χαμουτσά, που είχε ενοικιάσει τον ποιμενικό φόρο, της επαρχίας Καλαβρύτων για εκείνη την χρονιά.
Οι δε Ζαΐμης και Φωτήλας, με τα χρήματα που δανείζονταν από τον Ταμπακόπουλο, εκμεταλλευόμενοι πάντοτε τους πτωχούς κατοίκους της επαρχίας των, πραγματοποιούσαν εις βάρος των αδυσώπητη τοκογλυφία, δηλαδή τους δάνειζαν με υπερδιπλάσιο τόκο, από ότι δανείζονταν από τον Ταμπακόπουλο. Οι κάτοικοι, μη έχοντας άλλη οικονομική διέξοδο, υπέγραφαν τις εκάστοτε ομολογίες, παρέχοντας πάντοτε σαν αντίκρισμα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά τους στοιχεία και τοιουτοτρόπως για μια ζωή ήσαν έρμαια στα χέρια των κοτζαμπάσηδων.
Καθώς αφίχθη ο Ταμπακόπουλος στην Κερπινή Καλαβρύτων, για να εισπράξει χρήματα και ομολογίες, ο Ζαΐμης, προφασιζόμενος ότι οι δανειολήπτες έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και αδυνατούν την συγκεκριμένη εποχή να πληρώσουν, του έδωσε πολύ λίγα χρήματα, τιμαλφή, διάφορα είδη οικιακής χρήσης και ρουχισμό. Πάντοτε οι δανειολήπτες πλήρωναν κατά τον μήνα Σεπτέμβριο, τότε που είχαν πουλήσει τα προϊόντα τους. Ο Ταμπακόπουλος, ναι μεν εισέπραξε από τους Τούρκους αξιωματούχους, αρκετά χρήματα, το ίδιο δεν κατόρθωσε να πράξει και με τους κοτζαμπάσηδες. Αντιλαμβανόμενος ότι του ήταν αδύνατον να εισπράξει χρήματα από τους κοτζαμπάσηδες, εξοργίστηκε και θέλησε δια της βίας να μαζέψει τα χρέη του. Ο γέρο- Ζαΐμης τον απέτρεψε αναλαμβάνοντας να συνυπογράψει όλες τις ομολογίες. Ο παμπόνηρος Ζαΐμης για δυο λόγους του έδωσε χαρτιά (ομολογίες) και δεν τον πλήρωσε. Πρώτον επειδή είχε καταστρώσει σχέδιο καταλήστευσης και εξόντωσης του Ταμπακόπουλου, σκέφθηκε να του δώσει μόνο ομολογίες και όχι χρήματα, διότι είχε τις υπόνοιες ότι τα χρήματα μπορούσαν να εξαφανισθούν, ενώ με τις ομολογίες δεν τον έμελλε, αφού πάλι μετά την προσχεδιασμένη ληστεία, θα έπεφταν πάλι στα χέρια του, επειδή καθώς ήταν αναμενόμενο, ο Ταμπακόπουλος, θα έπεφτε νεκρός από την καλοστημένη ενέδρα των Χονδρογιανναίων. Και δεύτερον, για να μην εκτεθεί στους κατοίκους της επαρχίας, του που τον είχαν πληρώσει, επέμενε να μην ασκηθεί βία εναντίον τους και του έδωσε ανανεωμένες ομολογίες, τις οποίες κατά την σκληρή επιμονή του τοκογλύφου, τις συνυπόγραψε ως εγγυητής, σκεπτόμενος πάντα ότι πετύχει ή αποτύχει η επανάσταση θα μπορούσε να διεκδικήσει τα χρήματά του, σύμφωνα με τις ομολογίες που είχε στα χέρια του. Τοιουτοτρόπως, ο Ταμπακόπουλος ησύχασε, και αφού φόρτωσε στα υποζύγια ότι είχε συλλέξει, κίνησε να επιστρέψει με την ένοπλη συνοδεία του στην Βυτίνα.
Στις 15 Μαρτίου 1821, ο Χονδρογιάννης, έμπιστος της οικογένειας Ζαΐμη, οι οποίοι μάλιστα είχαν εγγυηθεί κιόλας γι’ αυτόν στους Τούρκους το κεφάλι του. Μυημένος από τον γέρο- Ασημάκη Ζαΐμη, βρισκόταν στην Κερπινή Καλαβρύτων στο κονάκι του, ο οποίος συνέτρωγε με τον Ασημάκη Φωτήλα. Ο γέρο- Ζαΐμης ρώτησε τους κλέφτες:
-Τι νέα ρε παιδιά;
Ο Χονδρογιάννης απάντησε:
-Ταχιά, φεύγει από τα Καλάβρυτα για την Τροπολιτσά, ο σαράφης ο σπαής κι ο εισπράκτορας ο Χαμουτσάς με τον λουφέ μας. Αν είναι και με την γνώμη σας, εμείς είμαστε έτοιμοι να τον βαρέσουμε και να φέρουμε τον λουφέ πίσω[2].
Ο γέρο- Ζαΐμης κοίταξε στα μάτια τον Χονδρογιάννη, ήπιε μια γουλιά κρασί, έκανε τον σταυρό του και του λέει:
-Με την ευχή μου, παιδιά μου.![]()
Μετά από την υπόδειξη και υποτροπή του Ασημάκη Ζαΐμη, περί διέλευσης χρηματαποστολής από την περιοχή του και μόλις έλαβε και την συγκατάθεση του, ο Γιάννης Χονδρογιάννης[3] με τα πέντε παιδιά του Ηλία (Λιάκο), Αναστάση, Ανδρούτσο, Γιώργακη και Σωτηράκη, ο Γιάννης Δημόπουλος από του Μάζι, ο Σταμάτης κι ο Λαμπρούλιας από το χωριό Μποντιά της Κατσάνας, ο Πετιώτης από τα Στρεζοβινά και ο Ασημάκης και Γιάννης Ντόλκας από του Κάνι (σημ. Καλλιθέα Κλειτορίας), επέλεξαν ως ιδανικό στρατηγικό σημείο για ενέδρα, την τοποθεσία στο στενό πέρασμα στην θέση Χελωνοσπηλιά, κοντά στις πηγές του ποταμού Λάδωνα, που βρίσκονται κάτω από το χωριό Λυκούρια. Αφού μετέβησαν εκεί, βολιδοσκόπησαν το σημείο και έστησαν μια καλομελετημένη ενέδρα (χωσιά). Εν τω μεταξύ ο Γιάννης Χονδρογιάννης, είχε ειδοποιήσει (γνωστοποιώντας τις διαθέσεις του) τον Πανάγο Οικονομόπουλο, από το χωριό Τοπόριτσα (σημ. Θεόκτιστο) Αρκαδίας, να τον βοηθήσει. Ο Πανάγος Οικονομόπουλος, αμέσως ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και πήγε στην Χελωνοσπηλιά μ’ όλο του το απόσπασμα. Εκεί οχυρώθηκαν στο στενό πέρασμα της Χελωνοσπηλιάς και του Αροανείου ποταμού, έλαβαν και τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας και ανέμεναν με το δάκτυλο στην σκανδάλη.
Εκείνη την εποχή, στην επαρχία Καλαβρύτων, βασίλευε μεγάλη αντιπαλότητα και έχθρα μεταξύ των κοτζαμπάσηδων. Δείγμα αυτής της αντιπαλότητας, είναι και αυτή η προδοσία, κατά μια έννοια του Σωτηράκη Χαραλάμπη, κατά του Ανδρέα Ζαΐμη. Άρα συμπεραίνουμε ότι ο Σωτήρης Χαραλάμπης, όχι μόνο γνώριζε την αποστολή που είχε ανατεθεί στον Γιάννη Χονδρογιάννη, από τον Ανδρέα Ζαΐμη, να στήσει ενέδρα με σκοπό να κτυπήσει τον Ταμπακόπουλο με την συνοδεία του, αλλά γνώριζε επ’ ακριβώς το δρομολόγιο επιστροφής του στην Βυτίνα και το περιεχόμενο των φορτίων του.
Μόλις ο Ταμπακόπουλος καβάλησε τ’ άλογο του για να αποχωρήσει, τον πλησίασε η γυναίκα του Σωτήρη Χαραλάμπη και του ψιθύρισε στο αυτί, λέγοντας να έχει τον νου του, διότι στον δρόμο θα τον κτυπήσουν, δια να του πάρουν τα χρήματα και τις ομολογίες, που χρωστούσαν κάποιοι πρόκριτοι των Καλαβρύτων.
Όταν έφθασαν στο χωριό Κράβαρι, ένας χωρικός ονόματι Κουτσολιάς, που τους φιλοξενούσε στο σπίτι του, είπε στον Ταμπακόπουλο, ότι έχει πληροφορίες ότι θα τον κτυπήσουν και θα του αρπάξουν τα φορτώματα. Δια τούτο ο Ταμπακόπουλος, φόρτωσε αμέσως τα ζώα με τα φορτώματα και τα έστειλε με τους δούλους από άλλο δρόμο, να περάσουν στην Χελωνοσπηλιά, με την οδηγία μετά να κολλήσουν στο Παγκράτι και από εκεί να πάνε στο χωριά Δάρα. Οι πληροφορίες του ανέφεραν, ότι θα τον κτυπούσαν στη θέση Στενό Παγκρατίου στο ποταμό Τράγο. Ο Κουτσολιάς, οδήγησε απ’ άλλο δρόμο τον Ταμπακόπουλο, και τον έστειλε στο χωριό Λυκούρια. Όταν έφθασε εκεί ο Ταμπακόπουλος πήγε κατευθείαν στο σπίτι του Αναγνώστη Μακρή. Αφού κόνεψαν εκεί, ο Μακρής, αν και άρρωστος, επειδή ήταν έμπιστος φίλος του Σωτήρη Χαραλάμπη, άδειασε το σπίτι του και το προετοίμασε για πόλεμο.
Μόλις έκανε την εμφάνισή της, η χρηματαποστολή του Βυτινιώτη τραπεζίτη και τοκογλύφου Νικολάου Ταμπακόπουλου, με τον τούρκο ενοικιαστή και εισπράκτορα του ποιμενικού φόρου της επαρχίας Καλαβρύτων, Λαλιώτη Σεϊντή Χαμουτσά, και με την ένοπλη συνοδεία δέκα έως δεκαπέντε Τούρκων και Ελλήνων, για την ασφάλεια της μεταφοράς των χρημάτων και των ομολόγων, ο Χονδρογιάννης έριξε την πρώτη ντουφεκιά, και με τα παλικάρια του τους κτύπησαν.
Στην μάχη σκοτώθηκε ένας τούρκος ονόματι Γιουσούφ. Οι δε υπόλοιποι, αφού εγκατέλειψαν τα υποζύγια και όλα τα υπάρχοντα, διέφυγαν άτακτα για να σωθούν.
Όταν ο Ταμπακόπουλος έφθασε στα Λυκούρια, το έμαθε ο Αναγνώστης Κολλιόπουλος, προεστός του χωριού και φίλος των Ζαϊμαίων, αμέσως πήγε και βρήκε τον Χονδρογιάννη. Όταν έφθασε ο Χονδρογιάννης στα Λυκούρια, αποφάσισε με τον Αναγνώστη Κολιόπουλο να κάψουν το σπίτι του Μακρή, που ήταν μέσα οχυρωμένοι με τον Ταμπακόπουλο, λέγοντας ότι είχε διαταγή από τον Ασημάκη Ζαΐμη και ότι θα αποζημίωναν το σπίτι. Ο Μακρής, ισχυρίσθηκε ότι ήταν διαταγή του Σωτηράκη Χαραλάμπη να τον προστατεύσει. Τελικά, μετά από διάφορες διαβουλεύσεις, ο Χονδρογιάννης αποχώρησε από τα Λυκούρια, χωρίς να πειράξει τον Ταμπακόπουλο και την συνοδεία του.
Μετά από αυτό ο Κωνσταντής, γιος του Αναγνώστη Μακρή και μερικούς Λουκουριώτες, πήραν τον Ταμπακόπουλο και τον συνόδευσαν μέχρι του Μπούγα το Διάσελο κατά του Φονιά την Καταβόθρα, και εκεί τους άφησαν. Ο Ταμπακόπουλος με την συνοδεία του Μάρκου Κολοκοτρώνη, πήγε στο Ζευγολατιό και μετά έφθασε στην Βυτίνα, χωρίς να γνωρίζει τι απέγινε η συνοδεία και τα φορτώματά του.
Ο δε Σεϊδής Λαλιώτης και αυτός με την συνοδεία του, έφθασε στην Τρίπολη στις 19 Μαρτίου, λιγοψυχισμένος, μετά από την μεγάλη τρομάρα που έπαθε στην Χελωνοσπηλιά. Τα τέσσερα μουλάρια με τα φορτώματα του Ταμπακόπουλου, ο Χονδρογιάννης τα παρέδωσε στους προεστούς.
πηγή https://www.antroni.gr/index.php/istori ... 0-22-33-31
